Ὁ κάθε νοήμων ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ γλῶσσα καὶ ἄλλο ἡ γραφή, κι αὐτὰ τὰ πράγματα, ἐνῷ εἶναι ἀλληλένδετα, εἶναι καὶ ἄσχετα. γιὰ παράδειγμα, ἡ τουρκικὴ γλῶσσα μέχρι περίπου τὸ 1000 γραφόταν μὲ μιὰ πατροπαράδοτη γραφή, ἀπὸ τὸ 1000 κι ἔπειτα γραφόταν μὲ τὴν ἀραβικὴ γραφή, δηλαδὴ τὴν ἀραβικὴ παραλλαγὴ τοῦ ἀλφαβήτου, κι ἀπὸ τὸ 1928 γράφεται μὲ τὴ λατινικὴ γραφή, δηλαδὴ τὴ λατινικὴ παραλλαγὴ τοῦ ἀλφαβήτου. οἱ Τοῦρκοι δὲν ἄλλαξαν γλῶσσα ποτέ, οὔτε πῆραν τὴ γλῶσσα τους ἀπὸ ἄλλο λαό, οὔτε μιλοῦν ἀραβικὰ ἢ λατινικά˙ γραφὲς ὅμως ἄλλαξαν τρεῖς, καὶ τὶς δυὸ φορὲς πῆραν τὴ γραφὴ ἀπὸ ἄλλους λαούς, τοὺς Ἄραβες καὶ τοὺς Εὐρωπαίους. καὶ οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ ἔγραφαν μέχρι τὸ 1050 π.Χ. περίπου ἔγραφαν τὴ γλῶσσα τους μὲ μιὰ γραφὴ τῶν 91 γραμμάτων, συλλαβική, τὴν ἀχαιικὴ γραφὴ ἢ συμβατικῶς λεγόμενη μυκηναϊκὴ ἢ γραμμικὴ Β, ἀπὸ τὸ 1050 π.Χ. ὅμως τὴ γράφουν μὲ τὸ ἀλφάβητο τῶν 22 γραμμάτων ἢ ἀπὸ τὸ 500 π.Χ. τῶν 24 γραμμάτων (ἐπαυξημένο δηλαδὴ κατὰ 2 γράμματα). δὲν ἄλλαξαν γλῶσσα. ἄλλαξαν μόνο τὴ γραφική της παράστασι, τὴ γραφή. ἡ γλῶσσα ὑπάρχει καὶ χωρὶς τὴ γραφὴ καὶ ἀσφαλῶς πρὶν ἀπὸ τὴ γραφή. ἡ γραφὴ ὅμως χωρὶς τὴ γλῶσσα δὲν ὑπάρχει καὶ φυσικὰ εἶναι νεώτερη ἀπὸ τὴ γλῶσσα. ἡ γραφὴ εἶναι ἁπλῶς ὕστερη ἐπινόησι ὀπτικῆς παραστάσεως τῆς γλώσσης ποὺ εἶναι μόνο ἀκουστικὴ παράστασι.
       Παρ̉ ὅλον ὅτι αὐτὰ ποὺ λέω εἶναι αὐτονόητα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν. εἶναι οἱ ἐθνικισταὶ οἱ αὐτονομαζόμενοι Ἑλληναρᾶδες (κλιμάκιο τῶν ναζιστῶν στὴν Ἑλλάδα ὠργανωμένοι σὲ μικροκόμμα τοῦ ἑνὸς βουλευτοῦ συνήθως), οἱ ὁποῖοι εἶναι ὀλιγοφρενεῖς, ἐπειδή, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὸν αὐταρχικὸ καὶ βίαιο χαρακτῆρα τους, εἶναι γόνοι ἀλκοολικῶν γονέων καὶ πάππων. στὴν τηλεοπτική μου ἐκπομπὴ ‘’Ἀρχαιογνωσία’’ πολλὲς φορὲς μοῦ τηλεφώνησαν Ἑλληναρᾶδες ποὺ μὲ ῥώτησαν βλακωδῶς˙ ‘’Δηλαδὴ θὰ μᾶς πῇς ὅτι τὸν ΙΑ’ π.Χ. αἰῶνα οἱ Ἕλληνες ἀλλάξαμε γλῶσσα, καὶ πήραμε τὴ γλῶσσα μας ἀπὸ ἄλλο λαό;’’! εὐκολώτερα συνεννοεῖσαι μὲ βάτραχο παρὰ μ̉ Ἑλληναρᾶ. δὲν σοῦ τὸ ἐπιτρέπει τὸ ἀλκοὸλ ποὺ ῥουφοῦσε ὁ πάππος του καὶ τώρα τοῦ ἐγγόνου τοῦ θολώνει τὸν ἐγκέφαλο.
       Πρέπει ἐπίσης νὰ προσθέσω ὅτι καὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι οἱ γραφὲς κι ἄλλο τὸ ἀλφάβητο. τὸ ἀλφάβητο εἶναι γραφή, ἀλλ̉ οἱ ἄλλες γραφὲς δὲν εἶναι ἀλφάβητα. κακῶς λέγονται ἀλφάβητα, ἀπὸ ἀμάθεια. οἱ ἄλλες γραφὲς λέγονται γραμματάρια. μόνο τὸ ἀλφάβητο λέγεται ἀλφάβητον ( ἡ ὀνομασία αὐτὴ εἶναι χριστιανικὴ τοῦ ἐπισκόπου Εἰρηναίου τοῦ Β’ αἰῶνος), ἐπειδὴ εἶναι τὸ μόνο γραμματάριο ποὺ ἀρχίζει ἀπὸ ἄλφα καὶ βῆτα. ( καὶ ἡ ὀνομασία γραμματάριον εἶναι χριστιανική). τὰ κυριώτερα ὅμως γνωρίσματα τοῦ ἀλφαβήτου εἶναι ὅτι εἶναι τὸ μόνο φθογγικὸ γραμματάριο τῆς ἀνθρωπότητος (τὰ ἄλλα εἶναι ὅλα συλλαβικὰ ἢ λεξεογραφικά), ὅτι εἶναι μόνο ἕνα στὸν κόσμο, κι ὅτι τὰ διάφορα λεγόμενα ‘’ἀλφάβητα’’ (ἑλληνικό, λατινικό, ἀραβικό, ἑβραϊκό, κλπ.) εἶναι μόνο παραλλαγές του, προσαρμογὲς δηλαδὴ τόσο στὴν προφορὰ τῆς κάθε γλώσσης ὅσο καὶ στὰ γραφικὰ ὑλικὰ καὶ ὄργανα ποὺ χρησιμοποιοῦσε τὸ κάθε ἔθνος κατὰ τὴν προτυπογραφικὴ ἐποχή. μόνο τοῦ ἀλφαβήτου τὰ γράμματα παριστάνουν φθόγγους (α ε δ κ π ι κλπ.) τὰ γράμματα τῶν ἄλλων γραφῶν - γραμματαρίων παριστάνουν ἢ συλλαβές, λ.χ. □ ο + = ἄν-θρω-πος, ἢ λέξεις, λ.χ. ∆ = ἄνθρωπος. καὶ αὐτὸ οἱ Ἑλληναρᾶδες δὲν μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ ἀνέφερα˙ δὲν φταῖνε βέβαια οἱ ἴδιοι. τὸ καταλαβαίνουν μόνο οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὰ γονίδιά τους καὶ τὴ νοημοσύνη τους ἄβλαφτα.
       Στὶς μελέτες ποὺ ἀκολουθοῦν ἐξετάζω τὰ δυὸ συναφῆ πράγματα, τὴ γλῶσσα καὶ τὴ γραφή. εἶναι δηλαδὴ τὸ παρὸν συνοπτικὴ Γλωσσολογία καὶ Γραφολογία.
 
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *
 

 

 

 
       Ἀνάμεσα σὲ ἄλλους ὑπῆρχαν καὶ τρεῖς μεγάλοι προϊστορικοὶ παραποτάμιοι πολιτισμοί˙ τοῦ Νείλου, τοῦ Βόλγα, καὶ τοῦ Δουνάβεως. πρῶτος ὁ τοῦ Νείλου ἐπάνδρωσε ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ καὶ τὸν παραμεσόγειο δακτύλιο. ὁ τοῦ Βόλγα ἐπάνδρωσε τὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη. καὶ ὁ τοῦ Δουνάβεως ἐπάνδρωσε τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τοῦ Νείλου οἱ Πελασγοὶ πρῶτοι ἐπάνδρωσαν τὴν Ἑλλάδα καὶ ὅλη τὴ στεφάνη τοῦ Αἰγαίου. δεύτεροι ἐπάνδρωσαν τὴν Ἑλλάδα, στὴν ἀρχὴ κυρίως τὴν ὀρεινὴ ἐνδοχώρα, οἱ Γραικοὶ ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τοῦ Δουνάβεως. τρίτοι διεισέδυσαν στὴν Ἑλλάδα οἱ Φοίνικες, καταγόμενοι κι αὐτοὶ ἀπὸ τὸ Νεῖλο ἀλλ̉ ἐρχόμενοι ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ κι ἀσιατικὴ παρυφὴ τῆς Μεσογείου. καὶ τέταρτοι διεισέδυσαν οἱ Θρᾷκες ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ τοῦ Βόλγα.
       Στὴν Ἑλλάδα πρῶτα καὶ σ̉ ὅλη τὴ στεφάνη τοῦ Αἰγαίου κυριάρχησαν ἐν τέλει οἱ Γραικοί, ἐξοντώνοντας κι ἐκδιώκοντας τοὺς ἄλλους κι ἀφομοιώνοντας τὰ κατάλοιπά τους. κι ἀπὸ τὸν F’ π.Χ. αἰῶνα ὠνομάστηκαν Ἕλληνες. τὸ κάθε ἔθνος μαζὶ μὲ τὸ αἷμα του ἔφερνε στὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ πολιτιστικά του στοιχεῖα, κυριώτερα καὶ μακροβιώτερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ γλῶσσα καὶ ἡ γραφή. στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα διεισέδυσαν στοιχεῖα τῆς πελασγικῆς καὶ τῆς φοινικικῆς, κι ἐλάχιστα τῆς θρᾳκικῆς. στὴν Ἑλλάδα τὰ τέσσερα ἔθνη χρησιμοποίησαν ἑφτὰ προαλφαβητικὲς γραφὲς καὶ ὄγδοο τὸ φθογγικὸ ἀλφάβητο.
 
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *

 

 
            Οἱ σημερινὲς γλῶσσες τῆς γῆς εἶναι περίπου 2.800. σὲ 1577 εἶχε μεταφρασθῆ ἡ Βίβλος μέχρι τὸ 1976. πολὺ περισσότερες πρέπει νὰ ἦταν οἱ γλῶσσες ποὺ χάθηκαν στὸ παρελθόν, ὅπως οἱ ἀρχαῖες πελασγική, θρᾳκική, ἰλλυρική, ἐτρουσκική, γαλατική, κελτική, ἰβηρική, καὶ πολλὲς ἰνδικές, κινεζικές, ἰνδοκινεζικές, ἀφρικανικές, παλαιοαμερικανικές, αὐστραλιανές, κλπ., οἱ μὴ γραφόμενες. ἀναγνώσιμα κείμενα τῆς πρὸ Χριστοῦ ἐποχῆς ἔχουν μόνον ὅσες πρόλαβαν νὰ γραφοῦν μὲ τὸ ἀλφάβητο, ἤτοι κυρίως οἱ γλῶσσες ἑβραϊκή, ἑλληνική, λατινική (ἑβραϊστὶ ἑλληνιστὶ ῥωμαϊστί), καὶ λίγα κάποια ἰνδικὴ ποὺ γραφόταν καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ παραλλαγὴ τοῦ ἀλφαβήτου.
            Οἱ ἐπὶ μέρους γλῶσσες ὀνομάζονται κυρίως ἀπὸ τὸ ἔθνος ποὺ τὶς μιλάει, ἑλληνική, ἀγγλική, γαλλική, ἰαπωνική, κλπ.. ὅπως οἱ φυλὲς τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, ἔτσι καὶ οἱ γλῶσσες των διακρίνονται σὲ οἰκογένειες. οἱ γλωσσικὲς οἰκογένειες συμπίπτουν μὲ τὶς φυλετικὲς ἀλλ᾿ ὄχι ἀκριβῶς. οἱ λαοὶ λόγου χάρι τῆς Νοτίου ᾿Αμερικῆς καὶ μέρους τῆς Βορείου καὶ ὁ τῆς Κούβας μιλοῦν τὴν ἱσπανικὴ καὶ τὴν πορτογαλική. πολλὲς φυλὲς νέγρων στὴν ᾿Αφρικὴ μιλοῦν πλέον σὰ μητρικὴ τὴν ἀγγλικὴ ἢ τὴ γαλλική. ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τῶν ᾿Ινδῶν καὶ ἡ μόνη γνωστὴ σ᾿ ὅλους τοὺς ᾿Ινδοὺς εἶναι ἡ ἀγγλική. Λιβανέζοι, Σύροι, Αἰγύπτιοι, Λίβυοι, Τυνήσιοι, ᾿Αλγερινοί, καὶ Μαροκινοί, ποὺ δὲν εἶναι Ἄραβες, μιλοῦν τὴν ἀραβική· οἱ δικές των γλῶσσες ἔχουν χαθῆ. πάντως οἱ μεγάλες οἰκογένειες γλωσσῶν εἶναι οἱ ἀκόλουθες.

1. Σινικὴ - μογγολική· κινεζικὲς γλῶσσες, κορεατική, ἰαπωνική, ἰνδοκινεζικές, φιλιππινέζικες γλῶσσες πολλῶν νήσων τοῦ Εἰρηνικοῦ, μογγολικές, τουρανικὲς - τουρκικές, λαπωνική, ἐσκιμωϊκή, κλπ..

2. ᾿Ινδική· 140 ἰνδικὲς γλῶσσες· ἄλλες τοὐλάχιστον 120 ἰνδικὲς χάθηκαν.
3. ᾿Αφρικανικὴ - νεγρική· πάρα πολλὲς νεγρικὲς γλῶσσες.

4. Παλαιοαμερικανική· πολλὲς γλῶσσες· εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὴν ἱσπανική. τοὐλάχιστο 31 ἀπ᾿ αὐτὲς χάθηκαν.

    Οἱ τέσσερες αὐτὲς μεγάλες οἰκογένειες, ποὺ ὁμιλοῦνται ἀπὸ τὸ μεγαλείτερο μέρος τῆς ἀνθρωπότητος, τὸ ὁποῖο ἴσως ὑπερβαίνει τὸ 50% , εἶναι χαμιτικές, τῶν χαμιτικῶν φυλῶν.

5. Σημιτική· ἡ ἑβραϊκὴ καὶ οἱ ἀραβικὲς γλῶσσες. ἡ ἀραβικὴ δὲν εἶναι μία, ἀλλὰ πάνω ἀπὸ 10, οἱ χρῆστες ὅμως τῆς κάθε μιᾶς καταλαβαίνουν κάπως τοὺς χρῆστες τῶν ἄλλων.

6. Εὐρωπαϊκή (ἰαπετική)· διακρίνεται σὲ δύο κλάδους ἢ ὑποοικογένειες, ποὺ τὶς ὀνομάζουμε ἀπὸ τὸ πῶς προφέρουν τὸν ἀριθμὸ 100· ἀπὸ τὸ ἂν δηλαδὴ τὸ ὄνομα τοῦ ἀριθμοῦ αὐτοῦ ἔχει τὴ συλλαβὴ κα κε ha hu (οὐρανικὸ σύμφωνο) ἢ τὴ συλλαβὴ σια σιε (συριστικὸ σύμφωνο). ἔτσι οἱ γλῶσσες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, τῆς ὁποίας οἱ λαοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν παρίστριο ἤτοι παραδουνάβιο πολιτισμό, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες καὶ ἡ ἑλληνική, λέγονται γλῶσσες centum (= ἑκατόν), οἱ δὲ τῆς ᾿Ανατολικῆς, ὅλες δηλαδὴ οἱ σλαβικὲς καὶ οἱ ἀρχαῖες θρᾳκικὴ καὶ ἰλλυρική, λέγονται γλῶσσες schatem (= 100)· αὐτῆς οἱ λαοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραποτάμιο πολιτισμὸ τοῦ Βόλγα. οἱ βαθιὰ προϊστορικοὶ λαοὶ μόνο παραποτάμιους πολιτισμοὺς μποροῦσαν ν᾿ ἀναπτύξουν. ἡ γλῶσσα ἡ συγγενέστερη πρὸς τὴν ἑλληνικὴ εἶναι ἡ λατινική. γι᾿ αὐτὸ ἔχουν κοινὲς λέξεις ὅπως φάμα - φήμη (δωριστὶ - ἰωνιστὶ) καὶ fama (λατινιστί), πυγμὴ καὶ pugna, φυγὴ καὶ fuga, θεὸς καὶ deus, σὺν-ξὺν καὶ cum, προ καὶ prae, ὑπὲρ καὶ super, μῦς καὶ mus, μῆλον καὶ malum, δόμος καὶ domus, λύκος καὶ lupus, ναῦς καὶ navis, καὶ πολλὲς ποὺ ἀνήκουν στὴν προϊστορικὴ κοινὴ κληρονομιά, καὶ ποὺ δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται μὲ τὶς πολλὲς ἑλληνικὲς τὶς ὁποῖες δέχτηκε ἡ λατινικὴ μετὰ τὸν Γ΄ π.Χ. αἰῶνα, ὅπως methodus, lyricus, architectura, κλπ., καὶ ὅλες ὅσες ἀρχίζουν ἀπὸ x καὶ y. θυγατρικὲς τῆς λατινικῆς εἶναι σήμερα οἱ 12 νεολατινικὲς ἢ ῥωμανικὲς γλῶσσες, ἰταλική, ῥαιτορρωμανική, δολομιτική, φριουλική, σαρδηνική, κορσικανική, γαλλική, προβηγκιανή, καταλανική, ἱσπανική, πορτογαλική, καὶ ῥουμανική· τῆς τελευταίας παραλλαγὴ εἶναι ἡ βλάχικη. οἱ γλῶσσες τῆς Νοτιοδυτικῆς Εὐρώπης εἶναι ἡ ἑλληνικὴ καὶ οἱ ῥωμανικές, ποὺ εἶναι πρεσβυγενεῖς καὶ ἔχουν ἀρχαῖα κείμενα, ἐνῷ οἱ γλῶσσες τῆς βορειοδυτικῆς Εὐρώπης εἶναι οἱ ἀγγλοσαξωνικές, ἀγγλική, γερμανική, ὁλλανδική, φλαμανδική, δανική, σουηδική, νορβηγική, φριζική, ἰσλανδική, κλπ., ποὺ τὰ κείμενά τους εἶναι μεταγενέστερα τοῦ 1520. οἱ πρῶτες εἶναι τῆς νοτίας ὄχθης τοῦ Δουνάβεως, οἱ δεύτερες τῆς βορείας.

    ῞Ολες οἱ γλῶσσες ἔχουν ἕναν πυρῆνα λέξεων ποὺ εἶναι ὁ πιὸ σκληρὸς καὶ ἀνθεκτικὸς στὴν ἀλλοίωσι κι ἐξέλιξι. ἀπὸ τὶς λέξεις αὐτὲς κυρίως φαίνεται ὁ βαθμὸς συγγενείας τῶν γλωσσῶν μεταξύ τους. εἶναι τὰ οἰκογενειακὰ ὀνόματα, οἱ ἀριθμοὶ 1-1000, οἱ προσωπικὲς καὶ κτητικὲς ἀντωνυμίες, καὶ οἱ κλιτικοὶ τύποι τοῦ ῥήματος εἰμί. δηλαδὴ πατὴρ μήτηρ φρατὴρ (=ἀδελφός)˙ ἓν δύο τρία... δέκα εἴκοσι (Fείκατι, ἐείκοσι) τριάκοντα... ἑκατὸν διακόσια... ὀκτακόσια ἐνακόσια χίλια˙ ἐγὼ ἐμοῦ σὺ σοῦ... ἐμὸς ἐμὴ ἐμὸν σὸς σὴ σὸν ἑὸς ἑὴ ἑόν˙ εἰμὶ ἐσσὶ ἐστί, κλπ.. στὴ λατινικὴ αὐτὰ εἶναι pater mater frater˙ unum duo triadecem viginti trigintacentum ducentioctigenti nongenti milia˙ ego mei tutuimeus mea meum tuus tua tuum suus sua suum˙ sum es est, κλπ.. τὶς ἴδιες σὲ κάποιο βαθμὸ λέξεις βλέπει κανεὶς στὴν ἀγγλικὴ τὴ γερμανικὴ καὶ τὶς ἄλλες ἀγγλοσαξωνικὲς γλῶσσες, ἐνῷ πολὺ πιὸ διαφορετικὲς βλέπει στὶς σλαβικές, καὶ τελείως ἄλλες βλέπει στὶς ἄλλες καὶ μὴ ἰαπετικὲς - εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. (ἡ λέξι ἀδελφὸς εἶναι πελασγική· ἡ ἑλληνικὴ εἶναι φρατὴρ ἐξ οὗ καὶ φρατρίαφατρία ἤτοι ἀδελφότης).
    Τὸ ἀρχέγονο μιᾶς γλώσσης τὸ δείχνουν καὶ οἱ πολλὲς ἠχοποίητες λέξεις, λόγου χάρι κρὰκ - κράζω, τρὶ - τρίζω, τρὺ - τρύζω (ἡ φωνὴ τῆς τρυγόνος), φλοῦ φλοῦ - φλοῖσβος, πὰτ - πάταγος - πατάσσω, brond - βροντή, dup - δοῦπος, τοὺπ - τύπος, κὸπ - κόπτω, σχ - σχίζω, σφ - σφάττω, λὰ λὰ - λαλῶ, χὰρ χὰρ - χαράσσω χάρτης χαρακτήρ, γρ - γράφω(= γρατσουνῶ), μέε - μηκῶμαι (γιὰ τὰ γιδοπρόβατα), μούου - μυκῶμαι (γιὰ τὴν ἀγελάδα ποὺ λεγόταν καὶ Μυκήνη - Μύκονος - Μυκάλη) κλπ..
    ῾Η πιὸ ἀρχέγονη γλῶσσα, ποὺ ἔχει καὶ τ᾿ ἀρχαιότερα γραπτὰ μνημεῖα, εἶναι ἡ βιβλικὴ ἑβραϊκή, δεύτερη ἔρχεται ἡ ἑλληνική, τρίτη ἡ λατινική, κι ἔπειτα ἔρχονται οἱ ἄλλες πρεσβυγενεῖς χριστιανικές, συριακὴ κοπτικὴ αἰθιοπικὴ ἀραβικὴ ἀρμενικὴ γεωργιανὴ περσικὴ γοτθική, ἔπειτα οἱ σλαβικές, ἔπειτα οἱ ἀγγλοσαξωνικές· ἔπειτα οἱ ἰνδικές, ἔπειτα οἱ κινεζικὲς καὶ μογγολικές, ἔπειτα οἱ παλαιοαμερικανικές.
  Οἱ πιὸ διαδεδομένες γλῶσσες στὴ γῆ σήμερα εἶναι α΄) ἡ ἀγγλικὴ (ἄνω τοῦ δισεκατομμυρίου), β΄) οἱ κινεζικές (ἄνω τοῦ δισεκατομμυρίου), γ΄) ἡ ἱσπανική (κάτω τοῦ δισεκατομμυρίου), δ΄) οἱ ἀραβικές, ε΄) ἡ ῥωσική, f΄) ἡ γαλλική· ἔπειτα οἱ ἄλλες. ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα σὲ χρῆστες εἶναι ἀπὸ τὶς φτωχές· τὴν ὁμιλοῦν 10.000.000 ῞Ελληνες, 600.000 Κύπριοι, καὶ ἀρκετοὶ ἀπόδημοι. ὑπάρχουν στὴν ᾿Ινδία καὶ στὴν ᾿Αφρικὴ γλῶσσες ποὺ τὶς μιλοῦν μόλις 1000 ἄτομα.
  ῾Η πλουσιώτερη στὸν κόσμο γλῶσσα σὲ λέξεις, ἡ εὐελικτότερη στὴ σύνταξι, ἡ ἐκφραστικώτερη, ἡ σκληρότερα ἀνθιστάμενη στὴν ἀλλοίωσι, ἡ συντηρητικώτερη στὴν ἐξέλιξι, καὶ ἡ ἐνδοξότερη (γλῶσσα τῆς Βίβλου, γλῶσσα διδασκόμενη στὴ μέση ἐκπαίδευσι ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν καὶ πολλῶν ἀμερικανικῶν, ἀσιατικῶν, ἀφρικανικῶν, καὶ τῆς Αὐστραλίας, γλῶσσα μὲ τοὺς περισσότερους ἐπιστημονικοὺς καὶ τεχνικοὺς ὅρους ποὺ ἀπαρτίζουν τὴ διεθνῆ ὁρολογία, γλῶσσα ποὺ ἐξάρθρωσε τὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς χαμένες γλῶσσες καὶ διεισέδυσε στὶς περισσότερες μὲ τὸ περισσότερο γλωσσικὸ στοιχεῖο) εἶναι ἡ ἑλληνική. ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει 170.000 λέξεις καὶ 46.000 κύρια ὀνόματα, ἡ νεοελληνικὴ ἔχει 50.000 λέξεις καὶ 20.000 κύρια ὀνόματα (ἐνῷ τὸ 80% της εἶναι ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνική), ἡ λατινικὴ ἔχει 45.000 λέξεις, οἱ ἀραβικὲς ὅλες συνολικῶς γύρω στὶς 30.000 λέξεις, οἱ ἄλλες κάτω τῶν 30.000 λέξεων. (ἡ ἀγγλική, ποὺ ἔχει στὸ λεξικό της 167.000 λέξεις, ἔχει ἀγγλικὲς μόνο τὶς 6.000· οἱ ἄλλες εἶναι ξένες, κυρίως ἑλληνικές (35.000), λατινικές (20.000), καὶ τῶν ἀποικιῶν της). βουλευτὴς τῆς ᾿Ιαπωνίας, μιλώντας τὸ 1993 στὴ βουλή τους, ἀνέφερε μῦθο τοῦ Αἰσώπου σὰν πασίγνωστο παράδειγμα· ὁ τρόπος του ἔδειχνε ὅτι ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει ᾿Ιάπωνας ποὺ νὰ μὴν ξέρῃ τοὺς μύθους τοῦ Αἰσώπου. ὁ Ξενοφῶν Ζολώτας κάποτε στὴν ᾿Αμερική, σὲ διεθνὲς οἰκονομολογικὸ συνέδριο, διάβασε πεντασέλιδη εἰσήγησί του σὲ «ἀγγλικὴ» γλῶσσα, κι ὅταν πῆρε τὴ διαβεβαίωσι ὅλων ὅτι τὴν κατάλαβαν ἀπολύτως, τοὺς ἀποκάλυψε ὅτι ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ «ἀγγλικὲς» λέξεις τοῦ κειμένου του εἶναι ἑλληνικές. τὸ καλοκαίρι τοῦ 1993 οἱ μαθηταὶ ὅλων τῶν γαλλικῶν λυκείων, ποὺ ἀρίστευσαν στ᾿ ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἦρθαν μὲ δαπάνες τῆς κυβερνήσεώς των στὴν ῾Ελλάδα· ἄκουσα πῶς μιλοῦν τὴν ἀρχαία ἑλληνική, ἄκουσα καὶ τὶς δηλώσεις των· ἦταν ἐξωργισμένοι ἐναντίον τῶν ῾Ελλήνων μαθητῶν λυκείου, ποὺ δὲν ξέρουν ὅσο θἄπρεπε τὴν ἀρχαία ἑλληνική, κι ἐναντίον τῶν ἑλληνικῶν κυβερνήσεων ποὺ μείωσαν τὴ διδασκαλία της. περισσότερο ἀπ᾿ ὅλες τὶς γλῶσσες ἐπηρέασε τὶς ἄλλες καὶ διεισέδυσε στὶς ἄλλες ἡ ἐλληνική· δεύτερη ἡ λατινική, τρίτη ἡ ἀγγλική.
    ῞Ολες οἱ γλῶσσες φαίνεται νὰ ἀνάγωνται σὲ τρεῖς συγγένειες· χαμιτική, σημιτική, ἰαπετική (Σὴμ Χὰμ ᾿Ιάφεθ). εἰκάζω ὅτι ἡ ἀρχικὴ μία γλῶσσα τῶν ἀνθρώπων κληροδότησε τὰ περισσότερα στοιχεῖα της στὴ βιβλικὴ ἑβραϊκή. ἀπὸ τὶς ἰαπετικὲς (= εὐρωπαϊκὲς) εἰκάζω ὅτι ἡ κληρονόμος τῶν περισσοτέρων ἀρχεγόνων στοιχείων εἶναι ἡ ἑλληνική. α) διότι ἔχει τὴν ἀρχαιότερη καὶ πλουσιώτερη καταγραφή· ἀρχαιότερη στὸν κόσμο μετὰ τὴ βιβλικὴ ἑβραϊκή. β) διότι εἶναι ἡ ἀνθεκτικώτερη καὶ συντηρητικώτερη στὴν ἀλλοίωσι καὶ ἐξέλιξι. γ) διότι ἔχει τὶς περισσότερες ἠχοποίητες λέξεις, ποὺ εἶναι προφανῶς οἱ πιὸ ἀρχέγονες.
   Εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο, ὅτι ὑπάρχουν στὰ ἔθνη τῆς γῆς γλῶσσες ἀνώτερες καὶ κατώτερες. μιὰ ἄρτια γλῶσσα χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὰ ἑξῆς γνωρίσματα.

