Δημοσιεύτηκε στὴ Συμβολή, τ. 14 (2006), ὡς ἀπάντησι στὴν τότε ἀπὸ ἄμβωνος ἐκτροχιασμένη διακήρυξι τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χριστοδούλου Παρασκευαΐδου ὅτι “Ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης καὶ ἀναρχικός”, μὲ τὴν ὁποία θέλησε νὰ φλερτάρῃ τὴν τέτοια νεολαία, λέγοντας καὶ τὸ “Ἐλᾶτε μὲ τὴ βερμούδα σας καὶ μὲ τὰ σκουλαρίκια σας”. καὶ εἶχε προκαλέσει πανελλήνιο σκανδαλισμό.

 

    Εἶναι τῆς μόδας τῶν δυὸ τελευταίων αἰώνων νὰ ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης· τελευταία λὲν κι ὅτι ἦταν ἀναρχικός· τὴν ἑπόμενη φορὰ θὰ ποῦν ὅτι ἦταν καὶ τρομοκράτης ἢ ναρκομανής· καὶ θὰ τοῦ φορέσουν καὶ σκουλαρίκια, νὰ τὸ δῆτε, πρῶτα στ᾿ αὐτιὰ κι ὕστερα καὶ στὰ ῥουθούνια.

    Ἦταν ὁ Χριστὸς ἐπαναστάτης; σ᾿ αὐτό, νομίζω, τὴν πιὸ ἔγκυρη ἀπάντησι θὰ μᾶς δώσουν οἱ ῥωμαϊκὲς ἀστυνομικὲς ἀρχὲς ποὺ τὸν ἐκτέλεσαν, καὶ κυρίως ὁ διοικητής των Πιλᾶτος ποὺ τὸν ἀνέκρινε αὐτοπροσώπως, καὶ δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ πῇ χαριστικῶς κάτι τὸ τιμητικὸ καὶ κολακευτικὸ γιὰ τὸν ἀνακρινόμενο ὑπόδουλο ποὺ τοῦ ἔφεραν ἁλυσοδεμένο μπροστὰ στὸ ὑποπόδιο τοῦ θρόνου του οἱ ἴδιοι οἱ ὁμοεθνεῖς του Ἰουδαῖοι οἱ ὁποῖοι τὸν συνέλαβαν. τὸν ῥώτησε λοιπὸν ὁ μέγας Πιλᾶτος τὸ φτωχὸ Ἰησοῦ· «Εἶσαι ἐπαναστάτης ποὺ ἀνακήρυξες τὸν ἑαυτό σου βασιλέα;». τοῦ λέει ὁ Χριστός· «Ἐσὺ μόνος σου τὸ λὲς αὐτὸ ἢ σοῦ τὸ εἶπαν ἄλλοι;». τοῦ ὁμολογεῖ ὁ Πιλᾶτος· «Οἱ δικοί σου σὲ παρέδωσαν σ᾿ ἐμένα μ᾿ αὐτὴ τὴν κατηγορία· γιὰ νὰ προσυπογράψω τὴ θανατική σου καταδίκη· ἐγὼ ὅμως θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω ἀπὸ σένα». τοῦ λέει ὁ Χριστός· «Ὄχι, δὲν εἶμαι ἐπαναστάτης οὔτε ἐπίβουλος τοῦ καθεστῶτος σου οὔτε ἀντίπαλος, οὔτε μ᾿ ἐνδιαφέρει ν᾿ ἀντικαταστήσω τὸ βασιλέα ποὺ ἔχεις προϊστάμενο. ἂν κήρυξα κάποια βασιλεία, αὐτὴ εἶναι ἡ τῶν οὐρανῶν, καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μ᾿ αὐτὸν τὸν ὑλικὸ καὶ ὁρατὸ κόσμο· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. ἂν ἡ βασιλεία μου ἦταν ἐπίγεια, τὸ καταλαβαίνεις κι ὁ ἴδιος, οἱ ὀπαδοί μου δὲν θὰ κάθονταν μὲ σταυρωμένα χέρια, ἀλλὰ θ᾿ ἀγωνίζονταν νὰ μὴ μὲ συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι. κάτι τέτοιο ὅμως δὲν ἔγινε οὔτε θὰ γίνῃ, διότι ἡ βασιλεία μου δὲν ἔχει καμμία σχέσι μ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή. δὲν εἶμαι ἐπαναστάτης». ἔξυπνος ἄνθρωπος ὁ Πιλᾶτος, ἐξασκημένος ἀστυνομικὸς καὶ ἀνακριτής, καὶ πολὺ πεπειραμένος σὲ πολιτικὰ καὶ στρατιωτικὰ ζητήματα, κατάλαβε τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Χριστοῦ καὶ πίστευσε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ὅπως ἀκριβῶς λέει, δὲν εἶναι ἐπαναστάτης. κι αὐτὸς ὁ Πιλᾶτος, ὁ ἁρμόδιος νὰ πατάσσῃ στὰ σπάργανά της κάθε ἐπαναστατικὴ κίνησι, κι ἐξουσιοδοτημένος ἐν λευκῷ ἀπὸ τὸ Ῥωμαῖο αὐτοκράτορα νὰ ἐκτελῇ ὅσους καὶ ὅποιους θέλει, προκειμένου νὰ προλάβῃ στὴ γένεσί της ὁποιαδήποτε ἐπανάστασι ἢ ὑποψία ἐπαναστάσεως, βγῆκε στὸν ἐξώστη καὶ εἶπε στοὺς Ἰουδαίους· «Τί μοῦ τὸν φέρατε αὐτὸν ἐδῶ; αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τελείως ἀθῷος. λοιπὸν μπορῶ νὰ ἐπανορθώσω τὴ γκάφα σας, χωρὶς νὰ σᾶς ἐκθέσω, ἂν κάνω χρῆσι τῆς συνηθείας μου ποὺ ἔχω νὰ σᾶς χαρίζω κάθε χρόνο, τώρα τὸ πάσχα, ἕναν θανατοποινίτη, ἀφήνοντάς τον ἐλεύθερο· κι ἐγὼ κρίνω ν᾿ ἀφήσω ἐλεύθερο αὐτὸν τὸν ἀθῷο· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ». οἱ συκοφάντες Ἰουδαῖοι ὅμως, οἱ ὁποῖοι τὴν περασμένη νύχτα εἶχαν καταδικάσει τὸ Χριστὸ σὲ θάνατο, ὄχι ὡς ἐπαναστάτη, ἀλλ᾿ ὡς κακόδοξο ποὺ βλασφήμησε τὸ θεό, καί, ξέροντας ὅτι ὁ εἰδωλολάτρης Πιλᾶτος δὲν χολοσκάει γιὰ τέτοια ζητήματα ἰουδαϊκῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ παρέδωσαν τὸν ὑπόδικο Χριστὸ μὲ ἄλλη κατηγορία, ὅτι δῆθεν ἐπιβουλεύεται τὸν αὐτοκράτορα τοῦ Πιλάτου, κηρύσσοντας βασιλέα τὸν ἑαυτό του, ἐπέμεναν στὸν Πιλᾶτο νὰ ἐγκρίνῃ τὴ θανατικὴ καταδίκη τοῦ δῆθεν ἐπαναστάτου Χριστοῦ. νά ποιοί εἶπαν πρῶτοι τὸ Χριστὸ ἐπαναστάτη