Οἱ ἀπόστολοι δὲν παρέδωσαν στοὺς Χριστιανοὺς τὴ συνήθεια νὰ ἔχουν ναούς˙καὶ στὴν Κ. Διαθήκη δὲν ἀναφέρονται ποτὲ χριστιανικοὶ ναοί. στὴν ἀρχὴ ὁ ἐκκλησιασμὸς τῶν Χριστιανῶν γινόταν σὲ ἕναν ἢ καὶ δύο χώρους διαδοχικά. πρῶτο ἀναφέρεται τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ ἦταν μαζί τους (Πρξ 1,13) ἢ οἶκος οὗ ἦσαν καθήμενοι οἱ ἴδιοι πάλι (Πρξ 2,2) ὡς ἕνας μόνο χῶρος. ἔπειτα ἀναφέρονται δύο χῶροι ἕνας γιὰ διδασκαλία κι ἕνας δεύτερος γιὰ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κλάσιντοῦἄρτου, δηλαδὴ τὴ θεία εὐχαριστία˙ ὁ πρῶτος ἦταν τὸ ἱερόν, καὶ ἀκριβέστερα ἡ αὐλὴ τοῦ ἰουδαϊκοῦ ναοῦ τῶν Ἰεροσολύμων ἢ καὶ κάποια αἴθουσα στὴν αὐλὴ ἐκείνη, κι ὁ δεύτερος ἦταν κάποιος οἶκος, ὄχι ὁπωσδήποτε ἕνας, ὅπου πήγαιναν γιὰ τὴν κλάσι τοῦ ἄρτου (Πρξ 2,46 . 5,42). αὐτὰ ὅσο οἱ Χριστιανοὶ ἦταν στὰ Ἰεροσόλυμα.
   Στὴ συνέχεια, τὸν καιρὸ ποὺ κήρυττε ὁ Παῦλος στὰ μέρη τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἵδρυσε, ὁ ἐκκλησιασμὸς γινόταν στὸ εὐρύχωρο σπίτι κάποιου Χριστιανοῦ, στὸν οἶκον του, καὶ ἡ ἐκεῖ ἐκκλησιάζουσα ἐκκλησία λεγόταν κατοἶκον τοῦ δεῖνος ἐκκλησία, δηλαδὴ ἡ ἐκκλησία ποὺ συναθροίζεται στὸ σπίτι τοῦ τάδε. ἔτσι ἀναφέρονται κατοἶκον τοῦ Ἀκύλα καὶ τῆς Πρισκίλλης ἐκκλησία στὴν Ἔφεσο (Α’ Κο 16,19), πάλι κατοἶκον τοῦ Ἀκύλα καὶ τῆς Πρισκίλλης ἐκκλησία στὴ Ῥώμη (Ῥω 16,5) ὅπου ἐπαναπατρίστηκαν, κατοἶκον τοῦ Νυμφᾶ ἐκκλησία στὴ Λαοδίκεια (Κλ 4,15), κατοἶκον τοῦ Φιλήμονος ἐκκλησία στὶς Κολοσσές (Φλμ, 2), ἐκκλησία ἐν τῷ ὑπερῴῳ τοῦ τριστέγου (= τοῦ τρίτου ὀρόφου) τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ἀνωνύμου Χριστιανοῦ στὴν Τρῳάδα (Πρξ 20,8-9), καὶ πολλοὶ ἄλλοι τέτοιοι οἶκοι. ἀναφέρεται ἐπίσης ὅτι κάποτε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο χρησιμοποιοῦσε γιὰ ἐκκλησιασμὸ τὴ σχολὴ κάποιου ὀνόματι Τυράννου (Πρξ 19,9), ποὺ ἦταν μιὰ ἰδιωτικὴ σχολή, κάτι σὰν ἰδιωτικὸ σχολεῖο ἢ φροντιστήριο ἢ πανεπιστήμιο, ὅπου ὁ Τύραννος δίδασκε κάτι τὴν ἡμέρα, ὁ δὲ Παῦλος ἐκκλησίαζε τοὺς μαθητάς του τὸ βράδυ˙ δὲν λέγεται ἂν ὁ Τύραννος ἦταν Χριστιανός, κάτι ποὺ εἶναι πιθανό, ἐπειδὴ στὴν Κ. Διαθήκη, ὅταν κατονομάζωνται πρόσωπα ὄχι ἐπίσημα, πρόκειται γιὰ Χριστιανούς˙ τὰ μὴ πιστὰ πρόσωπα, ποὺ εἶναι ἀνεπίσημα πρόσωπα τῆς ἱστορίας, δὲν κατονομάζονται.