1. ῎Εχει στὶς λέξεις της ἄφθονα φωνήεντα καὶ μικρὰ συμφωνικὰ συμπλέγματα. τὰ περισσότερα φωνήεντά της εἶναι στὴ θέσι τους μονά, λίγα εἶναι ἀνὰ ἕνα καὶ μισὸ (δίφθογγοι), καὶ πολὺ λίγα διπλᾶ· σπανίως εἶναι δύο καὶ μισό, καὶ σπανιώτατα τρία μαζί, λ.χ. οἷος, ἀάατος. τὰ περισσότερα σύμφωνά της εἶναι μονά, λιγώτερα διπλᾶ, πολὺ λιγώτερα τριπλᾶ, καὶ σπανίως τετραπλᾶ. δὲν ἔχει ποτὲ παραπάνω ἀπὸ 3 φωνήεντα ἢ 4 σύμφωνα μαζί.

2. ῎Εχει ἰσόρροπη χρῆσι τῶν 5 βασικῶν φωνηέντων (αειου), ἡ ὁποία ἐξασφαλίζει μεγάλο πλῆθος συλλαβῶν, καὶ συνεπῶς μεγάλη δυνατότητα γιὰ τρισυλλαβία καὶ δισυλλαβία. ἀντιθέτως ἡ ὑδροκεφαλικὴ χρῆσι ἑνὸς φωνήεντος, λ.χ. τοῦ α στὴ σανσκριτική, μειώνει πολὺ τὸν ἀριθμὸ τῶν συλλαβῶν. αὐτὸ ἔχει σὰ συνέπειες ἢ τὴν αὔξησι τῆς ἠχητικῆς συμπτώσεως τῶν λέξεων, ὅταν εἶναι μονοσύλλαβες ἢ δισύλλαβες, ἢ τὴν ἀναγκαστικὴ δημιουργία ὑπερβολικῶς πολυσυλλάβων λέξεων γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἠχητικῆς συμπτώσεως· τὸ πρῶτο συμβαίνει στὶς κινεζικὲς γλῶσσες, τὸ δεύτερο στὴ σανσκριτική. γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μιὰ ἄρτια γλῶσσα ἔχει καὶ ἰσόρροπη χρῆσι τῶν συμφώνων της, ὥστε οἱ λέξεις της νὰ μὴν ἀκούγωνται λ.χ. τσὶν τσὲν τσὰν τσόν.

3. ῎Εχει πολὺ μικρὴ ἠχητικὴ σύμπτωσι τῶν ἁπλῶν λέξεων, δηλαδὴ ἐλάχιστα ὁμόηχα· ἢ καὶ δὲν ἔχει καθόλου. διότι οἱ ἁπλὲς λέξεις της εἶναι κατὰ τὸ μεγαλείτερο ποσοστὸ τρισύλλαβες· κατὰ δεύτερο σὲ μέγεθος ποσοστὸ δισύλλαβες· ἔπειτα ἔρχονται οἱ τετρασύλλαβες· καὶ πολὺ ἔπειτα οἱ πεντασύλλαβες καὶ οἱ μονοσύλλαβες. αὐτὴ εἶναι ἡ χρυσῆ ἀναλογία, γιὰ νὰ ἔχῃ μιὰ γλῶσσα ἐπαρκῆ ἀριθμὸ λέξεων, ποὺ νὰ εἶναι εὐφωνικὲς καὶ νὰ μὴ συμπίπτουν ἠχητικῶς.

4. Δὲν τονίζει πέρα ἀπὸ τὴν προπαραλήγουσα. κι αὐτὸ ἔχει σχέσι μὲ τὴν τρισυλλαβία.

5. ῎Εχει τοὐλάχιστο 8.000 λέξεις τρεχούσης χρήσεως.

6. Οἱ λέξεις της διακρίνονται σαφῶς σὲ 8 τοὐλάχιστο μέρη τοῦ λόγου – οὐσιαστικό, ἐπίθετο, ἀντωνυμία, ῥῆμα, μετοχή, ἐπίρρημα, σύνδεσμο, ἐπιφώνημα – , μὲ καλὴ συνέπεια τὴν ἐννοιολογικὴ σαφήνεια καὶ τὴν ἄρτια κι εὐέλικτη σύνταξι. τὰ δὲ μέρη τοῦ λόγου της ταξινομοῦνται ὁπωσδήποτε σὲ τρεῖς κατηγορίες· ἀδρανῆ (οὐσιαστικό, ἐπίθετο, ἀντωνυμία), δραστικὰ (ῥῆμα, μετοχή), καὶ προσδιοριστικά (ἐπίρρημα, σύνδεσμο, ἐπιφώνημα).

7. Τὰ δραστικὰ καὶ ἀδρανῆ μέρη τοῦ λόγου κλίνονται.

8. Τὰ ἀδρανῆ μέρη της κλίνονται τοὐλάχιστο σὲ δύο γένη (ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό), δύο ἀριθμοὺς (ἑνικὸ καὶ πληθυντικὸ) καὶ τρεῖς πτώσεις (ὀνομαστική, γενική, αἰτιατική).

9. Τὸ ῥῆμα της κλίνεται τοὐλάχιστο σὲ τρία πρόσωπα, δύο ἀριθμούς, τρεῖς χρόνους ποὺ ἀναφέρονται στὸ παρὸν στὸ παρελθὸν καὶ στὸ μέλλον, τρεῖς ἐγκλίσεις, ἤτοι ἔγκλισι κρίσεως (ὁριστική), ἔγκλισι ἐπιθυμίας ποὺ ἐκφράζεται εὐθέως (προστακτική), κι ἔγκλισι ἐπιθυμίας ποὺ ἐκφράζεται πλαγίως (ὑποτακτική), καὶ δύο φωνὲς (ἐνεργητικὴ καὶ παθητική).

10. ᾿Εμφανίζει ἐπὶ πλέον στὴν κλίσι καὶ κλίσεις τῶν ἀδρανῶν καὶ συζυγίες τῶν δραστικῶν, πρᾶγμα ποὺ δείχνει, ὅτι ἐτυμολογικῶς ἔχει συνεχῶς ἀνοιχτὴ τὴν παραγωγὴ καὶ σύνθεσι. διότι α΄) διακρίνει ὀνόματα μητρικὰ ἢ ἀδελφικὰ τοῦ ῥήματος (φυή, φύομαι) καὶ θυγατρικά (φύσις, φῦμα), β΄) δέχεται στὸ θησαυρό της ξένες λέξεις, πού, ἂν δὲν ἐντάσσωνται σὲ κάποια κλίσι της, μποροῦν νὰ ταξινομηθοῦν σὲ κάποια ἰδιαίτερη, καὶ γ΄) ἀξιοποιεῖ τὴ σύνθεσι γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ ἐννοιολογικὴ πολυμορφία (ἔχω συνέχω συνοχὴ συνεχὴς συνέχεια συνεχίζω συνεκτικὸς συνέχισις).

11. ῎Εχει τοὐλάχιστο 6 στοιχεῖα τῆς προτάσεως, 4 κύρια (ῥῆμα, ὑποκείμενο, ἀντικείμενο, καὶ κατηγορούμενο), καὶ 2 δευτερεύοντα (προσδιορισμὸ καὶ σύνδεσμο).

12. ῎Εχει ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνεξάρτητη πρότασι καὶ 6 τοὐλάχιστο ἐξαρτημένες · εἰδική, αἰτιολογική, χρονική, τελική, ὑποθετική, καὶ πλάγια ἐρωτηματική.

13. ῎Εχει δύο διαθέσεις προτάσεων, διάθεσι κρίσεως καὶ διάθεσι ἐπιθυμίας.

14. ῎Εχει τὴ δυνατότητα νὰ τροποποιῇ κατὰ κάποιο ποσοστὸ τοὺς νόμους τῆς συντάξεώς της, ἀποφεύγοντας ἔτσι τὴ συντακτικὴ μονοτονία, ἐπιτυγχάνοντας λεκτικὴ εὐλυγισία, καὶ δημιουργώντας καλαισθητικοὺς συντακτικοὺς ἐθισμοὺς (λ.χ. πτωτικὴ διαφοροποίησι ὑποκειμένων στὴν ἑτεροπροσωπία, γερουνδιακὴ ἕλξι, ἀττικὴ σύνταξι, σχῆμα κατὰ τὸ νοούμενο, καὶ διάφορα ἄλλα σχήματα λόγου ὅσα τυπικῶς εἶναι ἀσυνταξίες).

15. ῎Εχει μακραίωνα συσσώρευσι προσπελασίμων κι ἀναγνωσίμων κειμένων, ὁ γλωσσικὸς πλοῦτος τῶν ὁποίων ἐπιδρᾷ εὐμενῶς στὴ διάπλασι τῆς γλώσσης κατὰ τὰ μεταγενέστερα στάδιά της.

    ᾿Απ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς 15 νόμους τοὐλάχιστο διέπονται ὅλες ἀνεξαιρέτως οἱ ἄρτιες γλῶσσες τῆς ἀνθρωπότητος. μερικὲς δὲ ποὺ ἔχουν πλουσιώτερο τρέχον λεξιλόγιο, πάνω ἀπὸ 8 μέρη τοῦ λόγου (ἐπὶ πλέον ἄρθρο σαφῶς διακεκριμένο ἀπὸ τὶς ἀντωνυμίες καὶ πρόθεσι σαφῶς διακεκριμένη ἀπὸ τὰ ἐπιρρήματα), 3 γένη, ἐνδεχομένως 3 ἀριθμούς, 4 μέχρι 6 πτώσεις, 6 μέχρι 9 χρόνους τοῦ ῥήματος διακρίνοντας τοὺς τρεῖς κυρίους σὲ στιγμιαίους, διαρκεῖς, καὶ τετελεσμένους, περισσότερες ἀπὸ τρεῖς ἐγκλίσεις, 3 ἢ 4 διαθέσεις τοῦ ῥήματος, περισσότερες κλίσεις καὶ συζυγίες, πάνω ἀπὸ 6 καὶ μέχρι 13 ἐξαρτημένες προτάσεις (δηλαδὴ ἐπὶ πλέον συμπερασματική, βουλητική, ἐνδοιαστικὴ σαφῶς διακεκριμένες ἀπὸ τὴν τελική, ἀναφορική, ἐνδοτικὴ σαφῶς διακεκριμένη ἀπὸ τὴν ὑποθετική, ἀπαρεμφατική, καὶ μετοχική), καὶ ἄφθονα σχήματα λόγου, εἶναι γλῶσσες ὑψηλῆς ποιότητος· διακρίνονται δηλαδὴ γιὰ τὴν ἄνετη κι εὐχάριστη ἄρθρωσι καὶ προφορά, τὴν ὀξεῖα ἀκριβολογία, τὴν πλούσια ἐκφραστικότητα, καὶ τὴν ἄνεσι χρήσεως, ὅπως εἶναι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα, οἱ ῥωμανικές, καὶ οἱ σημιτικές. ἀντίθετα αὐτὲς ποὺ παραβαίνουν κάποιους ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς νόμους εἶναι ἐμφανῶς κατώτερες σ᾿ ὅλ᾿ αὐτά, ὅπως εἶναι οἱ μογγολικές, ποὺ ἀντικαθιστοῦν σὲ μεγάλο βαθμὸ ἢ καὶ ἀπολύτως τὴν κλίσι μὲ τὴ συγκόλλησι.
    Οἱ πιὸ ποιητικὲς γλῶσσες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ ἔχουν τὴ μεγαλείτερη μερίδα τῶν λέξεων δισύλλαβες ἢ τρισύλλαβες. τέτοιες εἶναι ἡ βιβλικὴ ἑβραϊκή, ἡ ἑλληνική, ἡ λατινική, οἱ ῥωμανικές, οἱ ἀραβικές, καὶ ἡ ἀγγλική.
 
            Συμβολὴ   11 – 12 (2005 - 06)
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *

 