συκοφαντικῶς· οἱ σταυρωταί του. κι ἂν θέλῃ, ἔλεγαν, νὰ τοὺς χαρίσῃ ὁ Πιλᾶτος ἕναν θανατοποινίτη, ἂς τοὺς χαρίσῃ τὸ Βαραββᾶ, τὸν διὰ στάσιν καὶ φόνον βεβλημένον εἰς τὴν φυλακήν. νά ὁ ἐπαναστάτης· νά κι οἱ ἐπαναστάτες· οἱ συνήγοροι καὶ ἐλευθερωταὶ τοῦ ἐπαναστάτου Βαραββᾶ· οἱ ὁποῖοι γαυγίζουν ἐπαναστατικὰ μπροστὰ στὸν Πιλᾶτο· «Λευτεριὰ στὸ Βαραββᾶ, στὴν κρεμάλα τὸ Χριστό»· Αἶρε τοῦτον, ἀπόλυσον δὲ ἡμῖν Βαραββᾶν. ὁ Πιλᾶτος ἔμεινε κατάπληκτος μὲ τὴν παλαβὴ κακία τους. βαθιὰ πεπεισμένος ὅμως ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἐπαναστάτης, τὸν μαστιγώνει, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴ συκοφαντικὴ λύσσα τοῦ φθόνου τους, καὶ τοὺς τὸν βγάζει ἔξω νὰ τὸν δοῦν κακοποιημένο καὶ ταπεινωμένο, γιὰ νὰ καλμάρουν· καὶ τοὺς ξαναπροτείνει νὰ τὸν ἀφήσῃ ἐλεύθερο, διότι δὲν εἶναι ἐπαναστάτης. τότε ἐκεῖνοι λύσσαξαν χειρότερα καὶ τὸν ἐκβίασαν ἀπειλώντας τον σὰν κλασσικοὶ ῥουφιάνοι˙ «Ἂν ἀπολύσῃς αὐτόν, ἐμεῖς θὰ σὲ καταγγείλουμε στὸν προϊστάμενό σου αὐτοκράτορα, ὅτι εὐνοεῖς καὶ περιθάλπεις ἕναν ἐπαναστάτη ποὺ ἐπιβουλεύεται τὸ θρόνο του». ἐκεῖ ὁ Πιλᾶτος, μπροστὰ στὴν ἰουδαϊκὴ κακοήθεια, τἄχασε. καὶ εἶπε· «Ἔ, ὄχι καὶ νὰ χάσω τὴ θέσι μου! ἀθῷος ξαθῷος, στὰ κομμάτια αὐτὸς ὁ φουκαρᾶς· γιατὶ ἐδῶ παίζεται ἡ θέσι μου· ἴσως καὶ τὸ κεφάλι μου». βγαίνει λοιπὸν ἔξω καὶ τοὺς λέει· «Πάρτε τον καὶ κάνετέ τον ὅ,τι θέλετε. σιγὰ νὰ μὴ χάσω ἐγὼ τὴ θέσι μου γι᾿ αὐτόν· φᾶτε τον λοιπόν, κι ἀφῆστε με ἥσυχο». ἀλλ᾿ ἡ συνείδησί του ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸν ἐλέγχῃ, ποὺ δὲν γλύτωσε ἀπὸ τὴ λύσσα τοῦ ἰουδαϊκοῦ ὄχλου ἕναν ἀθῷο, ὅποιος κι ἂν ἦταν αὐτός,  ἐνῷ μποροῦσε καὶ ἔπρεπε. γι᾿ αὐτὸ καὶ πρόσθεσε· «Ἐγὼ πάντως ἀπὸ τὴ σφαγὴ αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶμαι ἀθῷος· ὅ,τι κι ἂν τοῦ κάνετε, ἐγὼ νίπτω τὰς χεῖράς μου». καὶ ἔνιψε πράγματι τὰ χέρια του μπροστὰ στὸν ὄχλο τῶν διαδηλωτῶν· τόσο πολὺ πεπεισμένος ἦταν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι ἐπαναστάτης. τόσο πολὺ πίστευσε στὴν εἰλικρίνεια τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐκεῖνος τὸν βεβαίωσε ὅτι δὲν εἶναι ἐπαναστάτης (Λκ 23,13-15· Ἰω 18,33-19,16). ἔπειτα ὅμως, ἐκνευρισμένος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ πέτυχαν νὰ τὸν ἐκβιάσουν καὶ νὰ τοῦ ἐπιβάλουν τὴ θέλησί τους, πεισμάτωσε καὶ θέλησε νὰ τοὺς δαγκάσῃ. διέταξε λοιπὸν τοὺς ἐκτελεστὰς νὰ βάλουν πάνω στὸ σταυρὸ τοῦ ἐκτελεσμένου, σὰν ἀνακοίνωσι μὲ τὸ αἰτιολογικὸ τῆς ἐκτελέσεως, ὅπως συνηθιζόταν τότε, μιὰ ταμπέλλα μὲ τὴν ἐπιγραφή· Οὗτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων (Μθ 27,37). αὐτὸ σήμαινε· «Τομάρια, νά τί τὸν ἔκανα ἐγὼ τὸ βασιλιᾶ σας»· καὶ πιὸ ὑπόγεια· «Νομίσατε ὅτι μοῦ τὴ φέρατε ἐκβιάζοντάς με καὶ κοροϊδεύοντάς με, ἀλλὰ κι ἐγὼ σᾶς τὴ φέρνω πιὸ ἔξυπνα· ἀφοῦ ἐσεῖς θελήσατε νὰ τὸν σκοτώσω ὡς ἐπαναστάτη καὶ σφετεριστὴ βασιλικοῦ θρόνου, κι ἐγὼ σᾶς τὸν φορτώνω σὰν ἀρχηγὸ καὶ βασιλιᾶ σας, καὶ τὸν σταυρώνω, γιὰ νὰ δῇ ὁ κόσμος τί μπορῶ νὰ τὸν κάνω τὸ βασιλιᾶ σας  —ἔτσι δὲν τὸν θέλατε;— καὶ δυνάμει τί μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καὶ σᾶς. πάρτε την λοιπόν· μία σας καὶ μία μου». ὁπότε ἐκνευρίστηκαν μὲ τὴ σειρά τους ἐκεῖνοι, κι ἐξωργισμένοι πηγαίνουν καὶ τοῦ λέν· «Γιατί ἔγραψες ὅτι εἶναι βασιλιᾶς μας, ἀφοῦ ξέρεις ὅτι δὲν εἶναι; σβῆσε το λοιπόν, καὶ γράψε ὅτι Ἐκεῖνος εἶπεΒασιλεύς εἰμι τῶν Ἰουδαίων”». εὐχαριστημένος ὁ Πιλᾶτος, ποὺ τὸ δάγκωμά του ἔπιασε, τοὺς λέει μὲ χαιρέκακο φαρμάκι· «Ὅ,τι ἔγραψα ἔγραψα· ὃ γέγραφα γέγραφα· δὲν τὸ σβήνω· ξεκουμπιστῆτε ἀπὸ μπροστά μου» (Ἰω 19, 20-22). ἔτσι κατάλαβαν πολὺ καλὰ καὶ οἱ μὲν καὶ ὁ δὲ ὅτι κανείς τους δὲν τὸ ἔχαψε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης, ἀλλ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔκαναν τὰ ἔλεγαν καὶ τὰ μαστόρευαν, μόνο γιὰ νὰ καταφέρουν καὶ νὰ ἐκβιάσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· ὅτι οἱ ἑκατέρωθεν προφάσεις ἦταν μόνο τεχνάσματα τοῦ βρόμικου παιχνιδιοῦ τους.

