῾Η ἐκκλησία μόνο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· καὶ ἡ ἐκκλησία εἶναι μόνο μία· κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία, ἡ μία ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολική, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ λέγεται καὶ ἁπλῶς ἡ ἐκκλησία, διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλη. τὰ ἄλλα χριστώνυμα πλήθη εἶναι νεστοριανοὶ μονοφυσῖτες παπικοὶ ἀγγλικανοὶ καὶ προτεστάντες, ἀλλ᾿ ὄχι ἐκκλησίες, οὔτε τῆς ἐκκλησίας μέρη, οὔτε κἂν Χριστιανοί· ἀκόμη κι ἂν λέγωνται. καὶ μόνο γιὰ τὰ μέλη τῆς μιᾶς ἐκκλησίας ὑπάρχει ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐπαγγελία καὶ ῥητὴ ἐγγύησι σωτηρίας · ῾Ο πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται, εἶπε, ὅταν ἔστελνε τοὺς μαθητάς του στὴν ἀποστολή τους (Μρ 16,16). δὲν ἀρκεῖ μόνο νὰ πιστεύσῃ κανείς, ἀλλὰ πρέπει καὶ νὰ βαπτιστῇ, γιὰ νὰ σωθῇ.
Γιὰ νὰ μὴν ἔχουμε ὅμως μαγικὴ ἀντίληψι γιὰ τὸ βάπτισμα, ἀλλ᾿ ἀντίληψι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν πρόθεσι τοῦ ἀνθρώπου, πρέπει νὰ προσέξουμε τόσο μερικὰ ἄλλα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ γεγονότα τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας ὅσο καὶ τὸ ὅτι στὸ παραπάνω χωρίο πρὸς τὸν πιστεύσαντα καὶ βαπτισθέντα ἀντιδιαστέλλεται ὄχι ὁ γιὰ ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο μὴ βαπτισθεὶς ἢ μήπω βαπτισθείς, ἀλλ᾿ ὁ ἀπιστήσας· ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ παρὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ δόθηκε νὰ βαπτιστῇ ἀπέκρουσε τὸ βάπτισμα, ἐπειδὴ δὲν πίστευσε, δὲν δέχτηκε νὰ πιστεύσῃ, ἔφερε ἀντίρρησι στὴν πρότασι τοῦ Κυρίου, στὸ χριστιανικὸ κήρυγμα· διαφώνησε. ἂς πάρουμε λοιπὸν μὲ τὴ σειρὰ τὶς κατηγορίες τῶν σῳζομένων χωρὶς βάπτισμα, σύμφωνα μὲ τὴν ῾Αγία Γραφή.
Οἱ πρὸ Χριστοῦ δίκαιοι τόσο τοῦ ᾿Ισραὴλ ὅσο καὶ τῆς λοιπῆς ἀνθρωπότητος, ποὺ ἄκουσαν καὶ πίστευσαν στὸ κήρυγμα τοῦ Κυρίου κατὰ τὸ τριήμερο ποὺ κατέβηκε ὡς νεκρὸς στὸν ᾅδη (Α΄ Πε 3,19-20), σώθηκαν χωρὶς νὰ βαπτιστοῦν. βέβαια ὅπως σ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἐπάνω στὴ γῆ ἔτσι καὶ σ᾿ ἐκείνους ὁ πάνσοφος Κύριος φρόντισε, καὶ εἶχε τὸν τρόπο, νὰ κάνῃ τὴν ὑπακοὴ στὸ κήρυγμα καὶ τὴ σωτηρία ἀντικείμενο πίστεως καὶ ὄχι ἁπλῶς ἐνημερώσεως. κι ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ σκάνδαλον τοῦ ἐσταυρωμένου καὶ ἀποθανόντος μάλιστα Χριστοῦ (Α΄ Κο 1,23), ποὺ εἶναι ἡ ἀπαραίτητη λυδία λίθος ἡ διακρίνουσα τὴν εἰλικρίνεια τῆς πίστεως κι ἐκείνη ποὺ ἀφήνει τοὺς κακῆς προαιρέσεως ἀνθρώπους ἔξω ἀπὸ τὴ σωτηρία. καὶ μόνο τὸ ὅτι οἱ κακοὶ θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ ποῦν στὸ Χριστὸ «Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ μᾶς σώσῃς ἐσύ, ποὺ πέθανες καὶ μάλιστα ἀπὸ βίαιο φόνο πάνω στὴ νεότητά σου καὶ ἦρθες ἐδῶ ποὺ εἴμαστε κι ἐμεῖς ; » εἶναι ἕνα κριτήριο ποὺ ἄφησε τοὺς φαύλους στὴν ἀπιστία τους καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. τὸ δυσνοητότερο εἶναι οἱ δίκαιοι πῶς ἀντιλήφθηκαν τὴν ἀξιοπιστία τοῦ κηρύγματος καὶ πίστευσαν. ἀλλὰ βέβαια ὁ πάνσοφος καὶ πανάγαθος Κύριος εἶχε τὴ συχνότητα ποὺ ἔπιαναν οἱ κεραῖες των, εἶχε τὸν τρόπο νὰ τοὺς δώση τὰ διαπιστευτήρια τῆς ἀξιοπιστίας του καί γε τῆς θεότητός του, ὥστε νὰ τὸν πιστεύσουν.