 
       Ἡ ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης διακρίνεται, κατὰ τὴ γνώμη μου, στὶς ἀκόλουθες 10 περιόδους.
1. Προομηρικὴ καὶ προϊστορικὴ περίοδος, ἀρχὴ - Ὅμηρος (ΙΑ’ π.Χ. αἰ.). ἡ γλῶσσα εἶναι σχεδὸν ἀκατάγραφη. τὰ προαλφαβητικά, δηλαδὴ γραμμικὰ καὶ συλλαβικά, κείμενα τῆς περιόδου αὐτῆς, ὅλ̉ ἀνεξαιρέτως κείμενα σεκρέτου, εἶναι περίπου 6.000 πήλινες πινακίδες χαρακτικῆς γραφῆς τοῦ ΙΕ’ μέχρι ΙΓ’ π.Χ. αἰῶνος προερχόμενες κυρίως μὲν ἀπὸ τὴν Κνωσὸ καὶ τὴν Πύλο, ἔπειτα δὲ κι ἀπὸ τὴν Κυδωνία τὶς Μυκῆνες τὴν Τίρυνθα τὴν Ἀσίνη τὴν Ἐλευσῖνα τὸν Ὀρχομενὸ καὶ τὴ Θήβα. περιέχουν ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ 1 λέξι μέχρι 29 σειρὲς κειμένου, καὶ διαβάζονται μὲ πολλὴ δυσκολία. φαίνονται νὰ χρησιμοποιοῦνται 4.500 λέξεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀκέραιες καὶ διαβάζονται περίπου 3.000, ἀναγνωρίζονται δὲ κι ἑρμηνεύονται περίπου 1.200. ἐπειδὴ εἶναι ὅλα κείμενα σεκρέτου, ἀπουσιάζει ἀπ̉ αὐτὰ τὸ ῥῆμα. ῥήματα ἀνευρίσκονται ἐλάχιστα λογιστικὰ καὶ σχεδὸν μόνο βοηθητικά, καὶ πάντοτε στὸ γ’ ἑνικὸ πρόσωπο τῆς ὁριστικῆς τοῦ ἐνεστῶτος (ἐστὶ ἔχει παρέχει ἄγει φέρει ὀφείλει). ἀνευρίσκονται δὲ καὶ μερικὲς μετοχὲς ἢ σὰν τέτοιες ἢ σὰν προσηγορικὰ καὶ κύρια ὀνόματα, λ.χ. Ε-πι-κο-Fο = Ἐπικόων. οἱ τρεῖς ἠχοποίητες ὀνομασίες τῆς ἀγελάδος μυκήνη μύκονος μυκάλη, ποὺ εἶναι καὶ ὀνομασίες τῆς ἀνωτάτης θεᾶς καὶ ἱερῶν τόπων της Μυκήνη - Μυκῆναι Μύκονος Μυκάλη, δείχνουν ὅτι ἡ πρὶν ἀπὸ τὴν κάθοδο τῶν Δωριέων ἑλληνικὴ γλῶσσα τῶν Ἀχαιῶν, ἡ ἀχαιική, εἶχε τοὐλάχιστο τρεῖς τοπικὲς διαλέκτους, ἑλλαδικὴ νησιωτικὴ μικρασιατική. κατ̉ αὐτὴ τὴν περίοδο ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐξάρθρωσε τὴν πελασγικὴ τῶν προελληνικῶν χαμιτικῶν φύλων, ποὺ κατοικοῦσαν στὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποία προφανῶς γράφουν τόσο τὰ εἰκονογραφικὰ κείμενα, ὅπως εἶναι ὁ δίσκος τῆς Φαιστοῦ καὶ ὁ χάλκινος ἀμφήκης πέλεκυς τοῦ Ἀρκαλοχωρίου, ὅσο κι ἐκεῖνα τῆς γραμμικῆς Α, ὅπως εἶναι τὰ τῶν πηλίνων πινακίδων τῆς γραφῆς αὐτῆς, ποὺ κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα δὲν διαβάστηκαν, οὔτε φαίνεται ὅτι θὰ διαβαστοῦν ποτέ, τόσο διότι δὲν ἔχουμε ἀκόμη τὰ γραμματάριά τους ὁλόκληρα, ὅσο καὶ κυρίως διότι γράφουν μιὰ γλῶσσα χαμένη καὶ ἀδιάδοχη ἤδη ἀπὸ χρόνια προϊστορικά. κανένα πρόβλημα δὲν λύνεται μὲ ὅλους τοὺς παράγοντες ἀγνώστους. πῆρε ὅμως καὶ διατήρησε μέσα της ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα πολλὰ λείψανα τῆς ἐξαρθρωμένης πελασγικῆς, οὐσιαστικὰ ὀνόματα κυρίως, προσηγορικὰ καὶ κύρια, ὅπως εἶναι τὰ θάλασσα κυπάρισσος ἄνθος μέλισσα πλίνθος Ἄθως Ἀθῆναι Λάρισσα Πίνδος Μαραθών. ὑπολογίζω ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸ 4% τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης.
2. Ἀρχαϊκὴ περίοδος, Ὅμηρος - Πεισίστρατος (ΙΑ’ αἰ. - 545 π.Χ.). τὰ κείμενά της, γραμμένα μὲ τὸ ἀλφάβητο, εἶναι τὰ Ἔπη τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἡσιόδου, τὰ Προοίμια ἢ Ὕμνοι εἰς Ἀπόλλωνα, Δήμητρα, Ἀφροδίτην, καὶ Ἑρμῆν, καὶ τ̉ ἀποσπάσματα τῶν πρὸ τοῦ Πεισιστράτου λυρικῶν ποιητῶν. ἡ γραφὴ εἶναι ἀριστερόστροφη ἢ μετὰ τὸ 600 π.Χ. βουστροφηδόν, καὶ δὲν ὑπάρχει ἀκόμη στὴν Ἑλλάδα ὁ πάπυρος. δὲν ὑπάρχουν πεζὰ κείμενα, δὲν ὑπάρχει ἡ λεγόμενη ἀττικὴ διάλεκτος, ἀλλὰ μόνο οἱ ἀρχαϊκὲς διάλεκτοι δωρικὴ αἰολικὴ ἰωνική. τὰ πλεῖστα κείμενα εἶναι ἰωνικά. ἡ γλῶσσα τῶν ὁμηρικῶν Ἐπῶν ἐμφανίζει 8.700 λέξεις καὶ 1.400 κύρια ὀνόματα (σύνολο 10.100). εἶναι δηλαδὴ σχεδὸν μιὰ πλήρης ὁμιλούμενη γλῶσσα˙ διότι καὶ ἡ γλῶσσα ποὺ μιλᾶμε σήμερα ἐμφανίζει στὸ μὲν προφορικὸ λόγο 7.100 λέξεις, στὸ δὲ συνήθη γραπτὸ 13.000 λέξεις. λίγες εἶναι οἱ λέξεις ποὺ προσθέτουν στ̉ ὁμηρικὸ λεξιλόγιο τὰ Ἔπη τοῦ Ἡσιόδου, τὰ Προοίμια, καὶ τ̉ ἀποσπάσματα τῶν πρὸ τοῦ Πεισιστράτου λυρικῶν ποιητῶν, ποὺ γράφουν στὴν ἰωνική. λίγα εἶναι ἐπίσης τὰ δωρικὰ κείμενα (Ἀλκμάν, Στησίχορος, κλπ.) καὶ τὰ αἰολικὰ (Λέσβιοι ποιηταί), ποὺ σῴζονται μόνο σὲ ἀποσπάσματα.
3. Κλασσικὴ περίοδος (545 – 300). ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀκριβῶς τῆς περιόδου αὐτῆς ἡ γραφὴ εἶναι δεξιόστροφη παντοῦ. γιὰ τὰ χρωστικὰ κείμενα χρησιμοποιεῖται σχεδὸν ἀποκλειστικὰ ὁ αἰγυπτιακὸς πάπυρος, ἡ βύβλος, γιὰ δὲ τὰ χαρακτικὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον τὸ μάρμαρο, τὸ ὁποῖο πλέον μποροῦν καὶ οἱ Ἕλληνες νὰ χαράξουν, ἐπειδὴ ἐν τῷ μεταξὺ γνώρισαν καὶ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους Χάλυβες καὶ τὸν χάλυβα ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ χαράξῃ καὶ γλύψῃ. τὰ κείμενα τῆς περιόδου αὐτῆς εἶναι πολλὰ καὶ στὸ εἶδος διάφορα, τὰ πεζὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ποιητικά, γραμμένα δὲ τὰ περισσότερα στὴν ἀττικὴ διάλεκτο, ποὺ εἶναι κυρίως νεώτερη ἰωνικὴ ἀλλὰ καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ κοινὴ ἑλληνική˙ ἡ πρότερη κοινή, θὰ μποροῦσε νὰ τὴν πῇ κανείς. ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματικὴ καὶ στὴν ἀρχαιότητα καὶ σήμερα γράφεται μὲ βάσι κυρίως αὐτὴ τὴν πρότερη κοινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα. πρῶτος ἔγραψε ἑλληνικὴ γραμματικὴ κατὰ τὸ β’ μισὸ τοῦ Ε’ π.Χ. αἰῶνος ὁ Ἀβδηρίτης Πρωταγόρας, ὁ ἱδρυτὴς αὐτῆς τῆς ἐπιστήμης καὶ ὅλης οὐσιαστικὰ τῆς φιλολογικῆς ἐπιστήμης, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ αὐτὴν ὅπως καὶ ὅλα τὰ συγγράμματά του τὰ ἔκαψαν δημοσίᾳ στὴν ἀγορὰ οἱ Ἀθηναῖοι τότε κιόλας, ἐπὶ Περικλέους, ἀφοῦ τὰ συγκέντρωσαν ἀπὸ τὰ σπίτια μὲ ἀπειλητικὸ κρατικὸ διάταγμα, μετὰ τὴν καταδίκη του καὶ τὴν ἀπέλασί του ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὰ ἔκαιγαν δὲ μέχρι καὶ πολὺ ἀργότερα, ὅπου τὰ ἔβρισκαν, ὁ Πλάτων καὶ οἱ πλατωνικοί, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ μεγάλος ἱστορικὸς τῆς φιλοσοφίας, τοῦ Γ’ αἰῶνος, Διογένης ὁ Λαέρτιος (9,2-3). δυστυχῶς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καὶ κυρίως οἱ πλατωνικοὶ εἶχαν τὴν κακὴ συνήθεια νὰ καῖνε τὰ συγγράμματα τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους φθονοῦσαν. ἴσως ἀπ̉ αὐτὴ τὴ συνήθεια καὶ τὸ κίνητρο κάποιοι ἔκαψαν καὶ τὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξανδρείας κατὰ τὸν πρῶτο ἐμπρησμό της τὸ 47 π.Χ., καὶ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὰ ἴδια κίνητρα κινούμενος τὴν ἔκαψε καὶ ὁ μωαμεθανὸς Ἄραβας χαλίφης Ἄμβρος (Ἄμρ-ἴμπν ἒλ Ἂς) κατὰ τὸν δεύτερο καὶ τελευταῖο ἐμπρησμό της τὸ 641 μ.Χ., ὅταν κατέλαβε τὴν Αἴγυπτο. κάηκαν τότε καὶ πάρα πολλὰ χριστιανικὰ συγγράμματα. ὁ διάλογος τοῦ Πλάτωνος Κρατύλος εἶναι μόνο μιὰ γελοία παρῳδία γραμματικῆς ὀφειλόμενη στὸ μιμητικό του φθόνο πρὸς τὸν Πρωταγόρα. τὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ γραμματικὴ μὲ ὅλους τοὺς ὅρους της (σύμφωνα φωνήεντα ἄφωνα κλίσις ὄνομα ῥῆμα πρόθεσις ἑνικὸς αἰτιατικὴ ἐνεστὼς ὑποτακτικὴ παθητικὴ κτητικὴ προσδιορισμὸς κατηγορούμενον ἐμπρόθετον τελικὴ κλπ.), ποὺ ἔχουν περάσει καὶ στὶς γραμματικὲς ὅλων σχεδὸν τῶν κλιτικῶν γλωσσῶν τοῦ κόσμου, τὴν ὀφείλουμε στὸ Θρᾷκα γραμματικὸ τῶν ἀλεξανδρινῶν χρόνων Διονύσιο.
4. Ἑλληνιστικὴ περίοδος (300 – 30). τὰ κείμενά της εἶναι πάρα πολλὰ σὲ ποσότητα καὶ εἴδη. χρησιμοποιεῖται ὁ ἑλληνικὸς πάπυρος (ὁ χάρτης) καὶ ἡ περγαμηνὴ (ἡ διφθέρα) καὶ ἡ ἀνεξίτηλη σιδηροῦχος μελάνη. ἡ γλῶσσα γράφεται μὲ τὸ ὁριστικὸ ἀλφάβητο τῶν 24 γραμμάτων, καὶ διατελώντας κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι τῶν ξένων ἀσιατικῶν κι ἀφρικανικῶν γλωσσῶν βρίσκεται σ̉ ἐπιταχυμένη ἐξέλιξι, σὰ γλῶσσα δὲ τῶν κειμένων εἶναι ἢ ἡ κυρίως λεγόμενη κοινὴ ἢ ἀττικίζουσα. χαρακτηριστικὰ κείμενα εἶναι ἡ μετάφρασι τῶν Ἑβδομήκοντα καὶ οἱ ἰδιωτικοὶ αὐτόγραφοι πάπυροι. κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ μὲ τὶς κατακτήσεις τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ τὶς ἐπιστημονικὲς κατευθύνσεις τοῦ Ἀριστοτέλους, μὲ τὴν ἀνύψωσι τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους στὴ μέγιστη δόξα του καὶ πολιτική του δύναμι καὶ στὸ κορύφωμα τῆς ἐπιστημοσύνης του, ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔγινε οἰκουμενικὴ γιὰ 600 χρόνια (300 π.Χ. – 300 μ.Χ.), ὅπως εἶναι τώρα ἡ ἀγγλική. οἱ ξένες γλῶσσες, οἱ μητρικὲς τῶν ἑλληνομαθῶν ἀλλοδαπῶν, οἱ ὁποῖες ἄσκησαν ἐπάνω στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπίδρασι, ἐπιταχύνοντας τὴν ἐξέλιξί της, εἶναι κυρίως μὲν ἡ ἑβραϊκή, μὲ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ τὴ μετάφρασι τῶν Ο’, δευτερευόντως δὲ ἡ συριακή, ἡ αἰγυπτιακή, ἡ φοινικική, καὶ μερικὲς ἄλλες. ἡ ἑβραϊκὴ δάνεισε στὴν ἑλληνικὴ τὴ μεγαλείτερη μερίδα λέξεων, ποὺ φτάνει τὸ 0,4% τῆς τότε ἑλληνικῆς, ἀλλὰ κυρίως ἀλλοίωσε σὲ σοβαρὸ βαθμὸ τὴ σύνταξί της. αὐτῆς τῆς ἐποχῆς ἡ κοινὴ ἑλληνικὴ εἶναι στὴν πραγματικότητα ἡ ὕστερη κοινή. στὴ δωρικὴ διάλεκτο πεζὰ κείμενα γράφτηκαν ἐλάχιστα, ὅπως τὰ ἐλαφρῶς δωρίζοντα ἔργα τοῦ Ἀρχιμήδους. στὴν αἰολική, πλὴν τῶν ἐπιγραφῶν, ἄλλα πεζὰ κείμενα δὲν διασώθηκαν.
5. Ἑλληνορρωμαϊκὴ περίοδος (30 π.Χ. - 284 μ.Χ., Αὔγουστος - Διοκλητιανός). ἡ γλῶσσα δέχεται τὴν ἐλαφριὰ ἐπίδρασι τῆς λατινικῆς, διότι σὰν ἐπίσημη κρατικὴ γλῶσσα γιὰ τὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία παραμένει ἡ ἑλληνική. αὐξάνονται τὰ κείμενα τῆς κοινῆς καὶ μειώνονται τὰ τῶν ἀττικιστῶν. χαρακτηριστικὰ κείμενα εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη, οἱ ἀποστολικοὶ πατέρες, καὶ οἱ ἰδιωτικοὶ αὐτόγραφοι πάπυροι. κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ οἱ Ἕλληνες ἔγιναν σχεδὸν ὅλοι Χριστιανοί, ἡ δὲ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τὸ κύριο ὄργανο διδασκαλίας τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας. κατ̉ αὐτὴ τὴν περίοδο δὲν ἐμφανίζονται πλέον οἱ ἀρχαϊκὲς διάλεκτοι τῆς ἑλληνικῆς, ἰωνικὴ δωρικὴ αἰολική, οὔτε σὲ συγγραφικὰ καὶ ποιητικὰ κείμενα οὔτε σ̉ ἐπιγραφὲς σεκρέτου. (ἡ ἰωνικὴ μερικῶν ἔργων τοῦ Λουκιανοῦ εἶναι παιγνιῶδες μίμημα).
6. Πρωτοβυζαντινὴ περίοδος (284 - 610, Διοκλητιανὸς - Φωκᾶς). στὴν Ἑλλάδα καὶ σ̉ ὅλο τὸν ἑλληνόγλωσσο χῶρο τῆς Ἀνατολῆς ἐπιβάλλεται σὰν ἐπίσημη γλῶσσα ἡ λατινική, ὁπότε ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δέχεται τὴ βαρειὰ ἐπίδρασι τῆς λατινικῆς. κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα διέσωσαν ἀποκλειστικὰ οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπέμεναν νὰ γράφουν σ̉ αὐτή, ἐπειδὴ σ̉ αὐτὴ διάβαζαν τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἐνῷ πολλοὶ εἰδωλολάτρες Ἕλληνες προτίμησαν τὴ λατινική, ὅπως ὁ ἱστορικὸς Μαρκελλῖνος, ὁ γραμματικὸς Μακρόβιος, καὶ ὁ περιβόητος ὑπουργὸς δικαιοσύνης τοῦ Ἴουστινιανοῦ Τριβωνιανός. ἡ λατινικὴ ἦταν ἡ γλῶσσα τοῦ κράτους, ἡ ἑλληνικὴ ἦταν ἡ γλῶσσα τῆς χριστιανικῆς ἐκκλησίας. ἐπειδὴ πρὸς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς περιόδου οἱ Ἕλληνες ἔγιναν ἁπαξάπαντες Χριστιανοί, (οἱ τελευταῖοι ἐναπομείναντες εἰδωλολάτρες ὡς ἐπίσημοι κρατικοὶ λειτουργοὶ προτίμησαν τὴ λατινικὴ γλῶσσα καὶ ἔφυγαν στὴ Δύσι, ποὺ ἦταν ἀκόμη στὴν κατοχὴ τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Κωνσταντινουπόλεως σὲ μεγάλο βαθμό, ὁπότε προτιμοῦσαν τὴ μετάθεσί τους στὶς δυτικὲς ἐπαρχίες), τὰ κείμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας περιῆλθαν ἀποκλειστικῶς στὰ χέρια τῶν Χριστιανῶν γιὰ 11 αἰῶνες μέχρι τὴν ἐμφάνισι τῆς τυπογραφίας. ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα διέσωσαν καὶ τὴν προχριστιανικὴ ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, ἡ ὁποία σήμερα, ἀνάμεσα στὶς 12 μεγάλες ἀρχαῖες γραμματεῖες τῆς ἀνθρωπότητος ἔρχεται τρίτη σὲ ἔκτασι κειμένων μετὰ τὴ χριστιανικὴ λατινικὴ καὶ τὴ χριστιανικὴ ἑλληνική, μὲ τέταρτη τὴν προχριστιανικὴ λατινική.
7. Μέση βυζαντινὴ περίοδος (610 - 1204, Ἡράκλειος - φραγκοκρατία). ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπαναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο σὰν ἐπίσημη κρατική, ἀλλ̉ εἶναι ἀλλοιωμένη ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. ὑπάρχει πλέον ἔντονη διγλωσσία, δηλαδὴ ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀττικίζουσα λόγια γλῶσσα καὶ ἡ δημώδης (μητρικὴ τῆς σημερινῆς δημοτικῆς), τῆς ὁποίας κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἐμφανίζονται τὰ πρῶτα ἐκτεταμένα κείμενα (Διγενὴς Ἀκρίτας, Προδρομικά, Στίχοι τοῦ Μιχαὴλ Γλυκᾶ, κλπ.). στὰ δημώδη κοσμικὰ κείμενα τῆς περιόδου αὐτῆς, ὡς κατάλοιπα τῆς προηγουμένης περιόδου, ἀνευρίσκονται στὴν ἑλληνικὴ οἱ πολλὲς λατινικὲς λέξεις καὶ τὰ πολλὰ λατινικὰ κύρια ὀνόματα, ὅπως τὰ σπίτι σκάλα πόρτα κάγκελλο κελλάρι σκούπα τοῦβλο στάβλος μανίκι ῥαδίκι πουλὶ μουλάρι ἀκουμπῶ Κωνσταντῖνος Παῦλος Λουκᾶς Ἀντώνιος Μάρκος Αἰμιλία Βιργινία Βέρα Στέλλα Σίλβια Σεβηριανὴ κλπ.. μιὰ ἀφανὴς γιὰ τὸν μὴ εἰδικὸ ἀλλὰ σοβαρὴ ἀλλοίωσι ποὺ ἐπέφερε κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὸ λατινικὸ στοιχεῖο στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τὸ σπάσιμο τοῦ κεντρικοῦ ἐτυμολογικοῦ κανόνος της, τοῦ χρυσοῦ κανόνος τοῦ Ἡρῳδιανοῦ ὅπως ἀπέδειξα καὶ τὸν ὠνόμασα ὁ ὑποφαινόμενος σὲ σχετικὴ διατριβή μου, ἢ χρυσοῦ κανόνος τοῦ Scaliger ὅπως νομίζουν καὶ τὸν λὲν οἱ ἄλλοι φιλόλογοι καὶ γλωσσολόγοι, ποὺ εἶναι ὁ βασικὸς κανόνας τῆς συνθέσεως τῶν ῥημάτων ὁ ὁποῖος ἐπηρεάζει καὶ ὅλη τὴν παραγωγὴ λέξεων. ἔτσι κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ἐμφανίστηκαν πολλὰ κατὰ παράβασι τοῦ κανόνος αὐτοῦ σύνθετα ῥήματα, ὅπως ἀγριομιλῶ κλωθογυρίζω λοξοκυττάζω πηγαινοέρχομαι ἀνεβοκατεβαίνω ῥιψοκινδυνεύω καθαρογράφω λευκοντυμένος χρυσοστολισμένος ἡλιοκαμμένος κλπ.. τέτοια ῥήματα ἡ ἑλληνικὴ κατὰ τὴν προϊστορικὴ ἐποχὴ δὲν εἶχε, κατὰ τὴ συνάντησί της μὲ τὴν πελασγικὴ ὅμως ἄρχισε νὰ ἔχῃ λίγα ὀφειλόμενα ἀκριβῶς στὴν ἐπίδρασι ἐκείνης˙ διότι ἐκείνη ἐπέφερε τὸ πρῶτο ῥάγισμα τοῦ κανόνος. ἡ λατινικὴ ὅμως κατὰ τὴν πρωτοβυζαντινὴ περίοδο ἐπέφερε τὸ μεγάλο σπάσιμό του. κατὰ τὸν κανόνα αὐτὸ τὰ ῥήματα συντίθενται μόνο μὲ προθέσεις˙ ὅσα εἶναι σύνθετα μὲ ἄλλες λέξεις εἶναι ὄχι σύνθετα, ἀλλὰ παρασύνθετα, δηλαδὴ παράγωγα συνθέτων ποὺ κλίνονται ἀλλιῶς. ὁ κανόνας ἰσχύει καὶ σήμερα σὲ μεγάλο βαθμό. καὶ ὁ πιὸ ἀγράμματος Ἕλληνας λέει μὲν διαδίδω ἐκτρέπω ἀπάγω συνάγω ἐκλαμβάνω διαβαίνω περιέχω συνεργάζομαι κατατέμνω συμπάσχω ἀπαρέσκω, δὲν λέει ὅμως ποτὲ λογοδίδω δυστρέπω παιδάγω ναυάγω μερολαμβάνω ἀκροβαίνω πλεονέχω ἀγαθοεργάζομαι διχοτέμνω κακοπάσχω εὐαρέσκω, ἀλλὰ τὰ σχηματίζει αὐτὰ ὡς λογοδοτῶ δυστροπῶ παιδαγωγῶ ναυαγῶ μεροληπτῶ ἀκροβατῶ πλεονεκτῶ ἀγαθοεργῶ διχοτομῶ κακοπαθῶ εὐαρεστῶ˙ διότι ἔτσι ἀπαιτεῖ ὁ ἐν λόγῳ κανόνας, κι ἂς μὴν τὸν ξέρουν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐφαρμόζουν.
8. Ὕστερη βυζαντινὴ περίοδος (1204 – 1453, φραγκοκρατία – τουρκοκρατία). ἡ ὁμιλούμενη ἑλληνικὴ γλῶσσα λόγῳ τῆς φραγκοκρατίας δέχεται γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴν ἐπίδρασι τῆς λατινικῆς μὲ τὴ μορφὴ τῶν νεολατινικῶν ἢ ῥωμανικῶν λεγομένων γλωσσῶν (ἰταλικῆς κυρίως, ἀλλὰ καὶ γαλλικῆς, ἱσπανικῆς, ῥαιτικῆς). τὰ κείμενα ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἢ στὴ λόγια καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν ἀττικίζουσα γλῶσσα ἢ στὴ δημώδη. κατ̉ αὐτὴ τὴν περίοδο μπῆκαν στὴν ἑλληνικὴ λέξεις ὅπως φροῦτο φράουλα ῥόμπορο σπίρτο κότα γοῦστο κάδρο καπέλλο φινιστρίνι φουντάρω ῥεγουλάρω κλπ.. στὰ νησιὰ καὶ τὴν Πελοπόννησο ἦταν μεγαλείτερη ἡ ἐπίδρασι τῶν ῥωμανικῶν γλωσσῶν, ἐνῷ στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα ἡ τῶν σλαβικῶν μὲ λέξεις ὅπως ῥοῦχο σκλάβος τσέλιγκας, καὶ σιγὰ σιγὰ καὶ τῆς τουρκικῆς.
9. Περίοδος τουρκοκρατίας (1453 – 1821). ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι τῆς τουρκικῆς (ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα καὶ Μ. Ἀσία) ἢ τῆς ἰταλικῆς (νησιὰ τοῦ Ἰονίου καὶ τοῦ νοτίου Αἰγαίου καὶ ἐν μέρει Πελοπόννησος). ἔτσι δημιουργοῦνται ἁδρομερῶς δύο γλωσσικοὶ τύποι, ὁ συγκοπτόμενος καὶ ἑτεροιούμενος τῆς τουρκοκρατίας (τοὺ πηδὶ πιριμέν̉ ) καὶ ὁ μὴ συγκοπτόμενος μήτε ἑτεροιούμενος τῆς ἰταλοκρατίας (τὸ παιδὶ περιμένει). εἶναι δὲ σχεδὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἡ σημερινὴ δημοτικὴ γλῶσσα. ἐμφανίζονται καὶ τὰ πρῶτα ἔντυπα ἑλληνικὰ κείμενα εἴτε ἀρχαῖα εἴτε νέα. καὶ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα διέσωσε γιὰ δεύτερη φορὰ ἀπὸ τὸν ἀφανισμὸ ἡ χριστιανικὴ ἐκκλησία, ποὺ τὴν εἶχε στὴν ἀποκλειστικὴ χρῆσι της. τὴ διατήρησε δὲ σὲ μεγάλη καθαρότητα. διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι μόνο ἡ ἐκκλησία τὴ χρησιμοποιοῦσε στὴ λεγόμενη καθαρεύουσα μορφή της, καὶ στὴ δημοτική της μορφὴ τὴ χρησιμοποιοῦσε πολὺ καθαρή. μεταξὺ τριῶν δημωδῶν κειμένων, τοῦ Χρονικοῦ τοῦ Παπασυναδινοῦ τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος, τῶν Διδαχῶν τοῦ Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ τοῦ ΙΗ’ αἰῶνος, καὶ τῶν Ἀπομνημονευμάτων τοῦ Μακρυγιάννη τοῦ ΙΘ’ αἰῶνος, τὰ μὲν δύο ἄλλα ἔχουν πλῆθος τουρκικῶν λέξεων, τὸ δὲ ἐκκλησιαστικὸ κείμενο τοῦ Κοσμᾶ δὲν χρησιμοποιεῖ καθόλου τέτοιες, ἀλλ̉ ἔχει τὴν πιὸ καθαρὴ ἑλληνική. καὶ τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ διατήρησε μόνο ἡ ἐκκλησία, χάρι στὴ Βίβλο καὶ στὴ λειτουργική της γλῶσσα. ἀπ̉ αὐτὴ τὴν περίοδο κατάγονται οἱ πολλὲς τουρκικὲς λέξεις ποὺ ἔχουμε στὴ γλῶσσα μας σήμερα, ὅπως παπούτσια μπουρνούζι κεφτέδες μεζέδες γιαούρτι λουκούμια παντζάρια τσίπουρο ταβάνι τζάκι τζάμι χαλὶ ντιβάνι ντουλάπι ῥουσφέτι ἀχαΐρευτος τεμπέλης χασάπης χαλαλίζω καμπουριάζω κλπ., ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν τὸ 4% τῶν ἑλληνικῶν λέξεων, ἀλλὰ τὸ 1821 ἀποτελοῦσαν τὸ 10%. στὰ κύρια ὀνόματα ὅμως, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ Ἕλληνες ὡς ἐπώνυμά τους, τὸ ποσοστὸ εἶναι πάνω ἀπὸ 30%, λ.χ. Καραμανλῆς, Σιμίτης Μεϊμαράκης Λαλιώτης Τζοχατζόπουλος Καρατζαφέρης Καρέζης Βουγιουκλάκης Ντενίσης Τσιντικίδης Βουτσᾶς Χατζῆς Νταλάρας Καζαντζίδης Καζαντζάκης Σεφέρης Πάντζας Χαρδαβέλας Κακαουνάκης Ντερτιλῆς Κεδίκογλου Δομάζος Σαραβάκος Μπουτάρης Μασούτης καὶ ὅλα ὅσα ἀρχίζουν ἀπὸ Καρα- Δελη- Χατζη- ἢ τελειώνουν σὲ -τζῆς -λῆς -όγλου καὶ λοιπά, ἐνῷ ἀρκετὰ εἶναι σλαβικὰ ὅπως Τρίτσης Ζολώτας κλπ.. βαπτιστικὰ ὅμως δὲν ὑπάρχουν τουρκικὰ παρὰ μόνο ἕνα καὶ γιὰ λίγον καιρό, τὸ Σουλτάνα˙ κι αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι αὐτὰ μὲ τὴ βάπτισι περνοῦσαν ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ἔλεγχο. πρέπει ὅμως νὰ ξέρουμε καὶ ὅτι ἡ τουρκικὴ γλῶσσα ἔχει πάρει πάρα πολλὲς λέξεις ἀραβικὲς περσικὲς καὶ ἑλληνικές. ἔτσι οἱ ‘’τουρκικὲς’’ λέξεις ποὺ ἔχουμε στὴ γλῶσσα μας σήμερα εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀραβικὲς ὅπως χατζῆς γαϊδούρι καφὲς τενεκές, ἔπειτα περσικὲς ὅπως πιλάφι χασὶς δερβίσης, κι ἔπειτα τουρκεμένες ἑλληνικὲς ὅπως δράμι(=δραχμή), καλέμι(=κάλαμος), τεφτέρι(=διφθέρα).
10. Νεοελληνικὴ περίοδος (1821 - σήμερα). ἡ γλῶσσα ἀποτοξινώνεται σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ τουρκικὰ καὶ ἰταλικὰ (βενετσιάνικα) στοιχεῖα κυρίως χάρι στὴν ἐπίδρασι τῆς σκληρῶς ἐπιβαλλομένης ἀρχαϊζούσης ἢ καθαρευούσης λεγομένης λογίας γλώσσης, ἐν τέλει δὲ ἐπικρατεῖ ἡ δημοτική της μορφὴ ἀλλ̉ ἀποτοξινωμένη πλέον ἀπὸ τὸ πολὺ ξένο στοιχεῖο. δέχεται ὅμως λίγα στοιχεῖα τῶν εὐρωπαϊκῶν γλωσσῶν (ἀγγλικῆς, γαλλικῆς, γερμανικῆς κλπ.) κυρίως στὴν τεχνικὴ ὁρολογία. καὶ στὴν ἀποτοξίνωσι τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς ἀπὸ τὰ ξένα γλωσσικὰ στοιχεῖα καὶ ἰδίως τὰ τουρκικὰ τὴν πρωτεύουσα συμβολὴ εἶχε ἡ ἐκκλησία τόσο μὲ τὴν ἐπίμονη καὶ τακτικὴ καὶ λαϊκὴ χρῆσι τῆς ἀρχαϊζούσης λειτουργικῆς γλώσσης ὅσο καὶ μὲ τὸ συγγραφικὸ κηρυκτικὸ καὶ κατηχητικό της ἔργο καὶ μὲ τὸ σέκρετό της. τὸ κρατικὸ σέκρετο ἔρχεται σ̉ αὐτὴ τὴ συμβολὴ δεύτερο μὲ πολὺ μεγάλη διαφορά, καὶ ἡ ἐπιστήμη τρίτη˙ τῆς λογοτεχνίας ἡ συμβολὴ εἶναι μηδαμινή˙ διότι ἡ λογοτεχνία ἐλάχιστα χρησιμοποίησε τὴν καθαρεύουσα. τὸ κατώτερο καὶ μέσο σχολεῖο, ποὺ συνέβαλε πολύ, εἶναι μῖγμα ἐκκλησίας ἐπιστήμης κρατικοῦ σεκρέτου καὶ λογοτεχνίας.
       Ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει τὸ 80% τῶν λέξεών της ἀρχαῖες ἑλληνικὲς αὐτούσιες ἢ ἀλλοιωμένες καὶ τὸ 20% ξένες μὲ τὰ ἑξῆς ἀναλυτικώτερα ποσὰ καὶ ποσοστά. ἑλληνικὲς 40.000 (80%), πελασγικὲς 2.000 (4%), ἑβραϊκὲς 200 (0,4%), λατινικὲς 3.000 (6%), ‘’τουρκικὲς’’ 2.000 (4%), εὐρωπαϊκὲς 2.000 (4%), λοιπὲς 800 (1,6%), σύνολο ξένων 10.000 (20%) ἤτοι τὸ ἕνα πέμπτο. καμμία γλῶσσα στὸν κόσμο δὲν διατήρησε τόσο πολλὲς δικές της λέξεις, δὲν πῆρε τόσο λίγες ξένες λέξεις, καὶ δὲν ἔδωσε στὶς ἄλλες γλῶσσες τόσο πολλὲς δικές της λέξεις οὔτε σὲ τόσο πολλὲς ξένες γλῶσσες. εἶναι ἡ γλῶσσα μὲ τὴ μικρότερη εἰσδοχὴ ξένων λέξεων καὶ τὴ μεγαλείτερη διείσδυσι στὶς ξένες γλῶσσες. καὶ εἶναι ἡ μόνη γλῶσσα τῆς ὁποίας δικές της λέξεις πλάθουν οἱ ξένοι, ὅπως τὶς λέξεις τυπογραφία παλαιογραφία παπυρολογία φωτογραφία τηλέγραφος τηλέφωνο ἠλεκτρισμὸς ἀστροναύτης κλπ.. ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ὁ μεγαλείτερος πολιτιστικὸς θησαυρὸς τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους καὶ τῆς ἀνθρωπότητος.
 
Συμβολὴ 23 (2008)
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *
 
 
 