    Οὔτε καὶ ἀναρχικὸς ὑπῆρξε ὁ Χριστός. ὅταν μάλιστα οἱ καταδότες καὶ προβοκάτορες τῶν ἀρχιερέων θέλησαν κάποτε νὰ τὸν «φτιάξουν» ἀναρχικό, γιὰ νὰ τὸν συκοφαντήσουν στὴ συνέχεια σὰν τέτοιον, καὶ τὸν ῥώτησαν παγιδευτικὰ ἂν πρέπει νὰ πληρώνουν φόρους στὸν κατακτητὴ Καίσαρα, ὅλοι τὸ ξέρουν ὅτι ὁ νομοταγὴς Χριστὸς τοὺς ἀπάντησε μ᾿ ἐκεῖνο τὸ περίφημο· Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ (Μθ 22,15-22). ἀλλὰ κι ὁ ἐντεταλμένος τοῦ Χριστοῦ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος σὲ θέματα σχέσεων τῶν Χριστιανῶν πρὸς τὸ ἐγκόσμιο κράτος, γράφει· Κάθε ψυχὴ νὰ ὑποτάσσεται στὶς ἀνώτερες ἐξουσίες· διότι δὲν ὑπάρχει ἐξουσία ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀπὸ τὸ θεό· καὶ οἱ ὑπάρχουσες ἐξουσίες εἶναι διωρισμένες ἀπὸ τὸ θεό. ἔτσι ὅποιος ἀντιστέκεται στὴν ἐξουσία, ἀντιστέκεται στὴ διαταγὴ τοῦ θεοῦ· καὶ ὅσοι ἀντιστάθηκαν, θὰ τιμωρηθοῦν. διότι οἱ ἄρχοντες δὲν εἶναι φόβητρο τῶν καλῶν ἔργων, ἀλλὰ τῶν κακῶν. θέλεις νὰ μὴ φοβᾶσαι τὴν ἐξουσία; κάνε τὸ καλό, καὶ θὰ ἔχῃς ἀπ᾿ αὐτὴ ἔπαινο· διότι εἶναι ὑπηρέτης τοῦ θεοῦ γιὰ χάρι σου, γιὰ τὸ καλό. ἂν ὅμως κάνῃς τὸ κακό, νὰ φοβᾶσαι· τζάμπα δὲν φοράει τὸ μαχαίρι· ὑπηρετεῖ τὸ θεὸ γιὰ νὰ ἐκφράζῃ τὴν ὀργή του, ἕτοιμος νὰ ἐκδικηθῇ τὸν κακοποιό. γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑποτάσσεσαι ὄχι μόνο γιὰ τὴν ὀργή (του) ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ συνείδησί (σου). γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε πληρώνετε καὶ φόρους· ἐπειδὴ εἶναι λειτουργοὶ τοῦ θεοῦ, ποὺ γρηγοροῦν ἐπιβλέποντας ἀκριβῶς αὐτό. ἀποδίδετε λοιπὸν τὸ χρέος σας πρὸς ὅλους· τὸ φόρο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι γιὰ τὸ  φόρο, τὰ τέλη σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι γιὰ τὰ τέλη. τὸ φόβο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ πρέπει νὰ φοβᾶστε, τὴν τιμὴ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ὀφείλετε νὰ τιμᾶτε (Ῥω 13,1-7). αὐτὰ δὲν εἶναι μανιφέστο ἀναρχικοῦ οὔτε ἐπαναστάτου· εἶναι τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. κι ἀλλοῦ πάλι ὁ Παῦλος ἢ ἄλλοι ἀπόστολοι, ἐντεταλμένοι ὅλοι καὶ πληρεξούσιοι τοῦ Χριστοῦ πιστοί, ποὺ τὸν ἐκπροσωποῦν καὶ τὸν ἐκφράζουν ὅσο κανένας ἄλλος, λὲν καὶ γράφουν τὰ ἴδια.

    Μήπως ὅμως ἦταν ὁ Χριστὸς ἐπαναστάτης, ἐπειδὴ ἀκύρωσε τὴ μιὰ Διαθήκη, τὴν Παλαιά, καὶ θέσπισε τὴν ἄλλη, τὴν Καινή; ἡ ἐντονώτερη ἔκφρασι αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς, ποὺ ἐπέφερε, βρίσκεται στὴν προγραμματική του ὁμιλία, τὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία· ἰδίως σ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀλλεπάλληλα Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις ἔτσι, ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ἀλλιῶς (Μθ 5,21-48). εἶναι αὐτὸ ἐπανάστασι; θὰ ἦταν, ἂν ὁ ὁμιλῶν δὲν ἦταν θεός, ἀλλὰ κάποιος ἄνθρωπος ἀντιρρησίας καὶ μεταρρυθμιστής, σὰν τὸ Λούθηρο, νὰ ποῦμε, ἢ σὰν τὸν πάπα τῆς Ῥώμης ποὺ πλάθει «ἱερὰ παράδοσι» δική του. ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι θεός, Κύριος ὁ θεός, ὅπως τὸν προσφώνησε κι ὁ Θωμᾶς, ὅταν κατὰ παραχώρησί του τὸν ψηλάφησε ἀναστημένο· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ θεός μου (Ἰω 20,28). ὁ Κύριος λοιπὸν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς θεὸς καὶ Κύριος τῶν διαθηκῶν, ἀλλάζει τὶς διαθῆκες, ἀντικαθιστώντας τὴν παλιὰ μὲ τὴν καινούργια. σὰ νοικοκύρης καὶ οἰκοδεσπότης· κι αὐτὸ εἶναι νοικοκύρεμα, δὲν εἶναι ἐπανάστασι. ὅταν ἕνας βοσκὸς ἐκεῖ ποὺ ἐπὶ ἓξ μῆνες ἔβοσκε τὰ πρόβατά του στὸν κάμπο, στὰ χειμαδιά, ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωῒ ἀλλάζῃ βοσκοτόπι καὶ τὰ ὁδηγῇ στὸ ἀνθισμένο βουνό, αὐτὸ εἶναι ἐπανάστασι; ὄχι βέβαια. εἶναι τὸ κουμάντο τοῦ νοικοκύρη. αὐτὸ ἔκανε κι ὁ Χριστός, ὅταν ἄλλαξε τὶς διαθῆκες, ὅπως ἀλλάζει ὁ μελισσουργὸς τὶς κηρῆθρες. τὸ νὰ πῇ ὁ Χριστὸς στοὺς ἀκροατάς του «Μέχρι τώρα σᾶς ἄφηνα νὰ παίρνετε πολλὲς γυναῖκες, ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ παίρνετε ὅλοι ἀπὸ μία, ὅπως τὸ προγραμμάτισα, ὅταν ἔπλασα ἕναν ἄντρα καὶ μιὰ γυναῖκα» εἶναι ἐπανάστασι; τὸ νὰ τοὺς πῇ «Μέχρι τώρα ζητοῦσα ν᾿ ἀγαπᾶτε μόνο τοὺς φίλους σας, καὶ σᾶς ἄφηνα νὰ ἐκδικῆστε τὸν ἐχθρό σας, ἀλλ᾿ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θέλω ν᾿ ἀγαπᾶτε καὶ τὸν ἐχθρό σας, καὶ ὄχι μόνο νὰ μὴν τοῦ κάνετε κακό, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ νὰ θυμώνετε ἐναντίον του» εἶναι ἐπανάστασι; τὸ νὰ τοὺς πῇ «Σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ σᾶς ῥαπίζει στὸ ἕνα μάγουλο, γυρίστε καὶ τὸ ἄλλο» εἶναι ἐπανάστασι; μόνο φρενοβλαβὴς ἄνθρωπος μπορεῖ ἕναν τέτοιο διδάσκαλο νὰ τὸν πῇ ἐπαναστάτη. ἀπαντώντας δὲ ὁ Χριστὸς σὲ πιθανὴ ἐπερώτησι ἀκροατῶν «Καὶ ποιός εἶσαι σύ, ποὺ ἀκυρώνεις τὴν παλιὰ διαθήκη καὶ θεσπίζεις μιὰ καινούργια δική σου», καθὼς μετὰ τὴν ὁμιλία κατηφορίζει ἀπὸ τὸ ὄρος πρὸς τὴν Καπερναούμ, στὸ δρόμο θεραπεύει ἕναν παραλυτικό (Μθ 8,1-4), καὶ μπαίνοντας στὴν πόλι κάνει κι ἄλλα σημεῖα πολλά (Μθ 8,5-17), θέλοντας νὰ πῇ νοερῶς στοὺς ἐπερωτῶντες· «Νά ποιός εἶμαι· Κύριος ὁ θεός· ὁ Κύριος τῶν διαθηκῶν. τὴ δουλειά μου κάνω, ὅταν τὶς ἀλλάζω· δὲν κάνω ἐπανάστασι· δὲν εἶμαι ἐπαναστάτης. εἶμαι ὁ νοικοκύρης». ἄλλο ἂν κάποιος δὲν πιστεύῃ στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ· τότε ἴσως μπορεῖ νὰ τοῦ φανῇ  ἐπαναστάτης, ὅπως καὶ ὅταν ἕνας δὲν ξέρῃ ὅτι ἐκεῖνος ποὺ βγάζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὸ μαντρὶ εἶναι ὁ νοικοκύρης, μπορεῖ καὶ νὰ τὸν περάσῃ γιὰ κλέφτη. ἕνας τέτοιος, καὶ «καθηγητὴς τῆς θεολογίας» νὰ εἶναι, μπορεῖ καὶ νὰ τὸν περάσῃ τὸ Χριστὸ γιὰ ἐπαναστάτη· μιλάει ἡ ἀπιστία του ἢ ἴσως καὶ ἡ οὐσιαστικὴ ἀμάθειά του ἡ μαστουρωμένη ἀπὸ τὴν ἀπιστία του κι ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς ζωῆς ποὺ κάνει.