Δεύτεροι ποὺ σώθηκαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ σῴζονται χωρὶς βάπτισμα εἶναι ὅσοι ἔζησαν μὲν χρονικῶς μετὰ Χριστόν, ἀλλὰ τροπικῶς καὶ στὴν πραγματικότητα ἦταν σὰ νὰ ἔζησαν ἢ νὰ ζοῦν ἀκόμη πρὸ Χριστοῦ, διότι δὲν ἄκουσαν γιὰ τὸ Χριστὸ ποτέ· καὶ γιὰ τὸ πρᾶγμα αὐτὸ ἔχουμε εὐθύνη ἐμεῖς ποὺ γνωρίσαμε τὸ Χριστό, καὶ ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὸν γνώρισαν. βέβαια ἡ εὐθύνη μας αὐτὴ εἶναι ἄλλοτε προσωπικὴ κι ἄλλοτε συλλογική· καὶ γιὰ μὲν τὴν προσωπικὴ δὲν ξέρουμε πόσοι Χριστιανοὶ τὴν ἔχουν, γιὰ δὲ τὴ συλλογικὴ δὲν ξέρουμε πόση μερίδα ἀναλογεῖ στὸν καθένα. γι᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ τὴ σωτηρία τους διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν γράφῃ· ῞Οταν ἔθνη τὰ μὴ νόμον ἔχοντα φύσει τὰ τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μὴ ἔχοντες ἑαυτοῖς εἰσι νόμος, οἵτινες ἐνδείκνυνται τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων ἐν ἡμέρᾳ ὅτε κρινεῖ ὁ θεὸς τὰ κρυπτὰ τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (῾Ρω 2,14-16). «Οἱ ἐθνικοὶ (οἱ μὴ Χριστιανοί, οἱ ἀβάπτιστοι, οἱ μὴ γνωρίσαντες τὴ Χριστιανικὴ πίστι), ποὺ δὲν ἔχουν νόμο, ὅταν πράττουν ἐκ φύσεως αὐτὰ ποὺ λέει ὁ νόμος, παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν ἔχουν νόμο, εἶναι νόμος γιὰ τὸν ἑαυτό τους οἱ ἴδιοι, καθὼς ἀποδεικνύουν ὅτι τὸ ἔργο, ποὺ ὑπαγορεύει ὁ νόμος, τὸ ἔχουν γραμμένο μέσα στὶς διάνοιές των· καὶ συμμαρτυρεῖ γι᾿ αὐτὸ ἡ συνείδησί τους· οἱ δὲ λογισμοί τους διαλέγονται μεταξύ τους ὡς κατήγοροι καὶ ὡς ἀπολογούμενοι· κι αὐτό, γιατὶ κι αὐτοὶ ἀποβλέπουν στὴν κρίσιμη ἐκείνη μέρα, κατὰ τὴν ὁποία ὁ θεὸς θὰ κρίνῃ τὰ κρυφὰ τῶν ἀνθρώπων· αὐτὰ λέει τὸ εὐαγγελικό μου κήρυγμα, ὅπως μοῦ τὸ ἔδωσε νὰ τὸ κηρύττω ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός». μιὰ τέτοια ψυχὴ ἕνας ἀρχαῖος, διερμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ Παύλου, τὴ χαρακτήρισε anima naturaliter christiana· ψυχὴ φύσει χριστιανή. καὶ μπορεῖ βέβαια μία ψυχὴ νὰ χαρακτηριστῇ ὡς φύσει χριστιανή, νομίζω, μόνον ἂν δὲν βρέθηκε κανένας τρόπος νὰ μάθῃ ποτὲ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστι. διότι μιὰ τέτοια ψυχή, μόλις ἀντικρύσῃ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, ἐκεῖνο ποὺ θὰ λαχταρήσῃ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, κι ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, εἶναι ν᾿ ἀσπαστῇ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, νὰ βαπτιστῇ. κι ἂν ἀποκρούσῃ τὸ βάπτισμα, κι ἂν ἁπλῶς δὲν τὸ λαχταρήσῃ, τὸ μόνο ποὺ θὰ δείξῃ, εἶναι ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ πράγματι ψυχὴ φύσει χριστιανή, ἀλλ᾿ ἁπλῶς δημιούργησε ψεύτικες ἐντυπώσεις μὲ μιὰ πολὺ ἔντεχνη καὶ διαβολεμένη ἀνθρωπαρέσκεια. ἕνα ἀθῷο νήπιο στὴν ᾿Ινδία τέκνο εἰδωλολατρῶν, μιὰ ἀναλφάβητη γριὰ στὴν ἀνελεύθερη Κίνα ποὺ δὲν ξέρει οὔτε ἂν ὑπάρχουν στὴ γῆ ἄνθρωποι μὴ κίτρινοι ἢ ποὺ μιλοῦν ἄλλη γλῶσσα ἐκτὸς ἀπὸ τὴ δική της, ἕνας ἁπλοϊκὸς ἄντρας ὁποιουδήποτε ἔθνους μέχρι τὸ ὁποῖο δὲν ἔφτασε ποτὲ καμμιὰ εἴδησι γιὰ τὴν ὕπαρξι τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ὅταν ἡ προαίρεσί τους εἶναι σὰν τοῦ εἰλικρινοῦς Χριστιανοῦ, αὐτοὶ καὶ ἀβάπτιστοι σῴζονται, σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Παύλου τὸ ὁποῖο τοῦ παρέδωσε ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός.
