Τὸ ἀκόλουθο ἑρμηνευτικὸ ὑπόμνημα
στὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου
δημοσιεύεται σὲ συνέχειες
στὸ ἐπιστημονικὸ περιοδικὸ ‘’Συμβολὴ’’
ἔχοντας ἀρχίσει ἀπὸ τὸ 2004
 



Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Εἰσαγωγὴ
 

α΄. Κανὼν
β΄. Κείμενον
γ΄. Ἱστορία
δ΄. Ἑρμηνεία

EΡΜΗΝΕΙΑ


 

ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ



 

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η



 

       ῾Η ᾿Αποκάλυψις τοῦ ᾿Ιωάννου μαρτυρεῖται ὡς ἀποστολικὸ θεόπνευστο καὶ κανονικὸ βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ χρησιμοποιεῖται ὡς πηγὴ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς τῆς ἐκκλησίας. τὰ πρῶτα παραθέματα ἀπὸ τὸ κείμενό της ὡς ἀπὸ βιβλίο θεόπνευστο καὶ πηγὴ τῆς πίστεως ἔχουν ὁ ἀρχαιότερος μεταβιβλικὸς συγγραφεὺς ᾿Ιγνάτιος, ποὺ γράφει τὸ 107 (γιὰ τὶς λεγόμενες «᾿Επιστολὲς τοῦ Κλήμεντος ῾Ρώμης» ἀπέδειξα ἄλλοτε ὅτι δὲν εἶναι τόσο ἀρχαῖες ὅσο νομίζονται), καὶ ἡ ᾿Αποστολικὴ διδαχὴ ἡ γραμμένη γύρω στὸ 120. κατονομάζεται ὡς ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου ἑνὸς τῶν ἀποστόλων ἀπὸ τὸν ᾿Ιουστῖνο γύρω στὸ 150. καὶ καταλέγεται στὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤδη στὸν ἀρχαιότερο Κατάλογο τοῦ Κανόνος, τὸν ᾿Αμβροσιανὸ ἢ τοῦ Muratori λεγόμενο, ἀνάμεσα στὰ ἔτη 190-230. καὶ δὲν ὑπάρχει βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ ἀρχαιότερη παράθεσι χωρίων του ἢ κατονομασία ἢ ἔνταξι σὲ Κατάλογο τοῦ Κανόνος, παρὰ μόνο μερικὰ ταυτόχρονα. καὶ ἀσφαλῶς περιέχεται στὸν ἐπίσημο καὶ ἔγκυρο ἐκκλησιαστικὸ Κατάλογο τοῦ Κανόνος, ἐκεῖνον τὸν τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου, τὴν ΛΘ΄ ῾Εορταστικὴ ἐπιστολή του δηλαδή, τὴν ὁποία γράφει τὸ 367 ὡς κατ᾿ ἐξακολούθησι ἐντεταλμένος γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ καὶ πληρεξούσιος τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου. μὲ τέτοια μαρτυρία γιὰ τὴν ᾿Αποκάλυψι, ὁποιαδήποτε ἀμφισβήτησι γι᾿ αὐτὴν ἢ ἀποσιώπησί της δὲν εἷναι τίποτε πέρα ἀπὸ μιὰ ἄκυρη ἐξωεκκλησιαστικὴ περιττολογία.
       ᾿Εκθέτω παρὰ ταῦτα τὴν ἱστορία τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς ᾿Αποκαλύψεως κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἀποδοχή της. διότι πόσο ἐπιφυλακτικὸς πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς ἔναντι ὁποιασδήποτε ἐξωβιβλικῆς «ἱερᾶς παραδόσεως» καὶ πόσο κριτικὰ πρέπει νὰ τὴν ἀντιμετωπίζῃ, τὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῇ ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης, ὅταν ἱστορῇ τὸ ἀμίμητο ἐκεῖνο, ὅτι, ἐνῷ αὐτὸς ἀκόμη ζοῦσε, θρυλοῦνταν γι᾿ αὐτὸν μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, τῶν ἀποστολικῶν ἡμερῶν, ὅτι ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος οὐκ ἀποθνῄσκει, ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶπε ἐντελῶς ὑποθετικὰ καὶ ῥητορικὰ στὸν Πέτρο· ᾿Εὰν αὐτὸν θέλω μένειν, ἕως ἔρχομαι, τί πρὸς σέ; (᾿Ιω 21,22-23). καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ τὸ διαψεύδει αὐτὸ ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιωάννης καὶ ὑπογραμμίζει τὸν παραλογισμὸ ἐκείνων ποὺ θρυλοῦν ἕνα τέτοιο ψέμμα, ὁ μῦθος ἐπέμενε νὰ κυκλοφορῇ γιὰ αἰῶνες. οἱ ἄνθρωποι ῥέπουν στὸ ψέμμα καὶ στὸ μῦθο ἀκατάσχετα, αὐτὸ θέλει νὰ πῇ ὁ εὐαγγελιστής. ἀλλιῶς ὁ θεὸς δὲν θὰ φρόντιζε νὰ παραδίδεται γραπτὸς ὁ λόγος του καὶ νὰ ὑπάρχῃ ἡ Βίβλος. τὸ ψέμμα, γιὰ νὰ διεισδύσῃ καὶ νὰ ῥιζώσῃ, δὲν χρειάζεται μιὰ δεύτερη γενεά· μπορεῖ καὶ στὴν πρώτη· αὐτὸ λέει ὁ εὐαγγελιστής.
       ῾Ο ᾿Ιγνάτιος στὴν Πρὸς ᾿Εφεσίους ἐπιστολή του (15,3) χρησιμοποιεῖ τὸ χωρίο ᾿Απ 21,3. στὴν ᾿Αποστολικὴ διδαχὴ (10,4) χρησιμοποιεῖται τὸ ᾿Απ 11,17. ὁ ᾿Ιουστῖνος (Διάλ. 80,5 - 81,4· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 4,18,8) κατονομάζει τὴν ᾿Αποκάλυψι, λέγοντας ᾿Ιωάννης, εἷς τῶν ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ, ἐν ᾿Αποκαλύψει... προεφήτευσε, κι ἑρμηνεύει τὸ ᾿Απ 20,1-6. ὁ σύγχρονος τοῦ ᾿Ιουστίνου Παππίας ῾Ιεραπόλεως, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Εὐσεβίου (᾿Εκ. ἱστ. 3,39,2-3) καὶ τοῦ ᾿Ανδρέου Καισαρείας τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας (῾Ερμ. ᾿Αποκαλ., προοίμ., PG 106,220b, καὶ Σειρὰ Cramer 8,360), κατωνόμαζε τὴν ᾿Αποκάλυψι κι ἑρμήνευε τὸ χωρίο ᾿Απ 20,1-6 ὅπως ὁ ᾿Ιουστῖνος. ὁ Μελίτων Σάρδεων λέει τὸ βιβλίο ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου, ἀποκαλεῖ τὸν Κύριο ἄλφα καὶ ὧ, ἀρχὴν καὶ τέλος, ὅπως μόνο στὴν ᾿Αποκάλυψι ἀποκαλεῖται τρεῖς φορές (᾿Απ 1,8· 21,6· 22,13), καὶ ἔχει γράψει πραγματεία Περὶ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ᾿Ιωάννου, τὴν ὁποία μνημονεύει ὁ Εὐσέβιος παραθέτοντας καὶ ἀποσπάσματά της (Μελίτων, Πάσχ., 105 SC 123, 124· ᾿Απόσπ. 5 SC 123, 224· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 4,26,1-2). ὁ ᾿Αθηναγόρας (Πρεσβ., 36) παραθέτει τὸ ᾿Απ 20,13. γιὰ τὸ Θεόφιλο ᾿Αντιοχείας καὶ γιὰ τὸν ᾿Απολλώνιο Σακκέα μαρτυρεῖ ὁ Εὐσέβιος (᾿Εκ. ἱστ. 4,24,1· 5,18,14) ὅτι παρέθεταν χωρία τῆς ᾿Αποκαλύψεως. ὁ Εἰρηναῖος κατονομάζει τὴν ᾿Αποκάλυψι πολλὲς φορές, λέγοντας ᾿Εσήμανεν ᾿Ιωάννης ὁ τοῦ Κυρίου μαθητὴς ἐν τῇ ᾿Αποκαλύψει (significavit Ioannes Domini discipulus in Apocalypsi), καὶ παραθέτει χωρία της, ἔχει μόνο σὰν παραδείγματα τρεῖς ἑρμηνεῖες τοῦ ἑξακόσια ἑξήκοντα ἕξ, τὰ ὀνόματα Εὐάνθας, Λατεῖνος, Τειτάν, παρερμηνεύει τὰ χίλια ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Κυρίου (᾿Απ 20,1-6), καὶ χρονολογεῖ τὴν ᾿Αποκάλυψι. καὶ στὴν περίφημη «᾿Επιστολὴ τῶν ἐν Βιέννῃ καὶ Λουγδούνῳ Χριστιανῶν» τὴ γραμμένη τὸ 177, ποὺ εἶναι, νομίζω, ἔργο πάλι τοῦ Εἰρηναίου, χρησιμοποιοῦνται χωρία τῆς ᾿Αποκαλύψεως (Εἰρηναῖος, ῎Ελ. 5,26,1· 5,30,3· 5,32,1· 5,34,1-2· 5,35,2· 5,36,2· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 3,18,3· ᾿Επιστολὴ τῶν ἐν Βιέννῃ καὶ Λουγδούνῳ..., στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 5,1,10· 5,1,58· 5,2,3). ὁ ᾿Αμβροσιανὸς Κατάλογος τοῦ Κανόνος (§13) μὲ τὴ φράσι του Καὶ ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου (Apocalypsis etiam Ioannis) τὴν καταλέγει στὰ κανονικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. καὶ ὁ Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεὺς κατονομάζει τὴν ᾿Αποκάλυψι κατ᾿ ἐπανάληψι, τὴ χρονολογεῖ, παραθέτει χωρία της, καὶ πρῶτος αὐτὸς ἔγραψε γι᾿ αὐτὴ ἑρμηνευτικὸ ὑπόμνημα (Στρωμ. 6,13,106· Παιδαγ. 2,10,108· Σῳζ. πλούσ., 42· ᾿Αποσπ. ῾Υποτυπ., βιβλ. 5, ΒΕΠ 7,376).
       Μέχρι ἐδῶ οἱ ᾿Ιγνάτιος, Διδαχή, ᾿Αθηναγόρας, Θεόφιλος, καὶ ᾿Απολλώνιος ἁπλῶς παραθέτουν χωρία τῆς ᾿Αποκαλύψεως σὰν ἀπὸ βιβλίο θεόπνευστο, ὁ Παππίας κατονομάζει τὸ βιβλίο λέγοντας ᾿Αποκάλυψις, ὁ Μελίτων κι ὁ ᾿Αμβροσιανὸς κατάλογος λὲν ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου, οἱ δὲ ᾿Ιουστῖνος, Εἰρηναῖος, καὶ Κλήμης λὲν ὅτι ἡ θεόπνευστη καὶ κανονικὴ ᾿Αποκάλυψις εἶναι βιβλίο τοῦ μαθητοῦ καὶ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου· καὶ δὲν ἐμφανίζεται πουθενὰ ἀντίρρησι γιὰ τὴ γνησιότητά της, τὴν πατρότητα τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου, τὴν ἀποστολικότητα καὶ τὴ θεοπνευστία, καὶ τὴν κανονικότητά της. μόνο ποὺ στὸ μεταξὺ δὲν περιλήφθηκε, μαζὶ καὶ μὲ πολλὰ ἄλλα βιβλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, στὸν «κανόνα» μεγάλων αἱρεσιαρχῶν γνωστικῆς καὶ νικολαϊτικῆς κοπῆς. συγκεκριμένα γύρω στὸ 140 ὁ Μαρκίων, ποὺ παρέλειπε ἀπὸ τὸν «κανόνα» του ὁλόκληρη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ 16 βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπὸ δὲ τὰ ὑπόλοιπα εἶχε μόνο ἕνα περίπου δεκασέλιδο φυλλάδιο μὲ ἀνθολόγιο φράσεων διαλεγμένων κατὰ τὰ κριτήρια τῆς δοξασίας του, περέλειπε μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι. οἱ δὲ αἱρετικοὶ ἐκεῖνοι, τοὺς ὁποίους ὁ ᾿Επιφάνιος ἀποκαλεῖ ἀλόγους, ἐπειδὴ ἀπέρριπταν καὶ τὰ πέντε βιβλία τοῦ ᾿Ιωάννου, ποὺ μὲ τὸν Λόγον ἀρχίζει τὸ μεγαλείτερό του, ἀπέρριπταν φυσικὰ καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι. αὐτὸ τὸ τελευταῖο μάλιστα μαρτυρεῖ καὶ τὴν ἀποστολικότητα τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ὅτι δηλαδή, ἐπειδὴ ὡς βιβλίο τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου ἦταν γνωστὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι γύρω στὸ 140, γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὴν ἀπέρριπταν. γιὰ τὸν ἴδιο λόγο κατ᾿ οὐσίαν τὴν ἀπέρριπτε μαζὶ μὲ ὅλα τ᾿ ἄλλα καὶ ὁ Μαρκίων, ἐπειδὴ τῶν ἀποστόλων τῆς περιτομῆς τὰ βιβλία ἀπέρριπτε, καὶ τὸ ἀνθολόγιό του τὸ ἐράνισε ἀπὸ βιβλία μόνο τῶν ἀποστόλων τῶν ἐθνῶν Παύλου καὶ Λουκᾶ.
       Τοὺς Εἰρηναῖο καὶ Κλήμεντα συνεχίζουν καὶ ἄλλοι. ὁ ῾Ιππόλυτος, ἔχοντας γράψει πραγματεία κατὰ τοῦ ἀμφισβητίου Γαΐου μὲ τίτλο ῾Υπὲρ τοῦ Κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγελίου καὶ <τῆς> ᾿Αποκαλύψεως, εἶναι φανερὸ ὅτι θεωροῦσε καὶ τὰ δυὸ ὡς ἔργα τοῦ ἴδιου συγγραφέως. ὁ τίτλος τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἀναγράφεται κι ἐπάνω στὸν ἀρχαῖο ἀνδριάντα του ποὺ φυλάσσεται στὸ μουσεῖο τοῦ Βατικανοῦ. κατονομάζει δὲ ὁ ῾Ιππόλυτος τὸ βιβλίο καὶ στὸ ἔργο του ῎Ελεγχος κατὰ πασῶν τῶν αἱρέσεων μὲ τὴ φράσι διὰ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἤλεγχε (7,36), καὶ στὸ Κατὰ Νοήτου (§15), ὅπου, λέγοντας ᾿Ιωάννης μὲν γὰρ λέγει «Λόγον»... τὸν Λόγον τοῦ θεοῦ... ὑποβὰς ἐν τῇ ᾿Αποκαλύψει ἔφη· «Καὶ εἶδον τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγμένον... καὶ κέκληται τὸ ὄνομα αὐτοῦ «῾Ο Λόγος τοῦ θεοῦ»», δείχνει σαφῶς ὡς συγγραφέα τῆς ᾿Αποκαλύψεως τὸν ἀπόστολο κι εὐαγγελιστὴ ᾿Ιωάννη. ὁ Τερτυλλιανὸς ποὺ κατονομάζει τὴν ᾿Αποκάλυψι πολλὲς φορές, διευκρινίζει ὅτι εἶναι τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιωάννου (et apostolus Ioannes in Apocalypsi), παραθέτει δὲ καὶ πολλὰ χωρία της (Adv. Marc. 3,13,10· 3,14,3· 4,5,2· Resur. mort. 27,1). ὁ Κυπριανὸς (Test. 1,20· 2,11) ἁπλῶς κατονομάζει τὸ βιβλίο (Apocalypsis), χρησιμοποιώντας παραθέματά του. κατονομάζουν καὶ χρησιμοποιοῦν τὴν ᾿Αποκάλυψι ὡς κείμενο τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου, πολλὲς φορὲς ὁ καθένας, οἱ ᾿Ωριγένης (θ. 258), Πάμφιλος (θ. 309), καὶ Μεθόδιος Πατάρων (θ.311), ὁ δὲ ᾿Ωριγένης τὴν καταλέγει κιόλας στοὺς δυὸ καταλόγους του τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης (᾿Ωριγένης, Κέλσ. 6,23· Εἰς ᾿Ιησ. Ναυή, ὁμ. 7,4· Εἰς Ματθ., ἀπόσπ. 402 ΒΕΠ 14,347· Εἰς ᾿Ιωάνν. 2,5· 10,42· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 6,25,9· 6,27,9. Πάμφιλος, ῾Υπὲρ ᾿Ωριγ., PG 17,596b. Μεθόδιος Πατ., Συμπ. 1,5· 8,4· Π. ἀναστ. 2,28,5).
       ῾Ο δὲ Μ. ᾿Αθανάσιος στὸ διάσημο Κατάλογό του λέει· Καὶ πάλιν ᾿Ιωάννου ᾿Αποκάλυψις, ἐννοώντας μὲ τὸ πάλιν ὅτι εἶναι κι αὐτὴ τοῦ ἴδιου ἐκείνου, γιὰ τὸν ὁποῖο λίγο πιὸ μπροστὰ γράφει· Εὐαγγέλια τέσσαρα,... Κατὰ ᾿Ιωάννην,... ᾿Επιστολαὶ Καθολικαὶ καλούμεναι τῶν ἀποστόλων ἑπτὰ... ᾿Ιωάννου τρεῖς (ΛΘ΄ ῾Εορτ. ἐπιστ., 23· 24· 26).
       Μὲ ὅλη τὴν παραπάνω παράδοσι, τὴν ὄντως ἀποστολική, ἀφοῦ ὁ ᾿Ιγνάτιος ἦταν μαθητὴς τοῦ Παύλου, διαφωνοῦν μόνο τρεῖς· ὁ ἀγνώστων φρονημάτων ἀλλ᾿ ὁπωσδήποτε ἐπιπόλαιος ῾Ρωμαῖος πρεσβύτερος Γάιος (200-212), ὁ ὠριγενιστὴς καὶ διάδοχος τοῦ ᾿Ωριγένους ἐπίσκοπος ᾿Αλεξανδρείας Διονύσιος (248-265), κι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἀρχηγοὺς τῶν ἀρειανῶν ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης Εὐσέβιος (θ. 340), ἐκεῖνος ποὺ «καθῄρεσε» κι «ἀφώρισε», κατὰ τὴ γνώμη του βέβαια, συνοδικῶς τὸ Μ. ᾿Αθανάσιο. τὸ ὡμολογημένο σκεπτικό τους ἦταν ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εὐνοεῖ τοὺς χιλιαστάς, τὸ δὲ ἀνομολόγητο καὶ μοναδικὸ κίνητρό τους ἦταν ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι τοὺς ἐνωχλοῦσε, ἐπειδὴ αὐτοί, ἀκριβέστερα διεγνωσμένως οἱ δύο δεύτεροι, δὲν δέχονταν τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ ἴση μὲ τὴ θεότητα τοῦ Πατρός, ὅπως παρουσιάζεται καὶ σ᾿ ἄλλα βέβαια βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀλλὰ καὶ στὴν ᾿Αποκάλυψι σαφῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς.
       Μόνοι αὐτοὶ μεταξὺ ὅλων τῶν ἀρχαίων, πρᾶγμα ποὺ συμβαίνει καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς σημερινοὺς «ἐπιστήμονες» καὶ «κριτικούς», ὀρθοτόμους καὶ μή, δὲν ἔχουν ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἀποστολικότητος καὶ θεοπνευστίας καὶ κανονικότητος ἑνὸς βιβλίου τῆς Βίβλου δὲν εἶναι ζήτημα κριτικῆς ἢ δογματικῆς ἐξετάσεώς του καὶ εἰκασίας, μὲ κάποια κριτήρια – ποῦ θὰ τἄβρισκε ἄλλωστε κανεὶς τὰ θεολογικὰ καὶ δογματικὰ καὶ ὅποια ἄλλα κριτήρια πρὶν ἀπὸ τὴν ἀποδοχὴ τῆς κανονικότητος τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης ; – , ἀλλὰ ζήτημα ἱστορικῶς ἠλεγμένης κι ἐγγυημένης παραδόσεως καὶ παραλαβῆς τοῦ κάθε βιβλίου, ἀπὸ χέρι σὲ χέρι, ἀπὸ τοὺς συντάκτες καὶ τοὺς ἀμέσους ἐκείνων μαθητὰς μέχρι τοὺς σημερινοὺς ἐρευνητὰς τῆς κανονικότητος τῶν βιβλίων. ἐξετάζουμε δηλαδὴ μόνο τὸ κατὰ πόσο ἡ παράδοσι καὶ παραλαβὴ ἑνὸς βιβλίου τοῦ Κανόνος ἔγινε ἀρχικὰ ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ ὄχι τί ἀπόψεις ἔχουν γιὰ τὸ βιβλίο αὐτὸ οἱ διάφοροι μεταγενέστεροι, ὅσο μεγάλοι κι ἂν λέγονται. τὰ κανονικὰ βιβλία ἡ ἐκκλησία ἁπλῶς τὰ παρέλαβε ἀπὸ τοὺς θεμελιωτάς της, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ σχημάτισε τὸ τί πιστεύει· δὲν τὰ ἔκρινε αὐτὴ ἄξια συμπεριλήψεως στὸν Κανόνα της, οὔτε βάσει κάποιου ἐκ τῆς ἐξετάσεώς των προκύψαντος συμπεράσματός της τὰ ἐνέταξε στὸν Κανόνα της, ὅπως ἰσχυρίζονται πολλοὶ καὶ σιωπηρῶς ἀποδέχονται ὅλοι σήμερα. δὲν ἔφτιαξε ἡ ἐκκλησία τὸν Κανόνα της, ὁ Κανὼν ἔφτιαξε τὴν ἐκκλησία, τὴν ἵδρυσε καὶ τὴν ἔθρεψε, ἀφοῦ ὁ Κανών, δηλαδὴ ἡ Βίβλος, δηλαδὴ ἡ διδαχὴ τῶν συντακτῶν της καὶ θεμελιωτῶν τῆς ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ βούλησι καὶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁ ἐκπεφρασμένος διὰ τοῦ Κανόνος, ἵδρυσε τὴν ἐκκλησία καὶ τὴν αὔξησε. κακῶς μέχρι καὶ σήμερα οἱ θιασῶτες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς ὑποβάλλουν ὡς φρόνημα στοὺς Χριστιανοὺς τὴν ἀντίληψι ὅτι ἡ ἐκκλησία ἔφτιαξε τὸν Κανόνα της, ὅπως περίπου ὁ Μαρκίων, γιὰ νὰ μποροῦν αὐτοὶ ἔπειτα ν᾿ ἁλωνίζουν καὶ ν᾿ ἀποφθέγγωνται θέσφατα, ἀφοῦ μόνοι τους ἔχρισαν πρῶτα αὐθεντίες μέσα στὴν ἐκκλησία. μιὰ τέτοια ἀντίληψι εἶναι ἡ ἔσχατη πλάνη καὶ ἡ χείριστη κακοδοξία, διότι ἀνατρέπει τὰ πάντα, καὶ ὄχι μόνο μέρος τῶν πάντων ὅπως οἱ ἄλλες πλάνες καὶ κακοδοξίες. διότι καθιστᾷ «κανόνα» ὑπεράνω τοῦ Κανόνος καὶ αὐτόχρημα «Κυρίους» τῆς ἐκκλησίας αὐτοὺς τοὺς ἴδιους τοὺς θιασῶτες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς καὶ τῆς ὅποιας ἄλλης. στὴν πίστι δὲν ὑπάρχει κάτι πρεσβύτερο τῆς Βίβλου. ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κάποιο βιβλίο ἐλέγχεται ἱστορικῶς ἀποστολικὸ καὶ ἔχει ἀδιάκοπη καὶ ἀρχικὴ ἀποστολικὴ διαδοχή, εἶναι καὶ θεόπνευστο καὶ κανονικό. ὁ δὲ ἑρμηνευτής του πρέπει ἢ νὰ ἑρμηνεύσῃ σωστὰ καὶ τὴ σκληρότητα τοῦ Νόμου, καὶ τὴν ἀθυροστομία τοῦ ῎ᾼσματος, καὶ τὰ τέρατα τῶν ἀποκαλύψεων, καὶ τὶς ἱστορικὲς δυσχέρειες τῶν ἱστορικῶν βιβλίων, καὶ τὸ δογματικῶς νομιζόμενο ἴσως «ἀπαράδεκτο» τῶν διδαχῶν, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ νὰ βγάλῃ καὶ τὸ δόγμα του καὶ τὴν ἠθική του καὶ τὴν ἱστορία του, καὶ ὄχι νὰ ἔχῃ αὐτὸς ἕνα δόγμα καὶ μιὰ ἠθικὴ πρεσβύτερα τῆς Βίβλου, καὶ μὲ κριτήρια αὐτὰ νὰ ἐγκρίνῃ ἢ ἀπορρίπτῃ ἢ ἀξιολογῇ αὐτὸς τὰ βιβλία της, σὰ νὰ εἶναι αὐτὸς ἡ ἀνωτάτη βούλησι καὶ κρίσι μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ σχηματίζῃ αὐτὸς τὸν Κανόνα της, τὴ Βίβλο της· ἤ, ἂν δὲν μπορῇ νὰ καταλάβῃ καὶ νὰ ἑρμηνεύσῃ, ν᾿ ἀφήσῃ τὸ ἔργο αὐτὸ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μποροῦν. κανεὶς δὲν διάλεξε τοὺς γονεῖς του, καὶ ἡ ἐκκλησία δὲν σχημάτισε τὸν Κανόνα της, ἀλλὰ γεννήθηκε ἀπ᾿ αὐτόν· κάθε ἄνθρωπος τοὺς γονεῖς του καὶ ἡ ἐκκλησία τὸν Κανόνα της ἁπλῶς τοὺς ἀποδέχονται. καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ μεγάλο καὶ ὀλισθηρὸ λάθος, ποὺ ἄρχισε μὲ τοὺς Γάιο καὶ Διονύσιο καὶ Εὐσέβιο, σήμερα εἶναι κοινῶς παραδεδεγμένη θέσι· καὶ εἶναι ἡ κυριώτερη κακοδοξία τῶν προτεσταντῶν, ποὺ διεισέδυσε καὶ κάθισε σιγὰ σιγὰ καὶ στοὺς ὀρθοδόξους. οἱ προτεστάντες, μὲ πρῶτο τὸ Λούθηρο, νόμισαν ὅτι, ὅπως πετοῦσαν ἕνα ἕνα τὰ παπικὰ πρόσθετα, ἔτσι μποροῦν νὰ πετοῦν καὶ ἀπὸ τὴ Βίβλο ὅτι προσκρούει στὸ «θεολογικό τους ἔνστικτο», καὶ δὲν κατάλαβαν ὅτι ἔτσι ἔκαναν τὴ βούλησί τους τὴν ἀνθρώπινη πρεσβύτερη κι ἀνώτερη μέσα στὴν ἐκκλησία κι ἀπὸ τὴ βούλησι τοῦ Κυρίου. κι αὐτὸ σ᾿ ἐκείνους μὲν ἐκφράζεται μετὰ τὸ Λούθηρο μὲ τοὺς βιβλικοὺς «ἐπιστήμονές» των, σ᾿ ἐμᾶς δὲ μὲ τοὺς δικούς μας βιβλικοὺς «ἐπιστήμονες», ποὺ συνέπεσε νὰ εἶναι μαθηταὶ ἐκείνων.
       ῾Η ἀμφισβήτησι λοιπὸν τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἄρχισε μὲ τοὺς τρεῖς προειρημένους. ἐμφανίστηκε μεταξὺ 200 καὶ 212 στὴ ῾Ρώμη, ἀρχίζοντας σὰν ἀντιχιλιαστικὸ ἐπιχείρημα, κι ἐπεκτάθηκε πρῶτα στὴν ᾿Αλεξάνδρεια, ἔπειτα στὴν Παλαιστίνη, κι ἐν τέλει στὴ Συρία καὶ στὴ Μικρὰ ᾿Ασία. ὁ ἀρχαῖος χιλιασμὸς εἶναι ἡ δοξασία ποὺ ξεκίνησε ὡς παρερμηνεία τῆς ᾿Αποκαλύψεως. σύμφωνα μὲ τὴν παρερμηνεία αὐτὴ τὰ χίλια ἔτη τ᾿ ἀναφερόμενα στὸ ᾿Απ 20,1-6, κατὰ τὰ ὁποῖα βασιλεύουν ἐπὶ τῆς γῆς οἱ Χριστιανοί, εἶναι μιὰ ἐντεταγμένη μέσα στὸ φυσικὸ χρόνο χιλιετὴς περίοδος ἐπικρατήσεως τῶν Χριστιανῶν πάνω στὴ γῆ, μὲ κέντρο ἐξουσίας τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ τῆς Παλαιστίνης καὶ μὲ ἐπίγειες ἀνάγκες καὶ ἀπολαυές, ἡ ὁποία τοποθετεῖται ἀνάμεσα στὴν κοινὴ ἀνάστασι καὶ στὴν τελικὴ κρίσι. τὴ δοξασία αὐτή, ποὺ εἶναι ἀρχικὰ τοῦ αἱρετικοῦ Κηρίνθου (Εὐσέβιος, ᾿Εκ. ἱστ. 3,28,1-6), ἐμφανίζουν ἐν συνεχείᾳ στὰ κείμενά τους οἱ Παππίας ῾Ιεραπόλεως, ᾿Ιουστῖνος, Εἰρηναῖος, ῾Ιππόλυτος ἴσως, Νέπως, καὶ Κορακίων (Εὐσέβιος ᾿Εκ. ἱστ. 7,24-25).
       ῾Ο Κήρινθος, ὅπως λέει κι ὁ Εἰρηναῖος (῎Ελ. 3,34· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 32,8,6), ἦταν σύγχρονος τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου, νεώτερός του ἀσφαλῶς, ποὺ ἔδρασε στὴ Μικρὰ ᾿Ασία, πιθανῶς στὴν ῎Εφεσο· καὶ μᾶλλον αὐτὸς ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῶν νικολαϊτῶν μετὰ τὴν καταπολέμησί τους ἀπὸ τὸν ᾿Ιωάννη καὶ τὴν ἀνασύνταξί τους. φαίνεται ὅτι ὁ Κήρινθος μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ᾿Ιωάννου εἶχε τὴν ἰδέα, ἀντὶ ν᾿ ἀντικρούσῃ τὴν ᾿Αποκάλυψι, ποὺ καταπολεμεῖ τοὺς νικολαΐτες, νὰ τὴν «ἀποδεχτῇ», νὰ τὴ νοθεύσῃ, καὶ νὰ τὴν ἑρμηνεύσῃ ὅπως ἤθελε αὐτός· καὶ στὸ νοθευμένο σκεύασμά του «ἑρμήνευε» τὸ ᾿Απ 20,1-6 ὡς διδασκαλία τοῦ ᾿Ιωάννου γιὰ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ χίλια ἔτη. ἦταν δηλαδὴ ὁ φιλογήινος χιλιασμὸς μία πτυχὴ μόνο τοῦ νικολαϊτισμοῦ.
       Αὐτὴ τὴν ἑρμηνεία καὶ δοξασία, χωρὶς τὴ λοιπὴ κακοδοξία τοῦ Κηρίνθου, ἐπαναλαμβάνουν γύρω στὸ 150 ὁ Παππίας κι ὁ ᾿Ιουστῖνος στὰ σῳζόμενα ἔργα τους ἢ ἀποσπάσματά τους (ὅπου ἤδη παρέπεμψα). καὶ οἱ δυὸ ὑπῆρξαν μυθομανεῖς. ὁ Παππίας ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ προδότης ᾿Ιούδας δὲν πέθανε ὅπως λὲν τὰ Εὐαγγέλια, ἀλλὰ πρήστηκε ὁλόκληρος τόσο, ποὺ δὲν χωροῦσε νὰ περάσῃ ἀπὸ δρόμο ἁμαξιτό, ὅτι τὸ κεφάλι του χόντρυνε τόσο καὶ τὰ μάτια του ἔμειναν βυθισμένα στὴν πρησμένη του σάρκα τόσο, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ μὴν μπορῇ νὰ βλέπῃ καὶ οἱ ἄλλοι νὰ τὰ βλέπουν μόνο μὲ ἰατρικὲς διόπτρες, ὅτι τὸ αἰδοῖο του ἔγινε ἀπὸ τὸ πρήξιμο πελώριο, κι ὅτι ὁλόκληρος σκουλήκιασε ζωντανὸς καὶ βρομοῦσε τόσο, ὥστε ἀκόμη καὶ στὰ χρόνια τοῦ Παππίου – μετὰ 120 χρόνια δηλαδὴ – οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἀντέχουν νὰ περάσουν ἀπὸ κεῖ, ποὺ ἐν τέλει ἔσκασε, λόγῳ τῆς δυσωδίας, καὶ ἄλλα τέτοια γραώδη (᾿Απόσπ. 3, ΒΕΠ 3,119). κι αὐτὰ τὰ παραμύθια τοῦ Παππίου ἦταν τόσο περιζήτητα κατὰ τὴν ὀψιμώτερη ἀρχαιότητα, ὥστε, ἐνῷ ὁ ἴδιος βεβαιώνει ὅτι οὐδέποτε εἶδε τοὺς ἀποστόλους ἢ ἄλλο βιβλικὸ πρόσωπο, ὡς πολὺ μεταγενέστερος ἐκείνων, ἀλλὰ μόνο ἀνθρώπους ἡλικιωμένους ποὺ μικροὶ εἶχαν δεῖ ἐκείνους (Παππίας, ᾿Απόσπ. 2,3 ΒΕΠ 3,117), διάφοροι μεταγενέστεροί του ἀρχαῖοι μυθολογοῦν ὅτι ἦταν μαθητὴς τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου· γιὰ νὰ πάρουν κῦρος οἱ μῦθοι του (Παππίας, ᾿Αποσπ. 3·6·19· ΒΕΠ 3,119· 120· 123). ὁ ᾿Ιουστῖνος πάλι ἔβλεπε στὴ ῾Ρώμη εἴδωλα τοῦ ῥωμαϊκοῦ ἀγροτικοῦ καὶ πριαπικοῦ θεοῦ Semo Sancus (Σήμων Σάγκος), ποὺ τέτοια ἀνευρίσκονται ἀνασκαφικῶς καὶ σήμερα μὲ τὴν ἴδια ἐπιγραφὴ (᾿Επιγρ. Λατιν. 2458, CIL 14,240), καὶ διάβαζε Simon sanctus (= ἅγιος Σίμων) καὶ συμπέραινε (᾿Απολ. Α΄ 26,2· 56,2· καὶ στὸν Εὐσέβιο ποὺ τὸ πιστεύει, ᾿Εκ. ἱστ. 2,13,3) ὅτι οἱ ῾Ρωμαῖοι λάτρευαν ὡς θεὸ τὸ Σίμωνα τὸ μάγο (Πρξ 8,9-24)· κι ἔκανε ἔτσι ἔναρξι τῆς ἀρρωστημένης ἐκείνης μυθολογίας γιὰ διαγωνισμοὺς θαυματοποιίας στὴ ῾Ρώμη ἐνώπιον τοῦ Νέρωνος μεταξὺ ἀποστόλου Πέτρου καὶ Σίμωνος μάγου, ποὺ τροφοδοτοῦσε τὰ γραώδη ἀπόκρυφα ἐπὶ αἰῶνες. εἶναι δὲ καὶ ὁ πρῶτος ποὺ διατάθηκε (᾿Απολ. Α΄ 13,3-4) ὅτι κατὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Υἱὸς εἶναι κατώτερος θεὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Πνεῦμα θεὸς κατώτερος ἀπὸ τὸν Υἱό, κι ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς θεοὶ πρώτης δευτέρας καὶ τρίτης τάξεως· καὶ εἶναι στὴν παρερμηνεία καὶ κακοδοξία του πρόδρομος τοῦ ᾿Ωριγένους καὶ τῶν ἀρειανῶν. αὐτοὶ λοιπὸν οἱ δύο, ὁ μὲν ᾿Ιουστῖνος ἀπὸ τὴ ῾Ρώμη ὁ δὲ Παππίας ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Κηρίνθου, μιλοῦν σαφῶς γιὰ χίλια ἔτη (᾿Απ 20,1-6) ἢ χιλιονταετηρίδα ἐπιγείου βασιλείας τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὰ ἔσχατα χρόνια, χωρὶς ν᾿ ἀναφέρουν τὸν Κήρινθο. προφανῶς ὁ μὲν Παππίας ἦταν ἀπὸ τὰ κατάλοιπα τῶν κηρινθιανῶν χιλιαστῶν, ποὺ κάποτε συμφιλιώθηκαν μὲ τὴν ἐκκλησία, ἀποκηρύσσοντας τὶς πλάνες των, κληρονομώντας ὅμως τὴ χιλιαστικὴ ἑρμηνεία τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἐπειδὴ δὲν τὴ θεωροῦσαν κι αὐτὴ κακοδοξία, ὁ δὲ ᾿Ιουστῖνος ἦταν, ὅπως φαίνεται καὶ στὰ κείμενά του, ἐκλεκτικὸς φιλόσοφος, ποὺ δεχόταν καὶ τὰ Πλάτωνος διδάγματα καὶ τὴν Πλάτωνος φιλοσοφίαν, παραδεχόταν καὶ τὸ Χριστιανισμό, ὅσο καὶ ὅπως τὸν παραδεχόταν, ἦταν δὲ κατάφορτος μὲ ἑτερόκλυτα στοϊκά, γνωστικά, καὶ ἄλλα φιλοσοφικὰ κατάλοιπα, ἀνάμεσα στὰ ὁποῖα εἶχε καὶ τὴν κηρινθιανὴ χιλιαστικὴ ἑρμηνεία τῆς ᾿Αποκαλύψεως, χωρὶς ἴσως νὰ γνωρίζῃ καὶ τὴν προέλευσί της.
       Μετὰ τοὺς δυὸ αὐτοὺς τὴ χιλιαστικὴ δοξασία ἐμφανίζει κάπως φιλτραρισμένη ὁ Εἰρηναῖος, ὁ ὁποῖος ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν στὶς τέσσερες ἀναφορὲς τοῦ Κηρίνθου, ποὺ κάνει, καταπολεμεῖ τὶς ἄλλες κακοδοξίες ἐκείνου, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ τὴ χιλιαστική, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ὁ ἴδιος ἔχει τὴ χιλιαστικὴ ὡς δοξασία δική του, χωρὶς ὅμως νὰ λέῃ τὴ φράσι χίλια ἔτη· μιλάει μόνο γιὰ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, παραθέτοντας ἀπὸ τὸ ᾿Απ 20,1-6 μόνο τὴ φράσι μακάριος ὁ ἅγιος ὁ ἔχων μέρος ἐν τῇ ἀναστάσει τῇ πρώτῃ, καθὼς καὶ χωρία τῶν προφητῶν ᾿Ησαΐου, ᾿Ιεζεκιήλ, καὶ Δανιήλ· θέλει τὴ βασιλεία αὐτὴ μὲ ἐπίγειες ἀνάγκες καὶ ἀπολαυὲς καὶ μὲ κέντρο ἐξουσίας τὴν ᾿Ιερουσαλήμ, καὶ τὴν τοποθετεῖ μεταξὺ κοινῆς ἀναστάσεως καὶ τελικῆς κρίσεως. δὲν φαίνεται νὰ γνωρίζῃ τὴν προέλευσι τῆς δοξασίας ἀπὸ τὸν Κήρινθο, τὸν ὁποῖο ἄλλωστε καταπολεμεῖ ἐντόνως.
       Γιὰ τὸν ῾Ιππόλυτο δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἔνδειξι ὅτι δεχόταν τὴ δοξασία τοῦ χιλιασμοῦ παρὰ μόνον ὅτι ἦταν μαθητὴς τοῦ Εἰρηναίου καὶ ὅτι ὑπερήσπισε τὴν ἀποστολικότητα τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἀπέναντι στὸ Γάιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀπέρριπτε ὡς ἔργο τοῦ Κηρίνθου ἐξ αἰτίας τοῦ ἐν λόγῳ χωρίου μὲ τὰ χίλια ἔτη.
       Τέλος τὴ δοξασία αὐτὴ ὑποστήριξαν στὰ κλίματα τῆς ᾿Αλεξανδρείας καὶ οἱ ἄσημοι χιλιασταὶ Νέπως καὶ Κορακίων, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπισε ὁ Διονύσιος ᾿Αλεξανδρείας.
       Αὐτοὺς ὅλους τοὺς χιλιαστὰς ἀντιμετωπίζοντας ὁ ῾Ρωμαῖος πρεσβύτερος Γάιος, ὑποστήριξε ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶναι ἔργο τοῦ πρώτου χιλιαστοῦ Κηρίνθου, καὶ ὅτι πρόκειται γιὰ βιβλίο κακόδοξο καὶ ἀπόβλητο (στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 3,28,1-2). ἐναντίον τοῦ Γαΐου ἔγραψε ὁ σύγχρονός του ῾Ιππόλυτος τὸ ἔργο του, ποὺ μνημόνευσα, ῾Υπὲρ τοῦ Κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγελίου καὶ <τῆς> ᾿Αποκαλύψεως. ἕνα ἀνθολόγιο ἀποσπασμάτων ἀπ᾿ αὐτό, τιτλοφορούμενο Κεφάλαια κατὰ Γαΐου, διασώθηκε στὴ συριακὴ γλῶσσα (ἔκδ. Ι. Gwynn, «Hippolytus and his Heads against Gaius», στὸ Hermathema 6(1888), σ. 397-418).
       ῾Ο Διονύσιος ᾿Αλεξανδρείας, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς χιλιαστὰς τῆς Αἰγύπτου Νέπωτα καὶ Κορακίονα καὶ τοὺς ὀπαδούς των, καταδεικνύει μὲν τὴν προέλευσι τοῦ χιλιασμοῦ ἀπὸ τὸν Κήρινθο, ἀλλὰ γιὰ τὴν ᾿Αποκάλυψι λέει ὅτι ἐκεῖνοι, ποὺ τὴν ἀπορρίπτουν ὡς ἔργο τοῦ Κηρίνθου – ἐννοεῖ προφανῶς τὸ Γάιο – , δὲν ἔχουν δίκαιο, κι ὅτι αὐτὸς τὴ δέχεται ὡς θεόπνευστη. στὴ συνέχεια ὅμως προσπαθεῖ, μ᾿ ἐπιχειρήματα ἀνίσχυρα κι ἐπαναλαμβανόμενα, σὲ μιὰ γλῶσσα ἀρχαΐζουσα καὶ δῆθεν «πλατωνική», στριφνὴ καὶ δυσνόητη, κατάλληλη κυρίως γιὰ τὴν ἀπόκρυψι τῆς ἀπουσίας ἐπιχειρημάτων, ν᾿ ἀποδείξῃ πρῶτος αὐτὸς ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶναι κάποιου ἄλλου ἀγνώστου ᾿Ιωάννου, καὶ ὄχι τοῦ ἀποστόλου. θέλοντας δὲ νὰ βρῇ κι ἕναν συγκεκριμένο κατώτερο ᾿Ιωάννη μὲ θεοπνευστία δευτέρας κατηγορίας, γιὰ νὰ τὸν καρφιτσώσῃ ὡς συγγραφέα στὴν ᾿Αποκάλυψι, τὸν βρίσκει σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ εἰκάζει ὁ Παππίας, χωρὶς βέβαια νὰ τὸν σχετίζῃ μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψι ἐκεῖνος, ὅταν γράφῃ ὅτι κατὰ τὶς μέρες του, γύρω στὸ 150, ἔδειχναν στὴν ῎Εφεσο δύο μνήματα ᾿Ιωάννου, καὶ ἄρα ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀπόστολο ὑπῆρχε καὶ ἄλλος ἕνας ᾿Ιωάννης πρεσβύτερος, μαθητὴς ὁπωσδήποτε τοῦ ἀποστόλου καὶ σύγχρονος! σ᾿ αὐτὸν λοιπὸν τὸν ᾿Ιωάννην τὸν πρεσβύτερον βρίσκει ὁ Διονύσιος τὸ συγγραφέα τῆς ᾿Αποκαλύψεως. εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ ποὺ τῆς ἀμφισβητεῖ τὴν ἀποστολικότητά της, προσπαθεῖ τὴ θεοπνευστία της, παρ᾿ ὅλο ποὺ τὴν ἀποδέχεται, νὰ τὴν ὑποβιβάσῃ σὲ θεοπνευστία δευτέρας καὶ τρίτης τάξεως, κατὰ τὴν ἀντίληψι καὶ συνήθεια τῶν τότε ᾿Αλεξανδρινῶν καὶ μάλιστα τῶν ὠριγενιστῶν θεολόγων. καὶ θέλει ἔτσι νὰ καταπολεμήσῃ τὸ χιλιασμὸ καὶ «ἀπὸ ἄλλο μέτωπο», καθὼς αὐτὸς νομίζει βέβαια. διότι τὴν τέτοια ἐπιχειρηματολογία του ἐναντίον τῆς ἀποστολικότητος τῆς ᾿Αποκαλύψεως τὴν παραθέτει ὡς τελευταῖο καὶ γενικὸ καὶ ῥιζικὸ ἐπιχείρημα κατὰ τοῦ χιλιασμοῦ. ὁλοφάνερα ἐννοεῖ· «Στὸ κάτω κάτω αὐτὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι, στὴν ὁποία στηρίζονται οἱ χιλιασταί, δὲν εἶναι καὶ πολὺ θεόπνευστο βιβλίο»! (Διονύσιος, Περὶ ἐπαγγελιῶν, 2· στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 3,28,4-5· 7,24-25.)
       Αὐτοὺς τοὺς δύο μόνο ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψι του ὁ ἀρειανὸς Εὐσέβιος Καισαρείας, ποὺ διασῴζει καὶ τὰ σχετικά τους ἀποσπάσματα, γράφει ἀργότερα ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶναι βιβλίο νόθον. σὲ μιὰ γλῶσσα ἄκρως ἐπιτηδευμένη στριφνὴ καὶ δυσνόητη, κατάλληλη πάλι μόνο γιὰ ἀπόκρυψι τῆς ἐλλείψεως ἐπιχειρημάτων, διακρίνει πρῶτα τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ τέσσερες κατηγορίες· ὁμολογούμενα, ἀντιλεγόμενα, νόθα, καὶ τὰ οὐδ᾿ ἐν νόθοις ἄτοπα καὶ δυσσεβῆ, σὰ νὰ ἦταν δυνατὸν ὅλες αὐτὲς οἱ κατηγορίες νὰ εἶναι μὲ κάποιον τρόπο Καινὴ Διαθήκη. ἔπειτα κατατάσσει τὴν ᾿Αποκάλυψιν ᾿Ιωάννου τόσο στὰ ὁμολογούμενα, «ἂν θέλετε», ὅσο καὶ στὰ νόθα, «ἂν θέλετε»! γράφει δηλαδή· ᾿Επὶ τούτοις (=τοῖς ὁμολογουμένοις) τακτέον, εἴ γε φανείη, τὴν ᾿Αποκάλυψιν ᾿Ιωάννου· καὶ λίγο παρακάτω· ᾿Εν τοῖς νόθοις κατατετάχθω καὶ ...ἡ ᾿Ιωάννου ᾿Αποκάλυψις, εἰ φανείη (Εὐσέβιος, ᾿Εκ. ἱστ. 3,25,2· 4). πρόκειται γιὰ κείμενο ἀσυνεπὲς καὶ ὀλισθηρό. προτείνει δὲ ὁ Εὐσέβιος ὡς συγγραφέα τῆς ᾿Αποκαλύψεως τὸν ἴδιο ᾿Ιωάννην τὸν πρεσβύτερον ποὺ προτείνει κι ὁ Διονύσιος. «εἶναι εἰκός», λέει ὁ Εὐσέβιος, «αὐτὸς νὰ εἶδε», καὶ φυσικὰ νὰ ἔγραψε, «τὴν ᾿Αποκάλυψι, εἰ μή τις ἐθέλοι νὰ παραδεχτῇ ὡς συγγραφέα της τὸν ἀπόστολο» (᾿Εκ. ἱστ. 3,39,5-7). στὸν περὶ δύο μνημάτων μῦθο τοῦ Παππίου καὶ στὴν εἰκασία τοῦ Διονυσίου οἰκοδομεῖ τὴν εἰκοτολογία του ὁ Εὐσέβιος· αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι ἀποδεικτική, καὶ φυσικὰ οὔτε ἀποστολικὴ παράδοσι. ἔτσι ἀπὸ τὸ Διονύσιο στὸν Εὐσέβιο ἡ ᾿Αποκάλυψι, ἀπὸ βιβλίο τοῦ ἀποστόλου κι εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου, γίνεται πρῶτα «θεόπνευστο μὲν ἀλλὰ κάποιου ἀγνώστου καὶ μὴ ἀποστόλου ᾿Ιωάννου», ἔπειτα βιβλίο ἀμφιβόλου θεοπνευστίας καὶ κανονικότητος (ὁμολογούμενον, εἰ φανείη), καὶ τέλος νόθον, εἰ φανείη, καὶ φυσικὰ βλάσφημο καὶ ἀπόβλητο· διότι ἡ νοθεία στὸ βιβλικὸ Κανόνα εἶναι ἀσφαλῶς καὶ βλασφημία.
       ῎Ετσι ἀπὸ τοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἀνευθύνους καὶ ὠριγενιστὰς καὶ ἀρειανοὺς προέκυψε ἡ ἀμφιβολία γιὰ τὴν ᾿Αποκάλυψι. ἡ ἀνεύθυνη εἰκασία τους καὶ ἡ ὀλισθηρὴ διατύπωσί της δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ θεσμὸ τῆς ἐγγυημένης καὶ ἀδιάκοπης παραδόσεως καὶ παραλαβῆς τοῦ Κανόνος ἀπὸ χέρι σὲ χέρι. εἶναι μόνο μιὰ αὐθαίρετη εἰκασία.
       Μέσα στὸν Δ΄ αἰῶνα, ἴσως λίγο μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Εὐσεβίου (θ. 340), ἡ ἀπόρριψι τῆς ᾿Αποκαλύψεως μαζὶ μὲ τὴν εἰκοτολογία τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Εὐσεβίου πῆρε καὶ θεῖο χρῖσμα, περνώντας στὸ γεμάτο μύθους ἀλεξανδρινὸ ἀπόκρυφο Διαταγαὶ τῶν ἀποστόλων, ὅπου ὁ πλαστογράφος, ποὺ ὑποδύεται ὅλους μαζὶ τοὺς ἀποστόλους, πλασσάροντας μὲ τρόπο ταχυδακτυλουργικὸ ἕναν δικό του κατάλογο τοῦ Κανόνος, λέει· Μετὰ τοῦτο αἱ Πράξεις αἱ ἡμέτεραι ἀναγινωσκέσθωσαν καὶ αἱ ᾿Επιστολαὶ Παύλου... καὶ ...τὰ Εὐαγγέλια, ἃ ἐγὼ Ματθαῖος καὶ ᾿Ιωάννης παρεδώκαμεν ἡμῖν καὶ οἱ συνεργοὶ Παύλου... Λουκᾶς καὶ Μᾶρκος (2,57,7). παραλείπει τὶς Καθολικὲς ᾿Επιστολὲς καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι. καὶ πρὸς τὸ τέλος ὁ ᾿Αλεξανδρινὸς πλαστογράφος, γιὰ νὰ κατοχυρώσῃ καὶ τὸν ἄγνωστο πρεσβύτερον ᾿Ιωάννην τοῦ Παππίου, τὸν συγγραφέα δῆθεν τῆς ᾿Αποκαλύψεως κατὰ Διονύσιον καὶ Εὐσέβιον, γράφει· Κεχειροτόνηται τῆς ᾿Εφέσου (ἐπίσκοπος) Τιμόθεος μὲν ὑπὸ Παύλου, ᾿Ιωάννης δὲ ὑπ᾿ ἐμοῦ ᾿Ιωάννου (3,4,6,7). τὴν κατοχύρωσι κάνει ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης! ἔτσι γίνεται πάντα στὰ παραμύθια. κι ἔτσι τὸ λάθος τῶν τριῶν «λογίων», Γαΐου Διονυσίου κι Εὐσεβίου, πῆρε καὶ ἀποστολικὸ κῦρος καὶ θεῖο χρῖσμα ἀπαραίτητο γιὰ τὸ λαό· γιὰ νὰ ἐμπνέῃ φόβο καὶ τρόμο σὲ κάθε διαφωνοῦντα. καθὼς δὲ στὶς ψευδεπίγραφες Διαταγὲς τῶν ἀποστόλων ἐνσωματώθηκαν ἀργότερα οἱ 84 ᾿Αποστολικοὶ κανόνες (Διαταγαὶ 8,47), δηλαδὴ οἱ «ὀρθόδοξοι κανόνες» τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου (καὶ ὄχι Κανόνες τῶν ἀποστόλων βέβαια, ὅπως ὀλισθηρῶς μετεξελίχθηκε ἡ ἐπιγραφή τους), πλάστηκε καὶ ὁ κανὼν 85, μὲ τὶς πολλὲς παραλλαγές του τόσο στὰ χειρόγραφα τὰ ἑλληνικὰ ὅσο καὶ στὶς ἀρχαῖες μεταφράσεις, ὁ ὁποῖος εἶναι κατάλογος τοῦ βιβλικοῦ Κανόνος καὶ αὐτός, χωρὶς τὴν ᾿Αποκάλυψι. τὸ λάθος ἔγινε πλέον ἀναντίρρητο θεῖο καὶ ἀποστολικὸ δόγμα, ποὺ μόνο αὐτὸ μποροῦσε στὴ λαϊκὴ συνείδησι νὰ ὑπερφαλαγγίσῃ τὸ πραγματικὸ συνοδικὸ κῦρος τοῦ καταλόγου τοῦ Μ. ᾿Αθανασίου.
       ῎Ετσι παραλείπουν στοὺς καταλόγους των τὴν ᾿Αποκάλυψι οἱ Κύριλλος ᾿Ιεροσολύμων, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, καὶ ᾿Αμφιλόχιος ᾿Ικονίου, ὁ Συροσιναϊτικὸς κατάλογος (400), ἡ συριακὴ μετάφρασι τῆς Καινῆς Διαθήκης Πεσσίτα (410-430), ὁ νόθος κανὼν 60 τῆς ἐν Λαοδικείᾳ συνόδου ποὺ προστέθηκε τὸν Η΄ αἰῶνα, ὁ Νικηφόρος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως (806-815), κι ὁ ἀνώνυμος Κατάλογος τοῦ Κανόνος ποὺ ἀποκαλεῖ τὴ Βίβλο Τὰ ῾Εξήκοντα βιβλία κατ᾿ ἀπομίμησι τῆς ῾Εξηκονταβίβλου τοῦ ἐπὶ Λέοντος F΄ (896-912) ἑλληνιστὶ ἀνασυντεταγμένου σώματος τοῦ ῥωμαϊκοῦ δικαίου (Κύριλλος ᾿Ιερ., Κατηχ. 4,36. Γρηγόρος Ναζ., ῎Επη 1,12,38· ΡG 37, 474a [= Πηδάλιον, 663]. ᾿Αμφιλόχιος ᾿Ικον., Πρὸς Σέλευκον, Πηδάλ., 665. Συροσιναϊτικὸς Κατάλογος, ἔκδ. Α. S. Lewis, Studia Sinaitica 1,11-15 [1894]. Κανόνες συνόδου Λαοδικείας, 60· Πηδάλ., 442. Νικηφόρος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως, Χρονογρ., PG 100,1056-57). πρέπει ὅμως νὰ προσθέσω ὅτι ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνὸς ἀλλοῦ λέει ἄλλα· διότι χρησιμοποιεῖ καὶ κατονομάζει τὴν ᾿Αποκάλυψι ὡς θεόπνευστο καὶ κανονικὸ βιβλίο καὶ μάλιστα σὲ τρεῖς ἀπὸ τοὺς περιφήμους δογματικοὺς ἢ θεολογικοὺς λεγομένους λόγους του καὶ στὸν ἐπισημότερο ὅλων Συντακτήριον, ποὺ τὸν ἐκφώνησε στὴ Β΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο ἐνώπιον τῶν 150 συνέδρων της ἐπισκόπων (Λόγ. περὶ Υἱοῦ [= 29 ἢ Θεολ. Γ΄], 17· Λόγ. περὶ Υἱοῦ [= 30 ἢ Θεολ. Δ΄], 9· Λόγ. εἰς τὸ βάπτισμα [= 40], 45· Λόγος συντακτ. [= 42], 9· PG 36,96b· d· 113c· 424c· 469a). λέει μάλιστα ὁ Γρηγόριος ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶναι τοῦ ᾿Ιωάννου, ἐννοώντας, ὅπως δείχνουν τὰ συμφραζόμενα, τὸν ἀπόστολο. ἔτσι ἄλλωστε χρησιμοποιεῖ κατ᾿ ἐπανάληψι τὴν ᾿Αποκάλυψι κι ὁ φίλος του Βασίλειος Καισαρείας, λέγοντας πάντοτε ὅτι τὰ παρατιθέμενα χωρία της τὰ λέει ὁ εὐαγελιστὴς ἐκεῖνος ποὺ ἀρχίζει τὸ Εὐαγγέλιό του μὲ τὸ ᾿Εν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος (᾿Ιω 1,1) (Βασίλειος, Εὐνόμ. 2,14· 4,2· PG 29, 600b· 677c). ἔτσι τὴ χρησιμοποιεῖ καὶ τὴν κατονομάζει κατ᾿ ἐπανάληψι ὡς ᾿Αποκάλυψιν τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ὁ ἀδερφὸς τοῦ Βασιλείου Γρηγόριος Νύσσης (Εἰς ἐπιγρ. Ψαλμ., 10· ᾿Αντιρρητ. πρὸς ᾿Απολλιν., 37· Εἰς τὴν ἑαυτοῦ χειροτ., 3· PG 44,541a· 45,1208c· 46,549a), καὶ ὁ ἀδερφὸς τοῦ Ναζιανζηνοῦ Γρηγορίου Καισάριος (Διάλ. 1,29· PG 38,829a). καὶ στὸ δυσμενὲς κλῖμα τῆς ᾿Αλεξανδρείας τὴν κατονομάζει καὶ τὴ χρησιμοποιεῖ κατ᾿ ἐπανάληψι ὡς τοῦ ἴδιου ἀποστόλου κι εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου ᾿Αποκάλυψιν καὶ τὴ χαρακτηρίζει ὡς προφητείαν ὁ Δίδυμος ᾿Αλεξανδρεύς (Π. τριάδ. 2,3· 3,5· 22,10· Εἰς Ψαλμ. 50,21· PG 39,513a· 840b· 1300d· 1400d). τὴν κατονομάζει δὲ πάλι ὡς τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιωάννου καὶ τὴν καταλέγει, καὶ τὴ χρησιμοποιεῖ εὐρύτατα κι ὁ ᾿Επιφάνιος Κύπρου (Πανάρ. 51,3· 12· PG 41,892 abc· 909ab· κλπ.). ὅσο γιὰ τὸν ᾿Αμφιλόχιο, ποὺ ἀνέφερα, λέει γι᾿ αὐτὴ στὸν ἔμμετρο κατάλογό του·