    Κι ὅταν ὁ Χριστὸς λέῃ στοὺς μαθητάς του Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν (Μθ 10,34)· ἢ Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω, εἰ ἤδη ἀνήφθη; (Λκ 12,49)· αὐτὸ δὲν σημαίνει ἐπανάστασι; ναί, ὅπως δείχνουν καὶ οἱ συνάφειες τῶν δυὸ χωρίων, ἐπανάστασι σημαίνει· τὴν ἐπανάστασι ποὺ θὰ κάνουν οἱ ἄλλοι ἐναντίον του, ὅταν θ᾿ ἀνάψῃ ὁ φθόνος τους καὶ ἡ λοιπὴ κακοήθειά τους ἐναντίον τῶν δικῶν του, ἐναντίον τῆς καθαρότητος καὶ τῆς πίστεως καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀνεξικακίας τῶν Χριστιανῶν, τὶς ὁποῖες οἱ φθονεροὶ θὰ αἰσθάνωνται σὰν ἀγκάθια στὰ μάτια τους, σὰν ἀφόρητες ἐνοχλήσεις στὴν ἔνοχη συνείδησί τους. τὸ νὰ διδάξῃς στὶς ἐκλεκτὲς ψυχὲς τὴν πίστι στὸ θεό, τὴν καθαρότητα τῆς σαρκός, τὴ δίκαιη πολιτεία, τὴν ἀγάπη, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἀνεξίκακη συμπεριφορὰ ἀκόμη καὶ πρὸς τοὺς ἐχθρούς των, δὲν εἶναι ἐπανάστασι· ἐπανάστασι εἶναι ἡ φθονερὴ καὶ κομπλεξικὴ ἐξαγρίωσι τῶν ἄλλων ἐναντίον τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Χριστοῦ, διότι οἱ ἄλλοι δὲν ἀντέχουν τὴν ἀνωτερότητα τῶν Χριστιανῶν· ἔχουν μέσα τους ἀναστατωμένο τὸ διάβολο, ποὺ ἐρεθίζεται ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν ἁγιότητα τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ θεοῦ. ἐκείνη ἡ ἐπανάστασι, τοῦ διαβόλου καὶ τῶν διαβολεμένων, εἶναι τὸ πῦρ καὶ ἡ μάχαιρα, τὴν ὁποία προκαλοῦν, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμοῦν, ὁ Χριστὸς καὶ οἱ δικοί του. νά ποιοί εἶναι οἱ ἐπαναστάτες· ὄχι ὁ Χριστός. ὁ Χριστὸς τὰ λέει αὐτὰ στοὺς μαθητάς του, γιὰ νὰ τοὺς προειδοποιήσῃ τί ἔχουν νὰ πάθουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἂν τηρήσουν τὶς ἐντολές του.

    Δὲν ἦταν λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἐπαναστάτης, οὔτε ἀναρχικός· σύμφωνα μὲ τὰ ἱστορικὰ ντοκουμέντα βέβαια. τώρα, ἂν ἔρχεται σήμερα ἕνας ἀργασμένος προτεστάντης, ἕνας «πολιτικοποιημένος» δημαγωγός, ἕνας σαχλεπίσαχλος κουλτουριάρης ἢ ἕνας κερδοσκόπος σεναριογράφος, καὶ ὑποστηρίζῃ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶπε οὔτε ὁ Πιλᾶτος, αὐτὸ φυσικὰ εἶναι δικό του ψυχολογικὸ πρόβλημα, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέσι μὲ τὴν πραγματικότητα. θὰ ἐγκύψω λίγο σ᾿ αὐτὸ τὸ πρόβλημα, ὄχι γιατί ἔχω ὄρεξι νὰ εἶμαι ψυχίατρος τῶν τέτοιων, ἀλλὰ γιὰ νὰ ξέρουμε ἐμεῖς οἱ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ ποῦ πηγάζει αὐτὴ ἡ σαχλαμάρα, ὅτι ὁ Κύριός μας ἦταν ἐπαναστάτης ἢ ἀναρχικός.

    Κυκλοφοροῦσε καὶ δροῦσε ἔντονα στὸν Ἰσραήλ, ταυτόχρονα μὲ τὸ Χριστό, κι ἕνας ἄλλος, ποὺ ἦταν ἐπαναστάτης κι ἀναρχικός. ἔτσι λέγεται στὴ Γραφή· ἐπαναστάτηςἀντιρρησίας· ἑβραϊστὶ λέγεται καὶ γράφεται σθν· μ᾿ ἑλληνικὴ γραφὴ μεταγράφεται ἀκριβῶς σατάν· ἐλαφρῶς ἐξελληνισμένο στὴν κατάληξί του σατανᾶς. ὁ ἴδιος εἶναι καὶ ἀναρχικός, διότι ἀμφισβητεῖ τὴν ἀνωτάτη ἀρχή, τὴν ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, τὸν Κύριο τοῦ παντός. μ᾿ αὐτὸν μπερδεύουν τὸ Χριστό, ὅσοι τὸν λὲν ἐπαναστάτη. πῶς τὸν μπερδεύουν; ἁπλῆ ἱστορία, ἂν καὶ ἀφανής. αὐτὸς τοὺς μπαίνει μέσα τους, ὅπως ἔμπαινε καὶ στὰ γουρούνια τῶν Γαδαρηνῶν (Μθ 8,28-34). καὶ γαργαλάει καὶ παρορμάει καὶ κατευθύνει τὴ σάρκα τους, καὶ τῆς ὑπαγορεύει τί νὰ λέῃ· ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐπαναστάτης. αὐτὸν τὸν φωλιασμένο μέσα τους σατάν   — ἐπαναστάτη — ἀναρχικὸ τὸν νιώθουν σὰν ἑαυτό τους, καὶ τὴν ὑπαγόρευσί του σὰ λογισμό τους· καὶ ἀποφαίνονται· Ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης, ἦταν ἀναρχικός. καὶ βρίσκει κατὰ καιροὺς πολλὲς τέτοιες σάρκες ὁ σατανᾶς, γιὰ νὰ φωλιάσῃ μέσα τους καὶ νὰ τὶς χρησιμοποιήσῃ σὰ ντουντοῦκες διαδηλώσεως καὶ νὰ διδάξῃ ἀπὸ καθέδρες δημοσιογραφικές, λογοτεχνικές, πανεπιστημιακές —γιατί ὄχι καμμιὰ φορὰ κι ἀπὸ ἄμβωνες;— ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης· σὰν αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, ποὺ μέσα τους φωλιάζει καὶ μιλάει ὁ κυριολεκτούμενος ἐπαναστάτης (σθν).