Τρίτοι ποὺ σώθηκαν ἀβάπτιστοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴ λάμψι τῆς Χριστιανικῆς πίστεως γιὰ μιὰ στιγμὴ μόνο καὶ μαρτύρησαν τὴν ἴδια στιγμή· καὶ ἡ ἐκκλησία τοὺς ἔχει γιὰ ἁγίους καὶ δὲν ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ σωτηρία τους καθόλου. στρατιῶτες ποὺ στάλθηκαν ἢ πῆραν ἐντολὴ νὰ σφάξουν ὡς δήμιοι τοὺς Χριστιανούς, καὶ ὅταν εἶδαν τὴν ἀσάλευτη πίστι τῶν μαρτύρων καὶ τὴν ἀνεξικακία τους ἔναντι τῶν δημίων καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ φώτιζε τὰ γαλήνια πρόσωπά τους καὶ τὴ χαρὰ ποὺ αἰσθάνονταν, ἐπειδὴ ἀξιώνονταν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸ Χριστὸ κι ἐπειδὴ σὲ λίγο θὰ τὸν ἀντάμωναν στοὺς οὐρανούς, πίστευσαν κι αὐτοὶ καὶ ὡμολόγησαν μιὰ πίστι, ποὺ καλὰ καλὰ δὲν γνώριζαν τὸ θεσπέσιο περιεχόμενό της, ἀντιθέτως μάλιστα πολλὰ δύσφημα εἶχαν ἀκούσει γι᾿ αὐτὴν ἀπὸ τ᾿ ἀφεντικά τους, καὶ ἀρνήθηκαν νὰ σφάξουν τοὺς Χριστιανούς, καὶ μαρτύρησαν οἱ ἴδιοι γιὰ τὸ Χριστό, σφαζόμενοι ἀπὸ ἄλλους δημίους ποὺ εἶχαν σταλῆ. σὰν ἐκεῖνο τὸ δήμιο ποὺ θαύμασε τοὺς 39 ἀπὸ τοὺς 40 μάρτυρες, κι ἐλεεινολόγησε τὸν ἕνα τὸν ἀποστάτη, καὶ πῆγε αὐτὸς γυμνὸς πάνω στὸν πάγο τῆς λίμνης μαζὶ μὲ τοὺς 39 καὶ τὸν ἀναπλήρωσε ὡς τεσσαρακοστὸς μάρτυρας. σὰν τόσους ἄλλους τέτοιους. καὶ συγγενεῖς ἢ φίλοι μαρτύρων ἀβάπτιστοι, ποὺ φονεύτηκαν, ἐπειδὴ ἔκρυβαν Χριστιανοὺς ἢ ἐπειδὴ θαύμασαν τοὺς Χριστιανοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους των καὶ ὡμολόγησαν καὶ μαρτύρησαν. καὶ στὰ χρόνια τῶν νεομαρτύρων ὑπῆρξαν μουσουλμάνοι, καὶ ῎Αραβες καὶ Τοῦρκοι, ποὺ μαρτύρησαν μὲ παραπλήσιο τρόπο, χωρὶς ποτὲ νὰ βαπτιστοῦν. ὑπάρχουν δὲ καὶ πολυπλοκώτερες περιπτώσεις. σὰν τὸν αὐτοκράτορα Μαξιμῖνο τὸν Δάια, σύγχρονο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τῶν διωκτῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Γαλερίου καὶ Λικινίου, ὁ ὁποῖος προστάτευε τοὺς Χριστιανοὺς μὲ διατάγματά του, ἀλλὰ προδομένος ἀπὸ τὸν πρωθυπουργό του, ποὺ ἀφ᾿ ἑνὸς ἐξαπέλυε νόθα ἀντιχριστιανικὰ διατάγματα μὲ τὴν πλαστογραφημένη ὑπογραφὴ τοῦ Μαξιμίνου καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου κάρφωνε τὸν Β΄ κατηγορίας αὐτὸν αὐτοκράτορα (Καίσαρα) στὸν Α΄ κατηγορίας αὐτοκράτορα (Αὔγουστο) Γαλέριο, δολοφονήθηκε μὲ δηλητηρίασι. σὰν τοὺς πολὺ πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν φιλοχριστιανοὺς αὐτοκράτορες ᾿Αλέξανδρο Σεβῆρο καὶ Φίλιππο, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἑτοιμάζονταν καὶ νὰ βαπτιστοῦν, κατασφάχτηκαν γι᾿ αὐτό, πρὶν προλάβουν νὰ βαπτιστοῦν, ἀπὸ τοὺς στρατηγούς των Μαξιμῖνο Θρᾷκα καὶ Δέκιο, οἱ ὁποῖοι τοὺς διαδέχτηκαν ὡς αὐτοκράτορες καὶ δίωξαν τοὺς Χριστιανοὺς μὲ πιὸ λυσσασμένη μανία. καὶ σὰν τόσους ἄλλους ἀφανεῖς κι ἐπιφανεῖς, ποὺ θανατώθηκαν ποικιλοτρόπως ἀβάπτιστοι καὶ πολλὲς φορὲς καὶ ἀκατήχητοι, ἐπειδὴ κατὰ πρόθεσι ἀσπάστηκαν τὴ Χριστιανικὴ πίστι καὶ ζωή.