Τὴν δ᾿ ᾿Αποκάλυψιν τοῦ ᾿Ιωάννου πάλιν
τινὲς μὲν ἐγκρίνουσιν, οἱ πλείους δέ γε
νόθον λέγουσιν.

 

καὶ οἱ πλείους, ποὺ τὴ λένε νόθον καὶ ποὺ εἶναι πλείους, μόνο ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ λέξι ταιριάζει στὸ παρατανυσμένο ἰαμβικὸ μέτρο τοῦ καταλόγου, εἶναι ὅλοι κι ὅλοι ὁ ἀρειανὸς Εὐσέβιος Καισαρείας.
       ῾Ο ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ πολυγραφώτερος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς καὶ κυριώτερος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν, δὲν ἔχει γιὰ τὴν ᾿Αποκάλυψι οὔτε ὑπαινιγμό. ὁμοίως κι ὁ Θεοδώρητος. δὲν εἶναι συμπτωματικό· δὲν εἶναι ὅμως καὶ τεκμαρτὸ ἂν ἡ σιγή τους σημαίνει ἀπόρριψι τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἢ σιωπηρὴ ἀποδοχή της μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον ὅπου δὲν ἦταν ἀποδεκτή· εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι ἡ σιγή τους σημαίνει προφύλαξι ἀπὸ διαμαχομένους.
       Μόνον ὡς πρόβλημα τοῦ μακρινοῦ παρελθόντος γνωρίζει ὁ ᾿Αρέθας Καισαρείας (850-935) τὸ ὅτι τινὲς τῶν ἀρχαιοτέρων ἀπέρριπταν τὴν ᾿Αποκάλυψι. στὸ φθαρμένο σχετικὸ χωρίο του (Εἰς ᾿Αποκ., 1· PG 106, 500a) μὲ τὴ διασῳζόμενη φράσι του τῆς ᾿Ιωάννου τοῦ ἠγαπημένου γλώττης, ἑτέρῳ ταύτην ἀνατιθέντες ἐννοεῖ τὴν ἀντιρρητικὴ ἐπιχειρηματολογία τοῦ Διονυσίου ᾿Αλεξανδρείας γύρω ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως, καὶ μὲ τὴ φράσι του ὁ γὰρ συνεπώνυμος τούτῳ Γρηγόριος ἐνέκρινε ταύτην ταῖς ἀνοθεύτοις ἐννοεῖ τὸ Γρηγόριο Νύσσης καὶ πρὸ αὐτοῦ ἐννοεῖ τὸν ἔμμετρο κατάλογο τοῦ ᾿Αμφιλοχίου ποὺ κάποτε ἀποδιδόταν στὸ Γρηγόριο Ναζιανζηνό.
       Στὴν ἀμφισβήτησι τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἀναφέρεται κι ὁ ῾Ιερώνυμος (Epist. ad Dardanum 129,3 PL 22,1103).
       Μετὰ τὸ M. ᾿Αθανάσιο οἱ πλεῖστοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς, ἑλληνόγλωσσοι καὶ λατινόγλωσσοι, καὶ οἱ 20 ἀρχαῖοι ὑπομνηματισταί της, 4 ἑλληνόγλωσσοι καὶ 16 λατινόγλωσσοι, δέχονται τὴν ᾿Αποκάλυψι ὡς βιβλίο τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου θεόπνευστο καὶ κανονικὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης.
       Στὴ λατρεία τῆς ἐκκλησίας, στὴν ὁποία δημοσιεύονται ἐπ᾿ ἐκκλησίας τὸ ἕνα χιλιοστὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τὰ 14 ἑκατοστὰ τῆς Καινῆς, δὲν δημοσιεύεται ποτὲ ἡ ᾿Αποκάλυψι, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι τὸ μόνο βιβλίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἢ τῆς Κ. Διαθήκης ποὺ δὲν ἀναγινώσκεται ποτὲ στὴ λατρεία. καὶ αὐτὸ εἶναι μακρινὸς κι ἐξασθενημένος ἀπόηχος κάποιας προφυλάξεως ἀπὸ διαμαχομένους. κάποτε ὅμως ἡ ᾿Αποκάλυψι στὴν ἐκκλησία δημοσιευόταν· ὁλόκληρη ἀσφαλῶς· τότε ποὺ δημοσιευόταν ὁλόκληρη καὶ ἡ Βίβλος, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη· μέχρι καὶ τὸν Γ΄ αἰῶνα. τότε ποὺ δὲν ὑπῆρχαν κἂν ἐκλογάδια τῆς Βίβλου. ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸν Γ΄ αἰῶνα σὲ μερικὲς ἐκκλησίες ἄρχισε πρώτη ἡ ᾿Αποκάλυψι νὰ μὴ δημοσιεύεται· τὴν ἔκανε πρώτη σ᾿ αὐτὸ ἡ διαβολὴ ποὺ ὑπέστη. καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ Δ΄ αἰῶνος ἐμφανίστηκαν τὰ ἐκλογάδια τῶν δύο Διαθηκῶν, στὰ ὁποῖα παραλείπονταν πολλὰ βιβλία καὶ τῶν δύο Διαθηκῶν καὶ πολλὰ κι ἐκτεταμένα κομμάτια τῶν βιβλίων ποὺ δὲν παραλείπονταν. στὴν ὑπαναχώρησι δηλαδὴ προστέθηκε καὶ ἡ ὀλιγωρία. ὅτι δημοσιευόταν κάποτε ἡ ᾿Αποκάλυψι λέγεται στὸν ᾿Αμβροσιανὸ Κατάλογο τοῦ Κανόνος· Καὶ ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου,... ἥν τινες τῶν ἡμετέρων ἀναγινώσκεσθαι ἐν ἐκκλησίᾳ οὐ θέλουσιν (Apocalypsis etiam Ioannis,… quam quidam ex nostris legi in ecclesia nolunt). ἄρα οἱ περισσότεροι πλὴν αὐτῶν τῶν τινῶν τὴ δημοσίευαν.
 



 

       Τὸ κείμενο τῆς ᾿Αποκαλύψεως σὲ σύγκρισι μὲ τ᾿ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης σῴζεται σὲ λιγώτερα χειρόγραφα, κι αὐτὸ ὀφείλεται στὴν ἀμφισβήτησί της. ἐνῷ δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει ἄλλο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης ποὺ νὰ σῴζεται σὲ λιγώτερα ἀπὸ 600 χειρόγραφα, ἡ ᾿Αποκάλυψι μόλις ξεπερνάει τὰ 100. ἀρχαιότερο ἀκέραιο χειρόγραφό της εἶναι τὸ 01 (σιναϊτικὸ) τοῦ Δ΄ αἰῶνος· πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸ ὑπάρχουν δυὸ παπυρικὰ σπαράγματα τοῦ Γ΄ αἰῶνος καὶ τρία τοῦ Δ΄. ἡ ᾿Αποκάλυψι ἀνευρίσκεται σ᾿ ὅλες τὶς μεταφράσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ Β΄ αἰῶνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ συριακὴ πεσσίτα (410-430).
       Τὸ κείμενο παραδίδεται γενικῶς σὲ καλὴ κατάστασι, τόσο καλή, ποὺ θὰ τὴ ζήλευε ὁποιοδήποτε χριστιανικὸ ἢ θύραθεν κείμενο. ὑπάρχουν μόνο οἱ συνήθεις μεταξὺ τῶν χειρογράφων ἀντιγραφικὲς διαφορές, αἰσθητὰ λίγες, καὶ πάντοτε ἡ σφαλερὴ γραφὴ συναντᾶται σὲ λίγα μόνο χειρόγραφα ἢ καὶ σὲ ἕνα, οὐδέποτε δὲ στὰ ἴδια· δὲν ὑπάρχει δηλαδὴ χειρόγραφο ἢ ὁμάδα χειρογράφων ποὺ νὰ ἔχῃ κάποιο ἰδιαίτερο λάθος ἢ ὁμάδα λαθῶν, ἐκτὸς τοῦ διεγνωσμένου φαινομένου, ὅτι τὰ χειρόγραφα ποὺ ἐκπροσωποῦν τὴν παπυρικὴ ἢ ἀλεξανδρινὴ (αἰγυπτιωτικὴ καὶ παλαιστινὴ) παράδοσι κειμένου, ἐξ αἰτίας τοῦ παπύρου, ἔχουν σαφῶς περισσότερα σφάλματα ἀπὸ κεῖνα ποὺ ἐκπροσωποῦν τὴν περγαμηνὴ παράδοσι ἢ ἐκκλησιαστικὴ (ἢ ἀντιοχειανὴ ἢ κωνσταντινουπολιτικὴ ἢ βυζαντινὴ λεγομένη), πρᾶγμα ποὺ παρατήρησα σ᾿ ὅλα γενικῶς τ᾿ ἀρχαῖα κείμενα, βιβλικὰ καὶ χριστιανικὰ καὶ θύραθεν. διέγνωσα κι ἐξήγησα τὸ φαινόμενο αὐτὸ στὰ Γραφικά (2,149-150· 214· 217· 4,48· 6,24-26). δὲν ὑπάρχουν προβλήματα στὴν κριτικὴ ἀποκατάστασι τοῦ κειμένου.
       ᾿Εκτὸς τοῦ ὅτι ἔλαβα ὑπ᾿ ὄψιν τὶς κριτικὲς ἐκδόσεις τῆς Καινῆς Διαθήκης τῶν B. F. Westcott – F. I. Hort (1881), Β. ᾿Αντωνιάδου(1904), H. F. Soden (1913), R. V. G. Tasker (1964), καὶ K. Aland (1966), ὁ ἴδιος ἐρεύνησα τὰ ἑξῆς ὀχτὼ χειρόγραφα.


01 (σιναϊτικὸ) αἰ. Δ΄, Brit. Mus., Add. 43725
1862 αἰ. Η΄, ᾿Αθωνικό, ῾Αγ. Παύλου 2
1854 αἰ. Ι΄, ᾿Αθωνικό, ᾿Ιβήρων 25
2329 αἰ. Ι΄, Μετεώρων, Μεταμορφ. 573
920 αἰ. Ι΄, Escorial, Ψ-ΙΙΙ-18
919 αἰ. ΙΑ΄, Escorial, Ψ-ΙΙΙ - 6
1857 αἰ. ΙΓ΄, Ἀθωνικό, ᾿Ιβήρων 60
18 αἰ. ΙΔ΄, Parisin. gr. 47
 

       Αὐτὰ ποὺ προέκυψαν ἀπὸ τὴν ὅλη κριτική μου ἐργασία εἶναι τὰ ἀκόλουθα.
       1. Τὸ αὐθεντικώτερο κείμενο σὲ σύγκρισι μὲ ὅλες τὶς ὑπάρχουσες κριτικὲς ἐκδόσεις, ἢ εὐστοχώτερα τὸ αὐθεντικὸ κείμενο, εἶναι τὸ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Β. ᾿Αντωνιάδου, αὐτῆς ποὺ ἔγινε τὸ 1904 μὲ δαπάνες τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κι ἀνατυπώνεται κατ᾿ ἐξακολούθησι ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Σύνοδο τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀποδέχομαι καὶ χρησιμοποιῶ αὐτὸ τὸ κείμενο.
       2. ᾿Απὸ τὶς 27 λέξεις ἢ φράσεις τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ποὺ ἐπισημαίνει ὁ ᾿Αντωνιάδης ὡς ἀσθενῶς παραδιδόμενες στὴ χειρόγραφη παράδοσι, ἔκρινα ὅτι οἱ 22 εἶναι αὐθεντικὲς καὶ οἱ 5 πρόσθετες καὶ ὀβελιστέες. ἔτσι ἀποκαθιστῶ τὶς 22 καὶ ὀβελίζω τὶς 5, ποὺ εἶναι οἱ ἀκόλουθες (μόνο οἱ ἐντὸς ἀγκυλῶν).
1,17 ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ [χεῖρα] ἐπ᾿ ἐμὲ
6,7 ἤκουσα [φωνὴν] τοῦ τετάρτου ζῴου λέγοντος
13,11 εἶχε κέρατα [δύο] ὅμοια ἀρνίῳ
18,7 κάθημαι [καθὼς] βασίλισσα
19,12 ἔχων [ὀνόματα γεγραμμένα καὶ] ὄνομα γεγραμμένον

       3. ᾿Επὶ πλέον ἔκρινα τὰ ἑξῆς.
   α. Στὰ χωρία 1,8 21,6 22,13 ἡ φράσι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὧ πρέπει νὰ γράφεται ἔτσι, ὅπως τὴ γράφω, καὶ ὄχι τὸ Α καὶ τὸ Ω· ὁ ᾿Ιωάννης τὶς λέξεις ἄλφα καὶ ὧ τὶς γράφει ὡς ὀνόματα τῶν γραμμάτων καὶ ὄχι ὡς γράμματα ἁπλῶς· ἡ δὲ προσωνυμία μέγα δὲν εἶχε προστεθῆ τότε ἀκόμη στὸ ὄνομα τοῦ γράμματος ὧ (ὧ μέγα). στὸ ἀλφάβητο τὶς προσωνυμίες ψιλὸν ψιλὸν μικρὸν μέγα στὰ γράμματα ἔ ὗ ὄ ὦ τὶς πρόσθεσαν οἱ Βυζαντινοί, γιὰ νὰ τὰ διακρίνουν ἀπὸ τὰ αι οι ω ο.
   β. Στὸ 12,10 ἡ λέξι κατήγορος εἶναι αὐθεντικὴ ἔτσι, ὅπως τὴ γράφω, καὶ ὄχι ὡς κατήγωρ ποὺ τὴν ἔχουν μερικὰ χειρόγραφα τῆς παπυρικῆς ἀλεξανδρινῆς παραδόσεως τοῦ κειμένου, ἀσχέτως τοῦ ἂν αὐτὰ εἶναι περγαμηνά, καὶ οἱ κριτικὲς ἐκδόσεις, πλὴν ἐκείνων τοῦ ᾿Αντωνιάδου καὶ τοῦ Soden ποὺ ἔχουν τὸ αὐθεντικό. (τὸ ἐράνισμα τοῦ Nestle πῆρε τὴ γραφὴ κατήγωρ ἀπὸ τὴν ἀνεπιτυχῆ ἔκδοσι τῶν Westcott-Hort). δὲν ὑπάρχει ἑλληνικὸ ὄνομα ἢ ἄλλη λέξι ἑλληνικὴ ποὺ νὰ λήγῃ σὲ -γωρ· τὸ κατήγωρ, ποὺ ἀνευρίσκεται μόνο σὲ λίγα χειρόγραφα τοῦ χωρίου αὐτοῦ καὶ σ᾿ ἕναν ἐξορκισμὸ ἑνὸς μαγικοῦ παπύρου γεμάτον βαρβαρισμοὺς καὶ ἀσυναρτησίες φρενοβλαβῶν, προέκυψε ἀπὸ παρανάγνωσι στὴ μεγαλογράμματη γραφή. συγκεκριμένα ἡ κατάληξι -ος (κατήγορος) στὰ χειρόγραφα γράφεται πολλὲς φορὲς μ᾿ ἕνα δυσανάγνωστο καὶ δυσπαρατήρητο μικρὸ στενογραφικὸ σύμβολο, τὸ ὁποῖο πολλοὶ γραφεῖς δὲν τὸ διαβάζουν καὶ δὲν τὸ ἀντιγράφουν, ἐπειδὴ οὔτε κἂν ἀντιλαμβάνονται ὅτι πρόκειται γιὰ γράμμα. καὶ τὸ κατήγορ, ποὺ διάβαζαν, τὸ «διώρθωσαν» σὲ κατήγωρ. δὲν θὰ εἶχα βέβαια τὴν ἀπαίτησι ἀπὸ τοὺς δικούς μας πανεπιστημιακοὺς βιβλικούς, ποὺ ἑρμήνευσαν τὴν ᾿Αποκάλυψι, νὰ τὸ εἶχαν ἀντιληφθῆ αὐτό, διότι, ἀφοῦ κανείς τους δὲν ξέρει παλαιογραφία ἢ παπυρολογία, ὥστε νὰ μπορῇ νὰ διαβάζῃ τὴ Βίβλο κι ἀπὸ χειρόγραφα, καὶ νὰ μὴν τὴν παραλαμβάνῃ ἀπὸ τὸν τυπογράφο τὸ βιβλιοδέτη καὶ τὸ βιβλιοπώλῃ, αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις των. οὔτε φταῖνε γιὰ τὸ λάθος τους αὐτοί, ἀλλὰ φταῖν οἱ προτεστάντες ποὺ ἐράνισαν τὸ manuale τοῦ Nestle ἀπὸ ἀκατάλληλες «κριτικὲς» ἐκδόσεις ξένων πάλι, καὶ πῆραν στὸ λαιμό τους καὶ τοὺς δικούς μας. ἂν οἱ ξένοι δὲν ἔκαναν τὸ λάθος, θὰ τὸ ἔκαναν οἱ δικοί μας ; δὲν νομίζω. ἄρα τὸ φταίξιμο εἶναι τῶν ξένων.
   γ. Στὸ 13,18 ὁ ἀριθμὸς ΧΞF, ἢ στὴ μικρογράμματη γραφὴ χξς, εἶναι ἔργο τῶν γραφέων, καὶ ὄχι ὅλων. ὁ ᾿Ιωάννης, καὶ ἀρκετὰ σῳζόμενα χειρόγραφα εὐτυχῶς, γράφουν ὁλογράφως ἑξακόσια ἑξήκοντα ἕξ, καὶ φυσικὰ υἱοθετῶ αὐτό. αὐτὸ συμβαίνει στὰ χειρόγραφα πολλὲς φορὲς γιὰ οἰκονομία χώρου καὶ χρόνου. ἔτσι λ.χ. τὸ χωρίο τοῦ Δανιήλ 12,11-12, ὅπου οἱ δύο ὑπάρχοντες ἀριθμοὶ στὰ χειρόγραφα καὶ στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Βίβλου γράφονται ὁλογράφως, στὰ χειρόγραφα τῶν Στρωματέων τοῦ Κλήμεντος, ὅπου παρατίθεται τὸ χωρίο (Στρωμ. 1,21,147 ΒΕΠ 7,293), γράφονται βραχυγραφικῶς μὲ ἀριθμοὺς ὡς ἑξῆς· ᾿Απὸ καιροῦ παραλλάξεως τοῦ ἐνδελεχισμοῦ καὶ δοθῆναι βδέλυγμα ἐρημώσεως ἡμέρας ,ασ ΄. μακάριος ὁ ὑπομένων καὶ φθάσας εἰς ἡμέρας ,ατλε΄. στὸ βιβλικὸ κείμενο, καὶ στὰ χειρόγραφα καὶ στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις, οἱ ἀριθμοὶ γράφονται ἡμέραι χίλιαι διακόσιαι ἐνενήκοντα καὶ ἡμέρας χιλίας τριακοσίας τριάκοντα πέντε. μία μάλιστα συνέπεια τῆς βραχυγραφήσεως τῶν ἀριθμῶν στὸν Κλήμεντα εἶναι ὅτι, καθὼς οἱ γραφεῖς ἔγραφαν ἀριθμοὺς ἀκλίτους, ἔχασαν καὶ τὴν πτῶσι τοῦ οὐσιαστικοῦ, κι ἔγραψαν καὶ στὴν πρώτη περίπτωσι ἡμέρας ἀντὶ ἡμέραι. καὶ αὐτὸ δὲν τὸ ἀντιλήφτηκε οὔτε ὁ μεγάλος Dindorf ποὺ φιλοπόνησε τὴν κριτικὴ ἔκδοσι τοῦ Κλήμεντος. καὶ τὸ λάθος του ἀποτελεῖ ἄλλη παραλλαγὴ τοῦ χωρίου τοῦ Δανιήλ, «γνωστὴ ἀπὸ πατερικὸ παράθεμα»! αὐτοὶ οἱ ξένοι, τέλος πάντων, ἔτσι παίρνουν στὸ λαιμό τους καὶ τοὺς δικούς μας, ποὺ δὲν φταῖνε σὲ τίποτα. τόσο στὴν ᾿Αποκάλυψι ὅσο καὶ στὴ Βίβλο ὁλόκληρη υἱοθετῶ πάντοτε τὶς ὁλόγραφες γραφὲς τῶν ἀριθμῶν, οἱ ὁποῖες εἶναι καὶ lectiones difficiliores· οἱ ἀριθμοὶ εἶναι τῶν γραφέων· οὐδέποτε τῶν συγγραφέων. εἶναι δὲ οἱ ἀριθμητικὲς γραφὲς καὶ τὰ εὐπαθέστερα μέρη τῶν ἀρχαίων κειμένων. ἀπὸ τὴ λέξι λ.χ. ἑξήκοντα, ἀκόμη κι ἂν φθαροῦν τὰ πέντε γράμματα -κοντα, τὰ ἄλλα ποὺ μένουν δείχνουν γιὰ ποιὰ λέξι πρόκειται, κι αὐτὴ ἀποκαθίσταται· ὅταν ὅμως φθαρῇ ἕνα μόνο γράμμα, ὁποιοδήποτε, ἀπὸ τὸν ἀριθμὸ XΞF, ἔστω τὸ μεσαῖο, καὶ συμπληρωθῇ ΧIF, τὸ 666 γίνεται 616, καὶ εἶναι ἀδύνατο ν᾿ ἀποκατασταθῇ τὸ ἀρχικό, παρὰ μόνο ἂν ἡ γνήσια γραφὴ διασωθῇ σὲ ἄλλο χειρόγραφο· καὶ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ συμπεράνῃς ἂν τὸ ἄλλο χειρόγραφο κληρονόμησε τὴν ἀρχικὴ γραφή. καὶ μαρτυρεῖται μιὰ τέτοια γραφὴ XIF (=616) στὸ χωρίο αὐτὸ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἀπὸ τὸν Εἰρηναῖο (῎Ελ. 5,10,1), ὁ ὁποῖος γράφει· Δὲν ξέρω πῶς μερικοὶ πλανήθηκαν κι ἀκολουθώντας μιὰ ἀνοησία στραπατσάρησαν τὸ μεσαῖο ἀριθμητικὸ ψηφίο τοῦ ὀνόματος καὶ μείωσαν τὸν ἀριθμὸ κατὰ πενήντα μονάδες· κι ἔτσι ἀντὶ γιὰ ἓξ δεκάδες ἐπιμένουν ὅτι εἶναι μία δεκάδα. νομίζω ὅτι αὐτὸ ἦταν κατ᾿ ἀρχὴν ἕνα σφάλμα γραφέων, κάτι τὸ συνηθισμένο· ἀφοῦ οἱ ἀριθμοὶ παριστάνονται μὲ γράμματα, εὔκολα τὸ ἑλληνικὸ γράμμα ποὺ παριστάνει τὸν ἀριθμὸ ἑξήντα μετατράπηκε σ᾿ ἑλληνικὸ ἰῶτα. στὴ συνέχεια μερικοὶ τὸ ἀποδέχτηκαν ἀνεξέταστα, ἐνῷ ἄλλοι χρησιμοποίησαν κιόλας τὸν ἀριθμὸ «δέκα» ἁπλοϊκὰ καὶ ἀνόητα, ἄλλοι δέ, ποὺ εἶχαν κι ἐκεῖνοι ἄγνοια, προχώρησαν στὸ ν᾿ ἀναζητήσουν καὶ ὀνόματα ποὺ ἔχουν τὸ σφαλερὸ ἀριθμὸ τῆς πλάνης. (Ignoro quomodo erraverunt quidam sequentes idiotismum et medium frustrantes numerum nominis, quinquaginta numeros deducentes, pro sex decadis unam decadem volentes esse. hoc autem arbitror scriptorum peccatum fuisse, ut solet fieri, quoniam et per litteras numeri ponuntur, facile litteram graecam quae sexaginta enuntiat numerum, in iota Graecorum litteram expansam. post deinde quidam sine exquisitione hoc acceperunt; alii quidem simpliciter et idiotice usurpaverunt denarium numerum; quidam autem per ignorantiam ausi sunt et nomina exquirere habentia falsum erroris numerum.) σήμερα τὴ γραφὴ XIF (=616) διασῴζει ὁλογράφως τὸ παλίμψηστο κι ἐλλιπέστατο χειρόγραφο τοῦ Ε΄ αἰῶνος 04 ἢ C ἢ κῶδιξ τοῦ ᾿Εφραὶμ λεγόμενο, στὸ ὁποῖο διακρίνεται ἡ λέξι δέκα.

       Πέρα ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῶν χειρογράφων σφάλματα ποὺ χρειάζονται κριτικὴ εἰκασία (coniectura) ὑπάρχουν μόνο δύο.
   1. ᾿Απ 21,19· τὸ ἀρχικὸ καὶ σωστὸ χαλκηδόνιος ἔγινε χαλκηδών· τὸ σφάλμα ὀφείλεται σὲ πολὺ ἀρχαία παράλειψι ἀναγνώσεως τοῦ συντομογραφικοῦ συμβόλου ποὺ σήμαινε τὴν κατάληξι -ιος. μετὰ τὴν παράλειψι οἱ γραφεῖς «διώρθωσαν» τὸ χαλκηδόν, ποὺ διάβαζαν, σὲ χαλκηδών. σφάλμα πανομοιότυπο μὲ τὸ κατήγορος - κατήγωρ τοῦ 12,10.
   2. ᾿Απ 22,18-19· τὸ κείμενο εἶναι «ἀρὰ γραφέως». τέτοιες «ἀραὶ» εἶναι στ᾿ ἀρχαῖα χειρόγραφα συνήθεις. ἡ παροῦσα περίπτωσι ὡς παρείσφρησι γλωσσήματος τοῦ περιθωρίου εἶναι ὁμοιότυπη μὲ τὸ ᾿Ιω 21,24. συνήθως τέτοια σημειώματα γράφονται στὴν κενὴ μισὴ σελίδα ἢ στήλη ποὺ μένει μετὰ τὸ τέλος τοῦ βιβλίου. στὰ χειρόγραφα συνηθέστερες εἶναι αἱ «ἀραὶ κτητόρων», σπανιώτερες δὲ αἱ «ἀραὶ γραφέων». «ἀραὶ συγγραφέων» δὲν ὑπάρχουν ποτέ. θεόπνευστος μάλιστα συγγραφεὺς δὲν θὰ αἰσθανόταν ποτὲ τὴν ἀνάγκη τέτοιας «ἀρᾶς». παραθέτω γιὰ παράδειγμα μιὰ «ἀρὰ κτήτορος» ἀπὸ τὸ 64 σελίδων χειρόγραφο Μεταμορφώσεως Μετεώρων 354, φ. 62. ῾Ο παρὼν βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν ᾿Αθανασίου... ὅποιος οὖν βουληθῇ ἀποξενῶσαι αὐτὸν ἢ μετατοπίσαι ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Μετεώρου, ἢ μοναχὸς ἢ λαϊκός, ἀφωρισμένος εἴη παρὰ θεοῦ Κυρίου παντοκράτορος, κατηραμένος καὶ ἀσυγχώρητος καὶ ἄλυτος μετὰ θάνατον. αἱ πέτραι τὰ ξύλα καὶ ὁ σίδηρος λυθήσονται, αὐτὸς δὲ οὐδαμῶς. ἔχων καὶ τὰς ἀρὰς τῶν τριακοσίων δέκα καὶ ὀκτὼ θεοφόρων πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ καὶ τῶν λοιπῶν ἁγίων συνόδων· καὶ εὕροι καὶ τὸν ὅσιον πατέρα ἡμῶν ᾿Αθανάσιον ἀντιμαχόμενον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. ,αψξ΄.
+ ῾Ο Σταγῶν Θεοφάνης ὁ ἐκ Λαρίσης ἀποφαίνεται. (ὑπογραφή)

       ῾Η Βίβλος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα διαιροῦταν, ὅπως καὶ σήμερα, σὲ κεφάλαια καὶ στίχους· τὰ κεφάλαια ἕνα ἕνα ἀριθμοῦνται σὲ πολλὰ χειρόγραφα, οἱ στίχοι ὅμως λέγονται μόνο στὸ τέλος κάθε βιβλίου ὡς ἄθροισμα. παραδίδονται ἓξ διαφορετικὲς διαιρέσεις τῆς Βίβλου, ἀλλὰ τῆς ᾿Αποκαλύψεως μόνο δύο, μία ἡ ἀρχαιότερη ὅλων, καὶ μία ἡ νεώτερη, αὐτὴ ποὺ ἔχουμε καὶ σήμερα στὶς ἔντυπες ἐκδόσεις τῆς Βίβλου· κι αὐτὲς οἱ δύο εἶναι οἱ ἐπικρατέστερες. ἡ ἀρχαιότερη, ποὺ εἶναι τοῦ Β΄ αἰῶνος, ἂν ὄχι τοῦ Α΄ κιόλας, εἶναι ἐκείνη, στὴν ὁποία ἀναφέρονται οἱ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, Τερτυλλιανός, ᾿Ωριγένης, Εὐσέβιος Καισαρείας, Καισάριος Ναζιανζηνός, ᾿Επιφάνιος, καὶ οἱ Εἰσηγήσεις (Institutiones) καὶ οἱ Πανδέκται (Digesta) τοῦ ᾿Ιουστινιανείου Σώματος τοῦ ῾Ρωμαϊκοῦ Δικαίου, ἀκολουθοῦν δὲ καθ᾿ ὅλη τὴν ἔκτασι τῶν ὑπομνημάτων τους οἱ ἑρμηνευταὶ ᾿Ανδρέας, Οἰκουμένιος, καὶ ᾿Αρέθας (Κλήμης ᾿Αλ., Στρωμ. 1,21,147 ΒΕΠ 7,293. Tertullianus, Uxor. 2,2,1. ᾿Ωριγένης, εἰς ᾿Ιερεμ., ὁμ. 12,7. Εὐσέβιος, Εὐ. ἀπ. 5,30. Καισάριος Ναζ., Διάλ. 1,39 PG 38,905. ᾿Επιφάνιος, ᾿Αγκυρ., 50· Μέτρ., 22· PG 43,105a· 277b. ᾿Ανδρέας Καισ., Εἰς ᾿Αποκ., προοίμ., PG 106, 493a). κατὰ τὴ διαίρεσι αὐτὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι διαιρεῖται σ᾿ 72 κεφάλαια. ὁ ᾿Ανδρέας μάλιστα λέει ὅτι τὰ 72 κεφάλαια συναπαρτίζουν ἀνὰ τρία 24 λόγους. οἱ δὲ ἀρχαῖοι στίχοι τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἦταν χίλιοι· οἱ σημερινοὶ εἶναι 405· δηλαδὴ ὁ ἀρχαῖος στίχος ἦταν περίπου ὅσος ὁ μισὸς σημερινός. ἡ σήμερα γνωστὴ καὶ σὲ παγκόσμια χρῆσι διαίρεσι τῆς Βίβλου καὶ φυσικὰ καὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως σὲ κεφάλαια νομίζεται ἀπ᾿ ὅλους ὅτι ἔγινε ἀπὸ τὸ Γάλλο ἀρχιεπίσκοπο τῆς ᾿Αγγλίας Στέφ. Λάγκτον (θ. 1228) (Erw. Nestle, Πρόλογος στὴν ἔκδοσι τῆς Κ. Διαθήκης, σ. 57*. Β. ᾿Ιωαννίδης, Εἰσαγ., 522)· κάνουν ὅμως ὅλοι τους λάθος. ἡ διαίρεσι αὐτὴ εἶναι βυζαντινή, τοῦ ΙΒ΄ αἰῶνος τὸ βραδύτερο, καὶ τὴ βρῆκα στὸ Μιχαὴλ Γλυκᾶ καὶ στὸ χειρόγραφο τῆς Βίβλου 106 γιὰ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἢ 582 γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη. ὁ Μιχαὴλ Γλυκᾶς, ποὺ ἤκμασε κατὰ τὰ ἔτη 1140-80, γράφει· ᾿Ιστέον ὅτι ἐν εἰκοστῷ πρώτῳ κεφαλαίῳ τῆς ᾿Αποκαλύψεως τοῦ εὐαγγελιστοῦ καὶ θείου ᾿Ιωάννου καὶ τάδε διείληπται· «Εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι» (᾿Απ 21,1) (Μιχαὴλ Γλυκᾶς, Εἰς τὰς ἀπορίας τῆς Θείας Γραφῆς κεφάλαια, κεφ. 75,1· ἔκδ. Σωφρ. Εὐστρατιάδου, ᾿Αλεξάνδρεια 1912, τ. 2, σ. 256). τὸ δὲ χειρόγραφο εἶναι τοῦ ἔτους 1334, περιέχει ὅλη τὴ Βίβλο, προέρχεται ἀπὸ τὴν ῾Ελλάδα, πῆγε στὴν ᾿Ιταλία ἐπὶ τουρκοκρατίας, εἶναι χάρτινο καὶ τρίτομο, ἔχει 539 φύλλα (211 + 214 + 114), οἱ τόμοι του 1-2 περιέχουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁ 3 τὴν Καινὴ Διαθήκη· τοὺς Ψαλμοὺς ἐπισυνῆψε στὸ δεύτερο τόμο, στὸ τέλος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Γεώργιος Σιμωνάκης μαθητὴς τοῦ ᾿Ιωάννου Κουβαρᾶ· σήμερα τὸ τρίτομο χειρόγραφο βρίσκεται στὴ βιβλιοθήκη τῆς Φερράρας Comunale Ariostea, μὲ στοιχεῖα τμῆμα II, ἀριθμ. 187 Ι-ΙΙ καὶ 188 ΙΙ. τὴ σημερινὴ στιχαρίθμησι τῆς Βίβλου καὶ φυσικὰ καὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἔκανε ὁ Γάλλος φιλόλογος ῾Ροβέρτος Στέφανος στὸ Παρίσι στὴν ἑλληνολατινικὴ ἔκδοσί της ποὺ φιλοπόνησε κι ἐξέδωσε τὸ 1551.
       Κατὰ τὴν ἑρμηνεία ἀκολουθῶ μιὰ δική μου διαίρεσι, ἀλλὰ γιὰ τὶς παραπομπὲς χρησιμοποιῶ τὴ συνηθισμένη.
 



