Ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ κατὰ τὸ πνεῦμα τῆς Βίβλου, ἡ ὁποία εἶναι τὸ συμβόλαιο ποὺ ὑπογράψαμε μὲ τὸν Κύριο, ὅταν βαπτιστήκαμε, εἶναι κεφάλαιο τῆς δογματικῆς. διότι εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιστευτέα, ὅσο εἶναι καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο δόγμα. μαζὶ μὲ τὴν ἠθικὴ τὰ θεμελιώδη δόγματα τῆς Χριστιανικῆς πίστεως εἶναι ἕξ˙ ὁ θεός, ἡ δημιουργία, ὁ Χριστός, ἡ ἐκκλησία, ἡ χριστιανικὴ ἠθική, καὶ ἡ μέλλουσα κρίσι.
      Δόγμα εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ ἀσφαλῶς ὡς πιστευτέο καὶ ὡς ἀποδεκτὴ πρακτική˙ ὄχι ὡς συγκεκριμένο πεπραγμένο. σ’ ὁποιοδήποτε παράπτωμα κι ἂν περιπέσῃ ὁ Χριστιανός, δὲν καταπατεῖ δόγμα καὶ δὲν εἶναι κακόδοξος, ἀλλ’ ἁπλῶς ἁμαρτωλός, ποὺ σὲ περίπτωσι μετανοίας του συγχωρεῖται. κακοδοξία γίνεται ἡ ἀνηθικότης καὶ ἡ ἁμαρτία, μόνον ὅταν ἀποπειρᾶται νὰ καταξιωθῇ, ὅταν προβάλλεται ὡς παραδεδεγμένη ἠθική˙ ὅταν ὁ δράστης τῆς ἁμαρτίας ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ συγκεκριμένη ἁμαρτία δὲν εἶναι ἁμαρτία˙ ὅταν θέλῃ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν ἁμαρτία του ὡς θεσμό˙ ἢ καὶ ὅταν βολεύεται καλὰ συγκαλυμμένος καὶ δὲν νομίζει ὅτι τοῦ χρειάζεται μετάνοια, ἐφ’ ὅσον ἐμπαίζει τὴν ἐκκλησία ἐπιτυχῶς. τότε ἡ ἁμαρτία γίνεται θανάσιμη˙ καὶ μόνον ὡς θανάσιμη ἁμαρτία εἶναι κακοδοξία. αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς Α’ Ἐπιστολῆς τοῦ Ἰωάννου.
      Θανάσιμη ἁμαρτία εἶναι ὁποιαδήποτε ἁμαρτία, μεγάλη ἢ μικρή, ὅταν ἀπαιτῇ τὴ θεωρητική της κατοχύρωσι. καὶ μὴ θανάσιμη ἁμαρτία εἶναι ἀκόμη καὶ ἡ μέγιστη ἁμαρτία, ὅταν δὲν ἀποτολμᾶται ἐκ μέρους τοῦ δράστου ἡ θεωρητική της κατοχύρωσι. ὅταν ἀποτολμᾶται ἡ καταξίωσί της, τότε εἶναι κακοδοξία. καὶ μόνον ὡς κακοδοξία ἡ ἁμαρτία εἶναι αἵρεσι. τότε μόνον ὁ ἄνθρωπος προσβάλλει τὴ χριστιανικὴ ἠθικὴ ὡς δόγμα. αἱρετικοὶ μεγάλοι, ποὺ καταπάτησαν τὸ δόγμα τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, ἦταν οἱ πρῶτοι ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους χαρακτήρισαν ὡς αἱρετικοὺς οἱ ἴδιοι οἱ ἀπόστολοι˙ οἱ νικολαΐτες καὶ οἱ γνωστικοὶ καὶ γενικῶς οἱ αἱρετικοὶ τοῦ πρώτου καιροῦ τῶν διωγμῶν.
      Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι κακόδοξος κι αἱρετικὸς ὁ μονοθελήτης καὶ νὰ μὴν εἶναι τέτοιος ὅποιος ὑποστηρίζει λ.χ. ὅτι ἡ πορνεία ἢ ἡ παιδοκτονία εἶναι χριστιανικῶς θεμιτή. ἄλλως θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι στὸ δόγμα ὀρθοδοξότατος καὶ στὴν ἠθική του νὰ εἶναι διεφθαρμένος καὶ διεστραμμένος χωρὶς φραγμό. ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τῆς μετανοίας, ἢ ἔστω ὅταν ντρέπεται γι’ αὐτὸ ποὺ εἶναι, ἡ ἁμαρτία του δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ κακοδοξία˙ ὅταν ὅμως ἔχῃ βολευτῆ στὴν ἁμαρτία του γιὰ τὰ καλά, ὅταν δὲν κρατάῃ οὔτε τὰ προσχήματα, ὅταν γίνεται κυνικὸς κι ἐπιδεικνύεται, ὅταν τὴν ἁμαρτία του τὴν κάνει καὶ διδαχή, τότε εἶναι καὶ κακόδοξος κι αἱρετικός.
      Ἔτσι πρέπει ἡ χριστιανικὴ ἠθικὴ νὰ θεωρῆται κεφάλαιο τῆς χριστιανικῆς δογματικῆς˙ δηλαδὴ τῆς κανονικῆς.
 
Μελέτες 4 (2008)