Τέταρτοι ποὺ σώθηκαν χωρὶς βάπτισμα εἶναι τὰ πλήθη τῶν μαρτύρων ποὺ θανατώθηκαν γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστι τους, ἐνῷ ἦταν ἀκόμη κατηχούμενοι, σὰν τὸ μάρτυρα Νέστορα. λένε γι᾿ αὐτοὺς μερικοί· Αὐτοὶ ἔλαβαν τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος. αὐτὸ τὸ «βάπτισμα τοῦ αἵματος» ὅμως τί εἶναι ; δὲν πρέπει ποτὲ τὸ «αἷμα» αὐτὸ νὰ τὸ φανταστῇ κανεὶς σὰν ὑγρὸ ποὺ ἀντικατέστησε τὸ «ὕδωρ» τοῦ βαπτίσματος, σὰν ὑγρὸ ποντισμοῦ ἢ ἔστω ῥαντισμοῦ τοῦ βαπτιζομένου. εἶναι μόνο μαγικὴ μιὰ τέτοια ἀντίληψι· καὶ τὸ βάπτισμα δὲν εἶναι μαγικὴ πρᾶξι. ἄλλωστε ὁ τεσσαρακοστὸς μάρτυς στὴν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβαστείας κι ὁ δηλητηριασμένος Μαξιμῖνος καὶ τόσοι ἄλλοι ἀπαγχονισμένοι ἢ στραγγαλισμένοι ἢ παραπλησίως θανατωμένοι δὲν ἔχυσαν οὔτε σταγόνα αἵματος κατὰ τὸ μαρτύριό τους. καὶ δὲν πρέπει νὰ πνιγόμαστε σὲ ῥητορικὲς ἐκφράσεις, ὅπως παρανοεῖται ἡ ἔκφρασι «βάπτισμα αἵματος» ἢ καὶ ἡ μεταγενέστερη ἔκφρασι «βάπτισμα δακρύων» (ῥητορικὸς χαρακτηρισμὸς τῆς μετανοίας)· διότι κι ὁ λῃστὴς στὸ σταυρὸ δὲν ἔχυσε οὔτε σταγόνα δακρύων. ἡ Χριστιανικὴ πίστι δὲν εἶναι ῥητορεία καὶ σχῆμα λόγου. βάπτισμα προθέσεως εἶναι τὸ βάπτισμα αἵματος καὶ τίποτε ἄλλο. διότι αἷμα θὰ πῇ προσφορὰ καὶ θυσία προαιρέσεως καὶ βάπτισμα προαιρέσεως. αὐτὰ πέρα ἀπὸ τὰ ῥητορικὰ κλισέ, τὰ ὁποῖα πολλὲς φορὲς μόνο παραπλανητικὰ εἶναι. ἡ καλὴ προαίρεσι εἶναι ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία σώθηκαν καὶ σῴζονται στοὺς αἰῶνες ὅλοι οἱ καθ᾿ ὁποιονδήποτε μὴ ἐφάμαρτο τρόπο παραμείναντες ἀβάπτιστοι· καὶ ὅλοι οἱ βαπτισμένοι βέβαια.
Μιὰ ἄλλη πέμπτη κατηγορία τέτοιων, ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ σωθοῦν χωρὶς βάπτισμα, εἶναι ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν μιλάῃ γιὰ τοὺς μικτοὺς γάμους μὲ τὸν ἕνα σύζυγο Χριστιανὸ καὶ τὸν ἄλλο εἰδωλολάτρη (Α΄ Κο 7,12-16). ἐννοεῖται ὅτι ὁ γάμος αὐτὸς στοὺς Χριστιανοὺς ἀπαγορεύεται ἀπολύτως. ὄχι μόνο μὲ ἀλλοθρήσκους ἀλλ᾿ οὔτε μ᾿ αἱρετικοὺς ἢ ἑτεροδόξους λεγομένους ἐπιτρέπεται νὰ παντρεύωνται οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ Χριστιανές. ἄλλο πρᾶγμα ἂν ὁ γάμος προϋπῆρξε τῆς πίστεως. καὶ γιὰ τέτοιους μόνο προϋπάρχοντες γάμους μιλάει ὁ Παῦλος. σὲ τέτοιους γάμους, ἂν τὸ ἄπιστον, δηλαδὴ τὸ ἀνεκχριστιάνιστο καὶ ἀβάπτιστο, μέλος δὲν συγκατατίθεται στὴ χριστιανικὴ ζωὴ καὶ πίστι καὶ λατρεία τοῦ Χριστιανοῦ, ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ χωρίζῃ ἀμέσως. ἂν ὅμως τὸ ἀβάπτιστο μέλος δὲν παρεμποδίζῃ τὴ χριστιανικὴ πίστι καὶ ζωὴ καὶ λατρεία τοῦ βαπτισμένου χριστιανοῦ μέλους, τότε ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει νὰ χωρίζῃ τὸν μὴ Χριστιανό, ἀλλὰ νὰ παραμένῃ σ᾿ αὐτὸ τὸ γάμο. διότι αἰτιολογεῖ ὁ Παῦλος – κι αὐτὴ ἡ αἰτιολογία ἐνδιαφέρει ἐδῶ – λέγοντας · ῾Ηγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικὶ (τῇ πιστῇ), καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρὶ (τῷ πιστῷ)· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστι. τὸ ἐδῶ λεγόμενο ἄπιστον, δηλαδὴ τὸ ἀβάπτιστο μέλος τοῦ ἀντρογύνου, στὸν τέτοιο γάμο, μὲ τὸ νὰ σέβεται τὴ χριστιανικὴ ζωὴ τοῦ ἄλλου καὶ νὰ παραμένῃ συνδεδεμένο ἔτσι, ἡγίασται καὶ αὐτό, δηλαδὴ ἔχει κι αὐτὸ κάποιον καλὸ δεσμὸ μὲ τὸν Κύριο καὶ κάποιο βαθμὸ ἁγιασμοῦ· καὶ τὰ παιδιὰ ἐπίσης, παρ᾿ ὅλο ποὺ εἶναι ἀβάπτιστα, ἐπειδὴ ἀβάπτιστα τὰ κρατάει ὁ ἀβάπτιστος πατέρας (κατὰ τὴν ἀρχαιότητα τὰ παιδιὰ τὰ ἐξουσίαζε μόνον ὁ πατέρας καὶ σὲ περίπτωση διαζυγίου ἦταν αὐτοδικαίως ὅλα μόνο δικά του), ἐνῷ ἄλλως θὰ ἦταν ἀκάθαρτα, μὲ τὸ ποὺ εἶναι τέκνα πιστῆς μητέρας ἢ πιστοῦ πατέρα, εἶναι καθαρά. αὐτὰ τὰ παιδιά, τ᾿ ἀβάπτιστα ἀλλὰ καθαρά, κι αὐτὸς ὁ σύζυγος, ὁ ἀβάπτιστος ἀλλὰ ἡγιασμένος, ὅταν συνέβαινε νὰ πεθάνουν αἰφνιδίως, σῴζονταν· γιὰ τὴν καλή τους στάσι ἔναντι τῆς χριστιανικῆς πίστεως τοῦ ἄλλου συζύγου ἢ τοῦ ἑνὸς γονέως, γιὰ τὴν ἀγαθή τους δηλαδὴ προαίρεσι, ἔστω καὶ ἀβάπτιστοι· διότι ἦταν καθαροὶ καὶ ἡγιασμένοι. πιθανώτατα ἦταν ὑποψήφιοι Χριστιανοί, ποὺ μιὰ μέρα θὰ βαπτίζονταν κιόλας, ἦταν, ὡς εὐμενεῖς θεαταὶ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου (ἐπόπται Α΄ Πε 3,2), ἕνα εἶδος κατηχουμένων· κατηχούμενοι βραδείας καὶ σιωπηρᾶς ἴσως κατηχήσεως· ἀλλὰ πολλὲς φορὲς δὲν πρόκαμναν νὰ βαπτιστοῦν. παρὰ ταῦτα σῴζονταν. κι αὐτὸ συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ κοινωνίες ποὺ δὲν ἐκχριστιανίστηκαν ὁλοσχερῶς, ὅπως ἡ ᾿Ιαπωνική.
