Ἡ λέξι μυστήριον, ποὺ συναντᾶται πολλὲς φορὲς καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία τὴ μετὰ τὸ 500 π.Χ., εἶναι παράγωγο τοῦ ῥήματος μύω κι ἔχει πάνω ἀπὸ 50 ὁμόρριζες λέξεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες τὸ ἕνα τρίτο εἶναι κοινὲς λέξεις, καὶ τὰ δύο τρίτα θρησκευτικοὶ ὅροι. ἡ ἴδια ἡ λέξι μυστήριον εἶναι ἀπὸ τὶς λίγες ὁμόρριζες ποὺ εἶναι καὶ κοινὲς λέξεις καὶ τελεστικοὶ ὅροι.
       Τὸ μύω ἀπὸ τὸ ὁποῖο παράγονται ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ὅλα τὰ παράγωγα, εἶναι ῥῆμα ἠχοποίητο ἀπὸ τὸν ἦχο μμμοῦ ποὺ κάνει ἐκεῖνος ποὺ κλείνει τὸ στόμα του καὶ σφίγγει τὰ χείλη του ἀντὶ γιὰ κάθε ἄλλη ἔκφρασι. σημαίνει ἀρχικὰ ‘’κλείνω τὸ στόμα μου, καὶ δὲν μιλάω’’ κι ἔπειτα καὶ ‘’κλείνω τὰ μάτια μου, καὶ δὲν βλέπω’’ ἢ καὶ ‘’κλείνω ἕνα ἀνοιχτὸ τραῦμα’’.  ἤδη στὸν Ὅμηρο ἀνευρίσκεται ὅλη αὐτὴ ἡ ἐξέλιξι τῆς σημασίας του (Ω 420˙ 637). ὁμόλογη λέξι στὴ νέα ἑλληνικὴ εἶναι τὸ ἐπίθετο μοῦτος, ποὺ λέγεται γι̉ αὐτὸν ποὺ κλείνει τὸ στόμα του καὶ δὲν μιλάει, οὔτε ὅταν πρέπῃ, ἀλλὰ κάνει μόνο μμμοῦ.
       Σύνθετο τοῦ μύω μὲ τὴν πρόθεσι κατκατὰ εἶναι τὸ κατμύωκαμμύωκαταμύω, ποὺ λέγεται ὅμως μόνο γιὰ τὸ κλείσιμο τῶν ματιῶν ὅπως καὶ τὸ οὐσιαστικό του κατάμυσις.
       Στὸν Ὅμηρο ἐπίσης ἤδη κι ἐν συνεχείᾳ στοὺς μετέπειτα συναντᾶται καὶ τὸ ἐπίθετο μυχὸς μυχὴ μυχὰ (τά), ποὺ καὶ τὰ τρία γένη του ἀνευρίσκονται καὶ οὐσιαστικοποιημένα, τὸ ἐπίρρημα μυχοῖ, καὶ τὰ παραθετικὰ τοῦ ἐπιθέτου μύχιος μύχατος καὶ μυχοίτατος μυχαίτερος μυχαίτατος καὶ μυχώτατος˙ καὶ τὸ παράγωγο ἐπίθετο μυχώδης(Ὅμηρος Ζ 152˙ φ 1446. Ἡσίοδος˙ Εὐριπίδης˙ κλπ.). ἀπὸ τὸν F ́ π.Χ. αἰῶνα κι ἔπειτα ἐμφανίζονται τὰ παράγωγά του τύπου ἄμυστις ἀμυστὶ ἀμυστίζω μύσις - κατάμυσις, ἐνῷ ἀπὸ τὸν Ε ́ κι ἔπειτα ἐμφανίζονται καὶ τὰ μύωψ μυωπὸς - μυωπὴ - μυωπὸν μυωπία μυωπιάζω - μυωπάζω μυωπίασις˙ καὶ τὸ μυστήριον. μέχρι ἐδῶ τὰ μὴ τελεστικά˙ εἰδικὰ τὸ μυστήριον εἶναι κατ̉ ἀρχὴν μὴ τελεστικό.
       Τὰ τελεστικὰ παράγωγα ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ ῥῆμα μυῶ-μυοῦμαι, παράγωγο κι αὐτὸ τοῦ μύω, καὶ εἶναι τόσο τὸ σύνθετό του καταμυῶ, ὅσο καὶ τὰ παράγωγά του μύησις μύστης μύστις ἀμύητος μυστικὸς - μυστικὴ - μυστικὸν μυστικότροπος μυστικοτρόπως, τὰ σύνθετα μὲ τὸ -πόλος κατ̉ ἀναλογίαν πρὸς τὸ ἀρχαιότερο τελεστικὸ πρόπολος (=ἀκόλουθος ὀργιαστὴς) μυστιπολεύω μυστιπολεία μυστιπόλευτος μυστοπόλος μυστοπολεύω, τὰ σύνθετα μὲ τὸ ἄγω (=ὁδηγῶ, καθοδηγῶ) μυσταγωγὸς μυσταγωγῶ μυσταγωγία μυσταγώγημα μυσταγωγικός, ἄλλα σύνθετα μὲ διάφορα δεύτερα συνθετικά, μυστάρχης μυστολέκται μυστοδόκος μυστοδότης μυστογράφος, ἄλλα παράγωγα τοῦ ὅρου μυστήριον, μυστηρὶς μυστηριῶτις μυστηρικὸς μυστηριακὸς μυστηριάζω μυστηριασμὸς μυστηριάρχης, καὶ μυστηριώδης μυστηριωδία˙ καὶ μερικὰ νεώτερα καὶ ὄχι τόσο δόκιμα.
       Ὅπως εἶπα, τὰ μύωκαὶ μυχὸς καὶ τὰ παραθετικά του συναντῶνται ἤδη στὸν Ὅμηρο, τὸ δὲ καμμύω τὸν Δ́ π.Χ. αἰῶνα στὸν Ἄλεξι (ἄδηλ., ἀπ. 319 Edmonds) ˙ καὶ γενικῶς τὰ μὴ τελεστικὰ παράγωγα εἶναι ἀρχαιότερα τῶν τελεστικῶν. ὡς κοινὴ λέξι στὸ Σοφοκλῆ (ἄδηλ., ἀπ. 804 Radt) καὶ ὡς τελεστικὸς ὅρος στοὺς Ἡρόδοτο (2,51,4) καὶ Εὐριπίδη (Ἱκ., 173) συναντᾶται τὸ μυστήριον. ὁ Αἰσχύλος μὲ τὸν ὅρο μυστικὸν(ἄδηλ., ἀπ. 387 Radt) καὶ οἱ Εὐριπίδης καὶ Ἡρόδοτος μὲ τὸν ὅρο μυστήριον εἶναι οἱ πρῶτοι στοὺς ὁποίους ἀνευρίσκονται τελεστικὰ παράγωγα καὶ σημασίες αὐτῆς τῆς ῥίζης.
