Στὴν Π. Διαθήκη ἀναφέρεται 20 φορὲς ἡμίονος. δὲν πρόκειται γιὰ τὸ ἄγονο κι ἀναφρόδιτο ὑβρίδιο ποὺ λέμε συνήθως ἡμίονο ἢ καὶ μὲ τὴ λατινικὴ λέξι μούλα μουλάρι μπλάρ, ἀλλὰ γιὰ φυσικὸ καὶ γόνιμο ζῷο, εἶδος τοῦ γένους τῶν ἱππιδῶν, ποὺ ὑπάρχει στὶς χῶρες Παλαιστίνη Λίβανο Συρία καὶ Κύπρο, καὶ εἶναι σ̉ ἐμᾶς γνωστὸ ὡς ‘’κυπραίικος γάιδαρος’’, ‘’κυπραίικο γαϊδούρι’’, ἢ στὰ μέρη τῆς Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας ‘’κυπραίικο μπλάρ’’, εἰσαγόμενος κυρίως ἀπὸ τὴν Κύπρο. εἶναι στὸ μέγεθος μεταξὺ γαϊδάρου καὶ ἵππου, κοκκινωπὸς σὰν ἵππος, μὲ ὀξεῖα ῥάχι σὰ γάιδαρος, μὲ μικρὰ αὐτιὰ σὰν ἵππος, γκαρίζει σὰ γάιδαρος, κι ἔχει γαϊδουρινὸ πεῖσμα. παρ̉ ὅλο ποὺ λέγεται ὅτι ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὸ 1927, στὸ χωριό μου (Τερπνὴ Σερρῶν) ὑπῆρχε ἕνα τέτοιο ἀρσενικὸ μέχρι τὸ 1955 - 60.
       Οἱ ἱππίδαι εἶναι τέσσερα εἴδη˙ ἵππος (), ὄνος ἢ γάιδαρος (), ἡμίονος (), καὶ ζέβρος (). τὸ φυσικὸ εἶδος ἡμίονος () διακρίνεται σὲ πέντε ῥάτσες˙ 1) ‒ ἵππος ἡμίονος ὄναγρος ἰνδικός˙ 2) ‒ ἵππος ἡμίονος ὄναγρος περσικός˙ 3) equus hemionus hemionus – ἵππος ἡμίονος ἡμίονος, ὁ κουλᾶνος τῆς Μογγολίας˙ 4) – ἵππος ἡμίονος κιάνγκ, τοῦ Θιβέτ˙ 5) – ἵππος ἡμίονος ἡμίιππος καὶ ὄναγρος τῆς Συρίας. στὴ Βίβλο πρόκειται γι̉ αὐτὸν τὸν τελευταῖο τῶν χωρῶν ὅπως εἶπα Παλαιστίνης, Λιβάνου, Συρίας, καὶ Κύπρου. (βλ. καὶ τὴ σειρὰ Θαυμαστὸς Κόσμος τῶν Ζῴων 3,355-7˙ 6,48-49˙ στὴ σελ. 3,357 καὶ φωτογραφίες).
 
     Δύο εἴδη ἡμιόνων˙ ὁ κιάνγκ τοῦ Θιβέτ, καὶ ὁ κουλᾶνος τῆς Μογγολίας.
