Εἶδεν ὁ θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν (Γε 1,31). καὶ τὰ ναρκωτικά; τὰ παραισθησιογόνα; τὰ θανατηφόρα αὐτὰ φυτὰ ποὺ δημιουργοῦν τὴ σχεδὸν ἀναπάλλακτη καὶ φθαρτικὴ ἐξάρτησι; οἱ οὐσίες αὐτὲς ποὺ καταστρέφουν καὶ τὰ γονίδια καὶ γεννοῦν ἀνθρώπους ἐκ φύσεως ἀνισορρόπους μικρονοϊκοὺς ἐλαττωματικοὺς ἀναπήρους θνησιγενεῖς; ἀλκοόλ, τσιγάρο, χασίς, ἡρωΐνη, κοκαΐνη, συνθετικὰ ναρκωτικά; γιατί ὁ θεὸς ἐποίησε κι αὐτά; καὶ εἶναι κιαὐτὰ καλὰ λίαν;
    Ναὶ βέβαια κι αὐτά. κατ᾽ ἀρχὴν καλὰ καὶ ἐν τέλει καλά. κατ᾽ ἀρχὴν καλά. τὸ ἀλκοὸλ σὲ μικρὴ δόσι, ὅπως σ᾽ ἕνα ποτήρι κρασὶ τὴν ἡμέρα, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι τροφή – μέχρι τὸ ΙΓ΄αἰῶνα, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ζάχαρι, ἦταν καὶ ἀπαραίτητη, διότι χωρὶς κρασὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου κινδύνευε– εἶναι καὶ χαλαρωτικό. δὲν χάνει ὁ ᾰνθρωπος τὸν ἔλεγχό του καθόλου μὲ τόσο, δὲν ἐξαρτᾶται καὶ δὲν ἀποκτᾷ ἐθισμό, δὲν χάνει τὴν ὀξύνοιά του καὶ τὴ διαύγεια τῆς σκέψεώς του, δὲν χάνει τὰ μυαλά του, ξεκουράζει τοὺς μῦες καὶ τὰ νεῦρα του, ξεκουράζει καὶ τονώνει καὶ τὴν καρδιά του. κακὸ γίνεται σὲ μεγάλη δόσι. σὲ μεγάλες δόσεις γίνεται κακὸ καὶ τὸ φαγητὸ καὶ τὸ γάλα καὶ τὸ νερό. τὸ φυτὸ ''καπνός'', ὄχι ὅταν εἰσπνέεται σὰν τσιγάρο –πρᾶγμα ποὺ ἄρχισε ὡς εἰδωλολατρικὴ τελετὴ τῶν Παλαιοαμερικανῶν–, ἀλλ᾽ ὅταν χρησιμοποιῆται τὸ τρῖμμα τῶν ξηρῶν φύλλων του ὡς φλόμος (=γάζα) ποὺ φλομώνει τραύματα, εἶναι αἱμοστατικό, σταματάει τὴν αἱμορραγία. τὸ ἴδιο τρῖμμα πεπιεσμένο γίνεται μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ βραδύκαυστες καῦτρες καὶ διατηρεῖ τὴ φωτιὰ πολλὲς ὧρες ἢ καὶ μέρες, πρᾶγμα ἀπαραίτητο γιὰ τὴ διατήρησι τῆς φωτιᾶς στὸν πρωτόγονο ᾰνθρωπο ποὺ δὲν εἶχε ἀναπτῆρες καὶ πυρεῖα (=σπίρτα). τ᾽ ἄλλα φυσικὰ ναρκωτικά, κάνναβις -χασίς, ὄπιον -μορφίνη -ἡρωΐνη, κοκαΐνη, γιὰ πολλοὺς αἰῶνες –μᾶλλον γιὰ ὅλους τοὺς αἰῶνες μέχρι τὸν προηγούμενο– χρησιμοποιοῦνταν ὡς ἀναισθητικὰ τῶν χειρουργικῶν ἐπεμβάσεων. χειρουργικὲς ἐπεμβάσεις οἱ ἀρχαῖοι, ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ ἤδη χρόνια, ἐπιτυχεῖς καὶ θεραπευτικές, ἔκαναν κυρίως δύο· ὀρθοπεδικὲς ἀνατάξεις -θεραπεῖες, καὶ ἀκρωτηριασμοὺς θεραπευτικούς· νὰ θεραπεύουν ἕνα κάταγμα ἢ διάστρεμμα μὲ ἀνάταξι, ἀντιμετώπισι τῆς φλεγμονῆς, κι ἀποθεραπεία, καὶ νὰ κόβουν ἕνα μισοκομμένο ἢ κατεστραμμένο ἢ μολυσμένο καὶ μολυσματικὸ μέλος τοῦ σώματος. μέχρι καὶ περιτομὴ σὲ περίπτωσι τῆς δυσπλασίας τῆς φιμώσεως ἢ χειρουργικὴ διάτρησι παρθενικοῦ ὑμένος σὲ περίπτωσι τῆς δυσπλασίας τῆς ἀτρησίας ὑμένος, ποὺ διέγνωσε ὁ Ἱπποκράτης, θεράπευαν χειρουργικῶς οἱ ἀρχαῖοι. κι ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος τὸν πόνο τὸν ἀντέχει μόνο μέχρι ἕνα ὅριο, κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα πεθαίνει καὶ μόνο ἀπ᾽ αὐτόν, γι᾽ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι χειρουργοὶ νάρκωναν ἢ μισονάρκωναν τὸν χειρουργούμενο ἀσθενῆ. στὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ προϊὸν τῆς μήκωνοςτῆςὑπνοφόρου (papaver somnifer), τὸ ὄπιον-μορφίνη -ἡρωΐνη· σ᾽ ἄλλες χῶρες μὲ ἄλλα ναρκωτικά. σὲ πολλὲς χῶρες μὲ ἀλκοόλ. ἄλλωστε καὶ τὰ σημερινὰ χειρουργικὰ ἀναισθητικὰ εἶναι ναρκωτικά. αὐτὴ εἶναι ἡ χρῆσι τῶν ναρκωτικῶν· τὸ καλόν.