 

Συγγραφεύς. ῞Οπως ἔδειξα μὲ τεκμήρια στὴν ἐξέτασι τῆς κανονικότητος τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἀπὸ τὸν πρῶτο μεταβιβλικὸ χριστιανὸ συγγραφέα ᾿Ιγνάτιο (θ.107) μέχρι λίγο μετὰ τὸ 200 ἁπαξάπαντες, ἐκκλησιαστικοὶ ἄντρες κι αἱρετικοὶ καὶ ἐχθροὶ τῆς πίστεως, λὲν ὅτι συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι ὁ ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης, ὁ συγγραφεὺς πέντε συνολικῶς βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, τοῦ κατ᾿ αὐτὸν Εὐαγγελίου, τῶν τριῶν ᾿Επιστολῶν ᾿Ιωάννου, καὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως. αὐτὸ παρέλαβε καὶ παραδίδει ἡ ἀρχαιότης.
       Μετὰ τὸ 200 ὁ πρεσβύτερος τῆς ῾Ρώμης Γάιος ὑποστήριξε ὅτι τὴν ᾿Αποκάλυψι ἔγραψε ὁ νικολαΐτης καὶ χιλιαστὴς αἱρετικὸς Κήρινθος, ὁ μεγάλος ἔχθρὸς τοῦ ᾿Ιωάννου. τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Γαΐου, τὸ ὁποῖο διασῴζει ὁ Εὐσέβιος (᾿Εκ. ἱστ. 3,28,2), λέει· ᾿Αλλὰ καὶ ὁ Κήρινθος μᾶς πλασσάρει μὲ ψευτιὲς διάφορες τερατολογίες, μὲ ἀποκαλύψεις γραμμένες τάχα ἀπὸ μεγάλο ἀπόστολο, τερατολογικὲς ἀποκαλύψεις ποὺ τάχα τοῦ τὶς ἔδειξαν ἄγγελοι, λέγοντας ὅτι κατὰ τὴν (κοινὴ) ἀνάστασι θὰ ὑπάρξῃ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μὲ ἕδρα τὴν ᾿Ιερουσαλήμ, κατὰ τὴν ὁποία ἡ σάρκα θὰ εἶναι δούλη ἐπιθυμιῶν καὶ ἡδονῶν. κι ἐπειδὴ εἶναι ἐχθρὸς τῶν θείων γραφῶν, θέλοντας νὰ μᾶς πλανήσῃ, λέει ὅτι θὰ ὑπάρξῃ καὶ θὰ ἑορτάζεται ἕνας γάμος διαρκείας χιλίων ἐτῶν (Γάιος, στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 3,28,2). ἐννοεῖ τὰ χωρία τῆς ᾿Αποκαλύψεως ποὺ μιλοῦν γιὰ χίλια ἔτη βασιλείας τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ γάμον τοῦ νυμφίου καὶ τῆς νύμφης (᾿Απ 19,7-9· 20,1-7· 21,2· 9· 22,17). τερατολογίες εἶναι, νομίζω, οἱ παραποιητικὲς καὶ διαστρεβλωτικὲς ψευτιὲς τοῦ Γαΐου, ποὺ ἢ δὲν διάβασε τὴν ᾿Αποκάλυψι ἢ δὲν ξέρει τί λέει. καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς ἀσυγχώρητες ἀνοησίες τῆς ἐπιπολαιότητός του «στηριζόμενος» πασχίζει νὰ μᾶς πείσῃ ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶναι τοῦ νικολαΐτου Κηρίνθου. πολὺ προχωρημένη ἡ ψευτιά του γιὰ ἐποχὴ τόσο ἀρχαία. ἐννοεῖ νὰ κάνῃ τὸ ἄσπρο μαῦρο.
       Στὰ μέσα τοῦ Γ΄ αἰῶνος ὁ Διονύσιος ᾿Αλεξανδρείας ἐντελῶς ἀστήρικτα ἀπέδωσε τὴν ᾿Αποκάλυψι σὲ κάποιον πρεσβύτερον ᾿Ιωάννην κατὰ τὸν Παππία ἢ ἐπίσκοπον ᾿Εφέσου ᾿Ιωάννην κατὰ τὶς Διαταγές, φανταστικὸ πρόσωπο ποὺ ἔφτιαξε ὁ Παππίας (στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 3,39, 6. Διαταγαὶ 7,46,7). ὁ Παππίας λέει μόνον ὅτι στὴν ῎Εφεσο εἶδε δύο μνήματα ᾿Ιωάννου καὶ συμπέρανε ὅτι τὸ ἕνα εἶναι τοῦ ἀποστόλου καὶ τὸ ἄλλο τοῦ πρεσβυτέρου. αὐτὰ ὁ Παππίας καὶ τίποτε ἄλλο· καμμιὰ ἀναφορὰ στὴν ᾿Αποκάλυψι. ὁ Διονύσιος πρῶτος, χωρὶς νὰ ἔχῃ παραλάβει τίποτε τὸ σχετικό, σκέφτηκε ὅτι συγγραφεὺς τῆς «θεοπνεύστου ἀλλ᾿ ὄχι καὶ πολὺ ὀρθοδόξου» ᾿Αποκαλύψεως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ εὐαγελιστὴς ᾿Ιωάννης, ὁλόκληρος ἀπόστολος, ἀλλ᾿ εἶναι ὁ ἄλλος ᾿Ιωάννης ὁ ὑποδεέστερος. δυὸ αὐθαιρεσίες ἐντελῶς ξεκάρφωτες, «στηριγμένες» σ᾿ ἕνα ἀνόητο σκεπτικό. ἀπὸ τὰ ὀχτὼ ἐπιχειρήματά του, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ ν᾿ ἀποδείξῃ ὅτι ὀ συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ συγγραφεὺς τοῦ Εὐαγγελίου, ἄλλα ἔχουν τὸν ἀντίλογό τους καὶ ἄλλα εἶναι παρατραβηγμένα.
   1. Τὸ ἦθος, δηλαδὴ τὸ ὕφος· ἄλλο εἶναι τὸ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν τριῶν ᾿Επιστολῶν τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ἄλλο τὸ τῆς ᾿Αποκαλύψεως. νομίζω ὅτι, ἂν ληφθῇ ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι τὸ ἕνα εἶναι ἀποκάλυψι καὶ τ᾿ ἄλλα ἱστορία καὶ ἁπλῆ ἐπιστολιμαία διδαχή, τὸ ὕφος ἀνάμεσα στὶς δυὸ μερίδες δὲν εἶναι καὶ πολὺ ἄλλο· καὶ στὸν ᾿Ιεζεκιὴλ μεταξὺ ἀποκαλύψεως (κεφ. 40-48) καὶ τῶν λοιπῶν προφητειῶν, τῶν μὴ ἐκστασιακῶν, ὑπάρχει ἡ ἴδια διαφορά. καὶ ὅμως ὄχι μόνο ἄλλο συγγραφέα δὲν ὑπέθεσε κανείς, ἀλλ᾿ οὕτε καὶ τὸ πραγματικὸ γεγονός, ὅτι εἶναι δυὸ διαφορετικὰ βιβλία τοῦ ἴδιου συγγραφέως, ἐλέχθη ποτέ. πάντως ἂν μοῦ ἔλεγαν, χωρὶς νὰ τὸ ξέρω ἀπ᾿ ἀλλοῦ, νὰ κρίνω ποιός ἀπὸ τοὺς τέσσερες εὐαγγελιστὰς εἶναι συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως, θὰ ἔλεγα ἀδίστακτα ὅτι ὁ ᾿Ιωάννης· κι ἂν μοῦ ἔβαζαν ὑποψηφίους καὶ τοὺς ὀχτὼ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης, θὰ ἔλεγα πάλι ὅτι εἶναι ὁ ᾿Ιωάννης. ὁ Βοανεργὲς φαίνεται καὶ στὰ πέντε κείμενά του· ἀλλὰ καὶ ὁ χωρὶς ἑλληνομαθῆ ὑπογραφέα ὀλιγογράμματος ψαρᾶς πάλι φαίνεται.
   2. Τὸ εἶδος τῶν λόγων· θέλει νὰ πῇ τὸ γραμματειακὸ εἶδος. καὶ φυσικὰ εἶναι διαφορετικό. δὲν εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γράφῃ κανεὶς πάντα στὸ ἴδιο γραμματειακὸ εἶδος. καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ ἄλλοι προφῆτες ἀλλιῶς γράφουν στὰ ποιητικά τους μέρη, ἀλλιῶς στὶς ἁπλὲς προφητεῖες των, ἀλλιῶς στὰ ἱστορικά τους κομμάτια.
   3. ῾Η διεξαγωγὴ τοῦ βιβλίου· δηλαδὴ ἡ πλοκή, ἡ διαπλοκή, τὸ διάγραμμα, τὸ σχέδιο. καὶ γιατί νὰ ἔχουν παρόμοιο διάγραμμα ἡ ᾿Αποκάλυψι μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ μὲ τὶς ᾿Επιστολές ; μήπως ἔχουν παρόμοιο οἱ ᾿Επιστολὲς μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ; ἢ μήπως δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο καὶ στὸν ᾿Ιεζεκιὴλ πάλι καὶ στὸ Ζαχαρία ἀνάμεσα στὶς ἀποκαλύψεις των καὶ στὶς λοιπὲς προφητεῖες των;
   4. Στὴν ᾿Αποκάλυψι δὲν χρησιμοποιοῦνται οἱ ὅροι τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ᾿Επιστολῶν ζωὴ (αἰώνιος), φῶς (πνευματικόν), σκότος (πνευματικόν), ἀλήθεια, χάρις, χαρά, σὰρξ Κυρίου, αἷμα Κυρίου, κρίσις, ἄφεσις ἁμαρτιῶν, ἀγάπη τοῦ θεοῦ πρὸς ἡμᾶς, ἀγάπη ἡμῶν πρὸς ἀλλήλους, ἐντολὴ - ἐντολαί, κόσμος, διάβολος, ἀντίχριστος, πίστις, υἱοθεσία, πατήρ, υἱός, πνεῦμα. τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ ὄχι μόνο εἶναι ἀνόητο, ἀλλὰ καὶ ἀνέντιμο· διότι εἶναι ψέμμα. ἀπὸ τὶς 21 λέξεις - ὅρους, ποὺ ἀραδιάζει, 4 μόνο ὑπάρχουν στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὶς ᾿Επιστολές, χωρὶς νὰ ὑπάρχουν στὴν ᾿Αποκάλυψι (ἀλήθεια, σὰρξ Κυρίου, σκότος, χαρά)· κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι συμπτωματικό. στὶς ὑπόλοιπες 17 συμβαίνουν τὰ ἑξῆς· οἱ 11 ὑπάρχουν καὶ στὰ τρία κείμενα (αἷμα Κυρίου, διάβολος, ἐντολὴ - ἐντολαί, ζωή, κόσμος, κρίσις, πατήρ, υἱός, πνεῦμα, φῶς, χάρις)· αὐτό, κρινόμενο κατὰ τὴ λογικὴ τοῦ Διονυσίου, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἰσχυρότατο τεκμήριο ὑπὲρ τῆς προελεύσεως τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστή, ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν τὸ μετράω εἰς βάρος τῆς ἀντίθετης ἀπόψεώς του· οἱ 2 δὲν ὑπάρχουν σὲ κανένα ἀπὸ τὰ τρία κείμενα (ἄφεσις ἁμαρτιῶν, υἱοθεσία)· καὶ ἀπορῶ πῶς τὶς βρῆκε· οἱ 2 ὑπάρχουν μόνο στὶς ᾿Επιστολές, ἀλλ᾿ ὄχι στὸ Εὐαγγέλιο καὶ στὴν ᾿Αποκάλυψι (ἀγάπη τοῦ θεοῦ πρὸς ἡμᾶς, ἀντίχριστος)· κατὰ τὴ λογικὴ τοῦ Διονυσίου θὰ ἔπρεπε ἢ τὸ Εὐαγγέλιο νὰ μὴν εἶναι τοῦ ἐπιστολογράφου ᾿Ιωάννου ἢ οἱ ᾿Επιστολὲς νὰ μὴν εἶναι τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου· κι ἂν εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιωάννου, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψι· ἡ 1 ὑπάρχει μόνο στὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλ᾿ ὄχι στὶς ᾿Επιστολὲς καὶ στὴν ᾿Αποκάλυψι (ἀγάπη ἡμῶν πρὸς ἀλλήλους)· καὶ ἡ 1 ὑπάρχει στὶς ᾿Επιστολὲς καὶ στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἀλλ᾿ ὄχι στὸ Εὐαγγέλιο (πίστις)· κι ἀλήθεια λέει τίποτε τὸ ὅτι στὸ Κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχει ἡ λέξι πίστις ; θὰ πῶ τώρα κι ἐγὼ μιὰ τέτοια λέξι ἀνάλογη μὲ τὰ εὑρήματα τοῦ Διονυσίου· ἀγάπη ἡμῶν πρὸς τὸν θεόν· ὑπάρχει μόνο στὶς ᾿Επιστολὲς καὶ στὴν ᾿Αποκάλυψι, ἀλλ᾿ ὄχι στὸ Εὐαγγέλιο. ἐπαναλαμβάνω, αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα τοῦ Διονυσίου, ὅπως καὶ κάθε τέτοιο, εἶναι ὄχι μόνο ἀνόητο ἀλλὰ καὶ ἀνέντιμο· διότι εἶναι ψέμμα, πολὺ χοντρὸ μάλιστα ψέμμα καὶ κατάφωρο. τὸ τονίζω, ἐπειδὴ τέτοια «ἐπιχειρήματα» εἶναι πολὺ τῆς μόδας σήμερα, ποὺ οἱ ἄνθρωποι παίζουν μὲ τὰ κομπιοῦτερ. ἀκόμα κι ὅταν ἡ στατιστικὴ εἶναι ἔντιμη, τὰ «ἐπιχειρήματα» αὐτὰ ἀπὸ φιλολογικὴ πλευρὰ εἶναι τελείως ἀνόητα. τὰ ἱερὰ κείμενα, ἀλλὰ καὶ κάθε φυσιολογικὸ ἀνθρώπινο κείμενο, δὲν εἶναι σταυρόλεξα. μιὰ τέτοια λογικὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχύῃ μόνο γιὰ κείμενα σὰν τὸ νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν· ὄχι γιὰ κείμενα ποὺ δὲν εἶναι γρῖφοι, καρκῖνοι, λογοπαίγνια, καὶ σταυρόλεξα.
   5. ῾Η διαφορὰ τῆς φράσεως, δηλαδὴ τοῦ γλωσσικοῦ ἐπιπέδου· τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ᾿Επιστολὲς κατὰ τὸ Διονύσιο ἔχουν γλωσσικὸ ἐπίπεδο ὄχι μόνο ἄπταιστον ἑλληνικὸν ἀλλὰ καὶ λογιώτατον, ἐνῷ ἡ γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως δὲν εἶναι σωστὴ ἑλληνική, εἶναι γεμάτη βαρβαρισμοὺς καὶ σολοικισμούς. καὶ αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα εἶναι παρατραβηγμένο, ἂν ὄχι σκέτο ψέμμα, κι ἐπὶ πλέον δείχνει τὴ φιλολογικὴ ἀνικανότητα καὶ τὴν ἀκρισία τοῦ Διονυσίου, ποὺ θὰ μποροῦσε καὶ χρονολογικὴ κλίμακα νὰ βρῇ στὸ ζήτημα αὐτό, ἂν ἦταν ἱκανὸς φιλόλογος. ἡ γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι πράγματι τοῦ πιὸ χαμηλοῦ γλωσσικοῦ ἐπιπέδου μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη κι ἔχει ἀρκετοὺς βαρβαρισμοὺς καὶ σολοικισμούς (αὐτὸ βέβαια καὶ κατὰ τὸ Διονύσιο καὶ κατὰ τὴ δική μου γνώμη δὲν ἀποκλείει τὴ θεοπνευστία οὔτε τὴ μειώνει· ἕτερον ἑκάτερον καὶ κατὰ τοὺς δυό μας). ἀλλ᾿ ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν ᾿Επιστολῶν δὲν εἶναι καθόλου λογιωτάτη, οὔτε κἂν ἄπταιστος ἑλληνική· εἶναι ἀρκετὰ καλλίτερη ἀπὸ τὴ γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ πιὸ φτωχὴ γλῶσσα μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ γενικῶς πολὺ πενιχρή, μὲ τὸ πενιχρότερο λεξιλόγιο, ἰδιαζόντως πενιχρό, καὶ τὴν πιὸ ἀδέξια καὶ ἁπλοϊκὴ σύνταξι, ἰδιαζόντως ἀδέξια καὶ ἁπλοϊκή· καὶ κάπου κάπου ἔχει κι αὐτὴ βαρβαρισμοὺς καὶ σολοικισμούς, ὅπως τὸ συχνὸ ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, καὶ τὸ σόλοικο ὃ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν,.. περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς, καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη..., ὃ ἑωράκαμεν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν (Α΄ ᾿Ιω 1,1-2). ἕνας καλὸς φιλόλογος, ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψι του καὶ τὴ σωστὴ χρονικὴ σειρὰ τῶν τριῶν κειμένων, ᾿Αποκαλύψεως ᾿Επιστολῶν καὶ Εὐαγγελίου, καταλαβαίνει ὅτι πράγματι ἔτσι μ᾿ αὐτὴ τὴ χρονικὴ σειρὰ γράφτηκαν αὐτὰ τὰ κείμενα, ὅτι ὅπως πολλοὶ ἀλλόγλωσσοι ἔτσι κι ὁ ᾿Ιωάννης ἤξερε μὲν παιδιόθεν ὡς δίγλωσσος νὰ μιλάῃ ἑλληνικά, ἀλλὰ δὲν ἤξερε καὶ νὰ τὰ γράφῃ σωστά, ὅταν μάλιστα οἱ ὀλιγογράμματοι οὔτε καὶ τὴ μητρική τους γράφουν σωστά (ἔχω ἄλλωστε γράψει ὁ ἴδιος στὴν ἑλληνική, μόνο γλωσσικῶς καὶ ἐπ᾿ ἀμοιβῇ, πολλὲς διδακτορικὲς διατριβὲς θεολογικὲς ἀλλοδαπῶν, ποὺ στὰ προφορικὰ ἑλληνικὰ μιλοῦσαν ἄψογα, καὶ ἔχω πολλὴ πεῖρα τοῦ πράγματος), καὶ ὅτι ὁ ᾿Ιωάννης φεύγοντας ἀπὸ τὸ ἑβραιόγλωσσο περιβάλλον του καὶ μπαίνοντας σ᾿ ἕνα ἀποκλειστικῶς ἑλληνόγλωσσο γιὰ πρώτη του φορά, τὸ πρῶτο κείμενό του τὸ ἔγραψε μὲ ἀρκετοὺς βαρβαρισμούς καὶ σολοικισμούς, τὸ δεύτερο μετὰ ἀπὸ κάποιον καιρὸ μὲ πολὺ λιγώτερους, καὶ τὸ τρίτο μετὰ πολὺν καιρὸ μὲ ἐλαχίστους. ὅ,τι φυσικώτερο. ὁ Διονύσιος, ὅπως καὶ οἱ πλεῖστοι σημερινοί, παρατηρῶ, σὰν ἐξεταστὴς κειμένων καὶ γλώσσης ἦταν τελείως ἀνίκανος. τέτοιοι ἄνθρωποι τὸ καλλίτερο ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν εἶναι νὰ μὴ «βγαίνουν ξυπόλυτοι στ᾿ ἀγκάθια», διότι γελοιοποιοῦνται. καλλίτερα νὰ διαβάζουν, παρὰ νὰ γράφουν. θὰ διατηροῦν ἔτσι καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά τους.
   6. Τὸ ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο καὶ οἱ ᾿Επιστολὲς τοῦ ᾿Ιωάννου ἔχουν ἀρχὴ παρόμοια, ἐνῷ ἡ ᾿Αποκάλυψι ἀρχίζει ἀλλιῶς. κατὰ τὸ Διονύσιο δηλαδή, γιὰ νὰ εἶναι ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ εὐαγγελιστοῦ ᾿Ιωάννου, ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τρίτη αὐτὴ παρόμοια ἀρχή. νομίζω ὅτι κι αὐτὸ τὸ «ἐπιχείρημα» εἶναι τὸ λιγώτερο ἀνόητο.
   7. Τὸ ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι δὲν μνημονεύεται οὔτε στὸ Εὐαγγέλιο οὔτε στὶς ᾿Επιστολὲς τοῦ ᾿Ιωάννου. μὰ οὔτε καὶ οἱ ᾿Επιστολὲς μνημονεύονται στὸ Εὐαγγέλιο, οὔτε τὸ Εὐαγγέλιο στὶς ᾿Επιστολές. κατὰ τὴν τέτοια λογικὴ τοῦ Διονυσίου τὰ ἀποστολικὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης πρέπει νὰ εἶναι περίπου πέντε. «ἐπιχείρημα» ἐπίσης ἀνόητο.
   8. Τὸ ὅτι ὁ συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως γράφει τὸ ὄνομά του ᾿Ιωάννης μέσα στὸ κείμενό της κατ᾿ ἐπανάληψι (᾿Απ 1,1· 4· 9· 22,8), ἐνῷ ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης δὲν τὸ γράφει οὔτε στὸ Εὐαγγέλιο οὔτε στὶς ᾿Επιστολές του. καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιχείρημα ποὺ στηρίζει ἢ εὐνοεῖ τὴν ἄποψι τοῦ Διονυσίου, ἀντιθέτως μάλιστα τὸν δείχνει φιλολογικῶς ἀνίκανο καὶ ἀναίσθητο. ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι προηγήθηκε τῶν δύο ἄλλων κειμένων – ἡ γνῶσι του αὐτὴ φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπαίτησί του νὰ μνημονεύεται στὰ δύο ἄλλα – , ἔπρεπε νὰ καταλαβαίνῃ ὅτι ὁ γιὰ πρώτη φορὰ ἐρχόμενος στὴ Μικρὰ ᾿Ασία καὶ ἐμπλεκόμενος στὰ ἐκκλησιαστικά της πράγματα ἄγνωστος, ἔπρεπε στὸ πρῶτο τοὐλάχιστο κείμενό του νὰ δηλώσῃ τ’ ὄνομά του· ἔπειτα στὶς ᾿Επιστολές, ὡς γνωστὸς πλέον, δηλώνει «ὁ γνωστός σας πρεσβύτερος» (= τῆς πρώτης γενεᾶς, τῆς ἀποστολικῆς· αὐτόπτης τοῦ Κυρίου ἐν σαρκί)· καὶ τέλος στὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ δὲν εἶναι καὶ ἐπιστολὴ ὅπως ἡ ᾿Αποκάλυψι καὶ οἱ ᾿Επιστολές, δὲν δίνει κανένα ὄνομα ἢ ὑποκατάστατο ὀνόματος, ἀλλ᾿ ἀφοῦ αὐτὸ εἶναι παλιὰ ἱστορία, μόνο σὰ νοσταλγικὴ ἀνάμνησι λέει κατ᾿ ἀπανάληψι καὶ ὡς ἐν παρόδῳ ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἀγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς (᾿Ιω 13,23· 13,25· 19,26· 27· 21,20· 21,23). τί πιὸ φυσικό ;
       ῾Ο Διονύσιος λοιπὸν ᾿Αλεξανδρείας (Περὶ ἐπαγγελιῶν, στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 7,24-25) μόνο γιὰ κριτικὸς κειμένων δὲν ἔκανε, καὶ τὰ «ἐπιχειρήματά» του εἶναι ἀπὸ ἀνεπιτυχῆ καὶ ἀνόητα μέχρι καὶ ψευδολογικά. καὶ μ᾿ αὐτὰ τὰ δῆθεν τεκμήρια ὑποστηρίζει, κάνοντας ἄλλο ἕνα καὶ τελείως ἀνεδαφικὸ καὶ ὀνειρικὸ ἅλμα, ὅτι ὁ συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε ὁ ᾿Ιωάννης Μᾶρκος, διότι ἐκεῖνος ἀπεχώρησε ἀπὸ τὴ Μικρὰ ᾿Ασία πιὸ μπροστά (Πρξ 13,5· 13,13) – ὁ Διονύσιος ἀγνοεῖ ἢ λησμονεῖ ἢ ἀποκρύπτει τὴν ἐπάνοδο τοῦ Μάρκου στὴ Μικρὰ ᾿Ασία (Κλ 4,10· Β΄ Τι 4,11) καὶ βρίσκεται ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου – , τότε εἶναι μᾶλλον ὁ ᾿Ιωάννης ἐκεῖνος ὁ πρεσβύτερος, ὁ θαμμένος στὸ ἕτερο ἀπὸ τὰ δύο μνήματα ᾿Ιωάννου ἐν ᾿Εφέσῳ, τὸν ὁποῖο εἶχε φανταστῆ ὁ μυθομανὴς Παππίας (αὐτόθι 7,25,15-17).
       Αὐτὴ τὴν ἐξ ἀνικανότητος τοῦ ὠριγενιστοῦ Διονυσίου ἀπορρεύσασα «ἄποψί του» γιὰ τὸ συγγραφέα τῆς ᾿Αποκαλύψεως τὴν ἀποδέχεται ὡς βεβαιωμένη καὶ ὁ ἀρειανὸς Εὐσέβιος Καισαρείας (᾿Εκ. ἱστ. 3,39, 6).
Σήμερα γενικῶς οἱ προτεστάντες καὶ οἱ προτεσταντίζοντες δικοί μας «βιβλικοί», οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς ἐναντίον τῆς Βίβλου ἀκριβέστερα, δέχονται τὴν ἄποψι αὐτὴ τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Εὐσεβίου, ὅτι συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως δὲν εἶναι ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης – αὐτοὶ βολεύονται κυρίως μόνο μ᾿ αὐτό, εἶναι ὀλιγαρκεῖς, ἀρκεῖ ἡ ᾿Αποκάλυψι νὰ μὴν εἶναι τοῦ ἀποστόλου – , ἀλλὰ κάποιος ἄλλος ἄγνωστος καὶ μεταγενέστερος, ᾿Ιωάννης ἴσως λεγόμενος καὶ αὐτός· γιατί ὄχι ; αὐτὸ τοὺς βολεύει καὶ γιὰ τὴ μεταχρονολόγησι τῆς ᾿Αποκαλύψεως γύρω στὸ ἔτος 95, ὥστε νὰ μὴν εἶναι βιβλίο ἀποστολικὸ οὔτε καὶ σοβαρῶς ὑπολογίσιμο ὡς βιβλικό. βέβαια οὔτε κανένα ἄλλο βιβλικὸ κείμενο ὑπολογίζουν στὰ σοβαρά, ἀλλ᾿ εἶναι ἀσφαλέστερο γιὰ τὴ βόλεψί τους τὸ ὁποιοδήποτε βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ τῆς Παλαιᾶς, νὰ εἶναι ὅσο γίνεται μεταγενέστερο. πόσο ζωτικὸ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ζῆλο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπινοοῦν «τεκμήρια» καὶ φτιάχνουν «ἐπιχειρήματα»· ἀδιάντροπο ζῆλο· εἶναι ζηλωταὶ καὶ φανατικοί. ἔτσι λοιπὸν κατ᾿ αὐτὴ τὴν προτεσταντικὴ ἢ μᾶλλον ἄκρως ἀρνητικὴ ἄποψι περὶ ᾿Αποκαλύψεως ἑορτάστηκαν στὴν Πάτμο τὸ 1995 ἡγεμονικῶς μεγαλοπρεπῶς καὶ πολυδαπάνως τὰ 1900 χρόνια τῆς ᾿Αποκαλύψεως. γιατί, μιὰ ποὺ θυμήθηκαν νὰ κάνουν τὴ σπατάλη τότε, ἂν δὲν τὰ γιόρταζαν τὸ 1995, κι ἀναζητοῦσαν κάποια ὀρθοδοξότερη χρονολογία, ἔπρεπε νὰ περιμένουν τὰ 2000 χρόνια της περίπου μετὰ 70 χρόνια. ποιός ζῇ καὶ ποιός πεθαίνει μέχρι τότε. καὶ θὰ ἔχαναν τὴν εὐκαιρία νὰ πανηγυρίσουν, νὰ φᾶν νὰ πιοῦν καὶ ὅ,τι ἄλλο, νὰ προβληθοῦν, νὰ δαπανήσουν, νὰ καταχραστοῦν· καὶ θὰ εἶχαν τὴν εὐκαιρία νὰ τὸ κάνουν αὐτὸ ἄλλοι.
       ῾Ο ἴδιος ἔχω τὴ γνώμη ὅτι συγγραφεὺς τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ παραδίδουν ὁμοφώνως οἱ ἄντρες τῆς ἐκκλησίας τῶν δυὸ πρώτων αἰώνων· ὁ ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης, ὁ συγγραφεὺς καὶ τῶν τριῶν ᾿Επιστολῶν καὶ τοῦ κατ᾿ αὐτὸν Εὐαγγελίου. καὶ κανένας «φιλολογικὸς» ἢ «κριτικὸς» ἢ «ἱστορικὸς» ἀκροβατισμὸς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀναιρέσῃ αὐτὴ τὴν τόσο ἰσχυρὴ καὶ ἀρχικὴ παράδοσι.
       Τὸ ὅτι κατὰ τοὺς Εἰρηναῖο (῎Ελ. 5,30,3), Κλήμεντα (Σῳζ. πλούσ., 42), ᾿Ωριγένη (Εἰς Ματθ., ἀπόσπ. 402), Εὐσέβιο (᾿Εκ. ἱστ. 3,18,1· 2· 3· Χρον., 2 ΒΕΠ 20,295), ᾿Επιφάνιο (Πανάρ. 51,12 PG 41,909ab), καὶ ἄλλους νεωτέρους ὁ ᾿Ιωάννης ἔγραψε τὴν ᾿Αποκάλυψι ὡς ἐξόριστος στὴν Πάτμο ἐπὶ Δομιτιανοῦ (81-96), εἶναι συναξαριστικὸς μῦθος, ποὺ προέκυψε ἀπὸ παρανόησι τοῦ ᾿Απ 1,9· ἀπ᾿ αὐτὸ ἁρπάχτηκαν οἱ σημερινοὶ κομπογιανῖτες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς – διότι ἐνῷ τὰ τῆς Βίβλου τὰ θεωροῦν μύθους, τοὺς συναξαριστικοὺς μύθους καὶ τ᾿ ἀπόκρυφα τὰ θεωροῦν ντοκουμέντα – , καὶ «χρονολογοῦν» τὴ σύνταξι τῆς ᾿Αποκαλύψεως τὸ 95, προτιμώντας φυσικὰ καὶ τὸ τελευταῖο ἔτος τοῦ Δομιτιανοῦ. ὅσο γιὰ τὸ μῦθο, ποὺ ἀνευρίσκεται στὸν Εἰρηναῖο (῎Ελ. 3,3,4), ὅτι ὁ ᾿Ιωάννης ἔζησε στὴν ῎Εφεσο μέχρι τῶν Τραϊανοῦ χρόνων (98-117), εἶναι νόθος λατινικὴ προσθήκη ποὺ ὀβελίζεται, προερχόμενη ἀπὸ συναξάρια καὶ ὀφειλόμενη στὰ μυθεύματα ποὺ καταπολεμεῖ κι ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιωάννης στὸ Εὐαγγέλιό του (21,20-23).

᾿Αφορμὴ καὶ σκοπός. ῾Η ἀφορμὴ γιὰ τὴν ὅρασι καὶ τὴ σύνταξι τῆς ᾿Αποκαλύψεως καὶ ὁ ἄμεσος σκοπὸς τὸν ὁποῖο ἐξυπηρέτησε ἡ ἀποστολή της ἦταν οἱ νικολαΐται καὶ ἡ καταπολέμησί τους, ἀπώτερος δὲ σκοπός της ἡ συνοπτικὴ πρόρρησι καὶ προδιαγραφὴ ὅλης τῆς μελλοντικῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς πορείας της μέσα στὸν ἀκάθαρτο καὶ ἄγριο κόσμο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ πάντοτε θὰ προσπαθῇ νὰ τὴ λερώσῃ, νὰ τὴ φθείρῃ, νὰ τὴν ἀφομοιώσῃ, νὰ τὴν καταπιῇ. ἡ ἀφορμὴ καὶ ὁ ἄμεσος σκοπὸς ἀνιχνεύονται καὶ γίνονται κατανοητά, ἂν συνεξεταστοῦν ὡς πρὸς αὐτὰ ὀχτὼ μαζὶ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ποὺ εἶναι καὶ τὰ χρονικῶς τελευταῖα της· Α΄ καὶ Β΄ ᾿Επιστολαὶ Πέτρου, ᾿Επιστολὴ ᾿Ιούδα, ᾿Αποκάλυψις, Α΄ Β΄ καὶ Γ΄ ᾿Επιστολαὶ ᾿Ιωάννου, καὶ Κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγέλιον· μ᾿ αὐτὴ τὴ χρονικὴ σειρὰ γράφτηκαν, καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψις εἶναι τὸ τέταρτο· καὶ ἀπευθύνονται ὅλα πρὸς τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας, δηλαδὴ τῆς δυτικῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας ποὺ βρέχεται ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο.
       ῎Ηδη οἱ ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου, ποὺ προηγοῦνται ὅλες τῶν ὀχτὼ προειρημένων βιβλίων, διακρίνονται ὡς πρὸς τὸ στόχο τους σὲ δυὸ κατηγορίες· στὶς ᾿Επιστολὲς πρὸς τὰ ἄλλα μέρη καὶ πρόσωπα καὶ στὶς ᾿Επιστολὲς πρὸς τὴ Μικρὰ ᾿Ασία (Πρὸς Γαλάτας, Κολοσσαεῖς, ᾿Εφεσίους, καὶ Τιμόθεον Α΄ καὶ Β΄). οἱ δεύτερες αὐτὲς ἀντιμετωπίζουν παγανιστικὲς ῥοπὲς σκληρότερες καὶ ὁμαδικώτερες παρὰ οἱ ἄλλες. ἡ ἰουδαΐζουσα καὶ σαρκικὴ ῥοπὴ πρὸς τὴν περιτομή, ποὺ ἐμφανίζεται στὴν Πρὸς Γαλάτας, ἡ πολυθεΐα στὴν ὕπουλη μορφὴ τῆς θρησκείας τῶν ἀγγέλων καὶ ἐθελοθρησκείας, ποὺ ἐμφανίζεται ἀδιόρατα μὲν στὴν Πρὸς ᾿Εφεσίους ῥητῶς δὲ στὴν Πρὸς Κολοσσαεῖς, τὸ πνεῦμα τῆς σεξουαλικῆς ἀκολασίας στὴν ὑποκριτικὴ καὶ ἀντινομικὴ μορφὴ τοῦ ἀντιγαμικοῦ ἐγκρατιτισμοῦ καὶ ἡ ψευδώνυμος γνῶσις, ποὺ ἐμφανίζονται στὴν Α΄ Πρὸς Τιμόθεον, καὶ οἱ εἰδεχθεῖς γόητες, ποὺ ξεπηδοῦν καὶ κατονομάζονται πλέον στὴ Β΄ Πρὸς Τιμόθεον, ἀποτελοῦν κλιμάκωσι ἑνὸς παλινδρομικοῦ ὁμαδικοῦ παγανισμοῦ καὶ μιὰ συνεχῶς διογκούμενη ῥεβὰνς τῆς εἰδωλολατρίας, ποὺ βγαίνει σὰν πολυκέφαλο θηρίο μέσα ἀπὸ τὴ θάλασσα, ὅπου ἦταν καταποντισμένο κι ἐξαφανισμένο. γιὰ τὸν κίνδυνο αὐτὸ ἤδη στὶς Πράξεις ὁ Παῦλος εἶχε πῆ στὴ Μίλητο, μιλώντας στοὺς ἐπισκόπους τῆς ᾿Ασίας, ὅτι Μετὰ τὴν ἄφιξίν μου εἰσελεύσονται εἰς ὑμᾶς λύκοι βαρεῖς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα, τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. διὸ γρηγορεῖτε μνημονεύοντες τὸ δικό μου παράδειγμα (Πρξ 20,29-31). ἤδη δηλαδὴ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν πρώτη μεγάλη φυλάκισί του, ποὺ τοῦ εἶχε προρρηθῆ καὶ ποὺ τότε τὴ νόμιζε τελική, ὁ ἀπόστολος διέβλεπε ὅτι στὴν ᾿Ασία οἱ ἀντιστάσεις τῆς εἰδωλολατρίας εἶναι θηριωδέστερες κι ὅτι ἐκεῖ φουσκώνει ἕνα παγανιστικὸ κῦμα, ποὺ θὰ δημιουργήσῃ στὴν ἐκκλησία μείζονα προβλήματα. αὐτὸ ποὺ ἀναβλήθηκε τότε, ἔγινε μετὰ μιὰ ὀχταετία ἢ δεκαετία, μετὰ τὴ δεύτερη καὶ μεγάλη καὶ τελικὴ καὶ θανάσιμη γι᾿ αὐτὸν φυλάκισί του. τὸ κῦμα ποὺ στὴν Α΄ Πρὸς Τιμόθεον κάνει τὴν κορυφή του αἰχμηρὴ καὶ ἀφρίζουσα αὐτονομαζόμενο μὲ τὴν καυχηματικὴ ὀνομασία γνῶσις, δηλαδὴ «θεογνωσία», μεταφυσικὴ κι ἐκστασιακὴ ἐμπειρία καὶ θεοληψία, ὁ δὲ Παῦλος τ᾿ ὀνομάζει ψευδώνυμον γνῶσιν, ξεσπάει μέσα στὴ Β΄ Πρὸς Τιμόθεον, τὴ γραμμένη πλέον μέσα ἀπὸ τὴ φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν βγῆκε ποτέ, παρὰ νεκρός. στὴν Α΄ τὸ πνεῦμα, μὲ τὸ στόμα τῶν προφητῶν τῆς ἐκκλησίας, προέλεγε ὅτι στὸ τέλος τῶν ἀποστολικῶν χρόνων (ἐν ὑστέροις καιροῖς) θὰ γεμίσῃ ὁ τόπος μὲ δαιμονισμένους μαστροποὺς τοῦ παγανισμοῦ (πνεύματα πλάνα) καὶ διδασκαλίας δαιμονίων, τῶν ὁποίων οἱ διδάσκαλοι θὰ εἶναι ψευδολόγοι μὲ τὴ συνείδησι ἀναίσθητη κι ἀνάλγητη (κεκαυστηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν), ποὺ θ᾿ ἀπαγορεύουν τὸ γάμο (κωλύοντες γαμεῖν) καὶ θὰ ἐπιβάλλουν ἀποχὴ ἀπὸ ὡρισμένα τρόφιμα εὐλογημένα ἀπὸ τὸ θεό (ἐννοεῖ τὸ κρέας, ὅπως φαίνεται ἀπὸ εἰδωλολατρικὰ κείμενα σὰν τὸ Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων τοῦ Πορφυρίου), καὶ θὰ ῥυπάνουν τὴν ἐκκλησία. στὴ Β΄ ᾿Επιστολὴ ὁ Παῦλος παραπονεῖται ὅτι τὸν ἀπεστράφησαν πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ἐννοώντας τὰ μεγάλα στελέχη, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ κατονομάζει ἓξ πρώην μαθητάς του ἀποστάτες κι αἱρεσιάρχες ἀπροσδόκητης κακοηθείας· Φύγελος, ῾Ερμογένης, ῾Υμέναιος, Φιλητός, ᾿Αλέξανδρος Χαλκεύς, Δημᾶς. μιλάει γιὰ ἡμέρας ἐσχάτας καὶ γιὰ γόητας πονηρούς, ποὺ ἐπιδίδονται στὸ νὰ αἰχμαλωτίζωσι γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις, ἀγόμενα ἐπιθυμίαις ποικίλαις, πάντοτε μανθάνοντα καὶ μηδέποτε εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν δυνάμενα. οἱ ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας ἄρχισαν νὰ βρομοῦν. κι αὐτὸς εἶναι στὴ φυλακή, καὶ δὲν θὰ βγῇ ποτὲ πιά· καὶ σὲ λίγο θὰ ἐκτελεσθῇ.
       Τότε ὁ πρῶτος καὶ μεγαλείτερος συνεργάτης τοῦ Παύλου καὶ συναπόστολός του Σιλουανὸς κατέφυγε στὸν Πέτρο. κι ἔτσι ἀρχίζει ἡ ῥιπὴ τῶν ὀχτὼ τελευταίων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τοῦ ἀκαθάρτου αὐτοῦ παγανιστικοῦ κύματος ποὺ ξεσηκώθηκε στὴν ᾿Ασία. Κύματα ἄγρια θαλάσσης ἐπαφρίζοντα τὰς ἑαυτῶν αἰσχύνας τοὺς λέει ὁ ᾿Ιούδας (᾿Ιδ 13). οἱ ἐπιζῶντες ἀπόστολοι τῆς περιτομῆς, οἱ αὐτόπται τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ μόνοι ποὺ θὰ εἶχαν τὸ ἀναντίρρητο κῦρος ν᾿ ἀκυρώσουν τὰς διδασκαλίας τῶν δαιμονίων, ὅσες ἐξαπέλυσαν οἱ ἀκάθαρτοι αἱρετικοὶ τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, ἦταν τότε ὅλοι φευγάτοι ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, ὅπου μαινόταν ἡ πρώτη ἰουδαϊκὴ ἐπανάστασι ἐναντίον τῶν ῾Ρωμαίων (66-70 μ.Χ.), κατὰ τὴν ὁποία οἱ ᾿Ιουδαῖοι εἶχαν ἐκδιώξει ἀπὸ τὴν ᾿Ιερουσαλὴμ καὶ ἀπ᾿ ὅλη τὴ χώρα ὡς ἐπικινδύνους ὅλους τοὺς Χριστιανούς, καὶ βρίσκονταν στὴν πλησιέστερη καὶ μεγαλείτερη ἀνὰ τὸν κόσμο ἑβραϊκὴ παροικία, στὴν Αἴγυπτο, γιὰ λόγους δὲ ἀσφαλείας προφανῶς στὸ δεύτερο κέντρο τῆς Αἰγύπτου, τὴ Βαβυλῶνα (Α΄ Πε 5,13) (πρώην Μέμφιδα κι ἔπειτα Κάιρο). ἔγραψα σχετικὴ μελέτη γι᾿ αὐτὴ τὴ Βαβυλῶνα, γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν στὰ κείμενά τους οἱ Διόδωρος Σικελιώτης (1,56,3), Στράβων (17,1,30· 40), Πέτρος ὁ ἀπόστολος (Α΄ Πε 5,13), ᾿Ιώσηπος, Πτολεμαῖος, Στέφανος Βυζάντιος, Ζώσιμος, Μ. ᾿Αθανάσιος, Παλλάδιος, τὰ Πρακτικὰ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει συνόδου τοῦ 880, καθὼς καὶ 4 πάπυροι τῆς ᾿Οξυρρύγχου, 1 τοῦ Hibeh, 2 τοῦ Rylands, 5 τοῦ Βερολίνου, 1 τοῦ ῾Αμβούργου ἰουδαϊκός, καὶ 2 τῆς ᾿Ιταλικῆς δημοκρατίας (PSI). δίνω ὅλες τὶς σχετικὲς παραπομπές, 28 στὸν ἀριθμό, στὰ Σχόλιά μου στὰ Πρακτικὰ τῆς προειρημένης συνόδου (Δοσιθέου ᾿Ιεροσ. Τόμος Χαρᾶς, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 308-310). καὶ ὅλη αὐτὴ τὴν ἕρευνά μου μετὰ 3 χρόνια φρόντισε κάποιος νὰ τὴν κλέψῃ φθονερὰ μαζὶ μὲ τὰ συμπεράσματά μου καὶ νὰ τὴν παρουσιάσῃ ὡς δική του, δημοσιευμένη σὲ πανεπιστημιακὴ ἐπετηρίδα. καὶ φυσικὰ δὲν ἔχει οὔτε μία παραπομπὴ πέρα ἀπὸ τὶς δικές μου ποὺ ἔκλεψε. μόνο οἱ ἄχρηστες φλυαρίες εἶναι δικές του.
       ῾Ο Πέτρος ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου ἔγραψε διὰ Σιλουανοῦ (Α΄ Πε 5,12-13) τὴν Α΄ ᾿Επιστολή του πρὸς τοὺς ἐν ᾿Ασίᾳ πιστοὺς μαθητὰς τοῦ Παύλου, γιὰ νὰ τοὺς στηρίξῃ, ἐλέγχοντας τοὺς νικολαΐτας διακριτικά. καὶ ὁ ἐν ᾿Ασίᾳ ἀντικαταστάτης τοῦ Παύλου Σιλουανὸς γύρισε στὴν ᾿Ασία ὡπλισμένος μὲ τὴν ᾿Επιστολὴ τοῦ Πέτρου. ἐπειδὴ τὸ κῦμα τῶν νικολαϊτῶν δὲν κόπασε, ὁ Πέτρος ἔγραψε ἐναντίον τους καὶ τὴ Β΄ ᾿Επιστολή του, ὅπου τοὺς ἐλέγχει ἀπροκάλυπτα, στιγματίζοντας μὲ μαῦρα χρώματα τὴν ἀκαθαρσία τῆς ἀκολασίας των, τοὺς ἀποκαλεῖ ὁδὸν Βαλαάμ (Β΄ Πε 2,15), καὶ τοὺς παρομοιάζει μὲ γουρούνια, πού, ἀφοῦ πλύθηκαν, ξανακυλίστηκαν στὴ βρομιά τους, καὶ μὲ σκυλιὰ ποὺ τρῶνε τὸ ξερατό τους, ἀπὸ τὸ ὁποῖο πρὸ ὀλίγου εἶχαν ἀπαλλαγῆ (Β΄ Πε 2,22). ὁ Βαλαὰμ ἦταν ὁ ἐπὶ Μωϋσέως εἰδωλαλάτρης μάντις, ποὺ συμβούλευσε τοὺς Μωαβῖτες νὰ διαφθείρουν τοὺς ᾿Ισραηλῖτες στέλνοντας ἀνάμεσά τους πλήθη ἱερειῶν πορνῶν. ᾿Ισραηλῖτες δὲ ἀρχηγοὶ τῆς ἐξωθήσεως τοῦ λαοῦ σ᾿ αὐτὸ τὸ ὄργιο ἦταν τότε ὁ ᾿Ιεμινὶ καὶ ὁ Ζαμβρὶ (᾿Αρ 25,10-18), μὲ τοὺς ὁποίους ἤδη ὁ Παῦλος παρωμοίασε τοὺς νικολαΐτες στὴν τελευταία ᾿Επιστολή του (Β΄ Τι 3,8), μεταγράφοντας τὰ ὀνόματά τους πιὸ ἐξελληνισμένα ἀπὸ τὴ μετάφρασι τῶν Ο΄ ὡς ᾿Ιαννῆς καὶ ᾿Ιαμβρῆς.
       Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ ὁ Πέτρος πρέπει νὰ μαρτύρησε, ἔχοντας προβλέψει τὸ θάνατό του (Β΄ Πε 1,14· ᾿Ιω 21,18-19). καὶ στὴν ἀντιμετώπισι τῶν μακρινῶν νικολαϊτῶν μὲ ἐπιστολὴ τὸν διαδέχτηκε ὁ ἀδελφὸς ᾿Ιακώβου καὶ τοῦ Κυρίου (Α΄ Κο 9,5· ᾿Ιδ 1) ᾿Ιούδας. στὴν ᾿Επιστολή του ὁ ᾿Ιούδας, τὴν πρὸς τοὺς ἴδιους παραλῆπτες, ὀνομάζει τοὺς νικολαΐτες παραπλησίως μὲ τὸν Πέτρο πλάνην τοῦ Βαλαάμ (᾿Ιδ 11), λέει γι᾿ αὐτοὺς ὅτι κάνουν ὅ,τι καὶ οἱ ἀρσενοκοῖτες Σοδομῖτες, ποὺ ἔτρεχαν ὀπίσω σαρκὸς ἑτέρας (᾿Ιδ 7), ἐννοώντας ὡς κυνηγητὸ τῆς ἀλλιότικης σάρκας, δηλαδὴ τῆς ἀσυνήθιστης καὶ ἀφύσικης, τὸν κιναιδισμό, στὸν ὁποῖο, ὅπως εἶναι ἀσφαλῶς γνωστό, ὁ εἰδωλολατρικὸς κόσμος ἔβραζε ἀπὸ πολὺ παλιά, ὅτι ἡ περίπτωσί τους μοιάζει μὲ τοὺς ἐκπεσόντες πονηροὺς ἀγγέλους (᾿Ιδ 6), ὅτι ἀνάμεσα στὶς συνελεύσεις τῶν Χριστιανῶν (ἐν ταῖς ἀγάπαις) εἶναι κηλῖδες ἀκαθαρσίας (σπιλάδες), ὅτι εἶναι ἐπικινδύνως ἀκάθαρτοι, καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια. ἡ δὲ ᾿Επιστολὴ εἶναι σὲ μεγάλο μέρος της ἐπανάληψι μὲ λίγο διαφορετικὲς λέξεις τοῦ κεντρικοῦ μέρους τῆς Β΄ Πέτρου, ποὺ μόλις προηγήθηκε.
       Δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ γλωσσικὸς συντάκτης τῆς Β΄ Πέτρου καὶ τῆς ᾿Ιούδα εἶναι πάλι ὁ Σιλουανός, ποὺ συνέταξε τὴν Α΄ Πέτρου (Α΄ Πε 5,12), ἀλλ᾿ ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς ᾿Επιστολὲς ὅπως καὶ ἡ Α΄ Πέτρου εἶναι γραμμένες σὲ καλὰ ἑλληνικά, εἶναι βέβαιο ὅτι γλωσσικῶς τὶς ἔγραψε ἢ ὁ Σιλουανὸς ἢ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ Παύλου, ἀπεσταλμένος τοῦ Σιλουανοῦ καὶ κομιστὴς βέβαια αὐτῶν τῶν ᾿Επιστολῶν. συνιστᾷ δὲ ὁ Πέτρος στὴ Β΄ ᾿Επιστολή του πρὸς τοὺς μαθητὰς τοῦ Παύλου νὰ μείνουν πιστοὶ στὴ διδασκαλία τοῦ διδασκάλου των καὶ νὰ περιφρονήσουν τοὺς ἀκαθάρτους αἱρετικοὺς ποὺ διαστρέφουν (στρεβλοῦσι) τὴ διδασκαλία του (Β΄ Πε 3,15-16).
       ῍Η μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ᾿Ιούδα ἢ ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ ᾿Ιούδα, προφανῶς πρεσβυτέρου του, τὴν τέταρτη φορὰ ἔρχεται στὴν ᾿Ασία αὐτοπροσώπως ὁ αὐτόπτης τοῦ Κυρίου ᾿Ιωάννης ὁ ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστής, ὁ σὲ ἡλικία μικρότερος ὅλων τῶν ἀποστόλων τῆς περιτομῆς. καὶ ὁ Βοανεργὲς αὐτός, σταθμεύοντας γιὰ τελευταία φορὰ πρὶν ἀπὸ τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ του στὴ νῆσο Πάτμο – αὐτὸ σημαίνει, φρονῶ, τὸ ὅτι βρέθηκε ἐν τῇ νήσῳ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (᾿Απ 1,9), καὶ ὄχι τὰ συναξαριστικὰ ἐκεῖνα ποὺ θρυλήθηκαν τὸ Β΄ αἰῶνα γιὰ ἐξορία του στὴν Πάτμο ἐπὶ Δομιτιανοῦ – , ἔγραψε ἀπὸ κεῖ σὰν προπομπό του καὶ σὰν προανάκρουσμα τῆς ἐπεμβάσεώς του καὶ ἔστειλε στὶς ταρασσόμενες ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας τὴν ᾿Αποκάλυψί του, χωρὶς κανέναν ὑπογραφέα, ἀλλὰ μὲ τ᾿ αὐτόγραφα σόλοικα ἑλληνικά του. τὰ πολὺ ὕστερα θρυλούμενα γιὰ «σπήλαια» καὶ «Προχόρους» εἶναι γραώδη παραμύθια. ἀπὸ κάποιο σπίτι, ὅπου φιλοξενήθηκε, ἔγραψε ἰδιοχείρως. ὁ ἐκ τῶν ἑπτὰ Πρόχορος (Πρξ 6,5), ἂν ζοῦσε ἀκόμη τότε, πρέπει νὰ ἦταν γηραιότερος τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ὡς ἑλληνιστὴς (Πρξ 6,1-3) νὰ ἔγραφε πολὺ καλλίτερα ἑλληνικά. ἀπεχθάνομαι τοὺς μύθους, καὶ κυρίως ὅταν περιέχουν καὶ κερδοσκοπικὰ προσκυνηματικὰ σπήλαια, ὀρυχεῖα καὶ πακτωλοὺς χρημάτων καὶ χρυσαφικῶν καὶ σφηκοφωλιὲς ἱεροσύλων λῃστῶν καὶ καταχραστῶν. καὶ δὲν ὑπερφαλαγγίζω τὰ ἱερὰ κείμενα μὲ γραώδεις φαντασιώσεις, ποὺ ἀρμέγουν τοὺς «προσκυνητάς». καὶ μὲ τὴν ᾿Αποκάλυψί του ὁ Βοανεργές, ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς (Μρ 3,17), κατακεραύνωσε τοὺς νικολαΐτες. οἱ δὲ νικολαΐτες, ἂν δὲν καταποντίστηκαν ἀμέσως, τοὐλάχιστο ἀποκόπηκαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας καὶ ἀποβλήθηκαν ἀπὸ τὰς ἀγάπας τῶν Χριστιανῶν ὁριστικά. ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἡ καταπολέμησί τους ἦταν πλέον γιὰ τὸν ᾿Ιωάννη, ποὺ πάτησε στὴν ᾿Ασία, εὐκολώτερος ἐξωτερικὸς πόλεμος, καὶ ὄχι ἐνδοεκκλησιαστικός. τὸ φῶς καὶ ἡ σκοτία χωρίστηκαν, καὶ ἡ σκοτία δὲν μποροῦσε πλέον νὰ καταλάβῃ τὸ χῶρο τοῦ φωτὸς (᾿Ιω 1,5). ἔτσι ἔνιωθε πλέον στὸ ἑξῆς αὐτὸν τὸν πόλεμο ὁ ᾿Ιωάννης καὶ ἔτσι ἐκφράζεται γενικώτερα γι᾿ αὐτὸν στὸ προοίμιο τοῦ Εὐαγγελίου του, ποὺ εἶναι ἡ τελευταία του ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἐν ᾿Ασίᾳ Χριστιανοὺς μαθητὰς τοῦ Παύλου, τῶν ὁποίων ἀνέλαβε τὴ διαποίμανσι μὲ τὴν ἔκκλησι τοῦ Σιλουανοῦ προφανέστατα καὶ κατὰ τὴν ἀπουσία ἢ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Παύλου. πρὶν ὅμως ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό του καὶ μετὰ τὴν ᾿Αποκάλυψι ἔστειλε πρὸς τοὺς ἴδιους πάντα παραλῆπτες τὴν καθολική, δηλαδὴ τὴν ἐγκύκλιο, ᾿Επιστολή του, τὴν Α΄ ᾿Ιωάννου. σὲ δυὸ παραλῆπτες της εἶχε συνημμένα καὶ ἰδιαίτερα προσωπικὰ σημειώματα, τὶς Β΄ καὶ Γ΄ ᾿Ιωάννου. ἔπειτα, ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν καθολικὴ ᾿Επιστολή, ὁ χαρακτηρισμὸς αὐτὸς ἐπεκτάθηκε σ᾿ ὅλο τὸ σῶμα τῶν ᾿Επιστολῶν τῶν ἄλλων ἀποστόλων πλὴν τοῦ Παύλου. ἦταν ἄλλωστε κι ἐκεῖνες ὅλες ἐγκύκλιες, ἀκόμη καὶ ἡ πολὺ ἀρχαιότερη τοῦ ᾿Ιακώβου. ἔτσι ὠνομάστηκαν οἱ λεγόμενες Καθολικαὶ ᾿Επιστολαί, ποὺ πρέπει μέσα στὸν Α΄ κιόλας αἰῶνα νὰ κυκλοφοροῦσαν σ᾿ ἕναν κύλινδρο ἢ ἕνα ῥαφτὸ τομίδιο· σὲ ἄλλο τομίδιο ἦταν ἡ ᾿Αποκάλυψι μόνη της, σὲ ἄλλο οἱ ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου, σὲ ἄλλο οἱ Πράξεις, καὶ σὲ ἄλλα τέσσερα τὰ Εὐαγγέλια ἀνὰ ἕνα. αὐτὰ τὰ 8 τομίδια ἀποτέλεσαν τὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ζῶντος ἀκόμη τοῦ ᾿Ιωάννου· καὶ ὁ Κανὼν αὐτὸς ἔκλεισε, φρονῶ, ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ᾿Ιωάννου, τοῦ τελεταίου αὐτόπτου τοῦ λόγου (Λκ 1,2).
       Στὴν ᾿Αποκάλυψι ὁ ᾿Ιωάννης, τρίτος αὐτὸς μετὰ τὸν Πέτρο καὶ τὸν ᾿Ιούδα, ἀποκαλεῖ τοὺς ἐλεγχομένους παγανιστὰς αἱρετικοὺς διδαχὴν Βαλαὰμ (᾿Απ 2,15), δηλαδὴ μαστροποὺς καὶ ἀκολάστους ὀργιαστάς, ἀλλὰ γιὰ πρώτη φορὰ αὐτὸς τοὺς ἀποκαλεῖ δύο φορὲς καὶ νικολαΐτας (᾿Απ 2,6· 2,15). κάνει μάλιστα καὶ τὴν ἐξίσωσι διδαχὴ Βαλαὰμ = νικολαΐται· γράφει· ῎Εχεις ἐκεῖ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν Βαλαάμ, ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ τοῦ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι· οὕτως ἔχεις καὶ σὺ κρατοῦντας τὴν διδαχὴν τῶν νικολαϊτῶν ὁμοίως (᾿Απ 2,14-15). ᾿Ιεμινὶ καὶ Ζαμβρὶ λοιπὸν ἢ ᾿Ιαννῆς καὶ ᾿Ιαμβρῆς (Β΄ Τιμόθεον), πρῶτος προσδιώρισε ὁ Παῦλος τὸ στίγμα τῶν αἱρετικῶν αὐτῶν, ὑπενθυμίζοντας τὴν περίπτωσι Βαλαὰμ - Βεελφεγώρ, καὶ ὁδὸς Βαλαὰμ (Β΄ Πέτρου), καὶ πλάνη Βαλαὰμ (᾿Ιούδα), καὶ διδαχὴ Βαλαὰμ (᾿Αποκάλυψις) καὶ νικολαΐται λέγονται οἱ αἱρετικοὶ ποὺ προκάλεσαν τὴν ᾿Αποκάλυψι. τὰ τέσσερα πρῶτα τὰ ἑρμηνεύουμε βάσει τοῦ σχετικοῦ κεφαλαίου τῶν ᾿Αριθμῶν κι ἀπὸ τὴν προειρημένη ἐξίσωσι τοῦ ᾿Ιωάννου. ἔγραψα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ στὴ μελέτη μου «᾿Ιαννῆς καὶ ᾿Ιαμβρῆς» (1973) καὶ στὸ «῾Υπόμνημά μου εἰς τὴν ᾿Επιστολὴν τοῦ ᾿Ιούδα» (1970). τὸ νικολαΐται ὅμως χρειάζεται ἰδιαίτερη ἑρμηνεία, καὶ ἔχω ἐδῶ περισσότερα καὶ νεώτερα ἐρευνητικὰ στοιχεῖα. θρυλήθηκαν καὶ φλυαρήθηκαν πολλὰ ἀνεύθυνα ἤδη ἀπὸ τὸ Β΄ αἰῶνα, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῶ παρακάτω.
       ᾿Εκεῖνο στὸ ὁποῖο ἐξώθησε τὸν ᾿Ισραὴλ ὁ Βαλαὰμ ἦταν τελεστικὸ ὄργιο πορνείας καὶ κιναιδισμοῦ. τὸ ὄργιο αὐτὸ ἦταν γνωστὸ στὸν παραμεσόγειο κόσμο καθ᾿ ὅλη τὴν ἀρχαιότητα. οἱ Μωαβῖτες τότε ἀρχικὰ προσκάλεσαν τοὺς ᾿Ισραηλῖτες καὶ τοὺς μύησαν σ᾿ αὐτὸ στὸ τελεστήριό τους Βεελφεγὼρ (= «Βάαλ τῆς πόλεως Φογώρ»), μοναστήρι «ἱερειῶν» καὶ κιναίδων, κι ἐκεῖ οἱ προσελθόντες ᾿Ισραηλῖτες ἔφαγαν ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν εἰδωλολατρῶν (εἰδωλόθυτα) καὶ πόρνευσαν τελεστικῶς· καὶ στὴ συνέχεια ἔφεραν τέτοιες «ἱέρειες πόρνες», τὶς λεγόμενες τελεσφόρους ἢ ἱεροδούλους καὶ μέσα στὴ στρατοπεδία τοῦ ᾿Ισραήλ, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Μωϋσῆς νὰ χάσῃ γιὰ λίγο τὸν ἔλεγχό τους. μόνον ὁ ἔγγονος τοῦ ᾿Ααρὼν Φινεές, ὁ ζηλωτὴς ποὺ ἐπαινέθηκε καὶ βραβεύθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, εἶχε τὸ σθένος νὰ πάρῃ τὴ μάχαιρα τῶν θυσιῶν ἀπὸ τὸ ἅγιο θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐκτελέσῃ μ᾿ ἕνα μόνο χτύπημα δυὸ μαζὶ ὀργιαστὰς κατὰ τὴν καίρια στιγμὴ τοῦ ὀργίου τους, τὸν ᾿Ισραηλίτη Ζαμβρὶ ἢ ᾿Ιαμβρῆ καὶ τὴ Μωαβίτισσα ἱερόδουλο. κι ἀμέσως ὁ Μωϋσῆς ἀνέκτησε τὸν ἔλεγχο τοῦ ἀποχαλινωμένου λαοῦ καὶ διέταξε σφαγὴ ὅλων τῶν συμμετασχόντων στὸ ὄργιο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ σφαγοῦν τὴν ἡμέρα ἐκείνη 24.000 ᾿Ισραηλῖτες (᾿Αρ 25,1-18). τὸ γεγονὸς αὐτὸ χάραξε τέτοιες φρικτὲς ἐντυπώσεις καὶ ἀναμνήσεις στὸν ᾿Ισραήλ, ὥστε καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνες ἕνας ψαλμῳδός, ποὺ ἔζησε προφανῶς μετὰ τὴν ἐπάνοδο ἀπὸ τὴ βαβυλώνιο αἰχμαλωσία, νὰ γράφῃ·