       Αὐτὰ τὰ τελεστικὰ στὸν Ὅμηρο δὲν ἀνευρίσκονται οὔτε ὡς δρώμενα πράγματα οὔτε ὡς λέξεις˙ διότι σὲ κείμενα μὲ ἄφθαρτο ἀκόμη τὸ δωρικὸ φίλτρο ἠθῶν καὶ θρησκεύματος, κυριώτερα τῶν ὁποίων εἶναι τὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη, τέτοια πελασγικὰ πράγματα καὶ δρώμενα δὲν ὑπάρχουν. τὸ δωρικὸ φίλτρο εἶναι κάπως φθαρμένο, κι ἐμφανίζονται τελεστικὰ δρώμενα τὸν Ζ ́ π.Χ. αἰῶνα στὰ Προοίμια τελετῶν Ὕμνον εἰς Δήμητρα (273˙ 476), ὅπου χρησιμοποιεῖται ὁ τελεστικὸς ὅρος ὄργια (=ἔργα, δρώμενα), καὶ Ὕμνον εἰς Ἀπόλλωνα (389), ὅπου ὁ ὅρος ὀργιόνες (=δράστες τελεστικῶν ὀργίων). στὸ μεταξὺ κατὰ τὰ τέλη τοῦ ἴδιου αἰῶνος, ὅταν ἡ φθορὰ τοῦ δωρικοῦ φίλτρου εἶναι προχωρημένη, ἐμφανίζονται στὴ λυρικὴ ποίησι (Σόλων, Μίμνερμος, Ἀλκαῖος, Σαπφὼ) τὰ πρῶτα ἐγκώμια τοῦ κιναιδισμοῦ καὶ τῆς ἀντίστοιχης γυναικείας διαστροφῆς. κι ἐπειδὴ ἡ διεστραμμένη αὐτὴ σεξουαλικὴ συμπεριφορὰ ἔχει προφανέστατα διεισδύσει στὰ τελεστικὰ ὄργια τῆς θρησκείας, ἂν δὲν ἔχῃ ἐκπηγάσει ἀπὸ κεῖ, οἱ ὀργιόνες αἰσθάνονται τὴν ἀνάγκη τῆς ἀποκρύψεως καὶ τῆς ἐχεμυθείας καὶ γενικῶς ἀναπτύσσουν μιὰ συνωμοτικὴ καὶ μασονικὴ μυστικότητα, γι̉ αὐτὸ καὶ τὰ ὄργια ἐπονομάζονται πλέον μυστήρια (=μυστικά), οἱ δὲ ὀργιόνες ἐπονομάζονται μύσται (=δέκτες καὶ κάτοχοι μυστικῶν). τῶν φανερῶν ὀργίων μέτοχοι καὶ ὀργιόνες ἦταν ὅλοι οἱ πανηγυρισταί, ἐνῷ τῶν μυστηρίων μόνον ὡρισμένοι ἐπίλεκτοι καὶ ἔμπιστοι, γι̉ αὐτὸ καὶ λέγονται πλέον κι αὐτοὶ μύσται˙ καὶ ἡ ἐπιλογή τους καὶ ἐνημέρωσί τους μύησις, ἐνῷ οἱ ἄλλοι οἱ μὴ ἀνεχόμενοι τὰ τέτοια μυστήρια ὄργια λέγονται ἀμύητοι, κι ἀργότερα βέβηλοι (ἑκὰς οἱ βέβηλοι! = μακριὰ οἱ βέβηλοι!). ὑπολογίζω ὅτι ἡ διολίσθησι αὐτὴ ἔγινε λίγο μετὰ τὸ 600 π.Χ. μὲ εἰσηγητὰς τοὺς ‘’παγανιστάς’’, χωρικοὺς δηλαδὴ ἀπόμερων καὶ ἀκοινωνήτων μικρῶν χωριῶν ποὺ ἦταν ἐπιβιώσαντα πελασγικὰ κατάλοιπα καὶ φορεῖς τῆς χαμιτικῆς πελασγικῆς εἰδωλολατρίας, κατὰ τὴν ὁποία τὸ διεστραμμένο σεξουαλικὸ ὄργιο ἦταν τρόπος λατρείας τοῦ θείου. ἀπὸ κεῖ ἄλλωστε ξεκίνησε καὶ ὁ τιτύραμβος (=τιτύρων ἄμβος = τράγων ᾠδή, σατύρων ᾠδή), ἢ μὲ δασύτερη προφορὰ διθύραμβος, ποὺ μετεξελίχτηκε καὶ μεταφράστηκε ἑλληνιστὶ σὲ τραγῳδία. ἦταν δὲ ἡ τραγῳδία καὶ τῶν μυστηρίων ‘’ἐκλαϊκευμένη’’ παραλαγὴ ὁμολογουμένως.
       Παρατηρώντας τὰ κείμενα ἀφ̉ ἑνὸς μὲν τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἡσιόδου καὶ τῶν ἓξ ἀρχαιοτέρων λυρικῶν ποιητῶν, Καλλίνου Τυρταίου Τερπάνδρου Σημωνίδου Ἀρχιλόχου καὶ Ἀλκμᾶνος, καὶ τὰ πέντε ἀρχαιότερα κι ἐκτενέστερα Προοίμια λεγόμενα ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους, ποὺ ὅλοι ἀγνοοῦν τὸν κιναιδισμό, παρ̉ ὅλο ποὺ οἱ περισσότεροι εἶναι ἐρωτικώτατοι, ἀφ̉ ἑτέρου δὲ τὰ κείμενα τὰ μεταγενέστερα τοῦ 600 π.Χ., διαπίστωσα ὅτι καὶ ἡ εἰδωλολατρία τῶν ἀρχαιοτέρων ἐκείνων εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία τῶν μετέπειτα. εἶναι σαφῶς ἁπλούστερη μὲ ἁπλὲς ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις, χωρὶς τελεστικὸ χαρακτῆρα, χωρὶς δαιμονικὴ ‘’θεοληψία’’ καὶ τελετουργομανία καὶ μυστικοπάθεια. ἀκόμη καὶ ἡ λέξι θρησκεία, ἢ ἀκριβέστερα θρησκεῖαι ἐπιτελούμεναι (=ὀργιαστικὰ δρώμενα μὲ ὀργιαστικὲς κραυγὲς ἐκστασιασμένων καὶ θροῦν καὶ θριδακίνην καὶ θρῆνον τοῦ κιναίδου καὶ θανατωμένου καὶ θρηνουμένου θεοῦ Ὑακίνθου ἢ Ἰάκχου ἢ Βάκχου ἢ Ναρκίσσου ἢ Διονύσου ἢ Ἀδώνιδος, καὶ μὲ θύρσον καὶ μὲ θρίαμβον τοῦ θιάσου του – νομίζω ὅτι ὅλ̉ αὐτὰ εἶναι ὁμόρριζα καὶ ἠχοποίητα– ), συναντᾶται, ἡ λέξι θρησκεία, γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Ἡρόδοτο (2,18,2˙ 2,37,3) καὶ γιὰ τρόπους λατρείας τοῦ θείου μόνον ὀργιαστικούς. ὁ ὅρος θρησκεία ὄχι μόνο γιὰ τὴ θεοσέβεια τοῦ Ἰσραὴλ καὶ γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστι δὲν λέγεται ποτὲ στὴ Βίβλο, ἀλλ̉ οὔτε καὶ γιὰ τὴν πρὸ τοῦ 600 π.Χ. ἑλληνικὴ κι ὁμηρικὴ εἰδωλολατρία λέγεται ποτέ, οὔτε καὶ ταιριάζει. καθὼς προχωρεῖ κανεὶς στὴν ἀναδίφησι τῶν ἀρχαίων κειμένων, ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ ὅρος θρησκεία ταιριάζει μόνο στὴ μετὰ τὸ 600 π.Χ. ἑλληνικὴ εἰδωλολατρία. ἀκόμη καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τῆς πρώτης χριστιανικῆς ἐποχῆς, ὅσοι δὲν εἶχαν μῖσος ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, τὸ ἀντιλαμβάνονταν κάπως αὐτό, καὶ γι̉ αὐτὸ δὲν ἔλεγαν ποτὲ θρησκεία τὴ Χριστιανικὴ πίστι, ὅπως ἔλεγαν τὴ δική τους εἰδωλολατρία, οὔτε τὴν ἔλεγαν ἀθεΐα καὶ ἀσέβεια, ὅπως τὴν ἔλεγαν οἱ διῶκτες εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ μὲ κάποιο τὰκτ τὴν ἔλεγαν φυλακὴν τῶν Χριστιανῶν (=φύλαξι, τήρησι κανόνων ζωῆς), παραφύλαξιν τῶν Χριστιανῶν, παρατήρησιν τῶν Χριστιανῶν (=τήρησι), ἔθος τῶν Χριστιανῶν, observationem Christianorum (=παρατήρησιν), legem Chistianorum (=νόμον, ἔθος), ritum Christianum (=Χριστιανικὸν ἔθος), καὶ devotio Christianorum (=ἀφιέρωσιν τῶν Χριστιανῶν). (Μαξιμίνου Διάταγμα β́, στὸν Εὐσέβιο, Ἐκ. ἱστ. 9,10,8. Διάταγμα Μεδιολάνου, 4. Αἴλιος Λαμπρίδιος, Heliogab. 3, 5. Ἀμμιανὸς Μαρκελλῖνος˙ (5,5,31˙ 15,7,6.). οὔτε καὶ οἱ ἀρχαῖοι Χριστιανοὶ ἔλεγαν ποτὲ τὴν πίστι τους θρησκείαν˙ αὐτὸ εἶναι πολὺ ὄψιμο.