 

 

    Λόγου χάριν, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν προτεσταντικῶν καὶ τῶν ἀγγλικανικῶν αἱρέσεων ἦταν ἐπαναστάτες πράγματι. Λούθηρος, Σβίγγλιος, Καλβῖνος, Ἑρρῖκος Η΄ τῆς Ἀγγλίας. καὶ μάλιστα καὶ τῶν τεσσάρων τὰ κίνητρα γιὰ τὴν ἐπανάστασι ἦταν καὶ σεξουαλικά. οἱ τρεῖς πρῶτοι ἀπελευθέρωσαν τὰ ἔθνη τους ἀπὸ τὸν πάπα τῆς Ῥώμης· ἀπὸ τὴν ἐγκόσμια τυραννία τοῦ πάπα, τὴ στρατιωτικὴ καὶ πολιτική· μὲ μάχες αἱματηρές· ὁ πρῶτος ὡς ὁ θεωρητικὸς τῶν προστατῶν του βασιλέων τῆς Γερμανίας, οἱ ὁποῖοι, νομάρχες καὶ τοποτηρηταὶ καὶ ὑπάλληλοι τοῦ πάπα Ῥώμης μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, μὲ τὴν ἔνοπλη ἐπανάστασί τους ἐπέτυχαν τὴν ἀνεξαρτησία τῶν ἐθνῶν τους καὶ τῶν θρόνων τους· ὁ τέταρτος, χωρὶς μάχη πρὸς τὰ παπικὰ στρατεύματα, ἀλλ᾿ ἁπλῶς μ᾿ ἕνα καθαρῶς στρατιωτικὸ «Μολὼν λαβὲ» καὶ «Σὲ γράφω, πάπα Ῥώμης, στὰ παπούτσια μου», ἀπελευθέρωσε ἀπὸ τὸ στρατιωτικὸ καὶ φορολογικὸ ζυγὸ τοῦ πάπα αὐτοῦ τὴν Ἀγγλία. οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς τέσσερες χρησιμοποίησαν σπαθί· στρατιωτικὸ σπαθί, ὄχι ἀλληγορικό. ὁ Σβίγγλιος δὲν χρησιμοποίησε σπαθί, γιατί αὐτουνοῦ τὸ πτῶμα τὸ βρῆκαν μετὰ τὴ μάχη νὰ κρατάῃ τσεκούρι. κανείς, οὔτε δικός τους, δὲν ἀρνεῖται ὅτι οἱ τέσσερες αὐτοὶ ἀρχηγοὶ τῶν σχετικῶν αἱρέσεων ἦταν ἐπαναστάτες. δὲν μποροῦν ὅμως καὶ νὰ διανοηθοῦν, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν σὰν αὐτούς· δὲν τοὺς φτάνει μέχρι ἐκεῖ· δὲν τοὺς κόβει· ὅσο κι ἂν διαβάζουν τὴ Βίβλο· ὅσο κι ἂν «θεολογοῦν», δὲν ἔχουν πνεῦμα ἅγιο, γιὰ νὰ τοὺς κόψῃ. γι᾿ αὐτὸ ἀπ᾿ αὐτοὺς πρῶτα βγῆκαν ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης. ἐπίσης ἀπὸ τοὺς τέσσερες οἱ τρεῖς πρῶτοι, ἄγαμοι παπικοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ πρῶτα, τὶς μέρες ποὺ ἔκαναν τὴν ἐπανάστασι, παντρεύτηκαν κιόλας· ὁ μοναχὸς Λούθηρος μάλιστα παντρεύτηκε μιὰ τέως μοναχή, τὴ γνωστὴ Κατερίνα. φυσικὰ ἐγὼ δὲν τοὺς μετρῶ γιὰ κληρικοὺς κι ἐμποδισμένους γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὸ γάμο, διότι στοὺς αἱρετικοὺς παπικοὺς ἡ ἰδιότητα τοῦ κληρικοῦ εἶναι ἄκυρη καὶ ἀνυπόστατη. καὶ δὲν κακίζω τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ποὺ παντρεύτηκαν· κάθε ἄλλο. αὐτὸ ὅμως δὲν ἀκυρώνει καθόλου τὸ ὅτι καὶ τῶν τριῶν τὰ κίνητρα τῆς ἐπαναστάσεώς των ἦταν καὶ σεξουαλικά. ἡ γέννησι τῶν Χριστιανῶν ὡς Χριστιανῶν δὲν ἦταν σεξουαλικὴ καὶ γενετήσια ὅπως ἡ τῶν προτεσταντῶν. γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὅτι οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ θεοῦ ἐγεννήθησαν (Ἰω 1,13). ἡ γένεσι τῆς Χριστιανικῆς πίστεως, ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ τὴ γένεσι τοῦ προτεσταντισμοῦ, δὲν εἶχε καμμία σχέσι μὲ κάτι τὸ σεξουαλικό, ἔστω καὶ νόμιμο. γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε πάνω στὴ γῆ ἄγαμος καὶ παρθένος καὶ ἐκ παρθένου κατὰ σάρκα γεννημένος, χωρὶς σπορὰ καὶ θέλημα ἀνδρός. ἐνῷ ἐκείνους τοὺς μοναχούς, ποὺ ἵδρυσαν τὸν προτεσταντισμό, ἔτσι, τοὺς σηκώθηκε ὁ ἐπαναστατικὸς λογισμός, καὶ παντρεύτηκαν, κι ἀποτίναξαν ἐκρηκτικὰ τὸ ζυγὸ τοῦ πάπα τῆς Ῥώμης. ἔπειτα, μετὰ τὸν ἔνοπλο πολεμικὸ ὀργασμό τους καὶ τὴν ἱκανοποίησι τῆς αἱματηρῆς ἐκδικήσεώς των, τοὺς κατέβηκε ὁ λογισμὸς στὶς ποικίλες ἀνοησίες τῆς αἱρέσεώς των, καὶ μαζὶ μὲ τὴν πτῶσι τους αὐτὴ γκρεμίστηκε ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ προτεσταντισμοῦ στὴν πλάνη. ἐπειδὴ εἶχε στηριχθῆ μόνο σὲ μιὰ ἄρσι καὶ ἔπαρσι τοῦ σαρκικοῦ των φρονήματος, τὸ ὁποῖο ὥπλισε τὰ χέρια τους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ τσεκούρια. ὁ τέταρτος, ὁ Ἑρρῖκος Η΄, στὴν ἐπανάστασί του δὲν παντρεύτηκε μόνο, ἀλλὰ καὶ χώρισε πρῶτα· ἦταν τὸ ἕβδομο διαζύγιό του, γιὰ νὰ πάρῃ τὴν ὄγδοη γυναῖκα του, ποὺ ὁ πάπας Ῥώμης τοῦ τὴν ἀπαγόρευσε. ἀκριβέστερα μερικὲς ἀπὸ τὶς ἑφτὰ προηγούμενες γυναῖκες του δὲν τὶς χώρισε, ἀλλὰ τὶς ἔσφαξε καὶ τὶς ἔπνιξε. ὅταν πῆρε τὴν ὄγδοη ἐπαναστατικά, ἔγινε καὶ ἀρχηγὸς τῆς ἀγγλικανικῆς θρησκείας. διότι ἡ μακριοχρονιότης ἐξελίσσει τὸ σχίσμα σὲ αἵρεσι καὶ τὴν αἵρεσι σὲ θρησκεία. γι᾿ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα στὴν Ἀγγλία ἀρχηγὸς τῆς θρησκείας εἶναι ὁ βασιλεύς· ἢ καὶ ἡ θηλυκὴ βασίλισσα. σαφῶς σεξουαλικὸ ἦταν καὶ τοῦ Ἑρρίκου Η΄ τὸ κίνητρο κατὰ τὸ μεταρρυθμιστικὸ ἐπαναστατικὸ κι ἀπελευθερωτικό του κίνημα. οἱ ἀγγλικανοὶ καὶ οἱ προτεστάντες ἐκ θελήματος σαρκὸς ἐγεννήθησαν, σὲ ἀντίθεσι μὲ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μόνο ἔτσι δὲν γεννήθηκαν, ἀλλ᾿ ἐκ θεοῦ (Ἰω 1,13).