    Μία γλῶσσα δὲν εἶναι μόνο λεξιλόγιο, ὅπως ἴσως νομίζουν πολλοί˙ εἶναι πέντε πράγματα˙ φωνητική, λεξιλόγιο, παραγωγὴ καὶ σύνθεσι, κλίσι, καὶ σύνταξι. τὸ λεξιλόγιο τὸ ἀντιλαμβάνονται ὅλοι, τὴν κλίσι καὶ τὴ σύνταξι πολλοί, τὴν παραγωγὴ - σύνθεσι καὶ τὴ φωνητικὴ λίγοι.
       Οἱ γλῶσσες ὅλες μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἀλλοιώνονται καὶ ἐξελίσσονται. ἂν δὲν ἐξελίσσονταν, δὲν θὰ ἦταν πολλές, ἀλλὰ μία. τὸ χάρισμα τοῦ λόγου στὸν ἄνθρωπο εἶναι μιὰ διανοητικὴ δύναμι ποὺ προσδιορίζει συμβατικοὺς φθόγγους τῆς φωνῆς του γι̉ ἀπαρτισμὸ ἑνὸς κώδικος ἐκφράσεώς του κι ἐπικοινωνίας του. οἱ διάφορες ὅμως ὁμάδες ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν σὲ διαφόρους χώρους τῆς γῆς καὶ διαφόρους χρόνους τῆς ἱστορίας δὲν προσδιορίζουν τοὺς ἴδιους φθόγγους γι̉ αὐτὸ τὸ ἐπίτευγμα. τὸ γεγονὸς αὐτὸ κάνει τὶς γλῶσσες πολλὲς στὴ γῆ καὶ στὴν ἱστορία, καὶ ὄχι μόνο μία. καὶ ὅσοι κληρονομοῦν τὴ μητρική τους γλῶσσα, στὰ χρόνια τῆς ζωῆς των τὴ διασκευάζουν ἐλαφρῶς˙ πολλὲς δὲ μικρὲς διαφορές, ὅταν συσσωρεύωνται, παραλλάσσουν τὴ γλῶσσα, καὶ ἡ γλῶσσα ἐξελίσσεται. οἱ γλῶσσες λοιπὸν χρονικῶς ἐξελίσσονται, κι ἐξελισσόμενες διαφοροποιοῦνται τοπικῶς. ἡ διαφορὰ τῆς ἐξελίξεως ἀπὸ τόπο σὲ τόπο προκαλεῖ τὴν αὔξουσα ἀπόκλισι ποὺ γεννάει πρῶτα τὰ ἰδιώματα, ἔπειτα τὶς διαλέκτους, κι ἔπειτα τὶς γλῶσσες˙ στὸ δὲ τέλος τὶς οἰκογένειες γλωσσῶν. ὁ ὁρισμὸς αὐτῶν τῶν ὅρων δὲν ἔχει σαφῆ οὔτε τὰ κριτήρια οὔτε τὰ ὅρια. ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ οἰκογένειες γλωσσῶν εἶναι κάτι ποὺ ἀντιλαμβάνονται μόνο ἐπιστήμονες μὲ σύγκρισι καὶ κάθε ἄλλη ἐξέτασι. ἡ διαφορὰ μεταξὺ γλωσσῶν εἶναι κυρίως ὅτι ὁ χρήστης τῆς μιᾶς γλώσσης δὲν καταλαβαίνει ἀπὸ τὴν ἄλλη γλῶσσα τίποτε. ἡ διαφορὰ μεταξὺ διαλέκτων εἶναι ὅτι ὁ χρήστης τῆς μιᾶς καταλαβαίνει κάπως τὴν ἄλλη καὶ τὴ νιώθει γιὰ συγγενῆ πρὸς τὴ δική του λαλιά, ἀλλὰ πολλὰ δὲν τὰ καταλαβαίνει. ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἰδιωμάτων εἶναι ὅτι ὁ χρήστης τοῦ ἑνὸς καταλαβαίνει καλὰ τὸ ἄλλο, ἀλλ̉ αὐτὸ ποὺ ἀκούει, αὐτὸς δὲν θὰ τὸ ἔλεγε πάντα ἔτσι, καὶ κάπου κάπου μερικὲς λέξεις δὲν τὶς καταλαβαίνει. πάντως ὅπως καὶ στὶς φυσικὲς οἰκογένειες πρῶτα κάποιοι εἶναι ἀδέρφια, ἔπειτα τὰ τέκνα τους ἐξαδέρφια, ἔπειτα τὰ τέκνα ἐκείνων εἶναι δεύτερα ἐξαδέρφια, κι ἔπειτα καὶ τρίτα καὶ τέταρτα, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὶς γλῶσσες, καθὼς ἡ ἀπόκλισί τους αὐξάνεται καὶ στὸ τέλος φέρνει πλήρη ἀποξένωσι. ἡ ἐξέλιξι μιᾶς γλώσσης δὲν ὀφείλεται μόνο στὴν ἀπόκλισι αὐτή, ἀλλὰ καὶ στὶς ἐπιδράσεις ποὺ δέχεται ἀπὸ ἄλλες γλῶσσες λόγῳ γειτονίας ἢ ἀναμίξεως ἢ ὑπαλληλίας τῶν λαῶν ποὺ τὶς μιλοῦν ἢ γιὰ ὁποιονδήποτε ἄλλο λόγο. οὔτε γίνεται πάντοτε μὲ τὴν ἴδια ταχύτητα ἡ ἐξέλιξι μιᾶς γλώσσης. ἡ καταγραφή της, ἡ συσσώρευσι κειμένων, ἡ ῥαδιοφωνικὴ μετάδοσι τὴν ἐπιβραδύνουν, ἐνῷ ἀντίθετα ἡ μὴ καταγραφή της, ἡ χρῆσι της ἀπὸ λίγους, καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ ξένο λαὸ ἢ ξένους λαοὺς τὴν ἐπιταχύνουν.
       Τὴν ἀλλοίωσι ποὺ ὑφίσταται μιὰ ἐξελισσόμενη γλῶσσα τὴν ἀντιλαμβάνονται ὅλοι στὸ λεξιλόγιο. τὴν ἀλλοίωσί της στὴν κλίσι καὶ στὴ σύνταξι τὴν ἀντιλαμβάνονται λίγοι˙ τὴν ἀλλοίωσι στὴν παραγωγὴ καὶ σύνθεσι πολὺ λιγώτεροι˙ τὴ δὲ φωνητικὴ ἀλλοίωσι τὴν ἀντιλαμβάνονται τόσο λίγοι, ὥστε, ἐνῷ εἶναι μᾶλλον αὐταπόδεικτη, πρὶν ἀπὸ τὸν Ἔρασμο δὲν τὴν καταλάβαιναν οὔτε πολὺ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες μιᾶς γλώσσης καὶ πολλοὶ στὸν ἀριθμό, μετὰ δὲ τὴν ὑπόδειξι τοῦ Ἐράσμου πολλοὶ πάλι καὶ πολὺ εἰδικοὶ δὲν τὴν παραδέχονταν. ὁ Ἔρασμος βέβαια ἔκανε λάθη ἀλλὰ μόνο σὲ λεπτομέρειες. ἡ φωνητικὴ ἀλλοίωσι εἶναι γεγονὸς ἀναντίρρητο. μία γλῶσσα ἐξελίσσεται σ̉ ὅλες της τὶς πτυχές, φωνητική, λεξιλόγιο, παραγωγὴ καὶ σύνθεσι, κλίσι, σύνταξι. δὲν εἶναι δυνατὸν στὸ ἕνα νὰ ἐξελίσσεται καὶ στὸ ἄλλο νὰ παραμένῃ ἀνεξέλικτη. καὶ ὅσο ἀφανέστερη εἶναι μία πτυχὴ τῆς γλώσσης, τόσο περισσότερη εἶναι καὶ ἡ ἀλλοίωσί της σ̉ αὐτή, διότι καὶ τόσο λιγώτερο ἀντιστέκεται ὁ χρήστης στὴν ἀλλοίωσι˙ γιατὶ δὲν τὴ βλέπει.
   Κάθε γλῶσσα ἔχει 20 βασικοὺς φθόγγους, 15 σύμφωνα καὶ 5 φωνήεντα, κγχ τδθ πβφ μν λρ σζ καὶ α ε ι ο υ(=ου). ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα στὴ μὲν πραγματικὴ προφορὰ ἤχου μπορεῖ νὰ ἔχῃ καὶ παραλλαγὲς φθόγγων, λ.χ. ῾ ä ö ü ι (μισό˙ λ.χ. μαϊδανὸς) άι έι όι ύι άυ έυ όυ (λ.χ. γάιδαρος, κορόιδεμα) κλπ., στὴ δὲ γραφικὴ παράστασι μπορεῖ νὰ ἔχῃ καὶ στενογραφικὲς διφθογγίες σὲ μονόγραμμα, λ.χ. ξ ψ (= κσ πσ).
    Τὴ φθογγικὴ ἐξέλιξι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀντιληφθῇ ἢ παραδεχθῇ καὶ ὁ μὴ εἰδικός, ἂν σκεφθῇ γιατί, ἐνῷ ὁ φθόγγος ι εἶναι ἕνας, γράφονται στὰ κείμενα 8 ι, ι η υ ει οι υι ηι ῃ, γιατί γράφονται 2 α, α ᾳ, γιατί 2 ε, ε αι, γιατί 3 ο, ο ω ῳ, γιατί τὸ ου, ἐνῷ εἶναι φωνῆεν ἁπλό, φέρεται σὰ δίφθογγος, γιατί εἶναι δίφθογγοι τὰ αυ ευ ηυ, ἀφοῦ τὸ δεύτερο γράμμα τους ἀκούγεται σὰ σύμφωνο βφ, καὶ πῶς προφέρεται ἡ δίφθογγος ωυ τῶν ἰωνικῶν κειμένων; καὶ γιατί στ̉ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα δὲν ἀνευρίσκονται ποτὲ οἱ συχνὲς στὴν ἀνθρώπινη λαλιὰ διφθογγίες τσ και τζ; εἶναι δυνατὸν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες νὰ μὴν πρόφεραν ποτὲ πουθενὰ τσ καὶ τζ; καὶ γιατί οἱ ἀρχαῖοι γραμματικοὶ λένε τὸ ζ διπλὸ σύμφωνο, ἐνῷ εἶναι ἁπλὸ καὶ ὄχι σὰν τὰ ξ(κσ) καὶ ψ(πσ); καὶ αὐτὰ μὲν ἀρνητικῶς.
     Θετικῶς δὲ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ παρατηρήσῃ ὅτι ἡ τρυγὼν λέγεται ἔτσι, ἐπειδὴ φωνάζει τροὺ τροὺτοὺρ τοὺρ˙ καὶ στὴ λατινικὴ λέγεται turtur. ὅτι γιὰ τὸ γίδι ποὺ κάνει μέεε οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν μηκᾶται, ἐνῷ γιὰ τὸ βόδι ποὺ κάνει μούουου ἔλεγαν μυκᾶται. ὅτι σὲ κωμῳδίες τοῦ Κρατίνου καὶ τοῦ Ἀριστοφάνους ἡ φωνὴ τοῦ προβάτου γράφεται βῆ βῆ, ἐνῷ τὸ πρόβατο φωνάζει μπέε μπέε. ὅτι τὸ ποντίκι στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέγεται μῦς καὶ στὴν ἀδελφή της λατινικὴ λέγεται mus, ὅτι ἡ φυγὴ καὶ ἡ πυγμὴ στὴ λατινικὴ λέγονται fuga καὶ pugna, κι ὅτι τὸ u στὴ λατινικὴ εἶναι φωνῆεν καὶ ὄχι δίφθογγος. ὅτι τὰ ἀρχαῖα κύπελλον τυκάνη σκυτία μύσταξ ἄχυρον στὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ λέγονται κούπα τουκάνη σκουτιὰ μουστάκι ἀχούρι, ὅτι ἡ λέξι τύπος (=σφραγίδα) λέγεται ἔτσι, ἐπειδή, ὅταν χτυπᾷς τὴ σφραγῖδα, κάνει τούπ. ὅτι ὁ κότσος τῶν μαλλιῶν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ λέγεται κόττος, καὶ ἡ κοτσίδα λέγεται κοττίς, καὶ τὴν πίττα οἱ Λατῖνοι κι οἱ Ἰταλοὶ τὴ λένε πίτσα. ὅτι τὸ πτηνὸ ποὺ στὴν περσικὴ λεγόταν ταβὼπαβώ, στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γράφεται ταὧς (καὶ οἱ ἴδιοι οἱ σοφοὶ γραμματικοὶ ἀποροῦσαν γιατί εἶναι ἡ μόνη λέξι ποὺ παίρνει δασεῖα στὴ μέση), στὴ δὲ λατινικὴ γράφεται pavo(ἐξ οὗ καὶ παώνιπαγώνι)˙ τί εἶναι ἡ δασεῖα αὐτὴ ποὺ στὰ λατινικὰ κείμενα γράφεται ὡς v; ὅτι τὶς πλεῖστες δασυνόμενες λέξεις τόσο στὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς ἐπιγραφὲς ὅσο καὶ στὰ λατινικὰ κείμενα τὶς βλέπουμε νὰ ἔχουν ὡς πρῶτο γράμμα τους τὸ H˙ HEROΣ (ἥρως), HERA (Ἥρα), HEKTOR (Ἕκτωρ), καὶ Homerus (Ὅμηρος), Herodotus (Ἡρόδοτος), Hephaestio (Ἡφαιστίων). ὅτι στὶς ἑλλαδικὲς ἐπιγραφὲς τῶν κλασσικῶν χρόνων οὐδέποτε βλέπουμε Η καὶ Ω, ἀλλὰ κι αὐτὰ γράφονται Ε καὶ Ο, ὅπως στὰ προηγούμενα HEROΣ (ἥρως), HERA (Ἥρα), HEKTOR (Ἕκτωρ). ὅτι στὶς ἴδιες ἐπιγραφὲς βλέπουμε καὶ γράμμα F ὅπως στὰ ὀνόματα FΑΚΙΝΘΟΣ (Ὑάκινθος) καὶ FEΛENA (Ἑλένα). ὅτι ἡ δίφθογγος, ποὺ στοὺς παπύρους γράφεται ΑΙ, στὶς περγαμηνὲς γράφεται ἄλλοτε αι καὶ προφέρεται ε (αἰσθάνομαι), κι ἄλλοτε καὶ προφέρεται α (μαχαίρᾳ, δαπανᾷ). ὅτι παρομοίως καὶ ἡ δίφθογγος οι διχάστηκε φωνητικῶς σὲ ι καὶ ο, γιατὶ στὰ ὁδοὶ καὶ οἰκία προφέρεται ι, ἐνῷ στὰ ἅλῳ καὶ ὁδῷ προφέρεται ο.
      Αὐτὰ ὅλα καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια στοιχεῖα μᾶς πείθουν ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πολλοὺς φθόγγους τοὺς πρόφεραν ἀλλιῶς, καὶ ἄρα ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ὑπέστη φωνητικὴ ἀλλοίωσι, ἄλλαξε προφορά. πρόφεραν λοιπὸν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ὡς ἐξῆς περίπου. τὰ α ε θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ τ φ χ ψ ὅπως κι ἐμεῖς, τὰ δὲ ἄλλα ἀλλιῶς. πρόφεραν β=b, γ=g, δ=d, ζ=τζ, η=εε, υ=ου, ω=οο, σσ=τσ, ττ=τστζ˙ καὶ ὑπῆρχαν δύο δασεῖες, ἡ οὐρανικὴ Η=ἁπαλὸ χ (Ἕκτωρ), καὶ ἡ χειλικὴ F=ἁπαλὸ β (ταὧς – pavo, Fελένα – Ἑλένα)˙ τὶς διφθόγγους μὲ δεύτερο τὸ ι (μισὸ καὶ ἀσθενές), ἤτοι αι ει υι οι ηι ωι τὶς πρόφεραν σὰν 1,5 φωνῆεν άι έι ύι όι ἢ 2,5 φωνήεντα έει όοι, μὲ τὸ ι ὅπως ἀκούγεται στὶς σημερινὲς λέξεις γάιδαρος κορόιδεμα˙ (ἂν τὸ ι δὲν ἦταν μισό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τονιστῇ ἡ ὑπερπροπαραλήγουσα˙ ἐνῷ τώρα τονίζεται ἡ προπαραλήγουσα˙ καὶ στὰ Δωδεκάνησα, ποὺ δὲν ἔχουν ζωντανὲς διφθόγγους, τονίζουν γαΐδαρος κοροΐδεμα). οἱ δίφθογγοι ηι ωι ἦταν ἰωνικὲς μακρότερες παραλλαγὲς τῶν ει οι. τὶς διφθόγγους μὲ δεύτερο τὸ υ (πάλι μισὸ καὶ ἀσθενές), ἤτοι αυ ευ ου καὶ ηυ ωυ τὶς πρόφεραν άου έου όου καὶ έεου όοου. οἱ δίφθογγοι ηυ ωυ ἦταν πάλι ἰωνικὲς μακρότερες παραλλαγὲς τῶν ευ ου. οἱ δὲ τρεῖς λεγόμενες καταχρηστικὲς δίφθογγοι ᾳ ῃ ῳ εἶναι αι ηι ωι, ἀλλ̉ ἡ τέτοια γραφή τους, μὲ ὑπογεγραμμένο τὸ ἰῶτα ἀντὶ προσγεγραμμένο, εἶναι μόνο τέχνασμα γραφικῆς παραστάσεως στὴ μικρογράμματη γραφὴ τῶν περγαμηνῶν˙ στὴ μεγαλογράμματη τῶν παπύρων δὲν ἀνευρίσκονται, ἀλλὰ γράφονται ΑΙ ΗΙ ΩΙ. ἐπίσης οἱ τρεῖς τόνοι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ὀξεῖα βαρεῖα περισπωμένη ( ́ ̀̀ ῀ ) ἔπαυσαν νὰ διακρίνωνται στὴν προφορὰ ἀπὸ τότε ἀκριβῶς ποὺ ἄρχισαν νὰ σημειώνωνται, ἀπὸ τ̉ ἀλεξανδρινὰ χρόνια. οἱ χαρακτηρισμοὶ τῶν ἑλληνορρωμαϊκῶν χρόνων μικρὸν – μέγα (ὂ μικρόν, ὦ μέγα) σημαίνουν διάκρισι βραχέος καὶ μακροῦ ποὺ κι αὐτὴ ἔπαυσε ἀπὸ τὸν Β’ π.Χ. μέχρι τὸν Α’ μ.Χ. αιῶνα. ὁ δὲ χαρακτηρισμὸς ψιλὸν (ἒ ψιλόν, ὗ ψιλόν) σημαίνει ‘’μονογράμματο’’ (καὶ ὄχι δίφθογγος) καὶ διακρίνει τὸ ε ἀπὸ τὸ αι καὶ τὸ υ ἀπὸ τὸ οι μὲ τὸ ὁποῖο συνέπιπτε στὴν προφορὰ γύρω στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ.
     Ἐνῷ στὰ ἄλλα τέσσερα στοιχεῖα τῆς γλώσσης ἡ ἑλληνικὴ ἀνήκει στὴν εὐρωπαϊκὴ ὁμογλωσσία καὶ μάλιστα τὴν τοῦ Δουνάβεως (centum), στὴ φωνητικὴ σήμερα ἀνήκει στὴν Κοντινὴ Ἀσία˙ ἐπειδὴ πρὸς τὰ ἐκεῖ ἁπλώθηκε τὸ κράτος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ μὲ τὴν Ἀσία εἶχε νὰ κάνῃ περισσότερο τὸ Βυζάντιο. αὐτὸ σήμερα φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι, ὅταν οἱ ξένοι μαθαίνουν ἑλληνικά, οἱ μὲν Ἀσιᾶτες καὶ ἰδίως οἱ ἀραβόγλωσσοι ἀποκτοῦν τὴν τέλεια προφορὰ γρήγορα καὶ εὔκολα, οἱ δὲ Δυτικοὶ τὴν ἀποκτοῦν δύσκολα καὶ βραδέως ἢ καὶ οὐδέποτε. ἔτσι ἐνῷ γλωσσικῶς ἀνήκουμε στὴν Εὐρώπη, φωνητικῶς μόνο ἀνήκουμε στὴν Ἀσία. αὐτὸ δείχνει καὶ τὸ ποιές κυρίως γλῶσσες ἐπέδρασαν στὴ μετὰ τὸν Ἀλέξανδρο διαμόρφωσι τῆς προφορᾶς μας. οἱ γλῶσσες τῶν λαῶν ποὺ ὑπέταξε ὁ Ἀλέξανδρος βέβαια.
     Στὴν κλίσι ἡ ἀλλοίωσι τῆς γλώσσης ἦταν πολύπλοκη. δίνω τὸ περίγραμμά της ἁδρομερῶς. ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ δυϊκὸς ἀριθμός. μειώθηκε ἡ χρῆσι τῆς δοτικῆς πτώσεως καὶ τῆς εὐκτικῆς ἐγκλίσεως, μέχρι ποὺ καταργήθηκαν. πολλὰ τριτόκλιτα προφέρονται πλέον στὴν ὀνομαστικὴ κι αἰτιατικὴ τοῦ ἑνικοῦ σὰν πρωτόκλιτα, λ.χ. ἡ πόλι – τὴν πόλι, ὁ πατέρας – τοῦ πατέρα, ἀλλὰ στὸν πληθυντικὸ παραμένουν τριτόκλιτα πόλεις – πόλεων, πατέρες – πατέρων. οἱ καταλήξεις καὶ ὁ σχηματισμὸς τῶν συγκριτικῶν καὶ ὑπερθετικῶν βαθμῶν τῶν ἐπιθέτων καὶ τῶν ἐπιρρημάτων ἁπλουστεύονται κι ἐξομοιώνονται. καταργήθηκαν τὰ ἀριθμητικὰ ἐπίθετα δευτεραῖος τριταῖος τεταρταῖος κλπ.. ταυτίσθηκαν κλιτικῶς ἡ μέση καὶ ἡ παθητικὴ φωνὴ τῶν ῥημάτων. καταργήθηκε ἡ δευτέρα συζυγία τῶν ῥημάτων σὲ –μι –μαι. στὴν προστακτικὴ ἔγκλισι ἔμειναν μόνο τὰ δεύτερα πρόσωπα, καταργήθηκαν τὰ τρίτα. συρρικνώθηκε τὸ ἀπαρέμφατο τοῦ ἀορίστου (ἔχω λάβει, ἔχω βρεθῆ), ἐνῷ καταργήθηκαν τὰ τῶν ἄλλων χρόνων. συρρικνώθηκε ἡ μετοχὴ τοῦ ἐνεστῶτος σὲ ἐπίρρημα (λέγοντας) καὶ τοῦ παρακειμένου σὲ ἐπίθετο (γραμμένος γραμμένη γραμμένο), ἐνῷ καταργήθηκαν οἱ τῶν ἄλλων χρόνων. καταργήθηκαν κλιτικῶς οἱ χρόνοι μέλλων παρακείμενος ὑπερσυντέλικος καὶ τετελεσμένος μέλλων, ἐνῷ σχηματίζονται περιφραστικῶς ὁ μέλλων μὲ τὴν ὑποτακτικὴ τοῦ ἀορίστου καὶ οἱ ἄλλοι μὲ τὸ ἀπαρέμφατο τοῦ ἀορίστου (θὰ λάβω, ἔχω λάβει, εἶχα λάβει, θὰ ἔχω λάβει).
       Στὴν παραγωγὴ καὶ σύνθεσι χαλάρωσε πολὺ ὁ κάποτε ἀπαράβατος χρυσὸς κανόνας τοῦ Ἡρῳδιανοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπα στὴν προηγούμενη μελέτη. ἔγιναν δὲ καὶ πολλὲς ἄλλες ἀλλαγές, ποὺ θὰ ἦταν ἀνιαρὸ νὰ ἐκτεθοῦν καὶ νὰ ἐξηγηθοῦν ἐδῶ.
      Στὴ σύνταξι ἡ κύρια ἀλλοίωσι ἔγινε μὲ τὴν ἐπίδρασι τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης μέσῳ Παλαιᾶς Διαθήκης κατὰ τοὺς Ο’ καὶ Καινῆς Διαθήκης, καὶ εἶναι ὅτι ἡ πολλὴ καθ̉ ὑπόταξι σύνταξι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μειώθηκε σοβαρά, ἐνῷ αὐξήθηκε ἀντιστοίχως πολὺ ἡ κατὰ παράταξι σύνταξι. ἡ συρρίκνωσι τοῦ ἀπαρεμφάτου καὶ τῆς μετοχῆς προκάλεσε κι αὐτὴ πολλὲς μεταβολὲς στὴ σύνταξι. ἔπαυσε νὰ ὑπάρχῃ ἡ ἀττικὴ σύνταξι. ἡ κατάργησι τῆς δοτικῆς καὶ τῆς εὐκτικῆς προκάλεσε ἐπίσης μεγάλες συντακτικὲς ἀλλαγές. γενικῶς ἡ σύνταξι ἀλλοιώθηκε πολὺ ἀπὸ δύο κυρίως αἴτια˙ ἀπὸ ἐπίδρασι ξένων γλωσσῶν κι ἀπὸ ἐξαφάνισι ἢ συρρίκνωσι κλιτικῶν τύπων ὅπως ἡ εὐκτική, ἡ δοτική, τὰ τρίτα πρόσωπα τῆς προστακτικῆς, τὸ ἀπαρέμφατο, ἡ μετοχή. τὰ ἐμπρόθετα μειώθηκαν, ἁπλουστεύθηκαν, ἐξωμοιώθηκαν λόγῳ ἐξαφανίσεως τῆς δοτικῆς, μειώσεως τοῦ ῥόλου τῆς γενικῆς, καὶ καταργήσεως μερικῶν προθέσεων (ἐν ἐκ σὺν ἀνὰ ἀμφί).
       Ἀναφερόμενος στὰ μέχρι ἐδῶ ἐξετασμένα τέσσερα στοιχεῖα τῆς γλώσσης, φωνητική, παραγωγὴ – σύνθεσι, κλίσι, καὶ σύνταξι, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ἁπλουστεύθηκαν ὅλα, χωρὶς ὅμως νὰ παύσουν νὰ ὑπάρχουν ὡς δυνατότητες ἐκφράσεως. ἡ ἁπλούστευσι δὲν μείωσε τὴν ἔκφρασι, ἀλλὰ τὴ διευκόλυνε. ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα στὴν οὐσία της καὶ στὸ σκοπό της δὲν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπὸ τὴν ἀρχαία, ὅπως νομίζουν πολλοί. φέρνουν ὡς παράδειγμα ὑπεροχῆς τῆς ἀρχαίας ἔναντι τῆς σημερινῆς τὸ ὅτι ἡ μετάφρασι ἑνὸς ἀρχαίου κειμένου ἔχει περισσότερες λέξεις ἀπ̉ αὐτό, εἶναι δηλαδὴ ἀδεξιώτερη καὶ βερμπαλιστικώτερη ἀπὸ τὸ κείμενο. πρόκειται γιὰ λάθος. καὶ ἂν ἕνα νεοελληνικὸ πρωτότυπο κείμενο τὸ μεταφράσουμε στὴν ἀρχαία ἑλληνική, πάλι ἡ μετάφρασι θὰ εἶναι ἐκτενέστερη τοῦ κειμένου. δοκίμασα καὶ διαπίστωσα ὅτι σ̉ ὅποια γλῶσσα κι ἂν τὸ μεταφράσουμε, ἡ μετάφρασι στὴν καλλίτερη περίπτωσι εἶναι σὲ ἔκτασι τὸ 120% τοῦ κειμένου. αὐτοί, ποὺ δὲν τὸ ξέρουν, ἁπλῶς δὲν τὸ δοκίμασαν.
       Καὶ φυσικὰ ἡ ἀλλοίωσι τοῦ λεξιλογίου μιᾶς γλώσσης εἶναι τὸ στοιχεῖο τῆς ἐξελίξεώς της, τὸ πιὸ ἀντιληπτὸ στὸν μὴ εἰδικό. δὲν λέμε τὰ πράγματα μὲ τὶς λέξεις ποὺ τὰ ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. γι̉ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰ καταλάβῃ ἕνα ἀρχαῖο κείμενο. αὐτὸ καταλαβαίνει ὁ μὴ εἰδικὸς καὶ πολλὲς φορὲς νομίζει ὅτι μόνο αὐτὸ εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς σημερινῆς γλώσσης ἀπὸ τὴν ἀρχαία. οἱ λέξεις σὰ σύνολο ἄλλαξαν, ἐπειδὴ πολλὲς καταργήθηκαν, πολλὲς ἄλλαξαν κάπως σημασία, πολλὲς ξένες ἔγιναν δεκτές, πολλὲς ἑλληνικὲς εἶναι σχηματισμένες ἀλλιῶς, καὶ πολλὲς κλίνονται ἀλλιῶς. καταργήθηκαν λέξεις ἀπ̉ ὅλα τὰ μέρη τοῦ λόγου (τῷ σίκυος ἀμφήκης ἀλλήλους τιθαιβώσσω γὰρ ἀμφὶ ἄγαν φεῦ). ἔγιναν δεκτὲς πολλὲς ξένες˙ ἑβραϊκὲς (σάββατον ζάχαρι ῥακὴ κιτάπι Ἰάκωβος), λατινικὲς (σπίτι σούμμα σουβλίζω Κωνσταντῖνος), ἰταλικὲς – βενετσιάνικες (τραμουντάνα σπίρτο Κανάρης Βενιζέλος), βλάχικες (Τσοβόλας Βαρβιτσιώτης Ῥεγκούζας Σουφλιᾶς Σούρλας Μέρτζιος Ῥουβᾶς), τουρκικὲς (καρπούζι καπάκι ζορίζω), περσικὲς (σατράπης παράδεισος χασὶς δερβίσης), ἀραβικὲς (γάιδαρος καφὲς τενεκές), αἰγυπτιακὲς (φαραὼ Κατερίνα), σλαβικὲς (ῥοῦχα ντόμπρος), ἀλβανικὲς (λουλούδι, μπέσα, Μπότσαρης, Μιαούλης, Τσουκᾶτος), ἀγγλικὲς (οὐΐσκυ), γαλλικὲς (ἀσανσὲρ μενταγιόν), γερμανικὲς (λεβέντης, σπρεχάρω), ἰνδικὲς (μαχαραγιᾶς), ἰαπωνικὲς (σαγιονάρα), κινεζικὲς (πὶγκ πόγκ), τῶν Μάγιας (ντομάτα σοκολάτα τσιγάρο), τῶν Ἴνκας (πατάτα), καὶ πολλῶν ἄλλων γλωσσῶν. πολλὲς λέξεις ἄλλαξαν σχηματισμό˙ τίθημι – θέτω, βάλλω – βάζω, τάττω – τάζω, θρὶξ – τριχὸς – ἡ τρίχα, φθεὶρ – φθειρὸς – ἡ ψεῖρα, κτεὶς – κτενὸς – ἡ χτένα, πατὴρ – πατρὸς – ὁ πατέρας. καὶ ἄλλες κλίνονται ἀλλιῶς˙ ὁ στειλεὸς – τὸ στειλιάρι, ἡ κλεὶς – τὸ κλειδί, αἴξ – αἰγός – τὰ γίδια, προὶξ – προικὸς – ἡ προίκα, ἡ σταφυλὴ – τὸ σταφύλι.
       Ἡ ἀλλοίωσι σὲ χρόνια μεγάλης ἀπομονώσεως, χωρὶς βιβλία, ἐφημερίδες, περιοδικά, ῥαδιόφωνο, σὲ τόπους μακρινοὺς ἢ ἀπόμερους ἢ ποὺ ἀνῆκαν σὲ ἄλλη ἐπικράτεια, καθὼς ἡ γλῶσσα ἔπαιρνε τὸ δικό της δρόμο ἐξελίξεως, σχημάτισε πέντε διαλέκτους˙ γραικανικὴ (στὴν Ἰταλία), ποντιακή, καππαδοκική, κυπριακή, τσακωνικὴ (στὸ κέντρο τῆς Πελοποννήσου). σήμερα συνεχίζεται μόνο ἡ γραικανικὴ τῆς Ἰταλίας καὶ Σικελίας. ἡ ποντιακὴ καὶ καππαδοκικὴ σβήνουν μὲ τὸ ποὺ ἦρθαν οἱ χρῆστες των στὴν Ἑλλάδα καὶ διασκορπίστηκαν ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους Ἕλληνες. ἡ κυπριακὴ τείνει κι αὐτὴ νὰ σβήσῃ μὲ τὴν πολλὴ ἐπικοινωνία (ἑλλαδικὰ σχολικὰ βιβλία, ἐφημερίδες, περιοδικά, ῥαδιόφωνο). ἡ τσακωνικὴ σβήνει ἀκόμη γρηγορώτερα μὲ τοὺς ἴδιους τρόπους˙ ἐπειδὴ καὶ ὁ χῶρος καὶ ὁ πληθυσμὸς εἶναι μικρὰ μέσα στὴν Ἑλλάδα καὶ στοὺς ἄλλους Ἕλληνες. ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἀποκτᾷ ὁμογένεια καὶ γίνεται κοινὴ καὶ μία πολὺ γρήγορα. τὰ δυὸ ἐντὸς Ἑλλάδος ἰδιώματα, τὸ συγκοπτόμενο κι ἑτεροιούμενο τῶν πρώην τουρκοκρατουμένων καὶ τὸ μὴ συγκοπτόμενο μήτε ἑτεροιούμενο τῶν πρώην βενετοκρατουμένων ἢ καὶ κάτω τῶν 300 ἐτῶν τουρκοκρατουμένων, καθὼς ἐπικρατεῖ τὸ δεύτερο μὲ τὰ βιβλία καὶ τὴ γλῶσσα τοῦ σχολείου, μὲ τὴν ἀστικοποίηση τῆς ζωῆς, μὲ τὰ ἔντυπα καὶ τὰ ῥαδιοφωνικὰ μέσα ἐνημερώσεως, ταυτίζονται.
       Ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει λέξεις τῶν ἀκολούθων κατηγοριῶν.
       1. Λέξεις ἀρχαῖες τελείως ἀναλλοίωτες. θεὸς ἄνθρωπος γῆ οὐρανὸς καὶ θάλασσα ταμίας μαθητὴς ναύτης αἴθουσα χαρὰ πηγὴ φυγὴ πυγμὴ δρόμος ἀριθμὸς χαλκὸς δάσος σῶμα πρᾶγμα ξύλινος καλὸς κακὸς πέντε δέκα χίλια φωνάζω τρέχω ἔρχομαι ἀπὸ ὑπὲρ κατὰ σαφῶς κλπ. 12.000 (24%). οἱ θυγατρικὲς τῆς λατινικῆς δὲν ἔχουν τέτοιες λέξεις˙ οὔτε καμμία γλῶσσα τῆς γῆς διατηρεῖ τέτοιες καὶ τόσο ἀρχαῖες λέξεις καὶ τόσες.
       2. Λέξεις ἀρχαῖες ἐλαφρῶς ἀλλοιωμένες κατὰ 1 ἢ 2 φθόγγους. α’) κατὰ ἕνα φθόγγο˙ σχολεῖο(ν) θρανίο βιβλίο λύσι(ς) παῦσι μίμησι λέω τρώω ἀνεβαίνω μιλῶ. β’) κατὰ δύο φθόγγους˙ πατέρας χειμώνας θυγατέρα σταφύλι γιὸς γυναίκα προίκα ὁρίζοντας δέντρο πίνακας κλπ. 13.000 (26%).
       3. Λέξεις ἀρκετὰ ἀλλοιωμένες˙ τρίχα χτένα ψεῖρα ψάρι γκρεμὸς μονοπάτι κουτὶ σκουτιὰ κοντάρι στειλιάρι ἀλέτρι κλειδὶ κλειδαριὰ γίδια ἀγελάδια ἀχούρι καλαμιὰ χωράφι φωτιὰ ῥολόγι κλπ. 15.000 (30%).
       4. Λέξεις ἀρχαῖες ποὺ δὲν ὑπῆρχαν στὴ νέα ἑλληνικὴ τὸ 1821, ἀλλὰ τὶς ἐπανέφερε σ̉ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἡ καθαρεύουσα˙ διαγωγὴ δωροδοκία θερμάστρα αὐτοκίνητο θυρωρὸς κωμόπολι ὁδὸς λεωφόρος οἰκοδομὴ ὀρθογραφία παραλία πεζοδρόμιο τροχαία μετανάστευσι πρακτορεῖο ἐφημερίδα ἐφορία εὐθανασία ἐγκαλῶ μεταναστεύω κλπ. ἑκατοντάδες.
       5. Λέξεις ποὺ ἔπλασε ἡ καθαρεύουσα σύμφωνα μὲ προδιαγραφὲς τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς˙ ἀνθοδέσμη βιβλιοδεσία δημοσιογράφος δοσίλογος διακόπτης ἐκμετάλλευσι ἐξόντωσι ζητωκραυγὴ κλιμακοστάσιο λεωφορεῖο ἀνελκυστήρας λογοδοτῶ πολυκατοικία πυροβολικὸ τηλεόρασι ὑδραυλικὸς τιμολόγιο ἑκατομμύριο δισεκατομμύριο κλπ. ἑκατοντάδες.
       6. Λέξεις ἑλληνικὲς καὶ ἀρχαιοπρεπεῖς ποὺ ἔπλασαν οἱ ξένοι στὸ ἐξωτερικό˙ τυπογραφία λιθογραφία φωτογραφία ἀναγλυφοτυπία παλαιογραφία παπυρολογία ἐπιγραφικὴ τηλέγραφος τηλέφωνον τηλέτυπος φωνογράφος τηλεπάθεια οἰκολόγος οἰκολογία οἰκολογικὸς βιολογία ἠλεκτρισμὸς ἀστροναύτης κλπ. ἑκατοντάδες. γιὰ καμμία ἄλλη γλῶσσα τοῦ κόσμου δὲν πλάθουν τέτοιες λέξεις οἱ ξένοι παρὰ μόνο γιὰ τὴ ζῶσα ἑλληνικὴ κυρίως καὶ γιὰ τὴ νεκρὴ λατινικὴ πολὺ λιγώτερο.
       7. Λέξεις ἀρχαῖες ἑλληνικές, πού, ἀφοῦ τὶς πῆραν οἱ ξένοι καὶ τὶς διατήρησαν ἀναλλοίωτες, χάθηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνική, καὶ τώρα ἐπανῆλθαν στὴ νέα ἑλληνική, λ.χ. παλίμψηστον. δεκάδες.
       8. Λέξεις ἀρχαῖες ἑλληνικές, πού, ἀφοῦ τὶς πῆραν οἱ ξένοι καὶ τὶς ἀλλοίωσαν, τὶς ξαναπήραμε ἀλλοιωμένες, καὶ φυσικὰ πρέπει νὰ τὶς ἀποκαταστήσουμε στὴν ἑλληνική τους μορφή˙ τὸ πλαγκτόν (ἄκλιτο) – ὁ πλαγκτὸς (κλιτό), τὸ φλωτέρ – ὁ πλωτήρ, φαντάστικ – φανταστικό, ντάιετ – δίαιτα, κλπ. ἑκατοντάδες.
       9. Λέξεις ξένες ἐξελληνισμένες καὶ κλιτές˙ σάββατο σούβλα στάβλος κάγκελλο σπίρτο ῥοῦχο παπούτσια πρίζα λεβέντης μπαταρία ζάχαρι πατάτα κλπ. χιλιάδες.
      10. Λέξεις ξένες ποὺ λέγονται τόσο μὲ τὴν ξενική τους ἄκλιτη μορφὴ ὅσο καὶ μεταφρασμένες στὴν ἑλληνική˙ ἀσανσὲρ – ἀνελκυστήρας, κανάλι – δίαυλος, σοῦπερ μάρκετ – ὑπεραγορὰ (ἢ παντοπωλεῖον), γκάλοπ – δημοσκόπησι, γκλάσνοτ – διαφάνεια, κλπ. ἑκατοντάδες.
       11. Λέξεις ξένες ποὺ λέγονται μόνο μὲ τὴν ξενικὴ καὶ ἄκλιτη μορφή τους˙ καλοριφὲρ τρακτὲρ βίντεο τὰκτ τράνζιτ κοκτέιλ πάρτυ οὐίσκυ κλπ. χιλιάδες.
     Ὅλες οἱ ξένες λέξεις, ἐξελληνισμένες καὶ ἀνελλήνιστες, συμποσοῦνται σὲ 10.000 περίπου κι ἀποτελοῦν τὸ 20% τῆς σημερινῆς ἑλληνικῆς, τὸ ἕνα πέμπτο.
       Ἔχει λοιπὸν ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ γλῶσσα τὸ 80% τῶν λέξεών της ἑλληνικὲς καὶ τὸ 20% ξένες, πελασγικὲς ἑβραϊκὲς λατινικὲς τουρκικὲς καὶ ἄλλων γλωσσῶν. τὸ 80% τῶν ἑλληνικῶν ἀναλύεται σὲ 24% ἀναλοίωτες ἀρχαῖες ἑλληνικὲς καὶ 56% ἐλαφρῶς ἀλλοιωμένες κατὰ ἕναν ἢ δύο φθόγγους (26%) ἢ λίγο περισσότερο (30%). τὸ δὲ 20% τῶν ξένων ἀναλύεται σὲ 19% ἐξελληνισμένων καὶ κλιτῶν καὶ 1% ἀνελληνίστων. τέτοια γλῶσσα δὲν εἶναι ἀκριβῶς θυγατέρα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ὅπως εἶναι τῆς λατινικῆς ἡ ἰταλικὴ ἢ ἡ γαλλική, ἀλλὰ κάτι πλησιέστερο. καὶ τὸ νὰ ποῦμε ὅμως ὅτι εἶναι ἡ ἴδια γλῶσσα μὲ τὴν ἀρχαία εἶναι παράτολμο. στὴ λατρεία, γιὰ παράδειγμα, ποὺ γίνεται στὴν ἀρχαία ἑλληνική, ὅταν οἱ ἐκκλησιαζόμενοι ἀκοῦν ἀφηγηματικὰ μέρη (Εὐαγγέλια, Πράξεις), καταλαβαίνουν καὶ οἱ πιὸ ἀγράμματοι, ἂν καὶ κάποιες λέξεις ἢ φράσεις δὲν τὶς καταλαβαίνουν˙ ὅταν ὅμως ἀκοῦν συλλογιστικὰ ἢ ποιητικὰ μέρη (Ψαλμούς, Προφητεῖες, Ἐπιστολές, τροπάρια), δὲν καταλαβαίνουν. ἀλλ̉ ἀνάμεσα καὶ σ̉ αὐτὰ ποὺ καταλαβαίνουν καὶ σ̉ ἐκεῖνα ποὺ δὲν καταλαβαίνουν, ἂν ἀκούσουν μιὰ ἀλλόγλωσση λέξι ἢ φράσι, ποὺ λένε κυρίως ἀραβόγλωσσοι ἢ σλαβόγλωσσοι διάκονοι στὰ ‘’εἰρηνικά’’, ἀμέσως ἀντιλαμβάνονται ὅτι κάτι ξένο ἀκούστηκε, κάτι τὸ μὴ ἑλληνικό. ἴδια γλῶσσα νὰ τὴν πῇς τὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ μὲ τὴν ἀρχαία δὲν γίνεται˙ διάλεκτο ἐκείνης νὰ τὴν πῇς δὲν γίνεται, διότι δὲν εἶναι σύγχρονες, ἂν καὶ ἡ διαφορά τους εἶναι μόνο τόση˙ ἀλλὰ καὶ ἄλλη γλῶσσα νὰ τὴν πῇς ἢ θυγατρικὴ δὲν στέκεται. εἶναι μᾶλλον μιὰ μοναδικὴ στὸν κόσμο περίπτωσι σχέσεως˙ εἶναι ἔμβρυο ἀκόμη ἀγέννητο τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἡ σημερινὴ ἑλληνική. γι̉ αὐτὸ μιλάει καὶ γράφει κανεὶς τὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ τόσο καλλίτερα, ὅσο καλλίτερα κατέχει τὴν ἀρχαία. δὲν συμβαίνει αὐτὸ μὲ καμμία γλῶσσα τῆς γῆς.
       Εἶπα ὅτι καμμία γλῶσσα τόσο ἀρχαία δὲν ἔχει αὐτὸ τὸ βαθμὸ συνοχῆς καὶ καθαρότητος ποὺ ἔχει ἡ ἑλληνική. ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι πλούσια ἐκφραστικὴ εὐέλικτη συντηρητικὴ καὶ διεισδυτικὴ ὅσο καμμία ἄλλη στὸν κόσμο. ποιοτικῶς εἶναι ἡ πρώτη γλῶσσα τῆς ἀνθρωπότητος.
       Δύο μόνο σοβαρὰ κι ἐπικίνδυνα μειονεκτήματα ἔχει ἡ σημερινὴ ἑλληνική˙ ἕνα ὅτι ὁμιλεῖται ἀπὸ ἐλαχίστους ἀνθρώπους, 10 – 12 ἑκατομμύρια, ποὺ εἶναι δὲν εἶναι τὰ 2 χιλιοστὰ τῆς ἀνθρωπότητος˙ καὶ δεύτερο ὅτι στὰ ἐπώνυμα μόνο (Ἀναστασιάδης Βασιλειάδης Γεωργιάδης Δημητριάδης κλπ.) ἔχει πάνω ἀπὸ 30% τουρκικὰ (Ἀμπατζῆς Βουγιουκλάκης Γικόνογλου Δεληντενίσης Σεφέρης Καρατζαφέρης κλπ.). τὸ πρῶτο θὰ μποροῦσε νὰ δεχτῇ κάποια θεραπεία, ἂν οἱ Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε στὴν ἱστορία τους ἦταν πιὸ χορτᾶτοι καὶ βολεμένοι ἀπὸ σήμερα καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ παχύσαρκους καὶ ὀλιγότεκνους λαοὺς τῆς γῆς, σταματοῦσαν νὰ ἔρχωνται πρῶτοι σ̉ ὅλη τὴ γῆ στὶς ἐκτρώσεις, καθὼς σκοτώνουν ἕνα ἑκατομμύριο γόνους των κάθε δύο χρόνια. τὸ δεύτερο θὰ μποροῦσε νὰ ξεπεραστῇ μὲ τοὺς ἑξῆς τρόπους. ἄν, ὅσοι ἔχουν τουρκικὰ ἐπίθετα, προσθέσουν καὶ δεύτερο ἑλληνικό, ἴσως τὸ μητρικό τους, λ.χ. Καζαντζίδης - Οἰκονομίδης,Καρατζαφέρης - Γεωργιάδης, καὶ μετὰ μία ἢ δύο γενεὲς κρατήσουν μόνο τὸ ἑλληνικό˙ γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξῃ συναισθηματικὸ πλήγωμα. ἂν μεταφράσουν τὰ τουρκικά, λ.χ. Ἀμπατζῆς = Ῥάπτης, Μπακιρτζῆς = Χαλκίδης, Φουκαράογλου = Φτωχόπουλος. ἂν κάνουν κάποιο συνδυασμὸ τῶν δύο τρόπων, λ.χ. στὴν πρώτη γενεὰ ὁ Καζαντζάκης γίνεται Καζαντζάκης – Λεβητόπουλος καὶ στὴ δεύτερη μένει μόνο μὲ τὸ ἑλληνικό. ἄν, σὲ περίπτωσι ποὺ δὲν ἔχουν συναισθηματικὸ πρόβλημα, ἀλλάξουν τὸ τουρκικό τους ὄνομα μ̉ ἕνα ὁποιοδήποτε ἑλληνικὸ τῆς ἀρεσκείας των. ἂν πάρουν τὸ ἑλληνικὸ ἐπώνυμο τῆς μητέρας των ἢ τῆς μητέρας τοῦ πατέρα τους ἢ κάποιο τῆς συγγενείας των. ἂν καθιερώσουν ὡς ἐπώνυμό τους ἕνα εὔηχο ἑλληνικὸ παρατσούκλι τους, λ.χ. Γαλατᾶς, Σαμαρᾶς, Κεραμιδάρης. ἂν μερικοὶ ἁπλῶς ἀφαιρέσουν ἀπὸ τ̉ ὄνομά τους τὸ τούρκικο φέσι, ὥστε νὰ παραμείνῃ τὸ ὑπόλοιπο ἑλληνικό τους ὄνομα, λ.χ. οἱ Καραγιάννης Δεληγιάννης Χατζηπαρασκευᾶς γίνουν Γιαννόπουλος Γιαννακόπουλος Παρασκευᾶς. ἂν ἄλλοι ἑξελληνίσουν μόνο τὴν κατάληξί τους, λ.χ. οἱ Νικόλογλου Γλυκατζῆς Προυσαλῆς γίνουν Νικολαΐδης Γλυκᾶς Προυσαεύς˙ ἢ μ̉ ὁποιεσδήποτε ἑλληνικὲς καταλήξεις. ἂν σχηματίσουν ἀπὸ τὸ πατρώνυμό τους ἕνα πατρωνυμικὸ κατὰ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνικὲς προδιαγραφές, λ.χ. ὁ Ἀθανάσιος Βουτσᾶς τοῦ Νικολάου γίνῃ Ἄθανάσιος Νικολαΐδης (= γιὸς τοῦ Νικολάου), ἢ ὁ Δημήτριος Χιτίρης τοῦ Τηλεμάχου γίνῃ Δημήτριος Τηλεμάχου. καὶ νομίζω ὅτι αὐτὴ ἡ τελευταία λῦσι εἶναι ἡ πιὸ ὄμορφη καὶ συναισθηματικῶς ἀναπαυτικὴ ἁπαλὴ τρυφερή. ἐννοεῖται ὅτι τὸ ἴδιο μποροῦν νὰ κάνουν καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἄλλα μὴ ἑλληνικὰ ἐπώνυμα, λ.χ. Ἔβερτ Τσοβόλας Μέρτζιος Βενιζέλος Τρίτσης. ἐπίσης μπορεῖ νὰ τεθῇ ὡς ὅρος γιὰ τὴ χορήγησι ἑλληνικῆς ἰθαγενείας σὲ ἀλλοδαπὸ τὸ νὰ πάρῃ ἑλληνικὸ ἐπώνυμο, μεταφράζοντας ἴσως τὸ ξενικό του. μόνο αὐτὴ ἡ περίπτωσι μπορεῖ νὰ εἶναι ὑποχρεωτική, ἀφοῦ ἡ ἐπιλογὴ τῆς ἰθαγενείας εἶναι γιὰ τὸν αἰτοῦντα προαιρετική˙ ὅλες δὲ οἱ προηγούμενες περιπτώσεις εἶναι ἀσφαλῶς μόνο προαιρετικές.
 
