Στὸ ἐρώτημα γιὰ τὸ πῶς οἰκονομεῖται καὶ διακανονίζεται τὸ ζήτημα σὲ περίπτωσι διαφωνίας ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἀπάντησι δὲν εἶναι, νομίζω, ἰδιαιτέρως δύσκολη. τὸ συγκεκριμένο ἐρώτημα ἦταν γιὰ τὸ δεύτερο γάμο τοῦ Χριστιανοῦ μετὰ ἀπὸ χηρεία. ὁ μὲν Παῦλος γράφει στὸν Τιμόθεο γιὰ τὶς νέες χῆρες γυναῖκες. Βούλομαι οὖν νεωτέρας γαμεῖν τεκνογονεῖν οἰκοδεσποτεῖν (=θέλω λοιπὸν νὰ (ξανα)παντρεύωνται, νὰ κάνουν παιδιά, νὰ γίνωνται νοικοκυρές), διότι τὸ ἀντίθετο τὸ θεωρεῖ προσφορὰ ἀφορμῆς τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν (=ἀφορμῆς στὸν ἐχθρὸ τῆς πίστεώς μας νὰ μᾶς βρίζῃ - κουτσομπολεύῃ - διασύρῃ - κάνῃ καζούρα καὶ σόκιν χιοῦμορ εἰς βάρος μας) ( Α’ Τι 5,14). καὶ γιὰ τοὺς ἄντρες θεωρεῖ τὴν ἐπανάληψι τοῦ γάμου σὰν κάτι τὸ αὐτονόητο τόσο ἐδῶ ὅσο καὶ ὅταν γράφῃ ὅτι οἱ κληρικοί, ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι, πρέπει νὰ μὴν εἶναι δευτεροπαντρεμένοι, ἀλλὰ μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες (Α’ Τι 3,2 ἐπίσκοποι. 3,12 διάκονοι. Ττ 1,6 πρεσβύτεροι. πρβλ. καὶ Α’ Τι 5,9 χήρα (διάκονος) ἑνὸς ἀνδρὸς γυνή). ἄρα οἱ μὴ κληρικοί, ὅταν χηρεύσουν, μποροῦν νὰ ξαναπαντρεύωνται. κι αὐτὸ δὲν μειώνει καθόλου τὴν ἁγνότητα οὔτε τοῦ ἀνδρὸς οὔτε τῆς γυναικός. ὁ Κύριος παραχώρησι πρὸς τὴν ἁμαρτία δὲν θὰ ἔκανε ποτὲ καμμία. οἱ δὲ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς Ἀθηναγόρας τοῦ Β’ αἰῶνος (Πρεσβ. Χριστ., 33) καὶ Βασίλειος Καισαρείας τοῦ Δ’ αἰῶνος (Ἑξαήμ. 8,28) χαρακτηρίζουν τὸ δεύτερο μετὰ ἀπὸ χηρεία γάμο ὁ πρῶτος ὡς εὐπρεπῆ μοιχείαν κι ὁ δεύτερος ὡς ἀπρέπειαν πολυγαμίας. καὶ φυσικὰ τὸν ἀπαγορεύουν στοὺς Χριστιανούς.
         Ἀσφαλῶς τὸ σωστὸ καὶ χριστιανικὸ εἶναι τὸ βιβλικό. διότι ἡ Βίβλος εἶναι θεόπνευστη. καὶ πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος εἶναι καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον (= κοντρόλ, ὅπως κάνουμε τώρα ἐδῶ), πρὸς ἐπανόρθωσιν (τῶν ἐσφαλμένων ὅπως γίνεται τώρα ἐδῶ), πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἐξηρτισμένος (Β’ Τι 3,16-17). οἱ Χριστιανοὶ συνεπῶς, ὅταν χηρεύσουν, εἴτε ἄντρες εἴτε γυναῖκες, μποροῦν νὰ ξαναπαντρεύωνται. κι αὐτὸ βιβλικῶς συνιστᾶται. δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία ἂν πατερικῶς ἀπαγορεύεται. ὄχι ἀπ’ ὅλους τοὺς πατέρες βέβαια. σὲ καμμία παρίπτωσι ἡ μόδα δὲν μπορεῖ ν’ ἀκυρώσῃ τὴν ἀρχικὴ καὶ βιβλικὴ διδασκαλία, ποὺ γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς εἶναι ὁ ἀπαραβίαστος νόμος τοῦ θεοῦ, ὁ μόνος ὑπεράνω πάσης κριτικῆς. τὸ ὅτι ὁ Βασίλειος στηρίζει τὴ γνώμη του στὰ παραμύθια τοῦ εἰδωλολάτρου παραμυθᾶ καὶ πορνογράφου Αἰλιανοῦ (Περὶ ζῴων 3,9. 10,33), ὅτι ἡ τρυγόνα καὶ ἡ κουρούνα εἶναι τόσο ἠθικὲς καὶ σεμνές, ποὺ ὅταν χηρεύσουν, δὲν ξαναζευγαρώνουν μὲ ἄλλον ἀρσενικό, ἀλλὰ τηροῦν τὴ χηρεία τους ἁγνὴ καὶ ἀναμάρτητη, δὲν εἶναι ἐπαρκὲς στήριγμα καὶ ἐπιχείρημα κατὰ τὴν ἐναντίωσί του πρὸς τὴ Βίβλο.