    Ἔπειτα ἦρθε ἡ κατάχρησι· τὸ κακό. αὐτή, ὅπως εἶπα, μπορεῖ νὰ γίνῃ καὶ μὲ τὸ γάργαρο νερό. καὶ εἶναι ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ γίνεται ἀπὸ φιλαυτία καὶ φιληδονία. ὁ φίλαυτος εἶναι πάντα καὶ φιλήδονος. κι ὁ φιλήδονος σὲ πολλὲς περιπτώσεις καταπίνει τὸ θάνατό του, τὸ δηλητήριο τῆς θανατώσεώς του· ἢ καὶ τὸ εἰσπνέει˙ ἢ καὶ τὸ ἐνίει (τὸ παίρνει μὲ ἔνεσι). καὶ σακατεύει καὶ θανατώνει καὶ τοὺς γόνους του. καὶ ξεπαστρεύει κι αὐτὸς ὅλη τὴ φύτρα του. κακὴ ἡ κατάχρησι. ἀνακουφιστικὴ ὅμως κι ἀποτοξινωτικὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία ἡ ἐξόντωσι τῶν φιλαύτων καὶ φιληδόνων, ποὺ κάνουν δύσκολη τὴ ζωὴ τῶν ταπεινοφρόνων ἀνιδιοτελῶν ἐργατικῶν καὶ φιλαλλήλων. αὐτὸ εἶναι τὸ ἐν τέλει καλόν. ἀγκάθια καὶ φαρμάκι στὴν κοινωνία καὶ στὴ φύσι οἱ φίλαυτοι· Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς (Ψα 103,35). ἔτσι κατακλείει ὁ Δαυῒδ τὸν ψαλμὸ 103, ποὺ εἶναι ποιητικὴ ἀνάλυσι τοῦ Ἰδοὺ τὰ πάντα καλὰ λίαν (Γε 1,31). οἱ φίλαυτοι εἶναι ἡ ἀνορθογραφία μέσα στὴ φύσι καὶ στὴν κοινωνία, τὴν ὁποία ἀνορθογραφία ἔκανε ὁ ἄνθρωπος ῥυπαίνοντας τὴ φύσι, τὰ καλὰ λίαν. καὶ τοὺς φιλαύτους τοὺς καθαρίζει ἡ ἐκ μέρους των ἀποκορύφωσι τῆς φιλαυτίας των, ἡ κατάχρησι τῶν καλῶν ναρκωτικῶν καὶ στὴ συνέχεια παραισθησιογόνων οὐσιῶν. κι ἐπειδὴ δὲν εἶναι καλὸ νὰ μολυνθοῦν οἱ ἀθῷοι ἐξοντώνοντας τοὺς κακούς, ὁ θεὸς τὰ σκηνοθέτησε ἔτσι καὶ τὰ κούρντισε ὅλα ἔτσι, ὥστε οἱ κακοὶ μόνοι τους, στὸ ἀποκορύφωμα τῆς κακοηθείας των, ν᾽ αὐτοκτονοῦν ἡδονιζόμενοι καὶ μόνοι τους νὰ πελεκοῦν καὶ νὰ κλαδεύουν καὶ ν᾽ ἀφανίζουν τὴ φύτρα τους. μάλιστα ὅσο πιὸ βαριὰ εἶναι κάποια ναρκωτικά, τόσο καὶ πιὸ δίκαια εἶναι. τὰ ἐλαφρά, σὰν τὸ ἀλκοὸλ καὶ τὸ τσιγάρο, τυραννοῦν καὶ τοὺς γόνους καὶ τὸν περίγυρο τῶν φιλαύτων, ἐνῷ τὰ βαριά, ὅπως ἡ ἡρωΐνη καὶ ἡ κοκαΐνη, σκοτώνουν τὸ φίλαυτο, πρὶν προλάβῃ ν᾽ ἀφήσῃ γόνους ἢ νὰ κάνῃ τὴν τυραννία τοῦ περιγύρου του ἰσόβια, πρὶν ἀφήσῃ γονιδιακὴ κληρονομιὰ στοὺς γόνους του, χωρὶς νὰ προλάβῃ νὰ μολύνῃ βιολογικὰ τὴν κοινωνία ὅπου ξενίζεται. Ἰδοὺ καλὰ λίαν ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ πάντα.