Μελέτες 6 (2010)
 
 
* * *

 

 
       Ὅταν ἤμουν στὴν τελευταία τάξι τοῦ ἑξαταξίου γυμνασίου, ἀνακάλυψα ὅτι ὑπάρχει στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα δυνητικὴ ὑποτακτική. εἶναι αὐτὴ ποὺ εἰσάγεται μὲ ὑποθετικοὺς ἢ χρονικοὺς συνδέσμους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πάθη κρᾶσι ἢ ἁπλῆ ἕνωσι μὲ τὰ δυνητικὰ μόρια ἄν, κε, κα˙ π.χ. εἰ+ἂν=ἐάν, ἄν, καὶ ἰωνιστὶ ἤν, εἰ+κε=εἴκε˙ αἰ+κα=αἴκα˙ ὅτε+ἂν=ὅταν˙ ὁπότε+ἂν=ὁπόταν˙ ἐπεὶ+ἂν=ἐπάν, καὶ ἰωνιστὶ ἐπήν˙ ἐπειδὴ+ἂν=ἐπειδάν˙ καὶ οἱ ἄκρατοι ἕως ἄν, μέχρι ἄν, ἄχρι ἄν˙ καὶ οἱ ἄκρατες ἀναφορικὲς ἀντωνυμίες ὃς ἄν, ὅστις ἄν, κλπ.. ἐπειδὴ τὸ δυνητικὸ μόριο κράθηκε μὲ τὸν εἰσαγωγικὸ σύνδεσμο, ἡ ὑποτακτικὴ ἔμεινε σὰ γυμνὴ καὶ φαίνεται γυμνή˙ καὶ λησμονήθηκε ἢ παρωράθηκε ὅτι εἶναι δυνητική. πάντως λειτουργεῖ ἐντελῶς διαφορετικὰ ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ὑποτακτική. ἔχει δὲ καὶ τὴν ἀνάλογή της δυνητικὴ ὑποτακτική, ῥητῶς λεγομένη ἔτσι, στὴν ἀδελφὴ λατινικὴ γλῶσσα. συγκέντρωσα ἀπὸ τὰ κείμενα πολλὰ παραδείγματα, καὶ προσδιώρισα πολλὲς λεπτομέρειες.
 
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τ᾽ Ἀπομνημονεύματά μου, § 216
(Θεσσαλονίκη 1985)
 
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *
 
 
       Στὴν Ἑλλάδα χρησιμοποιήθηκαν ἑφτὰ προαλφαβητικὲς γραφές.
       1. Ζωγραφικὴ πρότερη, σκηνογραφικὴ τῆς μιᾶς σκηνῆς. προϊστορικὴ βραχογραφία Φιλίππων, βραχογραφίες σπηλαίου Ἀλεπότρυπα τοῦ Δυροῦ Λακωνίας, τοιχογραφία δωματίου 5 τῆς Δυτικῆς Οἰκίας τῆς Θήρας, κρητικὴ τοιχογραφία ταυροκαθαψίων, παραστάσεις κυνηγίου σὲ μυκηναϊκὰ ξίφη, ἀσπὶς Ἀχιλλέως (ἓξ ζῶνες, Ἰλιὰς Σ 483-540˙ 573-608).
       2. Ζωγραφικὴ ὕστερη, σκηνογραφικὴ πολλῶν σκηνῶν (κώμικς). πολεμικὲς καὶ τελεστικὲς τοιχογραφίες τῆς Πύλου, ὀρειχάλκινο κύπελλο τῆς Ὀλυμπίας, ἀσπὶς Ἀχιλλέως (μία ζώνη, ἡ δ’, Ἰλιὰς Σ 541-572).
       3. Εἰκονογραφικὴ πρότερη πελασγικὴ ἢ ἱερογλυφικὴ Α, λεξεογραφική. ἀνασκαφικὰ εὑρήματα Κρήτης.
       4. Εἰκονογραφικὴ ὕστερη κρητικὴ ἢ ἱερογλυφικὴ Β, λεξεογραφική. ἀνασκαφικὰ εὑρήματα Κρήτης, δίσκος τῆς Φαιστοῦ, ἀμφήκης πέλεκυς Ἀρκαλοχωρίου.
       5. Σφηνοειδὴς καδμεία φοινικική, συλλαβογραφική. οἱ 42 κυλινδρικοὶ σφραγιδόλιθοι τῶν Θηβῶν.
       6. Γραμμικὴ ὕστερη (Α) κρητομινωϊκή, συλλαβογραφική. πήλινες πινακίδες, πήλινα ἀγγεῖα, λίθινα καὶ μετάλλινα ἀντικείμενα, δακτυλιόλιθοι, τοιχογραφίες˙ σὲ Κρήτη. Θήρα, Μῆλο, καὶ Ὀρχομενὸ τῆς Βοιωτίας.
       7. Γραμμικὴ ὕστερη (Β) ἀχαιική, συλλαβογραφικὴ τῶν 91 γραμμάτων. 6000 πήλινες πινακίδες Κνωσοῦ, Πύλου, Μυκηνῶν, Τίρυνθος, Ἀσίνης, Ἐλευσῖνος, Θηβῶν, καὶ Ὀρχομενοῦ. ἐσχάτη ἐξελικτικὴ ἀπόληξι τῆς ἀχαιικῆς γραφῆς εἶναι ἡ μόνη ἑλληνικὴ ἀπὸ τὶς δέκα γραφὲς τῆς Κύπρου, ἡ ἀρκαδοκυπριακὴ γραμμικὴ (Γ) τοῦ F’ π.Χ. αἰῶνος, συλλαβογραφικὴ τῶν 58 γραμμάτων, ἀλφαβητοειδής, σχηματισμένη δηλαδὴ κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἀλφαβήτου. ἀνασκαφικὰ εὑρήματα Κύπρου.
       Οἱ ἓξ πρῶτες γραφὲς εἶναι προελληνικές, πέντε πελασγικὲς καὶ μία φοινικική. ἑλληνικὴ εἶναι μόνο ἡ τελευταία, ἡ ἀχαιικὴ γραμμικὴ (Β) καὶ συλλαβογραφική, καθὼς καὶ ἡ ἀρκαδοκυπριακὴ ἀπόληξί της. διαβάστηκε μόνο αὐτὴ ἡ τελευταία καὶ στὶς δυὸ παραλλαγές της, ἐπειδὴ τὰ κείμενα εἶναι ἑλληνικά. πρῶτα διαβάστηκε ἡ ὄψιμη ἀρκαδοκυπριακὴ παραλλαγὴ τὸ 1872-76 ἀπὸ τοὺς Γ. Σμὶθ καὶ Μ. Σμὶτ, Ἄγγλο καὶ Γερμανό, κι ἔπειτα ἡ προϊστορικὴ (ΙΕ’-ΙΓ’ π.Χ. αἰ.) ἀχαιικὴ τῆς Ἑλλάδος τὸ 1952 ἀπὸ τὸν Ἀγγλοπολωνὸ Μ. Βέντρις.
       Ἡ ἀχαιικὴ συλλαβογραφικὴ γραμμικὴ γραφὴ ἔχει τὰ ἑξῆς 91 συλλαβογράμματα, ποὺ τὰ διέκρινα σὲ πέντε στῆλες καὶ σὲ τρεῖς τάξεις.
 
