Ἡ ἀρχαιολογία ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα καὶ ὡς λέξι καὶ ὡς ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ λέξι δὲν σημαίνει τὴν ἐπιστήμη, οὔτε ἡ ἐπιστήμη ἔχει ἰδιαίτερο ὄνομα πρὶν ἀπὸ τὸ 1600. τὸ ῥῆμα ἀρχαιολογῶ στὸ Θουκυδίδη (7, 69,2) σημαίνει “λέω παλιὲς ἱστορίες”, ἀρχαιολογία δὲ οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν τὴν ἱστορία, ὅπως φαίνεται καὶ στὸ Διονύσιο Ἁλικαρνασσέα καὶ στὸν Ἰώσηπο, οἱ ὁποῖοι λὲν ὁ καθένας Ἀρχαιολογία τὴν Ἱστορία του. καὶ δὲν ὑπάρχει στὴν ἀρχαιότητα ὀνομασία τῆς ἐπιστήμης τῆς ἀρχαιολογίας, ἐπειδὴ ἦταν ἀκόμη ὑποτυπώδης καὶ θεωροῦνταν ἁπλῶς κεφάλαιο καὶ δευτερεύουσα μέθοδος τῆς ἱστορίας.
         Πρώτη νύξι γι᾽ ἀρχαιολογία ὡς πρᾶγμα καὶ ὄχι ὡς ὄνομα ἔχουμε στὸ ἱστορικὸ βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης Βασιλεῖαι, γραμμένο τὸν Ζ΄π.Χ. αἰῶνα, στὸ ὁποῖο λέγεται ὅτι σὲ κατασκαφὴ νεκροταφείου κατὰ τὸν αἰῶνα ἐκεῖνο ἕνας τάφος ἀναγνωρίστηκε ὡς τάφος συγκεκριμένου ἱστορικοῦ προσώπου τοῦ ΙΑ΄π.Χ. αἰῶνος καὶ κρίθηκε διατηρητέος (Δ΄Βα 23, 15-18).
          Ἀρχαιολογικὴ ἐργασία ἐκτελεῖ κι ὁ Ἡρόδοτος, ὅταν, διερευνώντας τὴν ἱστορία τῆς μεταδόσεως τοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τοὺς Φοίνικες στοὺς Ἕλληνες, ἐπισκοπεῖ ὡς ἀρχαιολόγος πολὺ ἀρχαιότερές του ἐπιγραφὲς τῶν Θηβῶν καὶ πορίζεται ἀπ᾽ αὐτὲς ἱστορικὰ συμπεράσματα (5,58-61).
         Ἀρχαιολογικὴ ἀνασκαφὴ διενήργησε τὸν Δ΄π.Χ. αἰῶνα κι ὁ στρατηγὸς Ἐπιτέλης στὴ Μεσσηνία. κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Παυσανίου τὸ 370 π.Χ. ὁ Ἀργεῖος στρατηγὸς Ἐπιτέλης σὲ ἀνασκαφὴ τοῦ τάφου τοῦ Μεσσηνίου Ἀριστομένους (685-668 π.Χ.) στὴν Ἰθώμη τῆς Μεσσηνίας βρῆκε μέσα σὲ χάλκινη ὑδρία κασσιτέρινο λεπτότατο εἰλητὸ βιβλίο μὲ τὴν Τελετὴν τῶν μεγάλων θεῶν, προφανῶς ἕνα κείμενο στὸ εἶδος καὶ στὴν ἔκτασι σὰν τοὺς Τελεστικοὺς Ὕμνους εἰς Δήμητρα, Ἑρμῆν, Ἀπόλλωνα, Ἀφροδίτην, καὶ Διόνυσον, τοὺς γνωστοὺς σὰν Προοίμια ἢ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους (Παυσανίας 4, 26, 7-8).