    Αὐτὴ λοιπὸν τὴν πτυχὴ τῆς ἐπαναστατικότητός των, τὴ σεξουαλική, τὴ φορτώνουν στὸ Χριστὸ ὅσοι τὸν θέλουν ἐπαναστάτη· τοὺς γαργαλάει δὲ ἐκεῖνος ποὺ φωλιάζει μέσα τους νὰ τὸν θέλουν καὶ τὸ Χριστὸ ἐρωτευμένο. διότι κάθε ἐπαναστάτης, κάθε ἀντάρτης καὶ ἀναρχικός, ἔχει ἀπαραιτήτως δίπλα του καὶ τὴν ἐρωμένη του, ἡ ὁποία τὸν «ἐμπνέει» καὶ τὸν καμαρώνει γιὰ τ᾿ ἀντραγαθήματά του. αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τίποτε χωρὶς θηλυκὴ θαυμάστρια τῆς παλληκαριᾶς του· ἔτσι μαθαίνουν ἄλλωστε καὶ στὰ κινηματογραφικὰ ἔργα, ποὺ παρακολουθοῦν, καὶ στὰ μυθιστορήματα, ποὺ διαβάζουν. τὴν εἶχαν τὴν ἐρωμένη καὶ οἱ τέσσερες παραπάνω ἀρχηγοὶ τῶν προτεσταντῶν. ἀκόμη καὶ οἱ ἀφισσοκολληταὶ τῶν κομμάτων σήμερα, μὲ τὸν ἐπαναστατικὸ ἔναστρο ἀ λὰ Τσὲ Γκουεβάρα μπερέ τους, ὅταν κολλοῦν τὶς νύχτες τὶς ἐπαναστατικὲς ἀφίσσες των, τὸν κουβᾶ μὲ τὴν κόλλα τοὺς τὸν κρατοῦν οἱ «δικές τους»· ποιός δὲν τὸ ἔχει δῆ αὐτό; γιατὶ χωρὶς κάποια, ποὺ νὰ καμαρώνῃ τὴν ἀντρειά τους, δὲν μποροῦν οὔτε ἀφίσσες νὰ κολλήσουν. τὸ ξέρουν αὐτὸ τὰ κόμματα, καὶ κάνουν καλὰ τὸ κουμάντο τους. πῶς μποροῦν λοιπὸν οἱ τέτοιοι νὰ φανταστοῦν τὸ Χριστὸ διαφορετικὸ ἀπὸ τὰ ὑποκείμενά τους, ἢ τὰ ὑποκείμενά τους κατώτερα ἀπὸ τὸ Χριστό; γι᾿ αὐτὸ ἔκαναν τὸ Χριστὸ ὄχι μόνο ἐπαναστάτη, ἀλλὰ κι ἐρωτευμένο ἐπαναστάτη. ἔπειτα οἱ λογοτέχνες καὶ σεναριογράφοι θέλουν γιὰ τὰ ἔργα τους δύο κυρίως στοιχεῖα· σὲξ καὶ βία· τὸ πρῶτο εἶναι ὁ ἔρωτας καὶ τὸ δεύτερο ἡ ἐπανάστασι· ἡ φαντασιωτική. χωρὶς αὐτὰ τὰ δύο τὸ ἔργο δὲν ἔχει «σασπὲνς κι ἀνατριχίλες», δὲν κάνει εἰσπράξεις. γι᾿ αὐτὸ ὅταν «γυρίζουν» τὴ «ζωὴ τοῦ Χριστοῦ», μόνο σὰν ἐρωτευμένο ἐπαναστάτη θέλουν νὰ τὸν ἐμφανίζουν, ὅπως ἐμφανίζουν καὶ ὅλα τὰ «παλληκαράκια» τους. ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ κι ἀγγλικανικὴ Εὐρώπη κι Ἀμερικὴ μᾶς ἦρθε ἡ σχετικὴ μόδα.

    Ἀλλὰ καὶ τῆς παπικῆς ἐπάρσεως ἡ ἀσέλγεια τὰ ἴδια λογίζεται κι ἐκφράζει. ἔχω παρατηρήσει στὴν ἱστορία τῶν αἱρέσεων ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν καὶ κάτι τὸ νικολαϊτικό. προφανῶς αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ θεμελιώδη κίνητρα τῆς ἀποσκιρτήσεώς των. ἀπὸ τὸν Δ΄ αἰῶνα, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ φαινομενικὴ λῆξι τῶν νικολαϊτικῶν αἱρέσεων, οἱ παπικοὶ ἔκαναν δυὸ μεταρρυθμίσεις, ἀπαρατήρητες στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴ λοιπὴ ἐκκλησία· ἀπαγόρευσαν στοὺς ἐγγάμους τὸ διαζύγιο ἀπολύτως, —ἐνῷ ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Παῦλος τὸ ἐπιτρέπουν γιὰ κάποιους λόγους—, κι ἐπέβαλαν σ᾿ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς κληρικοὺς τὴν ἀγαμία ἀφήνοντάς τους ὅμως νὰ συνοδεύωνται ἀπὸ σμῆνος «ἀφιερωμένων» γυναικῶν καὶ μοναχῶν, οἱ ὁποῖες καὶ συζοῦν ὁλοφάνερα μαζί τους, «γιὰ νὰ τοὺς… διακονοῦν». αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπέτρεψαν στοὺς κληρικοὺς τὴν πολυγαμία καὶ τὸ ἐλεύθερο κι ἀνεξέλεγκτο διαζύγιο· δηλαδὴ τὴν παλλακεία· γιατί ὄχι καὶ τὴν πορνεία; αὐτὸ εἶναι τὸ νέο σχῆμα τοῦ νικολαϊτισμοῦ, τὸ παπικὸ καὶ ῥωμαϊκό του σχῆμα. κι αὐτοὶ ὅλοι οἱ νικολαΐτες, μαζὶ κι ὁ ἀρχινικολαΐτης πάπας Ῥώμης, εἶναι καὶ κήρυκες «τοῦ λόγου τοῦ θεοῦ», προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ. καὶ εἶναι κι ἐπαναστάτες ἐναντίον τοῦ θεοῦ· τορπίλες ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστεως μὲ πιλότο μέσα τὸν ἐπαναστάτη - ἀντιρρησία, τὸν σατάν. ἔτσι ὁ «Χριστὸς» τῶν φαντασιώσεών τους  —πολὺ διαφορετικὸς καὶ ἄκρως ἀντίθετος ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ καὶ πραγματικὸ Χριστό— δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καλλίτερος καὶ καθαρώτερος ἀπὸ τὰ ὑποκείμενά τους, οὔτε τὰ ὑποκείμενά τους κατώτερα ἀπὸ τὸ «Χριστό». καὶ ἡ ἑκάστοτε παλλακή τους εἶναι κι αὐτὴ στὴ φαντασία τους κάποια ἀπὸ τὶς γυναῖκες τῶν Εὐαγγελίων. ἡ Μαγαληνὴ Μαρία συνηθέστερα. βέβαια ἡ Μαγδαληνὴ τῶν Εὐαγγελίων εἶναι γερόντισσα, 70 ἐτῶν περίπου, διότι προΐσταται ὡς σεβαστὴ σ᾿ ὅλη τὴν ὁμάδα τῶν γυναικῶν ποὺ διακονοῦσαν τὸ Χριστό, οἱ ὁποῖες μαρτυρεῖται ὅτι ἦταν μητέρες καὶ θεῖες τοῦ τριαντάρη Χριστοῦ καὶ τῶν τριαντάρηδων μαθητῶν του καὶ φίλες τῶν μητέρων τους συνομήλικες. ἡ «Μαγδαληνὴ» τῶν παπικῶν φαντασιώσεων ὅμως εἶναι κοριτσόπουλο, γύρω στὰ 20, ἐπειδὴ τόση εἶναι ἡ ἑκάστοτε καινούργια παλλακίδα τοῦ παπικοῦ κληρικοῦ, μὲ τὴν ὁποία φροντίζει ν᾿ ἀντικαθιστᾷ τὴν ἑκάστοτε σιτεμένη παλιά του. φυσικὰ ἡ Μαγδαληνὴ τῶν Εὐαγγελίων, ἐκτὸς ἀπὸ ἡλικιωμένη εἶναι καὶ ἁγνή. πουθενὰ στὴ Γραφὴ δὲν μαρτυρεῖται κάτι γιὰ πρώην ἁμαρτωλὸ βίο της, οὔτε ποτὲ συγχέεται μ᾿ ἐκείνη τὴν ἀνώνυμη πόρνη ποὺ μετανόησε καὶ συγχωρήθηκε ἀπὸ τὸ Χριστό (Λκ 7,36-50). μαρτυρεῖται γιὰ τὴ Μαγδαληνὴ μόνον ὅτι ἦταν κάποτε δαιμονισμένη, ἔχουσα ἑπτὰ δαιμόνια, καὶ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὸ Χριστό· καὶ τὸν ἀκολούθησε ἡ παντέρημη καὶ χωρὶς ἄλλο μέλλον γερόντισσα μὲ πολλὴ εὐγνωμοσύνη καὶ συναναστρεφόταν τὶς μητέρες καὶ θεῖες ποὺ διακονοῦσαν αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητάς του ἢ γιούς των· καὶ σὰ μεγαλείτερη ἦταν ἀνάμεσα στὶς ἄλλες ἡ σεβαστή. αὐτὰ λὲν τὰ Εὐαγγέλια. τῶν παπικῶν ὅμως φαντασιώσεων ἡ «Μαγδαληνή», ποὺ ἐνσαρκώνει τὴν παλλακίδα τοῦ παπικοῦ κληρικοῦ, τὴν καινούργια, ἐπειδὴ κι ἐκεῖνος ἐνσαρκώνει τὸ «Χριστὸ» τῶν ἴδιων φαντασιώσεων, πρέπει νὰ εἶναι νέα, καὶ καλλονή· καὶ τὰ ἑφτὰ δαιμόνιά της νὰ ἦταν τὰ «ἑπτὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα» τῆς παπικῆς θεολογίας, τὸ ἕνα σίγουρα ἡ πορνεία, καὶ νἄχῃ ἕνα πολὺ ἁμαρτωλὸ παρελθόν, πορνικὸ ὁπωσδήποτε, διότι τέτοιες τὶς προτιμοῦν οἱ παπικοὶ κληρικοί, ὅσοι δὲν εἶναι κίναιδοι.

