Στὰ Εὐαγγέλια ἀναφέρονται δυὸ σημεῖα τοῦ Κυρίου, σημεῖα χορτασμοῦ χιλιάδων ἀκροατῶν μὲ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας τὴ μιὰ φορά, καὶ τὴ δεύτερη μὲ ἑπτὰ ἄρτους καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. καὶ τὴν πρώτη φορὰ τὰ περισσεύματα ἦταν δώδεκα κόφινοι (Μθ 14,20˙ 16,9˙ Λκ 9,17˙ Μρ 6,43˙ 8,19˙ Ἰω 6,13), ἐνῷ τὴ δεύτερη ἦταν ἑπτὰ σπυρίδες (Μθ 15,37˙ 16,10˙ Μρ 8,8˙ 8,20). στὶς δὲ Πράξεις λέγεται ὅτι, ὅταν ὁ νεοφώτιστος Παῦλος ἀπέδρασε ἀπὸ τὴ Δαμασκό, ἐπειδὴ οἱ ἐχθροί του τοῦ εἶχαν στήσει θανάσιμο καρτέρι στὶς πύλες, δὲν βγῆκε ἀπὸ κάποια πύλη τῆς πόλεως, ἀλλ’ οἱ ἐκεῖ Χριστιανοὶ τὸν κατέβασαν νύχτα ἀπὸ ἕνα ἐνδιάμεσο μέρος τοῦ τείχους, ἀπὸ παράθυρο πύργου, μέσα σὲ μιὰ σπυρίδα ( Πρξ 9,25 νυκτὸς καθῆκαν διὰ τοῦ τείχους χαλάσαντες ἐν σπυρίδι˙ Β’ Κο 11,33 διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους).
         Κόφινοι καὶ σπυρίδες λοιπόν˙ μὲ ἀπαράβατη συνέπεια οἱ τέσσερες εὐαγγελισταὶ στὸ πρῶτο σημεῖο ἀναφέρουν πάντοτε κοφίνους, στὸ δεύτερο πάντοτε σπυρίδας. οἱ μισοὶ καὶ παραπάνω ὅμως μεταφρασταὶ δὲν τὸ πρόσεξαν αὐτό, ἐπειδὴ τὰ μυαλά τους τὰ ἔχουν κολλημένα στὶς ΄΄διαστρωματώσεις΄΄ τῶν Εὐαγγελίων ποὺ φλυαροῦν σὰ γραώδεις μύθους. δὲν ἀνακάλυψαν ἀκόμη τὸν τροχὸ καὶ δὲν ἔχουν πάρει τὸ ἁπλὸ μάθημα ὅτι, γιὰ νὰ κάνῃς ἐκτιμήσεις πάνω σ’ ἕνα κείμενο, πρέπει πρῶτα νὰ τὸ καταλαβαίνῃς. ἂς ἐλπίσουμε ὅτι μεγαλώνοντας θὰ μάθουν.
         Τοὺς κοφίνους οἱ μεταφρασταὶ τῆς Κ. Διαθήκης στὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ τοὺς λένε πάντοτε ΄΄κοφίνους΄΄ καὶ ΄΄κοφίνια΄΄, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς χιλιαστὰς ποὺ τοὺς λένε ΄΄καλάθια΄΄ (οἱ χιλιασταὶ μεταφρασταὶ δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα˙ εἶναι πολὺ προσκολλημένοι στὴν ἀγγλικὴ γλῶσσα μιᾶς δικῆς των ἀμερικανικῆς μεταφράσεως˙ κι ἀπὸ κείνη μεταφέρουν στὴν ψεύτικη ἑλληνική τους τὰ ΄΄καλάθια΄΄ τους.).