Καὶ ἐτελέσθησαν τῷ Βεελφεγὼρ
καὶ ἔφαγον θυσίας Νεκρῶν (Ψα 105,28).

ποὺ θὰ πῇ·

Κι ἐκεῖνοι ὠργίασαν τελεστικὰ γιὰ τὸν Βεελφεγὼρ
καὶ ἔφαγαν θυσίες θεῶν ἐνταφιαζομένων.

       Πάντοτε οἱ κίναιδοι ὀργιαστικοὶ θεοὶ τύπου Ναρκίσσου, ῾Υακίνθου, ᾿Ιάκχου, Βάκχου, Διονύσου, ᾿Αδώνιδος, Μολόχ (=῎Ανακτος, ῎Αρχοντος Λε 18,21· 20,2), ᾿Ανημέλεχ (=τρυφεροῦ καὶ θηλυπρεποῦς Μολόχ), Θαμμούζ, ᾿Οσίριδος, οἱ καὶ θεοὶ μεγάλοι ἢ θεοὶ μέγιστοι κατὰ τὰ ἑλληνιστικὰ χρόνια λεγόμενοι, ἦταν καὶ θεοὶ χθόνιοι καὶ νεκρικοί, ποὺ συμβόλιζαν καὶ τὴ φυλλοβόλο χλωρίδα τῶν εὐκράτων χωρῶν, θανατούμενοι κι ἐνταφιαζόμενοι μὲ πάνδημο ἐπιτάφιο θρῆνο κατὰ τὸ θερινὸ ἡλιοστάσιο, ὅταν ἀρχίζῃ νὰ μειώνεται ἡ ἡλιοφάνεια (21 ᾿Ιουνίου, ὅταν ἀκόμη καὶ σήμερα πηδοῦν τὶς φωτιές), κι ἀναγεννώμενοι δῆθεν κατὰ τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο (21 Δεκεμβρίου, ὅταν πάλι σὲ μερικὰ μέρη ἀνάβουν φωτιὲς ἢ πολλοὶ τὸν ἑορτάζουν σὰ Σάντα Κλάους ἢ ῾Αη Βασίλη δῆθεν), ὅταν ἡ ἡλιοφάνεια ἀρχίζῃ ν᾿ αὐξάνεται. γι᾿ αὐτὸ ὁ ψαλμῳδὸς τοὺς τέτοιους θεοὺς τοὺς λέει Νεκρούς. ὁ τέτοιος θεὸς τῶν Παλαιστινῶν Χαναναίων λέγεται ἔτσι καὶ στὸ Νόμο καὶ στὸ Δευτερονόμιο· Φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ Νεκρῷ (Λε 21,5)· καὶ Οὐκ ἐπιθήσετε φαλάκρωμα.... ἐπὶ Νεκρῷ (Δε 14,1). τὸ ξύρισμα τῆς κεφαλῆς ἦταν ἐκδήλωσι πένθους τελεστικοῦ. καὶ στὴν ῾Ελλάδα ὁ θεὸς αὐτὸς κατὰ ἕνα χαμιτικὸ φοινικικὸ μῦθο τῶν Θηβῶν, ποὺ ἐπιβιώνει κι ἐμφανίζεται ἐκφυλισμένος στὸν Εὐριπίδη, λεγόταν Πενθεὺς (= πένθιμος, πενθούμενος, ἐνταφιαζόμενος μὲ ἐπιτάφιο θρῆνο, Νεκρὸς) καὶ ὡς κίναιδος καὶ τραβεστὶ μάλιστα θηλυστολοῦσε κιόλας φορώντας σκευὴν (= ἐνδυμασία) γυναικὸς μαινάδος βάκχης ἢ γυναικόμιμον στολὰν (Εὐριπίδης, Βάκχαι, 44· 61· 915· 980). ὅταν στοὺς τέτοιους θεοὺς θυσίαζαν καὶ παιδιά, ἀπὸ τὶς ψημένες ἢ μαγειρεμένες σάρκες τῶν ὁποίων ἔτρωγαν κιόλας, καθὼς τὸ πορνικὸ καὶ κιναιδικὸ ὄργιο ἐξελισσόταν καὶ σὲ καννιβαλικό, ὅπως μαρτυροῦν οἱ μῦθοι τοῦ Ταντάλου, τοῦ Πέλοπος, τοῦ Θυέστου, καὶ τοῦ Μελικέρτου, συμμετεῖχαν στὴν καννιβαλικὴ τεκνοφαγία καὶ οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν, ὅπως αὐτὸ λέγεται μὲ ἀποτροπιασμὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Δ΄ Βα 23,10) κι ἐξυμνεῖται ὡς μυστήριο γεμάτο δέος καὶ θεοληψία ἀπὸ τὸν Εὐριπίδη στὶς Βάκχες του, ὅταν τὸν Πενθέα τὸν κατασπαράζουν καὶ τὸν κατατρώγουν ὠμὸ ἡ μητέρα του ᾿Αγαύη μαζὶ μὲ τὶς ἀδερφές της Αὐτονόη καὶ ᾿Ινώ, οἱ θυγατέρες τοῦ Κάδμου (= καδησίμ = ἱερόδουλου βακούφικου κιναίδου, Δ΄ Βα 23,7).
       Πολλὲς θεωρίες διατυπώθηκαν γιὰ τὴν προέλευσι καὶ τὴ σημασία τοῦ μοναδικοῦ ὅρου τῆς ᾿Αποκαλύψεως νικολαΐται, ἀλλ᾿ εἶναι ὅλες ἄχρηστες, διότι εἶναι μόνο εἰκασίες διατυπωμένες χωρὶς καμμιὰ ἔρευνα, ἔτσι ἁπλῶς σὰν «ἀπόψεις». ὁ ἴδιος γιὰ τοὺς νικολαΐτας δὲν ἔχω «ἄποψι» – περιφρονῶ καὶ ἀπεχθάνομαι τὶς «ἀπόψεις» ὅσο καὶ τὰ παραμύθια – ἀλλὰ συμπέρασμα ποὺ ἔσταξε μόνο του ἀπὸ ἔρευνά μου στὰ κείμενα. τὸ πορνικὸ καὶ κιναιδικὸ καὶ καννιβαλικὸ τελεστικὸ ὄργιο, ποὺ περιέγραψα βάσει τῶν πηγῶν, γινόταν σὲ διάφορα μέρη πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνος, ποὺ λατρευόταν κι αὐτὸς ὡς θεὸς μέγιστος σὲ ῥόλο ἀρσενοκοίτου (Πίνδαρος, ᾿Ολυμπ. 1,24-26), κι ἐπωνομαζόταν Νικόλαος (= νῖκος λαοῦ = ἀντρισμὸς τοῦ λαοῦ, κοκοριλίκι τοῦ λαοῦ, σεξουαλικὴ ὁρμὴ τῶν προσκυνητῶν ποὺ ἐκτονώνονταν στὶς τελεσφόρους ἱερόδουλες καὶ στοὺς ἱερεῖς τῆς αἰσχύνης, ποὺ ἦταν «ἱερωμένοι» βακούφικοι κίναιδοι). ἡ δὲ σχετικὴ ἑορτή του ἐκτὸς ἀπὸ Ποσειδώνια λεγόταν καὶ Νικολάια, ὅπως λέγονταν καὶ Δημήτρια, ᾿Αρτεμίσια, ῾Υακίνθια, Διονύσια, Κρόνια οἱ ὁμόλογες τελετὲς καὶ πανηγύρεις τῶν θεῶν Δήμητρος, ᾿Αρτέμιδος, ῾Υακίνθου, Διονύσου, Κρόνου· καὶ στοὺς ῾Ρωμαίους Saturnia οἱ τοῦ θεοῦ Saturnus. καὶ οἱ μῆνες δὲ τῆς σχετικῆς ἑορτῆς λέγονταν ῾Υακίνθιος, ᾿Αρτεμίσιος, καὶ στὴν Παλαιστίνη Θαμμοὺζ ἀπὸ τ᾿ ὄνομα τοῦ ἑορταζομένου θεοῦ. βρῆκα νὰ μαρτυροῦνται τὰ Νικολάια σ᾿ ἐπιγραφὴ τῆς Δήλου τοῦ Γ΄ π.Χ. αἰῶνος (᾿Επιγρ. Δήλου 320, τεμάχ. Β, στίχ. 63, ἔκδ. F. Durrbach, Paris 1926, τ. 2, σελ. 90). οἱ ὀργιασταὶ τῶν ὀργίων ἐκείνων ἀπὸ τὸ προσωνύμιο τοῦ Ποσειδῶνος Νικόλαος κι ἀπὸ τ᾿ ὄνομα τῆς τελετῆς καὶ πανηγύρεως Νικολάια λέγονταν κι αὐτοὶ νικολαΐται. ἑορταζόταν δὲ ὁ ὀργιαστικὸς ἀρσενοκοίτης Ποσειδῶν Νικόλαος σ᾿ ὁλόκληρο τὸ Αἰγαῖο ἀπὸ τὴν Καλλίπολι μέχρι τὴν Κυδωνία τῆς Κρήτης κι ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη μέχρι τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. ἐν δὲ ταύταις ταῖς ὁμηγύρεσι πᾶν εἶδος ἀκολασίας ἐτολμᾶτο· καὶ γὰρ αἱ τελεταὶ καὶ τὰ ὄργια τὰ τούτων εἶχεν αἰνίγματα (Θεοδώρητος, ῾Ελλην. παθ. θερ., 7 PG 83,993d). μεγάλα κέντρα ὅπου τελοῦνταν τὰ Ποσειδώνια ἢ Νικολάια ἦταν ἡ Τῆνος, ἡ Μυκάλη, καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. κατὰ τὴν τέλεσί τους ἡ διαβόητη πόρνη τοῦ Δ΄ π.Χ. αἰῶνος Φρύνη, ὅπως λέει ὁ ᾿Αθήναιος, συνήθιζε στὸ πάνδημο ὄργιο ἐν ὄψει τῶν Πανελλήνων πάντων νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁλόγυμνη, εἰκόνα ποὺ ἐνέπνευσε σὲ γλύπτες εἰδώλων τὴν παράστασι τῆς ᾿Αναδυομένης ᾿Αφροδίτης (῾Ηρόδοτος 1,148,1. Στράβων 10,5,11. ᾿Αθήναιος 13,59). οἱ κλάδοι τῶν φοινίκων, ποὺ χρησιμοποιοῦνταν τελεστικῶς κατὰ τὰ Νικολάια, λέγονταν φοίνικες νικολάιοι. σ᾿ ἕνα μαγικὸ πάπυρο ἀναγράφεται ὅτι γινόταν μαγικὴ μελάνη γιὰ γραφὴ ἐξορκισμῶν ἀπὸ ἑφτὰ καμένα κοτσάνια φοινίκων νικολα<ΐ>ων (P. Mag. Berolin. Α καὶ Β, πάπυρος 1, στίχ. 244). αὐτὰ γιὰ τοὺς ἀρχαίους καὶ εἰδωλολάτρες ῞Ελληνες νικολαΐτας.
       Τέτοιοι ἀδιόρθωτοι καὶ ἀβέλτεροι νικολαΐται, ποὺ ἔγιναν τύποις «Χριστιανοὶ» κι ἐντάχθηκαν σὲ ἐκκλησίες τῆς Μικρᾶς ᾿Ασίας, ἐξέπεσαν ἔπειτα καθ᾿ ὑποτροπὴν πάλι στὴν ἀκαθαρσία τῆς εἰδωλολατρίας – γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Πέτρος γράφει γι᾿ αὐτοὺς τὴν παροιμία

κύων ἐπιστρέψας ἐπὶ τὸ ἴδιον ἐξέραμα
καὶ ὗς λουσαμένη εἰς κύλισμα βορβόρου (Β΄ Πε 2,22)

καὶ τοὺς θεωρεῖ σκύλους ποὺ ξανάφαγαν τὸ ξερατό τους – , καὶ ἄρχισαν νὰ παρασέρνουν στὴν ἀκολασία τους καὶ ἄλλα μέλη τῆς ἐκκλησίας, χωρίς νὰ φεύγουν ἀπ᾿ αὐτή, ἦταν καὶ οἱ τῆς ᾿Αποκαλύψεως, τοὺς ὁποίους ὁ Παῦλος πιὸ μπροστὰ ὡς φατρία καὶ αἵρεσι τοὺς λέει ψευδώνυμον γνῶσιν ποὺ μετέρχεται βεβήλους κενοφωνίας (= βρόμικες καὶ πρόστυχες σαχλαμάρες) (Α΄ Τι 6,20), οἱ δὲ ἀπόστολοι Πέτρος ᾿Ιούδας καὶ ᾿Ιωάννης, ὅπως προανέφερα, τοὺς λὲν ὁδὸν Βαλαάμ, πλάνην Βαλαάμ, διδαχὴν Βαλαάμ, καὶ νικολαΐτας. ὁ Εἰρηναῖος καὶ ἄλλοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς τοῦ Β΄ αἰῶνος τοὺς λένε γνωστικοὺς ἀπὸ τὸ γνῶσις ποὺ ἔλεγαν οἱ ἴδιοι τὴν αἵρεσί τους καὶ ποὺ μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος μὲ τὸ ψευδώνυμος γνῶσις ποὺ λέει. οἱ ἴδιοι, ὅπως ἐξήγησα, ἐννοοῦσαν θεογνωσία, ἐπικοινωνία μὲ τοὺς θεούς των, θεοληψία. τὸ φαινόμενό τους δὲν εἶναι παρὰ φαινόμενο συγκρητισμοῦ, χαρμανιάσματος δηλαδὴ δυὸ ἢ περισσοτέρων θρησκειῶν, φαινόμενο γνωστὸ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος· ἡ πιὸ χαμηλὴ βλακεία σὲ πατέντα ὑψηλῆς σοφίας.
       Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ Ποσειδῶν ὡς Νικόλαος καὶ τὰ ὄργιά του νικολάια καὶ οἱ ὀργιασταί του νικολαΐται δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀπολύτως σχέσι μὲ τὸν ἅγιο Νικόλαον τὸν ᾿Αντιοχέα τὸν ἀπὸ τοὺς ἑφτὰ συναποστόλους, ποὺ ἐξέλεξαν οἱ Χριστιανοὶ τῶν ᾿Ιεροσολύμων κατὰ προτροπὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων (Πρξ 6,5). τὸ λέω αὐτό, ἐπειδὴ ἔχω ὑπ᾿ ὄψι μου τὶς μεταγενέστερες βέβηλες ἀνίερες καὶ σιχαμερὲς φλυαρίες ποὺ φλυαροῦνται ἀπὸ μυθομανεῖς εἰς βάρος αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Νικολάου (Εἰρηναῖος, ῎Ελ. 1,26,3. ῾Ιππόλυτος, ῎Ελ. 7,36. Κλήμης ᾿Αλ., Στρ. 3,4,25· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 3,29,1-4. Victorinus, Scholia in Apoc. 2,5 PL 5,321c. Beda, Explan. Apoc. 2,15 PL 93,138d-139a).

Χρόνος καὶ τόπος. Πιστεύω ὅτι ἡ τελευταία καὶ θανάσιμη φυλάκισι τοῦ Παύλου, ἡ ὁποία δρομολόγησε ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ προκάλεσαν τὴ σύνταξι τῶν ὀχτὼ τελευταίων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔγινε μετὰ ἀπὸ βαρύτατη συκοφαντία ἐναντίον του, ὥστε ὁ ἀπόστολος νὰ φυλακιστῇ γιὰ δῆθεν παράπτωμα πολιτικό, καὶ πιὸ συγκεκριμένα γιὰ ἐπιβουλὴ κατὰ τοῦ Καίσαρος, καὶ ὄχι γιὰ θεολογικὸ παράπτωμα, ὅπως τοῦ εἶχε συμβῆ κατὰ τὴν προηγούμενη φυλάκισί του σὲ ᾿Ιερουσαλήμ, Καισάρεια, καὶ ῾Ρώμη. κατὰ τὴν προηγούμενη φυλάκισί του οἱ ἐχθροί του πῆραν τὸ μάθημα ὅτι ἕνας ῾Ρωμαῖος πολίτης, ὅπως ἦταν ὁ Παῦλος, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ καταδικαστῇ γιὰ θεολογικὸ κατὰ τὴν ἰουδαϊκὴ ἀντίληψι παράπτωμα, κάτι ποὺ δὲν ἐνδιέφερε τοὺς εἰδωλολάτρες ῾Ρωμαίους. γιὰ τέτοιο «παράπτωμα» ἀκόμη κι ὁ Πιλᾶτος παρὰ λίγο ν᾿ ἀθωώσῃ τὸ Χριστό, ποὺ δὲν ἦταν καὶ ῾Ρωμαῖος πολίτης. τὸν καταδίκασε ὅμως, ὅταν οἱ συκοφάντες ᾿Ιουδαῖοι τὸ γύρισαν στὸ ὅτι τὸ παράπτωμά του ἦταν πολιτικό (᾿Ιω 19,12), ἐπιβουλὴ κατὰ τοῦ Καίσαρος, γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἐχθροὶ τοῦ Παύλου τὴ δεύτερη φορὰ ὠργάνωσαν τὴν ἐξόντωσί του μὲ περισσότερη διαβολιά, κι ὁ Παῦλος αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν φυλακίστηκε σὰν πρίγκιπας _ὁ κάθε ῾Ρωμαῖος πολίτης στὴν ποινική του μεταχείρισι ἦταν ἕνας πρίγκιπας_ μέσα στὸ σπίτι του, ὅπου μπαινόβγαιναν ἐλεύθερα καὶ μάλιστα καὶ συγκατοικοῦσαν οἱ συνεργάτες του καὶ οἱ ἀκροαταί του, κι ὅπου ὑπῆρχε εἰδικὴ γι᾿ αὐτὸν φρουρά, ποὺ ἀπὸ μιὰ ὄψι ἦταν καὶ σωματοφυλακή του (Πρξ 28,16), ἀλλ᾿ ἐγκλείστηκε ἐγκάθειρκτος σὲ κοινὴ ἐγκληματικὴ φυλακὴ ὡς κακοῦργος (Β΄ Τι 2,9)· αὐτὸς ὁ τόσο εὐνοούμενος στὸ περιβάλλον τοῦ Καίσαρος Νέρωνος καὶ τοῦ οὐσιαστικοῦ πρωθυπουργοῦ του Ναρκίσσου κατὰ τὴν προηγούμενη φυλάκισί του (῾Ρω 16,11· Φι 4,22). ῾Ρωμαῖος πολίτης καὶ μὲ τέτοιες σχέσεις νὰ καταντήσῃ σὲ τέτοια οἰκτρὴ φυλακὴ σημαίνει ἔκπτωσι σὲ δυσμένεια, κατηγορία βαρύτατη, προσωπικὰ γι᾿ αὐτὸν διαβολεμένα συκοφαντική, καὶ ἀλλαγὴ πολιτικοῦ σκηνικοῦ· τοὐλάχιστο προηγήθηκε ἡ πτῶσι τοῦ Νέρωνος. πιστεύω ὅτι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Παύλου οἱ θανάσιμοι ἐπωφελήθηκαν ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ μεγάλες πολιτικὲς μεταπτώσεις τοῦ ἔτους 68-69, ὅταν μέσα σὲ μιὰ χρονιὰ ἄλλαξαν πέντε αὐτοκράτορες ἐχθρικοὶ μεταξύ των· Νέρων, Γάλβας, ῎Οθων, Βιτέλιος, Βεσπασιανός. καὶ ὁ ἀπόστολος ἐκτελέστηκε, κατὰ τὴν ἔκφρασί του ἐσπείσθη (Β΄ Τι 4,6), πιθανώτατα τὸ 69. ἂν οἱ νικολαΐτες, πού, γιὰ νὰ ἐκδηλωθοῦν, καραδοκοῦσαν τὴν ὁριστικὴ ἢ ἔστω μακρὰ καὶ σίγουρη γι᾿ αὐτοὺς ἀπουσία του, ὤργασαν τὸ 68, καὶ οἱ ᾿Επιστολὲς Α΄ καὶ Β΄ Πέτρου καὶ ᾿Ιούδα γράφτηκαν κατὰ τὰ ἔτη 68-69, ἡ ᾿Αποκάλυψι γράφτηκε, φρονῶ, τὸ 69 ἢ 70. εἶναι ζήτημα ἂν εἶχε ἢ δὲν εἶχε τελειώσει ὁ ἰουδαϊκὸς πόλεμος κι ἂν εἶχαν ἢ δὲν εἶχαν καταστραφῆ ἡ ᾿Ιερουσαλὴμ καὶ ὁ ναός της· κάτι βέβαια ποὺ τοὺς Χριστιανοὺς δὲν τοὺς ἀπασχολοῦσε οὔτε τοὺς ἐπηρέαζε οὔτε τοὺς συγκινοῦσε. ὁ τόπος βέβαια τῆς ὁράσεως καὶ τῆς συντάξεως τῆς ᾿Αποκαλύψεως λέγεται στὸ κείμενο ῥητῶς · εἶναι ἡ Πάτμος.

Παραλῆπτες. ῞Οτι ἡ ᾿Αποκάλυψις εἶναι ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ λέγεται ἐπίσης ῥητῶς· καὶ οἱ παραλῆπτες της κατονομάζονται σαφῶς· εἷναι οἱ ἐπίσκοποι (ἄγγελοι) τῶν ἐκκλησιῶν ποὺ ἦταν στὶς ἑφτὰ πόλεις ῎Εφεσον, Σμύρναν, Πέργαμον, Θυάτειρα, Σάρδεις, Φιλαδέλφειαν, Λαοδίκειαν (᾿Απ 1,11). ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἀναφορὰ ἑφτὰ ἐπισκόπων καὶ ἐκκλησιῶν καὶ πόλεων εἷναι προφανέστατα συμβολική, κι ἐπειδὴ παραλείπονται τόσο ἡ πόλι Κολοσσαί, ποὺ ἀπὸ τὴν Πρὸς Κολοσσαεῖς ᾿Επιστολὴ τοῦ Παύλου φαίνεται μεγάλο κέντρο παγανισμοῦ καὶ θρησκείας τῶν ἀγγέλων καὶ ἐθελοθρησκείας καὶ μεγάλων τέτοιων προβλημάτων γιὰ τὴν ἐκκλησία γενικῶς, ὅσο καὶ ἡ πόλι Μίλητος, τὸ τρίτο λιμάνι τῆς ᾿Ασίας τότε μετὰ τὴν ῎Εφεσο καὶ τὴ Σμύρνα, φρονῶ ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι ὡς ἐπιστολὴ στάλθηκε ὁπωσδήποτε σ᾿ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ασίας, πιθανώτατα δὲ ἔστω καὶ σὲ δεύτερο χρόνο στὶς ἐκκλησίες τῶν ἐπαρχιῶν Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, καὶ Βιθυνίας, ποὺ ἀναγράφονται ὡς παραλήπτριες τῆς Α΄ Πέτρου (1,1), τοῦ πρώτου ἀπὸ τὰ ὀχτὼ βιβλία τῆς ῥιπῆς ἐναντίον τῶν νικολαϊτῶν, ποὺ εἶχαν κοινοὺς παραλῆπτες.

᾿Επιστολογραφία. ῎Ηδη στὴν Πάτμο πρέπει νὰ παρασκευάστηκαν τοὐλάχιστο ἑφτὰ ἀντίγραφα τῆς ᾿Αποκαλύψεως, γιὰ νὰ σταλοῦν στὶς ἑφτὰ πόλεις. μπορεῖ ὅμως νὰ παρασκευάστηκαν καὶ περισσότερα. αὐτὴ ἡ γραφικὴ ἐργασία ἔγινε ἀπὸ ἐπιτελεῖο, τὸ ὁποῖο ἢ ἀκολούθησε τὸν ᾿Ιωάννη στὸ ταξίδι του ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου – δὲν νομίζω νὰ ταξίδευε μόνος, ἄνθρωπος ἡλικιωμένος μάλιστα, γύρω στὰ 60 του χρόνια – , ἢ ἀποτελέστηκε ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ Παύλου ποὺ πῆγαν καὶ τὸν κάλεσαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ στὴ συνέχεια τὸν συνώδευσαν ἀπὸ κεῖ μέχρι τὴν ᾿Ασία, ἢ ποὺ τὸν φιλοξένησαν στὴν Πάτμο· ὁπωσδήποτε κάποια ἐκκλησία Χριστιανῶν, μαθητῶν τοῦ Παύλου, ὑπῆρχε ἤδη ἐκεῖ. χρησιμοποιήθηκαν ἄλλωστε καὶ γραμματοκομισταί, ὅπως φαίνονται ὁ Τύχικος (᾿Εφ 6,21· Κλ 4,7· Ττ 3,12· Β΄ Τι 4,12), ποὺ φαίνεται ὁ κυριώτερος ταχυδρόμος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἢ ὁ ᾿Αρτεμᾶς, ταχυδρόμος ἐπίσης (Ττ 3,12), ἢ ἡ περιστασιακὴ γραμματοκομίστρια διάκονος Φοίβη (῾Ρω 16,1)· καὶ αὐτοὶ πρέπει νὰ βρέθηκαν στὴν Πάτμο μαζὶ μὲ τὸν ᾿Ιωάννη. πόσο ὠργανωμένοι ἦταν οἱ ἀπόστολοι καὶ μάλιστα ὁ Παῦλος σ᾿ αὐτό, γιὰ τὴν ἀποστολὴ ὄχι μόνο ἐπιστολῶν, ἀλλὰ καὶ προφορικῶν εἰδήσεων καὶ παραγγελιῶν καὶ χρημάτων καὶ πραγμάτων, καὶ γιὰ τὴ συνοδεία προσώπων, φαίνεται πολὺ καλὰ κι ἀπὸ τὸ ὅτι εἰρωνεύεται γι᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα τὸν Παῦλο ὁ εἰδωλολάτρης καὶ κακεντρεχὴς συκοφάντης του Λουκιανὸς πολὺ ἀργότερα, καθὼς βλέπει μέσα στὰ κείμενά του αὐτὴ τὴν εἰδικὴ ταχυδρομικὴ ὑπηρεσία, καὶ λέει γιὰ τοὺς ταχυδρόμους τῆς ἐκκλησίας ὅτι ὁ Παῦλος τοὺς χειροτονοῦσε καὶ τοὺς ἀναγόρευε νεκραγγέλους καὶ νερτεροδρόμους (Περεγρ., 41). αὐτὰ εἶναι γελοιογραφικοὶ χαρακτηρισμοὶ ταχυδρόμων. βέβαια ὁ Λουκιανὸς γελοιοποιεῖ μόνο τὸν ἑαυτό του. ὁ Παῦλος ἦταν καὶ σ᾿ αὐτὸ ὁ ἄσσος τῆς διοργανώσεως. καταλάβαινε ἐγκαίρως ὅτι μιὰ διεθνὴς καὶ καθολικὴ ἐκκλησία, πέρα ἀπὸ τὸν πνευματικὸ χαρακτῆρα της, μοιάζει ἐν μέρει καὶ μὲ μιὰ ἐπικράτεια· καὶ μιὰ ἐπικράτεια δὲν διοικεῖται χωρὶς ἐπικοινωνίες καὶ ταχυδρομικὴ ὑπηρεσία. ὁ ᾿Ιωάννης μπαίνοντας στήν, ἂς τὴν πῶ ἔτσι, ἐπικράτεια τοῦ Παύλου, βρέθηκε κι αὐτὸς χειριστὴς μιᾶς τέτοιας καλὰ ὠργανωμένης ὑπηρεσίας· τὸ λέω αὐτό, χωρὶς νὰ ἐννοῶ ὅτι καὶ οἱ ἀπόστολοι τῆς περιτομῆς δὲν εἶχαν μιὰ ἀνάλογη ὑπηρεσία, ἔστω καὶ κατώτερη. ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Παῦλος, ὅτι παρ᾿ ὅλες τὶς σκοτοῦρες του καὶ τὶς περιπέτειές του τὸ φρόντιζε, ἀπ᾿ ὅπου κι ἂν βρισκόταν, ἡ μέριμνα πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν (Β΄ Κο 11,28), δείχνει χρῆσι κι ἐπιδέξιο χειρισμὸ μιᾶς τέτοιας ὑπηρεσίας καὶ ἄλλων παραπλησίων.

Γραμματειακὸ εἶδος. ῾Η ᾿Αποκάλυψις τοῦ ᾿Ιωάννου γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι γραμματειακὸ εἶδος μοναδικὸ καὶ δὲν ἔχει μέσα σ᾿ αὐτὴ βιβλίο παρόμοιο· γιὰ τὴ Βίβλο ὁλόκληρη ὅμως εἶναι συνηθισμένο. εἶναι βιβλίο προφητικό, καὶ ἀκριβέστερα ἀποκαλυπτικό. δὲν εἶναι ἀποκαλυπτικὰ ὅλα τὰ προφητικὰ βιβλία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς. μερικά, ὅπως τὰ βιβλία τοῦ ᾿Ωσηὲ καὶ τοῦ ᾿Ιερεμίου, εἶναι μόνο προφητικά· μερικὰ περιέχουν καὶ μέρη ἀποκαλυπτικά, ὅπως τὰ βιβλία τοῦ ᾿Αμὼς (7,1-9· 8,1-3· 9,1-4) καὶ τοῦ ᾿Ησαΐου (κεφ. 6)· καὶ μερικὰ εἶναι ἀποκαλύψεις, ὅπως τὸ δεύτερο βιβλίο τοῦ ᾿Ιεζεκιήλ (κεφ. 40-48), τὸ πρῶτο τοῦ Ζαχαρίου (1,7-6,8), καὶ ὅλο τὸ τοῦ Δανιήλ (κεφ. 7-12). ἔξω ἀπὸ τὴ Βίβλο ἀσφαλῶς δὲν ὑπάρχει τέτοιο γραμματειακὸ εἶδος. ὑπάρχουν μόνο μιμητικὰ πλαστογραφήματα τυχοδιωκτῶν καὶ ἀπατεώνων ποὺ ἐμφανίζονται ὡς βιβλία τοῦ ἐν λόγῳ γραμματειακοῦ εἴδους. στὸ θέμα αὐτὸ θὰ ἐπανέλθω.

Πηγές. ῾Ως πρὸς τὴν οὐσία ἡ πηγὴ τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι μόνο μία, ἡ ἀποκάλυψι τοῦ Κυρίου στὸν ἀπόστολο καὶ προφήτη ᾿Ιωάννη. φραστικὰ ὅμως ὁ ᾿Ιωάννης στὴν ᾿Αποκάλυψι δανείζεται πολλὲς ἐκφράσεις καὶ μερικὲς εἰκόνες τῶν προηγουμένων ἀποκαλυπτικῶν προφητῶν ᾿Αμώς, ᾿Ησαΐου, ᾿Αββακούμ, ᾿Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, καὶ Ζαχαρίου. δὲν ἔχει καμμιὰ ἄλλη πηγὴ ἔξω ἀπὸ τὴ Βίβλο. ὁ λόγος τῶν δανείων αὐτῶν εἶναι εὐνόητος. ἕνας προφήτης ποὺ βλέπει ἀποκάλυψι, βλέπει κι ἀκούει, λέει κι ὁ Παῦλος, πράγματα ἄλλης διαστάσεως καὶ συχνότητος ὑπερκοσμίου, ἀπὸ κεῖνες ποὺ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν ἔχει· πράγματα ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη (= σὲ ἀνθρώπινο νοῦ δὲν μπῆκαν) (Α΄ Κο 2,9), πράγματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι (Β΄ Κο 12,4). μὲ τὸ οὐκ ἐξὸν δὲν ἐννοεῖ ἀπαγόρευσι, ἀλλὰ ἔλλειψι δυνατότητος. εἶναι εὐνόητο λοιπόν, ὅταν ὁ ἰδὼν προφήτης πάρῃ ἀπὸ τὸ θεὸ ἐντολὴ νὰ τ᾿ ἀνακοινώσῃ στοὺς συνανθρώπους του, γιὰ νὰ τὰ ἐκφράσῃ, νὰ χρησιμοποιῇ κάποια φυσικὰ σχήματα. ὅταν ὁ πρῶτος προφήτης κατώρθωσε νὰ στήσῃ καὶ νὰ φτιάξῃ κάποια τέτοια σχήματα, γιὰ νὰ μεταφράσῃ ὅ,τι τοῦ ἀποκάλυψε ὁ θεός, εἶναι πάλι εὐνόητο ὅτι οἱ ἑπόμενοί του ἀποκαλυπτικοὶ προφῆτες δανείστηκαν τὰ ἕτοιμα σχήματά του· τὸν κώδικά του. γι᾿ αὐτὸ εἰδικὰ οἱ ἀποκαλυπτικοὶ προφῆτες δανείζονται πολλὰ φραστικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοτέρους των. δὲν ἐκφράζουν ὅμως ποτὲ τὴν ἴδια οὐσία· τὸ κατ᾿ οὐσίαν δηλούμενο εἶναι στὸν καθένα ἄλλο· τὰ σχήματα μόνο, τὰ κλισὲ ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, εἶναι ἐν μέρει δανεισμένα κι ἐν μέρει καινούργια καὶ ἰδιαίτερα τοῦ καθενός. αὐτὸ κάνει κι ὁ ᾿Ιωάννης. γι᾿ αὐτὸ τὰ δάνειά του στοιχειοθετοῦν τὸ ἐπιδερμικὸ μόνο μέρος τῆς ᾿Αποκαλύψεώς του, τὸ ἀνθρώπινο, τὸ ὄργανο ἐκφράσεως· τὸ ἀντικείμενο εἶναι ἄλλο. ἀντίθετα οἱ ἀπόκρυφες ἀπομιμήσεις τῶν πλαστογράφων ἔχουν μόνο τὸ ἐντυπωσιακὸ αὐτὸ ἐκφραστικὸ δέρμα· ἡ οὐσία τους ἢ δὲν ὑπάρχει ἢ εἶναι διάφορες ἀνοησίες καὶ κακίες. ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου, ἐπαναλαμβάνω, δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέσι, οὔτε οὐσιαστικὴ οὔτε φραστική, μὲ κανένα ἐξωβιβλικὸ κείμενο. ἀμφιβάλλω μάλιστα ἂν ὁ ὀλιγογράμματος ψαρᾶς ᾿Ιωάννης διάβασε ποτὲ στὴ ζωή του ἄλλο βιβλίο ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σχολικά του καὶ τὴ Βίβλο. μᾶλλον ἦταν παρθένος καὶ ὡς πρὸς αὐτό. γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ἐνδέχεται καὶ τὰ σχολικά του νὰ ἦταν ἡ Βίβλος.

       ῾Η σημερινὴ ὅμως ἀπατεωνικὴ ψευδεπιστήμη τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς ἐναντίον τῆς Βίβλου, ἡ ὁποία στοὺς ἁπλοϊκοὺς καὶ ἀνίδεους περνιέται γιὰ ἐπιστήμη, θεωρεῖ τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου σὰν ἕνα ἀπὸ τὰ προϊόντα μιᾶς «ἀποκαλυπτικῆς φιλολογίας», βιβλικῆς κι ἐξωβιβλικῆς, μέσα στὴν ὁποία «βράζουν σὰν μέσα στὸ ἴδιο καζάνι» ὅλες οἱ θεόπνευστες ἀποκαλύψεις· καὶ ἀποδίδει σ᾿ αὐτὲς ἐξάρτησι ἀπὸ τ᾿ ἀνόητα καὶ πολλὲς φορὲς ἐμπαθῆ καὶ εἰδεχθῆ «ἀποκαλυπτικὰ» ἀπόκρυφα. ἡ ψευδεπιστήμη αὐτὴ τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς, ποὺ ἐμφανίστηκε πρὶν ἀπὸ τέσσερες καὶ μισὸ αἰῶνες, ὀργάζει δὲ ἐδῶ καὶ δυὸ αἰῶνες περίπου, εἶναι ἀνίκανη γιὰ ὁποιοδήποτε ἐπιστημονικὸ ἔργο, ἐπειδὴ ἀσχολεῖται ὀμφαλοσκοπικὰ μὲ τὶς ὀνειρώξεις καὶ τὶς φαντασιώσεις τῶν ὀρέξεών της. στὴ θέσι τῶν συμπερασμάτων ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἀγχίνοια ἔβαλε ὡς ὑποκατάστατα τὶς φαντασιώσεις καὶ τοὺς στοχασμοὺς τῆς τεμπελιᾶς καὶ τῆς μικρονοίας. τὸ φαινόμενο αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι κατὰ τοὺς πέντε τελευταίους αἰῶνες, τοὺς μετατυπογραφικοὺς δηλαδή, οἱ θετικὲς ἐπιστῆμες σημείωσαν θεαματικὴ προκοπή, μὲ ἀποτέλεσμα ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ν᾿ ἀπορροφήσουν ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς ἐγκεφάλους πρώτης δευτέρας καὶ τρίτης διαλογῆς, ὥστε νὰ μείνουν γιὰ τὴ Βίβλο ἀπὸ τετάρτης καὶ πέμπτης διαλογῆς ἐγκεφάλους μέχρι καὶ κατακάθια τῆς μικρονοίας, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ εἰδικὰ τὰ κατακάθια τὰ κομπλεξάρησαν ἔτσι, ὥστε νὰ συμπεριφέρωνται σὰ μιμηλοὶ πίθηκοι καὶ παπαγάλοι. δὲν πρέπει νὰ παραξενευόμαστε μὲ τὰ παραληρήματά τους, ποὺ εἶναι κάτι τὸ ἀναμενόμενο, ὅπως δὲν παραξενευόμαστε μὲ τὴ λογόρροια καὶ τὴ γραφόρροια τῶν ψυχασθενῶν. μόνο ἐπειδὴ οἱ ὀλιγοφρενεῖς αὐτοὶ πετεινοὶ παραπείθουν πολλὲς φορὲς ἀθῴους ἀνθρώπους, ἔκρινα ὅτι πρέπει νὰ ἐξετάσω κι ἐγὼ τὴ λεγόμενη ἐξάρτησι τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἢ τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ τοῦ Δανιὴλ καὶ τοῦ Ζαχαρίου, ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴ τῶν εἰρημένων ψυχοπαθῶν τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς. διότι καὶ οἱ νικολαΐτες τέτοια κατακάθια ἦταν, ἀλλ᾿ ἀπασχόλησαν τοὺς ἀποστόλους. μποροῦμε νὰ περιφρονήσουμε τὸ ῥύπο, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε ν᾿ ἀγνοήσουμε τὴν παρουσία του καὶ τὴ μόλυνσι ποὺ προκαλεῖ.