 
α
ε
ι
ο
υ
α
ε
ι
ο
υ
κα
κε
κι
κο
κυ
 
 
 
 
τα
τε
τι
το
τυ
δα
δε
δι
δο
δυ
πα
πε
πι
πο
που
Fο
 
μα
με
μι
μο
μυ
να
νε
νι
νο
νυ
ρα
ρε
ρι
ρο
ρυ
σα
σε
σι
σο
συ
ζα
ζε
 
ζο
(ζυ)
 
 
 
 
 
αι
 
 
 
 
ια
ιε
 
ιο
(ιυ)
ια
 
 
 
 
ραι
 
 
ροι
 
ρια
 
 
 
 
 
 
 
 
 
πτε
 
 
 
 
δυο
 
 
 
 
ζυ
νFα
 
 
 
ται
δFε
 
 
 
παι
τFο
 
 
 
ιυ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
76-91: 18   19   22   34   35   47   49   63   64   83   84   85   86   87   88   89
 
 
       Ἡ πρώτη μεγάλη καὶ κύρια τάξι τῶν θεωρητικῶς 65 γραμμάτων (5x13) εἶναι τὰ ἁπλούστατα συλλαβογράμματα, 5 μονοφθογγικὰ στὴν πρώτη ζώνη της κι 60 διφθογγικά. διαβάστηκαν ὅμως μόνο τὰ 58˙ λείπουν ἀπὸ τὴν παράταξι ἢ σκάρα μου ἄλλα 7, τὰ ὁποῖα ἢ δὲν ὑπῆρξαν ἢ τὸ πιθανώτερο δὲν διαβάστηκαν ἀκόμη καὶ βρίσκονται ἀνάμεσα στὰ 16 ἀδιάβαστα, ποὺ ἀπαριθμῶ στὸ τέλος τοῦ πίνακος.
       Τὰ 8 συλλαβογράμματα τῆς δευτέρας τάξεως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν τὸ φωνηεντικὸ μέρος τῆς συλλαβῆς των διφθογγικό. τὰ κενὰ δείχνουν ὅτι ὑπῆρξαν κι ἄλλα τέτοια, χωρὶς νὰ συμπληρώνουν τὴ σκάρα τελείως, κι ὅσα ὑπῆρξαν πρέπει νὰ βρίσκωνται κι αὐτὰ ἀνάμεσα στὰ 16 ἀδιάβαστα.
       Τὰ 9 τῆς τρίτης τάξεως εἶναι μᾶλλον ἀπαρχαιωμένα τριφθογγικὰ συλλαβογράμματα, ἔξω ἀπὸ τὸ κανονικὸ φωνητικὸ πρόγραμμα τοῦ συλλαβαρίου, κατάλοιπα ἢ δάνεια ἀπὸ ἀρχαιότερα ἢ ξένα γραμματάρια, ὅπως λ.χ. στὸ ἀλφάβητο οἱ Ἕλληνες ἔβαλαν ἐκ τῶν ὑστέρων τὸ γράμμα ψ˙ καὶ εἶναι φανερὸ ὅτι κατάγονται ἀπὸ γραμματάρια τῆς κλάσεως τῶν 500 γραμμάτων ἢ καὶ ἁπλῶς εἶναι συντομογραφίες ἀρχικές, ὅπως στὸ ἀλφάβητο τὸ ξ. καὶ στὴν τρίτη αὐτὴ κατηγορία τὰ κενὰ τῆς σκάρας δείχνουν ὅτι ἐνδεχομένως σ̉ αὐτὰ ἀνήκουν μερικὰ ἀπὸ τὰ 16 ἀδιάβαστα.
       Τέλος τὰ 16 συλλαβογράμματα, τῶν ὁποίων δίνω μόνο τοὺς ἀριθμούς, 76-91 κατὰ τὴν ἀρίθμησί μου, 18…89 κατὰ τὴν ἀρίθμησι τοῦ Βέντρις, εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μέχρι σήμερα δὲν διαβάστηκαν.
       Ἀπὸ τὰ 75 διαβασμένα 71 διάβασε ὁ Βέντρις (Ventris), 1 ὁ Πάλμερ (Palmer), 1 ὁ Ῥὶς (Risch), καὶ 2 ἐγώ. διάβασα τὸ ια (ἀριθμ. 16, ἢ κατὰ Βέντρις 82), και τὸ (ἀριθμ. 58, ἢ κατὰ Βέντρις 29).
 
 
     Τὸ συλλαβόγραμμα ια μὲ τὸ φωνῆεν ι στὴν προφορὰ συνιζημένο. αὐτὸ τὸ ι, ἐνῷ στὸ συλλαβόγραμμα (γραφικὴ-ὀπτικὴ παράστασι) εἶναι πρῶτο συνθετικό, στὴν προφορὰ (λεκτικὴ-ἀκουστικὴ παράστασι εἶναι συνήθως δεύτερος φθόγγος διφθόγγου, ὅπως στὸ ὄνομα Φέρεια (Πε-ρε-ια) στὴν πινακίδα τῆς Πύλου ΠΥ Τn 316, Β, 4, ἕνα ὄνομα ποὺ τ̉ ἀνακάλυψα ὁ ἴδιος, διαβάζοντάς το γιὰ πρώτη φορά˙ (οἱ ἄλλοι διάβαζαν pe-re-82). πρόκειται γιὰ τὴ θεὰ ποὺ φέρει σοδειά, τὴν ἀγροτικὴ θεὰ Φέρεια, ἀπὸ τὴν ὁποία καὶ πόλεις Φεραὶ τοῦ θεσσαλικοῦ κάμπου καὶ Φεραὶ τοῦ μεσσηνιακοῦ κάμπου, ἢ μακεδονιστὶ Βέροια, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ φερώνυμη πόλι τοῦ κάμπου ἐκείνου, προφανέστατα γι̉ αὐτὴ ποὺ τ̉ ὄνομά της αὐτὸ ἀργότερα ὑποκαταστάθηκε ἀπὸ τὰ προσωνύμιά της Μήτηρ Δημομήτηρ Δημήτηρ, καὶ τὸ ἱερό της, ἂν μὲν ἦταν κτήριο, λεγόταν Μητῷον, ἂν δὲ ἦταν κύβελον (τελεστικὸ σπήλαιο), αὐτὴ λεγόταν Κυβέλη (=Σπηλαία) (Ὅμηρος, β 696˙ ε 125. Ἡρόδοτος 8, 65, 4˙ 9, 65, 2. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 877. Εὐριπίδης, Βακχ., 79. Δημοσθένης, Παραπρεσβ., 129. Ἡσύχιος, λ. κύβελα - Κυβέλη. Σούμμα, λ. κυβέλεια-Κυβέλη). τὸ συλλαβόγραμμα ια εἶναι ἀκροφωνικό, καὶ τὸ σκαρίφημά του παριστάνει τόξο ἰάκχης˙ ἡ ἰάκχα ἦταν τελεστικὸ στεφάνι λουλουδιῶν καὶ κατὰ τὰ ἱστορικὰ χρόνια λεγόταν ἔτσι στὸ Σικυῶνα, ὅπως μαρτυροῦσαν στὰ Λεξικά τους ὁ Τιμαχίδης κι ὁ Φιλητᾶς (Ἀθήναιος 15,22. Ἡσύχιος, λ. ἰάκχα). καὶ στὸ προφανῶς ὀργιαστικὸ αὐτὸ στεφάνι τὸ ια τοῦ ὀνόματός του προφερόταν μὲ τὸ ι συνιζημένο, μονοσυλλάβως, διότι τὸ ἰάκχα ὅπως καὶ τὸ Ἴακχος παράγονται ἀπὸ τὸ θρηνητικὸ ἐπιφώνημα ἰάκχ (=ἰάχ!), ποὺ ἀναφωνοῦσαν οἱ θρηνῳδοὶ κι ἀναστενάρηδες πρόπολοι ὀργιασταὶ τοῦ θανατωμένου θρηνουμένου κι ἐνταφιαζομένου κιναίδου θεοῦ τύπου Ὑακίνθου (ὑὰκ - οὐάχ!), Βάκχου (βὰκ - βάχ!), καὶ Ἀδώνιδος. ὅπως φαίνεται στὴν πινακίδα ΠΥ Τn 316, ποὺ ἀνέφερα καὶ ποὺ εἶναι ἱερατικὸ ἡμερολόγιο καταγραφῆς προσφορῶν, ἡ Φέρεια ἦταν ὀργιαστικὴ θεὰ Μήτηρ τοῦ θρηνουμένου θεοῦ, διότι στὸ ἱερό της ἀνάμεσα στὰ ἄλλα δῶρα (δο-ρα) προσφέρονται καὶ μερικοὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες ὡς πόρναι (πο-ρε-να-ε α-κε… = πόρνας τε ἄγει … ἄνδρας δύο… γυναῖκα μίαν)˙ ἱερόδουλοι δηλαδὴ κοινόχρηστοι κίναιδοι καὶ ἱερόδουλες πόρνες τελεστικῆς - ὀργιαστικῆς χρήσεως ἀγορασμένοι ἢ αἰχμάλωτοι. καὶ τὴ λέξι πο-ρε-να, τὴν ὁποία οἱ ἄλλοι εἶχαν ὡς μὴ ἀναγνωρίσιμη, τὴν ἀναγνώρισα ὁ ἴδιος ὡς πόρνας. ἔκαναν τὸ λάθος, ἐπειδὴ ἡ ἀναμενόμενη ὀρθογραφία της ἦταν πο-ρα-να, καὶ ὄχι πο-ρε-να. πρόκειται ἢ γιὰ ὀρθογραφικὴ ἐξαίρεσι ἢ τὸ πιθανώτερο γιὰ ὀρθογραφικὸ λάθος. καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἀνορθογραφία στὰ κείμενα αὐτὰ ἐπισήμανα πάλι ὁ ἴδιος.
       Τὸ δὲ συλλαβόγραμμα υ, ὁμηρικὴ προφορὰ καὶ γραφὴ κυ βυ φυ, ὁ Βέντρις τὸ εἶχε μισοδιαβάσει ὡς πυ2, χωρὶς ν̉ ἀντιληφτῇ ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ πέμπτο τῆς δευτέρας πεντάδος α ε ι ο υ κι ὅτι αὐτὸ εἶναι ποὺ ἀρχικὰ περιέχει τὸ φθόγγο  (κόππα, λαρυγγικό), ὁ ὁποῖος ἤδη πρὸ τοῦ Ὁμήρου διασπάστηκε σὲ κ καὶ πβφ ὅπως φαίνεται στὶς λέξεις τοῦ Ἡροδότου κως κότε κοτὲ κω κῃ ὅκως ὁκότε ὅκου ὁκόθεν ὁκόσον ὁκοῖος κότερος ὁκότερος ὁκοδαπός, ποὺ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο ἔχουν γίνει πως πότε ποτὲ πω πῃ ὅπως ὁπότε ὅπου ὁπόθεν ὁπόσον ὁποῖος πότερος ὁπότερος ὁποδαπός, ἢ καὶ στὶς λέξεις equus - ἵππος, λύκος – lupus, κύπειρος, λαβύρινθος, ζέφυρος. καὶ τὸ σκαρίφημα τοῦ συλλαβογράμματος ἄλλωστε, ποὺ εἶναι ἀκροφωνικό, ἐπιβίωσι εἰκονογραφικοῦ σκαριφήματος, ὅπως καὶ ὅλα προφανῶς τὰ γράμματα τοῦ ἀχαιικοῦ γραμματαρίου, παριστάνει κύπειρον μὲ τρία κλαράκια. ἄλλ̉ ἀκροφωνικὰ γράμματα τοῦ συλλαβαρίου αὐτοῦ ἐπισήμανα λ.χ. τὸ κο (= κόππα – κώπη = ξιφολαβὴ καὶ λαβὴ κουπιοῦ καὶ κουπί, ἀριθμ. 45 ἢ κατὰ Βέντρις 70), ποὺ παριστάνει ξιφολαβή, καὶ τὸ μυ (= μυκήνη = ἀγελάδα ποὺ μυκᾶται μῦ = μοῦουου, ἀριθμ. 63, κατὰ Βέντρις 23). κι αὐτὰ ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ ἀχαιικὸ γραμματάριο εἶναι ἐξελικτικὴ ἀπόληξι εἰκονογραφικοῦ γραμματαρίου.
     Τὰ ἄλλα 16 γράμματα, ποὺ εἶναι σπανιόχρηστα κι ἐμφανῶς ἀπαρχαιωμένα, σὰν τ̉ ἀλφαβητικὰ q καὶ f στοὺς Ἕλληνες, περιμένουν τὸν ἀναγνώστη τους.
       Διαβάστηκε δὲ καὶ τὸ ἀριθμητάριο τῆς ἀχαιικῆς γραφῆς τὸ 1901 ἀπὸ τὸν Ἔβανς, τὰ δὲ 147 εἰκονογράμματά του ἀναγνωρίζονται τὶς περισσότερες φορές.
       Διατύπωσα καὶ τοὺς δυὸ κυρίους καὶ τέσσερες δευτερεύοντες ἀναγνωστικοὺς κανόνες τῆς ἀχαιικῆς γραφῆς.
       1. Κανὼν τῆς ἐκθλίψεως τοῦ φωνηεντικοῦ μέρους τοῦ συλλαβογράμματος γιὰ ἐξοικονόμησι ἀφώνου συμφώνου. α-κι-τι-το (ἄκτιτον), α-κι-ρι-ια (ἄγρια), κι-ρι-τα (χριστά), κυ-ρυ-σο (χρυσός).
       2. Κανὼν τῆς συνακοῆς ἀδηλώτου φθόγγου γιὰ ἐξοικονόμησι ἡμιφώνου συμφώνου. Α-πι-δο-ρο (Ἀμφίδωρος), Α-ρε-κα-σα-δα-ρα (Ἀλεξάνδρα), κα-κο (χαλκός), πα-μα-κο (φάρμακον), τα-το-μο (σταθμός), Κα-σα-το (Ξάνθος).
       3. Κανὼν τῆς εἰκονικῆς ὁμοφωνίας τοῦ συλλαβογράμματος, τοῦ ὁποίου τὸ φωνηεντικὸ μέρος ἐκθλίβεται. α-κι-τι-το (ἄκτιτον), α-κι-ρι-ια (ἄγρια), α-κο-ρο-δα-μο-ιο (Ἀκροδάμοιο), α-κε-ρε-μο (ἀγρεμών), κυ-ρυ-σο (χρυσός), Α-ρε-κυ-τυ-ρυ-Fο (Ἀλεκτρυών).
       4. Κανὼν τοῦ πολυπνευματισμοῦ τῶν ἀφώνων συμφώνων˙ ψιλὰ μέσα δασέα δηλώνονται μὲ τὸ ἴδιο γράμμα. κα-κο (χαλκός), τα-το-μο (σταθμός), α-πε-δο-κε (ἀπέδωκε), πα-μα-κο (φάρμακον).
       5. Κανὼν τοῦ μονοχρονισμοῦ τῶν φωνηέντων˙ δὲν διακρίνονται συλλαβὲς βραχεῖες καὶ μακρές. πο-ρο-ε-κε (προεχής), α-πι-πο-ρε-Fε (ἀμφιφορῆες), δο-ρο (δῶρον), α-πε-δο-κε (ἀπέδωκε), δο (δῶ), α-κε-ρε-μο (ἀγρεμών).
       6. Κανὼν τῆς ἁπλότητος τῶν συμφώνων˙ δὲν ὑπάρχουν σύμφωνα διττά. Α-κι-ρε-υ (Ἀχιλεύς), Τυ-ρι-σο (Τύλισος), ζε-σο-με-νο (ζεσόμενος), μι-το-Fε-σα (μιλτόεσα), κυ-πα-ρι-σε-ια (κυπαρίσεια).
     Παραδόξως στ̉ ἀχαιικὰ συλλαβογραφικὰ κείμενα παρατηρεῖται καὶ ἱστορικὴ ὀρθογραφία μὲ ἀπαρχαιωμένα συλλαβογράμματα. λ.χ. τὰ ῥάπτης διφθέρα πτηνόν, ἀντὶ νὰ γραφοῦν ρα-πε-τε δι-πε-τε-ρα πε-τε-νο, γράφονται μὲ τὸ ἀπαρχαιωμένο τριφθογγικὸ συλλαβόγραμμα πτε ὡς ρα-πτε δι-πτε-ρα πτε-νο.
     Παρατηροῦνται δὲ καὶ ὀρθογραφικὰ λάθη. π.χ. τὰ πόρνα καὶ Σφακτηρία, ἀντὶ νὰ γράφωνται κανονικὰ πο-ρα-να καὶ Σα-πα-κε-τε-ρι-ια, ἀνευρίσκονται γραμμένα ὡς πο-ρε-να καὶ Σα-πα-κα-τε-ρι-ια.
       Τὸ ἀχαιικὸ γραμματάριο ἦταν ἡ γραφὴ τῶν πορθητῶν τῆς Τροίας. εἶναι ἡ τελειότερη γνήσια συλλαβικὴ γραφὴ πρὶν ἀπὸ τὸ φθογγικὸ ἀλφάβητο. γνήσια τὴ λέω ὡς μὴ ἐπηρεασμένη καθόλου ἀπὸ τὸ ξενικὸ ἀλφάβητο.
 
     (Οἱ πληροφορίες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι διαλεγμένες καὶ παρμένες ἀπὸ τὸ σύγγραμμά μου ‘’Τὸ ἀλφάβητο’’, σελίδες 900, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσα στὴ Θεσσαλονίκη τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1988).
 
