Στὴν ἀρχαιότητα δὲν ὑπῆρχε ὀφθαλμιατρικὴ τοῦ μικροσκοπίου, δὲν ὑπῆρχαν καὶ ματογιάλια. ἔτσι εἶναι δύσκολο νὰ ἐντοπίσουμε παθήσεις τῆς ὁράσεως σὲ γνωστὰ ἱστορικὰ πρόσωπα, καὶ δυσκολώτερο νὰ διευκρινίσουμε ποιές ἦταν αὐτές. δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἀκατόρθωτο.
       Ὁ Ἰσαάκ, στὰ βαθιὰ γεράματά του μόνο, δὲν μποροῦσε νὰ δῇ. σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσῃ τοὺς δυὸ γιούς του παρὰ μόνο μὲ ψηλάφησι ἢ ἀκούοντας τὴ φωνή τους (Γε 27,1. 27,11-23). ἡ πάθησί του δὲν μπορεῖ νὰ ἦταν ἁπλῆ πρεσβυωπία. ἧταν καταρράκτης.
       Ὁ Λάβαν εἶχε δύο κόρες σὲ ἡλικία γάμου, τὴ Λία καὶ τὴ Ῥαχήλ. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ Λίας ἀσθενεῖς·. Ῥαχὴλ δὲ ἦν καλὴ τῷ εἴδει καὶ ὡραία τῇ ὄψει σφόδρα. ἠγάπησε δὲ Ἰακὼβ τὴν Ῥαχήλ (Γε 29,16-18). διότι ἔβλεπε πῶς ἔκανε μιὰ μυωπικὴ χωρὶς γιαλιά, καὶ δὲν τοῦ ἄρεσε. πάθησι ἀσθενοῦς ὁράσεως σὲ τόσο νέα ἡλικία δὲν ἦταν παρὰ μυωπία.
       Πρεσβυωπία, πάθησι σχεδὸν ὅλων τῶν ἀνθρώπων πάνω ἀπὸ τὰ 40 τους, μὲ πολὺ χαρακτηριστικὴ συνέπεια –γιὰ ἐποχὴ χωρὶς ματογιάλια--μαρτυρεῖ ἕνα μόνο τεκμήριο, ποὺ εἶναι ἡ παρανάγνωσι, πρὶν ἀπὸ τὸν Θ΄ αἰῶνα μάλιστα, ὅταν ἡ γραφὴ ἦταν μόνο μεγαλογράμματη, κεφαλαῖα γράμματα, καὶ δὲν εἶχε ἀκόμη ἐπινοηθῆ τὸ νὰ γράφωνται οἱ λέξεις χωρισμένες ἡ μιὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη μὲ κάποιο κενό. καὶ τέτοια ἐποχὴ ἧταν ὁ Δ΄ αἰώνας, ὅταν ζοῦσε ὁ Βασίλειος Καισαρείας. ὁ Βασίλειος, προκειμένου, ὅπως λέει καὶ τὸ τροπάριό του, νὰ τρανώσῃ (=ἐξηγήσῃ) τὴν φύσιν τῶν ὄντων, ὅπως ἔκαναν νὰ ποῦμε χίλια χρόνια πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν οἱ Ἕλληνες φυσικοὶ φιλόσοφοι Θαλῆς Ἀναξίμανδρος Ἀναξιμένης Ἀναξαγόρας Λεύκιππος Δημόκριτος Ἀριστοτέλης κλπ., ἀντλεῖ διάφορες ζῳολογικὲς πληροφορίες ἀπὸ τὰ παραμύθια τοῦ εἰδωλολάτρου παραμυθᾶ καὶ πορνογράφου Αἰλιανοῦ. ἔτσι ἀντλώντας ἀπὸ κεῖ μιὰ πληροφορία γιὰ τὸν ἐλέφαντα, ποὺ δὲν εἶχε δῆ ποτέ του --αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἐλέφας δὲν ἔχει γόνατα (Ἑξαήμ. 9,26) --, λέει τὸ περίεργο ὅτι ὁ ἐλέφας φοβᾶται τὸ ποντίκι (Ἑξαήμ. 9,29). τὸ λάθος του ὀφείλεται σὲ παρανάγνωσι, καὶ ἡ παρανάγνωσι σὲ πρεσβυωπία. διότι, ὅταν ἔγραψε τὴν Ἑξαήμερό του, ἦταν μεταξὺ 40 καὶ 49 ἐτῶν. ὁ Αἰλιανὸς στὸ κείμενό του (Περὶ ζῴων 16,36), ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψι του πῶς οἱ Ῥωμαῖοι τρόμαξαν καὶ διέλυσαν τοὺς ἐλέφαντες τοῦ Πύρρου, ἐξαπολύοντας κατὰ πάνω τους μεγάλα ἐρεθισμένα γουρούνια ποὺ οὔρλιαζαν ἄγρια, γράφει ὅτι δέδοικεν ὗν ἐλέφας. σ᾽ αὐτὴ τὴ φράσι, ποὺ τότε ἦταν γραμμένη ΔΕΔΟΙΚΕΝΥΝΕΛΕΦΑΣ, ὁ πρεσβύωψ Βασίλειος διάβασε τὸ πρῶτο Ν ὡς Μ καὶ τὸ ἐννόησε ὡς γράμμα τῆς ἑπομένης λέξεως, ὁπότε τὸ ΔΕΔΟΙΚΕΝ ΥΝ (=φοβᾶται τὸ γουρούνι) τὸ διάβασε καὶ τὸ κατάλαβε ὡς ΔΕΔΟΙΚΕ ΜΥΝ (=φοβᾶται τὸ ποντίκι). γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν Ἑξαήμερό του ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἐλέφας φοβᾶται τὸ ποντίκι. χαρακτηριστικὸ τεκμήριο πρεσβυωπίας. ἂν ὁ Βασίλειος εἶχε γιαλιὰ πρεσβυωπίας, μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἔκανε τὸ λάθος αὐτὸ στὴ διατράνωσι τῆς φύσεως τῶν ὄντων.
       Αὐτὰ γιὰ μερικὲς παθήσεις τῶν ὀφθαλμῶν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα.
 
Δημοσιεύεται καὶ στὴ ‘’Συμβολὴ’’ 24 (2008)
 
Μελέτες 4 (2008)