Ὅταν ὁ στάρετς Παρακμάσιος Τζαναμπετίδης κλήθηκε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὸ περιαστικὸ γυναικεῖο μοναστήρι, γιὰ νὰ διδάξῃ στὶς μοναχὲς νηπτικὰ μαθήματα, ἐκτοπίζοντας σὲ λίγον καιρὸ τὸν ἱδρυτή του, ποὺ τὸν εἶχε καλέσει, φώλιασε σ’ αὐτὸ γιὰ τὰ καλὰ καὶ δὲν ξεκόλλησε ἀπ’ αὐτὸ εἰς τὸ παντελές. δυὸ μῆνες κάθε καλοκαίρι, Ἰούλιο καὶ Αὔγουστο, παραθέριζε στὸ κελλί του στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ὑποδεχόταν τοὺς προσκυνητὰς τῆς ὁσιότητός του, ΄΄ἄκουγε τὸ λογισμό τους΄΄, τοὺς δίδασκε ἀββάδικα ἀνέκδοτα κι ἀποφθέγματα, κι ἐν μέσῳ βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης τοὺς ξαμολοῦσε πληροφορίες γιὰ τὰ διάφορα θαύματα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ ἴδιος σχετικὰ μὲ ἄγρια ζῷα καὶ ἰδιαίτερα μὲ φίδια καὶ σαῦρες. ὁ Παρακμάσιος μιλοῦσε μὲ τὰ φίδια καὶ τὶς σαῦρες κι ἐκεῖνα ΄΄ἔκαναν ὑπακοὴ΄΄ σ’ αὐτὸν καὶ τοῦ ΄΄ἔλεγαν τὸ λογισμό τους΄΄, καὶ μερικὲς φορὲς ΄΄δέχονταν τὰ ἐπιτίμιά του΄΄. θρυλοῦνταν ὅτι μιὰ ὀχιά, ποὺ ῥούφηξε τὸ γάλα τοῦ Παρακμασίου μέρα Παρασκευή, ὁ Παρακμάσιος τὴν ἐπιτίμησε γιὰ τὴν καταπάτησι τῆς νηστείας, κι ἐκείνη ἠκηδίασε, δηλαδὴ μελαγχόλησε˙ ἔπειτα ὁ Παρακμάσιος τῆς ἀπηύθυνε λόγον εἰς τὸ ἀναπαῆναι, κι ἐκείνη γύρισε τὴ μελαγχολία της σὲ χαρμολύπη, στὸ τέλος δὲ σὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη.
    Ἐγὼ αὐτὰ δὲν τὰ ἔχαφτα, καὶ τὰ θεωροῦσα μπαροῦφες. συνήθιζα μάλιστα νὰ λέω εἰρωνικὰ σ’ ἐκείνους ποὺ τὰ ἔλεγαν˙ ΄΄Σιγὰ σιγὰ θὰ μᾶς πῆτε ὅτι ὁ Παρακμάσιος ἔχει τὸ μαξιλάρι του γεμισμένο μὲ φίδια, ἢ ὅτι μερικὲς ὀχιὲς τὶς ἔχει κείρει μοναχές΄΄. ταυτόχρονα ὅμως συγκέντρωνα ἔγκυρες πληροφορίες γιὰ τὴν Αὐτοῦ Ὁσιότητα.
    Πάντως ὁ στάρετς Παρακμάσιος, κι ἂν τέτοια θαύματα δὲν ἔκανε, τὸ ἄλλο θάμα τὸ ἔκανε σίγουρα. στὴν πανίσχυρη ἡγουμένη τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ τριανταπεντάρα ΄΄γερόντισσα΄΄ δεκαπέντε χρόνια νεώτερή του, ἐνέπνευσε τέτοιο αἴσθημα, ποὺ ἐκείνη ἔδιωξε τὸν ἀρχικό της παρθενοσυλλέκτη καὶ κείραντα ΄΄πνευματικὸ΄΄ κι ΄΄ἔβαλε ὑπακοὴ΄΄ —λέγεται κι ἔτσι ἡ ἔκφρασι, ὅταν ἡ ΄΄ὑπακοὴ΄΄ ἐννοῆται ὡς παραμόνιμη— στὸ στάρετς Παρακμάσιο. δὲν ξέρω πῶς ἀκριβῶς ἔγινε τὸ θάμα αὐτό, οὔτε ξέρω ἂν ξέρει κανεὶς ἄλλος. διαισθάνομαι ὅμως.
 
 
Θέλω νὰ πάω στὴν Ἀραπιά,
νὰ κλέψω ἕνα Ἀραπάκι˙
νὰ κάθωμαι νὰ τὸ ῥωτῶ
πῶς πιάνεται ἡ ἀγάπη.
 
‹Ἀπὸ τὰ μάτια πιάνεται,
στὰ χείλη κατεβαίνει
κι ἀπὸ τὰ χείλη στὴν καρδιὰ
ῥιζώνει καὶ δὲν βγαίνει›.
 
Τὰ νηπτικὰ μαθήματα
γίνανε φλὲρτ κι ἐκεῖνα,
ὅταν ὁ στάρετς πέτυχε
καλόγρια τσαχπίνα.
 
ὁ στάρετς Παρακμάσιος μπορεῖ πνευματικὰ νὰ ἦταν Παρακμάσιος, ἀλλὰ βιολογικὰ ἦταν ἀρκούντως Ἀκμάσιος καὶ πολὺ Βαρβατάσιος. ἦταν δὲ κατὰ τὶς ἔγκυρες πληροφορίες μου καὶ ἀποχρώντως Σοδομάσιος, ἔχοντας αὐτὴ τὴ νηπτική του ἀρετὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τὰ πρὸ τῆς κουρᾶς του, καὶ κυρίως ἀπὸ τότε ποὺ ἦταν φαντάρος. δὲν εἶχε νὰ ζηλέψῃ τίποτε ἀπὸ τὸν Τάταρο στάρετς Γρηγόριο Εὐφήμοβιτς Ῥασποῦτιν. στὴν περίπτωσι τοῦ Παρακμασίου μὲ τὸ προειρημένο μοναστήρι ἐπρόκειτο γιὰ ὅλως νηπτικὸ κεράτωμα, ἀπὸ κεῖνα ποὺ στὴν παχυλὴ διάνοια τῶν ἀμυήτων κοσμικῶν εἶναι παντάπασιν ἀπροσπέλαστα ἀκατάληπτα καὶ ἀπερινόητα.
Μελέτες 9 (2010)