          Ἐνῷ τὸ εἶδος τῆς προειρημένης ἀρχαιολογίας τοῦ Ἡροδότου καὶ τοῦ Ἐπιτέλους εἶναι ἡ ἀκριβέστερα λεγομένη ἐπιγραφική, ἀνεύρεσι δηλαδὴ καὶ μελέτη ἐνεπιγράφων ἀνασκαφικῶν ἢ ἄλλων ἀρχαιολογικῶν εὑρημάτων, ἡ ὁποία ἀπὸ μιὰ ἄποψι εἶναι καὶ εἶδος παλαιογραφικῆς ἐπιστήμης, δηλαδὴ φιλολογικῆς, ἀρχαιολογία αὐθεντικὴ μὲ πορίσματα ἐξαγόμενα ἀπὸ μὴ ἐνεπίγραφα ἀνασκαφικὰ εὑρήματα μὲ ἐκτιμήσεις καθαρῶς ἀρχαιολογικὲς εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀσκεῖ στὸ πρῶτο βιβλίο του ὁ Θουκυδίδης. σ᾽ ἕνα σημεῖο, προκειμένου γιὰ τὴν ἐθνικότητα καὶ τὸ ἐπιτήδευμα τῶν προϊστορικῶν κατοίκων τοῦ Αἰγαίου, γράφει (1,8,1)∙ Καὶ οὐχ ἧσσον λῃσταὶ ἦσαν οἱ νησιῶται, Κᾶρές τε ὄντες καὶ Φοίνικες∙ οὗτοι γὰρ δὴ τὰς πλείστας τῶν νήσων ᾤκησαν. μαρτύριον δέ∙ Δήλου γὰρ καθαιρομένης ὑπὸ Ἀθηναίων ἐν τῷδε τῷ πολέμῳ καὶ τῶν θηκῶν ἀναιρεθεισῶν ὅσαι ἦσαν τῶν τεθνεώτων ἐν τῇ νήσῳ, ὑπὲρ ἥμισυ Κᾶρες ἐφάνησαν, γνωσθέντες τῇ τε σκευῇ τῶν ὅπλων ξυντεθαμμένῃ καὶ τῷ τρόπῳ ᾧ νῦν ἔτι θάπτουσι. μεταφράζω∙ “Καὶ πιὸ πολὺ ἦταν πειραταὶ οἱ νησιῶτες, ποὺ ἦταν Κᾶρες καὶ Φοίνικες. αὐτοὶ ἀκριβῶς κατοικοῦσαν τὰ περισσότερα νησιά. τεκμήριο εἶναι τὸ ἑξῆς. ὅταν κατὰ τὸν πόλεμο αὐτὸ οἱ Ἀθηναῖοι ἔκαναν καθαρμὸ τῆς Δήλου καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ξήλωσαν τοὺς τάφους ἐκείνων ποὺ εἶχαν πεθάνει στὸ νησὶ αὐτό, ἀποδείχτηκε ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισοὺς ἦταν Κᾶρες. ἀναγνωρίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀρματωσιὰ τῶν ὅπλων τους, ποὺ ἦταν θαμμένη μαζί τους, κι ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θάβουν οἱ Κᾶρες ἀκόμη καὶ σήμερα’’. ἐπισκόπησι ἀνασκαφικῶν εὑρημάτων κι ἐξαγωγὴ συμπερασμάτων μὲ σύγκρισί τους πρὸς τρέχοντα λαογραφικὰ δεδομένα. ἄσκησι ἀρχαιολογικῆς ἐργασίας πολὺ μεθοδικὴ καὶ ὥριμη∙ τόσο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἀρχαιότερος ἀξιόλογος Ἕλληνας ἀρχαιολόγος εἶναι ὁ Θουκυδίδης.
         Κατὰ τὰ ἑλληνιστικά, ἑλληνορρωμαϊκά, καὶ βυζαντινὰ χρόνια ἡ ἐπιστήμη τῆς ἀρχαιολογίας ἀναπτύχθηκε περισσότερο, μέχρι ποὺ ἀπεξαρτήθηκε ἀπὸ τὴν ἱστορία, χωρὶς ποτὲ φυσικὰ νὰ παύσῃ νὰ εἶναι τὸ δίδυμό της. ἡ ἀπεξάρτησι αὐτὴ ἔγινε γύρω στὸ 1600, ὅταν πρόκοψε πολὺ ἡ τυπογραφία καὶ ἡ γενικὴ ἐπιστήμη, ἡ δὲ ἀκμὴ τῆς ἀρχαιολογίας ἄρχισε περίπου ἀπὸ τὸ 1800 μὲ τὴν ἀρωγὴ καὶ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀποικιοκρατίας.
              
   

Μελέτες 1 (2008)