 
       Στὴ Βίβλο ἀναφέρονται μόνο τὰ τρία ἀπὸ τὰ τέσσερα εἴδη τῶν ἱππιδῶν. στὴν Π. Διαθήκη 148 φορὲς ὁ ἵππος, καθὼς καὶ ἓξ παράγωγα τοῦ ὀνόματός του, ἱππάζομαι (=ἐξιππάζομαι, ξιππάζομαι), καὶ ἱππεὺς ἱππεύω ἱππασία ἱππάρχης ἱππόδρομος, 113 φορὲς ὁ ὄνος ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὶς 3 εἶναι ὁ ἄγριος ὄνος (Ἠσ 32,14˙ Ἰε 14,6˙ 31,6), καὶ 22 φορὲς ὁ ἡμίονος ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὶς 2 εἶναι ὁ ἄγριος καὶ λέγεται ὄναγρος (Ψα 103,11˙ Δα 5,21). στὴ δὲ Κ. Διαθήκη ἀναφέρονται μόνον ὁ ἵππος 17 φορές, καθὼς καὶ τὰ παράγωγα τοῦ ὀνόματός του ἱππεὺς καὶ ἱππικόν, κι ὁ ὄνος 7 φορὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὴ μία λέγεται ὑποκοριστικῶς ὀνάριον. (ἡ λέξι γάιδαρος εἶναι ἀραβική, καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα μπῆκε τὸν Θ ́ αἰῶνα ἀπὸ τὴν Κρήτη). ὁ ζέβρος δὲν ἀναφέρεται ποτὲ στὴ Βίβλο οὔτε σὲ κανένα ἄλλο ἑλληνικὸ ἢ λατινικὸ ἢ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς προτυπογραφικῆς ἀρχαιότητος, οὔτε ἦταν γνωστὸς στὸν κόσμο ἐκεῖνο, μᾶς ἔγινε δὲ γνωστὸς μὲ τὴν εὐρωπαϊκὴ ἀποικιοκρατία τόσο πρόσφατα, ποὺ δὲν ἀνευρίσκεται οὔτε στὰ μέχρι τὸ 1960 λεξικά. οὔτε καὶ οἱ ἄλλες ῥάτσες τοῦ ἡμιόνου εἶναι γνωστὲς στὴ Βίβλο, παρὰ μόνο ἡ συριακὴ - παλαιστινὴ - κυπριακή.
       Ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα ἀναφέρει ἡμιόνους δύο φορὲς (Β 852˙ Η 333)˙ ὅτι ἐννοεῖ φυσικοὺς ἡμιόνους καὶ ὄχι μουλάρια φαίνεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετό του ἀγρότεραι (=ἄγριες, ἐλεύθερες στὴν ὕπαιθρο Β 852). τὰ δὲ ὑβρίδια, ποὺ λέμε τώρα ‘’μουλάρια’’, τὰ λέει οὐρῆας (Α 50˙ Κ 84˙ Ψ 111˙ 715˙ 721˙ Ω 702˙ 716). ὁ Ἀριστοτέλης (Ποιητ., 25 1461α), σχολιάζοντας τὸ στίχο Α 50, λέει ὅτι ὁ Ὅμηρος ἴσως οὐ τοὺς ἡμιόνους λέγει (οὐρῆας) ἀλλὰ τοὺς φύλακας˙ σὲ πολλὰ σημεῖα ὅμως τῶν ἔργων του ὁ ἴδιος μιλάει γιὰ ὑπαρκτοὺς ὀρεῖς ἐννοώντας τὰ μουλάρια. ἄλλωστε στὰ ἄλλα ἓξ χωρία του ὁ Ὅμηρος σαφῶς λέει οὐρῆας τὰ μουλάρια. καὶ ἄρα, ὅταν λέῃ καὶ δυὸ φορὲς ἡμιόνους, λέει ἔτσι τοὺς φυσικούς. συνεπῶς τὸ ζῷο αὐτὸ ἦταν τότε ἰθαγενὲς καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Μ. Ἀσίας.