       Στὴν ἀρχαιότερη λοιπὸν τοῦ 600 π.Χ. ὁμηρικὴ καὶ ἡσιόδειο ἑλληνικὴ εἰδωλολατρία, ποὺ δὲν τῆς ταιριάζει καὶ δὲν λέγεται ποτὲ γι̉ αὐτὴν ὁ ὅρος θρησκεία καὶ ποὺ εἶναι ἁπλῆ ἀποδοχὴ κι ἐπίκλησι τοῦ θείου καὶ προσφυγὴ σ̉ αὐτό, καὶ οἱ ἱερουργίες του εἶναι ἁπλὲς καὶ πανανθρώπινες, περιωρισμένες σὲ προσευχὴ θυμίασι θυσία μαντεία καὶ κάποια ἁπλῆ θεοφάνεια, ὅπου θεὸς προστάτης καὶ ἄνθρωπος προστατευόμενος ‘’συναντῶνται’’ σὰ δυὸ ἄνθρωποι φίλοι καὶ "τὰ λένε", ἱερατεύουν σχεδὸν πάντοτε οἱ ὁπλαρχηγοὶ καὶ φύλαρχοι ἄνακτες, Ἀγαμέμνων Ἀχιλλεὺς Διομήδης Νέστωρ Ὀδυσσεὺς κλπ., καὶ ἱερουργοῦν πάντοτε φανερὰ ἐνώπιον ὅλου τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ στρατοῦ. ἀντίθετα στὴ μετὰ τὸ 600 π.Χ. εἰδωλολατρία, ποὺ ἔχει δεχτῆ ἐξ ἐπιδράσεως πολὺ πελασγικὸ ‘’παγανιστικὸ’’ ὑλικὸ ἀπὸ τοὺς θρήσκους (pagani) τῶν ἀπομονωμένων κι ἀκοινωνήτων χωριῶν (pagus), (ὅπως συνέβη στὰ χρόνια μας μὲ τὰ καρναβάλια καὶ τ̉ ἀναστενάρια, ποὺ ἐπιβίωσαν σὲ ἀπόμερα χωριὰ κι ἐκπήγασαν ἀπὸ κεῖ), ἐκτὸς τοῦ ὅτι ὑπάρχει εἰδικὸ ‘’θεόληπτο’’ ἐκστασιασμένο ‘’θεοφορούμενο’’ καὶ ὀργιαστικὸ ἱερατεῖο προπόλων θιάσου, καὶ οἱ λάτρεις - μύσται δὲν λατρεύουν ἁπλῶς μὲ προσευχὴ θυσία θυμίασι μαντεία, ἀλλὰ κυριολεκτικὰ ‘’φτιάχνονται’’ κι ‘’ἐκστασιάζονται’’ καὶ μυοῦνται κρυφὰ σὲ μυστήρια, διακρίνονται ἀπὸ ἕναν ἔντονα ἀλαζονικὸ μασονικὸ σνομπισμὸ ἔναντι τῶν ‘’βεβήλων’’ ἀμυήτων, καὶ φυσικὰ ὀργιάζουν καὶ θροοῦσι. στὸ ζήτημα τῆς ‘’διαρροῆς ἀπορρήτου καὶ μυστικοῦ’’ κάνουν τὴν τρίχα τριχιά, μόνο γιὰ παραγωγὴ γοητείας, κι ὄχι ἐπειδὴ τὸ μυστικὸ εἶναι κάτι τὸ μεγάλο˙ ἀκριβῶς δηλαδὴ ἐπειδὴ εἶναι ἕνα ἀσήμαντο σκουπίδι, κι αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν οἱ ‘’βέβηλοι’’, γιὰ νὰ μὴν καταρρεύσῃ ὅλο τὸ φτιαχτὸ γόητρο τοῦ μυστικῶς λατρευομένου μηδενός, κι ὄχι βέβαια ἐπειδὴ θὰ ἐξοργισθῇ τὸ θεῖο, ἐπειδὴ βεβηλώθηκε τὸ μηδενικὸ σκουπίδι. ὅπως κάποιος κάποτε πάλεψε ἄγρια μὲ τρεῖς μαζί, γιὰ νὰ μὴν τοῦ ἀνοίξουν τὴν παλάμη καὶ δοῦν τί κρατάει, διότι ὅταν τὸν κατέβαλαν καὶ τοῦ ἄνοιξαν τὴν παλάμη βιαίως, εἶδαν ὅτι δὲν κρατοῦσε τίποτε. τὸ τεθωρακισμένο μηδὲν εἶναι πολὺ ἑλκυστικὸ καὶ γαργαλιστικὸ μυστικὸ ποὺ ἐξασφαλίζει πολὺ γόητρο στὸν κάτοχό του.
       Κατὰ τὰ μέσα τοῦ Ε ́ π.Χ. αἰῶνος ἀνευρίσκονται καὶ στὰ κείμενα, τοῦ Ἡροδότου (2,51,4) καὶ τοῦ Ἀριστοφάνους (Βάτρ., 370) γιὰ πρώτη φορά, οἱ ὅροι μυστήριον καὶ μύστης καὶ ἀναπτύσσεται ὅλη ἐκείνη ἡ πλούσια μυστικὴ τελεστικὴ ὁρολογία. κι ἐπειδὴ τὸ κακὸ ἐμφανίζει πάντοτε ἔναντι τοῦ καλοῦ ἐπιθετικότητα θράσος καὶ κόμπλεξ ὑπεροχῆς, οἱ μύσται ἀλαζονεύονταν καὶ καυχῶνταν ὅτι γνωρίζουν κατέχουν καὶ δροῦν κάτι τὸ θεῖο, ἀνώτερο τῶν πολλῶν καὶ ἀμυήτων, καὶ ἀπόρρητο καὶ πλῆρες ὑπερφυσικῆς γνώσεως, ἐνῷ αὐτὸ δὲν ἦταν παρὰ ἕνα τελεστικὸ ‘’φτιάξιμο’’ καὶ μαστούρωμα μὲ ὄπιο, μιὰ τελεστικὴ πορνεία διαπραττόμενη μὲ ἱεροδούλους κούρας, γιὰ τοὺς διεστραμμένους μιὰ τελεστικὴ σοδομία διαπραττόμενη μὲ ἄρρενες ἱεροδούλους κούρους κούρητας, καὶ γιὰ τοὺς βιολογικὰ ἀνισχύρους ἡλικιωμένους διάφορες τελεστικὲς θρύψεις (=αὐνανισμοὶ) μέσα σὲ ὑποβλητικὸ ἀλλὰ καὶ ἀποκρυπτικὸ τῶν ἐνοχῶν καὶ τῶν ἀνικανοτήτων μισοσκόταδο μὲ ἀσθενικὸ κόκκινο φῶς ἱεροφαντῶν λυχνοκρατῶν καὶ λαμπαδαρίων (ποὺ σήμερα ὅλ̉ αὐτὰ γίνονται σὲ σκυλάδικα μὲ ‘’σερβιτόρες’’ καὶ χωρὶς τελεστικὸ θεατρινισμό). μαρτυροῦν γιὰ ὅλ̉ αὐτὰ καὶ πολλοὶ Χριστιανοὶ ἀπολογηταὶ στὴν πολεμική τους ἐναντίον τῆς εἰδωλολατρίας ἢ τοῦ συγκρητισμοῦ καὶ εἰδικώτερα τῶν μυστηριακῶν τελετῶν.