       Στὴ Βίβλο βλέπουμε ὅτι ὁ θεὸς ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους του μὲ τοὺς ἓξ ἀκολούθους τρόπους.
   1. ῾Απλῆ ἐπισκεπτήρια παρουσία ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι στὴν ἀρχὴ φαίνονται σὰν κάποιοι ἄνθρωποι· ἔτσι λόγου χάρι παρουσιάζονται ἄγγελοι στὸν ᾿Αβραάμ (Γε 18), στὸ Λώτ (Γε 19), στὸ Γεδεών (Κρ 6,11-23), στοὺς γονεῖς τοῦ Σαμψών (Κρ 13,3-21), στὸν πατέρα τοῦ ᾿Ιωάννου βαπτιστοῦ Ζαχαρία (Λκ 1,11-20), καὶ στὴ μητέρα τοῦ Κυρίου (Λκ 1,26-38), γιὰ νὰ τοὺς μεταφέρουν παραγγελίες τοῦ Κυρίου.
   2. Θεοπτία μὲ φαινόμενα συμβολικά· ὅπως παρουσιάζεται ὁ Κύριος στὴ φλεγόμενη βάτο καὶ μιλάει στὸ Μωϋσῆ (῎Εξ 3-4) ἢ στὸ φλεγόμενο ὄρος Σινὰ καὶ μιλάει στὸν ᾿Ισραὴλ (῎Εξ 19,17-20· 20,18-22) ἢ στοὺς θεατὰς τῆς βαπτίσεως τοῦ Κυρίου ὡσεὶ περιστερά (Μθ 3,16· Λκ 3,22· Μρ 1,10).
   3. Θεοπτία· μόνο σὲ δυὸ ἄντρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τέσσερες τῆς Καινῆς· ἤτοι στὸ Μωϋσῆ (῎Εξ 19-34, ἰδίως 33,12-23) καὶ στὸν ᾿Ηλιοὺ (Γ΄ Βα 19,11-18) στὸ Σινά, στοὺς ἴδιους πάλι καὶ στοὺς τρεῖς μαθητὰς Πέτρο ᾿Ιάκωβο καὶ ᾿Ιωάννη κατὰ τὴ μεταμόρφωσι στὸ ὄρος (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-10· Β΄ Πε 1,17-18), καὶ στὸν Παῦλο (Α΄ Κο 9,1).
Οἱ τρεῖς αὐτοὶ τρόποι ἐπικοινωνίας εἶναι ἄμεσοι. ἄλλοι δύο τρόποι εἶναι ἔμμεσοι, ὅπως ὅταν κανεὶς σήμερα τηλεφωνῇ ἢ στέλνῃ εἰκόνες.
   4. ῎Ονειρα· ἀναφέρονται τοὐλάχιστο 15 τέτοιες περιπτώσεις ἐπικοινωνίας · ὄνειρο τοῦ ἀβιμέλεχ τῶν Γεράρων (Γε 20,3-7), ὄνειρο τοῦ ᾿Ιακὼβ στὴ Βεθήλ (Γε 28,12-17), ὄνειρα τοῦ ᾿Ιωσήφ (Γε 37,5-10), ὄνειρα τῶν δυὸ φυλακισμένων ὑπουργῶν τοῦ φαραώ (Γε 40,5-22), ὄνειρα τοῦ φαραώ (Γε 41), ὄνειρα τοῦ Σολομῶντος στὴ Γαβαὼν (Γ΄ Βα 3,5-15· Β΄ Πα 1,7-12) καὶ στὴν ᾿Ιερουσαλήμ (Γ΄ Βα 9,2-9· Β΄ Πα 7,12-22), ὄνειρα τοῦ Ναβουχοδονόσορ μὲ τὴν εἰκόνα (Δα 2) καὶ τὸ δέντρο (Δα 4), ὄνειρα τῆς γυναικὸς τοῦ Πιλάτου (Μθ 27,19), ὄνειρο τοῦ Παύλου στὴν Τρῳάδα (Πρξ 16,9-10), καὶ μερικὰ ἄλλα ἴσως. συνηθέστερα συμβαίνουν σὲ ἀνθρώπους πρωτογόνους, ἀλλοδαπούς, καὶ μὴ τακτικοὺς προφῆτες.
   5. Χρηματισμός· ἀκουστικὴ μόνο ἀποκάλυψι τοῦ θεοῦ στοὺς προφῆτες, χωρὶς ὅραμα. εἶναι ὁ συχνότερος τρόπος ἐπικοινωνίας τοῦ θεοῦ μὲ τοὺς προφῆτες καὶ τοὺς ἀποστόλους.
   6. ῞Οραμα ἢ ἀποκάλυψι σὲ κατάστασι ἐκστάσεως· ὀπτικὴ ἀποκάλυψι, καὶ ἀκουστικὴ συνάμα βέβαια, τοῦ θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους του. διαφέρει ἀπὸ τὰ ὄνειρα, διότι γίνεται σὲ ὥρα ἐγρηγόρσεως τοῦ δέκτου, μοιάζει μὲ τὴ θεοπτία, χωρὶς νὰ εἶναι ἀκριβῶς τέτοια, μοιάζει μὲ τὴν ἐπίσκεψι ἀγγέλων, ἀλλὰ δὲν γίνεται μέσα στὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ στὴ φυσικὴ κατάστασι τοῦ δέκτου, εἶναι τρόπος κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ δέκτης «ἁρπάζεται» ἔξω ἀπὸ τὴ φυσική του κατάστασι καὶ τὸ φυσικό του περιβάλλον, τρόπος πολὺ ἔντονος ποὺ ταράζει τὸ δέκτη ἰδιαιτέρως, μερικὲς φορὲς τόσο δυνατά, ποὺ τὸν ἀφήνει ἐπὶ ὧρες ἢ καὶ μέρες καταπονημένο, καὶ χρησιμοποιεῖται συνήθως γιὰ ἀνακοίνωσι πολὺ μεγάλων μυστικῶν, κεντρικῶν στὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, τῆς μακραίωνος δηλαδὴ ἐπιχειρήσεως τοῦ θεοῦ γιὰ τὴ διάσωσι τοῦ ἀνθρώπου.
       Στὴ Βίβλο ὑπάρχουν, ἂν μέτρησα καλά, 30 τέτοιες ἀποκαλύψεις, 21 στὴν Παλαιὰ καὶ 9 στὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια εἶναι καὶ ἐκτενέστερες, μέχρι ποὺ οἱ τελευταῖες τῆς Παλαιᾶς καὶ ἡ τελευταία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀποτελοῦν κατὰ τὴν ἔκθεσί τους ἰδιαίτερα βιβλία. τὶς καταγράφω συνοπτικῶς σὲ κατάλογο.
   1. ῎Εκστασι ᾿Αβραὰμ γιὰ τὴν πρώτη ἀνακοίνωσι τοῦ μεγάλου σχεδίου ποὺ ἀρχίζει μ᾿ αὐτόν (Γε 15,9-20).
   2. Πάλη τοῦ ᾿Ιακὼβ μὲ τὸ θεὸ γιὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ ἔθνους τοῦ ᾿Ισραὴλ ποὺ θὰ διακονήσῃ τὸ σχέδιο (Γε 32,24-30).
   3. ᾿Εμφάνισι τοῦ ὀλοθρευτοῦ ἀγγέλου στὸ Δαυῒδ στὴν ᾿Ιερουσαλήμ, γιὰ νὰ τοῦ δείξῃ ὅτι ὁ θεὸς δὲν εἶναι δέσμιος τοῦ σχεδίου του καί, ἂν θέλῃ, τὸ καταστρέφει σὲ μιὰ στιγμή (Β΄ Βα 24,16-17).
   4. Διάλογος θεοῦ καὶ διαβόλου γιὰ τὸν ᾿Ιώβ (᾿Ιβ 1,6-2,6). ἡ ἀποκάλυψι αὐτὴ διαφέρει ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἄλλες, διότι ὁ δέκτης της δὲν περιγράφει τὴν ἔκστασί του καὶ παραμένει τελείως ἀφανής· σ᾿ αὐτὴ ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ῥόλος τοῦ διαβόλου, καὶ σ᾿ αὐτὴ χαρακτηρίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ὡς διάβολος (= διαβολεύς)· διότι ἡ ἀόριστη ἀναφορὰ αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος στὴν Παραλειπομένη (Α΄ Πα 21,1) γίνεται φυσικὰ μετὰ τὴν αἰχμαλωσία, ἀφοῦ τὸ βιβλίο ἀναφέρει τὴν αἰχμαλωσία.
   5. ῞Οραμα τοῦ ᾿Αμὼς μὲ τὶς ἀκρίδες (7,1-3).
   6. ῞Οραμα τοῦ ᾿Αμὼς μὲ τὴν πυρκαϊά (7,4-6).
   7. ῞Οραμα τοῦ ᾿Αμὼς μὲ τὸ χαλύβδινο ξίφος (ἀδάμαντα) (7,7-9).
   8. ῞Οραμα τοῦ ᾿Αμὼς μὲ τὴν παγίδα τῶν πτηνῶν (ἄγγος ἰξευτοῦ) (8,1-3).
   9. ῞Οραμα τοῦ ᾿Αμὼς μὲ τὴ σφαγή (9,1-4).
καὶ οἱ πέντε αὐτὲς ἀποκαλύψεις τοῦ ᾿Αμώς, τοῦ πρώτου συγγραφέως προφήτου, ἡ κάθε ἑπόμενη ἀποκαλυπτικώτερη ἀπὸ τὴν προηγούμενη, ἀποκαλύπτουν τὴ μέγιστη ἐνδιάμεση περιπέτεια ποὺ μέλλεται στὸ λαὸ τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ μεγάλου θείου σχεδίου.
   10. ῞Οραμα τοῦ ᾿Ησαΐου μὲ τοὺς σεραφὶμ γιὰ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ θεοῦ ποὺ θὰ εἶναι ἡ ἔναρξι τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ σχεδίου (᾿Ησ 6).
   11. ῞Οραμα τοῦ ᾿Αββακοὺμ γιὰ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ Χριστιανισμοῦ μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ ἐνανθρωπήσοντος (᾿Αβ 3 ᾠδή).
   12. ῞Οραμα τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ στὸν ποταμὸ Χοβάρ (1-3,15).
   13. ῞Οραμα τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ στὸ πεδίον (3,22-27).
   14. ῞Οραμα τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ μὲ ἁρπαγή του στὴν ᾿Ιερουσαλήμ (8-11).
   15. ῞Οραμα τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ μὲ τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά (37,1-14).
   16. ᾿Αποκάλυψις τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ γιὰ τὸ Χριστιανισμό (βιβλίο) (40-48).
θέμα τῶν πέντε ἀποκαλύψεων τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ εἶναι ἡ καταστροφὴ τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ἡ αἰχμαλωσία τοῦ ᾿Ισραήλ, ἡ ἐπάνοδος κι ἀνασυγκρότησι τοῦ ᾿Ισραήλ, ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ θεοῦ.
   17. Α΄ ἀποκάλυψι Δανιὴλ - τὰ τέσσερα θηρία (Δα 7).
   18. Β΄ ἀποκάλυψι Δανιὴλ - ὁ κριὸς καὶ ὁ τράγος (Δα 8).
   19. Γ΄ ἀποκάλυψι Δανιὴλ - ὁ Γαβριήλ (Δα 9).
   20. Δ΄ ἀποκάλυψι Δανιὴλ στὸν ποταμὸ ᾿Εδεκέλ (Δα 10-12).
   21. ᾿Αποκάλυψι Ζαχαρίου (1,7-6,8).
   22. Πειρασμοὶ τοῦ Κυρίου (Μθ 4,1-11· Λκ 4,1-13· Μρ 1,12-13).
   23. ῞Οραμα τοῦ Στεφάνου κατὰ τὴν άπολογία του (Πρξ 7,55-56).
   24. ῞Οραμα τοῦ Παύλου ἔξω ἀπὸ τὴ Δαμασκό (Πρξ 9,3-7· 22,6-21· 26,13-18).
   25. ῞Οραμα τοῦ Παύλου μέσα στὴ Δαμασκό (Πρξ 9,12).
   26. ῞Οραμα τοῦ Παύλου στὴ φυλακὴ τῆς ῾Ρώμης (Β΄ Τι 4,17)
   27. ῞Οραμα τοῦ ἑκατοντάρχου Κορνηλίου (Πρξ 10,3-7·30-32).
   28. ῞Οραμα τοῦ Πέτρου στὴν ᾿Ιόππη (Πρξ 10,9-16·11,5-10).
   29. ῾Αρπαγὴ τοῦ Παύλου ἕως τρίτου οὐρανοῦ (Β΄ Κο 12,1-5).
   30. ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου.

       ῍Αν οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Δανιὴλ ἐκληφθοῦν ὡς μία, ἀπὸ τὶς παραπάνω ἀποκαλύψεις οἱ τέσσερες ἀποτελοῦν ὁλόκληρα βιβλία. μετρώντας τὴν ἔκτασι τῆς ᾿Αποκαλύψεως ᾿Ιωάννου ὡς 100, οἱ τέσσερες μαζὶ μὲ τὴ δήλωσι τῆς ἐκτάσεώς των εἶναι οἱ ἑξῆς.
   1. ᾿Ιεζεκιὴλ ἀποκάλυψις (κεφ. 40-48) 71
   2. Δανιὴλ ἀποκάλυψις (κεφ. 7-12) 45
   3. Ζαχαρίου ἀποκάλυψις (κεφ. 1-6) 17
   4. ᾿Ιωάννου ᾿Αποκάλυψις 100
τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ ἡ ἀποκάλυψις εἶναι καὶ γραμματολογικῶς ἕνα ἀκέραιο ἰδιαίτερο καὶ Β΄ βιβλίο του. γι᾿ αὐτό, νομίζω, κι ὁ ᾿Ιώσηπος γράφει ὅτι τὰ βιβλία τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ εἶναι δύο· ῾Ο προφήτης ᾿Ιεζεκίηλος... δύο βίβλους γράψας καταλέλοιπε (᾿Αρχ. 10,79). τοῦ Δανιὴλ οἱ τέσσερες διαφορετικὲς ἀποκαλύψεις ἀπαρτίζουν οὐσιαστικὰ ὁλόκληρο τὸ βιβλίο του, διότι τὸ Α΄ μέρος τοῦ βιβλίου (κεφ. 1-6) εἶναι ἄλλο βιβλίο, ἱστορικό, ἄλλου συγγραφέως μὲ τελείως διαφορετικὸ τρόπο γραφῆς. τοῦ Ζαχαρίου ἡ ἀποκάλυψις εἶναι ἐπίσης ἕνα ἰδιαίτερο Α΄ βιβλίο του, ἐνῷ Β΄ βιβλίο ἀποτελεῖ ἡ συλλογὴ τῶν προφητειῶν του μὲ χρηματισμό. καὶ ἀσφαλῶς ἡ ᾿Αποκάλυψις τοῦ ἀποστόλου ᾿Ιωάννου εἶναι τὸ μεγαλείτερο τέτοιο βιβλίο.
       Αὐτὰ γιὰ τὶς 30 ἀποκαλύψεις τῆς Βίβλου, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ τρεῖς τελευταῖες τῆς Παλαιᾶς καὶ ἡ τελευταία τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι τέσσερα ἰδιαίτερα βιβλία ᾿Αποκαλύψεις.
Συνοπτικῶς οἱ 30 ἀποκαλύψεις ἀνευρίσκονται καταγραμμένες σὲ 16 βιβλία ὅλων τῶν ἐποχῶν, 9 τῆς Παλαιᾶς κι 7 τῆς Καινῆς Διαθήκης ὡς ἀκολούθως.

καὶ μία μόνο φέρεται ὡς ἰδιαίτερο βιβλίο ταξινομούμενο στὸ βιβλικὸ Κανόνα ὡς τελευταῖο· καὶ εἶναι πράγματι χρονικῶς ἡ τελευταία ἀποκάλυψι, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ Κανόνος. ἐκεῖνο ποὺ κυρίως θέλω νὰ τονίσω εἶναι ὅτι ἀποκαλύψεις ὑπῆρξαν σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχὲς τῆς Βίβλου, ἐπὶ 21 αἰῶνες, ἤτοι 3 πρὶν ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ, 1 ἐπὶ Δαυΐδ, 10 μεταξὺ Δαυῒδ καὶ βαβυλωνίου αἰχμαλωσίας, 5 κατὰ τὴν αἰχμαλωσία, 2 μετὰ τὴν αἰχμαλωσία, 1 ἐπὶ Χριστοῦ, καὶ 8 κατὰ τὴ δρᾶσι τῶν ἀποστόλων. καὶ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ κατὰ τὸ βιβλικὸ αὐτὸ καιρὸ ἔξω ἀπὸ τὴ Βίβλο κι ἔξω ἀπὸ τὶς ἀναφορὲς τῆς Βίβλου κανένα ἀπολύτως βιβλίο ποὺ νὰ τιτλοφορῆται ἢ νὰ ἐπαγγέλλεται ἢ ν᾿ ἀξιώνῃ ὅτι εἶναι «ἀποκάλυψις».
       Οἱ πρῶτες ἀπομιμήσεις, βιβλία δηλαδὴ μιᾶς ψευδώνυμης καὶ ψευδεπίγραφης «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, γράφτηκαν μετὰ τὸ ἔτος 130 μ.Χ., δηλαδὴ 60 τοὐλάχιστο χρόνια μετὰ τὴ σύνταξι τῆς τελευταίας τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ βιβλικοῦ Κανόνος, τῆς ᾿Αποκαλύψεως ᾿Ιωάννου. ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα φυλλομάνησε μιὰ ἀπέραντη ψευδεπίγραφη ψυχασθενικὴ καὶ φθονερὰ μιμητικὴ «ἀποκαλυπτικὴ» παραφιλολογία σὲ τέσσερα τοὐλάχιστο κύματα, δυὸ ἰουδαϊκά, ἕνα γνωστικὸ-νικολαϊτικό, κι ἕνα δῆθεν «χριστιανικό».
       Μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, ποὺ εἶδαν κι ἔγραψαν τὶς ἀποκαλύψεις, ὁ ψυχασθενικὸς φθόνος τῶν θρησκολήπτων δοκιμάστηκε πολὺ ἄγρια. γι᾿ αὐτὸ κι ἀπὸ τὸν Β΄ ἤδη αἰῶνα ὁ παραμεσόγειος κόσμος γέμισε μὲ ἀπόκρυφες ἀποκαλύψεις, προϊόντα ἀπαρηγόρητου μιμητικοῦ φθόνου ψυχοπαθῶν, ποὺ δὲν ἄντεχαν νὰ μὴ δοῦν καὶ γράψουν κι αὐτοὶ ἀποκαλύψεις. οἱ πάσχοντες ἀπὸ τὴν ἀρρώστια αὐτὴ ἀσφαλῶς τὰ φθόνησαν καὶ τὰ μιμήθηκαν ὅλα· καὶ τὶς Προφητεῖες καὶ τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὰ Εὐαγγέλια καὶ τὶς Πράξεις καὶ τὶς ᾿Επιστολές· ἀλλὰ κυρίως φθόνησαν καὶ μιμήθηκαν τὶς ᾿Αποκαλύψεις· ἐπειδὴ ἡ θεία ἔμπνευσι καὶ τὸ μεγαλεῖο της φαίνεται σ᾿ αὐτὲς πιὸ θεαματικά. καὶ σήμερα εἶναι εὐνόητο ὅτι ἕνας μανιακὸς προτιμάει νὰ μιμηθῇ τὸ Ναπολέοντα ἢ κάποιον ἄλλον αὐτοκράτορα παρὰ τὸν Ἀριστοτέλη ἢ τὸν Παστέρ. γι᾿ αὐτὸ ἡ μεγαλείτερη μερίδα ἀποκρύφων εἶναι «᾿Αποκαλύψεις». ἕνας πρόσθετος λόγος γιὰ τὴν προτίμησι αὐτὴ εἶναι ὅτι σὲ πολλὲς περιπτώσεις στὴν προσωπικὴ νόσο τοῦ ψυχασθενικοῦ φθόνου προστέθηκε καὶ ἡ νόσος τοῦ ἐθνικοῦ φθόνου τοῦ πληγωμένου μάλιστα τότε ἰουδαϊκοῦ ἐθνικισμοῦ καὶ ἀλυτρωτισμοῦ. κι ἐπειδὴ πρὸ τοῦ 324 τὸ φίλτρο τῶν ἀγρίων διωγμῶν δὲν ἄφηνε στὶς τάξεις τῶν Χριστιανῶν τέτοια ἄρρωστα ἄτομα, τὰ πρῶτα ἀπόκρυφα ἦταν ἰουδαϊκὰ καὶ γνωστικά.
       Κατὰ τὸ χρόνο τῆς ἰδεολογικῆς καὶ στρατιωτικῆς στὴν ᾿Ιάμνεια προπαρασκευῆς τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως κατὰ τῶν ῾Ρωμαίων ἀπὸ τὸν ᾿Ακιβὰ καὶ τὸν Βαρχωχεβὰ (130-132 μ.Χ.) ὁ ᾿Ακιβὰ καὶ οἱ μαθηταί του σὰν τὸν ᾿Ακύλα, τὸ μεταφραστὴ τῶν «Δευτέρων ῾Εβδομήκοντα», ἔγραψαν πολλὰ ἰουδαϊκὰ κείμενα φθονερῶς μιμητικὰ πρὸς τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. αὐτῶν τῶν ἰουδαϊκῶν κειμένων λείψανα ἀνευρίσκονται σήμερα ἀνάμεσα στ᾿ ἀνασκαφικὰ εὑρήματα τοῦ Χηνοβοσκίου τῆς Αἰγύπτου, τῆς Δαμασκοῦ τῆς Συρίας, τοῦ Κουμρὰν τῆς Παλαιστίνης, καὶ ἄλλων τέτοιων τόπων, σὲ χώρους ποὺ ἦταν ἢ «γενιζά», δηλαδὴ «κρῦπτες» ἰουδαϊκὲς ἀποτεθειμένων καὶ ἀποκρύφων βιβλίων, ἢ ἄλλοι ἔσχατα καταφύγια ὑπολειμμάτων τῶν ἡττημένων καὶ συντριμμένων ἐπαναστατῶν, ποὺ κουβαλοῦσαν μέχρι τέλους μαζί τους καὶ τὶς βιβλιοθῆκες των μὲ τὰ «ἱερὰ» βιβλία τους, ὅπως οἱ Πόντιοι ἔφεραν ἀπὸ τὴ Μικρὰ ᾿Ασία τὰ εἰκονίσματά τους. αὐτὰ τὰ δίκην Εὐαγγελίων «νομοθετικὰ» καὶ δίκην ᾿Επιστολῶν «διδακτικὰ» καὶ δίκην Προφητειῶν κι ᾿Αποκαλύψεων «ἀποκαλυπτικὰ» βιβλία τοῦ πιὸ πληγωμένου καὶ πυρετικοῦ ἰουδαϊκοῦ καὶ ῥαββινικοῦ φθόνου εἶναι γραμμένα ἄλλα στὴν ἀραμαΐζουσα ἑβραϊκὴ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἄλλα στὴν ἑλληνική.
       Τὸ συνέδριο τῆς ᾿Ιαμνείας, τὸ ὁποῖο δρομολόγησε ὅλες τὶς ψευδεπίγραφες «᾿Αποκαλύψεις», εἶναι τὸ δεύτερο καὶ τελευταῖο μεταιχμαλωσιακὸ ἰουδαϊκὸ συνέδριο. πρῶτο ὑπῆρξε τὸ συνέδριο τῆς ᾿Ιερουσαλήμ, ποὺ διήρκεσε ἀπὸ τὴν ἐπάνοδο μέχρι τὴν πρώτη ἅλωσι τῆς ᾿Ιερουσαλήμ (559 π.Χ. - 70 μ.Χ.), εἶχε 72 μέλη μονολεκτικῶς ὀνομαζόμενα καὶ ῾Εβδομήκοντα καὶ κύρια καὶ γνωστὰ ἔργα του ὑπῆρξαν ἡ ἐκπόνησι τῆς φερωνύμου ἀρχαίας ἑλληνικῆς μεταφράσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δηλαδὴ τῶν ῾Εβδομήκοντα (Ο΄), ποὺ λέγεται ἔτσι, ἐπειδὴ ἔγινε μὲ τὴ μέριμνα καὶ ἔγκρισι αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου, καὶ ὄχι γιὰ ὅσα μυθολόγησε πολὺ ὕστερα ὁ Ψευδαριστέας, κι ἔπειτα ἡ θανάτωσι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Στεφάνου, οἱ τρεῖς ἀπόπειρες δολοφονίας τοῦ Παύλου καὶ ἡ μακροχρόνια φυλάκισί του σὲ ᾿Ιερουσαλὴμ Καισάρεια καὶ ῾Ρώμη, καὶ ἡ κήρυξι τῆς πρώτης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως (66-70 μ.Χ.). καὶ δεύτερο ὑπῆρξε τὸ συνέδριο τῆς ᾿Ιαμνείας, ποὺ ἥδρευε στὴν ᾿Ιάμνεια (πόλι κοντὰ στὴν ᾿Ιόππη), ἐπειδὴ ἡ ᾿Ιερουσαλὴμ ἦταν κατεστραμμένη καὶ ἀπαγορευμένη, εἶχε πιθανῶς κι αὐτὸ 72 μέλη, λέγεται στὴν Ταλμούδ «μέγα συνέδριον» ἢ «πατέρες τοῦ μεγάλου συνεδρίου» ἢ «ῥαββῖνοι τοῦ μεγάλου συνεδρίου», κάλυψε τὸ χρόνο τὸν μεταξὺ τῶν δυὸ ἰουδαϊκῶν ἐπαναστάσεων (70-135), καὶ κύρια ἔργα του ὑπῆρξαν ἡ σύνταξι τῆς Δευτερώσεως (Μασενὰ ἢ Μισνὰ) ἀπὸ τὸν κυριώτερο ῥαββῖνο του ᾿Ακιβὰ στὴν ἑβραϊκή, ἡ ἐκπόνησι τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τῆς λεγομένης «Δεύτεροι ῾Εβδομήκοντα» ἢ «τοῦ ᾿Ακύλα», μαθητοῦ τοῦ ᾿Ακιβά, ἡ διαβολὴ τῶν Χριστιανῶν στὸ ῾Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Δομιτιανὸ κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τοῦ συνεδρίου (70-100), καὶ ἡ κήρυξι τῆς δευτέρας ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως (132-135). μέσα στὴ Μισνὰ περιλαμβάνεται καὶ τὸ βιβλίο «Συνέδριον» (Σανεδρίν), ποὺ λέγεται ἔτσι, ἐπειδὴ ἀναφέρεται στοὺς «πατέρες» (ἀββὼθ) αὐτοῦ τοῦ συνεδρίου τῆς ᾿Ιαμνείας. (τὸ ὅτι οἱ νεώτεροι συγγραφεῖς, ξένοι καὶ δικοί μας, τὸ συνέδριο αὐτὸ τὸ λὲν ὅλοι «σύνοδο τῆς ᾿Ιαμνείας» καὶ νομίζουν ὅτι ἦταν μιὰ σύνοδος - σύσκεψι, σὰν τὶς χριστιανικὲς οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς συνόδους νὰ ποῦμε, ποὺ πραγματοποιήθηκε σὲ κάποια συγκεκριμένη χρονιά, ὀφείλεται στὴν ἐλλιπῆ ἐπιστημονική τους κατάρτισι καὶ στὴν ἀκρισία τους· τὸ συνέδριον (Πρξ 6,15· 23,1) τὸ μετέφρασαν πρῶτα ὅπως κι ὁ ῾Ιερώνυμος concilium, ἔπειτα council ὅπως ἡ ἰακωβιανὴ ἀγγλικὴ μετάφρασι, κι ἔπειτα οἱ ξένοι τὸ ἐννόησαν καὶ οἱ δικοί μας τὸ ἐπαναμετέφρασαν ὡς σύνοδον· καὶ τώρα ψάχνουν τὴ χρονολογία της κάπου ἐκεῖ γύρω στὸ 100· νὰ δοῦμε πότε θὰ τὴ βροῦν.)
       Κατὰ τὴ δεύτερη καὶ δραστηριώτερη περίοδο τοῦ συνεδρίου κυριαρχοῦσαν τὰ δυὸ προειρημένα πρόσωπα, ποὺ πιστεύθηκαν καὶ ὡς «οἱ δύο μεσσίαι»· ὁ ἱερατικὸς «μεσσίας» ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευῒ ῥαββῖνος Συμεὼν βὲν ᾿Ακιβὰ (᾿Επιφάνιος, Πανάρ. 42,11,15,26e), ὁ λεγόμενος καὶ «δεύτερος Μωϋσῆς», καὶ ὁ βασιλικὸς «μεσσίας» ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ ᾿Ιούδα καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαυΐδ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἐπαναστατῶν Βαρχωχεβά (᾿Ιουστῖνος, ᾿Απολ. Α΄ 31,6· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 4,8,6. Εὐσέβιος, ᾿Εκ. ἱστ. 4,6,2), μεγάλοι ἐχθροὶ καὶ διαβολεῖς καὶ διῶκτες τῶν Χριστιανῶν καὶ οἱ δύο, διακατεχόμενοι δὲ κι ἀπὸ φλογερὸ καὶ διακαῆ μιμητικὸ φθόνο πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς τὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατέκλεβαν κάθε ζηλευτὴ ἔκφρασι καὶ διατύπωσι, ὅπως ἔκαναν ἀργότερα καὶ οἱ εἰδωλολάτρες φιλόσοφοι ᾿Επίκτητος καὶ ᾿Αμέλιος. ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἐπωνύμους τοῦ συνεδρίου τῆς ᾿Ιαμνείας, ᾿Ακιβὰ Βαρχωχεβὰ καὶ ᾿Ακύλα, ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι, ἄγνωστοι σήμερα κι ἀνώνυμοι, συγγραφεῖς φθονερὰ μιμητικῶν πλαστογραφημάτων γραμμένων τόσο στὴν ἑβραϊκὴ ὅσο καὶ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐκείνων τῶν ὁποίων λείψανα ἀνευρέθηκαν στὰ σπήλαια τοῦ Κουμράν, καὶ πιὸ μπροστὰ στὶς ἰουδαϊκὲς «κρῦπτες» τοῦ Χηνοβοσκίου καὶ τῆς Δαμασκοῦ. τὰ περισσότερα καὶ κυριώτερα ἀπὸ τὰ φθονερὰ αὐτὰ μιμητικὰ πλαστογραφήματα εἶναι «᾿Αποκαλύψεις».
       Οἱ ἰουδαϊκὲς αὐτὲς «᾿Αποκαλύψεις» διακρίνονται σὲ δυὸ κατηγορίες, θριαμβολογικὲς καὶ θρηνητικές. οἱ θριαμβολογικὲς εἶναι οἱ μόνες ποὺ ἀνευρίσκονται στὶς «κρῦπτες» τοῦ Κουμρὰν καὶ τῶν ἄλλων δύο προειρημένων τόπων, εἶναι γραμμένες ἑβραϊστὶ κι ἑλληνιστί, καὶ κύρια νοήματά τους εἶναι ὅτι «Ἕνας κόσμος καινούργιος καὶ φωτεινὸς ξεπροβάλλει», ὅτι «ἔρχεται ὁ μεσσίας ὅσον οὔπω», καὶ ὅτι «μεγάλες ἀπολαυὲς καὶ δόξες περιμένουν τοὺς υἱοὺς τοῦ φωτὸς (τοὺς ᾿Ιουδαίους ὀπαδοὺς τοῦ ᾿Ακιβὰ καὶ τοῦ Βαρχωχεβά), ἐνῷ ταπείνωσι καταισχύνη συντριβὴ κι ἀφανισμὸς περιμένει τοὺς υἱοὺς τῆς ἀποστασίας καὶ τῆς βλασφημίας (τοὺς Χριστιανούς)». οἱ θρηνητικὲς «᾿Αποκαλύψεις», οἱ ὁποῖες οὐδέποτε ἀνευρίσκονται στὶς προειρημένες «κρῦπτες», εἶναι γραμμένες ἀρχικὰ ὅλες στὴν ἑλληνική (ἂν καὶ διασῴζονται κυρίως σὲ νεώτερες λατινικὲς ἀσιατικὲς κι ἀφρικανικὲς μεταφράσεις), καὶ ἔχουν ὡς κύρια νοήματά τους ὅτι «Φεῦ ἡ Πόλις ἑάλω», γιὰ νὰ τ᾿ ἀποδώσω μὲ παράλληλες φράσεις τῶν χρονογράφων τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅτι «ὁ μεσσίας καὶ ἡ χρυσῆ ἐποχή του ἔρχονται μετὰ πολλοὺς χρόνους καὶ καιρούς», ὅτι «πάλι μὲ χρόνια μὲ καιροὺς ἡ παγκόσμια ἐξουσία θὰ εἶναι δική μας», καὶ ὅτι «μέχρι τότε οἱ δοῦλοι τοῦ θεοῦ πρέπει νὰ ὑπομείνουν πολλὰ καὶ νὰ ἐπιβιώσουν». εἶναι φανερὸ ὅτι οἱ δεύτεροι αὐτοὶ ψευδοπροφῆτες τῶν Ψευδαποκαλύψεων εἶναι τὰ ὑπολείμματα καὶ οἱ ἐπίγονοι τῶν συντριμμένων καὶ ὡς δούλων πουλημένων ἢ καὶ ἀπελευθέρων κατασπάρτων ᾿Ιουδαίων τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ Β΄ μ.Χ. αἰῶνος. ἔτσι ἔχουμε δύο κύματα ἰουδαϊκῶν Ψευδαποκαλύψεων, ἕνα θριαμβολογικὸ χρονολογούμενο κατὰ τὶς παραμονὲς καὶ τὰ ἔτη τῆς ἐπαναστάσεως (130-135 μ.Χ.), κι ἕνα θρηνητικὸ χρονολογούμενο μετὰ 30-50 ἔτη, ἤτοι κατὰ τὰ ἔτη 165-180. στὸ πρῶτο κῦμα ἀνήκουν ἡ «᾿Αποκάλυψις ᾿Ενώχ», ἡ «᾿Ανάληψις Μωϋσέως», καὶ οἱ «Σιβυλλικοὶ χρησμοί», στὸ δεύτερο ἀνήκουν ἡ «᾿Αποκάλυψις ῎Εσδρα» καὶ ἡ «᾿Αποκάλυψις Βαρούχ».

       ῾Η «᾿Αποκάλυψις ᾿Ενὼχ» εἶναι ἡ κυριώτερη σῳζόμενη «ἀποκάλυψι» τοῦ πρώτου κύματος τέτοιων (Flemming I. – Radermacher L., Das Buch Henoch, GCS 1901· γερμανιστὶ ἐκ τοῦ αἰθιοπικοῦ ὅλο · ἑλληνιστὶ τὰ κεφ. 1-32· 89. Swete H. B., The Old Testament in Greek (=LXX), vol. 3, p. 789-809, ᾿Ενὼχ ἑλληνιστί, 1894. Bonner C., The Last Chapters of Enoch in Greek, 1968 (ἑλληνικὸς πάπυρος). Γεώργιος Σύγκελλος, Χρον., CSHB, σ. 20-23· 42-47 (κεφ. 6-10· 15-17· ἑλληνιστί). τὴ μαρτυροῦν ὁ Ψευδοβαρνάβας δύο φορές, ὁ ᾿Ιουστῖνος, ὁ Εἰρηναῖος χωρὶς νὰ τὴν κατονομάζῃ, ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεὺς κατ᾿ ἐπανάληψι, ὁ Τερτυλλιανὸς πολλὲς φορές, ὁ ᾿Ωριγένης πολλὲς φορές, ὁ Λακτάντιος, ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, αἱ «Διαθῆκαι τῶν δώδεκα πατριαρχῶν», τὰ Ψευδοκλημέντια, καὶ πολλοὶ ἄλλοι μεταγενέστεροι (Ψευδοβαρνάβας 4,3· 16,5. ᾿Ιουστῖνος, ᾿Απολ. Α΄ 2,5,3. Εἰρηναῖος, ῎Ελ. 2,28,7· 4,16,2· 4,36,4. Κλήμης ᾿Αλ., ᾿Εκλ. προφ. 2,1· 53,4· PG 9,700b· 724a. Tertullianus, Virg. vel., 7 · Cult. fem. 1,3 · 2,10 · Idol. 4,15. ᾿Ωριγένης, Κέλσ. 5,52· 55· ᾿Αρχ. 4,4,8· Εἰς ᾿Αριθμ. 28,2· Εἰς ᾿Ιωάνν. 6,5. Lactantius, Div. inst. 2,15-17. Εὐσέβιος, ᾿Εκ. ἱστ. 7,32, 19. Διαθῆκαι ΙΒ΄ πατρ., Συμ., 5· Λευΐ, 14· 16· ᾿Ιούδ., 18· Δάν, 5· Nεφθ., 4· Βεν., 9. Ψευδοκλημέντια 8,13-14). ἡ συχνὴ ἀναφορὰ τοῦ ἀποκρύφου αὐτοῦ ἀπὸ Χριστιανοὺς ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ ᾿Ιουδαῖος συντάκτης του ἔχει κλέψει πάρα πολλὰ ἀπὸ τὴν ᾿Αποκάλυψι, τὴν ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Ιούδα ἀπὸ τὴν ὁποία πῆρε αὐτολεξεὶ καὶ τὸ ᾿Ιδ 14-15, κι ἀπὸ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, μὲ τρόπο ποὺ νὰ δημιουργῇ τὴν ἐντύπωσι ὅτι συνέβη τὸ ἀντίστροφο. ἔχω ἀποδείξει παλιότερα τὴν ἀπάτη του σχετικὰ μὲ τὴν ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Ιούδα. πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, ποὺ μνημονεύουν τὸ ἀπόκρυφο, καὶ πολλὰ χειρόγραφα τῆς Καινῆς Διαθήκης (049 1 33 42 101 181 325 κλπ.), ποὺ ἔχουν στὸ περιθώριό τους, ἰδίως δίπλα στὸ ᾿Ιδ 14-15, σχετικὰ σημειώματα ἀναγνωστῶν, κάνουν λόγο γιὰ δῆθεν λῆψι τοῦ ᾿Ιούδα ἀπ᾿ αὐτό· καὶ ἀρκετοὶ τὸ θεωροῦν θεόπνευστο. πρόκειται γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς σοβαρώτερες κι ἐπικρατέστερες πλάνες τῶν ἀρχαίων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων.
       ῾Η «᾿Αποκάλυψις ᾿Ενὼχ» γράφτηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 130-135 μ.Χ. στὴν ᾿Αλεξάνδρεια ἢ τὴ λοιπὴ Αἴγυπτο, διότι κάπου τοῦ συντάκτου τοῦ ξεφεύγει ὅτι, πετώντας στὸν ἀέρα πρὸς ἀνατολάς, πέρασε πάνω ἀπὸ τὴν ᾿Ερυθρὰ Θάλασσα (32,2). σῴζεται σὲ δυὸ παραλλαγές, μιὰ ἀρχαιότερη σὲ γλῶσσα αἰθιοπικὴ καὶ μιὰ νεώτερη σὲ γλῶσσα ἑλληνική. καὶ οἱ δυὸ εἶναι ἐπιτομὲς τοῦ ἀρχικοῦ ποὺ χάθηκε. στὰ σπήλαια τοῦ Κουμρὰν 1Q 2Q 3Q ἀνευρέθηκαν πολλὰ ἀποσπάσματα τῆς ἀρχικῆς μορφῆς σὲ ἀραμαΐζουσα ἑβραϊκή, τὰ ὁποῖα ἀντιστοιχοῦν σὲ ὅλα τὰ μέρη τοῦ αἰθιοπικοῦ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ κεφάλαια 37-71, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ ἕνα τρίτο τοῦ ἀποκρύφου, γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μέρος αὐτὸ τὸ θεωροῦν μεταγενέστερη προσθήκη· σφαλερὰ ὅμως. τ᾿ ἀποσπάσματα ὅλα δείχνουν κείμενο ἐκτενέστερο τοῦ σῳζομένου.
       ῾Ο συντάκτης φαίνεται πεπτωκὼς ἐξ ᾿Ιουδαίων Χριστιανὸς ποὺ παλινδρόμησε στὸν ἰουδαϊσμό. τέτοιοι ἦταν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ ᾿Ακιβὰ καὶ τοῦ Βαρχωχεβά, ὅπως κι ὁ ᾿Ακύλας κι ἀργότερα ὁ Σύμμαχος, πιθανώτατα δὲ καὶ οἱ δυὸ συναρχηγοὶ ᾿Ακιβὰ καὶ Βαρχωχεβά· φαίνεται δὲ καὶ γνωστικίζων κι ἑλληνιστής, ὅπως ἦταν πάλι πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτούς. ἡ ἀρχικὴ γλῶσσα τοῦ ἀποκρύφου πρέπει νὰ ἦταν ἡ ἑλληνική, ἡ δὲ ἀραμαΐζουσα γλῶσσα τῶν ἀποσπασμάτων τῆς ἀρχικῆς μορφῆς, ποὺ βρέθηκαν στὰ σπήλαια τοῦ Κουμράν, εἶναι προφανῶς γλῶσσα μιᾶς ἑβραϊκῆς μεταφράσεως τοῦ ἀρχικοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου. ὁ σκοπὸς τοῦ ἀποκρυφογράφου εἶναι ἔντονα ἐθνικιστικὸς κι ἀντιχριστιανικός. μέσα στὸ βιβλίο διακρίνονται τέσσερα στοιχεῖα· α) πτῶσι τῶν πονηρῶν ἀγγέλων, β) φυσιολογία, γ) ἰουδαϊκὸς ἐθνικισμὸς κι ἐκδικητικὸ ἀντιχριστιανικὸ κι ἀντιρρωμαϊκὸ μένος, καὶ δ) προφητεῖες τοῦ «᾿Ενώχ».
       ῾Η δοξασία τοῦ ἀποκρύφου γιὰ τὴν πτῶσι τῶν πονηρῶν ἀγγέλων ἀπέρρευσε ἀπὸ ἕνα νόθο χωρίο στὴ Γένεσι (6,2), ὅπου ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νοθεία ὑπάρχει καὶ ἡ παρανάγνωσι ἢ ἴσως παλιὸ ἑρμήνευμα ἄγγελοι τοῦ θεοῦ ἀντὶ υἱοὶ τοῦ θεοῦ, μιὰ παραλλαγὴ γνωστὴ ἤδη καὶ στοὺς ἑλληνογλώσσους ᾿Ιουδαίους Φίλωνα ᾿Αλεξανδρέα καὶ ᾿Ιώσηπο (Φίλων, Γιγαντ., 6· ῎Ατρεπτ. θεῖον, 1. ᾿Ιώσηπος, ᾿Αρχ. 1,73). ὁ μῦθος ὁ ὀφειλόμενος στὴ νοθεία καὶ στὴν παρανάγνωσι, ὅτι ἄγγελοι τοῦ θεοῦ λιμπίστηκαν γυναῖκες, κι ἀφοῦ τὶς γονιμοποίησαν, γέννησαν ἀπ᾿ αὐτὲς τοὺς γίγαντες, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐξέπεσαν καὶ ὑπάρχουν τώρα ὡς πονηροὶ ἄγγελοι, μὲ ἀπογόνους των τοὺς κακοήθεις ποὺ πνίχτηκαν στὸν κατακλυσμό, προϋπῆρξε καὶ τοῦ ἀποκρύφου καὶ τοῦ Φίλωνος (20 π.Χ.-50 μ.Χ.).
       ῾Η φυσιολογία τοῦ ἀποκρύφου ἀναλαμβάνει ν᾿ ἀπαντήσῃ σ᾿ ἐρωτήματα ἀστρονομικά, μετεωρολογικά, γεωλογικά· γιατί ὁ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει πάντα ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο, ποῦ πηγαίνει ὅταν δύῃ, γιατί οἱ ἀστέρες κάνουν αὐτό, γιατί ἡ σελήνη κάνει ἐκεῖνο, γιατί ὑπάρχει χρονικὴ ἀπόστασι μεταξὺ ἀστραπῆς καὶ βροντῆς, ἀπὸ ποῦ τὰ νερὰ τῆς βροχῆς, ἀπὸ ποῦ οἱ ἄνεμοι, ἀπὸ ποῦ τὰ θερμὰ μεταλλικὰ νερά, ἀπὸ ποῦ τὰ ἡφαίστεια, ἀπὸ ποῦ τὰ μέταλλα καὶ οἱ πολύτιμοι λίθοι; οἱ ἀπαντήσεις εἶναι πάντα θρησκευτικές. οἱ ἐφευρέσεις κι ἀνακαλύψεις τῶν ἀνθρώπων θεωροῦνται ἅλματα ἀποστασίας των ἀπὸ τὸ θεό. ἕνα πέλαγος μικρονοίας καὶ δεισιδαιμονίας τρομακτικό.
       Τὸ ἰουδαϊκὸ ἐθνικιστικὸ καὶ φιλέκδικο στοιχεῖο τοῦ ἀποκρύφου εἶναι τὸ ἐπικρατέστερο ἀπ᾿ ὅλα. ὁ συντάκτης τῆς «᾿Αποκαλύψεως ᾿Ενὼχ» τρίζει τὰ δόντια ἐναντίον τῶν ἐθνῶν καὶ μάλιστα τῶν ῾Ρωμαίων γιὰ τὶς ταπεινώσεις ποὺ ὑπέστησαν ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ ᾿Ιουδαῖοι, κι ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν γιὰ τὴν ἀποστασία τους ἀπὸ τὸ μωσαϊκὸ νόμο. ἀκονίζει τὸ μαχαίρι του καὶ ἀπειλεῖ ὅτι νά σὲ λίγο ἔρχεται ὁ ᾿Εκλεκτὸς τοῦ θεοῦ ἢ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (οἱ τίτλοι εἶναι κλεμμένοι ἀπὸ τὸ Δανιὴλ καὶ τὰ τρία πρῶτα Εὐαγγέλια) καὶ θὰ βάλῃ ὅλα τὰ ἔθνη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν ᾿Ιουδαίων· καὶ τότε οἱ ᾿Ιουδαῖοι δὲν θὰ δείξουν κανέναν οἶκτο στοὺς ἀναξίους γιὰ κάθε οἶκτο.
       Τὸ τέταρτο στοιχεῖο, οἱ προφητεῖες τοῦ «᾿Ενώχ», εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀνταποκρίνεται καὶ στὸν τίτλο αὐτῆς τῆς φθονερὰ μιμητικῆς «᾿Αποκαλύψεως ᾿Ενώχ». σ᾿ ἕνα πελώριο vaticinium ex eventu ὁλόκληρη ἡ παγκόσμια ἱστορία τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ παρόντος ἐκτίθεται ὡς προφητεία γιὰ τὸ μέλλον, ἀφοῦ «λέγεται ἀπὸ τὸν ᾿Ενώχ», τὸν ἀρχαιότερο τοῦ κατακλυσμοῦ. ὁ «᾿Ενὼχ» ἁρπάζεται στοὺς οὐρανούς, ὅπως ὁ ᾿Ιεζεκιὴλ κι ὁ Παῦλος κι ὁ εὐαγγελιστὴς ᾿Ιωάννης – τί κάνει ὁ φθόνος ! – , τοὺς περιηγεῖται μὲ ξεναγὸ ἕναν ἄγγελο, ὅπως ὁ ᾿Ιεζεκιὴλ ὁ Δανιὴλ κι ὁ ᾿Ιωάννης, βλέπει τὴ γῆ ἀπὸ ψηλά, ἐπισκέπτεται τὸν κρυψῶνα τῶν ἀστέρων (περίπου τὸ πάρκινγκ τους), καὶ τὶς πηγὲς τῶν ἀνέμων, ἐκστασιάζεται, ὁραματίζεται, ἐνυπνιάζεται, ἀφηγεῖται τὰ ὁράματά του, προφητεύει. ἀλλ᾿ ἐνῷ στὴν ἀρχὴ κάθε ἑνότητος ἀρχίζει νὰ μιλάῃ ὁ ᾿Ενώχ, στὴ συνέχεια ὁ ἀναγνώστης ἀντιλαμβάνεται ὅτι μιλάει ὁ Νῶε. προφανῶς ὁ πλαστογράφος τῆς «᾿Αποκαλύψεως ᾿Ενὼχ» κατάπιε ἄλλη ἀπόκρυφη κασσέττα μὲ προϋπάρχον μυθικὸ ὑλικὸ γιὰ τὸ Νῶε, καὶ δὲν κατώρθωσε νὰ τὴν ἀφομοιώσῃ.
       Τὸ τυπικὸ διάγραμμα τοῦ ἀποκρύφου δείχνει ὅτι τὸ πλαστογράφημα αὐτὸ ἐμφανίζεται ὡς «Πεντάτευχος» καὶ μάλιστα «πιὸ πνευματικὴ» ἀπὸ κείνη τοῦ Μωϋσέως.
       Τὸ πρῶτο βιβλίο (κεφ. 1-36) εἶναι ἡ Γένεσίς του· ἀποκαλύψεις γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ἄυλης κι ἀσώματης δημιουργίας καὶ γιὰ τὴν πτῶσι τῶν πονηρῶν ἀγγέλων, πράγματα ποὺ «λείπουν» ἀπὸ τὴ Γένεσι τοῦ Μωϋσέως.
       Τὸ δεύτερο καὶ ἐκτενέστερο βιβλίο (κεφ. 37-71), τοῦ ὁποίου δὲν βρέθηκαν ἀποσπάσματα στὶς κρῦπτες τοῦ Κουμράν, εἶναι ἡ ῎Εξοδός του. τὴ θέσι τῶν Αἰγυπτίων, ποὺ καταδυναστεύουν τὸν ᾿Ισραήλ, τὴν ἔχουν σ᾿ αὐτὴ οἱ ῾Ρωμαῖοι. οἱ ᾿Ιουδαῖοι θ᾿ ἀπελευθερωθοῦν σὲ λίγο ἀπὸ τὸ ζυγὸ τῶν καταραμένων ῾Ρωμαίων, θὰ ποδοπατήσουν τοὺς ῾Ρωμαίους, θὰ βασιλεύσουν στοὺς αἰῶνες, θὰ ἔχουν ἀρχηγὸ καὶ βασιλέα τὸν ᾿Εκλεκτὸν ἢ Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θὰ εἶναι στρατηγὸς ὅπως ὁ Δαυΐδ. κατὰ τὴ δική μου γνώμη τὸ μέρος αὐτὸ λείπει ἀπὸ τ᾿ ἀποσπάσματα τῶν σπηλαίων, ἐπειδὴ γιὰ κάποιο λόγο ὁ σχετικὸς κύλινδρος ἔλειπε ἢ ἀφαιρέθηκε ἢ φυγαδεύτηκε ἀπὸ τὰ σπήλαια, κι ὄχι ἐπειδὴ εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη.