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *
                                            
 
      Τὸ ἀλφάβητο εἶναι ἡ μεγαλείτερη ἐφεύρεσι τῶν αἰώνων, καὶ εἶναι στὸν κόσμο μόνο ἕνα, ἀλλὰ κάθε ἔθνος, ὅταν τὸ παίρνῃ καὶ τὸ χρησιμοποιῇ γιὰ τὴ γραφικὴ παράστασι τῆς γλώσσης του, τὸ προσαρμόζει στὴ δική του προφορὰ καὶ στὴ δική του γραφικὴ τέχνη. ἄλλο γραφὲς κι ἄλλο ἀλφάβητο. γραφὲς εἶναι ὅλα τὰ γραμματάρια, δηλαδὴ τὰ συστήματα γραφῆς, ποὺ χρησιμοποίησαν κατὰ καιροὺς σχεδὸν ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, τὸ καθένα μᾶλλον ἀπὸ δική του ἐντόπια κι ἀνεξάρτητη ἐπινόησι, ἐνῷ τὸ ἀλφάβητο εἶναι μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ γραμματάρια, ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο καὶ διαδόθηκε σ᾿ ὅλη τὴ γῆ πλὴν ᾿Ινδίας Κίνας καὶ ᾿Ινδοκίνας. τὰ γραμματάρια ὡς πρὸς τὴ γραφική τους παράστασι εἶναι κατὰ χρονικὴ σειρὰ ἐμφανίσεως 1) ζωγραφικά, 2) εἰκονογραφικά, 3) σφηνοειδῆ, καὶ 4) γραμμικά (= ἁπλουστευμένα μὲ ἀφαίρεσι καὶ στυλιζάρισμα σκαριφήματα πρώην εἰκονογραφικά), ἐνῷ ὡς πρὸς τὴ φωνητικὴ ἀξία εἶναι, πάλι κατὰ χρονικὴ σειρά, 1) σκηνογραφικὰ τῆς μιᾶς σκηνῆς, 2) σκηνογραφικὰ πολλῶν διαδοχικῶν σκηνῶν (κώμικς), 3) λεξεογραφικά, καὶ 4) συλλαβογραφικὰ (αὐτὰ τὰ γραμματάρια λέγονται καὶ συλλαβάρια). τὸ ἀλφάβητο ὡς πρὸς τὴ γραφική του παράστασι εἶναι γραμματάριο γραμμικό, ἐνῷ ὡς πρὸς τὴ φωνητική του ἀξία εἶναι τὸ μόνο στὸν κόσμο φθογγικό, τὸ μόνο δηλαδὴ ποὺ παριστάνει φθόγγους. ὁ δὲ φθόγγος εἶναι τὸ μέρος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς ποὺ δὲν ἀναλύεται περαιτέρω. ἡ διήγησι ἀναλύεται σὲ προτάσεις, ἡ πρότασι σὲ λέξεις, ἡ λέξι σὲ συλλαβές, ἡ συλλαβὴ σὲ φθόγγους · ὁ φθόγγος δὲν ἀναλύεται · εἶναι δηλαδὴ τὸ ἀδιάσπαστο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, τὸ ἄτομο · τὸ στοιχεῖο. στὸ ἀλφάβητο ὡς ἐφεύρεσι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴν πρώτη καὶ ὑπέρτερη ἀξία εἶναι ἡ σύλληψι τῆς ἐννοίας τοῦ φθόγγου, ἡ μεγαλείτερη σύλληψι τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ γραφικὴ παράστασι, ἤτοι τὸ σκαρίφημα, δηλαδὴ τὸ γράμμα, εἶναι τὸ δευτερεῦον. διότι ὡς γράμμα δηλωτικὸ κάποιου φθόγγου μπορεῖ νὰ ληφθῇ ὁποιαδήποτε γραφικὴ παράστασι, ὅπως καὶ χρησιμοποιήθηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ τὰ γράμματα τοῦ μοναδικοῦ ἀλφαβήτου, γιὰ λόγους πάντοτε ἐθνικοῦ ἐγωϊσμοῦ, καὶ εἰκόνες (ἑλληνιστικὴ Αἴγυπτος), καὶ σφῆνες (ἑλληνιστικὴ Φοινίκη), καὶ τελείως διαφορετικὰ γραμμικὰ σκαριφήματα (μεσαιωνικὴ Κορέα). εἶναι δὲ οἱ βασικοὶ φθόγγοι τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν 20, 5 φωνήεντα (α ε ι ο υ = ου) καὶ 15 σύμφωνα (κ γ χ τ δ θ π β φ μ ν λ ρ σ ζ). πέραν αὐτῶν ἐμφανίζονται κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους καὶ οἱ παραλλακτικοὶ φθόγγοι (ö  ü κλπ.), οἱ δίφθογοι (άι έι όι κλπ.), καὶ οἱ διφθογγίες (ξ ψ z κλπ.) οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι μόνο τεχνάσματα γραφικῆς παραστάσεως (συντομογραφίες, ταχυγραφικὰ - στενογραφικὰ σύμβολα). τὸ ἀρχικὸ ἀλφάβητο ἔχει 22 γράμματα, ἤτοι 20 φθόγγους (μὲ 4 οὐρανικὰ κ γ χ ῾, ἐνῷ τὰ π καὶ φ παριστάνονται μὲ τὸ ἴδιο σκαρίφημα) καὶ 2 διφθογγίες. ἀρχίζει, ὅπως καὶ ὅλες οἱ θυγατρικὲς ἐθνικὲς παραλλαγές του μὲ τὰ γράμματα ἄλφα καὶ βῆτα, καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγεται ἀλφάβητον, καὶ διατηρεῖ σ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τὴν περαιτέρω σειρὰ τῶν γραμμάτων του περίπου ἴδια.
      Λόγῳ τῆς φθογγικῆς φύσεώς του τὸ ἀλφάβητο εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ μὲν ἐφεύρεσι ἀξεπέραστη (δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ γραμματάριο τελειότερο ἀπ᾿ αὐτό), σὲ σχέσι δὲ μὲ ὅλες τὶς ἐφευρέσεις τοῦ ἀνθρώπου ἡ μεγαλείτερη τῶν αἰώνων, ἐκείνη ἡ ὁποία πέρασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν προϊστορία στὴν ἱστορία, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὴ μνήμη, κι ἀπὸ τὸν πρωτογονισμὸ στὸν πολιτισμό. δεύτερη ἐφεύρεσι στοὺς αἰῶνες, μετὰ τὸ ἀλφάβητο, εἶναι ἡ τυπογραφία, ἡ ὁποία προκάλεσε σὰν ἁλυσιδωτὴ ἀντίδρασι τὴν ἁλματώδη βιομηχανικὴ πρόοδο τῶν 5 τελευταίων αἰώνων, διότι μὲ τὴν τυπογραφία τὸ βιβλίο ἔγινε πολὺ καὶ φτηνὸ καὶ πανομοιότυπο. καμμία προαλφαβητικὴ γραφὴ δὲν εἶχε τὴν ἐπάρκεια γιὰ νὰ διαιωνίσῃ καὶ νὰ συσσωρεύσῃ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι. αὐτὸ εἶναι προσὸν κι ἐπιτυχία μόνο τοῦ ἀλφαβήτου. γι᾿ αὐτὸ ὅσο πιὸ νωρὶς ἕνα ἔθνος χρησιμοποίησε τὸ ἀλφάβητο, τόσο πιὸ νωρὶς μπῆκε στὴν ἱστορία καὶ στὸν πολιτισμὸ καὶ τόσο ἀρχαιότερα κείμενα ἔχει ποὺ νὰ εἶναι ἀναγνώσιμα ἀπολύτως καὶ ἀκριβῶς.
      Τὸ ἀλφάβητο οἱ ῞Ελληνες τὸ πῆραν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες. αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν ῥητῶς πρώτη μία ἐπιγραφὴ τῆς Τέω τοῦ 479 π.Χ., δεύτερος ὁ ἐπιφανὴς ποιητὴς Σοφοκλῆς, τρίτος ὁ πατέρας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ῾Ηρόδοτος, κι ἔπειτα 30 περίπου ἄλλοι ἀρχαῖοι ῞Ελληνες συγγραφεῖς τῆς κλασσικῆς καὶ τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. γενικὰ ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες λὲν τὸ ἀλφάβητο φοινικηῖα (γράμματα)φοινικεῖαφοινικικά · καὶ τὰ τρία ἐπίθετα εἶναι ταυτόσημα. ἡ λέξι ἀλφάβητος μαρτυρεῖται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Β΄ μ.Χ. αἰῶνα ἀπὸ τὸν ῞Ελληνα ἐπίσκοπο τῆς Λυὼν Εἰρηναῖο (῎Ελεγχ. 1,15,4).
      Πρὶν ἀπὸ τοὺς παραπάνω μάρτυρες οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ ῾Ιππῶναξ (550 π.Χ., ᾿Απόσπ. 74) καὶ Πίνδαρος (490 π.Χ., ᾿Απόσπ. 61) ἀναφέρουν τὰ ξενικὰ καὶ ἄκλιτα ὀνόματα γραμμάτων μῦ (=κῦμα) καὶ σὰν (=δόντια, τὸ ἔπειτα ἑλληνιστὶ λεγόμενο σῖγμα = σφύριγμα).
     ῾Η ἑλληνικὴ ἐπιγραφὴ τῆς Τέω τῆς Μ. ᾿Ασίας λέει γιὰ τὰ φοινικηῖα (= φοινικικὰ) γράμματά της · ῝Ος ἂν τὰς στήλας, ἐν ᾗσιν ἡ παρὴ γέγραπται, ἢ κατάξῃ ἢ φοινικηῖα ἐκκόψῃ ἢ ἀφανέας ποιήσῃ, κῆνον ἀπόλλυσθαι καὶ αὐτὸν καὶ γένος τὸ κήνου (= ῞Οποιος σπάσῃ τὶς στῆλες, στὶς ὁποῖες εἶναι γραμμένη ἡ παροῦσα ἐπιγραφή, ἢ ξύσῃ τὰ φοινικηῖα, ἢ τὶς ἐξαφανίσῃ, ἐκεῖνος νὰ ξεπατωθῇ κι ὁ ἴδιος καὶ τὸ γένος του) (᾿Επιγραφὴ Τέω 3044, στίχ. 35-41 CIG 2,628-9).
      ῾Ο Σοφοκλῆς στὸ χαμένο δρᾶμα του Ποιμένες, σὲ ἀπόσπασμα ποὺ διέσωσε ὁ ἀρχαῖος λεξικογράφος ῾Ησύχιος στὸ λῆμμα φοινικηῖα, λέει · Φοινικηίοις γράμμασιν (αὐτὸ εἶναι ὅλο τὸ ἀπόσπασμα). ὁ λεξικογράφος ὅμως, ποὺ ἔβλεπε ὅλο τὸ κείμενο τοῦ δράματος, ἐξηγεῖ ὅτι λέει ἔτσι τὰ γράμματα ὁ Σοφοκλῆς, ἐπειδὴ τὰ ἔφερε ἀπὸ τὴ Φοινίκη ὁ Κάδμος. εἶναι δὲ τὸ Κάδμος σημιτικὸ ὄνομα ποὺ σημαίνει «ἱερεὺς» (Π. Διαθήκη, Δ΄ Βα 23,7 καδησὶμ) ἢ καὶ «ἱεροβασιλεύς».
        ῾Ο ῾Ηρόδοτος ἔχει λεπτομερῆ ἐξιστόρησι τοῦ πῶς οἱ ῞Ελληνες πῆραν τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Φοίνικες, ὅταν ἀφηγῆται πῶς ὁ Φοίνικας Κάδμος (=ἱεροβασιλεύς), ἀρχηγὸς Φοινίκων ἀποίκων, ἦρθε μ᾿ αὐτοὺς στὴ Θήβα τῆς Βοιωτίας, τὴν ὁποία ἔκανε ἀποικία. ἀρχαιολογικῶς καὶ ἱστορικῶς μαρτυρεῖται πλουσίως κι ἀποδεικνύεται ὅτι σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ῞Ελληνες δὲν ἦταν ἀκόμη ναυτικὴ δύναμι, οἱ Φοίνικες εἶχαν πολλὲς ἀποικίες στὴ στεφάνη τοῦ Αἰγαίου, ὅπως καὶ στὸν παραμεσόγειο δακτύλιο, κυριώτερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπῆρξαν ἡ Μίλητος στὴ Μ. ᾿Ασία, αἱ Θῆβαι στὴ μητροπολιτικὴ ῾Ελλάδα, καὶ ἡ Βύβλος στὸ Παγγαῖο στὶς ἐκβολὲς τοῦ Στρυμόνος ποταμοῦ. λέει λοιπὸν γιὰ τὸ ἀλφάβητο ὁ ῾Ηρόδοτος · «Οἱ δὲ Φοίνικες αὐτοὶ ποὺ ἔφτασαν μαζὶ μὲ τὸν Κάδμο (ἀπὸ τὴ Φοινίκη στὴ Θήβα), ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν οἱ Γεφυραῖοι, ὅταν κατοίκησαν σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα (= τὴ Βοιωτία), εἰσήγαγαν στοὺς ῞Ελληνες καὶ ἄλλα πολλὰ διδασκάλια καὶ κυρίως τὰ γράμματα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου δὲν ὑπῆρχαν προηγουμένως στοὺς ῞Ελληνες. στὴν ἀρχὴ μὲν τοὺς ἔφεραν αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλοι οἱ Φοίνικες˙ ἔπειτα ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τροποποίησαν καὶ τὴν προφορὰ καὶ τὸ στὺλ τῶν γραμμάτων. τὰ χρόνια ἐκεῖνα γύρω ἀπὸ τοὺς Φοίνικες αὐτοὺς κατοικοῦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ Ἴωνες (ἐννοεῖ τῆς ᾿Αττικῆς), οἱ ὁποῖοι διδάχτηκαν καὶ παρέλαβαν τὰ γράμματα ἀπὸ τοὺς Φοίνικες (τῆς Βοιωτίας), ἔπειτα τροποποίησαν μερικὰ ἀπ᾿ αὐτά, καὶ καθὼς τὰ χρησιμοποιοῦσαν, τὰ ὠνόμασαν φοινικηῖα (= φοινικικά), ὅπως ἦταν καὶ τὸ δίκαιο, ἀφοῦ στὴν ῾Ελλάδα τὰ εἰσήγαγαν οἱ Φοίνικες... εἶδα δὲ κι ὁ ἴδιος γράμματα τοῦ Κάδμου στὸ ἱερὸ τοῦ ᾿Απόλλωνος τοῦ ᾿Ισμηνίου στὶς Θῆβες τῶν Βοιωτῶν, γραμμένα πάνω σὲ τρεῖς τρίποδες.  μοιάζουν κυρίως μὲ τὰ ἰωνικά» (῾Ηρόδοτος 5,58-59). στὸ ἴδιο κεφάλαιο ὁ ῾Ηρόδοτος ἱστορεῖ πῶς μία ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Φοινίκων ἀποίκων τῆς Θήβας, ποὺ σιγὰ σιγὰ ἀφωμοιώθηκαν μὲ τοὺς ῞Ελληνες, διεισέδυσε καὶ στὴν ᾿Αθήνα, κι ὅτι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς Φοίνικες τῶν ᾿Αθηνῶν ἦταν οἱ δύο, ῾Αρμόδιος κι ᾿Αριστογείτων, ποὺ σκότωσαν τὸν Πεισιστρατίδη ῞Ιππαρχο, ἀδερφὸ τοῦ τυράννου τῶν ᾿Αθηνῶν ῾Ιππίου, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἀργότερα ὁ Πλάτων, οἱ ῥήτορες, καὶ ἄλλοι ἐξυμνοῦσαν ὡς πατέρες τῆς ᾿Αθηναϊκῆς δημοκρατίας (῾Ηρόδοτος 5,55-57. Πλάτων, Συμπ., 182bc. Αἰσχίνης, Τιμ., 132. Πλούταρχος, ᾿Ερωτ., 24 (770b). ᾿Αθήναιος 13,78,602a). ὁ ῾Ηρόδοτος, ὅπως καὶ σχεδὸν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες, φαίνεται ὅτι δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ προϊστορικοὶ ῞Ελληνες καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἀλφαβήτου εἶχαν ἄλλα γράμματα. ἀνασκαφικῶς διαπιστώνεται ὅτι εἶχαν κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους τοὐλάχιστο ἑφτὰ γραφὲς ἢ γραμματάρια, ἤτοι μία ζωγραφικὴ σκηνογραφικὴ τῆς μιᾶς σκηνῆς, μία ζωγραφικὴ σκηνογραφικὴ τῶν πολλῶν διαδοχικῶν σκηνῶν, δύο εἰκονογραφικὲς λεξεογραφικές, μία εἰσηγμένη σφηνοειδῆ λεξεογραφικὴ ἢ συλλαβογραφική, καὶ δύο γραμμικὲς συλλαβογραφικές, τὴν Α καὶ τὴ Β, ἢ κρητομινωϊκὴ καὶ μυκηναϊκὴ ἢ ἀχαιική. ἡ τελευταία ἦταν ἡ καλλίτερη καὶ εἶχε 91 γράμματα· ἀλλὰ σὲ σύγκρισι μὲ τὸ ἀλφάβητο ἦταν πολὺ ἀτελὴς καὶ πρωτόγονη καὶ πολὺ ἀνεπαρκὴς γιὰ δημιουργία αἰώνιας γραμματείας.
      Οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι ῞Ελληνες μαρτυροῦν ὅλοι περίπου ὅ,τι καὶ ὁ ῾Ηρόδοτος. στὴν κλασσικὴ καὶ στὴν ἀλεξανδρινὴ ἀρχαιότητα δὲν ὑπῆρξε καμμία διαφωνία γιὰ τὸ ὅτι τὸ ἀλφάβητο οἱ ῞Ελληνες τὸ πῆραν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ γράμματα λέγονται φοινικηῖαφοινικεῖαφοινικικά.
       Στὴ βυζαντινὴ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ ΙΒ΄ αἰῶνος Σούμμα (ἢ ΣουΐδαςΣούδα) παραδίδεται γιὰ τὸ ἀλφάβητο καὶ ὁ ὅρος δωρικὰ γράμματα, ποὺ δείχνει ὅτι αὐτὸ τὸ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες κυρίως οἱ Δωριεῖς, ὅταν ἦταν κυρίαρχοι τῆς ῾Ελλάδος. ἦταν δὲ πράγματι οἱ ῞Ελληνες τῆς Βοιωτίας Δωριεῖς. ἀλλὰ καὶ ὅλης σχεδὸν τῆς ῾Ελλάδος ἡγεμόνες ἦταν οἱ ἴδιοι γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν κάθοδό τους. ὁ ὅρος δωρικὰ ἀντιδιαστέλλει τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τ᾿ ἀχαιικά, δηλαδὴ τὴ γραμμικὴ Β, καὶ ἀναφέρεται στοὺς χρῆστες καὶ ὄχι στοὺς ἐφευρέτες ἢ εἰσαγωγεῖς.
      Οἱ ἀλεξανδρινοὶ γραμματικοί, θέλοντας νὰ ἐξηγήσουν τὸ περίεργο φαινόμενο, ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τὰ μόνα ὀνόματα ποὺ εἶναι ἄκλιτα, χωρὶς καμμία πτῶσι καὶ ἀριθμό, εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου ἄλφα βῆτα γάμμα δέλτα κλπ., λὲν ὅτι αὐτὸ συμβαίνει, ἔπειδὴ εἶναι ὀνόματα βάρβαρα (=ξενόγλωσσα), διότι τὰ γράμματα εἶναι βαρβάρων εὑρήματα. ὅπως δηλαδὴ εἶναι καὶ σήμερα ἄκλιτα τὰ μὴ ἑλληνικὰ ὀνόματα τρακτὲρ ἀσανσὲρ πορτατὶφ κλισὲ γκισὲ κλπ..
      Σὲ ὄψιμα χρόνια, ὅπως εἶναι τὰ ἑλληνορρωμαϊκά, ὅταν δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ὑπάρχουν πληροφορίες καὶ ντοκουμέντα γιὰ τὴν προέλευσι τοῦ ἀλφαβήτου, ἀλλὰ μόνο ἐξηγήσεις καὶ θεωρίες (ποὺ οἱ συγκεκριμένες φέρουν ἄλλωστε καὶ ἔντονα ἐθνικιστικὸ χαρακτῆρα, κι ὄχι τὸν οὐδέτερο τῶν πληροφοριῶν τοῦ Σοφοκλέους καὶ τοῦ ῾Ηροδότου), διατυπώθηκαν γιὰ τὴν προέλευσί του ἄλλες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι ἀμάρτυρες ἢ μυθικές, ὅπως λ.χ. ὅτι τὰ γράμματά του ὠνομάστηκαν φοινικεῖα πρὸς τιμὴν τῆς πρόωρα πεθαμένης κόρης τοῦ ᾿Ακταίωνος Φοινίκης ! (Ἄνδρων, Σκάμων, Μενεκράτης, στὰ Σχόλια τοῦ Διονυσίου Θρᾳκός, 6 GG 184· 192· καὶ στοὺς λεξικογράφους ῾Ησύχιο, Φώτιο, Σούμμα). πάντοτε ἄλλωστε οἱ εἰσηγηταὶ τέτοιων ἀπιθάνων ἀπόψεων, ἀνώνυμοι σχολιασταὶ συνήθως, μπερδεύουν τὸ ἀλφάβητο μὲ τὰ γράμματα. ἄλλο ὅμως εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ ὑπῆρχαν καὶ στὴν ῾Ελλάδα καὶ σ᾿ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ ἀλφάβητο, κι ἄλλο τὸ εἰδικὸ γραμματάριο τὸ λεγόμενο ἀλφάβητο, ἐπειδὴ ἔχει τὰ δύο πρῶτα γράμματά του ἄλφα καὶ βῆτα, τὸ ὁποῖο ἐπινοήθηκε σὲ δεδομένο χρόνο καὶ τόπο, καὶ ἦρθε στὴν ῾Ελλάδα σὲ δεδομένο χρόνο ἀπὸ δεδομένο δότη καὶ μὲ δεδομένο κομιστή.
      Τὸ ἀλφάβητο ἦρθε στὴν ῾Ελλάδα τὸν ΙΑ΄ π.Χ. αἰῶνα, πιθανῶς ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1080-1050 π.Χ., τὰ δὲ πρῶτα σῳζόμενα κείμενα ποὺ γράφτηκαν κάποτε μ᾿ αὐτὸ εἶναι τὰ ῾Ομηρικὰ Ἔπη. τὸ πρῶτο σῳζόμενο αὐτόγραφο εἶναι ἡ ἀριστερόστροφη ἐπιγραφὴ τοῦ Διπύλου ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ Η΄ αἰῶνος. τὸ ἀλφάβητο ἦρθε ἀριστερόστροφο, κι ἔτσι χρησιμοποιόταν στὴν ῾Ελλάδα ἐπὶ μισὴ χιλιετία, ἐνῷ οἱ ῞Ελληνες τὴν προαλφαβητικὴ γραφή τους τὴν ἔγραφαν δεξιόστροφα. μετὰ μισὴ χιλιετία γύρισαν καὶ τὸ ἀλφάβητο δεξιόστροφο, ἀφοῦ δοκίμασαν μόνο γιὰ μισὸ αἰῶνα τὴ βουστροφηδὸν γραφὴ (μία σειρὰ ἀριστερόστροφη μία δεξιόστροφη). καὶ τὸ πῆραν καὶ τὸ εἶχαν ἐπὶ μισὴ χιλιετία οἱ δεξιόστροφοι ῞Ελληνες τὸ ἀλφάβητο ἀριστερόστροφο, ἐπειδὴ τέτοιο τὸ εἶχαν οἱ δότες ἀπὸ κατασκευῆς του. κατὰ τὴν ἴδια μισὴ χιλιετία οἱ ῞Ελληνες εἶχαν ἐπίσης τὸ ἀλφάβητο μὲ 22 γράμματα, μὲ ὅσα τὸ εἶχαν ὁ ἐφευρέτης καὶ ὁ κομιστής, ἀλλὰ μετὰ τὴ μισὴ χιλιετία ἄρχισαν νὰ τὸ προσαρμόζουν στὴ γλῶσσα τους καλλίτερα προσθαφαιρώντας γράμματα. μέσα σὲ 2 αἰῶνες (F΄-E΄) ἀφῄρεσαν ἐν τέλει 3 γράμματα ( ), πρόσθεσαν 4 (ΦΧΨΩ), καὶ ἕνα, τὸ Η, ποὺ τὸ πῆραν ὡς σύμφωνο (h), τὸ ἔκοψαν κατακόρυφα μισὸ  γιὰ τὸ σύμφωνο   (=δασεῖα), ἐνῷ ὁλόκληρο Η τὸ χρησιμοποίησαν γιὰ τὸ μακρὸ φωνῆεν Ε· διότι τὸ ἧτα εἶναι μακρὸ ἔψιλον. δὲν ἀληθεύει ἡ ἀμάρτυρη καὶ ἀστήρικτη θεωρία, ὅτι τὰ Α Ε Ι Ο Υ ἦταν στὸ δότη καὶ κομιστὴ σύμφωνα, καὶ οἱ ῞Ελληνες τὰ ἔκαναν φωνήεντα. τὰ εἶχαν κι ἐκεῖνοι ὡς φωνήεντα. αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ ῞Ελληνες μόνο γιὰ τὸ Η μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶπα παραπάνω. ἀπὸ τὴν προαλφαβητικὴ δική τους γραφή, τὴν ἀχαιικὴ ἢ μυκηναϊκὴ λεγομένη ἢ γραμμικὴ Β, οἱ ῞Ελληνες κράτησαν καὶ πρόσθεσαν στὸ ἀλφάβητο μόνο ἕνα γράμμα, τὸ Ψ, τὸ ὁποῖο σ᾿ ἐκείνη ἦταν ἡ συλλαβὴ ι, ἀλλὰ στὸ ἀλφάβητο χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴ συμφωνικὴ διφθογγία ψ (=πσ). ἐπίσης οἱ ῞Ελληνες χρησιμοποίησαν τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου ὡς ἀριθμούς, κι αὐτὸ εἶναι δική τους ἐπινόησι. ἤδη στὰ προκλασσικὰ χρόνια ἔκαναν δυὸ ἀλφαβητικὰ ἀριθμητάρια, ἕνα ἀκροφωνικό (Π = 5, Δ = 10, Η = 100 (hεκατόν), Χ = 1000, Μ = 10.000 = μύρια), κι ἕνα τακτικό (Α = 1, Β = 2, Γ = 3, Δ = 4, Ε = 5, κλπ.)· πολὺ ἀργότερα ἔκαναν καὶ τὸ σημερινὸ ἀριθμητάριο, ποὺ εἶναι πάλι ἀλφαβητικό. τὸ πῆραν δὲ οἱ ῞Ελληνες τὸ ἀλφάβητο σὲ πολλοὺς ταυτόχρονα τόπους, σὲ κάθε τόπο τῆς στεφάνης τοῦ Αἰγαίου ὅπου γειτνίαζαν μὲ φοινικικὲς ἀποικίες, κυριώτερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν, ὅπως εἶπα, ἡ Μίλητος, αἱ Θῆβαι, καὶ ἡ Βύβλος τοῦ Παγγαίου. πρὶν ἀπὸ τὸ 500 π.Χ. προέκυψε ἡ σημερινὴ παραλλαγὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, αὐτὴ μὲ τὰ 24 γράμματα, ποὺ εἶναι σαμιακή, κι αὐτὴ ἐπιβλήθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ῾Ελλάδα ἀπὸ τὸ Μ. ᾿Αλέξανδρο (336-323 π.Χ.). τὸν Η΄ π.Χ. αἰῶνα οἱ ῞Ελληνες τῶν ἀποικιῶν τῆς ᾿Ιταλίας μετέδωσαν τὸ ἀλφάβητο καὶ στοὺς Λατίνους. ἀκριβέστερα τοὺς μετέδωσαν τὴν παραλλαγὴ τῆς Κύμης μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ δισκελὲς R. ἡ ἀρχαιότερη λατινικὴ ἐπιγραφὴ εἶναι περίπου τοῦ 700 π.Χ., λίγο νεώτερη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη ἑλληνική.
      Ποιός ὅμως εἶναι ὁ ἐφευρέτης τοῦ ἀλφαβήτου; ἀποκλείεται νὰ ἦταν οἱ Φοίνικες, διότι ἦταν ἕνας λαὸς ποὺ δὲν ἀνέπτυξε ποτὲ γραμματεία.   ὅλες οἱ σῳζόμενες φοινικικὲς ἐπιγραφές, σχεδὸν πάντα ἐπιγραφὲς τάφων, δὲν συμπληρώνουν περισσότερες ἀπὸ 20 σελίδες, σύγγραμμα δὲ ἢ ποίημά τους δὲν παραδόθηκε κανένα. δὲν ἦταν λαὸς ποὺ εἶχαν μιὰ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη γιὰ ἔκφρασι, ἡ ὁποία θὰ τοὺς ὠθοῦσε στὴν ἐπινόησι τῆς τελειότερης γραφῆς τοῦ κόσμου καὶ τῶν αἰώνων, ὅπως εἶναι τὸ ἀλφάβητο. οἱ ναυτικοὶ καὶ ἔμποροι καὶ κατὰ καιροὺς θαλασσοκράτορες Φοίνικες (ὅταν δὲν ἦταν τέτοιοι οἱ ῞Ελληνες καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι) ἦταν μόνο κομισταὶ τοῦ ἀλφαβήτου στὴν ῾Ελλάδα. οἱ ἴδιοι τὸ πῆραν ἀπὸ ἄλλο λαὸ γειτονικό τους, καὶ ὁπωσδήποτε σημιτικό, διότι τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων εἶναι σημιτικά. καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσαν μόνο στὸ σέκρετο, δηλαδὴ στὶς κρατικὲς καὶ ἱερατικὲς κι ἐμπορικὲς ὑπηρεσίες, ὄχι ποτὲ σὲ ἐπιστήμη ἢ λογοτεχνία. (ἀνέκαθεν καὶ μέχρι σήμερα τὰ γράμματα χρησιμοποιοῦνται σὲ τέσσερες τομεῖς, σέκρετο ἐπιστήμη λογοτεχνία δημοσιογραφία.)
      ῾Ο μόνος λαὸς τῆς περιοχῆς τῶν Φοινίκων, ποὺ ἀνέπτυξε στὴν ἀρχαιότητα σπουδαία γραμματεία, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἀρχαιότερη ἀπὸ τὴν ἑλληνική, καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαιότερη γραμματεία τῆς γῆς, μὲ δεύτερη τὴν ἑλληνική, εἶναι ὁ ἀρχαῖος ᾿Ισραήλ. ὅλος ὁ σημιτικὸς καὶ χαμιτικὸς περίγυρος τοῦ ᾿Ισραὴλ ὑπῆρξαν λαοὶ χωρὶς καμμία γραμματεία. σ᾿ αὐτὸ τὸν περίγυρό τους ἀνήκουν καὶ οἱ Χαμῖτες Φοίνικες. ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διαπίστωσι αὐτή, γιὰ τὴν ἐφεύρεσι τοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ᾿Ισραηλῖτες ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ἰσχυρὰ τεκμήρια, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἀκόλουθα.