         Τὶς σπυρίδες τὶς μεταφράζουν˙ ὁ Μάξιμος Καλλιουπολίτης δυὸ φορὲς ΄΄πανέρια΄΄ (Μθ) καὶ τρεῖς φορὲς ΄΄ζεμπίλια΄΄ (Μρ, Πρξ) ˙ ὁ Βάμβας τὶς ἀφήνει πάντοτε ἀμετάφραστες ΄΄σπυρίδες΄΄, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ λέξι στὴ νεοελληνικὴ δὲν λέγεται πιὰ ἤδη ἀπὸ τὰ βυζαντινὰ χρόνια˙ οἱ Τρεμπέλας, Κολιτσάρας, καὶ Ψαρουδάκης τὶς μεταφράζουν πάντοτε ΄΄κοφίνια΄΄˙ οἱ ὁμάδες Βέλλα καὶ Ἀγουρίδου, οἱ δυὸ προτεστάντες (Καραλῆς, καὶ Ἰωαννίδης), οἱ χιλιασταί, κι ὁ Σωτηρόπουλος τὶς μεταφράζουν ΄΄καλάθια΄΄, μὲ τὶς ἐξαιρέσεις ὅτι τὶς λὲν καὶ ΄΄κοφίνια΄΄ μία φορὰ (Μρ 8,8) ἡ ὁμάδα τοῦ Βέλλα, δύο φορὲς (Μρ 8,8˙ Πρξ) ὁ Ἰωαννίδης, καὶ μία φορὰ (Πρξ) ὁ Σωτηρόπουλος˙ ὁ τρίτος προτεστάντης, ὁ Φίλος, τὶς λέει ΄΄ψαροκόφινα΄΄, ἐννοώντας μᾶλλον πανέρια, μία δὲ φορὰ (Πρξ) ΄΄κοφίνι΄΄. τὶς δύο λέξεις δὲν μποροῦν νὰ τὶς ξεχωρίσουν στὴ σημασία οὔτε οἱ Liddell καὶ Scott καὶ οἱ ἄλλοι λεξικογράφοι, καὶ μιλοῦν γιὰ μικρὰ καὶ μεγάλα κοφίνια. κι ἀπ’ αὐτοὺς μᾶλλον ἐπηρεάστηκε ὁ Τρεμπέλας, οἱ δὲ ἄλλοι ἀπὸ τὸν Τρεμπέλα.
         σπυρὶς δὲν εἶναι οὔτε κοφίνι (κόφινος) οὔτε πανέρι (πανάριον) οὔτε καλάθι (κάλαθος)˙ οὔτε γαλίκι, κοφίνι δηλαδὴ πλεγμένο μὲ πλατειὲς λεπτὲς φέτες - λωρίδες ἀπὸ χοντρὸ ξύλο. ὅλ’ αὐτὰ στὴ μὲν ὑφή τους εἶναι πλόκοι ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ μέχρι σήμερα στὰ χωριὰ γινόμενος καὶ λεγόμενος πλοκός, ὁ φράχτης ποὺ γίνεται μὲ χοντρὲς βέργες μελίας, ἐνῷ τὰ τρία σκεύη γίνονται μὲ λεπτὲς βέργες ἰτιᾶς ἢ λυγαριᾶς ἢ μὲ λωρίδες ἀπὸ καλάμι ἢ ξύλο ἢ καὶ μὲ βελονοειδῆ φύλλα σχοίνου (βούρλου, τσικουτιοῦ) τὰ μικρὰ πλεκτὰ τυροβόλια τῆς Λήμνου, στὸ δὲ σχῆμα εἶναι ἀλύγιστοι κύλινδροι ἢ πεφυσιωμένοι στὸ μέσο κύλινδροι ἢ καὶ κόλουροι κῶνοι. ἀντίθετα ἡ σπυρὶς στὴν ὑφὴ δὲν εἶναι πλοκὸς ἀλλὰ σπυρίς, δηλαδὴ ταινία πρῶτα ἔντριτη σὰν τὴν πλεξούδα τῶν μαλλιῶν, ἀλλὰ πεπλατυσμένη, κι ἔπειτα περιελιγμένη σπυροειδῶς εἰς ἁπλοῦν καὶ ῥαμμένη στὴν προηγούμενη περιέλιξι˙ τέτοια εἶναι λ.χ. ἡ ταινία ποὺ ἀποτελεῖ τὸ ἀγροτικὸ καπέλλο τὸ λεγόμενο ΄΄ψαθάκι΄΄˙ στὸ δὲ σχῆμα ἡ σπυρὶς εἶναι μαλακὸ κι ἐλαφρῶς ἐλαστικὸ ἡμισφαίριο. γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ψαθάκι αὐτὸ λεγόταν ἐπίσης σπυρίς, καὶ ὁ χθόνιος καὶ γεώργιος ἀγροτικὸς θεὸς τῆς εἰδωλολατρίας στὴν περιοχὴ τῆς Τριμιθοῦντος τῆς Κύπρου λεγόταν μὲ τὸ προσωνύμιο Σπυρίδων. γίνεται δὲ ἡ σπυρὶς ἀπὸ τὸ ὑδροχαρὲς ψαθόχορτο ἀλλὰ κι ἀπὸ διάφορα πανιὰ σὰ ῥαφτὴ (καὶ ὄχι ὑφαντὴ) κουρελοῦ, ἢ κι ἀπὸ γιδόμαλλο ὅπως τὰ σακκιὰ τὰ χαράρια καὶ οἱ τορβᾶδες (ἀλλὰ πάλι ὄχι ὑφαντή).