       Τὸ Λευϊτικό του (κεφ. 72-82), ἀντὶ γιὰ θυσίες ἀτέλειωτες, περιέχει σχοινοτενεῖς ἀνιαρὲς κι ἀνόητες περιγραφὲς καὶ ἐξηγήσεις γιὰ τὶς κινήσεις τῶν ἀστέρων. γενικῶς δίνεται τὸ θριαμβολογικὸ νόημα ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι μετὰ τὴ συντριβὴ τῶν ῾Ρωμαίων θὰ ὑψωθοῦν μέχρι τὰ ἄστρα.
       Οἱ ᾿Αριθμοί του (κεφ. 83-90) εἶναι ἀπαρίθμησι κι ἀπογραφὴ ὅλων τῶν τετραπόδων καὶ πτηνῶν, ὅσα ξέρει φυσικὰ ὁ πλαστογράφος.
       Τὸ Δευτερονόμιόν του (κεφ. 91-108) περιέχει κι αὐτὸ λόγους καὶ ὑποθῆκες, ὅπως τὸ μωσαϊκό, λόγους προφητικοὺς τοῦ «᾿Ενὼχ» γιὰ τὰ μέλλοντα γεγονότα.
       ῞Οτι δὲ ἡ «᾿Αποκάλυψις ᾿Ενὼχ» εἶναι τῶν χρόνων τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως (132-135 μ.Χ.) τὸ τεκμηριώνω ἀπὸ τὰ ἑξῆς.
   1. ῾Ο πλαστογράφος ἀντλεῖ πλῆθος λέξεων, φράσεων, καὶ νοημάτων ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, τὶς ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου, τὶς ᾿Επιστολὲς τῶν ἄλλων ἀποστόλων, καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρανοεῖ μὲ τρόπο κωμικό, σὰν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔτρωγε τυρὶ τὸ σάββατο, ἐπειδὴ στὰ Εὐαγγέλια διάβαζε τὴ φράσι Οὐ τηρεῖ τὸ σάββατον, ἢ σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔλεγε ὅτι τὴν ἡμέρα τῶν Φώτων συμπίπτει πάντα καὶ ἡ μνήμη τοῦ «ἁγίου Γαργεννήτορος». ἂν οἱ συντάκτες τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀντλοῦσαν ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ γελοῖο ἀπόκρυφο, θὰ ἔπρεπε ὅλοι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῶν ἡμερῶν τους νὰ τὸ εἶχαν ὡς τὴν κύρια Βίβλο τους καὶ Σύμβολο Πίστεως ! εἶναι γελοῖο καὶ νὰ τὸ σκεφτῇ κανείς.
   2. ῾Ο ψευδοπροφήτης τῆς «᾿Αποκαλύψεως ᾿Ενὼχ» μερικὲς φορὲς παραθέτει ἢ ἔχει ὑπ᾿ ὄψι του σφαλερὲς γραφὲς ἢ παραναγνώσεις τῆς Βίβλου, ὅπως τοῦ Γε 6,2 καὶ ᾿Ιδ, 14-15 καὶ ᾿Ιδ, 22-23, κωμικὲς πάλι, σὰν ἐκεῖνον ποὺ τὸ «᾿Ανέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες», τὸ ἔλεγε «᾿Ανέστη Χριστὸς καὶ πεντακόσιοι δαίμονες».
   3. Χρησιμοποιεῖ γιὰ τοὺς ἀγγέλους τὴν ἀπὸ τὸ Δανιὴλ γνωστὴ ὀνομασία τους εἲρ (= ἀκοίμητοι) (Δα 4,10) μεταφρασμένη ὡς ἐγρήγοροι, ποὺ εἶναι μετάφρασι τοῦ ᾿Ακύλα (120-130 μ.Χ.) καὶ ἀργότερα τοῦ Συμμάχου (230).
       ῾Υπάρχουν κι ἄλλα πολλὰ καὶ ἰσχυρὰ τεκμήρια, ποὺ χρονολογοῦν τὴν «᾿Αποκάλυψιν ᾿Ενὼχ» στὰ χρόνια 130-135 μ.Χ..

       ῾Η φθονερὴ ἀπομίμησι τῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ μάλιστα τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἡ ἀντιχριστιανικὴ κακία τοῦ συντάκτου, ἡ ἀρρωστημένη καὶ κωμικὴ μανία του νὰ παριστάνῃ τὸν προφήτη μὲ ξεναγὸ ἄγγελο ποὺ τοῦ δείχνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ μέλλοντα, καθιστοῦν τὸ πλαστογράφημα «᾿Αποκάλυψις ᾿Ενὼχ» κυριολεκτικὰ ἕνα διανοητικὸ καὶ ψυχικὸ κατακάθι.

       ῾Η «᾿Ανάληψις Μωϋσέως» περισῴζεται μόνο σὲ ἀποσπάσματα (Ceriani A.M., Monumenta sacra et profana, 1865 1,1,55-64: Fragmenta Assumptionis Mosis (132-135). Fritzsche O. F., Libri apocryphi Veteris Testamenti, 1871, p. 700-730: Assumptio Mosis). τὸ ἀπόκρυφο εἶναι «ἀποκάλυψι». τὸ μαρτυροῦν κατ᾿ ἐπανάληψι ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, ὁ ᾿Ωριγένης, τὰ Ψευδοκλημέντια, ὁ Δίδυμος ᾿Αλεξανδρεύς, αἱ «Διαταγαὶ τῶν ἀποστόλων», ὁ ῾Ιερώνυμος, ὁ Εὐθάλιος Σούλκης, ὁ Γεώργιος Σύγκελλος, καὶ πολλοὶ ἄλλοι (Κλήμης ᾿Αλ., Στρ. 1,23,153· 6,15,132· ῾Υποτυπώσεις εἰς ᾿Επιστ. ᾿Ιούδα, PG 9,733b. ᾿Ωριγένης, Εἰς ᾿Ιησ. Ναυή, ὁμ. 2,1· ᾿Αρχ. 3,2,1. Ψευδοκλημέντια 3,47. Δίδυμος ᾿Αλ., Εἰς ᾿Επιστ. ᾿Ιούδα, PG 39,1815a. Διαταγαὶ 6,16,3. Hieronymus, In Amos, 9 PL 25,1089d. Εὐθάλιος, ῎Εκθ., 2· 3· PG 85,672a· 676a· 721c· 737a-d. Γεώργιος Σύγκ., Χρονογρ., CSHB, σ. 48·49). ὁ συντάκτης του ἔχει κλέψει λέξεις φράσεις καὶ νοήματα ἀπὸ τὰ κανονικὰ βιβλία Δανιήλ, καὶ τὶς ᾿Επιστολὲς Πρὸς Γαλάτας, Β΄ Πέτρου, καὶ ᾿Ιούδα, μὲ τὸ γνωστὸ ἐκεῖνο τρόπο τῶν φθονερῶν αὐτῶν ᾿Ιουδαίων πλαστογράφων ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἀπατηλὴ ἐντύπωσι ὅτι συμβαίνει τὸ ἀντίστροφο. ἔχω ἀποδείξει παλιότερα καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀποκρύφου τὴν ἀπάτη. ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ὁ μὲν Κλήμης τὸ θεωρεῖ βιβλίο θεόπνευστο καὶ κανονικό – ὁ Κλήμης ἔχει συγκεχυμένη ἰδέα γιὰ τὸν Κανόνα τῆς Βίβλου καὶ θεωρεῖ ὡς κανονικὰ βιβλία ἕναν ἀπεριόριστο καὶ μὴ κλειστὸ ἀριθμὸ τέτοιων – , οἱ δὲ ᾿Ωριγένης, Δίδυμος, ῾Ιερώνυμος, Εὐθάλιος, Γεώργιος Σύγκελλος, καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι τὸ θεωροῦν θεόπνευστο μὲν καὶ ὄντως πηγὴ τῶν προειρημένων προφητῶν καὶ ἀποστόλων, ἄρα καὶ ἀρχαιότερο τοῦ Δανιήλ, ὄχι ὅμως καὶ κανονικό, ἐφ᾿ ὅσον δὲν περιλαμβάνεται στὸν Κανόνα. πρόκειται γιὰ μιὰ γνωστὴ ἀσυνέπεια τῶν ἀρχαίων καὶ μιὰ ἀνόητη ἀντίληψί τους, ὅτι μποροῦν νὰ προσδιορίζουν ὡς θεόπνευστα διάφορα βιβλία ἔξω ἀπὸ τὸ βιβλικὸ Κανόνα· δὲν εἶχαν δὲ καὶ τὴν κριτικὴ ἱκανότητα νὰ διαγνώσουν τὶς ἀντιχριστιανικὲς αἰχμὲς ποὺ περιέχουν. αὐτὸ παρέσυρε καὶ τοὺς ἀρχαίους ἀναγνῶστες των, ποὺ διάβαζαν καὶ τὴ Βίβλο, γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ περιθώριο πολλῶν χειρογράφων τῆς Καινῆς Διαθήκης (049 056 0142 5 42 82 101 181 189 325 424 517 602 605) ἀνευρίσκονται σημειώματα, ποὺ λὲν ὅτι ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ σαχλὰ ἀπόκρυφα οἱ ἀπόστολοι ἀντλοῦν πολλὰ μέρη τῆς Καινῆς Διαθήκης.
       ᾿Εννοεῖται ὅτι ὁ πλαστογράφος παρανοεῖ κιόλας μερικὰ ἀπὸ τὰ βιβλικὰ χωρία ποὺ κλέβει, γιὰ νὰ φανῇ ὡς πηγή τους αὐτός, ὅπως τὸ τοῦ ᾿Ιούδα (᾿Ιδ, 9) Μωσέως σῶμα, τὸ λαὸ δηλαδὴ τοῦ Μωϋσέως, τὸ ἀντιλαμβάνεται σὰν «κορμὶ τοῦ πεθαμένου Μωϋσέως». καὶ ὁ πλαστογράφος ἔχει τὴν ἀξίωσι καὶ οἱ ἀρχαῖοι ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς ἀποδέχονται ὅτι τὸ πλαστογράφημα εἶναι γραμμένο στὰ χρόνια τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυή. ὁ ἴδιος διαπίστωσα ὅτι τὸ πλαστογράφημα γράφτηκε ἀρχικὰ στὴν ἑλληνικὴ τῶν ἑλληνορρωμαϊκῶν χρόνων καὶ γι᾿ αὐτὸ πολλὲς ἑλληνικὲς λέξεις εἶναι περασμένες στὶς μεταφράσεις του, ὅπως Fynicis (= Φύνιξι = Φοίνιξι), elipsis (= ἔλλειψις), allofilorum (ἀλλοφύλων), zabulus (διάβολος), κλπ. (βλ. 1,3· 3,7· 4,3· 10,1). λέτε νὰ ὑπῆρχε τέτοια ἑλληνικὴ γλῶσσα στὰ χρόνια τοῦ ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναυή, ἐνῷ δὲν μιλιόταν οὔτε κι ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνες ἀκόμη; κάτι τέτοια τὰ χάφτουν μόνον ἀμαθεῖς ἢ ἄκριτοι ἢ φρενοβλαβεῖς ἢ οἱ κακοήθεις ποὺ τὰ χρειάζονται.
       Τὸ ἀπόκρυφο ἀπομίμημα στὰ σῳζόμενα ἀποσπάσματα φαίνεται νὰ περιέχῃ τόσο μιὰ ἐπιτομὴ τῶν λόγων καὶ ὑποθηκῶν τοῦ Μωϋσέως πρὸς τὸν ᾿Ισραήλ, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ Δευτερονόμιο, ὅσο καὶ μιὰ ἐπέκτασι μὲ «προφητεῖες» κατόπιν ἐκβάσεως (vaticinia ex eventu) γιὰ τὸν ᾿Ισραήλ, γιὰ νὰ καταλήξῃ ὅτι στὴν ἐπανάστασι τοῦ 132-135 οἱ ᾿Ιουδαῖοι θὰ συντρίψουν τοὺς ῾Ρωμαίους καὶ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ θὰ ζήσουν ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα μέσα στὴ δόξα καὶ στὴ μακαριότητα· ἔχει δὲ καὶ ἀρκετὲς ἀντιχριστιανικὲς αἰχμές.
       ῞Οτι δὲ ἡ «᾿Ανάληψις Μωϋσέως» εἶναι ἰουδαϊκὸ βιβλίο τῶν χρόνων τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῶν παραμονῶν της (130-135) τὸ τεκμηριώνω ἀπὸ τὰ ἑξῆς.
   1. ῾Ο ἀποκρυφογράφος δίνει τὸ χρονικὸ στίγμα του γράφοντας τ᾿ ἀκόλουθα. α) In partes eorum mortis venient,… et Occidentis rex potens quia expugnabit eos et ducet captivos et partem aedis ipsorum igni incedit, aliquos crucifigit circa coloniam eorum. = ᾿Εν χώρᾳ θανάτου αὐτῶν ἐγγιοῦσι.... καὶ ὁ τῆς Δύσεως κρατῶν βασιλεύς, ὅτι ἐκπορθήσει αὐτούς, καὶ ἄξει αἰχμαλώτους, καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτῶν πυρὶ κατακαύσει, καὶ ἄλλους σταυρώσει κύκλῳ τῆς κατοικήσεως αὐτῶν (κεφ. 6). ἐδῶ «προφητεύεται» ἡ ἅλωσι τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Τίτο τὸ 70 μ.Χ. σὰ γεγονὸς διεγνωσμένο, ἐπειδὴ στὴν πραγματικότητα, ὅταν γράφεται τὸ ἀπόκρυφο, αὐτὸ ἔχει ἤδη συμβῆ. παρακάτω ὅμως μιλώντας γιὰ τὴ μέλλουσα ἐπανάστασι, γιὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφέρῃ μιὰ προφητεία κατόπιν ἐκβάσεως, καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὴ θὰ στεφθῇ ἀπὸ ἐπιτυχία καὶ θὰ καταλήξῃ σὲ θρίαμβο, λέει τὰ ἑξῆς. β) Tunc felix eris tu, Israel, et ascendes supra cervices et alas aquilae = Καὶ τότε μακάριος ἔσῃ σύ, ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπιβήσῃ ἐπὶ τὸν τράχηλον καὶ τὰς πτέρυγας τοῦ ἀετοῦ (10,8). «ἀετὸς» εἶναι ἡ ῥωμαϊκὴ σημαία, οἱ ῾Ρωμαῖοι, καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι θὰ τοὺς πατήσουν στὸ λαιμό, θὰ τσαλαπατήσουν τὶς φτεροῦγες των, θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν καὶ θὰ τοὺς ταπεινώσουν. εἶναι φανερὸ ὅτι γράφει ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἐπαναστάσεις, καὶ μάλιστα κατὰ τὶς παραμονὲς τῆς δεύτερης· ἐμψυχώνει τὰ θύματα τῆς ἐπαναστατικῆς προπαγάνδας του, βεβαιώνοντάς τους ὅτι ὁ Μωϋσῆς προφητεύει ὅτι ἡ δεύτερη ἐπανάστασι δὲν θὰ εἶναι ἀποτυχία ὅπως ἡ πρώτη, ἀλλὰ θρίαμβος.
   2. ῾Ο πλαστογράφος κλέβει λέξεις φράσεις καὶ νοήματα ἀπὸ τὴν ᾿Αποκάλυψι καὶ τρεῖς τοὐλάχιστον ᾿Επιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, Πρὸς Γαλάτας, Β΄ Πέτρου, καὶ ᾿Ιούδα. ἄρα εἶναι μεταγενέστερος.
   3. ῾Η κεντρικὴ δοξασία τοῦ ἀποκρύφου, ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἀνελήφθη, εἶναι ἀκόμη ἄγνωστη στὸ Φίλωνα (θ. 50 μ.Χ.) καὶ στὸν ᾿Ιώσηπο (θ. 98 μ.Χ.)· ὁ δὲ δεύτερος ἦταν καὶ στρατηγὸς κατὰ τὴν πρώτη ἐπανάστασι (66-70). σαφῶς ἡ «᾿Ανάληψις Μωϋσέως» εἶναι ἀποκύημα τῆς φαντασίας καὶ ὄπιο τῆς προπαγάνδας τῶν ᾿Ιουδαίων τῆς δεύτερης ἐπαναστάσεως (132-135).

       Οἱ «Σιβυλλικοὶ χρησμοὶ» εἶναι ἰουδαϊκὸ «ἀποκαλυπτικὸ» πλαστογράφημα ἐπίσης τῶν ἐτῶν τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς κατὰ τῶν ῾Ρωμαίων ἐπαναστάσεως ἢ τῶν παραμονῶν της (130-135 μ.Χ.).
       ῾Η λέξι σίβυλλα, ποὺ κατ᾿ ἀρχὴν δὲν εἶναι ὄνομα κύριο, συναντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ σὲ κωμικὴ χρῆσι κατὰ τὰ ἔτη 424-421 π.Χ. στὶς κωμῳδίες τοῦ ᾿Αριστοφάνους ῾Ιππῆς καὶ Εἰρήνη, κι ἔπειτα σὲ ἄλλους ῎Ελληνες, ῾Ρωμαίους, καὶ ῾Εβραίους. κατὰ μία ἀρχαία ἐκδοχὴ εἶναι λέξι ἑλληνικὴ καὶ μάλιστα τῶν Λακώνων, οἱ ὁποῖοι τὸν θεὸν τὸν ἔλεγαν σιὸν καὶ τὴν βουλὴν δωριστὶ βόλλαν, ὁπότε ἦταν ἀρχικὰ σιόβολλα (=θεοβούλη), αὐτὴ ποὺ μεταφέρει στοὺς ἀνθρώπους τὸ σχέδιο τοῦ θεοῦ, ἔπειτα στὴν αἰολικὴ ἔγινε σιόβυλλα (το ο στὴν αἰολικὴ γίνεται υ ὅπως στὶς λέξεις ἄπυ=ἀπό, ὄνυμα=ὄνομα, κλπ)· καὶ στὸ τέλος μὲ συγκοπὴ ἔγινε σίβυλλα. κατ᾿ ἄλλη ἐκδοχή, βυζαντινὴ αὐτή, σίβυλλα ῥωμαϊκὴ λέξις ἐστὶν ἑρμηνευομένη «προφῆτις» ἤγουν μάντις. κατὰ μία τρίτη ἐκδοχή, σύγχρονή μας κι ἐπιστημονική, ἡ λέξι εἶναι λυδικὴ ἢ σημιτική. ἀπὸ τὴ χρῆσι της στ᾿ ἀρχαῖα κείμενα φαίνεται ὅτι πραγματολογικῶς σημαίνει περίπου πυθία. ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι τὰ μὲν πύθιος καὶ πυθία, ἀπὸ τὸ πύθω (σαπίζω, ἀποσυντίθεμαι στὸν τάφο) καὶ πύθων (= ὁ νεκρὸς) καὶ μὲ ὁμόρριζο τὸ πυνθάνομαι (=ἀρχικὰ «ῥωτάω τοὺς νεκροὺς καὶ παίρνω ἀπάντησι»), σημαίνουν τὸ ἀνδρικὸ ἢ γυναικεῖο μέντιουμ (medium, ἐνδιάμεσο), τὸ ὁποῖο κατὰ τὴ νεκυομαντεία ἢ νεκρομαντεία «ῥωτάει τοὺς νεκροὺς» γιὰ χαμένα ἀντικείμενα κυρίως ἢ καὶ ἄλλες τέτοιες πληροφορίες καὶ παίρνει ἀπαντήσεις μόνο σχετικὲς καὶ μόνο μετὰ ἀπὸ παραγγελία, ὅπως οἱ ἐγγαστρίμυθοι, οἱ χαρτορρίχτρες, οἱ παλαμοσκόποι, καὶ οἱ παρόμοιες, ἐνῷ σίβυλλα ἦταν ἡ ἔνθους μαντικὴ γυνὴ ποὺ ἔκανε ἔνθεον μαντικήν, μαινομένῳ στόματι ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη, κατὰ τὶς ἐκφράσεις τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ψευδηρακλείτου, καὶ τοῦ Στράβωνος, δηλαδὴ μαντικὴ μὲ δαιμονισμὸ καὶ ἔκστασι, χωρὶς καμμιὰ παραγγελία, ἀλλ᾿ ἔτσι αὐθορμήτως γιὰ νὰ «προφητεύσῃ» μέλλοντα πράγματα γενικοῦ ἐνδιαφέροντος καὶ μακρινῆς ἐκπληρώσεως. μυθολογοῦνται κατὰ τόπους δέκα σίβυλλαι, ξακουστότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν ἡ ἑλληνικὴ μικρασιατικὴ ᾿Ερυθραία σίβυλλα καὶ ἡ ῥωμαϊκὴ Κυμαία σίβυλλα. μυθολογοῦνται καὶ πολλὰ προσωπικὰ κύρια ὀνόματα σιβυλλῶν, ἀλλ᾿ ἐν τέλει ἀντὶ γιὰ τ᾿ ὄνομα λέγεται σὰν τέτοιο τὸ προσηγορικὸ ἡ Σίβυλλα. ὑπάρχουν δὲ πέντε ζῶνες ἀναβλαστήσεως σιβυλλῶν, ἀρχαία ἑλληνική, ῥωμαϊκή, ἑβραϊκή, ἰουδαϊκή, καὶ «χριστιανική»· διότι μιμούμενο τοὺς ῞Ελληνες τὸ κάθε ἔθνος ἔπλαθε τὶς δικές του σίβυλλες, οἱ ὁποῖες ἀπὸ τὸν πρῶτο κιόλας μιμητὴ συμπτύχθηκαν σὲ μία Σίβυλλα ἔτσι πλέον ὠνομασμένη.
       ῾Η ὁποιαδήποτε ἀρχαία ἑλληνικὴ σίβυλλα εἶχε τοὺς χρησμούς της σὲ ἀρχαΐζουσα κι ὁμηρίζουσα γλῶσσα, καμμιὰ φορὰ σὲ δωρίζουσα, ἐμμέτρους σὲ δακτυλικὸ ἑξάμετρο, κι ὀλιγοστίχους, κάτω τῶν 10 στίχων. παραθέτουν τέσσερες τέτοιους χρησμοὺς ὁ Παυσανίας, ἂν καὶ δὲν φαίνεται ἂν εἶναι ὁλόκληροι ἢ ἀποσπάσματα ἐκτενεστέρων, καὶ μιὰ παρῳδία γιὰ γελοιοποίησι ὁ Λουκιανός. ἔλεγαν δὲ κωμικῶς καὶ τὸ ῥῆμα σιβυλλιῶ, μὲ τὴν ἐν τέλει σημασία «ἔχω κάψα γιὰ χρησμοὺς σιβύλλης» καὶ τὴν ἀρχικὴ καὶ ὑπαινικτικὴ σημασία «ἔχω σεξουαλικὴ κάψα γιὰ τὴ σίβυλλα» ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἦταν καὶ γριά. τὶς ἑλληνικὲς σίβυλλες καὶ τοὺς χρησμούς των ἀναφέρουν πρῶτος ὁ ᾿Αριστοφάνης κι ἔπειτα οἱ Πλάτων, Ψευδοπλάτων, Ψευδηράκλειτος, Διόδωρος Σικελιώτης, Σκάμων, Στράβων, Πλούταρχος, ᾿Αρριανός, Παυσανίας, Λουκιανός, Ψευδαριστοτέλης, ᾿Αθήναιος, καὶ ἄλλοι μεταγενέστεροι ποὺ γράφουν ὡς συλλέκτες ἀρχαιοτέρων πληροφοριῶν, ὅπως οἱ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, Λακτάντιος, ᾿Ισίδωρος ῾Ισπάλεως, Σούμμα, κλπ. (᾿Αριστοφάνης, ῾Ιππ., 61· Εἰρ., 1095· 1116. Πλάτων, Φαῖδρ., 244b· καὶ Σχόλια. Ψευδοπλάτων, Θεάγης, 124d. Cicero, Divinat. 1,18(34). Διόδωρος Σικ. 4,66,6. Σκάμων, στὸν ᾿Αθήναιο 14,40. Στράβων 12,5,3· 14,1,34· 17,1,43. Πλούταρχος, Μὴ χρ. ἔμμ. πυθίαν, 6 · 9 · 10 · 11· 14· σ᾿ αὐτὸν (ἐνθ᾿ ἀνωτ., 6) καὶ ὁ Ψευδηράκλειτος (᾿Απόσπ. 92 Diehls). ᾿Αρριανός, ἀπόσπ. 64 FHG 3,598. Παυσανίας 2,7,1· 7,8,8· 10,9,11· 10,12,1-10. Λουκιανός, ᾿Αλέξ., 11. Ψευδαριστοτέλης, Θαυμ. ἀκ., 95· Προβλ. 30,1. ᾿Αθήναιος 14,40. Σούμμα, λ. Σίβυλλα (11 λήμματα)). στοὺς ῞Ελληνες θρυλοῦνταν πολλὲς τοπικὲς σίβυλλες, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε μία ἐθνικὴ Σίβυλλα, ποὺ νὰ προδιαγράφῃ, ἔστω καὶ ἐκ τῶν ὑστέρων, «τὰ πεπρωμένα τῆς φυλῆς». αὐτὸ εἶναι μανία κι ἐφεύρεσι ῥωμαϊκή, ποὺ τὴ μιμήθηκαν ἔπειτα τὰ λαϊκὰ μόνο στρώματα τῆς ὑποστάθμης τῶν ῾Εβραίων, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐπαναστάτες τοῦ 132-135, καὶ οἱ θρησκόληπτοι μόνο τῶν «Χριστιανῶν». αὐτοὶ οἱ λαοὶ ἦταν ποὺ πῆραν τὸ θέμα τῆς μιᾶς πλέον Σιβύλλης στὰ σοβαρὰ καὶ πολὺ πατριωτικά, πρᾶγμα ποὺ ἦταν ἄγνωστο στοὺς ἀρχαίους ῞Ελληνες. οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες δηλαδή, στοὺς ὁποίους καὶ πρώτους ἀνευρίσκονται σίβυλλες, δὲν ἔπαιρναν καὶ πολὺ στὰ σοβαρὰ τὶς σίβυλλες· πολλὲς φορὲς τὶς ἀναφέρουν μὲ κάποια λεπτὴ ἢ χοντρὴ εἰρωνεία σὰ φαντασιώσεις τῶν θρησκολήπτων, ὅπως βλέπουν σήμερα οἱ σώφρονες Χριστιανοὶ τοὺς γαυγισταρίους τοῦ 666 ἢ ἐκείνους ποὺ ἔχουν στὸν κόρφο τους καὶ διαβάζουν μία φορὰ τὴν ἡμέρα τὴν «᾿Επιστολὴ τῆς Παναγίας». ἄλλωστε καὶ οἱ δυὸ ἀρχαιότερες ἀναφορὲς τῆς σιβύλλης καὶ τοῦ σιβυλλιῶ στὸν ᾿Αριστοφάνη εἶναι κωμικές.
       Οἱ ῾Ρωμαῖοι στὴν ἀρχὴ εἶχαν τὶς σίβυλλες πολλές, ὅπως τὶς πῆραν ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνες, μὲ προσωπικὰ ὀνόματα καὶ σὲ διάφορες πόλεις των· μόνο ποὺ δὲν ὑπάρχει οὔτε μιὰ εἰρωνικὴ ἔκφρασι γι᾿ αὐτές· τὶς ἔπαιρναν πάντοτε στὰ σοβαρά. μὲ τὴν ἔναρξι τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, ἰδίως μετὰ τὸ 31 π.Χ., ποὺ ἐπιβλήθηκε ὁριστικὰ ὁ Καῖσαρ Αὔγουστος ᾿Οκταβιανός, ἢ τὸ 30 π.Χ., ποὺ ἄρχισε νὰ γράφῃ τὴν Αἰνειάδα του ὁ ἐθνικὸς ποιητὴς Βεργίλιος μὲ τὴ φαντασιωτικὴ προϊστορικὴ ἐθνικὴ ἐποποιία τῶν ῾Ρωμαίων, ὅταν ἔψαχναν γιὰ «πεπρωμένα τῆς φυλῆς» καὶ φυλαχτὰ τῆς αὐτοκρατορίας, πρῶτα ἐπικέντρωσαν, ἰδίως μὲ τὸ F΄ βιβλίο τῆς Αἰνειάδος ποὺ εἶναι ὁλόκληρο σιβυλλικό, ὅλη τὴ σιβυλλιῶσα ἐθνικὴ μανία σὲ μία Σίβυλλα, τὴν Κυμαία, ἔπειτα τὴν ὠνόμασαν ἔτσι Σίβυλλα, ἔπειτα τὴν ἔκαναν παρθένον καὶ ἀειπάρθενον ( virgo, semper virgo), καὶ τέλος ἔπλασαν τοὺς γύρω ἀπ᾿ αὐτὴ θρύλους ποὺ κυριώτερος εἶναι ὁ τρομοκρατικὸς ἐκεῖνος, κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ Σίβυλλα θέλησε νὰ πουλήσῃ σὲ τιμὴ ὑπέρογκη τὰ 9 βιβλία τῶν χρησμῶν της στὸν τελευταῖο ῾Ρωμαῖο βασιλέα Ταρκύνιο τὸν ῾Υπερήφανο (534-510 π.Χ.)· ὅταν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νὰ τ᾿ ἀγοράσῃ, ἡ Σίβυλλα ἔκαψε τὰ 3 καὶ πρότεινε τὰ ἄλλα 6 στὴν ἴδια τιμὴ τῶν ἐννέα· ὅταν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε πάλι, ἐκείνη ἔκαψε τὰ ἄλλα 3 καὶ πρότεινε τὰ ὑπόλοιπα 3 πάντα στὴν ἴδια τιμή· τότε ἐκεῖνος τρόμαξε καὶ τ᾿ ἀγόρασε. καὶ τὰ φύλαγαν οἱ ῾Ρωμαῖοι σὰν πανεθνικὸ «κοκκαλάκι τῆς νυχτερίδας» σὲ λίθινη λάρνακα στὸ καπιτώλιο, στὸ ἐκεῖ ἱερὸ τοῦ καπιτωλίου Διός, μὲ φρουροὺς εἰδικὸ ἱερατεῖο δεκαπέντε ἀντρῶν (quindecim viri), ἐνῷ μεριμνοῦσε γι᾿ αὐτὰ ἡ σύγκλητος. αὐτὰ ἀνάγονται στὸν F΄ π.Χ. αἰῶνα, ἀλλὰ θρυλήθηκαν τὸν Α΄ π.Χ. αἰῶνα μὲ τὴν ἔναρξι τῆς αὐτοκρατορίας. διότι ὁ Αὔγουστος ᾿Οκταβιανὸς ἤξερε ὅτι ὁ λαοτζῖκος χρειάζεται ταμποὺ καὶ φυλαχτὰ καὶ λάβαρα καὶ «κοκκαλάκια νυχτερίδων», καὶ φρόντισε νὰ παραγάγῃ κάτι τέτοια καὶ νὰ τὰ προπαγανδίσῃ μὲ τὸ ἐθνικὸ ἔπος ποὺ παράγγειλε στὸν παράσιτο τῆς αὐλῆς του ἐθνικὸ ποιητὴ Βεργίλιο. ἀναφέρονται σ᾿ αὐτὴ τὴ Σίβυλλα ἀρκετοὶ ῾Ρωμαῖοι ποιηταὶ καὶ συγγραφεῖς ὅπως πρῶτος ὁ Βεργίλιος ποὺ ἔφτιαξε κι αὐτὴ καὶ τὰ μυστήριά της (secreta Sibyllae, Aen. 6,10), κι ἔπειτα οἱ Τίβουλλος, ᾿Οβίδιος, Τάκιτος, ᾿Ιούλιος Καπιτωλῖνος, Τρεβέλλιος Πωλλίων, Αἴλιος Σπαρτιανός, Φλάβιος Βοπῖσκος, ᾿Ισίδωρος ῾Ισπάλεως, καὶ ἄλλοι πάρα πολλοί. (Vergilius, Aen. 3,441-6· καὶ κυρίως ὁλόκληρο τὸ βιβλίο 6· ἰδιαιτέρως 6,1-13· 77-155· 236-383· 417-425· 535-547· 637-678· 893-901. Tibullus 2,5,67-68. Ovidius, Met. 14,101-4· 154-7· 15,709-12· Fasti 3,533-4· 4,875-6. Tacitus, Ann. 6,12. Iulius Capitolinus, Gord. 26,2. Trebellius Pollio, Gall. 5,5. Aelius Spartianus, Hadr. 2,8. Flavius Vopiscus, Aurel. 18,5· 19,4· 20,4-5· Tac. 16,6. Isidorus Hisp., Etym. 8,8,1-7). καὶ τῆς ῥωμαϊκῆς Σιβύλλης οἱ χρησιμοὶ ἦταν ἔμμετροι σὲ δακτυλικὸ ἑξάμετρο, ἀλλὰ φυσικὰ λατινόγλωσσοι.
       ῾Η Σίβυλλα τῶν ῾Εβραίων παρασκευάστηκε, κατὰ τὴ γνώμη μου, ἀπὸ τὸ 10 π.Χ. τὸ νωρίτερο μέχρι τὸ 50-60 μ.Χ. περίπου· διότι ὡς φαντασιωτικὸ πρόσωπο ἦταν ἀπομίμησι τῆς ῥωμαϊκῆς Σιβύλλης, ποὺ παρασκευάστηκε μὲ τὴν Αἰνειάδα τοῦ Βεργιλίου (30-19 π.Χ.), ἐνῷ ὡς κείμενο ἦταν ἑλληνόγλωσση, γραμμένη σὲ περιβάλλον ἑλληνιστῶν ῾Εβραίων τύπου Φίλωνος, ποὺ ἔβλεπαν τὰ «θαυμαστὰ κι ἀξιοζήλευτα» τῶν εἰδωλολατρῶν μὲ κάποιο φθόνο κρυφὸ καὶ βέβηλο καὶ μιμητικό. δὲν εἶναι γνωστὸ ἀπὸ πουθενὰ πόσα ἦταν τὰ βιβλία τῆς ἑβραϊκῆς Σιβύλλης, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὴ σχετικὴ μαρτυρία εἶναι βέβαιο ὅτι ἦταν ἑλληνόγλωσσα, πεζὰ γιὰ πρώτη καὶ μόνη φορά, καὶ περιεῖχαν ἐπιτομὲς καὶ διασκευὲς ἱστορικῶν κομματιῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐμπλουτισμένες μὲ λαϊκὲς καὶ ἀπόκρυφες ἀφηγήσεις, χωρὶς αἰχμὲς ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τοῦ τρόπου ζωῆς των, ὅπως ἀκριβῶς τὰ ἔργα τοῦ Φίλωνος καὶ τοῦ ᾿Ιωσήπου, γιὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἴδιοι φρονοῦν καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι «μεταφράσεις» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. ἕνα μόνο ἀπόσπασμα διέσωσε ὁ ᾿Ιώσηπος (᾿Αρχ. 1,117-8), τὸ ὁποῖο μαζὶ μὲ τὴ σχετικὴ μαρτυρία του ἔχει ὡς ἀκολούθως. ῾Ο δὲ τόπος ἐν ᾧ τὸν πύργον ᾠκοδόμησαν νῦν Βαβυλὼν καλεῖται διὰ τὴν σύγχυσιν τοῦ περὶ τὴν διάλεκτον πρῶτον ἐναργοῦς· ῾Εβραῖοι γὰρ τὴν σύγχυσιν βαβὲλ καλοῦσι. περὶ δὲ τοῦ πύργου τούτου καὶ τῆς ἀλλοφωνίας τῶν ἀνθρώπων μέμνηται καὶ Σίβυλλα λέγουσα οὕτω· Πάντων ὁμοφώνων ὄντων τῶν ἀνθρώπων πύργον ᾠκοδόμησάν τινες ὑψηλότατον ὡς ἐπὶ τὸν οὐρανὸν ἀναβησόμενοι δι᾿ αὐτοῦ. οἱ δὲ θεοὶ ἀνέμους ἐπιπέμψαντες ἀνέτρεψαν τὸν πύργον καὶ ἰδίαν ἑκάστῳ φωνὴν ἔδωκαν· καὶ διὰ τοῦτο Βαβυλῶνα συνέβη κληθῆναι τὴν πόλιν. τὸ πεζὸ αὐτὸ ἀπόσπασμα, ποὺ παραθέτει ὁ ᾿Ιώσηπος καὶ πού, καθὼς φαίνεται, ἀργότερα, παρμένο ἀπ᾿ αὐτόν, περάστηκε σὲ χριστιανικὰ ἀνθολόγια, τὸ διέσωσαν, παρμένο πλέον ἀπὸ τέτοια, καὶ οἱ Εὐσέβιος Καισαρείας (Εὐ. πρ. 9,15,1· Χρον., 1 ΒΕΠ 20,111), Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας (Πρὸς ᾿Ιουλιαν., 1 PG 76,516c) καὶ Γεώργιος Σύγκελλος (Χρον., 44), ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ δυὸ τελευταῖοι ἀντὶ τοῦ ᾿Ιωσήπου τὸ ἀπέδωσαν κατὰ λάθος στὸν ᾿Αλέξανδρο Πολυΐστορα. εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ ἑβραϊκὴ ἐκείνη Σίβυλλα, ἡ πεζὴ καὶ γραμμένη πρὶν ἀπὸ τὶς ἰουδαϊκὲς ἐπαναστάσεις, ἡ μὴ φανατικὴ ἀλλ᾿ ἁβρὴ καὶ μὲ πολὺ τάκτ «ἐνημερωτική», δὲν ἦταν κείμενο μιᾶς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολο-γίας, ἀλλ᾿ ἁπλῶς μιὰ ἱστορία, σὰν τὶς ἱστορίες τῶν Ψευδαριστέου, Ψευδαρταπάνου, Ψευδεκαταίου, Ψευδεστιαίου, Φίλωνος, καὶ ᾿Ιωσήπου, δοσμένη ὅμως ὡς πρόρρησι ex eventu. δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τοὺς ὑπὸ ἐξέτασι «ἀποκαλυπτικοὺς» καὶ ἔμμετρους «Σιβυλλικοὺς χρησμούς», ποὺ εἶναι φθονερὰ μιμήματα τῆς ᾿Αποκαλύψεως τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ τῆς λοιπῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ φανατικὰ ἐπαναστατικὰ μανιφέστα. ἡ πεζὴ καὶ προεπαναστατικὴ ἑβραϊκὴ Σίβυλλα ἔμοιαζε μὲ τὴν ᾿Ιουδαϊκὴ ἀρχαιολογία τοῦ ᾿Ιωσήπου καὶ τὰ συγγράμματα τοῦ Φίλωνος· ἦταν μιὰ λαϊκὴ κοπὴ τῆς ἴδιας προσπαθείας.
       Μετὰ τὶς τρεῖς προεξετασμένες ζῶνες Σιβυλλῶν, ἑλληνικὴ ῥωμαϊκὴ κι ἑβραϊκή, ποὺ διακρίνονται σαφῶς ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη καὶ οἱ τρεῖς μαζὶ ἀπὸ τὶς δυὸ ἑπόμενες κι «ἀποκαλυπτικές», ἔρχονται ἡ ἐπαναστατικὴ ἰουδαϊκὴ καὶ ἡ «χριστιανικὴ» ζώνη, ποὺ δὲν διακρίνονται μεταξύ τους καὶ πολύ, ἐπειδὴ τὸ κείμενό τους εἶναι κοινὸ καὶ μιγαδικό, οἱ γνωστοὶ «Σιβυλικοὶ χρησμοί». οἱ ὁμηρίζοντες στὴ γλῶσσα ἀλλὰ γεμάτοι βαρβαρισμοὺς σολοικισμοὺς καὶ νεολογισμοὺς «Σιβυλλικοὶ χρησμοί», ποὺ σῴζονται κι ἐκδίδονται (J. Geffcken, GCS, Leipzig 1902. A. Kurfess, Berlin 1951), εἶναι γραμμένοι σὲ δακτυλικὸ ἑξάμετρο κι ἀποτελοῦν ἕνα «χρησμολογικὸ ἔπος» 4.300 περίπου στίχων, ἄσχετο μὲ ὁποιουσδήποτε ἀρχαιοτέρους τέτοιους χρησμούς. τὸ κατ᾿ ἀρχὴν ἰουδαϊκὸ καὶ μονοθέματο αὐτὸ «ἔπος» ἀρχικὰ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 14 λόγους ἤτοι ῥαψῳδίες ἑκατοντάδων στίχων. σήμερα, καθὼς χάθηκαν οἱ λόγοι 9 καὶ 10 καὶ μικρὰ ἢ μεγάλα κομμάτια ἄλλων, περισῴζονται 12 λόγοι τόσο ἄνισοι, 
ὥστε ὁ μικρότερος νὰ ἔχῃ 28 στίχους κι ὁ μεγαλείτερος 830. ἡ τόση διαφορά τους στὴν ἔκτασι δείχνει τὴν ἔκτασι τῶν ἀπωλειῶν τους. οἱ «Σιβυλλικοὶ χρησμοὶ» αὐτοὶ (στὰ χειρόγραφα ἐλαφρῶς βαρβαριστὶ Σιβυλλιακοὶ χρησμοὶ) εἶναι ἕνα βιβλίο «ἀποκαλυπτικό», ποὺ ἀφ᾿ ἑνὸς δίνει περιληπτικὰ ἐρανίσματα τῆς Γενέσεως καὶ ἄλλων ἱστορικῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μιμεῖται τὰ προφητικὰ βιβλία της καὶ κλέβει ἀπ᾿ αὐτά, ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὰ πέντε ἐκτενῆ τῶν ᾿Ησαΐου ᾿Ιερεμίου ᾿Ιεζεκιὴλ Δανιὴλ καὶ Ζαχαρίου, λέγοντας τὰ πάντα ὡς προφητεῖες πανάρχαιες, διότι ἡ λαλοῦσα Σίβυλλα αὐτοσυστήνεται ὡς νύμφη τοῦ Νῶε καὶ γυναίκα τοῦ Σὴμ ὀνόματι Οὐρανίη (1,285-290· 2,1-5) ἢ κατ᾿ ἄλλα χειρόγραφα ὡς Χαλδαία νύμφη τοῦ Νῶε Σαμβήθη (3,1 Kurfess). ἴσως ἀρχικὰ γραφόταν Σημβήθη (Σὴμ βήθ), ἤτοι ἡ τοῦ οἴκου τοῦ Σήμ, ἡ γυναίκα τοῦ Σήμ, πολὺ ἀρχαιότερη φυσικὰ καὶ τοῦ Μωϋσέως καὶ τοῦ ᾿Αβραὰμ καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ γράφουσα κατ᾿ εὐθεῖαν στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐμμέτρως πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴ γένεσι τοῦ ῾Ελληνικοῦ ἔθνους.
       Τοῦ σκευάσματος αὐτοῦ οἱ λόγοι 9 καὶ 10, ὅπως εἶπα, δὲν διασώθηκαν, οἱ λόγοι 3 4 11 12 13 14 διατηροῦνται ἰουδαϊκοί, ἀλλ᾿ οἱ 12 13 14 μὲ μεταγενέστερες προσθῆκες πάλι ἰουδαϊκές, οἱ λόγοι 1 2 6 7 ἔχουν διασκευαστῆ σὲ «χριστιανικούς», καὶ οἱ λόγοι 5 καὶ 8 μέχρι μὲν κάποιο σημεῖο τους παραμένουν ἰουδαϊκοί, ἀλλ᾿ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔχουν δεχτῆ μεγάλες ἀμιγεῖς κι ἀναφομοίωτες προσθῆκες «χριστιανικές». γενικῶς τὰ μεταγενέστερα στοιχεῖα, τὰ μὲν ἰουδαϊκὰ στὰ βιβλία 5 καὶ 8 φτάνουν μέχρι τὸ ἔτος 180 (5,51· 8,65· τὸ τέλος τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου), στὸ βιβλίο 12 μέχρι τὸ ἔτος 238 (12, 269-271· τὸ τέλος τοῦ αὐτοκράτορος ᾿Αλεξάνδρου Σεβήρου), καὶ στὸ βιβλίο 13 μέχρι τὸ ἔτος 253 (13,103-5· τὸ τέλος τοῦ αὐτοκράτορος Γάλλου), τὰ δὲ «χριστιανικὰ» μέχρι τὸ 325 περίπου, ὅταν ὁ μέγας Κωνσταντῖνος ἀπαγγέλλῃ στὸ Λόγο του πρὸς τοὺς συνέδρους τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου τὸ «Σιβυλλικὸ χρησμό», τὸν προφανέστατα φτιαγμένο τότε μόλις γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, ποὺ σχηματίζει τὴν ἀκροστιχίδα ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΕΙΣΤΟΣ ΘΕΟΥ ΥΙΟΣ ΣΩΤΗΡ - ΣΤΑΥΡΟΣ (8,217-250), κομμάτι ποὺ μεταφράστηκε, μᾶλλον ἀμέσως, καὶ στὴ λατινικὴ μὲ προσπάθεια διατηρήσεως καὶ τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἀκροστιχίδος – ὁ καθένας μπορεῖ νὰ φανταστῇ τί διατυπωτικὴ καὶ μεταφραστικὴ βία ἀσκεῖται σὲ τέτοιου εἴδους ἀκροβασίες – , ἡ ὁποία ἀκροστιχὶς καὶ πράγματι διατηρήθηκε, ἀρκετὰ μωλωπισμένη βέβαια, ὡς IESUCS CREISTOS TEY (= θεοῦ) DN(=Domini) IOS SOTER ! καὶ τίποτε δὲν ἀρχίζει πρὶν ἀπὸ τὸ 130 μ.Χ.. τὰ 8 ἀποσπάσματα ποὺ διασῴζει ὁ Θεόφιλος ᾿Αντιοχείας δὲν φαίνονται σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς φθαρμένους λόγους τῶν «Σιβυλλικῶν χρησμῶν» ἀνῆκαν, κι ὁ κάθε ἐκδότης τοὺς τοποθετεῖ ὅπου εἰκάζει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν μόνο κριτικὸ ἐκδότη Geffcken βέβαια, ποὺ τοὺς τοποθετεῖ στὸ τέλος ὡς παράρτημα ἀποσπασμάτων. καὶ γενικῶς μετὰ τὴ σπουδαία κριτικὴ ἔκδοσι τοῦ Geffcken (GCS 1902) ἀπὸ 12 χειρόγραφα τῶν αἰώνων ΙΔ΄-ΙF΄ (τὰ περισσότερα τοῦ ΙΕ΄), διάφοροι ἄλλοι μὴ κριτικοὶ ἐκδότες ἐπιδίδονται σὲ ἀνακατατάξεις κομματιῶν καὶ στίχων κατὰ τὴν εἰκασία τους, ἐφαρμόζοντας τὴν παροιμία «῞Οταν ἔχῃς τὸν τεμπέλη, τί τὸν θέλεις τὸν προφήτη ;».
       Τοὺς «Σιβυλλικοὺς χρησμοὺς» αὐτοὺς μαρτυροῦν πρῶτος ὁ ᾿Ιουστῖνος, ἔπειτα ὁ Ποιμὴν τοῦ ῾Ερμᾶ, κείμενο ὄχι ἀκριβῶς χριστιανικό, τῶν ἐτῶν 170-180 μ.Χ., κι ἔπειτα οἱ Θεόφιλος ᾿Αντιοχείας, Κλήμης ᾿Αλεξανδρεὺς δεκαπέντε φορές, ᾿Ωριγένης, Λακτάντιος, Εὐσέβιος Καισαρείας, μέγας Κωνσταντῖνος, τὰ γραμμένα ἀπὸ «χριστιανικὰ» χέρια Σχόλια εἰς τὸν Πλάτωνα, καὶ πολλοὶ ἄλλοι μεταγενέστεροι μέχρι τὸν ΙΕ΄ αἰῶνα (᾿Ιουστῖνος, ᾿Απολ. Α΄ 20,1· 44,12. ῾Ερμᾶ Ποιμὴν 1,2,4,1. Θεόφιλος ᾿Αντ., Αὐτόλ. 2,31· 2,36. Κλήμης ᾿Αλ., Στρ. 1,21,108· 5,14,108· 5,14,115· ὁ Κλήμης ἀναφέρει τὴ Σίβυλλα αὐτὴ 6 φορὲς στὸν Προτρεπτικό, 2 φορὲς στὸν Παιδαγωγό, κι 7 φορὲς στοὺς Στρωματεῖς· ὅσο κανεὶς ἄλλος. ᾿Ωριγένης, Κέλσ. 5,61· 7,53· 7,56. Lactantius, Div. inst. 1,6. Εὐσέβιος, Εὐ. πρ. 9,15,1· Χρον., 2 ΒΕΠ 20,247· 250· Τοπ. ὀνόμ., Β, Γένεσις, Βαβὲλ ΒΕΠ 24,24. Μ. Κωνσταντῖνος, Λόγος τῷ τῶν ἁγίων συλλόγῳ 18-21 ΒΕΠ 24,223-7· παραθέτει τὴ «χριστιανικὴ» προσθήκη τοῦ λόγου 8 μὲ τὴν ἀκροστιχίδα. Σχόλια εἰς Πλάτωνος Φαῖδρον, 244b). ὅλοι οἱ παραπάνω Χριστιανοὶ θεωροῦν τοὺς «Σιβυλλικοὺς χρησμοὺς» θεοπνεύστους, ὅπως ἀξιώνουν τόσο ὁ ἀρχικὸς ᾿Ιουδαῖος τοῦ ᾿Ακιβὰ καὶ τοῦ Βαρχωχεβά, ποὺ τοὺς χάλκευσε, ὅσο καὶ οἱ μεταγενέστεροι ᾿Ιουδαῖοι καὶ «Χριστιανοὶ» πλαστογράφοι, ποὺ παρασκεύασαν τὶς προσθῆκες ἢ διεργάστηκαν τὶς διασκευές. γράφει λόγου χάριν ὁ Κλήμης· Ταῦτα ἡμῖν ἡ προφητικὴ παρεγγυᾷ... Σίβυλλα. ἔτσι περίπου εἰσάγουν τὰ παραθέματά τους καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι.
       Τὰ εἴτε προστιθέμενα εἴτε διάχυτα «χριστιανικὰ» στοιχεῖα τῶν «Σιβυλλικῶν χρησμῶν» ἀνευρίσκονται μὲ πολὺ ψάξιμο, ἀλλὰ διακρίνονται εὔκολα ἀπὸ τὴ «χριστιανικὴ» διδασκαλία τους κι ἀπὸ ἀναφορὲς ὅπως ὁ τρισυπόστατος θεὸς καὶ οὐρανοῦ αὐθέντης Πατὴρ Υἱὸς καὶ Πνεῦμα (7,68-69) ἢ Πατὴρ Λόγος καὶ Πνεῦμα (7,82-84), Λόγον σε γέννησε Πατήρ (7,82), Πνεῦμα (ὅμοιον) πελείῃ (= Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς) (7,67), θεοῦ παῖς σαρκοφόρος (1,324-5), σάρκα δυσάμενος (=ἐνσαρκωθείς, 7,70), Χριστὸς προσκυνούμενος ἀπὸ μάγους φέροντας τὰ τρία δῶρα σμύρναν χρυσὸν καὶ λίβανον (1,334-5), βάπτισμα (7,84), Χριστὸς θεοῦ νόμον πληρῶν καὶ οὐ καταλύων (1,332), Χριστὸς κύμασι πεζεύων (6,13), ὁ παλάμας ἁπλώσας ἐπὶ ξύλου (5,257), τὸ μακαριστὸν ξύλον ἐφ᾿ οὗ θεὸς ἐξετανύσθη (6,26), Χριστὸς καταβαίνων εἰς ᾅδην καὶ τριήμερος ἀνιστάμενος (1,377-8), ὄνομα μὲ τέσσερα φωνήεντα (τετραγράμματον) καὶ δύο ἄφωνα (=᾿Ιησοῦς 1,326-7), ὄνομα ποὺ τὰ γράμματά του προστιθέμενα ὡς ἀριθμοὶ δίνουν ἄθροισμα 888 (ὀκτὼ μονάδας, τόσσας δεκάδας, ἠδ᾿ ἑκατοντάδας ὀκτὼ = ᾿Ιησοῦς, 1,327-330), Χριστὸς ἥκων ἐν νεφέλῃ (β΄ παρουσία) καὶ βήματι κρίνων καθήμενος ἐν δόξῃ ἐπὶ δεξιᾷ Μεγάλου (2,241-3), ἡ προειρημένη ἀκροστιχίδα ᾿Ιησοῦς Χρειστὸς θεοῦ υἱὸς σωτὴρ - σταυρός (8,217-250), καὶ πάρα πολλὰ ἄλλα τέτοια. καὶ ἀρκετὲς ἀντιιουδαϊκὲς αἰχμὲς ὅπως ᾿Αμβακοὺμ καὶ ᾿Ιωνᾶς καὶ οὓς ἔκταν ῾Εβραῖοι, τοὺς δὲ μετ᾿ ᾿Ηρεμίαν ἐπὶ βήματι (Κύριος) πάντας ὀλέσσει κρινομένους ῾Εβραίους, ἵν᾿ ἄξια ἔργα λάβωσιν καὶ τίσωσ᾿, ὅσα περ βιότῳ θνητῷ τις ἔπραξεν (2,148-151), καὶ ᾿Ισραὴλ μεμεθυσμένος οὐχὶ νοήσει,... ὁπόταν ῾Εβραίοις ἥξει χόλος ὑψίστοιο,... ᾿Ισραὴλ οἰστρομανής,... τυφλότεροι ἀσπαλάκων, φοβερώτεροι ἑρπυστήρων θηρῶν ἰοβόλων κλπ. (1,360-371), λαὸν ἀπειθῆ (6,11), καὶ ἄλλα παρόμοια.
       Τῶν ἰουδαϊκῶν μερῶν τοῦ ἀποκρύφου οἱ αἰχμές, ποὺ εἶναι ἀντιχριστιανικὲς ἀντιρρωμαϊκὲς καὶ ἀνθελληνικές, οἱ μὲν φραστικὲς εἶναι λίγες καὶ δυσδιάκριτες, πιθανώτατα ἐπειδὴ τὸ κείμενο σαρώθηκε ἀπὸ χέρια «χριστιανικὰ ῾Ρωμαίων» ποὺ ἦταν στὴν καταγωγὴ ῞Ελληνες (Βυζαντινοί), οἱ δὲ ὑποφώσκουσες καὶ ἀπειλητικές, ποὺ εἶναι ἀκόμη πιὸ δυσδιάκριτες, λόγῳ τῆς δῆθεν ἐκστασιακῆς καὶ μαντικῆς ἀσαφείας, εἶναι ἐκτενέστερες καὶ οὐσιαστικώτερες. τὸ βιβλίο εἶναι γελοῖο γιὰ τὴν ἀντιφατικότητά του, γιὰ τὴ γλῶσσα καὶ τὸ «ποιητικὸ» μέτρο του, γιὰ τὶς ἀνιστόρητες ἀνοησίες του, γιὰ τὶς δῆθεν «δυσερμήνευτες» ex eventu «προρρήσεις» του. ὁ ἀρχικὸς πλαστογράφος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δείχνει τὸν κακεντρεχῆ ἀλλὰ καὶ μιμητικὸ φθόνο του πρὸς τὸν «μελοντικό» του ἀντίπαλο ῞Ομηρο, ἀποκαλώντας τον ψευδογράφον καὶ ψευδόπατριν πρέσβυν, τυφλὸν ποὺ δὲν «θὰ» ἔχῃ φῶς στὶς τρῦπες του (δύσει δὲ φάος ἐν ὀπῇσιν ἑῇσιν), ὁ ὁποῖος ψευδογραφεῖ γιὰ τοὺς κουφιοκέφαλους ῞Ελληνες (μέροπας κενοκράνους), ποὺ ἡ μεγάλη δόξα τους εἶναι ὅτι στὴν Τροία «θὰ» ψοφήσουν ὅλοι τους (3,419-432)· ἐννοεῖ ὅτι οἱ κατὰ Βεργίλιον ἀπόγονοι τῶν Τρώων ῾Ρωμαῖοι τοὺς ῞Ελληνες θὰ τοὺς ῥημάξουν. καὶ ἀσφαλῶς μόνο ἐπὶ ῥωμαιοκρατίας καὶ πολὺ μετὰ τὸν ᾿Απίωνα, στὸν ὁποῖο ἐπιτίθεται κι ὁ ᾿Ιώσηπος (θ. 98 μ.Χ.) ἀπολογητικῶς ὑπὲρ τοῦ ᾿Ιουδαϊσμοῦ, θὰ μποροῦσε καὶ ἡ «᾿Ιουδαία» Σίβυλλα, ἡ νύφη τοῦ Νῶε, νὰ προπηλακίζῃ ἔτσι τοὺς συνυποδούλους ῞Ελληνες· γιὰ νὰ «προφητεύσῃ» παρακάτω ὅτι τοὺς νικητὰς τῶν ῾Ελλήνων ῾Ρωμαίους «θὰ» τοὺς συντρίψουν οἱ πολὺ ἀνώτεροι ᾿Ιουδαῖοι ἐπαναστάτες (132-135 μ.Χ.), ὅπως νὰ ποῦμε κι ὁ ῞Ομηρος ἐξυμνεῖ ὡς γενναίους τοὺς Τρῷες, γιὰ νὰ ἐξάρῃ τὴν πολὺ ἀνώτερη ἀνδρία τῶν νικητῶν τους ᾿Αχαιῶν. κλέβει ἀπὸ τὸν ῞Ομηρο πολλά, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Βεργιλίου, τὸν ὁποῖο ἐπίσης κατὰ βάθος μιμεῖται σ᾿ αὐτό, ὅπως λόγου χάρι τὴν ὀνομασία τοῦ δουρίου ἵππου δουράτεος ἵππος (θ 592-3· 512), ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν ξύλινη κιβωτὸ τοῦ Νῶε ὡς δουράτεον δῶμα καὶ οἶκος δουράτεος, ἤ, τὸ κωμικώτερο, ὅταν ἡ Σίβυλλα σὲ στιγμὲς ταπεινοφροσύνης καὶ αὐτομεμψίας ἀποκαλῇ τὸν ἑαυτό της κυνῶπιν ἀναιδέα περ ῥέξασαν (= ἀδιάντροπη σκύλα μὲ πρόστυχο μάτι στὴ δρᾶσι της 2,345), βρισιὰ ποὺ στὸν ῞Ομηρο λέγεται γιὰ τὶς μοιχαλίδες συννυφάδες ῾Ελένη καὶ Κλυταιμνήστρα (Γ 180· λ 424), ἢ σὰν κουτσομπολίστικη βρισιὰ ποὺ πετάει ὁ χολωμένος χωλὸς ῞Ηφαιστος ἐναντίον τῶν θηλυκῶν θεῶν τοῦ ῾Ολύμπου ῞Ηρας καὶ ᾿Αφροδίτης, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη τὸν γέννησε χωρὶς τὸν ἄντρα της καὶ ἡ δεύτερη ὡς σύζυγός του τὸν ἀπάτησε μὲ ἄλλο θεό (Σ396· θ 319). μιμεῖται δὲ καὶ τὸν ῾Ησίοδο, ποὺ μιλάει γιὰ τὰς γενεὰς (῎Εργ., 109-201), ὅταν κι αὐτὸς μιλάῃ ὡς Σίβυλλα γιὰ τὶς γύρω ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ γενεές (1,65-124). λόγῳ τοῦ «χριστιανικοῦ» σαρώματος, ποὺ ἀνέφερα, ἀντιχριστιανικὲς αἰχμὲς ἔμειναν στὸ ἀπόκρυφο μόνον ὅσες δὲν ἀντιλήφθηκαν οἱ ἀντίστοιχοι μικρονοϊκοὶ «Χριστιανοὶ» διασκευασταί του, ὅπως οἱ ἀκόλουθοι στίχοι (4,115-8) ·