῞Εκτη κατηγορία σῳζομένων χωρὶς βάπτισμα, παρ᾿ ὅλο ποὺ γνωρίζουν ἀρκετὰ πράγματα γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστι καὶ πολλὲς φορὲς γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ τὴ Βίβλο ποὺ μελετοῦν μέρα καὶ νύχτα, εἶναι οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀπὸ θεοῦ τὸν κλῆρο νὰ γεννηθοῦν καὶ νὰ ζήσουν σ᾿ αἱρετικὲς κοινωνίες, χωρὶς αὐτοὶ νὰ εὐθύνωνται καθόλου γιὰ τὴν αἵρεσι τοῦ περιγύρου τους· αὐτοὶ ποὺ τυπικῶς μόνο εἶναι νεστοριανοί, μονοφυσῖτες, παπικοί, ἀγγλικανοί, προτεστάντες, κλπ.. οἱ μεγάλες αὐτὲς αἱρέσεις δὲν εἶναι ἐκκλησία ἢ ἐκκλησίες μὲ κανέναν τρόπο· κι ὅσα ἀντίθετα λὲν γι᾿ αὐτοὺς διάφοροι «θεολόγοι», εἶναι ἀπὸ ἀνοησίες μέχρι βλασφημίες. ὅλη ἡ λατρεία τους καὶ ὅλες οἱ ἱερουργίες των καὶ τὰ λεγόμενα «μυστήριά» τους καὶ τὰ «ἱερατεῖα» τους εἶναι ὅλα τελείως ἄκυρα καὶ ἀνύπαρκτα. καὶ ὅλοι τους, «ἱερεῖς» καὶ λαϊκοί, εἶναι ἀβάπτιστοι· κανείς τους δὲν εἶναι Χριστιανός. εἶναι ξένοι πρὸς ἐμᾶς τοὺς Χριστιανοὺς ὅσο καὶ οἱ μουσουλμάνοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. εἶναι ὅμως βέβαιο ὅτι ἀνάμεσά τους βρέθηκαν καὶ βρίσκονται κι ἐκλεκτὲς ψυχὲς μὲ δυνατὴ πίστι καὶ ἁγνὴ ζωὴ καὶ δίκαιη πολιτεία, θεάρεστοι ὄντως καὶ θεοφιλεῖς, εἴτε ἀφανεῖς εἴτε ἐπιφανεῖς, ἀλλ᾿ ὁπωσδήποτε ἀνεύθυνοι κι ἀνένοχοι γιὰ τὸ περιβάλλον ὅπου ἐπέτρεψε ὁ Κύριος νὰ γεννηθοῦν, καὶ γιὰ τὴν κατάστασι ὅπου βρίσκονται. ὁ Γουτεμβέργιος, ὁ Παστέρ, ὁ Μίν, ὁ Μέντελ, ἡ Μαρία Τζώνς, μητέρα ὀχτὼ παιδιῶν, ποὺ ἵδρυσε τὴ βιβλικὴ ἑταιρία – λίγο πολὺ ὅλοι ξέρουμε τὴν πολιτεία τους καὶ τὴν πρᾶξι τους τὴ μεγάλη, γιὰ τὴν ὁποία τὰ ὀνόματά τους ἔμειναν – , διάφοροι εὐσεβεῖς κι εὐλαβεῖς ἄνθρωποι, γεμάτοι φόβο θεοῦ καὶ πίστι καὶ ἀγάπη, ἁγνοὶ καὶ δίκαιοι καὶ ἰσοβίως ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον (Ψα 9,11· 13,2· 21,27· 24,10· 33,5· 33,11· 52,3· 68,13· 76,3· 118,10 κλπ.), ποὺ μελετοῦν μέρα καὶ νύχτα τὴ Βίβλο καὶ ποθοῦν καὶ κατεργάζονται μὲ εἰλικρίνεια τὴ σωτηρία τους καὶ τὴν ἐπικράτησι τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ πάνω στὴ γῆ, καὶ δὲν ἀστειεύονται ποτὲ μὲ τὴν πίστι τους. αὐτοὶ δὲν εἶναι Χριστιανοί, διότι εἶναι ἀβάπτιστοι, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ μελετοῦν τὴ Βίβλο, εἶναι κατηχούμενοι· κατηχούμενοι τῆς Βίβλου. καὶ ὁ Κύριος δὲν τοὺς ἀρνεῖται τὴ σωτηρία. σῴζονται ὅπως ὅλοι οἱ προηγούμενοι ἀβάπτιστοι, παρ᾿ ὅλο ποὺ τὰ διαβολεμένα «ἱερατεῖα» τους κάνουν ὅ,τι μποροῦν, γιὰ νὰ ματαιώσουν τὴ σωτηρία τους.