      Τὸ φθογγικὸ καὶ γραμμικὸ ἀλφάβητο εἶναι ἀκροφωνικό. τὰ ἀρχικὰ γράμματά του, ποὺ ἀνευρίσκονται ἀνεξέλικτα ἀκόμη στὶς πανάρχαιες ἑβραϊκὲς κι ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, εἶναι ἀφῃρημένα καὶ στυλιζαρισμένα εἰκονίδια, καὶ τὰ ὀνόματά τους εἶναι λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο γράμμα καὶ δηλώνουν τὸ ζῷο ἢ τὸ ἀντικείμενο ποὺ εἰκονίζει αὐτό. εἶναι δὲ ὅλα ἀνεξαιρέτως ἑβραϊκὰ ὀνόματα ποὺ ἀνευρίσκονται στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέχρι καὶ 1400 φορὲς τὸ καθένα. καὶ εἶναι τὰ ἑξῆς˙ Α ἄλπα = βοῦς (Ψα 143,14· παίρνω τὴν ἑλληνικὴ μετάφρασι τῶν ὀνομάτων ἀπὸ τὴ μετάφρασι τῶν ῾Εβδομήκοντα)· Β βῆτ = οἶκος (Γε 28,19)· Γ γάμελ = κάμηλος (Γε 12,16)· Δ δὲλτ = θύρα (Γε 19,9)· Ε ἔα῾ = ἐσχάρα (᾿Ιε 43,22)· Υ (= F) ὐαῦ = ἀγκύλη (= θηλυκὸς γάντζος, ῎Εξ 37,15)· Ζ ζυὶτ = φιάλη (= κύλιξ, Ζα 9,15)· Η ἧτς = τοῖχος (=φραγμός, κάγκελλο, ᾿Ιζ 13,10)· Θ θῆτ = νῆμα (= κουβάρι, ῎Εξ 35,25)· Ι ἰῶδ = χείρ (Γε 3,22)· Κ κὰπ = κλάδοι (᾿Ησ 55,12)· Λ λάμδα = ἀροτρόπους (= ἀλετρόχειρο, Κρ 3,31)· Μ μὶμ = ὕδωρ (= κυματισμένη ἐπιφάνεια νεροῦ, Γε 1,2)· Ν νῦ῾ = ἀνάπαυσις (= σαὶζ λόγκ, ᾿Ησ 23,12)· Ξ ξάμεκ = ἀντιστήριγμα (᾿Ιζ 30,6)· Ο ὄιν = ὀφθαλμός (Γε 3,5·16,7)· Π πᾶε = λοιπὸν θερισμοῦ (= γωνία, Λε 23,22)·  τσάδε = πλευραί (= παΐδια, ᾿Αρ 33,55)·  (= Q) κῦπ = λίθος τορευτὸς (= ξιφολαβή, Γ΄ Βα 10,22)· Ρ ρᾶς = κεφαλή (Γε 3,15)· Σ σὰν = ὀδόντες (Γε 49,12)· Τ ταῦ = σημεῖον (= τσεκάρισμα =  +, ᾿Ιζ 9,4). δὲν δίνω ἐδῶ ἐξηγήσεις γιὰ τὴ γραφικὴ ἐξέλιξι ὅλων τῶν σκαριφημάτων καὶ γιὰ τὴ σημασιολογικὴ ἐξέλιξι ὅλων τῶν ὀνομάτων, οἱ ὁποῖες ἐξελίξεις καὶ τ᾿ ἀπομάκρυναν κάπως ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ εἰκόνα καὶ σημασία τοῦ ὀνόματος, ὁπότε μόνο μὲ σχετικὸ σχολιασμὸ γίνονται κατανοητά. ἀναφέρω μόνο δύο παραδείγματα. τὸ Α (= βοῦς) ἀνευρίσκεται ἀρχικὰ ὡς  . τὸ τρίγωνο εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ βοδιοῦ, οἱ πάνω γραμμὲς τὰ κέρατα, καὶ οἱ κάτω τ᾿ αὐτιά· τὸ Θ (=κουβάρι) ἀνευρίσκεται ἀρχικὰ ὡς  καὶ στὸ βιβλικὸ κείμενο ἀπαντᾶται ὡς χρόνος τοῦ νήθω, ῥήματος ποὺ ἔχει παθητικὸ ῥηματικὸ οὐσιαστικὸ τὸ ὄνομα νῆμα. σὲ καμμιὰ ἄλλη γλῶσσα τῶν παραμεσογείων λαῶν, ἢ καὶ ὅλης τῆς γῆς, δὲν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πολλαπλὸ καὶ ἀκαταμάχητο ντοκουμέντο.
      Τὰ ζῷα ἐργαλεῖα σκεύη ἀντικείμενα καὶ λοιπὰ πράγματα ποὺ δηλώνουν τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου εἶναι μόνο στεριανά· οὐδέποτε εἶναι θαλασσινά, ναυτικά, ἁλιευτικά. οἱ Φοίνικες ἦταν λαὸς κατ᾿ ἐξοχὴν ναυτικός. κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς περιοχῆς, μέχρι καὶ τοὺς ῞Ελληνες, μόνον ὁ ᾿Ισραήλ, ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἡ μεγάλη αὐτοκρατορία τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου, δὲν εἶχε καμμία σχέσι μὲ τὴ θάλασσα. χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὶς θαλάσσιες μεταφορές των τὸ ναυτικὸ τῶν πάντοτε φίλων τους Φοινίκων, ὅπως μαρτυρεῖται σαφῶς καὶ κατ᾿ ἐπανάληψι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
      ᾿Αριστερόστροφα ἔγραφαν βέβαια, ὅπως μέχρι καὶ σήμερα, ὅλοι οἱ Σημῖτες καὶ Χαμῖτες, κι αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι χρησιμοποιοῦσαν γιὰ γραφίδα μελάνης τὸν σχοῖνον (= πινελάκι), ποὺ ἦταν μαλακὸς καὶ λυγιζόμενος, ὁπότε ὁ γραφεὺς βολευόταν νὰ γράφῃ ὄχι ἐκτείνοντας τὸ δεξιὸ χέρι πρὸς τὴν ἔκτασι, δηλαδὴ πρὸς τὰ δεξιά, ἀλλὰ μαζεύοντάς το πρὸς τὴν πρόπτυξι, δηλαδὴ πρὸς τ᾿ ἀριστερά, ἐνῷ οἱ ῞Ελληνες καὶ οἱ Ῥωμαῖοι, ποὺ ἔγραφαν ἀντιστοίχως μὲ σκληρὸ κι ἀλύγιστο κάλαμον καὶ σκληρὴ κι ἀλύγιστη penna (= πέννα = φτερό), ἔγραφαν ἀνέκαθεν δεξιόστροφα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μισὴ χιλιετία (1100-500 π.Χ.) ποὺ ἦταν πρόσφατοι παραλῆπτες τοῦ σημιτικοῦ ἀριστερόστροφου ἀλφαβήτου, κι ἔγραφαν κι αὐτοὶ ἀριστερόστροφα, μέχρι ποὺ ἡ σκληρὴ γραφίδα τους τοὺς ἀνάγκασε νὰ ξαναγυρίσουν δεξιόστροφα.
     Δὲν ἀληθεύει ὅτι οἱ ᾿Ισραηλῖτες δὲν εἶχαν στὸ ἀλφάβητο φωνήεντα κι ὅτι τὰ γράμματα A E Y I O παρίσταναν σ᾿ αὐτοὺς σύμφωνα (καὶ ποιά σύμφωνα ἀλήθεια;). ὑπάρχουν βιβλικὲς ἑβραϊκὲς λέξεις ἠχοποίητες, ποὺ περιέχουν τὸ ἕκτο γράμμα Υ (ἢ ἀργότερα καὶ F), δηλαδὴ τὸ φθόγγο ου = u, γιὰ νὰ δηλώσουν ἀκριβῶς τὸν ἦχο ου. τὸ πτηνὸ ποὺ φωνάζει τοὺρ τοὺρ τροὺ τροὺ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς λέγεται ἑλληνιστὶ τρυγών, λατινιστὶ turtur, νεοελληνιστὶ τρυγόνατουρτούρα, ἀγγλιστὶ turtle, γαλλιστὶ turterelle, καὶ γερμανιστὶ turteltaube, πάντοτε ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του, στὴ βιβλικὴ ἑβραϊκὴ λέγεται καὶ γράφεται τυρ (῏Ασ 2,12). ἐπίσης στὴ βιβλικὴ ἑβραϊκὴ ἡ γροθιά, ποὺ ὅταν χτυπάῃ, κάνει γκντούπ, λέγεται καὶ γράφεται γδυπ (Σφν 2,8 κονδυλισμὸς = γροθιά).
   Οἱ ἀλφαβητικὲς ἀκροστιχίδες σὲ ποιήματα ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν παγκόσμια γραμματεία σὲ ποιήματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ψαλμοὶ 110, 118, 144· Παροιμιῶν τέλος · Θρῆνοι), ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Σολομῶντος (ΙΑ΄- Ι΄ π.Χ. αἰῶνες), δεύτερη δὲ φορὰ σὲ ῞Ελληνες ποιητὰς γύρω στὸ 500 π.Χ. (᾿Επίχαρμος).
      Οἱ μουσικὲς νότες, ποὺ ἀρχικὰ ἦταν γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου γραφόμενα πάνω ἀπὸ τοὺς στίχους, ἐπινοήθηκαν ἀπὸ τὸ Δαυῒδ τὸν ΙΑ΄ π.Χ. αἰῶνα ( Α΄ Πα 15,27-28 φωνὴ σωφὲρ = μέλος γραπτό). στὴν ῾Ελλάδα εἰσήχθησαν μέσῳ Λυδῶν τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα ἀπὸ τὸ λυρικὸ ποιητὴ Τέρπανδρο τὸ Λέσβιο (᾿Απόσπ. 4 Crusius. Στράβων 13,2,4. Κλεωνίδης, 12), κι ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ἡ ἑλληνικὴ λυρικὴ ποίησι.
    Τὰ στενογραφικὰ σύμβολα, ποὺ καθ᾿ ὅλη τὴν ἀρχαιότητα ἦταν γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, ἐπινοήθηκαν ἀπὸ ᾿Ισραηλῖτες στὰ χρόνια τοῦ Δαυΐδ (Ψα 44,1-2), ἐνῷ στὴν ῾Ελλάδα εἰσήχθησαν τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα μὲ τὶς μακεδονικὲς κατακτήσεις (᾿Επιγραφὴ ἀκροπόλεως ᾿Αθηνῶν 4.321 IG 2,5,290-1), στοὺς δὲ ῾Ρωμαίους τὸν Α΄ π.Χ. αἰῶνα ἀπὸ ἕναν ῞Ελληνα μορφωμένο δοῦλο τοῦ Κικέρωνος καὶ στενογράφο του (Πλούταρχος, Κάτ. νεώτ. 23,3-4. Asconius, Orat. Cicer. enarr., 36).
      ᾿Ισραηλιτικὴ ἑβραιόγλωσση εἶναι ἡ ἀρχαιότερη ἀλφαβητικὴ ἐπιγραφή, τὸ ᾿Αγροτικὸ ἡμερολόγιο τῆς Γαζὲρ τοῦ ΙΑ΄ π.Χ. αἰῶνος, μωαβιτικὴ ἡ δεύτερη, ἡ Στήλη τοῦ Μωσά (Ι΄ π.Χ. αἰ.), φοινικικὴ ἡ τρίτη, ἡ Στήλη τοῦ χιρὰμ (=βασιλέως) τῆς Βύβλου (Ι΄ π.Χ. αἰ.), ἑλληνικὴ ἡ τέταρτη, ἡ ᾿Επιγραφὴ τῆς οἰνοχόης τοῦ Διπύλου (Η΄ π.Χ. αἰ.) καὶ λατινικὴ ἡ πέμπτη, ἡ ᾿Επιγραφὴ τῆς χρυσῆς περόνης τοῦ Πραινέστου (700 π.Χ.). ἐννοεῖται ὅτι τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ ἔχει καὶ πολλὲς δεύτερες χρονικῶς ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτη του ἐπιγραφές, τὶς ὁποῖες δὲν ἀναφέρω. κι ἀπὸ τὰ παραπάνω ἔθνη, καθὼς κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ τῆς Μεσογείου, ἀλλὰ καὶ τῆς γῆς, πρὸ τοῦ μεγάλου ᾿Αλεξάνδρου, δύο μόνο ἔθνη χρησιμοποίησαν τὸ ἀλφάβητο γιὰ συγγράμματα καὶ ποιήματα, πρῶτοι οἱ ᾿Ισραηλῖτες, καὶ μετὰ 5 ἢ 6 αἰῶνες δεύτεροι οἱ ῞Ελληνες · καὶ μετὰ τὸν ᾿Αλέξανδρο, ἤτοι 12 αἰῶνες μετὰ τοὺς ᾿Ισραηλῖτες καὶ 6 ἢ 7 αἰῶνες μετὰ τοὺς ῞Ελληνες, τρίτοι οἱ ῾Ρωμαῖοι. ὅλες οἱ ἄλλες ἀλφαβητικὲς γραμματεῖες τῆς γῆς εἶναι τῶν μετὰ τὸ Χριστὸ χρόνων.
      Οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες, ποὺ μέχρι τὸ μέγα ᾿Αλέξανδρο νόμιζαν ὅτι τὸ ἀλφάβητο τὸ ἐφεῦραν οἱ Φοίνικες ποὺ τοὺς τὸ ἔδωσαν, μετὰ τὶς μακεδονικὲς κατακτήσεις ἐρεύνησαν καὶ διευκρίνησαν πλέον ποιοί ἀκριβῶς ἦταν οἱ βάρβαροι ποὺ τὸ ἐφεῦραν. γι᾿ αὐτὸ καὶ μαρτυροῦν πλέον ὅτι τὸ ἐφεῦραν οἱ ῾Εβραῖοι. τοὺς ῾Εβραίους οἱ ἀρχαῖοι γενικῶς τοὺς λὲν ἄλλοτε ἔτσι ῾Εβραίους (Παυσανίας 8,16,5. Σχολιαστὴς Διονυσίου Θρᾳκός, 6 GG 320) ἢ ᾿Ιουδαίους (Μεγασθένης, ᾿Ινδικά, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 8,6,5), κι ἄλλοτε Σύρους (῾Ηρόδοτος 1,105,1·2·3· 2,104,2· 2,106,1. Μεγασθένης, ἔνθ᾿ ἀνωτ.. Κλέαρχος, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 9,5,6. Μανέθων, στὸν ᾿Ιώσηπο, ᾿Απ. 1,266. Χαιρήμων, Αὐτ. 1,292). διότι οἱ ῾Εβραῖοι εἶναι ἕνας κλῶνος τῶν Σύρων, καὶ Σύρους τοὺς ἔλεγαν πολλὲς φορὲς ὄχι μόνο οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ῾Εβραῖοι συγγραφεῖς (᾿Ιουδαϊκὸς ἑλληνόγλωσσος πάπυρος 126. ᾿Αριστέας, 11. Β΄ Μακκαβαίων 15,36. Καινὴ Διαθήκη, Μθ 4,24· Λκ 2,2. ᾿Ιώσηπος, ᾿Απ. 1,251·276). μερικὲς φορὲς δὲ τοὺς λὲν καὶ Φοίνικες τῶν Σολύμων (=᾿Ιεροσολύμων) (Χοιρίλος καὶ Νουμήνιος, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 9,9,1. Διονύσιος Περιηγ., 910, καὶ ὁ σχολιαστής του Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης). Στέφανος Βυζ., λ. ᾿Ιόππη), ἢ ᾿Ασσυρίους (Στέφανος Βυζ.), ἢ καὶ Χαλδαίους (Φίλων, Βίος Μωϋσ. 2,26·31·38·40). εἰδικὰ λοιπὸν γιὰ τὸ ὅτι τὸ ἀλφάβητο τὸ ἐφεῦραν οἱ ῾Εβραῖοι τὸ ἀναφέρουν ὡς πληροφορία ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὶς ἔρευνές των ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (5,74,1· ἀναφέρει τὴν πληροφορία σὰν ξένη καὶ ὄχι δική του), ὁ Πλίνιος (7,192), ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς (Στρ. 1,16,75,1), ὁ ἀνώνυμος σχολιαστὴς τοῦ ἀλεξανδρινοῦ γραμματικοῦ Διονυσίου Θρᾳκός (6 GG 320), κι ἀργότερα ὁ Βυζαντινὸς χρονογράφος ᾿Ιωάννης Μαλάλας (Χρον., 2 CSHB, σ. 34). ὁ δὲ ᾿Ισίδωρος ῾Ισπάλεως λέει, ὄχι σὰν ἱστορικὴ πληροφορία ἀλλὰ μόνο σὰν ἐκτίμησί του, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ σύγκρισι τῶν γραμμάτων, ὅτι Τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα φαίνονται νὰ προέρχωνται ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ (Etym. 1,3,4-5).   ἀλλὰ πρὶν ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τὸ μαρτυρεῖ ὡς ἐθνική του παράδοσι ὁ ἑλληνόγλωσσος ῾Εβραῖος Εὐπόλεμος (᾿Απόσπ. στὸν Κλήμεντα ᾿Αλ., Στρ. 1,23,153,4). αὐτὴ ἡ ἐθνικὴ παράδοσι τῶν ῾Εβραίων διασῴζεται καὶ στὰ μετὰ Χριστὸν χρόνια, στὸ ταλμουδικὸ ἑβραϊκὸ βιβλίο ᾿Εσχάτη πύλη (88b).
      ῞Ολα τὰ ντοκουμέντα μαρτυροῦν ῥητῶς ἢ δείχνουν ἀρχαιολογικῶς ὅτι τὸ ἀλφάβητο εἶναι ἐφεύρεσι ἰσραηλιτική. γιὰ κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τεκμήριο ὅτι εἶναι δική του ἐφεύρεσι. καὶ δὲν ὑπάρχει στὴν παγκόσμια ἱστορία κανένα πρᾶγμα ποὺ νὰ μαρτυρῆται μὲ τόσα καὶ τόσο ἰσχυρὰ τεκμήρια, ὅσα μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἰσραηλιτικὴ προέλευσι τοῦ ἀλφαβήτου.
      ᾿Απὸ τοὺς παραπάνω ἀρχαίους συγγραφεῖς ὁ ῾Εβραῖος Εὐπόλεμος ὁ ῞Ελληνας Κλήμης ᾿Αλεξανδρεὺς κι ὁ Λατῖνος ᾿Ισίδωρος ῾Ισπάλεως (στὶς προεκτεθειμένες παραπομπές των) παραδίδουν καὶ ἀναμεταδίδουν ἐπὶ πλέον λεπτομερέστερα τὴν πληροφορία, ὅτι ὁ ᾿Ισραηλίτης ποὺ ἐφεῦρε τὸ ἀλφάβητο εἶναι ὁ Μωϋσῆς. ὁ δὲ ἐπιπόλαιος ᾿Αρτάπανος, ποὺ ἔχει τὴν παράδοσι παρεφθαρμένη, λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς, ποὺ εἶναι ὁ Μουσαῖος τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο, ἐφεῦρε τὰ αἰγυπτιακὰ ἱερὰ γράμματα! (᾿Αρτάπανος, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 9,27,3-4). ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἐφεῦρε τὸ ἀλφάβητο φαίνεται κι ἀπὸ τὰ πράγματα. τὸ ἀλφάβητο στὰ χρόνια τοῦ Δαυῒδ (ΙΑ΄ π.Χ. αἰ.) ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν εἶναι ἀκόμη κτῆμα μόνο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ φαίνεται ἀπαρχαιωμένο, διότι μερικὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων του, ὡς κοινὰ ὀνόματα ζῴων καὶ ἀντικειμένων, ἔχουν ἤδη διανύσει μιὰ κάποια σημασιολογικὴ ἐξέλιξι, ποὺ προϋποθέτει παρέλευσι πέντε περίπου αἰώνων. ᾿Ισραηλῖτες ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων πρὶν ἀπὸ τὸ Δαυῒδ καὶ τὸ Σαμουὴλ εἶναι μόνον ὁ Μωϋσῆς κι ὁ γραμματεύς του ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυή. πρὶν δὲ ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ τέτοιος δὲν φαίνεται κανένας. εἶναι δὲ ὁ Μωϋσῆς ὄχι μόνο τοῦ ᾿Ισραὴλ ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ὁ πρῶτος συγγραφεὺς βιβλίων γραμμένων μὲ τὸ ἀλφάβητο. δὲν ὑπάρχει βιβλίο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴ Γένεσι καὶ τὸ Νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ τὸ Δευτερονόμιο. τὰ 10 ἢ 11 ἀρχαιότερα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι καὶ τ᾿ ἀρχαιότερα τῆς ἀνθρωπότητος. κάποιες μεταχρονολογήσεις τῶν βιβλίων αὐτῶν καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς πατρότητος καὶ ἑνότητός των, διδασκόμενες καὶ στὸ φοιτητικὸ κόσμο, γίνονται πάντοτε χωρὶς τεκμήρια καὶ ἄλλα ἐρευνητικὰ στηρίγματα, ὡς φαντασιώσεις μόνο καὶ ἀλχημεῖες ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι φυσικῶς μὲν χαμηλοῦ νοητικοῦ ἐπιπέδου ἐπιστημονικῶς δὲ τελείως ἀκατάρτιστοι, καὶ στὴν πρόθεσι φανατικὰ προκατειλημμένοι ἐναντίον τῆς Βίβλου.
      Εἶναι λοιπόν, μετὰ τὰ ὅσα εἶπα, εὐνόητο ὅτι ὁ Μωϋσῆς, προκειμένου νὰ γράψῃ κάποια βιβλία, ποὺ ἤθελε νὰ μείνουν αἰώνια, καὶ μὴ βλέποντας κανένα γραμματάριο νὰ ἔχῃ αὐτὸ τὸ προσόν, κάθισε καὶ μελέτησε πολλὰ γραμματάρια, προφανῶς ὅλα τὰ τῶν λαῶν τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου (εἶχε αὐτὴ τὴν εὐχέρεια, διότι ἡ Αἴγυπτος τότε ἦταν ἡ μεγάλη καὶ ἡγεμονεύουσα δύναμι τῆς Μεσογείου), κι ἀφοῦ εἶδε τί τοὺς λείπει καὶ πρὸς τὰ ποῦ βαίνει ἡ ἐξέλιξί τους (ἀπὸ τὴ σκηνὴ στὴ λέξι, ἀπὸ τὴ λέξι στὴ συλλαβή), ἀναλύοντας περαιτέρω, μέχρι τὸ ἄτομο τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, συνέλαβε τὸ φθόγγο. ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὸ νὰ φτιάξῃ τὸ ἀλφάβητο ἦταν μόνο παιχνίδι μιᾶς ὥρας. πολλὲς φορὲς μικρὰ παιδιὰ παίζαμε φτιάχνοντας ἀπόρρητα ἀλφάβητα μὲ ἄλλα γράμματα, ἐπειδὴ εἴχαμε δεδομένη τὴν ἔννοια τοῦ φθόγγου. προσδιώρισε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς τοὺς 20 φθόγγους καὶ 2 διφθογγίες, καὶ ὥρισε γιὰ τὴ γραφικὴ παράστασι τοῦ καθενὸς ἕνα ἁπλουστευμένο μὲ ἀφαίρεσι καὶ στυλιζαρισμένο εἰκονίδιο ποὺ παρίστανε ζῷο ἢ ἐργαλεῖο ἢ σκεῦος ἢ ἄλλο πρᾶγμα (διάλεξε τὰ 22 συνηθέστερα), τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἄρχιζε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ φθόγγο. Α ἄλπα (βόδι), Β βῆτ (σπίτι), Γ γάμελ (καμήλα), κλπ., ὅπως κάνουν τώρα οἱ ἀσυρματισταὶ ὅταν «ἀλφαβητίζουν» ᾿Αστὴρ Βύρων Γαλῆ Δόξα ῾Ερμῆς = ΑΒΓΔΕ. κι ἐπειδὴ κατάλαβε ἀμέσως ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φωνὴ δὲν ἀναλύεται περισσότερο, κατάλαβε ὅτι ἔφτιαξε τὸ τελειότερο κι ἀξεπέραστο γραμματάριο, αὐτὸ ποὺ γύρευε, γιὰ νὰ γράψῃ τὴ Γένεσι καὶ τ᾿ ἄλλα βιβλία. κι ἄφησε ἔτσι στὴν ἀνθρωπότητα τὴ μεγαλείτερη κληρονομιά, τὸ ἀλφάβητο. (δὲν λέω γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἐπειδὴ αὐτωνῶν ἡ ἀξία εἶναι ἀντικείμενο πίστεως κυρίως, καὶ ὄχι γνώσεως.) ἔτσι συμπεραίνω ὅτι τὸ ἀλφάβητο τὸ ἐφεῦρε ὁ Μωϋσῆς, γύρω στὸ 1500 π.Χ., στὸ Σινά, πρὶν πάῃ στὴν Αἴγυπτο νὰ βγάλῃ τὸν ᾿Ισραήλ. ἐκεῖ στὸ Σινὰ τότε ἔβοσκε τὰ πρόβατά του ὁ τέως πρίγκιπας τῆς Αἰγύπτου Μωϋσῆς. 
      Τὸ ἀλφάβητο διαδόθηκε στὸν κόσμο (πλὴν ᾿Ινδίας Κίνας καὶ ᾿Ινδοκίνας) μὲ τὶς διάφορες κατακτήσεις καὶ μὲ τὸ Χριστιανισμό. ἐπὶ 4-5 αἰῶνες ἦταν κτῆμα μόνο τοῦ μικροῦ ᾿Ισραήλ. ἔπειτα, ὅταν ὁ Δαυῒδ ἔκανε τὸν ᾿Ισραὴλ αὐτοκρατορία ὑποτάσσοντας τὰ γύρω ἔθνη, τὸ ἐπέβαλε καὶ σ᾿ ἐκεῖνα· τὸ ἔδωσε δὲ καὶ στοὺς φίλους του Φοίνικες, τὸ ναυτικὸ τῶν ὁποίων χρησιμοποιοῦσε (ΙΑ΄ π.Χ. αἰ.). τὴν ἴδια ἐποχὴ οἱ Φοίνικες, ὡς θαλασσοκράτορες ποὺ εἶχαν ἀποικίες σ᾿ ὅλες τὶς ἀκτὲς τῆς Μεσογείου, τὸ μετέδωσαν στοὺς ῞Ελληνες, ἐνῷ οἱ μὴ θαλασσινοὶ γείτονες τοῦ ᾿Ισραὴλ ᾿Αρὰμ (=Σύροι) τὸ μετέδωσαν πρὸς ἀνατολὰς στοὺς ἀσιατικοὺς λαούς. Φοίνικες καὶ ῞Ελληνες μαζὶ (διότι καὶ οἱ ῞Ελληνες ἔγιναν γρήγορα ναυτικὸς λαὸς) τὸ μετέδωσαν σ᾿ ὅλο τὸν παραμεσόγειο δακτύλιο. ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνες ἰδιαίτερα οἱ Μακεδόνες, ἀλλὰ καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι, μὲ τὶς κατακτήσεις των, καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὴν εἰρηνικὴ ἐξάπλωσί τους, διέδωσαν τὸ ἀλφάβητο σὲ μεγάλο βάθος τῶν τριῶν ἠπείρων τοῦ παλαιοῦ κόσμου, κι ἀργότερα οἱ Χριστιανοὶ καὶ στὴν ᾿Αμερική. τέλος οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ κυρίως Πορτογάλοι, ῾Ισπανοί, Ἄγγλοι, ῾Ολλανδοί, καὶ Γάλλοι τὸ μετέδωσαν μὲ τὴν ἀποικιοκρατία σ᾿ ὅλη τὴ γῆ. τὸ βιβλίο μὲ τὸ ὁποῖο τὸ ἀλφάβητο μπῆκε στὰ περισσότερα ἔθνη (σ᾿ ὅλα τὰ μετὰ Χριστόν), καὶ τὰ πέρασε ἀπὸ τὴν προϊστορία τους στὴν ἱστορία, εἶναι ἡ Βίβλος (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη).
      Στὸ μεταξὺ κατὰ τὰ χρόνια τὰ μετὰ τὸν Μ. Ἀλέξανδρο οἱ Μακεδόνες τοῦ μεγαλειτέρου καὶ μακροβιωτέρου ἀπ᾿ ὅλα τὰ Μακεδονικὰ κράτη, τοῦ ᾿Ινδοβακτριανοῦ ποὺ παρέμεινε ἐλεύθερο καὶ κυρίαρχο ῾Ελληνικὸ κράτος μέχρι τὸ 50 μ.Χ., καὶ σήμερα ἔχουμε ὡς ἀνασκαφικὰ εὑρήματα τὶς πολλὲς ἑλληνόγλωσσες ἐπιγραφές του καὶ τὰ ἄφθονα χρυσᾶ ἀργυρᾶ καὶ νικέλινα ἑλληνόγλωσσα νομίσματα τῶν βασιλέων του Διοδότου, Εὐθυδήμου, Δημητρίου, Μενάνδρου, Εὐκρατίδου, ᾿Αντιμάχου, ᾿Αγαθοκλέους, ᾿Απολλοδότου, Λυσίου, Πανταλέοντος, Στράτου, ῾Ηλιοκλέους, καὶ ἄλλων, συνολικῶς 40, οἱ Μακεδόνες, λέω, τοῦ κράτους ἐκείνου ἐπινόησαν τὸ σημερινὸ τέλειο καὶ ἀξεπέραστο ἀριθμητάριο 1 2 3 4 5 6 7 8 9 0, τοῦ ὁποίου τὰ ἐννέα ψηφία εἶναι γραφικὴ ἐξέλιξι τῶν γραμμάτων Α Β Γ Δ Ε F Ζ Η Θ, τὸ δὲ 0 (μηδὲν) εἶναι κύκλος ποὺ δηλώνει κενὴ θέσι. τὰ θεμέλια τοῦ μακεδονικοῦ αὐτοῦ ἀριθμηταρίου εἶναι τρία· ἡ ἀπὸ θέσεως ἀριθμητικὴ ἀξία τῶν ψηφίων (τὸ ὅτι π.χ. τὸ 6 στὴν πρώτη θέσι σημαίνει ἕξ, στὴ δεύτερη ἑξήντα, στὴν τρίτη ἑξακόσια, κλπ.), ἡ χρῆσι τοῦ μηδενὸς γιὰ τὴ δήλωσι τῶν κενῶν θέσεων (π.χ. 606 = 6 μονάδες, καμμία δεκάδα, καὶ 6 ἑκατοντάδες), καὶ ἡ χρῆσι τῶν ἐννέα πρώτων γραμμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου γιὰ τὴ γραφική του παράστασι. οἱ Μακεδόνες ἄφησαν τὸ ἀριθμητάριό τους αὐτὸ στοὺς ᾿Ινδούς, οἱ ᾿Ινδοὶ τὸ μετέδωσαν κατὰ τὸν Η΄ αἰῶνα στοὺς ῎Αραβες, καὶ οἱ ῎Αραβες γύρω στὸ 1000 τὸ μετέδωσαν στοὺς Εὐρωπαίους τῆς Νοτίου Εὐρώπης καὶ ἰδίως τῆς ᾿Ιταλίας. οἱ ῞Ελληνες τὸ γνώρισαν κατὰ τὴ φραγκοκρατία (ΙΓ΄ αἰ.), ἀλλὰ τὸ χρησιμοποίησαν εὐρύτερα ἀπὸ τὰ μέσα τῆς τουρκοκρατίας (ΙF΄ - ΙΖ΄ αἰ.).
   ᾿Αρχίζοντας ἀπὸ τ᾿ ἀλεξανδρινὰ χρόνια καὶ τερματίζοντας στὸν Θ΄ μ.Χ. αἰῶνα οἱ ῞Ελληνες ἔκαναν στὴν ἀλφαβητικὴ γραφὴ ἄλλες δύο μεταρρυθμίσεις · ἀνέπτυξαν τὸ σύστημα τῶν σημείων στίξεως κι ἐπινόησαν τὴν κυρτὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου (τὰ μικρὰ γράμματα ἢ πεζά, τὰ μὴ κεφαλαῖα). κι αὐτὲς τὶς δυὸ ἐπινοήσεις τους τὶς μετέδωσαν στοὺς Λατίνους καὶ στοὺς ῎Αραβες.
      Τὸ 1441 ὁ Γερμανὸς ἐφευρέτης τῆς τυπογραφίας ᾿Ιωάννης Γουτεμβέργιος μὲ τὴ Βίβλο (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη) ποὺ ἐξέδωσε – διότι γιὰ χάρι τῆς Βίβλου ἐφευρέθηκε καὶ ἡ τυπογραφία, κι αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἀρχαιότερο ἔντυπο τοῦ κόσμου – ἐμφάνισε τὴν τυπογραφικὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων, εὐθυγράμμων καὶ κυρτῶν (δηλαδὴ κεφαλαίων καὶ μικρῶν), τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. τὸ δὲ 1514 ὁ ῾Ισπανὸς Ξιμένες ντὲς Κίσνερος ἐμφάνισε τὴν τυπογραφικὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ἐκδίδοντας πάλι τὴ Βίβλο (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη). λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ξιμένες εἶχε τυπωθῆ τὸ πρῶτο ἔντυπο ἑλληνικὸ βιβλίο, ἡ Γραμματικὴ τοῦ Λασκάρεως, ἀλλὰ μὲ γράμματα τὰ ἴδια τὰ χειρογραφικά. σήμερα τὸ ἀλφάβητο εἶναι κοινὸ κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος καὶ σχεδὸν ἡ μοναδικὴ γραφὴ τῆς γῆς · διότι ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται μόνο μ᾿ αὐτό.
 
            (῞Ολες οἱ πληροφορίες τῆς μελέτης αὐτῆς εἶναι διαλεγμένες καὶ παρμένες ἀπὸ τὸ σύγγραμμά μου «Τὸ ἀλφάβητο», σελίδες 900, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσα στὴ Θεσσαλονίκη τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1988.)
 
Συμβολὴ 5-7 (Ἰούλ. - Δεκ. 2004)
Μελέτες 6 (2010)
 
* * *
 

 ^top