Ἡ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα τὶς περισσότερες φορὲς μοιάζει μὲ τὸ ἔργο τοῦ ἀστυνομικοῦ ντετέκτιβ˙ δύσκολη ἀλλὰ καὶ μὲ συχνὲς εὐχάριστες ἐκπλήξεις. ὅπως ἕνας ντετέκτιβ, ἐκεῖ ποὺ ψάχνει γιὰ ὅλες τὶς ὑποθέσεις τοῦ καταλόγου ποὺ ἔχει, ξαφνικὰ ἀνακαλύπτει ὅτι τρεῖς ἀπ᾽ αὐτές, ποὺ τὶς εἶχε γιὰ ἄσχετες, εἶναι στὴν πραγματικότητα τρεῖς φάσεις μιᾶς καὶ τῆς ἴδιας ὑποθέσεως, ἔτσι μοῦ συνέβη κάποτε κι ἐμένα. ὅταν μεταξὺ ἄλλων α’) ἐρευνοῦσα νὰ βρῶ πότε ἐμφανίστηκε ἡ τέχνη τῆς ἀποστάξεως, ποὺ ἀγνοεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, καὶ ποιοί τὴν ἐπινόησαν, β’) ἤλεγχα μιὰ διδακτορικὴ διατριβὴ ἑνὸς ‘’βιβλικοῦ’’ γιὰ τὴ διαφορὰ τῶν ἑβραϊκῶν λέξεων ρούαχ καὶ νέφες, ἡ ὁποία διατριβή, παρ᾽ ὅλο ποὺ ἐγκρίθηκε καὶ φυσικὰ δημοσιεύτηκε, μοῦ φαινόταν ὡς ἐλλιπέστατο ὀρνιθοσκάλισμα ἀμαθοῦς, ποὺ δὲν κατάλαβε οὔτε ὅτι τὸ λιγώτερο ἔπρεπε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βρῇ καὶ νὰ ἐλέγξῃ ὅλα τὰ χωρία τοῦ μασοριτικοῦ καὶ τῶν Ἑβδομήκοντα, ὅπου συναντῶνται ἢ μεταφράζονται αὐτές, κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα νὰ συμβουλευθῇ τυχοῦσα σχετικὴ βιβλιογραφία, νὰ προχωρήσῃ σ᾽ ὁποιαδήποτε διερεύνησι, καὶ νὰ καταλήξῃ σὲ συμπεράσματα, πρᾶγμα ποὺ παρὰ τὴ συμβουλή μου δὲν ἔγινε, ἐπειδὴ ὁ συντάκτης της δὲν ἦταν ἱκανὸς νὰ τὸ κάνῃ, καὶ γ’) παιδευόμουν νὰ ἐξηγήσω τί σημαίνει ἡ ἑβραϊκὴ λέξι ρακά, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὡς ἀξιόποινη βρισιὰ ὁ Κύριος στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία του (Μθ 5, 22). κάποια στιγμὴ κατάλαβα ὅτι τὰ τρία αὐτὰ εἶναι μία καὶ μόνη ὑπόθεσι.
       Μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶχα δῆ τὰ κυριώτερα λεξικὰ τῆς Κ. Διαθήκης, πάρα πολλὰ ὑπομνήματα στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, καὶ πολλὲς εἰδικὲς ἐργασίες δημοσιευμένες σὲ βιβλικὰ ἐπιστημονικὰ περιοδικά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχα ἀποκομίσει μόνο τὴ διαπίστωσι ὅτι τὴ λέξι ρακὰ δὲν τὴν ἔχει καταλάβει κανείς, καθὼς καὶ μιὰ ἀπέραντη ἀηδία γιὰ τὸ νοητικὸ ἐπίπεδο τῶν νεωτέρων βιβλικῶν˙ διότι ἀρχικὰ δὲν ἤθελα νὰ τοὺς περιφρονήσω τόσο βαθιά. ἤμουν κατάπληκτος γιὰ τὶς μπαροῦφες τῶν λεξικῶν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν ἐμβρυϊκὴ ἐξάρτησι οἱ ἐν λόγῳ ‘’ἐπιστήμονες’’. ἀπὸ τὰ ἑφτὰ κυριώτερα λεξικά, στὰ ὁποῖα θὰ κατέφευγε κανείς, τὰ δύο δὲν ὤφειλαν νὰ ἔχουν τὴ λέξι, ἐπειδὴ τὸ μὲν μέγα λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης τῶν H. Stephanus (Θησαυρός) – H. G. Liddell – R. Scott – Κ. Δ. Γεωργούλη – Π. Κ. Γεωργούντζου (1572 - 1977) εἶναι μόνο τῆς ἑλληνικῆς, τὸ δὲ λεξικὸ τῶν J. H. Moulton – G. Milligan (1930) περιέχει μόνο τὶς λέξεις τῆς Κ. Διαθήκης ποὺ συναντῶνται καὶ σὲ παπύρους - ἐπιγραφὲς - καὶ ὄστρακα. τὰ ἄλλα πέντε εἶναι τὰ ἑξῆς. α’) S. Schirlitz (1893) - Σ. Εὐστρατιάδου (1910), λεξικὸ πενιχρό. β’) H. Cremer (1895) ποὺ ἔχει μόνο τὸ 21% τῶν λέξεων τῆς Κ. Διαθήκης καὶ δίνει ἐξηγήσεις ἐρευνητικῶς πενιχρὲς καὶ ἄστοχες σὲ πάρα πολλὲς περιπτώσεις. γ’) W. Bauer (1958), ποὺ ἔχει ὅλες τὶς λέξεις ἀλλ᾽ ἐρευνητικῶς εἶναι τυχοῦσα λεηλασία ἀπὸ τὸ προειρημένο μέγα λεξικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἐπιστημονικῶς δὲ μιὰ ἄστοχη ἐξήγησι χωρὶς καμμιὰ ἑστίασι κι ἐξειδίκευσι στὸ λεξιλόγιο τῆς Κ. Διαθήκης. δ’) W. Bauer - K. Aland (1988), μιὰ μόλις αἰσθητὴ ψευδοβελτίωσι τοῦ προηγουμένου, ποὺ ἀποσκοπεῖ μόνο στὸ νὰ γίνῃ τὸ λεξικὸ ἐμπορικὸ κτῆμα τοῦ ἐμπόρου Aland καὶ τῆς γυναικός του ἢ θυγατέρας του˙ ἕνα λεξικὸ ἄχρηστο γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Κ. Διαθήκης. ε’) G. Kittel (1933 - 79), ἕνα λεξικὸ 30 κιλῶν καὶ 10 τόμων, γραμμένο σὲ μισὸ αἰῶνα ἀπὸ 112 ‘’κορυφαίους βιβλικοὺς’’ τοῦ Κ’ αἰῶνος, Εὐρωπαίους κι Ἀμερικανούς, ἐκπροσώπους ὅλους καὶ ἀφρόκρεμα τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς, τὸ ὁποῖο ἀποπειρᾶται νὰ ἐξηγήσῃ μόνο τὸ 48% τῶν λέξεων τῆς Κ. Διαθήκης, εἶναι γεμάτο κλοπιμαῖα μαζέματα καὶ σκουπίδια καὶ μπαροῦφες, γιὰ δὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς Κ. Διαθήκης τελείως ἄχρηστο. εἶναι πέντε αἰώνων βλακεῖες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς ξεστομισμένες διὰ στόματος ὑπερεκατὸ ἀνοήτων καὶ ἀμαθῶν καὶ κείμενες μέσα σ᾽ ἕναν πολυτελῆ κάδο ἀπορριμμάτων. ἡ προειρημένη διατριβὴ ἦταν, ὅπως διαπίστωσα, ἕνα σκουπίδι, ἐπειδὴ αὐτὸ ἦταν τσιμπολογημένο ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κάδο τοῦ Kittel, καὶ τανυσμένο καὶ γαρνιρισμένο μὲ πρόσθετες ἀνοησίες, ὅπως συμβαίνει τὰ τελευταῖα 60 χρόνια μὲ ἀρκετὲς διδακτορικὲς διατριβὲς βιβλικῶν παπαγάλων.