       Γιὰ νὰ δώσω συνολικῶς τὴ διασῳζόμενη ἱστορία τῶν κυριωτέρων τελεστικῶν ὅρων αὐτῆς τῆς ῥίζης, ἐπαναλαμβάνω καὶ προσθέτω ὅτι τὸ μυστήριον ὡς κοινὴ λέξι συναντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Σοφοκλῆ (ἄδηλ., ἀπ. 804 Radt) κι ἔπειτα στὴ μετάφρασι τῶν Ο’ καὶ σ̉ ἄλλους, στὸν Πολύβιο (28,19,4), καὶ στὴν Κ. Διαθήκη˙ ὡς τελεστικὸς δὲ ὅρος συναντᾶται στὸν Ἡρόδοτο (2,51,4), στὸν Εὐριπίδη (Ἱκ., 173), σὲ μιὰ ἀττικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ Ε ́ π.Χ. αἰῶνος (71b,30-34 CIG 1, 107-8), στὸν Ἀνδοκίδη (Περὶ μυστηρίων, 11), στὸν Ἀριστοφάνη (Βάτρ., 886-8˙ Πλ., 103), σ̉ ἐπιγραφὲς τοῦ Γ́ π.Χ. αἰῶνος (Ἀθηνῶν 540, 11˙ 22-24˙ 41-42˙ Μυτιλήνης 2177, 24˙ Σαμοθράκης 2157,1 CIG), στὸν Πολυδεύκη (1,35-36), καὶ σ̉ ἄλλους γραμματικοὺς καὶ λεξικογράφους (Σούμμα, λ. μυστήρια). τὸ ῥῆμα μυῶ - μυοῦμαι συναντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Ἡρόδοτο (8,65,4), τὸ μύστης στὸν Ἀριστοφάνη (Βάτρ., 370), στὸν Ἀριστοτέλη (Ἀθην. πολ. 56,4), καὶ στὸν Ἀνταγόρα τὸ Ῥόδιο (Ἀνθ. παλ. 9,147,1), τὸ ἀμύητος στὸν Ἀνδοκίδη (Μυστ., 11˙ 12) καὶ στὸ Λυσία (Κατ̉ Ἀνδοκίδου, 51), τὸ μυστικόν, ποὺ ὡς πρὸς τὴν ἀναφορὰ εἶναι τὸ ἀρχαιότερο ὅλων τῶν τελεστικῶν, στὸν Αἰσχύλο (ἄδηλ., ἀπ. 387 Radt), τὸ μυσταγωγὸς στὸ Μένανδρο (ἄδηλ., ἀπ. 500 Kassel), καὶ οἱ περισσότεροι ἄλλοι τέτοιοι τελεστικοὶ ὅροι σὲ κείμενα τῶν ἑλληνιστικῶν κι ἑλληνορρωμαϊκῶν χρόνων, χωρὶς νὰ εἶναι, νομίζω, περισσότερο ἀπὸ δυὸ αἰῶνες ἀρχαιότεροι τῆς πρώτης σῳζομένης ἀναφορᾶς των.
       Γραμματικῶς ἡ λέξι μυστήριον εἶναι ἡ ἴδια ἡ λέξι μυστικόν, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀρχαϊκὴ κατάληξι -ήριον (σωτήριον αἰσθητήριον ἀγγελτήριον ἐγερτήριον εὐκτήριον), καὶ ὄχι μὲ τὴ νεώτερη κατάληξι -ικὸν (σωστικὸν αἰσθητικὸν ἀγγελτικὸν ἐγερτικὸν εὐκτικόν) ποὺ ἐπικράτησε κατὰ τὸν Ε’ π.Χ. αἰῶνα. ἡ κατάληξι -ικὸν προέκυψε ὡς ἀντικαταστάτρια τῆς καταλήξεως -ήριον, ἐπειδὴ τὰ ἐπίθετα σὲ -ήριον οὐσιαστικοποιήθηκαν, ὁπότε ἀνέκυψε ἡ ἀνάγκη νέων ἐπιθέτων. οἱ πρῶτοι γραμματικοὶ καὶ φιλόλογοι, οἱ λεγόμενοι σοφισταί, προώθησαν τὴ χρῆσι τῶν νέων ἐπιθέτων σὲ -ικόν. ὁ Ἀριστοφάνης εἰρωνεύεται καὶ διακωμῳδεῖ τὴ χρῆσι τέτοιων ἐπιθέτων ὡς νεωτερισμό, αὐτὴ ὅμως ἦταν γλωσσικὴ ἀνάγκη μετὰ τὴν οὐσιαστικοποίησι τῶν ληγόντων σὲ -ήριον, πρᾶγμα ποὺ ὁ ποιητὴς δὲν τὸ ἀντιλαμβανόταν, ἀλλὰ μόνο ξενιζόταν ἀπὸ τὸ νεοφανὲς τῆς καταλήξεως -ικὸν. μερικὲς φορὲς ἡ συντηρητικότης εἶναι ἀνοησία.
       Στὴ Βίβλο ἡ λέξι μυστήριον οὐδέποτε ἀνευρίσκεται μὲ τὴν τελεστικὴ σημασία. ἀνευρίσκεται δὲ σχεδὸν 40 φορές, ἤτοι 9 φορὲς στὸ βιβλίο τοῦ Δανιὴλ καὶ 28 φορὲς στὴν Κ. Διαθήκη, καὶ ἀναλυτικώτερα στὰ τρία πρῶτα Εὐαγγέλια, σὲ ἓξ Ἐπιστολὲς τοῦ Παύλου, καὶ στὴν Ἀποκάλυψι˙ πάντοτε μὲ τὴν κοινὴ καὶ ἁπλῆ σημασία ‘’μυστικό’’. ἐννοεῖται σὰ στρατηγικὸ κι ἐπιχειρησιακὸ μυστικὸ τοῦ θεοῦ ποὺ μέχρι ὡρισμένον καιρὸ κρατιέται μυστικὸ ἀπ̉ ὅλας τὰς γενεὰςτῶν μὴ στρατευμένων γιὰ λόγους ἀσφαλείας κι ἐπιτυχίας τῆς ἐπιχειρήσεως. στὴν ἀρχὴ τὸ ξέρει μόνον ὁ βασιλεύς, ἔπειτα τὸ μαθαίνουν πρῶτα οἱ στρατηγοὶ ποὺ μὲ τὸ πρόσταγμά του θὰ θέσουν σ̉ ἐνέργεια τὴν ἐπιχείρησι τῆς νίκης καὶ θὰ ἡγηθοῦν τῆς μάχης, ἔπειτα οἱ λοιποὶ στρατευμένοι, κι ἔπειτα, ὅταν πιὰ ἡ ἐπιχείρησι ἔχῃ ἐκδηλωθῆ, τὸ μαθαίνει ὅλος ὁ λαὸς ποὺ θ̉ ἀποτελέσῃ τὴ βασιλεία τοῦ βασιλέως. βασιλεὺς εἶναι ὁ Κύριος, στρατηγοὶ οἱ προφῆτες καὶ οἱ ἀπόστολοι, στρατευμένοι ὅσοι διακονοῦν ἐκείνους καὶ λαὸς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀκοῦν τὸ μήνυμα ἢ διάγγελμα τοῦ βασιλέως, τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ.
       Ἐπειδὴ στὴ στρατηγικὴ πρακτικὴ καὶ στὴν ἐπιχειρησιακὴ γλῶσσα ὑπάρχει κι ὁ ἀπόρρητος κώδικας κρυπτογραφήσεως, στὸ Δανιὴλ στοὺς εὐαγγελιστὰς καὶ στὴν Ἀποκάλυψι ἡ λέξι μυστήριον ἔχει καὶ τὴν ἀπόχρωσι τῆς ἐννοίας τοῦ κωδικοποιημένου καὶ κρυπτογραφικοῦ στρατιωτικοῦ μυστικοῦ, ποὺ ὡς ἐπιχειρησιακὸ σχέδιο, γιὰ νὰ τεθῇ σ̉ ἐφαρμογή, πρέπει ν̉ ἀποκρυπτογραφηθῇ, εἶναι δηλαδὴ ἕνα ‘’ἑρμηνευτικὸ αἴνιγμα’’. ἔτσι μυστήρια λέγονται τὰ δυὸ ὄνειρα τοῦ Ναβουχοδονόσορ, ἡ εἰκὼν (Δα 2,18˙ 19˙ 27-30˙ 47) καὶ τὸ δένδρον (Δα 4,6), τὰ ὁποῖα ἀποκωδικοποιεῖ ὁ Δανιὴλ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξηγῇ μυστήρια, καὶ τὰ ὁποῖα, ὅταν ἐξηγηθοῦν, προαναγγέλλουν τὸ σχέδιο τῆς μεγάλης ἐπιχειρήσεως τοῦ Κυρίου, τῆς λεγομένης καὶ θείας οἰκονομίας. στὸ ἴδιο μυστήριον, δηλαδὴ στὸ εὐαγγέλιον, ἀναφέρεται μιὰ φορὰ κι ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι λέγοντας˙ Ἐτελέσθη τὸ μυστήριον τοῦ θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς προφήτας (7,10). ἀπὸ μία φορὰ στοὺς τρεῖς εὐαγγελιστὰς (Μθ 13,11˙ Λκ 8,10˙ Μρ 13,11) ἀναφέρεται ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦτῶν οὐρανῶν, μία δηλαδὴ παράγραφος τοῦ ἐπιχειρησιακοῦ σχεδίου, ἡ παραβολὴ τοῦ σπορέως, στὴν ὁποία ἐκεῖνοι ποὺ θ̉ ἀντιμετωπισθοῦν κατὰ τὴν ἐξέλιξι τῆς ἐπιχειρήσεως ταξινομοῦνται σὲ τέσσερες κατηγορίες˙ πωρωμένοι, ἐπιπόλαιοι, ἐμπαθεῖς, καὶ καλοί. ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ ἢ ἐπιτελεῖς τοῦ βασιλέως ζητοῦν ἀποκρυπτογράφησι τοῦ μηνύματος τῆς παραβολῆς, ὁ Κύριος, ποὺ τοὺς κάνει τὴν ἀποκρυπτογράφησι, τοὺς χαρακτηρίζει ὡς πρόσωπα ποὺ ἔχουν πρόσβασι στὸ σχετικὸ βαθμὸ ἀπορρήτων μὲ τὴ φράσι του Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ.