῾Εβδόμη τέλος κατηγορία σῳζομένων χωρὶς βάπτισμα εἶναι ὅσα ἀθῷα παιδιὰ πεθαίνουν προώρως καὶ αἰφνιδίως ἀβάπτιστα. ἔτσι λόγου χάρι κι ὁ ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος ποὺ βαπτίστηκε 25 ἐτῶν, ἐνῷ πιὸ μπροστὰ εἶχε δικηγορήσει κιόλας, κι ὁ Βασίλειος Καισαρείας ποὺ βαπτίστηκε 28 ἐτῶν, κι ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς ποὺ βαπτίστηκε 30 ἐτῶν, ἐνῷ κι αὐτοὶ οἱ δύο εἶχαν δικηγορήσει ἐπίσης γιὰ μερικὰ χρόνια, πρὶν βαπτιστοῦν, ὅμως ἐπειδὴ ἦταν παιδιόθεν κατηχούμενοι τῶν εὐσεβῶν γονέων τους, ἂν τοὺς συνέβαινε νὰ πεθάνουν αἰφνιδίως, ὅταν δικηγοροῦσαν ἢ ὅταν σπούδαζαν σὲ μακρινὲς πόλεις, δὲν θὰ πήγαιναν βέβαια στὴν κόλασι, ἀλλὰ θὰ σῴζονταν· καὶ δὲν «εἶχαν τὸ διάβολο ἐπάνω τους» ὡς φοιτηταὶ καὶ νεαροὶ δικηγόροι, ἐπειδὴ ἦταν ἀβάπτιστοι, ὅπως λὲν σήμερα γιὰ τ᾿ ἀβάπτιστα παιδιὰ μερικοὶ ἀδίστακτοι δογματισταὶ ποὺ τὰ στέλνουν στὴν κόλασι, ἀλλ᾿ ἦταν ὑποδείγματα σεμνῆς ζωῆς γεμάτης πίστι. καὶ πέθαιναν ἀσφαλῶς τότε πολλοὶ ὅμοιοί τους αἰφνιδίως, πρὶν προλάβουν νὰ βαπτιστοῦν· αὐτὸ ἦταν στατιστικῶς ἀναπόφευκτο. κανεὶς φυσικὰ δὲν ἀμφέβαλλε γιὰ τὴ σωτηρία τους, οὔτε κανεὶς τοὺς φανταζόταν νὰ καίγωνται στὴν κόλασι. αὐτὰ εἶναι φαντασιώσεις μόνο μερικῶν σημερινῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων. ἐπηρεάζονται ὅμως ἀπὸ τέτοιους καὶ ἀθῷοι ἄνθρωποι καὶ ἄγχονται καὶ διακατέχονται ἀπὸ μιὰ ἀδικαιολόγητη φοβία· καὶ ῥωτοῦν γεμάτοι ἄγχος· Τί γίνεται, ἂν ἕνα ἀβάπτιστο παιδὶ πεθάνῃ ξαφνικά ; εἶναι ἀποκλεισμένο ἀπὸ τὴ σωτηρία ; πηγαίνει στὴν κόλασι ; δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ χάσῃ κανεὶς τὴ σωτηρία του γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο ποὺ δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν προαίρεσί του καὶ μὲ τὶς ἀποφάσεις του ὡς ἐνηλίκου. ὅπως καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σωθῇ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο χωρὶς καλὴ πρόθεσι. ὁ θεὸς δὲν εἶναι μωρός, γιὰ νὰ κάνη γκάφες καὶ ἀδικίες καὶ ἀτυχήματα αἰωνίων συνεπειῶν, ἢ νὰ σῴζῃ ἀνθρώπους ἐξαναγκασμένος ἀπὸ κάποια νομικά τους τεχνάσματα. κάτι τέτοια σκέφτονταν μόνον οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐκεῖνοι ποὺ σταύρωσαν τὸ Χριστό. οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι διαβολεμένο ἕνα μικρὸ παιδί, ἐπειδὴ εἶναι ἀβάπτιστο. ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θ᾿ ἀποκρούσουν τὸ προσφερόμενο βάπτισμα μὲ ἐντελῶς προσωπική τους ἀπόφασι εἶναι οἱ ἄνθρωποι διαβολεμένοι. δὲν εἶναι διαβολεμένα τὰ παιδιὰ κατὰ τὶς μέρες ποὺ εἶναι μὲν νὰ βαπτιστοῦν, ἀλλὰ δὲν ἔχουν βαπτιστῆ ἀκόμη. ἄλλωστε καὶ τὰ βαπτισμένα, ἂν δὲν πιστεύσουν ὅταν ἀντρωθοῦν, ἢ ἂν ἀπιστήσουν, ἀνήκουν στὸ διάβολο, καὶ μάλιστα πολὺ πιὸ ἐπικίνδυνα ἀπὸ τ᾿ ἀβάπτιστα ποὺ δὲν πίστευσαν, διότι τ᾿ ἀβάπτιστα ἔχουν ἀκόμη τὴν εὐκαιρία τῆς σωτηρίας των ἀκαταπάτητη κι ἀπεριφρόνητη, ἐνῷ τὰ βαπτισμένα καταπάτησαν ἤδη καὶ περιφρόνησαν τὴ δοθεῖσα κι ἀξιοποιηθεῖσα κάποτε εὐκαιρία τῆς σωτηρίας, κι ἀνήκουν πλέον στὴ βλάσφημη περίπτωσι, γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα· ᾿Αδύνατον τοὺς ἅπαξ φωτισθέντας γευσαμένους τε τῆς δωρεᾶς τῆς ἐπουρανίου καὶ μετόχους γενηθέντας Πνεύματος ἁγίου καὶ καλὸν γευσαμένους θεοῦ ῥῆμα δυνάμεις τε μέλλοντος αἰῶνος, καὶ παραπεσόντας, πάλιν ἀνακαινίζειν εἰς μετάνοιαν (῾Εβ 6,4-6).