῞Ηξει καὶ Σολύμοισι κακὴ πολέμοιο θύελλα
᾿Ιταλόθεν, νηὸν δὲ θεοῦ μέγαν ἐξαλαπάξει,
ἡνίκ᾿ ἂν ἀφροσύνῃσι πεποιθότες εὐσεβίην μὲν
ῥίψωσιν, στυγεροὺς δὲ φόνους τελέωσι πρὸ νηοῦ.

ἀφροσύναι εἶναι ἡ Χριστιανικὴ πίστι, καὶ πεποιθότες σ᾿ αὐτὲς οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι (ἀπ)έρριψαν τὴν εὐσεβίην, τὸν ἰουδαϊσμό. τὸ παλιὸ πλέον γεγονὸς τῆς πρώτης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως καὶ τῆς καταστροφῆς τοῦ μεγάλου νηοῦ τοῦ θεοῦ, γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔγινε καὶ στυγερὴ σφαγή (66-70 μ.Χ.), ὁ ἀποκρυφογράφος τὰ ἑρμηνεύει σὰ συνέπειες τῆς «ἀποστασίας» πολλῶν ῾Εβραίων ἀπὸ τὴν εὐσεβίην τοῦ ἰουδαϊσμοῦ στὴν «ἀσέβεια» τοῦ Χριστιανισμοῦ. ἔτσι ἀκριβῶς ἐκφράζονται καὶ ἄλλοι «υἱοὶ τοῦ φωτὸς» τοῦ ᾿Ακιβὰ καὶ τοῦ Βαρχωχεβά, ποὺ ἐμφανίζονται στὰ συνομήλικα ἀκέραια ἢ ἀποσπασματικὰ κείμενα τῶν σπηλαίων τοῦ Κουμράν, τῆς Δαμασκοῦ, καὶ τοῦ Χηνοβοσκίου. ἡ κοινὴ γραμμὴ καὶ τὰ κοινὰ σλόγκαν εἶναι ἐντυπωσιακά. δυσδιάκριτη, λόγῳ τῆς «ὁμηρικῆς» γλώσσης του, εἶναι ἡ κλοπή του ἀπὸ τὶς βιβλικὲς ἀποκαλύψεις τῶν ᾿Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Ζαχαρίου, καὶ ᾿Ιωάννου, ἀλλ᾿ εἶναι βέβαιη καὶ συχνὴ καὶ ἐκτενής, καὶ ὑπεραρκετὴ γιὰ νὰ ἐντάξῃ τὸ σκεύασμα στὴν ἄρρωστα μιμητικὴ ἰουδαϊκὴ «ἀποκαλυπτικὴ» παραφιλολογία τοῦ πρώτου κύματος, τῶν θριαμβολογικῶν δηλαδὴ «ἀποκαλύψεων» τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως (132-135 μ.Χ.). ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀντιρρωμαϊκὸ μένος του ποὺ βράζει, εἶναι πολὺ φλογερὴ καὶ πυρακτωμένη καὶ ἡ χιμαιρικὴ ἐλπίδα του ὅτι ἡ νίκη καὶ ἡ δόξα τῶν ᾿Ιουδαίων ἔρχεται σὲ λίγο. ἡ πρώτη ἰουδαϊκὴ ἐπανάστασι (66-70 μ.Χ.) ἦταν πολὺ ἄγρια, ἀλλὰ δὲν εἶχε τέτοια ἀλυτρωτικὴ καὶ μεγαλοϊδεάτικη προπαγάνδα.
       Τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου τὴ μιμεῖται τὸ ἀπόκρυφο στὸ ὅλο ἀποκαλυπτικὸ ὕφος καὶ πολλὲς φορὲς σὲ συγκεκριμένους στίχους του, ὅπως 3,75-92 καὶ 8,194-205. μιμεῖται δὲ καὶ τὴ Β΄ ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου (2,5), ὅπου ὁ ἀπόστολος λέει ὄγδοον Νῶε, καὶ λέει κι ὁ ἀποκρυφογράφος Νῶε... ὄγδοος ἐξῆλθε (τῆς κιβωτοῦ) (2,280-1). ὅσο κοινότυπη κι ἂν εἶναι ἡ λέξι ὄγδοος, ἐδῶ εἶναι μοναδικὴ κι ἐντυπωσιακή, ἐπειδή, ἐνῷ εἶναι ἀριθμητικὸ τακτικό, ὁ Πέτρος τὴ χρησιμοποιεῖ κατὰ τρόπο ῥωμαϊκό, σὰ νὰ εἶναι δηλαδὴ τὸ λατινικὸ διανεμητικὸ ἀριθμητικὸ octoni (= μαζὶ μὲ ἄλλους ἑφτά)· καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα διανεμητικὰ ἀριθμητικὰ δὲν ἔχει. αὐτὸ ἐντυπωσίασε τὸν πλαστογράφο ᾿Ιουδαῖο, κι ἔκλεψε μιὰ τέτοια λέξι. καὶ νομίζω ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν οἱ συντάκτες δυὸ κειμένων μὲ ὑψηλὰ νοήματα νὰ ζήλεψαν μαζὶ νὰ μιμηθοῦν τὸ ἴδιο ἀνόητο ἰουδαϊκὸ πλαστογράφημα, καὶ ὄχι ὁ φθονερὸς παπαγάλος τοῦ ἀποκρύφου τὰ δυὸ ὑπέροχα κείμενα. δὲν εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀνοήτους ποὺ ὑποστηρίζουν τέτοιες ἠλιθιότητες, οἱ ὁποῖες εἶναι καρποὶ ἀμαθείας, μικρονοίας, καὶ ἀντιχριστιανικῆς κακοηθείας. μιμεῖται ἐπίσης ὁ ἀποκρυφογράφος, ὅσο μπορεῖ, καὶ τὸ κωδικὸ ὄνομα τῆς ᾿Αποκαλύψεως (13,18) 666, κατονομάζοντας κι αὐτὸς ὅλους τοὺς ῾Ρωμαίους αὐτοκράτορες καὶ μερικοὺς ἄλλους – πληθωρικὴ μίμησι καὶ ἀνταγωνιστικὴ – μόνο μὲ τὸ ἀρχικὸ γράμμα τοῦ ὀνόματός των, ὅπως λόγου χάρι τὸν τοῦ παρελθόντος μέγαν ὀλέτην εὐσεβέων ἀνδρῶν, δηλαδὴ σφαγέα τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅπως χαρακτηρίζει τὸ Βεσπασιανό,
ἑπτάκις ὃς δεκάτην κεραίην δείκνυσι πρόδηλον.
γράμμα τοῦ ἀλφαβήτου ποὺ σημαίνει τὸν ἀριθμὸ 70 εἶναι τὸ Ο (=Οὐεσπασιανός) (12,101). οἱ ἐπὶ μεγάλου Κωνσταντίνου «Χριστιανοὶ» διασκευασταὶ μιμήθηκαν σ᾿ αὐτὸ τὴν ᾿Αποκάλυψι ἐπιτυχέστερα μὲ τ᾿ ὄνομα 888 (=᾿Ιησοῦς) (1,327-330).
       Πολὺ ἔντονα καὶ μὲ πολλὴ ἐκτένεια μιμεῖται ὁ ᾿Ιουδαῖος ἀποκρυφογράφος τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου στοὺς λόγους 3, 4, 5, καὶ 14, ὅταν θεολογῇ καὶ θριαμβολογῇ γιὰ τὴν ἐπικείμενη «σίγουρη» νίκη τῶν ᾿Ιουδαίων ἐναντίον τῶν ῾Ρωμαίων, τὴ συντριβὴ τῶν ῾Ρωμαίων, τὴν καθυπόταξι ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς, καὶ τὴν ἔνδοξη καὶ μακάρια ζωή, ποὺ περιμένει ἔπειτα τοὺς ᾿Ιουδαίους· καὶ τότε θὰ εἶναι οἱ ἡμέρες τοῦ μεσσίου · ἐννοεῖ δὲ ὡς μεσσία τὸν Βαρχωχεβά (3,652-720· 741-808· 4,115-192 · 5,139-181· 414-433· 14,360 -1). τὸ τελευταῖο ἐγκοσμιοκρατικὸ στοιχεῖο κατὰ τὰ τέλη τοῦ Β΄ αἰῶνος ἀπὸ τὰ ἰουδαϊκὰ αὐτὰ ἀπόκρυφα, ποὺ θεωρήθηκαν κι ἀπὸ Χριστιανοὺς θεόπνευστα, πέρασε καὶ σ᾿ αὐτοὺς ὡς χιλιασμός, κι ἀργότερα πέρασε καὶ στὸ ἰσλὰμ καὶ σὲ προτεσταντικὲς αἱρέσεις τῆς ᾿Αμερικῆς· διότι πάντοτε γιὰ τὸ λαοτζῖκο ἀποτελεῖ θέλγητρο· πρόκειται ἀρχικὰ γιὰ ἰουδαϊσμό. θὰ ἦταν βαρετὸ ν᾿ ἀναλύσω ὅλα κι ὁλόκληρα αὐτὰ τὰ κομμάτια. μερικὰ μόνο πράγματα εἶναι ἄξια σημειώσεως.
       Οἱ ἐπικείμενες ἡμέρες τοῦ μεσσίου περιγράφονται κυρίως στοὺς προσημειωμένους στίχους τοῦ λόγου 3.
       Στὸ λόγο 4, ἀφοῦ ἱστορεῖται πρῶτα τὸ παλιὸ γεγονὸς τῆς κατὰ τὴν πρώτη ἐπανάστασι καταστροφῆς τοῦ ναοῦ καὶ τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ μέχρι τὸ στίχο 127, μετὰ τὸ στίχο αὐτὸ μεσολαβεῖ μεγάλο κενὸ χαμένων στίχων, κι ἀπὸ τὸ στίχο 128, ἀφοῦ πρὸ πολλοῦ ἡ «προφητεία» ἔχει εἰσαχθῆ στὴν ἐξιστόρησι τῆς δεύτερης ἐπαναστάσεως, λέγεται ὅτι μετὰ τὴ συντριβὴ τῶν ῾Ρωμαίων θά καῇ ὅλη ἡ γῆ, κι ἀπὸ κεῖ κι ἔπειτα, ὅσοι θὰ ἐπιζήσουν – κι αὐτοὶ θὰ εἶναι οἱ νικηταὶ ᾿Ιουδαῖοι καὶ οἱ ἀπαραίτητοι ὑπόδουλοί τους – , θὰ ζοῦν στὴ δόξα. αὐτὴ ἡ παγκόσμια πυρκαϊὰ δὲν χρειαζόταν στὸ σχέδιο τοῦ ᾿Ιουδαίου καθόλου, ἀλλ᾿ ἦταν ἀπαραίτητη ὡς ἀπομίμησι τῆς ᾿Αποκαλύψεως τοῦ ᾿Ιωάννου.
       Στὸ λόγο 5 δίνεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Βαρχωχεβά, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας γράφει· ᾿Εστρατήγει δὲ τότε ᾿Ιουδαίων Βαρχωχεβᾶς ὄνομα, ὃ δὴ ᾿Αστέρα δηλοῖ,... ὡς δὴ ἐξ οὐρανοῦ Φωστὴρ αὐτοῖς κατελθὼν (᾿Εκ. ἱστ. 4,6,2). ἔτσι ἐξηγεῖται, νομίζω, γιατὶ καὶ οἱ ὀπαδοί του, ποὺ τὸν εἶχαν σὰ θεὸ καὶ μεσσία, στὰ προειρημένα κείμενα τοῦ Κουμρὰν τῆς Δαμασκοῦ καὶ τοῦ Χηνοβοσκίου λέγονται υἱοὶ τοῦ Φωτός. τὸ τροχαϊκὸ ὄνομα Βαρχωχεβᾶς (υ - υ -) δὲν μπαίνει σὲ δακτυλικὸ ἑξάμετρο μὲ κανέναν τρόπο, κι ὁ «ποιητὴς» ἀποκρυφογράφος τὸν ἀναφέρει μόνο μὲ τὸ ἑλληνικό του ὄνομα ᾿Αστήρ, λέγοντας ὅτι, ὅσα θριαμβολογοῦνται ἐκ τῶν προτέρων, θὰ γίνουν, ὅταν... λάμψῃ μέγας ᾿Αστήρ, ὃς πᾶσαν γαῖαν καθελεῖ μόνος (5,155-6). στὸ ἴδιο κομμάτι ἡ ῾Ρώμη λέγεται Βαβυλὼν (5,143), ἐπειδὴ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ποὺ ἔκλεβαν ἀπὸ τὴν ᾿Αποκάλυψι νόμιζαν ὅτι αὐτὴν ἐννοεῖ μ᾿ αὐτὸ τὸ ὄνομα ὁ ᾿Ιωάννης (᾿Απ 14,8· 16,19· 17,5· 18,2· 10· 21). λέγεται ἐπίσης ὅτι ὁ ᾿Αστὴρ θὰ καταστρέψῃ τοὺς ῾Ρωμαίους τελείως.
       Τέλος στὸ λόγο 14 τὸ ὅλο «χρησμολογικὸ ἔπος» κατακλείεται μ᾿ ἕνα δίστιχο ποὺ λέει ὅτι τότε τὸ ἁγνὸν ἔθνος τῶν ᾿Ιουδαίων θὰ κρατήσῃ τὰ σκῆπτρα πάσης τῆς γῆς εἰς ἅπαντας τοὺς αἰῶνας. τὸ ὄνειρο τῶν Ἰουδαίων ποὺ τοὺς ἔγινε αἰώνιο.
       Δὲν ὑπάρχει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι οἱ «Σιβυλλικοὶ χρησμοί», τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ ἀπόκρυφο, εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ κυριώτερα προπαγανδιστικὰ βιβλία τῆς ἰουδαϊκῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, ποὺ παρήγαγε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ δεύτερη ἰουδαϊκὴ ἐπανάστασι τῶν ἐτῶν 132-135 μ.Χ.. ὁποιοδήποτε ἄλλο στοιχεῖο του εἶναι μόνο νεώτερο, καὶ τὰ νεώτερα φτάνουν, ὅπως ἔδειξα, μέχρι τὸ 325.
       Τὸ ἰσχυρότερο «ἐπιχείρημα» τῆς ἐναντίον τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἀρνητικῆς κριτικῆς γιὰ τὸ ὅτι οἱ «Σιβυλικοὶ χρησμοὶ» εἶναι τοῦ Α΄ π.Χ. αἰῶνος, εἶναι ὅτι ὁ Βεργίλιος (θ. 19 π.Χ.) ἀπ᾿ αὐτοὺς (3,785-795) πῆρε δῆθεν χωρίο τοῦ ᾿Ησαΐου (13,49-53) στὰ Βουκολικά του (4,21-25)· πρόκειται γιὰ ἀπάτη. οἱ στίχοι αὐτοὶ τοῦ Βεργιλίου, ποὺ παρατίθενται μεταφρασμένοι σὲ ὁμηρικὴ γλῶσσα καὶ στὸ Λόγο τοῦ μεγάλου Κωνσταντ
ίνου πρὸς τὴν Α΄ οἰκουμενικὴ σύνοδο (§20 ΒΕΠ 24,225), δὲν λὲν τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲ τὸ κείμενο τοῦ ᾿Ησαΐου· τοὺς μεταφράζω ἀπὸ τὸ λατινικὸ πρωτότυπο.

 

Μόνες οἱ γίδες θὰ γυρίζουν στὸ σπίτι μὲ μαστοὺς σπαργωμένους
ἀπὸ γάλα, καὶ τὰ βόδια ποὺ βόσκουν δὲν θὰ φοβοῦνται τὰ λιοντάρια.
τὸ σπίτι ὅπου μεγάλωσες μόνο του θὰ σοῦ προσφέρῃ ὡραῖα λουλούδια.
θὰ ἐξαφανιστῇ τὸ φίδι, θὰ ἐξαφανιστῇ τὸ ὕπουλο καὶ φαρμακερὸ
βότανο· παντοῦ θὰ φυτρώνῃ τῆς ᾿Ασσυρίας τὸ κινάμωμο.


       Αὐτὰ γιὰ τὶς προεπαναστατικὲς ἰουδαϊκὲς ψευδαποκαλύψεις, τὶς θριαμβολογικές.

       ᾿Αντίθετα οἱ θρηνητικὲς τέτοιες εἶναι ἔκφρασι τοῦ μετὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως πληγωμένου καὶ τρομοκρατημένου ἰουδαϊκοῦ ἐθνικισμοῦ · εἶναι γεμάτες μὲ ἀλυτρωτικὲς κλάψες.

       ῾Η «᾿Αποκάλυψις ῎Εσδρα» ἢ ἄλλως ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς «Δ΄ ῎Εσδρας» λεγομένη (Violet B., Die Ezra Apokalypse (Esra VI), Ι : Die Überlieferung, GCS, Leipzig 1920· αὐτὴ εἶναι ἡ καλλίτερη ἔκδοσι) εἶναι ἡ κυριώτερη ἀπὸ τὶς θρηνητικές· γι᾿ αὐτὸ καὶ παραπλάνησε κι αὐτὴ ἀρκετοὺς ἀπὸ τοὺς μεταγενεστέρους της Χριστιανούς, ποὺ τὴ δέχτηκαν ὡς θεόπνευστη. ἔτσι πέρασε σ᾿ αὐτοὺς καὶ τὸ γνωστὸ ἀνόητο παραμύθι της, ὅτι κάποτε χάθηκε ὅλη ἡ Π. Διαθήκη, ἀλλὰ τὴν ξανάγραψε ἀπὸ μνήμης θεοπνεύστου ὁ ῎Εσδρας. τὸ ἰουδαϊκὸ αὐτὸ πλαστογράφημα σῴζεται σὲ ἓξ ἀρχαῖες μεταφράσεις· λατινική, συριακή, αἰθιοπική, δυὸ ἀραβικές, κι ἀρμενική. ὅλες ἔχουν μεταφραστῆ ἀπὸ χαμένο σήμερα ἑλληνικὸ πρωτότυπο. αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ πολλὲς ἄλλες ἐνδείξεις κι ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς λέξεις ποὺ διατηρήθηκαν στὶς μεταφράσεις κι ἀπὸ τὸ ὅτι, ὅπως παρατήρησα, στὴ λατινικὴ μετάφρασι διατηρεῖται ἀκόμη καὶ ἡ ἀττικὴ σύνταξι, ἡ ὁποία δὲν ὑπάρχει οὔτε στὴ λατινικὴ γλῶσσα οὔτε σὲ καμμιὰ ἄλλη πλὴν τῆς ἑλληνικῆς · π.χ. ostendetur quae nunc subducitur terra, ποὺ στὸ πρωτότυπο θὰ ἦταν, νομίζω, δειχθήσεται ὅσα νῦν ἀναφύει ἡ γῆ (3,5,1). ὁ Ψευδοέσδρας εἶναι, νομίζω, ἀπὸ τοὺς ἐπιζήσαντες νηπίους ἢ νεαροὺς τῶν ἐπαναστατῶν τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 132-135, καὶ ἄρα ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητὰς ἢ ὀπαδοὺς τοῦ ᾿Ακιβά. τὴν «᾿Αποκάλυψί» του, στὴν ὁποία θρηνεῖ καὶ γιὰ τὴν ὁριστικὴ καταστροφὴ τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν δυτικὸ «ἀετὸ» καὶ τὴν ὁποία γράφει στὴ νέα Βαβυλῶνα (τὴ ῾Ρώμη, διότι ἡ παλιὰ δὲν ὑπάρχει ἐδῶ καὶ 3,5 αἰῶνες), τὴν ἀρχίζει· ᾿Εν ἔτει τριακοστῷ ἀπὸ καταστροφῆς τῆς Πόλεως ἤμην ἐν Βαβυλῶνι ἐγὼ Σαλαθιὴλ ὁ καὶ ῎Εσδρας, καὶ ἀνακείμενος ἐπὶ τὴν κλίνην μου ἐταράχθην, καὶ οἱ λογισμοί μου ἀνέβαινον ἐπὶ τὴν καρδίαν μου, ὅτι εἶδον τὴν ἐρήμωσιν τῆς Σιών... (Αὐτόθι 1,1,1· ἐπαναφέρω τὸ λατινικὸ κείμενο στὴ γλῶσσα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου, ποὺ μιμεῖται τὴ γλῶσσα τῶν Ο΄). ὅπως διαπίστωσα, μιμεῖται στὸ ὕφος καὶ στὴ φρασεολογία τοὺς ᾿Ιερεμία, Δανιήλ, ῎Εσδρα καὶ Νεεμία κατὰ τοὺς Ο΄, καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου. τριάντα χρόνια μετὰ τὸ 135 βρισκόμαστε στὸ 165. ὁ ᾿Ιουδαῖος πλαστογράφος ἦταν ἀκριβῶς σύγχρονος τοῦ Μελίτωνος Σάρδεων. ἀναφέρουν τὴν «᾿Αποκάλυψιν ῎Εσδρα» ὁ Εἰρηναῖος πρῶτος, ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς, ὁ Θεοδώρητος, καὶ ἀρκετοὶ ἄλλοι, καὶ τὴ θεωροῦν ὅλοι θεόπνευστη. γράφει ὁ Εἰρηναῖος· Καὶ οὐδὲν θαυμαστὸν τὸν θεὸν τοῦτο ἐνηργηκέναι, ὅς γε καὶ ἐν τῇ ἐπὶ Ναβουχοδονόσορ αἰχμαλωσίᾳ τοῦ λαοῦ, διαφθαρεισῶν τῶν Γραφῶν καὶ μετὰ ἑβδομήκοντα ἔτη τῶν ᾿Ιουδαίων ἀνελθόντων εἰς τὴν χώραν αὐτῶν, ἔπειτα ἐν τοῖς χρόνοις ᾿Αρταξέρξου τοῦ Περσῶν βασιλέως ἐνέπνευσεν ῎Εσδρᾳ τῷ ἱερεῖ ἐκ τῆς φυλῆς Λευῒ τοὺς τῶν προγεγονότων προφητῶν πάντας ἀνατάξασθαι λόγους καὶ ἀποκαταστῆσαι τῷ λαῷ τὴν διὰ Μωϋσέως Νομοθεσίαν (῎Ελεγχ. 3,21,2 = ἀπόσπ. 37· καὶ στὸν Εὐσέβιο, ᾿Εκ. ἱστ. 5,8,15). καὶ ὁ Κλήμης ὁ ᾿Αλεξανδρεύς, παραθέτοντας χωρία ἀπὸ τὸ πλαστογράφημα αὐτό, γράφει· Κἀν τῇ <ἐπὶ> Ναβουχοδονόσορ αἰχμαλωσίᾳ διαφθαρεισῶν τῶν Γραφῶν, κατὰ τοὺς ᾿Αρταξέρξου τῶν Περσῶν βασιλέως χρόνους ἐπίπνους ῎Εσδρας ὁ Λευΐτης ὁ ἱερεὺς γενόμενος πάσας τὰς Παλαιὰς αὖθις ἀνανεούμενος προεφήτευσε Γραφάς· κι ἀλλοῦ · ῎Εσδρας ὁ προφήτης λέγει· «Οὐδεὶς ...» (Στρωμ. 1,23,152· 3,16,100). καὶ ὁ Θεοδώρητος· Πρὸ πεντήκοντα δὲ καὶ ἑκατὸν τῆς ἑρμηνείας (τῶν Ο΄) ἐνιαυτῶν, θείας ἀναπλησθεὶς χάριτος ὁ θαυμάσιος ῎Εσδρας, τὰς ἱερὰς ἀνέγραψε βίβλους, ὑπὸ τῆς τῶν ᾿Ιουδαίων ἀμελείας καὶ τῆς τῶν Βαβυλωνίων δυσσεβείας πάλαι διαφθαρείσας. εἰ δὲ κἀκεῖνος ὑπὸ τοῦ παναγίου Πνεύματος τὴν τοιαύτην ἀνενεώσατο μνήμην... (῎Απορα, Ψαλμοί, προθεωρία, PG 80,864a).
       Γιὰ νὰ δώσω μιὰ ἄμεση γεῦσι ὅλων αὐτῶν τῶν ἀνοήτων ἰουδαϊκῶν πλαστογραφημάτων, παραθέτω τὸ τέλος τῆς σῳζομένης «᾿Αποκαλύψεως ῎Εσδρα», ποὺ εἶναι ἡ «Ζ΄ ῞Ορασίς» του. Prolongabit enim magis veritas et adpropinquabit mentacium; ...et feci sic (κεφ. 14 §§17-48 = ῞Ορασις Ζ΄, §§2-8 · ἔκδ. Violet, σ. 412-430). παραλείποντας ἐδῶ τὸ πολὺ λατινικὸ κείμενο, δίνω μόνο τὴ μετάφρασί μου ἀπὸ τὴ λατινικὴ στὴ γλῶσσα τῶν Ο΄, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ μιμηθῇ φθονερὰ ὁ ᾿Ιουδαῖος πλαστογράφος, ὅπως σαφῶς φαίνεται ἀκόμη καὶ στὴ λατινικὴ μετάφρασι τοῦ ἀποκρύφου. καὶ ἀσφαλῶς, ἂν ἡ ἀρχικὴ γλῶσσα τοῦ ἀποκρύφου δὲν ἦταν ἡ ἑλληνική, δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ ἡ μίμησι τῆς γλώσσης τῶν Ο΄. μεταφράζω λοιπόν.
   2 Μακρυνεῖ γὰρ ἐπὶ πλεῖον ἡ ἀλήθεια καὶ ἐγγιεῖ τὸ ψεῦδος · ἤδη γὰρ σπεύδει ἐλθεῖν ὁ ἀετός, ὃν εἶδες ἐν τῇ ὁράσει. 3 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπον· Λαλήσω ἐναντίον σου, Κύριε. ἰδοὺ γὰρ ἐγὼ ἀπελεύσομαι, καθ᾿ ἃ ἐνετείλω μοι, καὶ ἐπιλήψομαι τοῦ λαοῦ τοῦ παρόντος · ἀλλὰ τοῖς ὕστερον γεννηθησομένοις τίς ὑπομνήσει ; ὁ γὰρ αἰὼν <οὗτος> ἐν τῷ σκότει κεῖται καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῷ χωρὶς φωτός. ὅτι ὁ Νόμος σου κατεκάη καὶ διὰ τοῦτο οὐδεὶς γινώσκει ὅσα ἐποίησας ἢ ὅσα ἄρξονται... ἔργα. εἰ γὰρ εὗρον χάριν ἐναντίον σου, πέμψον ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον, καὶ γράψαιμι πᾶν ὅ τι ἐγένετο ἐν τῷ αἰῶνι ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὅσα ἐν τῷ Νόμῳ σου ἦσαν γεγραμμένα, ὅπως δύνωνται οἱ ἄνθρωποι εὑρίσκειν τὴν τρίβον, καὶ οἱ θέλοντες ζῆν ἐν τοῖς ἐσχάτοις ζήσονται. 4 καὶ ἀποκριθεὶς πρός με εἶπε· Πορευθεὶς ἐπισυνάγαγε τὸν λαόν, καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτούς, ὅπως μή σε ζητῶσιν ἡμέρας τεσσαράκοντα. σὺ δὲ ἑτοίμασον σεαυτῷ πυξία πολλὰ καὶ λάβε μετὰ σοῦ Σαραίαν, Δαβρίαν, Σελεμίαν, Αἰθάν, καὶ ᾿Αζιήλ, τοὺς πέντε τούτους, ὅτι ἡτοιμασμένοι εἰσὶν εἰς τὸ γράφειν ὀξέως. καὶ πορεύσῃ ἐνθάδε, κἀγὼ ἅψω ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸν λύχνον τοῦ συνιέναι, ὃς οὐ σβεσθήσεται, ἕως ἂν τελειωθῶσιν ὅσα ἄρξῃ γράφειν. καὶ ὅταν τελειώσῃς, ἄλλα μὲν φανερὰ ποιήσεις, ἄλλα δὲ ἀπόκρυφα τοῖς σοφοῖς παραδώσεις. αὔριον γὰρ ταύτῃ τῇ ὥρᾳ ἄρξῃ γράφειν. 5 καὶ ἐπορεύθην, καθ᾿ ἃ ἐνετείλατό μοι, καὶ ἐπισυνήγαγον πάντα τὸν λαὸν καὶ εἶπον· ῎Ακουε, ᾿Ισραήλ, τὰ ῥήματα ταῦτα· ἀποδημοῦντες ἀπεδήμησαν οἱ πατέρες ἡμῶν ἀπ᾿ ἀρχῆς εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐλυτρώθησαν ἐκεῖθεν. καὶ ἔλαβον νόμον ζωῆς, ὃν οὐκ ἐφύλαξαν, ὃν καὶ ὑμεῖς μετ᾿ ἐκείνους παρέβητε. καὶ παρεδόθη ἡ γῆ ὑμῶν εἰς προνομὴν ἐν τῇ γῇ Σιών. καὶ ὑμεῖς καὶ οἱ πατέρες ὑμῶν ἀδικίαν ἐποιήσατε καὶ οὐκ ἐφυλάξατε τὰς ὁδούς, ἃς ὁ ὕψιστος ἐνετείλατο ὑμῖν. δίκαιος δὲ κριτὴς ὑπάρχων, ἀφεῖλεν ἀφ᾿ ὑμῶν ἐν καιρῷ ὃ ἐδωρήσατο ὑμῖν. καὶ νῦν πάρεστε ἐνθάδε καὶ οἱ ἀδελφοὶ ὑμῶν ἐν μέσῳ ὑμῶν εἰσιν. ἐὰν οὖν τάξητε τῷ νοῒ ὑμῶν καὶ παιδεύσητε τὴν καρδίαν ὑμῶν, ζῶντες τηρηθήσεσθε καὶ μετὰ θάνατον εὑρήσετε ἔλεος. ἐλεύσεται γὰρ κρίσις μετὰ θάνατον, ὅταν πάλιν ἀναβιώσωμεν, καὶ τότε φανερωθήσεται τὰ ὀνόματα τῶν δικαίων καὶ δειχθήσεται τὰ ἔργα τῶν ἀσεβῶν. πρός με δὲ μηδεὶς νῦν προσέλθῃ μηδὲ ζητήσῃ με ἄχρι ἡμερῶν τεσσαράκοντα. 6 καὶ ἔλαβον τοὺς πέντε ἄνδρας, καθ᾿ ἃ ἐνετείλατό μοι, καὶ ἐπορεύθημεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ηὐλίσθημεν ἐκεῖ. καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον, καὶ ἰδοὺ φωνὴ κέκληκέ με λέγουσα· ῎Εσδρα, ἄνοιξον τὸ στόμα σου καὶ πῖε ὃ ποτιῶ σε. καὶ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, καὶ ἰδοὺ ποτήριον πεπληρωμένον προσεφέρετό μοι· τοῦτο ἦν πεπληρωμένον ὡσεὶ ὕδατι, καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὅμοιον πυρί. καὶ ἔλαβον καὶ ἔπιον. καὶ ὡς ἔπιον, παραχρῆμα ἡ καρδία μου ἐξηρεύγετο σύνεσιν καὶ τὸ στῆθός μου ἐπληροῦτο σοφίας, τὸ δὲ πνεῦμά μου διετήρει τὴν αἴσθησιν. καὶ ἠνοίχθη τὸ στόμα μου καὶ οὐκέτι ἐκλείσθη. 7 ὁ δὲ ὕψιστος ἔδωκε σύνεσιν τοῖς πέντε ἀνδράσι, καὶ ἔγραψαν ἐκ διαδοχῆς τὰ λαλούμενα γράμμασιν οἷς οὐκ ἐγίνωσκον. καὶ ἐκάθισαν ἡμέρας τεσσαράκοντα. αὐτοὶ δὲ ἡμέρας ἔγραφον, νυκτὸς δὲ ἤσθιον ἄρτον· ἐγὼ δὲ ἡμέρας ἐλάλουν καὶ νυκτὸς οὐκ ἐσιώπων. ἐγράφησαν δὲ ἐν ἡμέραις τεσσαράκοντα βιβλία τέσσαρα καὶ ἐνενήκοντα. 8 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπληρώθησαν ἡμέραι τεσσαράκοντα, καὶ ἐλάλησε πρός με ὁ ὕψιστος λέγων· Τὰ πρῶτα ἃ γέγραφας εἰς φανερὸν τίθει, καὶ ἀναγνώσονται ἄξιοι καὶ ἀνάξιοι· τὰ δὲ ἔσχατα ἑβδομήκοντα διαφυλάξεις, ὅπως παραδῷς αὐτὰ τοῖς σοφοῖς τοῦ λαοῦ σου. ἐν τούτοις γάρ ἐστιν ἡ φλὲψ τῆς συνέσεως καὶ ἡ πηγὴ τῆς σοφίας καὶ ὁ ποταμὸς τῆς ἐπιστήμης. καὶ ἐποίησα οὕτω.
       Στὴν παράγραφο 2 ἀλήθεια λέει τὸν ἰουδαϊσμὸ στὴν παραλλαγὴ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ᾿Ακιβά, ψεῦδος λέει τὴ Χριστιανικὴ πίστι, καὶ ἀετὸν τὴ ῾Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία· καὶ δὲν εἶναι ἡ μόνη φορὰ ποὺ χρησιμοποιοῦνται αὐτοὶ οἱ ὅροι μ᾿ αὐτὴ τὴ σημασία σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀπόκρυφο ἢ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν ἰουδαϊκὴ «ἀποκαλυπτικὴ» παραφιλολογία. στὴν παράγραφο 4 ὁ Ψευδοέσδρας φέρεται νὰ νηστεύῃ τεσσαράκοντα ἡμέρας ὅπως κι ὁ Μωϋσῆς στὸ Σινά, ὅταν ἦταν νὰ παραλάβῃ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ τὸ Νόμο· τὰ πυξία ὅμως, ποὺ στὸ Μωϋσῆ (῎Εξ 24,12) εἶναι δύο καὶ λίθινα, ἐδῶ εἶναι πολλὰ καὶ ἐννοοῦνται ὡς κύλινδροι παπύρου ἢ τετράδια περγαμηνῆς. στὴν παράγραφο 7 μὲ τὴ φράσι γράμμασιν οἷς οὐκ ἐγίνωσκον (ἐπειδὴ ἦταν σ᾿ αὐτοὺς πρωτόγνωρα) ἐννοεῖ τὴν ἀλλαγὴ γραφῆς γιὰ τὸ κείμενο τῆς Π. Διαθήκης, τὴν ἀντικατάστασι δηλαδὴ τῆς ἀρχαίας ἑβραϊκῆς γραφῆς, τῆς πολὺ ὁμοίας πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνική, μὲ τὴν ἀραμαϊκὴ (= συριακὴ) γραφή, μὲ τὴν ὁποία εἶναι γραμμένο τὸ μασοριτικὸ κείμενο μέχρι σήμερα. ἡ μεταγραφὴ αὐτὴ ἔγινε σιωπηρῶς, καὶ προοδευτικὰ κατὰ τόπους, μέσα στὸν Α΄ π.Χ. αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἐδῶ ὁ ἀποκρυφογράφος νομίζει ὅτι τὴν ἔκανε τὸν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ ῎Εσδρας. θέλει νὰ δώσῃ ἀρχαιότητα καὶ θεόπνευστη ἱερότητα στὴν ἀραμαϊκὴ γραφὴ τῶν συγχρόνων του μετὰ Χριστὸν ῥαββίνων καὶ μασοριτῶν. ὁ ἐδῶ μῦθος ὅτι ὁ ῎Εσδρας ξανάγραψε ἀπὸ θεοπνεύστου μνήμης ὅλη τὴν Π. Διαθήκη, ποὺ εἶχε χαθῆ, στὸ βιβλίο τῆς Σπουδῆς (= Ταλμοὺδ) Συνέδριον (= Σανεδρίν, 21b-22a), καὶ μάλιστα στὴν ὀψιμώτατη ῾Ερμηνεία (= Γεμαρά), δηλαδὴ στὰ σχόλια, ἀνευρίσκεται σὲ ἀρχαιότερη παραλλαγή του, ποὺ λέει ὅτι πρόκειται μόνο γιὰ μεταγραφὴ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑβραϊκὴ γραφὴ στὴ μετέπειτα ἀραμαϊκή. ἐκεῖ τὸ συγκριτικῶς «ἱερώτερον» τῆς ἀραμαϊκῆς γραφῆς αἰτιολογεῖται κατ᾿ ἄλλον τρόπο. στὶς παραγράφους 4, 7, καὶ 8 ὁ πλαστογράφος δίνει ἁδρομερῶς καὶ τὸν καινούργιο – τὸν ᾿Ιάμνειον – ἰουδαϊκὸ Κανόνα τῆς Π. Διαθήκης καὶ τῆς δευτερογενοῦς ῥαββινικῆς γραμματείας ἢ Δευτερώσεως (= Μισνά)· 24 εἶναι τὰ βιβλία τῆς Π. Διαθήκης καὶ 70 τὰ τῆς Μισνά. ἡ Π. Διαθήκη εἶναι γιὰ νὰ τὴ διαβάζουν ἄξιοι καὶ ἀνάξιοι, ὁ λαοτζῖκος ὁ βέβηλος, ἐνῷ ἡ Μισνὰ εἶναι τὰ ἄκρως ἱερὰ βιβλία, ποὺ τὰ διαβάζουν μόνο οἱ σοφοὶ τοῦ ᾿Ισραήλ· διότι ἡ Μισνὰ δὲν εἶναι ὅ,τι κι ὅ,τι ὅπως ἡ Π. Διαθήκη, ἀλλ᾿ εἶναι ἡ φλὲψ τῆς συνέσεως καὶ ἡ πηγὴ τῆς σοφίας καὶ ὁ ποταμὸς τῆς ἐπιστήμης· ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἡρπάγη ἕως τρίτου οὐρανοῦ, ἐνῷ ὁ ὅσιος Βαρσανούφιος ἕως ἑβδόμου οὐρανοῦ. ἀκόμη καὶ στὸν ᾿Ιουδαῖο ᾿Ιώσηπο (θ. 98 μ.Χ.) καὶ στὸ Χριστιανὸ Μελίτωνα (160) ἡ Π. Διαθήκη φέρεται ὡς Κανὼν τῶν 22 βιβλίων. ὁ Κανὼν τῶν 24 βιβλίων ἐμφανίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ἐδῶ στὴν «᾿Αποκάλυψι ῎Εσδρα» καὶ δεύτερη στὸ βιβλίο τῆς Ταλμοὺδ ᾿Εσχάτη θύρα (= Βαβὰ βαθρά, 14b-15a) καὶ μάλιστα στὴ Γεμαρά του. τὰ 22 βιβλία ἔγιναν 24 μὲ τὴν ἀποκόλλησι τῶν Θρήνων ἀπὸ τὸν ᾿Ιερεμία καὶ τὴν προσθήκη τῆς ᾿Εσθὴρ στὸ βιβλικὸ Κανόνα, ἔργα καὶ τὰ δύο τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου τῆς ᾿Ιαμνείας, καὶ ἀκριβέστερα τοῦ ῥαββίνου ᾿Ακιβά· ἔπειτα ὁ Κανὼν αὐτὸς τοῦ ᾿Ακιβά περάστηκε στὴ μασοριτικὴ καὶ ταλμουδικὴ παραφιλολογία καὶ διὰ τοῦ ᾿Ωριγένους στὴ Χριστιανικὴ ἐκκλησία. ὅσο γιὰ τὴ Μισνά, σήμερα ἀπαρτίζεται ἀπὸ 63 βιβλία, ἐνῷ ὁ ἀποκρυφογράφος τὴ θέλει μὲ 70 · διότι μέχρι τότε δὲν εἶχε γραφῆ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μισνὰ καὶ τὶς Ταργούμ (= Παραφράσεις τῆς Βίβλου). τὰ λοιπὰ 7 βιβλία ἢ χάθηκαν ἢ εἶναι ταργούμ.
       ῞Ολα τὰ παραπάνω τεκμηριώνουν καὶ ἀπὸ ἄλλη θέσι παρατηρήσεως τὴν ὀψιμότητα τῆς «᾿Αποκαλύψεως ῎Εσδρα», ποὺ εἶναι γραμμένη, ὅπως ἀνέφερα, κατὰ τὰ τέλη τοῦ Β΄ μ.Χ. αἰῶνος ἀπὸ ᾿Ιουδαῖο ἐχθρὸ τῶν Χριστιανῶν ἀναντιρρήτως.