       Τέτοια ἐπὶ μέρους κωδικοποιημένα μυστήρια, παράγραφοι τοῦ συνολικοῦ ἐπιχειρησιακοῦ σχεδίου στὸν πόλεμο θεοῦ καὶ διαβόλου ἢ ἐκκλησίας καὶ κόσμου ἀναφέρονται στὴν Ἀποκάλυψι ἄλλα τρία, τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων (1,20), τὸ μυστήριον ὄνομα τῆς μεγάλης Βαβυλῶνος ῾Βαβυλὼν μεγάλη μήτηρ τῶν πορνῶν καὶ τῶν βδελυγμάτων τῆς γῆς᾽ (17,5), καὶ ὁλόκληρο τὸ μυστήριον τῆς γυναικὸς καὶ τοῦ θηρίου τοῦ βαστάζοντος αὐτήν (17,7). τὰ δύο τελευταῖα ἐννοοῦνται καὶ σὰ μυστήρια τοῦ ἀντιπάλου, τὰ ὁποῖα ἔπεσαν στὰ χέρια τοῦ θεοῦ καὶ τῶν δικῶν του, ἀποκρυπτογραφήθηκαν, καὶ ἀνακοινώνονται σ̉ ὅλο τὸ στράτευμα. καὶ ὁ Παῦλος μία φορά, ἐνεργώντας ὡς στρατηγὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔβαλε στὸ χέρι του τὸ ἐπιχειρησιακὸ σχέδιο τοῦ παρανόμου ἀντιπάλου καὶ ξέρει ὅτι ὁ ἐχθρὸς καταστρώνει κιόλας τὴ δική του ἐπιχείρησι μυστικά, λέει ὅτι τὸ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας (Β́ Θε 2,7). δὲν τὸ προβάλλει πρὸς ἀποκρυπτογράφησι, ἀλλ̉ ἀνακοινώνει ὅτι ἔχει ἀποκρυπτογραφηθῆ.
       Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὴ λέξι μυστήριον ἄλλες 19 φορές, περισσότερο δηλαδὴ ἀπὸ κάθε ἄλλον βιβλικὸ συγγραφέα (Ά Κο 2,7˙ 4,1˙ 13,2˙ 14,2˙ 15,51˙ Ῥω 11,25˙ 14,24˙ Κλ 1,26-27˙ 2,2˙ 4,3˙ Ἐφ 1,9˙ 3,3˙ 4˙ 9˙ 5,32˙ 6,19˙ Ά Τι 3,9˙ 16). ἀπ̉ αὐτὲς στὶς 16, λέγοντας ἢ ἐννοώντας τὸ μυστήριον τοῦ θεοῦ τὰ μυστήρια τοῦ θεοῦ ἐν μυστηρίῳ σοφία τοῦ θεοῦ, ἐννοεῖ ἁπλῶς καὶ γενικῶς τὸ ὅλο ἀπόρρητο σχέδιο ‘’τῆς θείας οἰκονομίας’’, τῆς σωστικῆς δηλαδὴ ἐπιχειρήσεως τοῦ θεοῦ γιὰ τὴ διάσωσι τοῦ ἀνθρώπου, ἢ ἀλλιῶς τὸ σύνολο τῶν μυστικῶν ποὺ ἀπαρτίζουν αὐτὸ τὸ σχέδιο. τέσσερες φορὲς τὸ χαρακτηρίζει μυστήριον σεσιγημένον καὶ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν (Ά Κο 2,7˙ Ῥω 14,24˙ Κλ 1,26-27˙ Ἐφ 3,9). αἰῶνας λέει τὰ ἴδια ποὺ λέει καὶ γενεὰς(πρόκειται γιὰ ἑβραϊκὸ γλωσσικὸ ἰδιωματισμὸ ἐκπεφρασμένο σ̉ ἑλληνικὴ γλῶσσα), καὶ γενεὰς λέει καὶ τὶς δύο φύσεις τῶν λογικῶν κτισμάτων τοῦ θεοῦ, ἀνθρώπους καὶ ἀγγέλους, καὶ ἀσφαλῶς καὶ τοὺς πονηροὺς ἀγγέλους τοῦ διαβόλου, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων κυρίως γίνεται ἡ ἀπόκρυψι. θέλει νὰ πῇ ὅτι τὸ σχέδιο τοῦ θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἦταν κρυμμένο καὶ ἀπὸ τὸ διάβολο καὶ τοὺς δαίμονές του κυρίως, ἀλλὰ γιὰ λόγους περισσότερης ἀσφαλείας καὶ ἀπὸ τοὺς καλοὺς καὶ ἁγίους ἀγγέλους καὶ φυσικὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ˙ τὸ ἤξερε μόνον ὁ θεός. στοὺς ἄλλους ἦταν ἄγνωστο ἀκόμη καὶ τὸ ὅτι ὁ θεὸς ἔχει καὶ υἱό, ἀκόμη δηλαδὴ καὶ ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς θεότητος εἶναι τρία˙ διότι ὁ θεός, ὅταν θέλῃ νὰ κρυφτῇ, δὲν γίνεται ἀντιληπτὸς οὔτε ἀπὸ τὸν ἰδιαίτερό του, τὸν ἄγγελον Γαβριὴλ ποὺ συστήνεται ὡς παρεστηκὼς ἐνώπιον τοῦ θεοῦ (Λκ 1,19)˙ ἀκόμη κι αὐτὸς γνωρίζει τὸ θεό, μόνον ὅταν ὁ θεὸς θέλῃ νὰ τοῦ ἀποκαλυφθῇ, καὶ τὸν βλέπει μόνον ὅσο θέλει νὰ τοῦ δείξῃ ὁ θεὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴ φύσι του καὶ τὰ πρόσωπά του. τὸ ‘’μυστικό’’ του λοιπὸν ὁ θεός, τὸ μυστήριόν του, τὸ ἤξερε μόνον αὐτός. οἱ ἄλλοι ὅλοι τὸ ἔμαθαν, μόνον ὅταν θέλησε νὰ τοὺς τὸ φανερώσῃ αὐτός, ὅταν ἄρχισε νὰ ἐφαρμόζεται, πρῶτα οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, ἔπειτα οἱ ἄνθρωποι, καὶ τελευταῖοι ὁ διάβολος μὲ τοὺς δαίμονές του, ὅταν πλέον ἦταν γι̉ αὐτοὺς πολὺ ἀργὰ καὶ δὲν προλάβαιναν ν̉ ἀντιδράσουν ἐπιτυχῶς γιὰ τὴν κακή τους πρόθεσι. πολλοὶ μάλιστα ἀρχαῖοι ἑρμηνευταὶ παρατηροῦν ὅτι στὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ τὸμυστήριοντοῦθεοῦ τὸ ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι πρὶν κι ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ ἀναστὰς εἶναι ἄνθρωπος στὴ φύσι του τὴν ἀποθανοῦσα καὶ ἀναστᾶσα, καὶ ὄχι ἄγγελος˙ καὶ ὅτι οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι ἔμαθαν αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ μυστικοῦ.