῾Υπάρχουν μάλιστα σήμερα καὶ μερικοὶ τόσο ἀνόητοι, ποὺ φτάνουν νὰ εἶναι καὶ βλάσφημοι πάνω στὸ ζήτημα αὐτό. ὅπως ἕνας «πνευματικός», ποὺ ξέρω, δηλαδὴ ἐξομολόγος, ὁ ὁποῖος γινόμενος ὁ ἴδιος νομοθέτης, ἀντὶ νὰ εἶναι μόνο δικαστὴς κι ἑρμηνευτὴς τοῦ ἤδη ὑπάρχοντος θείου νόμου, καὶ κάνοντας στοὺς ἐξομολογουμένους «ἐκπτώσεις», λὲς καὶ εἶναι ἰδιοκτήτης τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, καὶ ὄχι ἁπλῶς διαχειριστὴς (οἰκονόμος) τῶν μυστηρίων τοῦ θεοῦ, ὅταν κάποιο ἁμαρτωλὸ ζεῦγος, ποὺ σκοτώνει τὰ παιδιά του, τοῦ ἐξωμολογήθηκαν, ὅτι ἔχουν... πατρικὴ ἀγωνία γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ πέταξαν μὲ ἐκτρώσεις, διότι... ὡς ἀβάπτιστα πῆγαν στὴν κόλασι, ἀντὶ νὰ τοὺς ἐπιτιμήσῃ αὐστηρότατα γιὰ τὴ σφαγὴ ποὺ διαπράττουν, καὶ νὰ τοὺς πῇ ὅτι γιὰ τὴ φονική τους πρᾶξι πρέπει ν᾿ ἀνησυχοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ ὄχι γιὰ τὴ σωτηρία τῶν σφαγμένων παιδιῶν, τοὺς συμβούλευσε νὰ κάνουν μνημόσυνα ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῶν ἀβαπτίστων καὶ κολασμένων ἐμβρύων! βαβαὶ τῆς παραφροσύνης του! καί γε τῆς ὑποκρισίας του! αὐτὸ εἶναι τὸ φαρισαϊκὸ διυλίζειν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνειν τὴν κάμηλον, ποὺ εἶπε κι ὁ Κύριος (Μθ 23,24).
῎Ισως ὑπάρχουν κι ἄλλες κατηγορίες σῳζομένων χωρὶς βάπτισμα, ποὺ ἐγὼ δὲν τὶς σκέφτηκα. ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ βαπτιστῇ, καὶ ἀπέκρουσε τὸ βάπτισμα, ἐπειδὴ ἠπίστησε, ὅπως λέει ὁ Κύριος (Μρ 16,16), ἐκεῖνος σίγουρα κατεκρίθη, πῆγε στὴν κόλασι, ὅπως λέει πάλι ὁ Κύριος στὴ συνέχεια. οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ εἶχαν μιὰ σοφὴ καὶ πολὺ πνευματικὴ πρακτική· ὅποιον κατηχούμενο ἡ ἐκκλησία τὸν ἔκρινε ἐπαρκῶς ἐνημερωμένο στὰ τῆς πίστεως καὶ τοῦ ἔλεγε ὅτι πρέπει πλέον νὰ βαπτιστῇ, ἐὰν ἐκεῖνος ἀποφάσιζε ν᾿ ἀναβάλῃ γιὰ πολὺ τὸ βάπτισμά του, ἡ ἐκκλησία δὲν τὸν βάπτιζε ποτὲ πλέον, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔδιωχνε. διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ νυμφίος, κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἡ νύμφη. δὲν εἶναι ὁ Κύριος ἡ νύμφη. οἱ βιβλικοὶ αὐτοὶ χαρακτηρισμοὶ δὲν εἶναι ῥητορικοὶ καὶ ποιητικοὶ οὔτε συναισθηματικοί. στὴν ἀρχαιότητα ὁ νυμφίος ὥριζε τὴν ἡμέρα ἢ τὸν καιρὸ τοῦ γάμου, καὶ ὄχι ἡ νύμφη, οὔτε κανεὶς ἄλλος. ἦταν ἀδιανόητο ἡ νύμφη, ἡ ὥριμη δηλαδὴ γιὰ γάμο κι ἐνήλικη μνηστή, νὰ ἔχῃ ἀντίρρησι γιὰ τὸ χρόνο τοῦ γάμου. ὅταν ὁ Κύριος καλῇ κάποιον ὥριμο νὰ βαπτιστῇ, ἐκεῖνος δὲν μπορεῖ σὲ καμμιὰ περίπτωσι καὶ νὰ φέρῃ ἀντίρρησι καὶ νὰ παραμείνῃ κατηχούμενος. εἶχε δὲ ἡ ἀρχαία ἐκκλησία κι ἕνα σοφὸ κανόνα· ὅσοι βαπτίστηκαν βάπτισμα κλίνης, ἀπαγορευόταν νὰ γίνουν ποτὲ κληρικοί. αὐτὸ τὸ βάπτισμα κλίνης τοὺς ἦταν ἰσόβιο κι ἀξεπέραστο κώλυμα γιὰ τὴν ἱερωσύνη τῶν κληρικῶν. καὶ τί εἶναι βάπτισμα κλίνης ; τὸ βάπτισμα ποὺ βαπτίστηκε ἕνας κατηχούμενος, ἐπειδὴ ἦταν κλινήρης ἄρρωστος καὶ φοβήθηκε μήπως πεθάνῃ ἀβάπτιστος. ὥστε γι᾿ αὐτὸ ἐπέσπευσε τὸ βάπτισμά του, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως πεθάνῃ ἀβάπτιστος, ἐνῷ, πρὶν ἀρρωστήσῃ, τὸ ἀνέβαλλε. ὁ τέτοιος ἦταν ἀνεκτὸς στὴν ἐκκλησία ὡς ἁπλὸς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ὡς κληρικὸς οὐδέποτε· ἀπαγορευόταν νὰ χειροτονηθῆ, ὁποιαδήποτε μετάνοια κι ἂν ἔδειχνε κατὰ τὴ μετέπειτα χριστιανικὴ ζωή του (Νεοκαισαρείας κανὼν 12).