    Κι ἂν δὲν ἔκανε ὁ θεὸς τὰ φυτά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα βγαίνουν τὰ ναρκωτικά, πάλι ὁ φίλαυτος καὶ φιλήδονος ἄνθρωπος θὰ ἔβρισκε ναρκωτικά. στὴν Ἀμερικὴ καὶ στὴν Αὐστραλία οἱ φίλαυτοι καὶ φιλήδονοι βρῆκαν ναρκωτικὰ γιὰ μαστούρωμα καὶ στὶς πιὸ ἀπίθανες κι ἀηδιαστικὲς οὐσίες. τὸ πετρέλαιο καὶ ἡ βενζίνη του εἶναι ἁπλᾶ καύσιμα, ὅπως τὰ καυσόξυλα καὶ τὸ λάδι, καὶ εἶναι δύσοσμα. στὶς δυὸ προειρημένες χῶρεςὅμως οἱ φίλαυτοι ἀνακάλυψαν ὅτι καὶ ἡ εἰσπνοὴ τοῦ ἀερίου, ποὺ εἶναι προϊὸν τῆς καύσεως βενζίνης, εἶναι οὐσία παραισθησιογόνος μὲ τὴν ὁποία μποροῦν νὰ μαστουρώνωνται. καὶ πολλοὶ μαστουρώνονται μ᾽ αὐτὴ τὴν ἀηδία. στοὺς ἰσλαμικοὺς ''τεκέδες'' (=μοναστήρια κιναίδων μοναχῶν) οἱ ''δερβίσηδες'' (=ἀκτήμονες, μοναχοί), ὅταν ἔμεναν χωρὶς ναρκωτικὸ ''ἀφιόν'' (=ὄπιον), ''ἀφιονίζονταν'' (=μαστουρώνονταν) μὲ τὸ πιὸ ἀνύπαρκτο ὡς οὐσία ναρκωτικὸ καὶ παραισθησιογόνο, μὲ στριφογυρίσματα πολλὰ καὶ γρήγορα, μέχρι νὰ ζαλιστοῦν (ἰμὰμ μπαϊλντὶ = ἱερωμένοι λιπόθυμοι) καὶ νὰ πέσουν κάτω ζαλισμένοι καὶ γεμάτοι παραισθήσεις. ὅπως καί, γιὰ νὰ εἶναι κανεὶς τζογαδόρος στὴν Ἀγγλία καὶ σ΄ἄλλες χῶρες, δὲν χρειάζεται νὰ ὑπάρχουν τράπουλες καὶ ζάρια. ποντάρουν καὶ μὲ στοιχήματα γιὰ τὸ πιὸ ἄλογο ἢ περιστέρι ἢ κοτόπουλο ἢ μυρμήγκι θὰ ἔρθῃ πρῶτο, γιὰ τὸ πιὸ ἀπὸ τὰ δυὸ κοκόρια ἢ σκυλιὰ σὲ σκυλοκαυγᾶ ἢ κοκορομαχία θὰ νικήσῃ καὶ θὰ ξεσχίσῃ τὸ ἄλλο, καὶ γιὰ τὸ ἂν μέχρι αὔριο ἡ ὥρα 12 τὸ μεσημέρι θὰ βρέξῃ ἢ δὲν θὰ βρέξῃ. ὅταν ὁ ἄνθρωπος θέλῃ νὰ βάλῃ σὲ λειτουργία τὴν κακοήθειά του, μπορεῖ καὶ χωρὶς τράπουλα ἢ κοκαΐνη.
    Ὁ θεὸς ἔκανε τὰ πάντα καλὰ λίαν τόσο κατ᾽ ἀρχὴν μὲ τὴ χρῆσι τους ὅσο κι ἐν τέλει μὲ τὴν ἐπιλέξιμη ἐκ μέρους τῶν ἐνόχων κατάχρησί τους.
 
Μελέτες 7 (2010)