 
Ὁ ἡμίονος τῆς Βίβλου ἢ ἡμίονος τῆς Συρίας (κυπραίικος γάιδαρος)
(Θαυμαστὸς κόσμος τῶν ζῴων 3,357)
 
       Ὁ Ἀριστοτέλης στὰ ἄλλα ἔργα του τὰ ὑβριδικὰ μουλάρια τὰ λέει ἄλλοτε γενικῶς ἡμιόνους (Γέν. ζῴ. 2,8 784α˙ Μετὰ τὰ φυσ. 6,8 1033β) κι ἄλλοτε ἰδιαιτέρως τὰ μὲν ἀλογομούλαρα ὀρεῖς (Ἱστ. ζῴ. 6,24   577β˙ Γέν. ζῴ. 2,7 746β), τὰ δὲ γαϊδουρομούλαρα γίννους (Ἱστ. ζῴ. 6,24 577β˙ Γέν. ζῴ. 2,8 748β - 749α). τοὺς φυσικοὺς ἡμιόνους ὅμως, γιὰ τοὺς ὁποίους γνωρίζει ὅτι ζοῦν στὴ Συρία καὶ τὴ Φοινίκη κι ὅτι καὶ ὀχεύονται καὶ τίκτουσι, τοὺς λέει πάντοτε ἡμιόνους (Ἱστ. ζῴ. 1,6˙ 7,24˙ 491α˙ 567β). μόνο ποὺ ἀπὸ ἔλλειψι πείρας νομίζει ὅτι ὁ γίννος, τὸ μικρόσωμο αὐτὸ γαϊδουρομούλαρο, γεννιέται ἀπὸ φοράδα ποὺ ἀρρώστησε κατὰ τὴν κύησι, ὅπως καὶ τῶν νάνων ἀνθρώπων ἡ δυσπλασία ὀφείλεται σὲ κάτι τέτοιο. ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ μὲν ὀρεὺς ἢ ἀλογομούλαρο ἔχει πατέρα γάιδαρο καὶ μητέρα φοράδα, ὁ δὲ γίννος ἢ γαϊδουρομούλαρο ἔχει πατέρα ἵππο καὶ μητέρα γαϊδούρα˙ ἀπὸ τὸ μέγεθος τῶν μητέρων ἐξαρτᾶται τὸ μέγεθος τῶν δύο μουλαριῶν, διότι ἡ μήτρα ἐκείνων εἶναι τὸ καλούπι τους. μοιάζει δὲ πολὺ ὁ γίννος μὲ τὸ φυσικὸ ἡμίονο.
       Καὶ οἱ εἴκοσι ἀναφορὲς ἡμιόνου στὴ Βίβλο ἀναφέρονται στὸ φυσικὸ ἡμίονο, ὁ ὁποῖος 5 φορὲς λέγεται ὁ ἡμίονος, 7 φορὲς ἡ ἡμίονος, καὶ 8 φορὲς χωρὶς νὰ φαίνεται τὸ γένος (α ́. Β ́ Βα 18,19 ́́́́ ́́ ́ ˙ Ἔσ 2,66˙ Ψα 31,9˙ β ́. Γε 45,23˙ Α ́ Βα 21,7˙ 22,9˙ Β ́ Βα 13,29˙ Γ ́ Βα 1,33˙ 38˙ 44˙ γ ́. Γε 12,16˙ Γ ́ Βα 10,25˙ 18,5˙ Δ ́ Βα 5,17˙ Α ́ Πα 12,41˙ Β ́ Πα 9,24˙ Ἠσ 66,20˙ Ζα 14,15). μουλάρι λοιπὸν δὲν ἀναφέρεται στὴ Βίβλο ποτέ. ἔμμεσα φαίνεται ἄλλωστε στὸ μωσαϊκὸ νόμο ὅτι ὁ θεὸς δὲν συνιστᾷ στὸν Ἰσραὴλ τὴν παραγωγὴ καὶ χρῆσι ὑβριδίων καὶ κιβδήλων (Δε 22,10-11). καὶ νομίζω ὅτι στὴ μετάφρασι πρέπει νὰ παραμένῃ πάντοτε ἀμετάφραστη ἡ λέξι ἡμίονος.