       Εἶναι τόσο ἀκατάρτιστοι ἐπιστημονικῶς οἱ συντάκτες τῶν πέντε παραπάνω λεξικῶν τῆς Κ. Διαθήκης, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ξεχωρίσουν τὰ ῥήματα συνιδεῖν - συνειδέναι, τύφομαι - τυφοῦμαι, γαμῶ -γαμίζω, συγχέω - συγχύνω, μοιχεύομαι - μοιχῶμαι, μεθύω - μεθύσκομαι, καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια, παρατηρῶ δὲ ὅτι οὔτε οἱ ἑρμηνευταὶ μποροῦν ποτὲ νὰ τὰ ξεχωρίσουν, ἐπειδὴ εἶναι ἐξαρτημένοι ἀπὸ τὰ λεξικά. ὅλοι τους, ἑρμηνευταὶ καὶ συντάκτες λεξικῶν ἀκόμη καὶ ταμείων, συγχέουν τοὺς τύπους τοῦ κάθε ζεύγους τῶν προειρημένων ῥημάτων καὶ τοὺς θεωροῦν σὰν τύπους ἑνὸς μόνο ῥήματος. δηλαδή, ὅπως λέει καὶ ἡ ἀθυρόστομη ἀλλὰ σοφὴ καὶ πνευματώδης παροιμία ποὺ λέγαμε στὰ χωριά,
Βάλε τὸν πόλο μάγειρα, νὰ σοῦ μαγειρέψῃ σπατά.
μιὰ παροιμία ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στοὺς τέτοιους καὶ στοὺς γενιτσάρους των.
       Ἡ ἔρευνά μου, ὅπως τὴν ἐξέθεσα σὲ μιὰ μόνο σελίδα τοῦ ‘’Συντόμου λεξικοῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης’’, (στὴν ἕκτη ἔκδοσι τοῦ 2.000), στὸ λῆμμα ρακὰ (Μθ 5, 22), ἔδειξε ὅτι ἡ λέξι ρακὰ εἶναι ἑβραϊκὴ λέξι λιγώτερο ἐξυβριστικὴ ἀπὸ τὸ μωρὲ τοῦ ἴδιου στίχου˙ σημαίνει ‘’πόρδε!’’ (ὅπως καὶ τώρα λέγεται παραπλησίως ‘’Μὴ μιλᾷς ἐσύ, πόρδε!’’). πρόκειται γιὰ τὴ συχνὴ βιβλικὴ ἑβραϊκὴ λέξι ποὺ στὸ ἄστικτο μασοριτικὸ γράφεται ρυ῾ (προφορά: ρού῾ , ρούχ)˙ κατὰ τὸ μεσαίωνα ἡ δασεῖα της τραχύνθηκε διαδοχικῶς σὲ χ καὶ κ καὶ ἡ λέξι μὲ τὴν ἀνάπτυξι καὶ κάποιου νεωτέρου φωνήεντος, ποὺ ἐμφαίνεται στὸ φωνηεντισμένο μασοριτικό, προφερόταν πλέον ρούαχ καὶ ρούακ. στοὺς Ο’ μεταφράζεται πάνω ἀπὸ 260 φορὲς πνεῦμα (= ἄνεμος, πνοή, ἀτμοί, σύννεφα, κλπ.) (Γε 1,2˙ 8,1˙ 41,38), 4 φορὲς πνοή (Πρμ 1, 23), καὶ 50 φορὲς ἄνεμος (Ἔξ 10, 13). σπανίως μεταφράζεται ῥιπιστός (= εὐάερος) (Ἰε 22, 14), ἀνεμόφθορα (Ὠσ 8, 7), ἀνατολαὶ (Ἰζ 42, 16) μὲ τὴν ἔννοια τοῦ σημείου τοῦ ὁρίζοντος ἀπ᾽ ὅπου ὁρμᾶται κάποιος ἄνεμος (καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἔλεγαν τὴν