Τὸ ἐπίθετο ἀειπάρθενος, ποὺ σημαίνει «ὁ πάντοτε παρθένος» ἢ «ὁ ἰσοβίως παρθένος», καὶ ἀσφαλῶς ἄγαμος, ἀνευρίσκεται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν θύραθεν ἱστορικὸ Δίωνα Κάσσιο (θ. 180 μ.Χ.), ποὺ λέει ἔτσι τρεῖς φορὲς στὸ ἔργο του (῾Ρωμ. ἀρχ. 56,5,7· 59,3,4) τὶς ἱέρειες τῆς ῾Εστίας στὴ ῾Ρώμη, τὶς γνωστὲς ἑστιάδες (vestales), οἱ ὁποῖες φρουροῦσαν τὴ φωτιὰ τῆς θεᾶς ἐκείνης ἄσβεστη. στὴ χριστιανικὴ ἐκκλησία ὁ ὅρος πέρασε μετὰ 150 περίπου χρόνια, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἀνευρίσκεται σήμερα στὸν Εὐσέβιο Καισαρείας (Βίος Κωνστ. 4,28· Τριακοντ. Κωνστ., 17) ποὺ τὸν λέει γιὰ τὶς ἀειπάρθενες ἄγαμες ἀφιερωμένες Χριστιανὲς γυναῖκες. ἔτσι γιὰ τὶς γυναῖκες αὐτὲς καὶ γιὰ τὶς ἔνστολες μοναχὲς λένε τὴ λέξι ὁ ᾿Επιφάνιος Κύπρου (Πίστ., 21 PG 42,825a), ὁ ᾿Ιωάννης Χρυσόστομος (Εἰς ῾Εβρ., ὁμ. 4,5 PG 63,43), ὁ ἀσκητὴς Παχώμιος (᾿Εντολ., 49 PG 40,952d), καὶ ἄλλοι μέχρι τὸν Θ΄ αἰῶνα, ὅταν τελευταῖος τὴ λέῃ ὁ χρονογράφος Θεοφάνης (Χρον., 5853 PG 108,156b). γιὰ δὲ τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου πρῶτοι λένε τὴ λέξη ἀειπάρθενος οἱ μαθηταὶ τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου, ποὺ ἔγραψαν τὸ Κατ᾿ ἀρειανῶν ἔργο (Κατ᾿ ἀρειαν. 2,70 PG 26,296b), ἔπειτα ὁ Δίδυμος ᾿Αλεξανδρεύς (Τριάδ. 1,27 PG 39,404c), ὁ ᾿Επιφάνιος Κύπρου (Πανάρ. 39,9 PG 41,676c), καὶ μετὰ τὸ 400 πολλοὶ ἄλλοι μέχρι σήμερα. ἕνα ἀπόσπασμα μὲ χρῆσι αὐτῆς τῆς λέξεως γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο ἀποδίδεται στὸν Πέτρο Α΄ ᾿Αλεξανδρείας (᾿Αποσπ. 7 PG 18,517b), δὲν εἶναι γνήσιο. ἀπὸ τὸν Ι΄ αἰῶνα τὸ ἐπίθετο λέγεται μόνο γιὰ τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου. στὴ λατινικὴ πέρασε ὡς semper virgo (= ἀεὶ παρθένος).

Συμβολὴ 5 (2004)