   Ὁ μὴ Χριστιανὸς Ῥωμαῖος ἱστορικὸς Αἴλιος Λαμπρίδιος (Alex. Sev. 43,5 -7) ἀναφέρει ὅτι ὁ Ῥωμαῖος αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς (117-138) εἶχε διατάξει νὰ κτιστοῦν σὲ κάθε πόλι καὶ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ναοὶ χωρὶς εἰκόνες, οἱ ὁποῖοι καὶ σήμερα (τὸν Γ΄ αἰῶνα) γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ δὲν εἶχαν θεότητες, λέγονταν ἀδριάνεια (templa sine simulacris, quae hodieque idcirco, quia non habent numina, dicuntur hadriania). οἱ ἀνεικονικοὶ καὶ γι’ αὐτὸ παράδοξοι γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες αὐτοὶ ναοί, ποὺ ἦταν ἁπλὲς ἀδιακόσμητες αἴθουσες, ἔμειναν στὴν ἱστορία ὡς ἀδριάνεια. τὸν Δ΄ αἰῶνα ὁ Ἐπιφάνιος Κύπρου θυμᾶται ἕνα τέτοιο παλιὸ ἀδριάνειον στὴν Τιβεριάδα τῆς Παλαιστίνης. γράφει˙ Ἄρχεται γοῦν ἐν Τιβεριάδι κτίζειν. ναὸς δὲ μέγιστος ἐν τῇ πόλει προϋπῆρχε˙ τάχα, οἶμαι, ἀδριάνειον τοῦτο ἐκάλουν. ἀτελὲς δὲ τοῦτο τὸ ἀδριάνειον διαμένον, τάχα οἱ πολῖται εἰς δημόσιον λουτρὸν ἐπειρῶντο ἐπισκευάσαι. …ἐντεῦθεν ἄρχεται ποιεῖσθαι τὴν ἐκκλησίαν. (Ἐπιφάνιος, Πανάρ. 30,12 PG 41,425b).
   Τὸ 311 στὸ κοινὸ περὶ Χριστιανῶν διάταγμα τῶν αὐτοκρατόρων Κωνσταντίνου, Γαλερίου, καὶ Λικινίου (Lactantius, Mort., 34. Εὐσέβιος Καισ., Ἐκ. ἱστ. 8,17,3-10) τὰ κτήρια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν Χριστιανῶν λέγονται conventicula (= συνακτήρια), λέξι ποὺ ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας τὴ μεταφράζει περιφραστικῶς οἶκοι ἐν οἷς συνήγοντο (οἱ Χριστιανοί). ἐπειδὴ καὶ στὸ διάταγμα αὐτὸ καὶ στὸ διάταγμα τοῦ Μεδιολάνου περὶ ἀνεξιθρησκείας (313) γίνεται λόγος γιὰ διαρπαγὴ τῶν κτηρίων καὶ οἰκοπέδων αὐτῶν ἐκ μέρους τῶν εἰδωλολατρῶν διωκτῶν καὶ γιὰ ἐπιστροφή τους στοὺς Χριστιανοὺς ἢ στὸ κοινὸ τῶν Χριστιανῶν, καταλαβαίνουμε ὅτι ἦταν πλέον κτήματα ἐκκλησιαστικά. αὐτὸ ἐπιβεβαιώνεται κι ἀπὸ τὸ ὅτι ἤδη τὸ 273 ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας Αὐρηλιανὸς (270-5), ἐκδικάζοντας μιὰ διαφορὰ τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας μὲ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ αἱρεσιάρχου Παύλου Σαμοσατέως γιὰ ἕνα κτήριο ἐκκλησιασμοῦ ποὺ ἅρπαξαν οἱ αἱρετικοί, ἀποφάσισε τὸ κτήριο νὰ δοθῇ στὴ μερίδα ἐκείνη ποὺ εἶχαν τὴν ἴδια πίστι μὲ τοὺς ἐπισκόπους τῆς Ῥώμης καὶ ὅλης τῆς Ἰταλίας (Εὐσέβιος Καισ., Ἐκ. ἱστ. 7,30,18 -19). τέτοια ἁρπαγὴ καὶ δίκη δὲν θὰ γινόταν, ἂν τὸ κτήριο ἦταν ἰδιωτικό. μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τῶν Χριστιανῶν, γύρω στὸ 400 ὁ φαρμακερὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν εἰδωλολάτρης Εὐνάπιος (Βίοι φιλοσ., Αἰδέσ. 6,1,5) τὰ κτήρια ἐκκλησιασμοῦ τῶν Χριστιανῶν ἀντὶ γιὰ οἴκους τὰ λέει μὲ πικρόχολη περιφρόνησι οἰκήματα, λέξι ποὺ σήμαινε ''πορνεῖα''.
   Οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοὶ γύρω στὸ 310 ἔλεγαν τὰ κτήρια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τους κυριακά˙ τὴ λέξι χρησιμοποιεῖ σὰν ἀπ’ αὐτοὺς παρμένη ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμῖνος στὸ ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν διάταγμά του (Εὐσέβιος Καισ., Ἐκ. ἱστ. 9,10,7-11) λέγοντας˙ Καὶ τὰ κυριακὰ δὲ τὰ οἰκεῖα ὅπως κατασκευάζοιεν συγκεχώρηται (= τοὺς ἐπιτρέπω δὲ καὶ νὰ κτίζουν τὰ κυριακά τους). οἱ κατακόμβες οὐδέποτε ἦταν ναοὶ τῶν Χριστιανῶν˙ ἦταν νεκροταφεῖα τους μόνον. ὅπως φαίνεται ἀπὸ μιὰ γενικώτερη ἔρευνα, ὁ ὅρος κυριακὰ γιὰ τὰ κτήρια τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν Χριστιανῶν εἶναι ὁ ἀρχαιότερος μετὰ τὴν Κ. Διαθήκη, ἀνευρισκόμενος γιὰ πρώτη φορὰ γύρω στὸ 200. κυριακὰ λέγονταν τὰ κτήρια αὐτὰ τῶν Χριστιανῶν τὰ ἐνοριακά, κυρίως ἐκεῖνα ποὺ ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζωνται πρὶν ἀπὸ τὴ συνήθεια νὰ κτίζωνται πάνω σὲ τάφους μαρτύρων, ἢ νὰ κατατίθενται σ’ αὐτὰ φερτὰ λείψανα μαρτύρων˙ ἐνῷ ὅσα κτίζονταν ἀργότερα πάνω σὲ μαρτυρικοὺς τάφους καὶ ὅσα ἔφεραν λείψανα μαρτύρων ἔστω καὶ φερτά, γιὰ νὰ εἶναι ἔτσι κατὰ κάποιον τρόπο πάλι ''τάφοι μαρτύρων'', λέγονταν μαρτύρια καὶ ἦταν ἀρχικῶς παρεκκλήσια γιὰ ἐκτάκτους (ἐνιαυσίους μόνο) ἐκκλησιασμούς. ἀργότερα κυριακὰ καὶ μαρτύρια ταυτίστηκαν. τὸν ὅρο κυριακὸν χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸ κτήριο συνάξεως τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς (Στρ. 1,18,108), Μ. Κωνσταντῖνος (στὸ Γελάσιο Κυζικηνὸ 2,7 PG 85,1232c), Μ. Ἀθανάσιος (Ἀπολ. πρὸς Κωνστ., 17 ΒΕΠ 31,20), Κύριλλος Ἰεροσολύμων (Κατ. 18,26 ΒΕΠ 39,242), καὶ οἱ κανόνες τῶν συνόδων Ἀγκύρας (15), Λαοδικείας (28), καὶ Πενθέκτης (74). καὶ σήμερα στὶς σκῆτες τοῦ Ἄθω ὁ κεντρικὸς ναὸς λέγεται κυριακόν. τὸν ὅρο μαρτύριον χρησιμοποιοῦν οἱ Εὐσέβιος Καισαρείας (Βίος Κωνστ. 3,48˙ 4,61˙ PG 20,1108c˙ 1213a), Δίδυμος Ἀλεξανδρεύς (Τριάδ. 2,16 PG 39,721a), Ἰωάννης Χρυσόστομος (Εἰς Α’ Θεσσ., 11,4 PG 62,466), καὶ Θεοδώρητος (Ἐπιστ. 152 PG 83,1441a). ὁ ὅρος ναὸς γιὰ τὸ κτήριο τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν Χριστιανῶν ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ γύρω στὸ 330 στὸν ἀρειανὸ Εὐσέβιο Καισαρείας (Ἐκ. ἱστ. 10,2,1 νεώς).
 
                                                                          Μελέτες 2 (2008)