         Εἰδικὰ στὴν περίπτωσι τῶν Πράξεων ἡ σπυρὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἦταν ΄΄κοφίνι΄΄ (Τρεμπέλας, Κολιτσάρας, Σωτηρόπουλος) ἢ ΄΄πανέρι΄΄ (Μάξιμος) ἢ ΄΄καλάθι΄΄ (ὁμάδες χιλιαστῶν, Βέλλα, Ἀγουρίδου), διότι στὰ σκληρὰ κι ἀλύγιστα καὶ κυλινδρικὰ αὐτὰ δοχεῖα ἕνας ἄνθρωπος δὲν βολεύεται μὲ κανέναν τρόπο˙ δὲν μπαίνει ὁ γάτος στὸ ποτήρι˙ βολεύεται ὁ ἄνθρωπος μόνο στὴ μαλακὴ καὶ ἡμισφαιρικὴ σπυρίδα. ἄλλωστε τὴ σπυρίδα αὐτὴ ὁ Παῦλος τὴ λέει καὶ σαργάνη (Β’ Κο 11,33), ποὺ ἦταν μαλακὴ καὶ ὄχι γεωμετρικὸ στερεὸν ὅπως τὰ κοφίνια, πανέρια, καὶ καλάθια.
         Τὴ σπυρίδα μόνον ὁ Μάξιμος τὴ μετέφρασε σωστὰ τὶς τρεῖς ἀπὸ τὶς πέντε φορὲς (Μρ 8,8˙ 8,20˙ Πρξ 9,25) ΄΄ζεμπίλι΄΄, λέξι τῆς δημώδους ἑλληνικῆς προερχόμενη ἀπὸ τὴ γαλλική. θὰ μποροῦσε ἡ σπυρὶς νὰ μεταφραστῇ καὶ σάκκος, σακκί, χαράρι, τσουβάλι, μεγάλο ταγάρι, μεγάλος τορβᾶς.
         Τὰ λάθη τῶν ἄλλων μεταφραστῶν ὀφείλονται 1) στὴν ἀστική τους προέλευσι ποὺ τὴ χαρακτηρίζει ἡ ἄγνοια τῶν ἀγροτικῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία ἄγνοιά τους φαίνεται σὲ πάρα πολλὲς περιπτώσεις καθ’ ὅλη τὴν ἔκτασι τῆς μεταφράσεώς των, 2) στὴν περιωρισμένη ἀρχαιομάθειά τους, γλωσσικὴ καὶ πραγματολογική, καὶ 3) στὴν προσκόλλησί τους στοὺς προηγουμένους των μεταφραστὰς ποὺ τοὺς ἔχουν γιὰ τυφλοσύρτη. οἱ Κολιτσάρας, Ψαρουδάκης, Ἰωαννίδης, Φίλος, Σωτηρόπουλος, καὶ οἱ ὁμάδες Βέλλα καὶ Ἀγουρίδου φαίνονται εὐκρινῶς ὅτι ἔχουν τυφλοσύρτη τὸν Τρεμπέλα καὶ τὶς ξενόγλωσσες μεταφράσεις τῆς Κ. Διαθήκης, οἱ δὲ ἄλλοι τὶς ξενόγλωσσες μόνο. ἡ μετάφρασι τῆς σπυρίδος εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευταὶ δὲν βοηθοῦν καθόλου, ἐπειδὴ μέχρι καὶ τὰ ὄψιμα βυζαντινὰ χρόνια ἡ λέξι λεγόταν. ἡ διακοπὴ τῆς χρήσεώς της φαίνεται νὰ ἔγινε περίπου τὸ ἔτος 1204 (ἀρχὴ φραγκοκρατίας).
 
 
Μελέτες 5 (2008)