    Κι ἀφοῦ ὁ κάθε ἐπαναστάτης ἔχει ἀνάγκη κι ἀπὸ τὴ θηλυκὴ θαυμάστρια, ποὺ νὰ θεᾶται τὶς παλληκαριές του, συμφώνησαν πάνω σ᾿ αὐτὸ οἱ τόσο διαφωνοῦντες στὰ ἄλλα παπικοὶ καὶ προτεστάντες, κι ἔφτιαξαν μέσα σὲ λίγους αἰῶνες ἕνα «Χριστὸ» ἐπαναστάτη κι ἐρωτευμένο, καὶ μιὰ «Μαγδαληνὴ» ἀνάλογή του, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ἐρωμένη του· ὁ χίππις καὶ ἡ χίππισσα. συμφωνοῦν τρίτοι καὶ οἱ σεναριογράφοι, εἴτε παπικοὶ εἴτε προτεστάντες, διότι αὐτὸ ἐξασφαλίζει τὶς καλλίτερες εἰσπράξεις· σπάει τὰ ταμεῖα.

    Εἶναι διεγνωσμένο φαινόμενο στὴν ἱστορία, οἱ ἄνθρωποι, ὅταν εἶναι ἀκάθαρτοι καὶ συνεπῶς φθονεροὶ κι ἐγωπαθεῖς, νὰ θέλουν πρῶτα καὶ νὰ φαντάζωνται ἔπειτα τὸ θεὸ γενικῶς ἢ τὸ «Χριστὸ» εἰδικῶς σὰν τὰ ὑποκείμενά τους. διότι δὲν μποροῦν καὶ δὲν ἀντέχουν νὰ φανταστοῦν τὰ ὑποκείμενά τους κατώτερα ἀπὸ τὸ θεὸ ἢ τὸ Χριστό, ἢ τὸ θεὸ ἢ τὸ Χριστὸ ἀνώτερους καὶ καθαρώτερους ἀπὸ τὰ ὑποκείμενά τους. ἔτσι ξεκίνησε καὶ ἡ εἰδωλολατρία, ὅπου ὁ θεὸς ἢ οἱ θεοὶ εἶναι πλασμένοι κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσι τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς λατρεύουν. ἔτσι ξεκίνησε κι ὁ νικολαϊτισμός, ὅπου ὁ «Χριστὸς» εἶναι σὰν τὰ σάπια ὑποκείμενα τῶν νικολαϊτῶν. ἐπανεμφάνισι τοῦ νικολαϊτισμοῦ εἶναι ἡ σ᾿ ὁποιαδήποτε ἐποχὴ ἐμφάνισι τοῦ «Χριστοῦ» ὡς ἐπαναστάτου ἢ ἀναρχικοῦ ἢ ἐρωτευμένου ἢ σεξομανοῦς, καὶ τίποτε ἄλλο. κι ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες, γιὰ νὰ παρηγορήσουν καὶ δικαιολογήσουν τὴν ἀκαθαρσία τους, ἔκαναν τὸ θεὸ πρῶτα ἐρωτευμένο καὶ παντρεμένο (Ζεὺς - Ἥρα), ἔπειτα μοιχὸ καὶ πόρνο (Ζεὺς - Ἀλκμήνη, Ἀφροδίτη Πόρνη), ἔπειτα ἀρσενοκοίτη καὶ κίναιδο (Ζεὺς - Γανυμήδης, Ἄδωνις, Διόνυσος, Ἆττις, Ὄσιρις, κλπ.), ἔτσι καὶ τὸν πλαστογραφημένο «Χριστὸ» τῶν φαντασιώσεών τους αὐτὰ τ᾿ ἀκάθαρτα καὶ ψυχοπαθῆ ἄτομα τοῦ κόσμου τούτου θὰ τὸν παρουσιάσουν σιγὰ σιγὰ καὶ χειρότερο ἀπὸ ἐρωτευμένο ἐπαναστάτη· θὰ τὸν παρουσιάσουν καὶ πόρνο καὶ μοιχὸ κι ἀρσενοκοίτη καὶ κίναιδο καὶ τραβεστί, καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶναι αὐτοί. ἀσφαλῶς δὲν θὰ ἔχῃ καμμία σχέσι μὲ τὸν πραγματικὸ Χριστό· θὰ εἶναι μόνο τῶν ψυχασθενικῶν φαντασιώσεών τους.