       Ὁ Χριστὸς ὡς υἱὸς τοῦ θεοῦ, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, ἐγνώρισεν ἡμῖν τὸ μυστήριον τοῦ θελήματος αὐτοῦ (Ἐφ 1,9), ἀρχίζοντας ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους του˙ οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν οἰκονόμοι μυστηρίων θεοῦ καὶ ὡς τέτοιους, δηλαδὴ διαχειριστὰς τῶν μυστικῶν τοῦ θεοῦ, πρέπει νὰ τοὺς βλέπῃ κάθε ἄνθρωπος (Ά Κο 4,1)˙ ἡ οἰκονομία (= διαχείρισι) τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐν τῷ θεῷ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐδόθη καὶ στὸν Παῦλο (Ἐφ 3,9)˙ ὁ Χριστὸς ἐγνώρισεν αὐτῷ τὸ μυστήριον μὲ ἀποκάλυψι (κατὰ ἀποκάλυψιν) (Ἐφ 3,3)˙ κι ἔτσι τὸ εὐαγγέλιον αὐτοῦ (τοῦ Παύλου), δηλαδὴ τὸ ἀπ̉ αὐτὸν γινόμενο κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι μυστήριον κατὰ ἀποκάλυψιν, γνωστὸ δηλαδὴ σ̉ αὐτὸν μὲ ἀποκάλυψι (Ῥω 14,24)˙ γι̉ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος, ὅπως κι ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, λαλεῖ τὸ μυστήριον τοῦ Χριστοῦ τὸ φανερωμένο σ̉ αὐτόν (Κλ 4,3), πληροῖ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ, τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, τὸ ὁποῖο προσφάτως (νυνὶ) ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ (Κλ 1,26),λαλεῖ τὴν ἐνμυστηρίῳ ἀποκεκρυμμένην σοφίαν τοῦ θεοῦ (Ά Κο 2,7), φωτίζει (=ἐνημερώνει) πάντας τίςοἰκονομία τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐν τῷ θεῷ ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων (Ἐφ 3,9)˙ γι̉ αὐτὸ ζητάει ἀπὸ τοὺς μαθητάς του νὰ προσεύχωνται ἵνα δοθῇ αὐτῷ λόγος, γιὰ νὰ γνωρίσῃ στοὺς ἀνθρώπους τὸ μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου (Ἐφ 6,19), νὰ τοὺς γνωρίσῃ τίς πλοῦτος τοῦ μυστηρίου τούτου (Κλ 1,27). πρέπει ἐπίσης οἱ μαθηταί του νὰ νοήσωσι τὴν σύνεσιν, νὰ κατανοήσουν δηλαδὴ καὶ ν̉ ἀναγνωρίσουν τὴν προχωρημένη σύλληψι καὶ ἐνημέρωσί του, ἐν τῷ μυστηρίῳ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ γίνουν κι αὐτοὶ μέτοχοί του (Ἐφ 3,4)˙ ἔτσι κι αὐτοὶ θὰ φτάσουν εἰς ἐπίγνωσιν (=σὲ πλήρη γνῶσι) τοῦ μυστηρίου τοῦ θεοῦ καὶ πατρὸς καὶ τοῦ Χριστοῦ (Κλ 2,2). ὁ Κύριος συνεχῶς ἐνημερώνει τοὺς πιστοὺς πάνω στὰ μυστικά του τόσο μὲ τοὺς ἀποστόλους, ὅσο καὶ μὲ ἄλλους ἐργάτες τοῦ λόγου του, ἀκόμη καὶ μ̉ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλίας˙ διότι κάθε τέτοιος χαρισματοῦχος, ὅταν γλωσσολαλῇ, πνεύματι λαλεῖ μυστήρια (Ά Κο 14,2). ἀλλὰ κι ἂν γνωρίσῃ ἐξ ἀποκαλύψεως τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν τὴν ὑπερφυσικὴ καὶ τὴν ἐξ ἀποκαλύψεως, ποὺ κανεὶς προφήτης δὲν γνώρισε ποτὲ πᾶσαν τὴν γνῶσιν αὐτὴν καὶ πάντα τὰ μυστήρια, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἀγάπη, εἶναι ἕνα μηδέν (Ά Κο 13,2). ὁλόκληρη ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ὅλο τὸ περιεχόμενο τῆς Κ. Διαθήκης, εἶναι ἕνα μυστήριον, κάποτε κρυφὸ καὶ προσφάτως φανερωμένο, ἀλλὰ γιὰ τοὺς πιστοὺς ἔχει ἀξία, ὅταν ἔχωσι τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρᾷ συνειδήσει (Ά Τι 3,9)˙ διότι ὅταν κανεὶς τὸ ἔχῃ σὲ συνείδησι ἀκάθαρτη ἀπὸ τὴν ἀπιστία τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες, ἔχει τὴν ἀκατάσχετη καὶ ἀξεπέραστη ῥοπὴ νὰ τὸ τροποποιῇ, νὰ τὸ νοθεύῃ, νὰ τὸ σαμποτάρῃ, καὶ εἶναι ὁπωσδήποτε αἱρετικὸς ἐπικίνδυνος˙ ἡ κατοχὴ τοῦ μυστηρίου αὐτοῦ δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀντέχεται ἀπὸ συνείδησι ἄπιστη κι ἀκάθαρτη. αὐτὸ καὶ τέτοιο εἶναι τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, τῆς Χριστιανικῆς δηλαδὴ πίστεως˙ διότι μόνο αὐτὴ εἶναι εὐσέβεια, καὶ τὸ μυστήριον αὐτὸ μέγα ἐστίν (Ά Τι 3,16).
       Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὴ λέξι μυστήριον καὶ γιὰ τὴ δήλωσι τριῶν ἐπὶ μέρους τομέων τοῦ καθολικοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ, τῆς θείας δηλαδὴ οἰκονομίας˙ γιὰ τὴν πώρωσιν τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως τὴ λέει, ὑπαινισσόμενος τὴ δημιουργία τῆς γυναικὸς στὴ Γένεσι, γιὰ τὸν γάμον Χριστοῦ καὶ ἐκκλησίας, ὅπως τὸν λέει, ὑπαινισσόμενος τὸ γάμο Κυρίου καὶ συναγωγῆς ἢ ἐκκλησίας τοῦ Ἰσραὴλ στὸ μωσαϊκὸ Νόμο καὶ κυρίως τὴν ἀναφορὰ αὐτοῦ τοῦ γάμου στοὺς Προφῆτες, καὶ γιὰ τὴν κοινὴν ἀνάστασιν κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου.
Τὸ μυστήριον τῆς πωρώσεως τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος, εἶναι κάτι ποὺ δυστυχῶς οἱ ἑρμηνευταὶ τῆς Κ. Διαθήκης δὲν τὸ κατάλαβαν μέχρι στιγμῆς καὶ δὲν τὸ ἑρμήνευσαν. ὁ Παῦλος, μιλώντας γιὰ τὴν πώρωσι καὶ πνευματικὴ ἀναισθησία τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα ὁ λαὸς αὐτὸς ν̉ ἀποκρούσῃ μὲ μιὰ ἀνεξήγητη ἐχθρότητα τὸν προνομιακῶς σ̉ αὐτοὺς πρῶτα προσφερόμενο θησαυρὸ τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ὁ ἀπόστολος, καὶ πίσω ἀπ̉ αὐτὸν ὁ θεός, ν̉ ἀναγκαστῇ νὰ τὸ ἀπευθύνῃ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους κι ἀπεριτμήτους ἐθνικούς, γράφει στὴν Πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολή του, ὅπου ἀπευθύνεται πρὸς τέως Ἰουδαίους τῆς Ῥώμης, αὐτοὺς ποὺ κατονομάζει στὰ χαιρετίσματα τοῦ τέλους τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, σὰν τὴ Μαριὰμ καὶ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα, ποὺ ὁ Παῦλος τοὺς εἶχε γνωρίσει κι ἐκχριστιανίσει ὅλους ὡς πρόσφυγες σὲ διάφορες πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μετὰ τὴν ἄρσι τοῦ περὶ ἐκδιώξεώς των ἀπὸ τὴ Ῥώμη διατάγματος τοῦ Καίσαρος Κλαυδίου ἀπὸ τὸν Νέρωνα ἐπανῆλθαν στὴ γενέτειρά τους Ῥώμη, καὶ γι̉ αὐτὸ λαμβάνουν αὐτὴ τὴν Ἐπιστολή του, στὴν ὁποία διαπραγματεύεται ἀκριβῶς τὴν προειρημένη ἀλλαγὴ λαοῦ ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ εἶναι καὶ τὸ θέμα τῶν Πράξεων˙ γράφει λοιπόν˙ Οὐ θέλω ὑμᾶς, ἀγνοεῖν ἀδελφοί, τὸ μυστήριον τοῦτο…, ὅτι πώρωσις ἀπὸ μέρους τοῦ Ἰσραὴλ γέγονεν, ἄχρις οὗ τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν εἰσέλθῃ, καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ σωθήσεται, καθὼς γέγραπταικλπ. (Ῥω 11,25). αὐτὴ τὴν πώρωσιν τοῦ Ἰσραήλ, τὴν ἀναισθησία του, ὁ Παῦλος τὴν ἀντιλαμβάνεται θεοπνεύστως σὰ μιὰ ἐκ μέρους τοῦ θεοῦ ὑποβολὴ τοῦ Ἰσραὴλ σὲ χειρουργικὴ ἀναισθησία γιὰ τὴν πραγματοποίησι μιᾶς μεταμοσχεύσεως. ὑπαινίσσεται, σὰν παράδειγμα βέβαια, τὴν ὕπνωσι τοῦ Ἀδάμ, προκειμένου νὰ τοῦ πάρῃ ὁ θεὸς μία πλευρά, γιὰ νὰ πλάσῃ ἀπ̉ αὐτὴ τὴ γυναῖκα, τὸ ἀπαραίτητο συμπλήρωμα - μόσχευμα τοῦ ἀνθρώπου (Γε 2,21-24). ἔτσι καὶ στὴν ἀνάπλασι τοῦ ἀνθρώπου στὴν καινὴν κτίσιν ὁ Κύριος, προκειμένου νὰ εἰσαγάγῃ στὸν περιούσιο λαό του καὶ τὰ ἔθνη, τὸ ἐξ ἐθνῶν ἐράνισμα τῶν ἐκλεκτῶν του δηλαδή, ἤτοι προκειμένου νὰ διαπλάσῃ τὴν ἐξ ἐθνῶν ἐκκλησία καὶ νὰ τὴ μεταμοσχεύσῃ στὴν ὅλη ἁγία συναγωγή του καὶ ἐκκλησία του σὰν ἀπαραίτητο μέρος της, ὑπέβαλε τὸν Ἰσραὴλ σὲ ἀναισθησία˙ τοῦ ἐπέτρεψε νὰ περιέλθῃ σὲ πώρωσιν. γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ δεχόταν, θὰ τοῦ ἦταν ἀφόρητα ὀδυνηρὸ ν̉ ἀποδεχτῇ, τὴν εἰσδοχὴ τῶν μισητῶν του ἐθνῶνστὸ σῶμα τῆς ἁγίας συναγωγῆς, στὴν ἐκκλησία. ἡπώρωσιςαὐτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἰουδαϊκὴ μετὰ μανίας ἀπόκρουσι τοῦ χριστιανικοῦ εὐαγγελίου, τὸ ὁποῖο μετὰ τὴν τέτοια συμπεριφορὰ τῶν φυσικῶν ἀποδεκτῶν του, ἀπευθύνθηκε πρὸς τὰ ἔθνη. γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω σύγχρονο λεξιλόγιο, ὁ Ἰσραὴλ τῶν ἡμερῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀφιονισμένος ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ ἐγωϊσμό του κι ἀποβλακωμένος, ἀπέκρουσε τὸ μπαλάκι, καὶ τὄπιασαν οἱ ἐθνικοί, περιῆλθε στὰ χέρια τους. ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ νύμφη ἐκκλησία˙ μὲ τὴν ἐπεισαγωγὴ τῶν ἐθνῶν. ἔτσι μπῆκε στὴν ἐκκλησία τὸ πλήρωμα τῶν ἐθνῶν, ἐννοεῖται τῶν ἐκλεκτῶν ἐθνικῶν, καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ – τὸ ποσοστὸ δὲν ἔχει καμμία σημασία– συναποτέλεσε τὴν ἐκκλησία. καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ ἐσώθη, καθὼς γέγραπται. ἔτσι ἐννοεῖ ὁ Παῦλος ὅτι πραγματώθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ θεοῦ στὸν Ἰσραήλ. μήπως κι ἀπὸ τὰ τέσσερα ἑκατομμύρια τοῦ ἀρχαίου Ἰσραὴλ δὲν ἀπορρίφτηκαν κι ἐξαφανίστηκαν τὰ δύο τοῦ βορείου βασιλείου, καὶ δὲν σφάχτηκαν ἔπειτα τὸ ἑνάμισυ ἑκατομμύριο τοῦ νοτίου βασιλείου, τοῦ Ἰούδα, ὥστε νὰ φτάσουν στὴ Βαβυλωνία μόνο τὸ ἕνα τέταρτο, 500.000, καὶ δὲν ἀφωμοιώθηκαν κι ἐκεῖνοι μὲ τοὺς Βαβυλωνίους κατὰ τὰ ἐννέα δέκατα, ὥστε μετὰ 70 χρόνια νὰ ἐπιστρέψουν στὴν Παλαιστίνη μόνο 50.000, δηλαδὴ τὸ ἕνα δέκατο τοῦ ἑνὸς ὀγδόου; οἱ ἄλλοι ἔμειναν γιὰ πάντα ἐκτὸς Ἰσραήλ, ἀπόβλητοι, κι ἐξαφανίστηκαν. τὸ ἔθνος ἀναζωπυρώθηκε περίπου ἀπὸ τὸ ἕνα ἑκατοστό του. ἔτσι καὶ στὴ Χριστιανικὴ πίστι προσῆλθαν περίπου τὸ ἕνα ἑκατοστό –τὸ ἀκριβὲς ποσοστὸ δὲν ἔχει καμμία σημασία– καὶ οὕτω πᾶς Ἰσραὴλ ἐσώθη, καθὼς γέγραπται. ὅπως σώθηκε ἡ ἀνθρωπότης στὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε. αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία ἐπὶ μέρους μυστήρια τοῦ θεοῦ, ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος˙ τὸ μυστικὸ σχέδιο τοῦ θεοῦ γιὰ τὴν πώρωσιν τοῦ Ἰσραὴλ τὴν ἀπαραίτητη, ὥστε νὰ εἰσέλθωσι στὴν ἐκκλησία τὰ ἔθνη. ὄντως μυστήριον μὴ προσπελάσιμο στοὺς πεπωρωμένους.
       Δεύτερο τέτοιο ἐπὶ μέρους μυστήριον καὶ μάλιστα μέγα, ποὺ ἀναφέρει ὁ Παῦλος, εἶναι ὅπως εἶπα, ὁ γάμος Χριστοῦ καὶ ἐκκλησίας. γράφει στὴν ἐγκύκλιο Ἐπιστολή του πρὸς ὅλες τὶς Μικρασιατικὲς ἐκκλησίες, ποὺ ἵδρυσε, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε μὲ τὸν ἕναν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς τίτλους της, Πρὸς Ἐφεσίους, πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς δηλαδὴ τῆς τότε πρωτευούσης τῆς Μ. Ἀσίας˙ μιλάει πρῶτα γιὰ τὸ γάμο τὸν ἀνθρώπινο, παραθέτει ἔπειτα τὸ σχετικὸ γιὰ τὴ σχέσι ἀντρὸς καὶ γυναικὸς χωρίο τῆς Γενέσεως, ποὺ εἶναι ἐκφώνημα τοῦ Ἀδὰμ γιὰ τὴ γυναῖκα, μόλις τὴν πρωτοεῖδε, τὸ Ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν (Γε 2,24˙ Ἐφ 5,31), καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἀναφορᾶς αὐτοῦ τοῦ βιβλικοῦ παραθέματος παρενθέτει τὸ σχόλιό του Τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν, ἐπεξηγώντας Ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν (Ἐφ 5,32), κι ἔπειτα ἐπανέρχεται στὴν πρὸ τῆς παρενθέσεως ῥοὴ τοῦ λόγου του καὶ λέει πάλι γιὰ τὸν ἀνθρώπινο γάμο Πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ̉ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω (Ἐφ 5,32). τὸ μέγα μυστήριον τοῦ γάμου Χριστοῦ καὶ ἐκκλησίας τὸ πνευματικὸ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ εἶναι πρότυπο τοῦ βιολογικοῦ ἁπλῶς μυστικοῦ τοῦ ἀνθρωπίνου γάμου. διότι