ἀνατολὴ μὲ ὄνομα ἀνέμου ἀπηλιώτην, Ἡρόδοτος 4, 22, 1), διάστημα (= κενό, χῶρος, ἀέρας) (Γε 32, 16). μεταφορικῶς στοὺς Ο’ μεταφράζεται ψυχή (Γε 41, 8), νοῦς (Ἠσ 40, 13), θυμός (Ἠσ 59, 19˙ κι ἄλλες 5 φορές), φρόνησις (Ἰη 5, 1), καὶ πνευματοφόρος (Ὠσ 9, 7). ἡ ἴδια λέξι ρυ῾ ἀνευρίσκεται σὰ δεύτερο συνθετικὸ στὶς λέξεις ποὺ στοὺς Ο’ μεταφράζονται ὀλιγοψυχία (Ἔξ 6, 9), μακρόθυμος (Πρμ 17, 27), πραΰθυμος (Πρμ 16, 19), ταπεινόφρων (Πρμ 29, 23), κακοφροσύνη (Πρμ 16, 18), καὶ ἡσύχιος (Ἠσ 66, 2˙ καὶ αὐτὴ ἡ λέξι στὴν ἑβραϊκὴ εἶναι σύνθετη). ἀνευρίσκεται ἐπίσης στὰ ῥήματα ποὺ στοὺς Ο’ μεταφράζονται ἀναπνέω (Ἰβ 9, 18), ἀναψύχω (Α’ Βα 16, 23), ἀναπαύομαι (= παίρνω ἀνάσα) (Ἰβ 32, 20), ὀσφραίνομαι (= δέχομαι ἀπόπνοια) (Γε 8, 21 κι ἄλλες 9 φορές), καὶ σὰν πρῶτο συνθετικὸ στὸ ῥῆμα ποὺ μεταφράζεται σκυθρωπάζω (= ξεφυσῶ στενοχωρημένος) (Πρμ 15, 13), καὶ σὰ δεύτερο συνθετικὸ στὰ ῥήματα ποὺ μεταφράζονται πνευματοφοροῦμαι (Ἰε 2, 24), ἐρίζω (= ξεφυσῶ ἀγανακτισμένος) (Γε 26, 35), καὶ θυμοῦμαι (= ξεφυσῶ ὠργισμένος) (Ἰβ 21, 4). ὅταν κατὰ τὸ μεσαίωνα οἱ Ἑβραῖοι προφανῶς ἐφεῦραν τὴν ἀπόσταξι μὲ ὑγροποίησι τῶν ἀτμῶν, μὲ τὴ λέξι αὐτή, ποὺ προφερόταν ἤδη αρὰκ καὶ μεταφερόταν ἀναγραμματισμένη καὶ ἀμετάφραστη στὴν ἑλληνικὴ τῶν Βυζαντινῶν ὡς ρακή, δηλώθηκε τὸ πνεῦμα (τοῦ οἴνου) ἤτοι τὸ οἰνόπνευμα, τὸ τσίπουρο. σήμερα αρὰκ (arac) γράφεται τὸ ποτὸ αὐτὸ στὶς ἐτικέττες τῶν μπουκαλιῶν του, ὅταν ἐξάγεται ἀπὸ τὸ Ἰσραήλ. ἐδῶ στὸ Μθ 5,22 βρίσκουμε τὴ λέξι στὴ μορφὴ ρακά, ἤτοι πνεῦμα δύσοσμο, ἀέρα δύσοσμε, πόρδε. δηλαλὴ σκουπίδι, μικρέ, ἀνήλικε, ἀνώριμε, ἀσήμαντε, τιποτένιε. καὶ στὴ σημερινὴ ἑλληνικὴ αὐτὸ λέγεται ἀέρας˙ (μοῦ ἔβγαλε καὶ ἀέρας (πληθ.) του κάτωθέν του γράφει σὲ μιὰ ἀναφορὰ παραπόνων του ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς γιὰ τὸν ὁπλαρχηγὸ Νικολέτο˙ ἐπειδὴ ὁ καπετάνιος τὸν ἔκλασε. οἱ δὲ γιατροὶ ῥωτοῦν ἕναν ἄρρωστο ἂν ἀερίστηκε). αὐτὰ γιὰ τὸ ρακὰ καὶ τὴ ῥακὴ καὶ τὴν ἀπόσταξι ποὺ εἶναι ἑβραϊκὴ ἐφεύρεσι τῶν βυζαντινῶν χρόνων.
 
Μελέτες 3 (2008)