    Ἀφοῦ ὅμως εἶναι τόσο ξένος καὶ ἄλλος, γιατί δὲν τοῦ βάζουν ἕνα ἄλλο ὄνομα, λ. χ. ἕνα ἀπὸ τ᾿ ἀρχαῖα ὀνόματά του, Ζεύς, Διόνυσος, Ἄδωνις, ἀλλ᾿ ἐπιμένουν νὰ τοῦ βάζουν κλεμμένο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καὶ δὲν τοῦ ταιριάζει καθόλου; αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα πολὺ μεγάλο. ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ τὸν ἴδιο λόγο πού, ὅταν ἕνας βγάζῃ πλαστὰ νομίσματα, δὲν σχεδιάζει δικά του πρωτοφανῆ χαρτονομίσματα, λ.χ. ἑξακοσιάρικα κι ἑβδομηντάρικα, στὰ ὁποῖα δὲν θὰ δώσῃ σημασία κανείς, κι οὔτε κἂν θὰ καταλάβουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι νομίσματα, ἀλλ᾿ ἀπομιμεῖται, ὅσο μπορεῖ, τὰ ἤδη ὑπάρχοντα χαρτονομίσματα. ὁ πραγματικὸς Χριστὸς κατέκτησε τὶς διάνοιες πολλῶν κι ἐκλεκτῶν ἀνθρώπων, κατέκτησε σχεδὸν ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, κι ἀπασχολεῖ ὅσο τίποτε ἄλλο ἐκείνην ποὺ δὲν κατέκτησε. διότι ἔδωσε νὰ καταλάβουν ὅλοι οἱ ὑγιεῖς ἄνθρωποι ὅτι ἔτσι ὄντως εἶναι ὁ θεός. αὐτὸ κέντρισε τὸ φθόνο τῶν ψυχοπαθῶν, καὶ θέλουν νὰ πάρουν πάσῃ θυσίᾳ τὸ πόστο του στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, τὸ ὄνομά του· χωρὶς ὅμως τὸ χαρακτῆρα τοῦ προσώπου του. καὶ ῥολόγια πλαστὰ ὅταν πλασσάρῃ κανεὶς κι ὁτιδήποτε ἄλλο, δὲν θὰ γράψῃ πάνω τους μιὰ πρωτότυπη μάρκα, ἀλλὰ μιὰ παλιὰ καὶ καταξιωμένη. ὅπως ἐκεῖνος θέλει τὰ κούφια τενεκεδιάκια του νὰ γράφουν ἐπάνω τους μιὰ μεγάλη φίρμα, ἔτσι καὶ οἱ ἀκάθαρτοι θέλουν ὁ ἀκάθαρτος θεὸς τῶν νοσηρῶν φαντασιώσεών τους νὰ ἔχῃ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τῆς δόξης Ἰησοῦ Χριστοῦ. εἰδικὰ δὲ ἐπειδὴ αὐτὰ τὰ σάπια ὑποκείμενα ἔχουν μέσα τους τὸ δαιμόνιο τῆς ὑστερικῆς βίας ἢ ἀλαζονικῆς ἐπαναστατικότητος καὶ τὸ δαιμόνιο τῆς σεξουαλικῆς ἀχαλινωσίας καὶ ἀνωμαλίας, τέτοιον θέλουν καὶ τὸ «Χριστό» τους. ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκ φύσεως θρῆσκοι, οἱ περισσότεροι ὅμως πλάθουν τὸ θεό τους καὶ τὸ «Χριστό» τους σὰν τὰ ὑποκείμενά τους. λίγοι μόνον, οἱ ὄντως Χριστιανοί, πιστεύουν στὸν πραγματικὸ Χριστὸ καὶ ἀγωνίζονται νὰ διαπλάσουν τὸν ἑαυτό τους κατὰ τὸ παράδειγμα καὶ τὸ θέλημα καὶ τὴ διδασκαλία ἐκείνου. ὁ κουραμπιὲς ὁ ὁποῖος τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ εἶναι ἱκανὸς νὰ ὑποτάξῃ καὶ νὰ βασανίσῃ μὲ τὴν ἐπανάστασί του εἶναι ἡ μαμά του, ὅταν τὰ πόδια του καὶ τὰ χέρια του μεγαλώσουν καὶ γίνουν σὰν ἀντρικά, φοράει ἕνα ἐπαναστατικὸ μπερέ, κρεμάει ἕνα στρατιωτικὸ σακκίδιο στὸν ὦμο, γιὰ νὰ δείχνῃ σκληρός, φοράει καὶ ἀρβύλες, σύμβολο παλληκαριᾶς, χωρὶς νὰ μπορῇ ν᾿ ἀποχωριστῇ τὰ σκουλαρίκια του καὶ τὰ μακριὰ κοριτσίστικα μαλλιά του —γιατί δηλαδὴ τέτοια προσόντα νὰ τἄχῃ μόνο ἡ ἀδερφή του;—, βρίσκει καὶ κάποια ποὺ θὰ καμαρώνῃ τὶς ψεύτικες παλληκαριές του, καὶ κυκλοφορεῖ ἔτσι ἀργόσχολος καὶ χαραμοφάης· κι ὅταν προστατεύεται ἀνάμεσα σὲ πλῆθος ὁμοίων του, λ.χ. διαδηλωτὰς τοῦ ἴδιου κόμματος ἢ ὀπαδοὺς τῆς ἴδιας ὁμάδος, φτάνει καὶ σὲ πιὸ τολμηρά, λ.χ. νὰ σπάζῃ βιτρίνες ἢ νὰ πυρπολῇ αὐτοκίνητα· ἔτσι, γιατὶ θέλει «νὰ σπάσῃ τὸ κατεστημένο», ποὺ τὸν τρέφει, τὸν ντύνει, τὸν στεγάζει, καὶ τὸν χαρτζιλικώνει. αὐτὸς ὁ ἀνίκανος παλαβός, ποὺ δὲν παύει νὰ εἶναι καὶ θρῆσκος ὅπως ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, χρειάζεται κι ἕνα «Χριστὸ» σὰν τὸ ὑποκείμενό του· διότι κανείς, οὔτε ὁ θεός, μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνώτερός του. γι᾿ αὐτὸ καὶ πλάθει τὸν ἐρωτευμένο ἐπαναστάτη «Χριστὸ» τῶν φαντασιώσεών του.

    Θὰ ἐπαναλάβω, ἡ φρενοβλάβεια τοῦ ὁποιουδήποτε νικολαΐτου δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει· δὲν εἴμαστε οἱ ψυχίατροί τους. τὸ νὰ λέῃ ὅμως τὰ ἴδια μ᾿ ἐκείνους σὰν παπαγάλος ἕνας Χριστιανός, αὐτὸ εἶναι ἕνας ξεπεσμός, ποὺ μόνο τὴν περιφρόνησί μας ἀξίζει. ὅταν ἀκούω κανέναν νὰ λέῃ ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἐπαναστάτης ἢ ἀναρχικός, θυμοῦμαι τὰ διάφορα σκετσάκια τῶν καραγκιοζοπαιχτῶν, τὰ περίφημα γκαραγκιοζλίκια, ποὺ τὸ ἐξωπραγματικὸ θεματολόγιό τους εἶναι «Ὁ Καραγκιόζης κι ὁ Κολοκοτρώνης», «Ὁ Καραγκιόζης κι ὁ Ὀδυσσέας στὸ νησὶ τοῦ Κύκλωπα», «Ὁ Καραγκιόζης κι ὁ Ναπολέων», «Ὁ Καραγκιόζης κι ὁ Ἡρακλῆς στὸν ᾅδη γιὰ τὸν Κέρβερο», κλπ. κλπ.. δηλαδὴ πρόκειται γιὰ σαχλαμάρες ποὺ λέγονται ἀπὸ παλαβοὺς καὶ προορίζονται γιὰ μικρονοϊκούς. εἶναι τῆς ἀρρώστιας των. οἱ Χριστιανοὶ πείθονται ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς πηγὲς καὶ τ᾿ αὐθεντικὰ ντοκουμέντα. οἱ φαντασιώσεις ἀνήκουν στοὺς ψυχικὰ προβληματικούς· δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολοῦν.

 

Μελέτες 10 (2010)