         Ἀκόμη καὶ οἱ οἰκουμενικὲς σύνοδοι προσπαθοῦν πάντα νὰ κατοχυρώσουν τὶς ἀποφάσεις των μὲ βιβλικὰ χωρία. ἄρα ἡ Βίβλος κατὰ τὴν ἐκκλησία εἶναι τὸ ἀνυπέρβλητο τὸ ἀξεπέραστο τὸ ἀνυποχώρητο καὶ τὸ ἀσυμμόρφωτο. ἐκείνη ποὺ συμμορφώνεται πάντοτε μὲ τὴ θεόπνευστη Βίβλο εἶναι ἡ μέσῳ τῆς Βίβλου θεοφώτιστη, ἤτοι βιβλοφώτιστη, οἰκουμενικὴ σύνοδος, ἡ ἐκκλησία. καὶ συμμορφώνεται μὲ τὴ Βίβλο ἡ ἐκκλησία τόσο στὶς οἰκουμενικὲς συνόδους της ὅσο καὶ στὶς τοπικὲς καὶ σ’ ὁποιαδήποτε ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἔκφρασί της. δὲν ὑπῆρξε ποτὲ περίπτωσι ποὺ οἰκουμενικὴ σύνοδος ἔγκυρη τόλμησε νὰ μειώσῃ ἢ ἐπαυξήσῃ ἢ τροποποιήσῃ τὴ Βίβλο. μόνο σύνοδοι αἱρετικῶν τόλμησαν κάτι τέτοιο ἰδίως παπικῶν καὶ προτεσταντῶν. καὶ κάθε ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς εἶναι τόσο θεοφώτιστος, ὅσο συμμορφώνεται πρὸς τὸν Κανόνα τῆς Βίβλου. διότι ἐνῷ ἡ θεοπνευστία εἶναι μία καὶ δὲν ἔχει διαβάθμισι καὶ κλιμάκωσι, ὥστε νὰ ὑπάρχουν, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ παπικοὶ καὶ οἱ προτεστάντες, βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρωτοκανονικὰ καὶ δευτεροκανονικὰ μὲ πολλὴ ἢ λίγη θεοπνευστία, τὸ θεοφώτιστον ἔχει καὶ διαβάθμισι καὶ κλιμάκωσι καὶ αὔξησι καὶ μείωσι καὶ ἔκλειψι, ὅπως ἐννοεῖ κι ὁ Ἰωάννης Σιναΐτης στὴν Κλίμακα. ἀλλ΄ ἀκόμη κι ἂν ἕνας θεοφώτιστος μὲ τὴν πολλὴ καὶ προσεκτικὴ μελέτη τῆς Βίβλου προσλάβῃ τὸ 100% τοῦ δι΄ αὐτῆς ἐκπεμπομένου θείου φωτισμοῦ, πάλι θεόπνευστος δὲν γίνεται οὔτε κατ’ ἐλάχιστο, διότι καὶ αὐτὸς ἔμαθε ἁπλῶς τὰ ἕτοιμα, τὰ ἤδη γραμμένα.
         Αὐτὰ γιὰ τὸ πῶς οἰκονομεῖται καὶ διακανονίζεται τὸ ζήτημα τυχούσης καὶ παρεμπιπτούσης διαφωνίας ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πρὸς τὴν Ἁγία Γραφή.
 
 
Δημοσιεύεται καὶ στὴ ‘’Συμβολὴ’’ 24 (2008)
Μελέτες 5 (2008)