εἶναι μυστικὸ ἀπροσπέλαστο μέχρι καὶ σήμερα στὴν ἐπιστήμη τὸ βιολογικὸ γεγονὸς τῆς γαμικῆς ἑνώσεως καὶ γονιμοποιήσεως τῶν δύο τέως ἀσχέτων ἀνθρώπων, καὶ τὸ βιολογικὸ μῖγμα ποὺ εἶναι τὸ κοινὸ τέκνο τους, ποὺ ἔχει σωματικὰ καὶ ψυχικὰ στοιχεῖα καὶ τῶν δύο. ἀλλ̉ εἶναι πνευματικὸ καὶ μέγα μυστήριον ἡ ὁμόλογη σχέσι Χριστοῦ καὶ ἐκκλησίας, ἡ ἕνωσι τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ κατ̉ ἐπέκτασι ἄρρηκτη ἕνωσι τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς καὶ τῆς ἐκκλησίας ὡς σώματος, τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀντρὸς καὶ νυμφίου καὶ τῆς ἐκκλησίας ὡς γυναικὸς καὶ νύμφης. μπορεῖ μόνο νὰ γίνῃ ἀποδεκτὸ διὰ πίστεως, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ κατανοητὸ μὲ κάποια ἑρμηνεία προσπελάσιμη στὴν ἀνθρώπινη διάνοια˙ γι̉ αὐτὸ καὶ εἶναι μυστήριον˙ καὶ μέγα˙ κεφάλαιο καὶ μέρος τοῦ ὅλου μυστηρίου τοῦ θεοῦ. εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἀπόστολος ὑπαινίσσεται πάλι τὴν πλάσι τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν παρουσίασί της σ̉ αὐτὸν μετὰ τὴν ὕπνωσιν (Γε 2,21-24), καθὼς καὶ τὴ συχνὴ ἀναφορὰ αὐτοῦ τοῦ γάμου, Κυρίου καὶ Ἰσραήλ, καὶ τοῦ ἐπαπειλουμένου διαζυγίου στὰ βιβλία τῶν προφητῶν (Ὠσ 1-3˙ Ἠσ 62,5˙ κλπ.). καὶ ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι σὰ γάμον βλέπει τὴ σχέσι Χριστοῦ καὶ ἐκκλησίας καὶ σὰ νυμφίον καὶ νύμφην τοὺς δύο (Ἀπ 21,2˙ 9˙ 22,17˙ 20). αὐτὸ δείχνει ὅτι ὅλοι οἱ ἀπόστολοι εἶχαν τὴν ἀποκάλυψι καὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους γιὰ τὸ μέγα μυστήριον αὐτὸ τοῦ γάμου Χριστοῦ καὶ ἐκκλησίας. (ὅσο γιὰ τὶς μὴ εὐνοϊκὲς γι̉ αὐτὰ ποὺ λέω φαντασιώσεις κάποιων σημερινῶν ‘’βιβλικῶν ἐπιστημόνων’’, ποὺ εἶναι τόσο ἀπελπιστικὰ ὀλιγογράμματοι, ὥστε παραλαμβάνουν μὲν τὴν Κ. Διαθήκη ἀπὸ τὸν τυπογράφο καὶ τὸ βιβλιοπώλη, ὅπως ὁ γείτονάς μου ὁ μπαρμπα - Θύμιος καὶ ἡ χιλιάστρια ψιλικατζοῦ τῆς γειτονιᾶς μου ἡ κυρα - Πουλχερία, ποὺ εἶναι ἀνίκανοι νὰ βγάλουν τὸ κείμενό της ἀπὸ τὶς πηγές του, ἐπειδὴ ἡ ἀρχαία χειρόγραφη παράδοσί της τοὺς εἶναι ἀπροπέλαστη λόγῳ τῆς ἀγραμματοσύνης των, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουν, ἐπειδὴ οὔτε τοὺς μεγάλους ἑρμηνευτὰς τῆς ἀρχαιότητος μποροῦν νὰ καταλάβουν, οὔτε τὴ γλῶσσα της ξέρουν, οὔτε τῶν ἱστορικῶν καὶ πραγματολογικῶν στοιχείων της στοιχειώδη γνῶσι ἔχουν, δὲν μ̉ ἀπασχολοῦν, γιατὶ αὐτοὺς τοὺς γενιτσάρους τῆς ἀμερικανικῆς κι εὐρωπαϊκῆς ἐκφυλισμένης ἀρνητικῆς κριτικῆς, ποὺ ἄρχισαν νὰ φλυαροῦν στὴν Ἑλλάδα κυρίως ἀπὸ τὸ 1960, ὅταν μὲ τὴν εὔνοια τοῦ παπᾶ τῆς Φρειδερίκης, ποὺ ἦταν στενὸς φίλος τους, ἄρχισαν νὰ ἐπιπηδοῦν σὲ θέσεις, ποὺ δὲν ἔπρεπε, τοὺς θεωρῶ μαζὶ καὶ μὲ τὶς κακοήθεις φαντασιώσεις τῆς ἀγραμματοσύνης των σκουπίδια, ποὺ ὅταν κανεὶς τὰ πετάῃ, δὲν γυρίζει νὰ τὰ ξαναδῇ. μιλοῦν ὅλοι, μιλοῦν καὶ οἱ σβῶλοι!).
       Τέλος γιὰ τὸ ἐπὶ μέρους μυστήριον τῆς κοινῆς ἀναστάσεως ὁ Παῦλος στοὺς Κορινθίους γράφει˙ Ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω˙ πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα(Ά Κο 15,51). τὸ μυστήριο τῆς κοινῆς ἀναστάσεως εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὡς σχέδιο τοῦ θεοῦ θὰ ἐκδηλωθῇ τελευταῖο ἀπ̉ ὅλα κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου, σὲ καιρὸ γνωστὸ μόνο σ̉ αὐτόν (Μθ 24,36˙ Μρ 13,32˙ Λκ 21,26-27˙ Ά Θε 4,14-17), μετὰ ἀπὸ κέλευσμα τοῦ Κυρίου καὶ φωνὴν καὶ σάλπισμα (ἐνσάλπιγγι) ἀρχαγγέλου (Ά Θε 4,14-17). καὶ ἐδῶ εἶναι πολὺ ἔντονη ἡ στρατιωτικὴ ἐπιχειρησιακὴ γλῶσσα γιὰ τὴν ἔκφρασι αὐτοῦ ποὺ χαρακτηρίζεται μυστήριον.
       Αὐτὴ εἶναι ὅλη ἡ χρῆσι τῆς λέξεως μυστήριον στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. θὰ μποροῦσε κανείς, ἀπὸ ἄλλη ὀπτικὴ γωνία, νὰ πῇ ὅτι μυστήρια στὶς δυὸ Διαθῆκες λέγονται οἱ θεμελιώδεις ἀλήθειες τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὲς ποὺ πολὺ ἀργότερα ὠνομάστηκαν δόγματα. πολὺ ἀργότερα ἐπίσης, στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ́ αἰῶνος, ἐμφανίστηκε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ ἡ χρῆσι τῆς λέξεως μυστήριον - μυστήρια ὡς τελεστικοῦ ὅρου μὲ τελεστικὴ πλέον σημασία, γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν ἐμβριθῆ γνώστη τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς καὶ τῆς ἑλληνιστικῆς γραμματείας Μεθόδιο ἐπίσκοπο Πατάρων (θ. 311), πόλεως τῆς Μ. Ἀσίας ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κρήτη, ποὺ γράφει τὰ δύο τοὐλάχιστο κύρια ἔργα του Συμπόσιον καὶ Περὶ ἀναστάσεως σὲ κομψὴ ἀττικὴ γλῶσσα, διαλογικά, σὲ στὺλ πλατωνικό, καὶ περατώνει τὸ Συμπόσιόν του μ̉ ἕνα ἐπιθαλάμιον σὲ στὺλ σαπφικὸ καὶ θεοκρίτειο. γράφει λοιπόν, πρῶτος αὐτὸς μὲ τελεστικὴ σημασία τῆς λέξεως, στὸ Συμπόσιον˙ Ταῦτα τῶν ἡμετέρων, καλλιπάρθενοι, τὰ ὄργια μυστηρίων˙ αὗται τῶν ἐν παρθενίᾳ μυσταγωγηθέντων αἱ τελεταί. (6,5). ἐξακολουθεῖ ὅμως καὶ ἡ χρῆσι τῆς λέξεως μὲ τὴ βιβλικὴ μὴ τελεστικὴ ἔννοιά της μέχρι τὸν Ἰωάννη Χρυσόστομο τοὐλάχιστον (θ. 407), ὁ ὁποῖος λέει μυστήρια τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν προσευχή, γράφοντας˙ Μυστήριον ποίησόν σου τὴν εὐχήν (Εἰς Ματθ., ὁμ. 19,3 PG 57,277)˙ καὶ Μυστήριόν ἐστιν ἐλεημοσύνη (αὐτόθι 71,4 PG 58,666).
       Αὐτὰ γιὰ τὴ χρῆσι καὶ τὴ σημασία τῆς λέξεως μυστήριον στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη.
 
Μελέτες 4 (2008)