Τὸ βάπτισμα εἶναι ὁρατὴ καὶ ἔμπρακτη φανέρωσι τῆς ἀφανοῦς προαιρέσεως. ὅταν ἀποκρούεται ἀπὸ τὸν ἀπιστήσαντα, προκαλεῖ τὴν κατάκρισιν, δηλαδὴ τὸν στέλνει σαφῶς στὴν κόλασι. ὅταν ὅμως δὲν τὸ ἀπήλαυσε ἀκόμη ὁ «μὴ προφθάσας», ἡ προαίρεσί του δὲν παθαίνει τίποτε καὶ ἡ σωτηρία του εἶναι βέβαιη ὅσο καὶ ἡ τοῦ βαπτισμένου πιστοῦ. τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ θεία εὐχαριστία καὶ γιὰ τὸ χρῖσμα· ἀφοῦ αὐτὸς ποὺ δὲν βαπτίστηκε, δὲν συμμετέσχε οὔτε καὶ σ᾿ αὐτά. καὶ ὅμως μὲ τὴν ἀγαθή του προαίρεσι σῴζεται. οὐδέποτε κοινώνησαν οἱ ἀβάπτιστοι μάρτυρες σὰν τὸν τεσσαρακοστὸ τῆς παγωμένης λίμνης, σὰν τὸ Νέστορα, σὰν τοὺς μαρτυρήσαντες δημίους, καὶ οὐδέποτε ἔλαβαν Πνεῦμα ἅγιο· κι ὅμως σώθηκαν. καὶ κάθε παρόμοιος καὶ γιὰ τὸν Κύριο καλῆς προαιρέσεως σῴζεται.

SUMMARIUM

IMMERSABILES QUI SALVANTUR

Septem minimum multitudines immersabilium salvantur. a) Iusti tam ex Israel quam ex gentibus, qui ante Christum mortui sunt quibusque Iesus Christus in inferno praedicavit et eos salvavit. b) Homines illi ex gentibus de quibus Paulus apostolus dixit: Cum gentes quae legem non habent, naturaliter quae legis sunt faciunt, eiusmodi legem non habentes, ipsi sibi sunt lex : qui ostendunt opus legis scriptum in cordibus suis, testimonium reddente illis coscientia ipsorum, et inter se invicem cogitationum accusantium, aut etiam defendentium : in die, cum iudicabit deus occulta hominum, secundum evangelium meum per Iesum Christum (Ro 2,14-16). c) Carnifices qui, martyrum Christianorum fidem innocentiamquae videntes, in Christum crediderunt et statim Domino mortui sunt sine baptismo et sine ulla catechesi. d) Martyres catechumeni in fidem Christianorum, qui sine ullo baptismo Domino Iesu Christo mortui sunt. e) Coniuges Christianorum, virorum et feminarum, qui non Christiani sunt, de quibus Paulus scripsit : Si quis frater uxorem habet infidelem, et haec consentit habitare cum illo, non dimittat illam. et si qua mulier habet virum infidelem, et hic consentit habitare cum illa, non dimittat virum. sanctificatus est enim vir infidelis in muliere fideli, et sanctificata est mulier infidelis per virum fidelem : alioquin filii vestri immundi essent : nunc autem sancti sunt. quod si infidelis discedit, discedat : non est enim servituti subiectus frater aut soror in eiusmodi : in pace autem vocavit nos deus. unde enim scis, mulier, si virum salvum facies ? aut unde scis, vir, si mulierem salvam facies ? (I Co 7,12-16). f) Illi qui in haeresibus numerosis crimine carentes et innocentes et bonae praepositionis homines sunt et opera bona habent; qui sunt catechumeni Bibli, in quam nocte dieque incumbunt. g) Pueres infantes et immersabiles, qui ante tempus et subito sine baptismo mortui sunt.
Sunt autem etiam aliae multitudines immersabilium qui salvantur, quas quidem ego non cogitavi.
Baptismus non est actio magica neque caeremonia magica, sed actio praepositionis hominis. ille qui non salvatur, quod, secundum Domini verbum, non baptismum accipit, non est ille qui non praevenit eum accipere, sed ille qui habuit tempus opportunum accipere baptismum, et negavit eum accipere et repulit eum.

Συμβολὴ 4-5 (2004)