       Ἀπὸ τοὺς μεταφραστὰς οἱ μὲν καθαρευουσιάνοι Βάμβας, Κεφαλᾶς, Γιαννακόπουλος, Τρεμπέλας, Χαστούπης, Κολιτσάρας, Βασιλειάδης καὶ Ψαλτάκης ἦταν τυχεροί, διότι, μὴ χρησιμοποιώντας ποτὲ τὴ λέξι ‘’μουλάρι’’, ἔχουν ἔτσι κι ἀλλιῶς πάντοτε ‘’ἡμιόνους’’, οἱ δὲ δημοτικισταὶ Κάλβος, χιλιασταί, Βέλλας καὶ οἱ ἁπλουστευταί του Ἠ. Οἰκονόμου, Ν. Παπαδόπουλος, Π. Σιμωτᾶς, Β. Τσάκωνας, Μ. Κωνσταντίνου, καὶ Κατίνα Χιωτέλλη ἔχουν ‘’μουλάρια’’. εἰδικὰ στὸ Γε 12,16 οἱ Βάμβας, Χαστούπης, χιλιασταί, καὶ Βέλλας μὲ τοὺς ἁπλουστευτάς του ἔχουν ‘’γαϊδοῦρες’’ ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι, ἡ δὲ ἀγγλικὴ τὸ ἔχει ἀπὸ τὴ λατινικὴ βουλγάτα τοῦ Ἰουδαίου Βαρανίνα καὶ τοῦ μοναχοῦ Ἱερωνύμου ποὺ ἔχουν   (=γαϊδοῦρες), οἱ δὲ Βαρανίνα καὶ Ἱερώνυμος ἔχουν τὶς ‘’γαϊδοῦρες’’ ἀπὸ τὸ μασοριτικό, οἱ δὲ μασορῖτες παρανέγνωσαν ἢ μᾶλλον τεμπελανέγνωσαν σὲ χειρόγραφα τῶν Ο' τὸ ἡμίονοι ὡς ὄνοι, ἐπειδὴ τὸ ἡμι γράφεται μὲ δυσανάγνωστο παλαιογραφικὸ συντομογραφικὸ σύμπλεγμα, τὸ ὁποῖο δὲν κατώρθωσαν νὰ διαβάσουν. τὸ ἴδιο δυσανάγνωστο σύμπλεγμα τῶν Ο' ἡμι-όνους στὸ Α ́ Βα 21,7 οἱ μασορῖτες τὸ ‘’διάβασαν’’ ἀρχιποίμην, γι̉ αὐτὸ κι ἔτσι μετέφρασαν ἀπ̉ αὐτοὺς οἱ Βαρανίνα - Ἱερώνυμος στὴ βουλγάτα, ἔτσι ἀπὸ τὴ βουλγάτα ὁ Λούθηρος καὶ οἱ Ἄγγλοι, ἔτσι ἀπὸ τοὺς Ἄγγλους οἱ Βάμβας, Χαστούπης, χιλιασταί, κι ὁ Βέλλας μὲ τοὺς ἓξ ἁπλουστευτάς του. στὸ δὲ Δ ́ Βα 5,17 οἱ Βαρανίνα - Ἱερώνυμος ἔχουν , δηλαδὴ βόρδωνες ὅπως λέγονται στὴ λατινοβριθῆ βυζαντινὴ καὶ στὴ σημερινὴ ἁγιορείτικη διάλεκτο τὰ ὑβριδικὰ μουλάρια, ἐξ οὗ καὶ τὸ διακόνημα τοῦ βουρδουνιάρη (=μουλαρᾶ). στὴ λατινικὴ ἀκριβέστερα ὁ μὲν ὀρεὺς ἢ ἀλογομούλαρο λέγεται , ὁ δὲ γίννος ἢ γαϊδουρομούλαρο λέγεται (ἐξ οὗ καὶ τὸ χωριάτικό μας ῥῆμα μπουρντίζω ἤτοι ‘’εὐνουχίζω’’, ἐπειδὴ καὶ τὰ δυὸ ὑβριδικὰ μουλάρια εἶναι ἀπὸ τὴ φύσι τους εὐνουχισμένα)˙ ἄρα ὁ Ἰουδαῖος Βαρανίνα, ὁ ὁποῖος στὴ βουλγάτα μετέφρασε , νόμιζε ὅτι ὁ φυσικὸς ἡμίονος καὶ τὸ γαϊδουρομούλαρο εἶναι τὸ ἴδιο ζῷο, τὸ ὑβριδικό˙ ἐπειδὴ καὶ μοιάζουν πολὺ τὰ δυὸ αὐτά˙ ἄρα καὶ ὅλοι οἱ προειρημένοι μεταγενέστεροι μεταφρασταί, Ἄγγλοι Γερμανοὶ χιλιασταὶ καὶ Ἕλληνες, εἴτε λένε ‘’ἡμιόνους’’ εἴτε λένε ‘’μουλάρια’’, ἐννοοῦν ὑβριδικὰ μουλάρια. γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ὅλοι οἱ παραπάνω ἀγνοοῦν τὴν ὕπαρξι φυσικοῦ ἡμιόνου καὶ ὅτι αὐτὸς ἀποκλειστικῶς εἶναι ὁ ἀναφερόμενος στὴ Βίβλο.

  Συμβολὴ 24 (2008)

Μελέτες 7 (2010)