       Πολὺ συγγενὴς πρὸς τὴν προηγούμενη «ἀποκάλυψι» εἶναι ἡ «᾿Αποκάλυψις Βαρούχ», τὴν ὁποία μαρτυροῦν οἱ Ψευδοβαρνάβας, Κυπριανός, ᾿Ωριγένης, Ψευδαθανάσιος, καὶ μερικοὶ ἄλλοι (Ψευδοβαρνάβας 11,9. Cyprianus, Test. 3,29 ᾿Ωριγένης, ᾿Αρχ. 2,3,6· Εἰς ᾿Ιερεμ., ἀπόσπ. 70 ἐκ τῶν Σειρῶν, ΒΕΠ 11,183. Ψευδαθανάσιος, Σύνοψ. Θ. Γραφ., 75 ΒΕΠ 33, 341). ὑπάρχουν σήμερα δύο παραλλαγές της, ἰουδαϊκὴ καὶ «χριστιανική». ἡ ἰουδαϊκὴ γράφτηκε πρωτοτύπως στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀλλὰ σῴζεται μόνο σὲ συριακή της μετάφρασι, ποὺ ἀνακαλύφτηκε τὸ 1866 καὶ δημοσιεύτηκε τὸ 1871 (Ceriani A. M. Monumenta sacra et profana, 1871· 5,2,113-180 Apocalypsis Baruch. Violet B. – Gressmann H., Die Apocalypsen des Baruch GCS, Leipzig 1920). αὐτὴν μαρτυρεῖ ὁ Ψευδοβαρνάβας. ἡ «χριστιανικὴ» εἶναι ἑλληνόγλωσση ἐπιτομὴ καὶ διασκευὴ τῆς προηγουμένης, ἡ ὁποία σῴζεται καὶ σὲ τρεῖς μεταφράσεις, λατινικὴ αἰθιοπικὴ καὶ σλαβονική. τὸ ἑλληνικό της πρωτότυπο ἀνακαλύφτηκε καὶ δημοσιεύτηκε τὸ 1897 (James M.B. , Apokrypha anecdota, 1897 2,84-102: Βαροὺχ ᾿Αποκάλυψις, ἑλληνιστὶ - σλαβονιστί). αὐτὴ μαρτυροῦν οἱ Κυπριανός, ᾿Ωριγένης, καὶ Ψευδαθανάσιος. σήμερα οἱ προτεστάντες λένε τὴ μὲν ἰουδαϊκὴ παραλλαγὴ «Β΄ Βαρούχ», τὴ δὲ «χριστιανικὴ» «Γ΄ Βαρούχ», ἐπειδὴ «Α΄ Βαρούχ», πάλι δῆθεν ἀπόκρυφο, λένε τὸ γνήσιο καὶ κανονικὸ βιβλίο τοῦ προφήτου Βαροὺχ ποὺ περιέχεται στὴ μετάφρασι τῶν Ο΄· αὐτὸ τοὺς συμβαίνει ἐπειδὴ πῆραν τὸν ἰουδαϊκὸ καὶ ῥαββινικὸ Κανόνα τῆς Π. Διαθήκης τὸν χωρὶς τὸ βιβλίο τοῦ Βαρούχ. δικοί μας «θεολόγοι», καθηγηταὶ πανεπιστημίου καὶ ἄλλοι, λένε τὴν «
᾿Αποκάλυψιν Βαροὺχ» κατὰ τὸν προτεσταντικὸ ἐθισμὸ «Β΄ Βαροὺχ» καὶ «Γ΄ Βαροὺχ» οἱ μὲν τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς λόγῳ τῆς συμπλεύσεώς των μὲ τοὺς προτεστάντες διδασκάλους των οἱ δὲ συντηρητικοὶ ἐπειδὴ δὲν ξέρουν τί τοὺς γίνεται. ἄλλωστε καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δὲ «πηγὲς» τῶν συγγραμμάτων τους ἔχουν διάφορα νεώτερα προτεσταντικὰ συγγράμματα καὶ ὄχι τ᾿ ἀρχαῖα κείμενα, τὰ ὁποῖα τοὺς εἶναι καὶ δυσνόητα. τώρα τὸ γιατί δὲν τοὺς ἔκοψε τοὐλάχιστο νὰ μὴ λένε τὰ δυὸ ἀπόκρυφα «Β΄ καὶ Γ΄ Βαρούχ», διότι ἔτσι ἐντάσσουν στ᾿ ἀπόκρυφα καὶ τὸν κανονικὸ Βαροὺχ μαζὶ μὲ τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ τοὺς προτεστάντες, αὐτὸ εἶναι δυσνόητο γιὰ μένα.
       ῾Η ἰουδαϊκὴ «᾿Αποκάλυψις Βαροὺχ» μιμεῖται τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου, κλέβει ἀπὸ τὶς ᾿Επιστολὲς τοῦ Παύλου καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν Πρὸς ῾Ρωμαίους, παρ᾿ ὅλο ποὺ προσπαθεῖ ν᾿ ἀναιρέσῃ τὰ κυριώτερα νοήματά της, ποὺ εἶναι καταλυτικὰ γιὰ τὸν ἰουδαϊσμό, ἀφηγεῖται ὁράματα, ἀποδίδει τὴν καταστροφὴ τῶν ᾿Ιουδαίων στὴν ἐμφάνισι τῆς ἀσεβείας μεταξύ των, καὶ ὡς τέτοια ἀσέβεια καὶ ἀποστασία ἐννοεῖ τὴ Χριστιανικὴ πίστι, καὶ κυρίως θρηνεῖ γιὰ τὴν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως. εἶναι τὸ πιὸ θρηνητικὸ καὶ ἀλυτρωτικὸ κείμενο ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ τὰ πλαστογραφήματα τῆς ἰουδαϊκῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας καὶ τὸ πιὸ φθονερό. ἔχει τόσο πολλὰ κοινὰ μὲ τὴν «᾿Αποκάλυψιν ῎Εσδρα» στοιχεῖα τόσο χρονολογικὰ ὅσο καὶ ἄλλα, ὥστε ἔχω τὴν ὑπόνοια ὅτι ὁ ἴδιος ᾿Ιουδαῖος ἔγραψε καὶ τὶς δυὸ αὐτὲς «᾿Αποκαλύψεις», τὴ μὲν «τοῦ Βαροὺχ» ὡς πρῶτο βιβλίο του, τὴ δὲ «τοῦ ῎Εσδρα» ὡς δεύτερό του. ἐξήτασα ὅμως πρώτη τὴν «᾿Αποκάλυψιν ῎Εσδρα», γιὰ τὴ μείζονα ἀμεσότητά της. θέλω νὰ πῶ ὅτι ἡ λατινικὴ μετάφρασί της, ποὺ ἐξήτασα, εἶναι δεύτερο χέρι μετὰ τὸ χαμένο ἑλληνόγλωσσο πρωτότυπό της, ἐνῷ στὴν «᾿Αποκάλυψιν Βαροὺχ» ἐξήτασα τὸ τρίτο χέρι, τὴ γερμανικὴ μετάφρασι τῆς συριακῆς μεταφράσεως, τὴν ὁποία δὲν προσπελάζω. καὶ ἡ πεῖρα μου μοῦ λέει ὅτι μιὰ μετάφρασι διατηρεῖ τὰ φιλολογικὰ τεκμήρια τοῦ πρωτοτύπου μειωμένα, ἐνῷ μιὰ μετάφρασι μεταφράσεως δὲν διατηρεῖ σχεδὸν τίποτε· καὶ ἔχει τέτοια φόρτισι λαθῶν καὶ κάθε ἀθέλητης τοὐλάχιστο παραποιήσεως, ποὺ εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ βγάζῃ κανεὶς ἀπ᾿ αὐτὴ πολλὰ συμπεράσματα. βλέπω ἄλλωστε τί παθαίνουν καὶ τί γκάφες κάνουν οἱ Εὐρωπαῖοι κι ᾿Αμερικανοὶ «ἑρμηνευταὶ» τῆς Βίβλου, οἱ ὁποῖοι τὴν προσπελάζουν ἀπὸ τρίτο μέχρι καὶ τέταρτο χέρι, καὶ οἱ δικοί μας, ὅσοι τὴν προσπελάζουν ἀπὸ πέμπτο χέρι, μέσῳ μιᾶς εὐρωπαϊκῆς μεταφράσεως, συνήθως τῆς γερμανικῆς τοῦ Λουθήρου ἢ τῆς ἰακωβιανῆς ἀγγλικῆς. καὶ δὲν ἔχω καμμιὰ ὄρεξι νὰ πάθω κι ἐγὼ τὰ ἴδια μ᾿ αὐτὴ τὴ γερμανικὴ μετάφρασι τῆς συριακῆς μεταφράσεως. πάντοτε οἱ ἀλλεπάλληλες μεταφράσεις, καὶ μάλιστα μὲ ἀγνώστους καὶ ἀνευθύνους ἐνδιαμέσους, λειτουργοῦν σὰν τὸ παιχνίδι «σπασμένο τηλέφωνο», κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ ἀρχικὴ φράσι «τὸ λουλούδι μοσχοβολάει» φτάνει στὸ τέλος ὡς «τὸ γουρούνι βρομοκοπάει». κατὰ δεύτερο λόγο θὰ ἦταν βαρετὸ νὰ πῶ γιὰ τὴν «᾿Αποκάλυψιν Βαρούχ», τὴν τόσο ὅμοια μὲ τὴν «τοῦ ῎Εσδρα», ὁτιδήποτε ἄλλο, ἐκτὸς τοῦ ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ ἔντονα θρηνητικὴ καὶ ἀλυτρωτικὴ καὶ γεμάτη ἀπογοήτευσι «ἀποκάλυψι» εἶναι γραμμένη μία γενεὰ ἢ καὶ περισσότερο μετὰ τὴ δεύτερη ἰουδαϊκὴ ἐπανάστασι καὶ καταστροφή, ἤτοι γύρω στὸ 170-180 μ.Χ.· ἡ δὲ «χριστιανικὴ» διασκευή της εἶναι, νομίζω, μεταγενέστερη τοῦ 200.

       Οἱ προεξετασμένες πέντε ψευδαποκαλύψεις εἶναι τ᾿ ἀρχαιότερα καὶ κυριώτερα τέτοια σῳζόμενα κείμενα τῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, καὶ οἱ πέντε σαφῶς ἰουδαϊκὲς κι ἀντιχριστιανικές, τρεῖς προεπαναστατικὲς καὶ θριαμβολογικὲς τῶν ἐτῶν 130-135 μ.Χ. καὶ δύο θρηνητικὲς τῶν ἐτῶν 165-180. καὶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ «ἀποκάλυψι» καὶ καμμιὰ «ἀποκαλυπτικὴ» παραφιλολογία ἀρχαιότερη τοῦ 130 μ.Χ., ὅλες δὲ ἀνεξαιρέτως αὐτὲς εἶναι φθονερὲς ἀπομιμήσεις τῆς ᾿Αποκαλύψεως τοῦ ᾿Ιωάννου κυρίως καὶ τῶν ἄλλων βιβλικῶν καὶ γνησίων ἀποκαλύψεων δευτερευόντως, τῆς τοῦ ᾿Ιεζεκιὴλ δηλαδή, καὶ τοῦ Δανιήλ, καὶ τοῦ Ζαχαρίου. αὐτὲς οἱ γύρω ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ ἐπανάστασι τοῦ Β΄ αἰῶνος πέντε ἰουδαϊκὲς ψευδαποκαλύψεις, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι μέρος μόνο μιᾶς πληθωρικῆς τέτοιας ἰουδαϊκῆς γραμματείας, τὸ ὁποῖο ἀπέμεινε μέχρι σήμερα, ἀποτελοῦν τὰ δύο πρῶτα κύματα τῆς ψυχασθενικῆς καὶ φθονερὰ μιμητικῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, τὸ προεπαναστατικὸ καὶ θριαμβολογικὸ κῦμα, καὶ τὸ μετεπαναστατικὸ καὶ θρηνητικὸ καὶ γεμάτο ἀπογοήτευσι καὶ ἀλυτρωτικό.
       Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ ἔρχεται τὸ τρίτο κῦμα τέτοιων ψευδαποκαλύψεων, τὸ γνωστικὸ καὶ νικολαϊτικό, μὲ στοιχεῖα εἰδωλολατρικά, ἰουδαϊκά, καὶ «χριστιανικά». τέτοια λ.χ. εἶναι ἡ γνωστικὴ «᾿Αποκάλυψις Βαρούχ», τὴν ὁποία ἀνασκευάζει σὲ πέντε κεφάλαιά του ὁ ῾Ιππόλυτος γύρω στὸ 220 (῎Ελ. 5,23-27) καὶ ἡ ὁποία στὸ περιεχόμενο δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέσι μὲ τὴν ἰουδαϊκὴ καὶ τὴ «χριστιανικὴ» «᾿Αποκάλυψι Βαρούχ», ἀλλ᾿ ἔχει κοινὸ μόνο τὸν τίτλο. οἱ γνωστικοὶ καὶ νικολαΐτες ἦταν ἀπατεῶνες τοῦ εἴδους ἐκείνου, πού, γιὰ νὰ καταπλήσσουν τὰ θύματά τους, τοὺς χρειάζονταν κυρίως ψευδαποκαλύψεις. οἱ γνωστικὲς τέτοιες δὲν εἶναι οὔτε ἀντιρρωμαϊκὲς οὔτε ἰδιαιτέρως ἀντιχριστιανικὲς οὔτε ἐθνικιστικές, οὔτε καὶ μιμοῦνται ἰδιαιτέρως τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου· τὸν ἀκάθαρτο σκοπό τους ἐξυπηρετοῦν μόνο.
       Μετὰ καὶ τὶς γνωστικὲς ἔρχεται τέταρτο τὸ κῦμα τῶν «χριστιανικῶν» ψευδαποκαλύψεων. αὐτὲς ξεκίνησαν ἀπὸ διασκευὲς καὶ φιλτραρίσματα τῶν ἰουδαϊκῶν κι ἀπὸ τὸ ὅτι κάποιοι ἄκριτοι κι ἀνόητοι ἀρχαῖοι «Χριστιανοὶ» σὰν τοὺς ᾿Αλεξανδρεῖς Κλήμεντα καὶ ᾿Ωριγένη, «τὸ ἔχαψαν» γιὰ τὶς ἰουδαϊκὲς ψευδαποκαλύψεις, ὅτι εἶναι θεόπνευστες. ἐπειδὴ ὅμως κάποιοι ἄλλοι πάλι «Χριστιανοὶ» ἀνώνυμοι ἔβλεπαν στὰ «θεόπνευστα» αὐτὰ κείμενα ἀντιχριστιανικὲς αἰχμές, ἐγκοσμιοκρατικὲς ἐπαγγελίες, καὶ δογματικὲς πλάνες, σάρωσαν τὶς αἰχμές, ἐκχριστιάνισαν τὸ κατὰ δύναμιν τὶς ἐπαγγελίες, καὶ φιλτράρησαν τὶς πιὸ χοντρὲς πλάνες, καὶ παρήγαγαν ἔτσι τὶς «χριστιανικὲς» διασκευὲς κι ἐπιτομὲς τῶν ἰουδαϊκῶν ψευδαποκαλύψεων ὅπως καὶ τόσων ἄλλων ἀποκρύφων· καὶ φυσικὰ ἔγραψαν κατ᾿ ἐπέκτασι καὶ ἄλλες ψευδαποκαλύψεις χωρὶς ἰουδαϊκὴ ἀφετηρία. κι ἔτσι προέκυψε τὸ τέταρτο κῦμα τῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, τὸ πολὺ ὄψιμο καὶ «χριστιανικό»· σὲ λίγες μόνο περιπτώσεις τῶν ἐτῶν 220-250, κατὰ τὶς ἐπὶ ᾿Αλεξάνδρου Σεβήρου καὶ Φιλίππου τοῦ ῎Αραβος ἀνάπαυλες τῶν διωγμῶν, στὶς πλεῖστες ὅμως μετὰ τὸ 324, κατὰ τὴν παῦσι τῶν διωγμῶν. τότε διάφοροι φρενοβλαβεῖς παρήγαγαν ἄφθονα γενικῶς ἀπόκρυφα, καὶ εἰδικῶς ἀφθονώτερες «᾿Αποκαλύψεις» διαφόρων προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ «᾿Αναβατικὰ» καὶ «῾Αρπαγμοὺς» «μέχρι ἑβδόμου οὐρανοῦ», καὶ ὄχι μόνο μέχρι τρίτου οὐρανοῦ ὅπως συνέβη στὸ «μηδαμινὸ» ἀπόστολο Παῦλο. ὅλοι ξέρουμε ὅτι οἱ ψυχασθενεῖς ἐκστασιάζονται εὐχαρίστως, κι ἔχουν γι᾿ αὐτὸ μιὰ ἰδιαίτερη καὶ ἀσίγαστη ῥοπὴ καὶ κάψα. διότι «οὐκ ἐᾷ τὸν φθόνον αὐτῶν καθεύδειν τὸ τῶν προφητῶν καὶ ἀποστόλων τρόπαιον». ἄλλως δὲν ὑπάρχει, τὸ ἐπαναλαμβάνω καὶ ὡς συμπέρασμα, καμμιὰ ἀπολύτως «᾿Αποκάλυψι» ἔξω ἀπὸ τὴ Βίβλο, συνομήλικη μὲ κείμενα τῆς Βίβλου, ἢ ἔστω ἀρχαιότερη τοῦ 130 μ.Χ. καὶ τῆς τότε δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως. ὑπάρχουν μόνο μετὰ ἀπὸ τότε φθονερῶς μιμητικὰ παραληρήματα φρενοβλαβῶν.
       Καὶ αὐτὰ μὲν εἶναι φαινόμενα διαγνώσιμα καὶ δὲν ἀποτελοῦν τίποτε τὸ περίεργο. τὸ περίεργο καὶ τὸ ἀπροσδόκητο εἶναι ὅτι καὶ σήμερα «ἐπιστήμονες» (πρβλ. «γνωστικοὶ») καὶ «κριτικοί», κατὰ τὴ φαντασία τους βέβαια, δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὶς βιβλικὲς ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὰ προϊόντα τῆς φθονερὰ μιμητικῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας τῶν φρενοβλαβῶν, ἀπὸ τὶς γραφόρροιες αὐτὲς τῶν ἀρρώστων, εἴτε ἰουδαϊκὴ εἶναι ἡ παραφιλολογία αὐτὴ εἴτε γνωστικὴ εἴτε καὶ ὄψιμη «χριστιανική», οὔτε νὰ χρονολογήσουν, χοντρικὰ ἔστω, τὰ σχετικὰ κείμενα, λόγῳ ἀνικανότητος καὶ ἐλλείψεως ἐπιστημονικῆς καταρτίσεως· καὶ μιλοῦν γι᾿ «ἀποκαλυπτικὴ φιλολογία», στὴν ὁποία ἐντάσσουν καὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ τὰ βιβλία τοῦ Ζαχαρίου τοῦ Δανιὴλ καὶ τοῦ ᾿Ιεζεκιήλ. ἐν τούτοις καὶ αὐτωνῶν ἡ νόσος, ἀνίατη ὡς ἐκ γενετῆς των ὑπάρχουσα, εἶναι εὐτυχῶς διαγνώσιμη καὶ χρησιμώτατη μάλιστα ὡς δείκτης τόσο τῆς φυσικῆς νοημοσύνης των ὅσο καὶ τῆς ἐπιστημοσύνης των. χωρὶς αὐτὰ τὰ «κριτικὰ» παραληρήματά τους θὰ ἦταν νόσος πολὺ δυσδιάγνωστη. εἶναι μεγάλο εὐτύχημα τὸ ὅτι οἱ ἴδιοι μᾶς δίνουν τὰ διαπιστευτήριά τους, τεστάροντας τὸν ἑαυτό τους μόνοι τους τόσο πρόθυμα. γιατὶ ὅπως ἀπὸ τὰ οὖρα καὶ τὸ αἷμα διαγινώσκεται μιὰ σωματικὴ νόσος, ἔτσι κι ἀπὸ τὰ λεγόμενα καὶ γραφόμενα, σὰν ἀπὸ διανοητικά τους οὖρα, διαγινώσκεται μιὰ νοσηρὴ διανοητικὴ κατάστασι ἢ πρόθεσι· ἀπὸ τὰ ἐκ τῆς καρδίας ἐξερχόμενα ὅπως λέει κι ὁ Κύριος. αὐτοί, καθὼς ἔχω παρατηρήσει προσεκτικὰ ἐπὶ τέσσερες δεκαετίες, φαίνονται ἁπαξάπαντες ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν «συγγραμμάτων» τους καὶ τῶν «μελετῶν» τους, ὅτι κανείς τους, οὔτε δικός μας οὔτε ξένος, δὲν ἔχουν τὴν ἐπαρκῆ ἐπιστημονικὴ κατάρτισι ἢ φυσικὴ νοημοσύνη, ποὺ θὰ τοὺς ἐπέτρεπε νὰ ἔχουν ἄποψι στὰ ζητήματα αὐτά. οὔτε κἂν ἔχουν ἀντιληφτῆ ὅτι ἡ ἄποψι μπορεῖ νὰ πηγάζῃ μόνο ἀπὸ τὴν ἐπιστημονικὴ κατάρτισι καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ὄρεξι ἐκείνου ποὺ τὴ διατυπώνει· ἡ δὲ κατάρτισι φαίνεται μόνο ἀπὸ τὴ γνῶσι καὶ τὴν ἔρευνα, ποὺ ἐμφαίνονται μέσα στὰ γραπτὰ τοῦ καθενός, καὶ ἀπὸ τίποτε ἄλλο, ἀπὸ τίτλους λ.χ. καὶ ἀπὸ θέσεις καὶ ἀπὸ μισθοὺς καὶ ἀπὸ δημοσιογραφικὴ εὐχέρεια.
       Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ἔλλειψι ἱκανοτήτων κι ἐπιστημονικῆς καταρτίσεως, ὑπάρχει, ὄχι σὲ ὅλους, καὶ ἡ κακὴ πρόθεσι. οἱ δῆθεν «ἐπιστήμονες» αὐτοί, ποὺ ἀγνοοῦν τὶς πολλὲς καὶ ἀρχαῖες βιβλικὲς ἀποκαλύψεις, ποὺ θέλουν τὶς ᾿Αποκαλύψεις τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ τοῦ προφήτου Δανιὴλ ἀστηρίκτως κι ἀναποδείκτως μεταχρονολογημένες, ἐπειδὴ ἔτσι τοὺς βολεύει, καὶ ποὺ φρονοῦν καὶ ὑποβάλλουν καὶ στοὺς φοιτητάς των τὴν ἀπατηλὴ «ἄποψί» τους – μόνο «ἀπόψεις» σκέτες ἔχουν – ὅτι κι ὁ Δανιὴλ καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ ὅλη ἡ νοσηρὴ κι ἀπόκρυφη «ἀποκαλυπτικὴ» παραφιλολογία, ἰουδαϊκὴ καὶ γνωστικὴ καὶ ψευδοχριστιανική, εἶναι «προϊόντα», ὅπως λέν, τῆς ἴδιας ἐποχῆς καὶ κατὰ τὸ λεγόμενο «βράζουν ὅλες στὸ ἴδιο καζάνι» τῆς «ἀποκαλυπτικῆς» παραφιλολογίας, ἔχουν κακὴ πρόθεσι. εἶναι πεπτωκότες ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ χριστιανική τους πίστι, ποὺ κατηχήθηκαν, ἐχθροί της λυσσασμένοι πλέον, ποὺ κατώρθωσαν στὸ μεταξὺ ν᾿ ἀναρριχηθοῦν σὲ ὑψηλὲς καὶ καλῶς ἀμειβόμενες θέσεις «βιβλικῶν», δὲν ἔχουν τὴν ἀντρειὰ νὰ πολεμήσουν αὐτὸ ποὺ ἀπεχθάνονται φανερά, ὅπως εἶχαν αὐτὴ τὴν ἀντρειὰ ὁ Βολταῖρος κι ὁ ῾Ρενάν, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὸ ψητὸ ποὺ κρατοῦν στὰ δόντια τους, κι ἐπέλεξαν νὰ διαβάλλουν καὶ νὰ φθείρουν τὴ Βίβλο, τὸ θεμέλιο τῆς μισητῆς των χριστιανικῆς πίστεως, ἀπὸ τὶς θέσεις ποὺ κατέχουν ἐν ὀνόματι αὐτῆς, ὡς ἰδιαζόντως φίλαυτοι καὶ ἄνανδροι κερδοσκόποι καὶ ἀρουραῖοι. εἶναι οἱ κομπλεξικὲς κολοβὲς ἀλεποῦδες, ποὺ πασχίζουν νὰ πείσουν καὶ τὶς ἄλλες νὰ κόψουν τὴν οὐρά τους, γιὰ νὰ νιώσουν τὸ «παρήγορο» γι᾿ αὐτοὺς αἴσθημα ὅτι δὲν εἶναι οἱ μόνοι πεπτωκότες.
       ῾Υπάρχουν ὅμως καὶ οἱ «εὐσεβεῖς» καὶ «συντηρητικοί», ποὺ λένε ἔμμεσα καὶ ἀσυναίσθητα εἰς βάρος τῆς ᾿Αποκαλύψεως τοῦ ᾿Ιωάννου καὶ αὐτοὶ πολλά, ὅπως λ.χ. ὅτι «Τὸ βιβλίον τοῦ ᾿Ενὼχ εἶναι σπουδαιότατον ἀπὸ ἱστορικῆς ἐπόψεως βιβλίον, συνταχθέν, ὡς φαίνεται, πρωτοτύπως ἀραμαϊστὶ καὶ ἀπολαῦσαν καὶ ἀπολαῦον ἐνιαχοῦ (αἰθιοπικὴ ἐκκλησία) κανονικοῦ κύρους»· καὶ εἰς ἀνώτερα· ἢ ὅτι «῾Η ᾿Ανάληψις Μωϋσέως περιέχει προφητείας τοῦ μεγάλου τούτου προφήτου περὶ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ»· ἢ ὅτι «῾Η ᾿Αποκάλυψις ῎Εσδρα... πρόκειται περὶ βιβλίου σπουδαιοτάτου ἀπὸ ἱστορικῆς ἐπόψεως, ἀπολαύοντος πολλῆς τιμῆς τὸ πάλαι, ὡς τεκμηριοῦται ἐκ τοῦ πλήθους τῶν παλαιῶν μεταφράσεων, καὶ μέχρι σήμερον περιλαμβανομένου καὶ ἐν αὐτῇ τῇ Βουλγάτᾳ ἐν παραρτήματι»· φταρνίστηκε ἡ φοράδα στ᾿ ἁλώνι· ἢ ὅτι «῾Η συριακὴ (᾿Αποκάλυψις Βαροὺχ) τὸ μὲν ἀφηγεῖται λεπτομερείας τινὰς περὶ τῶν τυχῶν τοῦ προφήτου Βαρούχ, τὸ δὲ περιέχει θείας ἀποκαλύψεις πρὸς αὐτὸν καὶ ἐγράφη πιθανώτατα ἀρχετύπως ἑβραϊστί»· καὶ ἄλλαι τοιοῦται καὶ τηλικαῦται παρλαπίπες. τέτοιες «γεραραὶ» καὶ «πολιαὶ» ἀνοησίες «τῆς καθ᾿ ἡμᾶς ἱερᾶς ἐπιστήμης», ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε διάβασαν τὰ κείμενα ποὺ χρονολογοῦν καὶ ἀξιολογοῦν, προέρχονται ἀσφαλῶς ἀπὸ ἔλλειψι ἐπιστημοσύνης καὶ ἀνευθυνότητα βαρυγδούπων ὀλιγογραμμάτων, ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, γιὰ νὰ εἰσβάλουν μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς οἱ κακοήθειες τῶν τσίφτηδων δῆθεν «κριτικῶν», οἱ ὁποῖοι διαπράττουν ὅ,τι διαπράττουν ἱεροκρυφίως μὲν καὶ ἀνάνδρως καὶ ἄνευ ἀπωλείας θέσεων καὶ μισθῶν καὶ τοῦ φτιαχτοῦ των κύρους, ἐνσυνειδήτως ὅμως ὁπωσδήποτε.

Γλῶσσα καὶ ὕφος. ῾Η γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἡ ἑλληνικὴ καὶ πρωτότυπη βρίσκεται στὸ κατώτερο ἀπὸ τὰ τέσσερα γλωσσικὰ ἐπίπεδα τῆς Καινῆς Διαθήκης· καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης σὲ τόσο χαμηλὸ γλωσσικὸ ἐπίπεδο. ἀκόμη καὶ τῶν ἄλλων κειμένων τοῦ ᾿Ιωάννου ἡ γλῶσσα εἶναι κατά τι ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἤδη ἐξήγησα. τὸ κείμενο τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἐμφανίζει τοὺς περισσοτέρους βαρβαρισμοὺς καὶ σολοικισμούς. δίνω μερικὰ παραδείγματα.
   1. ᾿Απ 1,4 · ...ἀπὸ τοῦ θεοῦ ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος. α΄) ἀπὸ γενικὴ πηγαίνει ἀνακολούθως καὶ ἀσυντάκτως σὲ ὀνομαστική· δὲν ξέρει νὰ σχηματίσῃ τὸ περιφραστικὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ ὁμοιοπτώτως σὲ γενικὴ τοῦ ὄντος καὶ τοῦ ἦν καὶ τοῦ ἐσομένου · ἢ τὸ κλισὲ τοῦ φαίνεται ἐντονώτερο σὲ ὀνομαστική· ἢ βλέπει ὅτι στὴ γενικὴ δὲν διακρίνεται τὸ ἀρσενικὸ γένος· καὶ νομίζει ὅτι ἑλληνιστὶ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ ἔτσι σὲ ὀνομαστική· ἢ κι ἂν ξέρῃ ποιό εἶναι τὸ σωστό, προτιμάει τὸ ἀσύντακτο ἀλλὰ ζωηρό, χωρὶς νὰ νοιάζεται γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ὀρθοέπεια. β΄) θέλοντας τὸ κατὰ τοὺς Ο΄ μετάφρασμα τοῦ ὀνόματος τοῦ θεοῦ (῎Εξ 3,14) Ιευε ὁ ῍Ων νὰ τὸ ἀναλύσῃ σὲ χρόνους ποὺ νὰ καλύπτουν καὶ παρὸν καὶ παρελθὸν καὶ μέλλον καὶ συνάμα ν᾿ ἀποφύγῃ ὁπωσδήποτε τὴ μετοχὴ ἀορίστου τοῦ ἀταίριαστου γιὰ τὸ θεὸ ῥήματος γίνομαι - ἐγενόμην - γενομένου, ποὺ στὴν ἑλληνικὴ ἀναπληρώνει τὸν ἀνύπαρκτο ὁμόρριζο ἀόριστο τοῦ εἰμί, καταφεύγει στὸν παρατατικὸ χρόνο· μὴ βρίσκοντας ὅμως ἰδιαίτερη μετοχὴ τοῦ παρατατικοῦ καὶ μὴ ξέροντας ὅτι ὁ παρατατικὸς ἔχει κοινὴ μὲ τὸν ἐνεστῶτα μετοχή, ἐδῶ τὸ ὤν, σχηματίζει ἀντὶ μετοχῆς ἔναρθρο ῥῆμα παρατατικοῦ, ὁ ἦν, κάτι ποὺ στὴν ἑλληνικὴ συντακτικῶς δὲν γίνεται. γ΄) ἀγνοώντας προφανῶς ὅτι ἡ μετοχὴ τοῦ εἰμὶ στὸ μέλλοντα εἶναι ἐσόμενος, καὶ πολὺ περισσότερο ἀσφαλῶς ἀγνοώντας τὴν παράλληλη ὁμηρικὴ ἔκφρασι τά τ᾿ ἐόντα τά τ᾿ ἐσσόμενα πρό τ᾿ ἐόντα (Α 72), χρησιμοποιεῖ ἀντὶ γιὰ τὴ μετοχὴ αὐτὴ τὴ μετοχὴ ἐνεστῶτος τοῦ ἔρχομαι ἐρχόμενος, ἀναζητώντας τὸ μέλλοντα χρόνο στὴ σημασία πλέον καὶ ὄχι στὸ χρόνο τοῦ ἔρχομαι (ὁ ἐρχόμενος, ὁ μελλοντικός). αὐτὰ τὰ ἐπαναλαμβάνει ἄλλες δυὸ φορὲς (1,8 · 4,8).
   2. ᾿Απ 1,5 · ...ἀπὸ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός..., τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι... καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν. δὲν γνωρίζει τὸ ῥόλο καὶ τὴ χρῆσι τῶν πτώσεων στὴν ἑλληνική, περνάει ἀπὸ τὴ μία στὴν ἄλλη χωρὶς καμμιὰ συντακτικὴ συνέπεια.
   3. ᾿Απ 9,12 · ἡ οὐαὶ ἡ μία. ᾿Απ 11,14 · ἡ οὐαὶ ἡ δευτέρα... ἡ οὐαὶ ἡ τρίτη. ἀντὶ τοῦ οὐδετέρου τὸ οὐαὶ τὸ πρῶτον… τὸ οὐαὶ τὸ δεύτερον... τὸ οὐαὶ τὸ τρίτον, ἔχει θηλυκά, ἐπειδὴ ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὴ μητρική του ἑβραϊκή, ποὺ δὲν ἔχει γένος οὐδέτερο. καὶ στοὺς Ψαλμοὺς οἱ ῾Εβραῖοι μεταφρασταὶ τῶν Ο΄ μεταφράζουν παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη (Ψα 117,23) ἀντὶ παρὰ Κυρίου ἐγένετο τοῦτο.
Πάντως εἶναι ἄξιο παρατηρήσεως ὅτι, ἐνῷ στὸ προοίμιο τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἔχει πυκνὰ λάθη, ὅσο προχωρεῖ γράφοντας, τὰ λάθη ἀραιώνουν, καὶ στὸ τέλος δὲν ἔχει λάθη. γράφοντας καὶ συνομιλώντας κάθε μέρα μὲ τὸ περιβάλλον του, μαθαίνει πολὺ γρήγορα σωστότερα ἑλληνικά. γι᾿ αὐτὸ καὶ στὶς ᾿Επιστολές του καὶ πρὸ πάντων στὸ τελευταῖο του κείμενο, τὸ Εὐαγγέλιό του, γράφει πολὺ καλλίτερα. ἀνθρωπίνως καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ θεοπνευστία του πολὺ ἔξυπνος ἄνθρωπος ὁ ᾿Ιωάννης. ἡ ὁλοφάνερη κλιμάκωσι τῆς γλωσσικῆς του βελτιώσεως μοῦ δείχνει πόσο ἀτόφια καὶ ἀναλλοίωτα παραδίδονται τὰ πρωτότυπα κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ μὲ πείθει ὅτι ὁ Κύριος ὡς χορηγὸς τῆς θεοπνευστίας τοῦ ᾿Ιωάννου ἐπίτηδες ἐπέτρεψε τὰ γραμματικὰ αὐτὰ καὶ συντακτικὰ λάθη τοῦ ᾿Ιωάννου, ποὺ δὲν παραβλάπτουν τὴ θεοπνευστία του καὶ ποὺ προοδευτικῶς λιγοστεύουν καὶ ἐκλείπουν, γιὰ νὰ ἔχουμε σήμερα τὴν εἰκόνα τῶν συνθηκῶν καὶ τοῦ χρόνου τῆς συντάξεως τῆς ᾿Αποκαλύψεως, καὶ γιὰ τὸ βαθμὸ τῆς γνησιότητος τῶν κειμένων, ὥστε καὶ οἱ κομπογιανῖτες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς, ποὺ ἀπ᾿ αὐτὰ ἔχουν μεσάνυχτα, νὰ βρεθοῦν μὲ μιὰ τούφα στουπὶ στὸ στόμα.
       ᾿Εντυπωσιάζομαι ἐπίσης ἀπὸ τὸ ὅτι, ἐνῷ ὁ ᾿Ιωάννης μποροῦσε νὰ ἔχῃ ὑπογραφέα ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ Παύλου, ποὺ τὸν συνώδευαν ἢ τὸν φιλοξενοῦσαν, γιὰ νὰ γράψῃ τὴν ᾿Αποκάλυψι σὲ καλλίτερα ἑλληνικά, προτίμησε νὰ τὴ γράψῃ μόνος κι ἀβοήθητος σ᾿ αὐτό. γιατὶ ἂν ὁ Πέτρος στὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου βοηθήθηκε στὴ σύνταξι τῆς Α΄ ᾿Επιστολῆς του ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Παύλου Σιλουανό, πολὺ περισσότερο ὁ ᾿Ιωάννης στὴν Πάτμο θὰ μποροῦσε νὰ βοηθηθῇ ἀπὸ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο. δὲν τὸ ἔκανε ὅμως. ζωηρὸς ὁ υἱὸς Ζεβεδαίου ὁ Βοανεργές, ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς, οὔτε ἡ ἡλικία του δὲν τὸν δάμαζε οὔτε τὰ σπασμένα στὸ γραπτὸ ἑλληνικά του. αὐτὸ ἔρχεται κουτὶ μὲ τὸ ὕφος του σ᾿ ὅλα τὰ κείμενά του καὶ πρὸ παντὸς στὴν ᾿Αποκάλυψι· τὸ ὕφος τὸ ὁρμητικὸ τὸ βροντερὸ τὸ κεραυνοβόλο. στὰ ἄλλα κείμενά του εἶναι γοργὸ καὶ ζωηρό, ἀλλὰ στὴν ᾿Αποκάλυψι εἶναι βροντερὸ καὶ κεραυνοβόλο. κανένα κείμενο τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν ἔχει τὸ ὕφος τῆς ᾿Αποκαλύψεως. μόνο στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βρίσκουμε βιβλία μὲ τέτοιο ὕφος, ἀρκετὰ προφητικὰ καὶ μερικοὺς ψαλμούς, ὅπως εἶναι ὁ 2 κι ὁ 28.

Διάγραμμα καὶ περιεχόμενο. ᾿Ενῷ ἡ γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι ἡ ἁπλούστερη τῆς Βίβλου, καὶ τὸ βιβλίο αὐτὸ μεταφράζεται πολὺ εὔκολα, εὐκολώτερα ἀπ᾿ ὁποιοδήποτε ἄλλο τῆς Καινῆς ἢ καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, χωρὶς κανένα πρόβλημα, τὰ νοήματά της εἶναι δυσνόητα· εἶναι δὲ φύσει ἀδύνατο νὰ γίνουν κατανοητὰ τελείως· γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι εἶναι προφητεία ποὺ δὲν ἐκπληρώθηκε ἀκόμη· καὶ μάλιστα ἀποκαλυπτικὴ προφητεία, γεμάτη σύμβολα καὶ ἀλληγορίες. ἡ συνισταμένη ὅμως τῶν νοημάτων εἶναι ψηλαφητή. ἡ ᾿Αποκάλυψι λέει ὅτι ἡ ἐκκλησία στὸ μέλλον θὰ πορευθῇ ἀνάμεσα σὲ ἐχθροὺς θηριώδεις καὶ δυσκολίες δυσκατανίκητες μὲ συνεχῆ καὶ θανάσιμο κίνδυνο ἀφομοιώσεώς της ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς εἰδωλολατρίας ἢ ἐξαφανισμοῦ της, ἀλλὰ στὸ τέλος θὰ νικήσῃ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ σκότους καὶ θὰ παραμείνῃ ἁγνή· οὐδέποτε θὰ ἐκλείψῃ ἡ μερίδα τῶν πιστῶν καὶ ἁγίων, ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας θὰ καταρρεύσῃ, καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ δεύτερη ἔλευσι τοῦ Κυρίου ἡ ἐκκλησία θὰ τὸν προσδοκᾷ μὲ ὅση λαχτάρα περιμένει τὸ γαμπρὸ ἡ νύφη. αὐτὸ εἶναι τὸ περιεχόμενο τῆς ᾿Αποκαλύψεως.
       Τὸ διάγραμμά της θυμίζει πυροτεχνήματα. θὰ νόμιζε κανεὶς ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψι ἁδρομερῶς χωρίζεται σὲ δυὸ ἄσχετα μεταξύ τους μέρη, ἕνα τὶς προφητεῖες γιὰ τοὺς ἐπισκόπους τῶν ἑφτὰ παραληπτριῶν ἐκκλησιῶν τῆς ᾿Ασίας (κεφ. 1-3) κι ἕνα τὸ μεγάλο ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τῆς ἐκκλησίας ὅλης (κεφ. 4 -22). δὲν εἶναι ὅμως τὰ δύο μέρη ἄσχετα. καὶ τὰ δύο εἶναι ἕνα ἑνιαῖο ὅραμα καὶ μία μόνο προφητικὴ ἐκφώνησι, μία προφητεία.
       Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πολλὲς φορὲς προφητεύουν προφητεῖες διπλὲς καὶ τριπλές. ἀπὸ τὶς δύο ἢ τρεῖς ἐπὶ μέρους προφητεῖες μιᾶς προφητικῆς ἐκφωνήσεως ἡ πρώτη εἶναι ἔλεγχος τῶν κρυπτῶν τῆς στιγμῆς, ἡ δεύτερη εἶναι προφητεία ποὺ ἐκπληρώνεται σὲ μία μέρα ἢ σ᾿ ἐλάχιστες, καὶ ἡ τρίτη εἶναι προφητεία γιὰ τὸ Χριστὸ ποὺ ἐκπληρώνεται μετὰ πολλοὺς αἰῶνες. καὶ γενικῶς στὰ βιβλία ὅλων σχεδὸν τῶν προφητῶν τῆς Παλαιᾶς ἔχουν δύο στόχους, τὴ βαβυλώνιο αἰχμαλωσία καὶ τὴν ἔλευσι τοῦ Χριστοῦ. καὶ τοῦ Κυρίου ἡ προφητεία ἔχει δύο στόχους πάλι, κοντινὸ καὶ μακρινό, τὴν καταστροφὴ τῆς ᾿Ιερουσαλὴμ καὶ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου μὲ τὴ δευτέρα παρουσία του. οἱ κοντινὲς προφητεῖες, ποὺ τὴν ἐκπλήρωσί τους προλαβαίνουν νὰ δοῦν οἱ ἀκροαταὶ τοῦ προφήτου, εἶναι τὰ ἐχέγγυα τῆς γνησιότητος τῆς τελικῆς προφητείας, τῆς ὁποίας τὴν ἐκπλήρωσι θὰ δοῦν οἱ ἀναγνῶστες της στὸ ἀπώτατο μέλλον. οἱ πρῶτες προφητεῖες πείθουν τοὺς ἀμέσους ἀκροατὰς ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ πιστεύσουν στὸν προφήτη ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ν᾿ ἀρχειοθετήσουν τὸ βιβλίο, ποὺ θ᾿ ἀφήσῃ, στὸν Κανόνα τῆς Βίβλου. πείθουν δὲ καὶ τοὺς μεταγενεστέρους νὰ προσδοκοῦν τὴν ἐκπλήρωσι τῶν προφητειῶν τῆς ἀπωτάτης ἐκπληρώσεως. διότι καμμία πίστι δὲν κηρύσσεται χωρὶς νὰ προσδοκᾶται, ὅπως κανένας λόγος δὲν ἐκφωνεῖται χωρὶς ἀκροατήριο. αὐτὲς οἱ «προκριματικὲς» προφητεῖες, ἂς τὶς πῶ ἔτσι, εἶναι τὸ ἐξ ἀντικειμένου ἀλάθητο κριτήριο τῆς γνησιότητος καὶ τῆς θεοπνευστίας ἑνὸς προφητικοῦ βιβλίου· ἀλλιῶς ὁ κάθε παλαβὸς θὰ γινόταν πιστευτὸς προφήτης. αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο ἐκεῖνο ποὺ κανεὶς πλαστογράφος ἀποκρύφων δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ μιμηθῇ. γι᾿ αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν καιρὸ τῆς συντάξεως τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν γραφόταν κανένα ἀπόκρυφο ψευδοπροφητικὸ βιβλίο, ἢ κι ἂν γραφόταν, οὔτε στὸν Κανόνα ἔμπαινε οὔτε κἂν ἐπιβίωνε ὡς κείμενο. τὸ ἴδιο συνέβαινε καὶ στὸν καιρὸ τῆς συντάξεως τῆς Καινῆς Διαθήκης. κάθε ἀπόκρυφη ψευδοπροφητεία εἶναι μεταγενέστερη τῆς Διαθήκης, στὴν ὁποία ἀξιώνει ὅτι ἀνήκει. διότι εἶναι μὲν εὔκολο νὰ κάνῃ κανεὶς μιὰ ψεύτικη προφητεία γιὰ τὸ ἀπώτατο μέλλον, ὅταν οὔτε αὐτὸς οὔτε οἱ ἀκροαταί του θὰ ζοῦν, γιὰ νὰ ἐλεγχθῇ ἡ ἀξιοπιστία του, ἀλλ᾿ εἶναι τελείως ἀκατόρθωτο νὰ κάνῃ προφητεία γιὰ τὸ παρὸν ἢ τὸ ἐγγύτατο μέλλον, κατὰ τὸ ὁποῖο θὰ ζοῦν κι αὐτὸς καὶ οἱ ἀκροαταί του.
       ῎Ετσι καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψι εἶναι διπλῆ προφητεία, ἀπὸ τὰ δύο μέρη τῆς ὁποίας τὸ ἕνα εἶναι γιὰ τὸ παρὸν καὶ τὸ ἐγγύτατο μέλλον, ὅτι λόγου χάρι Καὶ ὑπομονὴν ἔχεις καὶ ἐβάστασας διὰ τὸ ὄνομά μου..., ἀλλὰ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι τὴν ἀγάπην σου τὴν πρώτην ἀφῆκας· μνημόνευε οὖν πόθεν πέπτωκας (2,3-5), ἢ ὅτι ῞Εξετε θλῖψιν ἡμέρας δέκα (2,10), ἢ ὅτι Μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου (3,17), τὸ δὲ ἄλλο εἶναι γιὰ τὸ ἀπώτατο μέλλον καὶ φτάνει μέχρι τὶς παραμονὲς τῆς δευτέρας παρουσίας. τὸ πρῶτο μέρος τῆς προφητείας εἶναι ἡ ἐγγύησι τοῦ δευτέρου, ὁ ἀρραβώνας τῆς τελικῆς προφητείας. οἱ ἀποδέκτες τοῦ πρώτου σκέλους ὄχι ἁπλῶς πίστευσαν, ἀλλὰ τρομοκρατήθηκαν· καὶ δὲν ὑπῆρχε τρόπος ν᾿ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴ δεύτερη προφητεία ποὺ διεισδύει στὸ ἀπώτατο μέλλον. οἱ πλαστογράφοι τῶν ἀποκρύφων καὶ εἰδικὰ τῆς ψευδαποκαλυπτικῆς παραφιλολογίας τῶν φθονερῶν ψυχασθενῶν οὔτε κἂν ἀντιλήφθηκαν τὴν τέτοια σύστασι τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἢ τῶν ἀποκαλύψεων τοῦ ᾿Ιεζεκιήλ, τοῦ Δανιήλ, καὶ τοῦ Ζαχαρίου. ἂν τὴν ἀντιλαμβάνονταν, δὲν θὰ ἔγραφαν τ᾿ ἀπόκρυφά τους. καὶ δὲν εἶχαν τόσο μυαλό, 
ὥστε νὰ τὴν ἀντιληφτοῦν. οὔτε εἶχαν τὴ συναίσθησι ὅτι ἐπάνω στὰ πλαστογραφήματά τους, θέλουν δὲν θέλουν, βάζουν τὴ σφραγῖδα τῆς βλακείας των καὶ τῆς ἀπατεωνίας των.


Διάγραμμα τῆς Ἀποκαλύψεως
 


       ῎Ετσι λοιπὸν ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου εἶναι σὰ δυὸ πυροτεχνήματα ποὺ σκάζουν δίπλα δίπλα. τὸ ἕνα μὲ τὴν ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ (1,4-20) καὶ τὶς ἑφτὰ ἐπὶ μέρους (κεφ. 2-3) ἐκρήγνυται σὰν ἕνας ἑφτάκτινος πυροτεχνικὸς ἀστέρας ποὺ οἱ ἀκτῖνες του ἀπολήγουν σὲ ἑφτὰ ἀστέρες. τὸ ἄλλο εἶναι σειρὰ τριῶν ἑφτάκτινων ἀστέρων· ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ πρώτου ἀστέρος, τὶς σφραγῖδες, ἐκρήγνυται γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ παράγει τὸ δεύτερο ἀστέρα, καὶ ἡ μιὰ ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ δευτέρου, τὶς σάλπιγγες, ἐκρήγνυται καὶ παράγει τὸν τρίτο ἀστέρα τῆς σειρᾶς τοῦ μεγάλου πυροτεχνήματος, τὶς φιάλες· τοῦ τρίτου ἀστέρος εἶναι ὑπερτροφική, σὰν γιὰ νὰ ἐκραγῇ καὶ νὰ παραγάγῃ ἕναν ἑπόμενο ἀστέρα, ἀλλὰ δὲν ἐκρήγνυται ἀκόμη, παρὰ χάνεται μέσα στὴν προσδοκία. σὰ νὰ θέλῃ ὁ προφήτης νὰ πῇ· Καὶ τὰ λοιπὰ καὶ τὰ λοιπά (κεφ. 4-22). τρεῖς μόνο ἑφτάκτινους ἤτοι πολυάκτινους ἀστέρες γεγονότων μᾶς δίνει ἀπὸ τὸ ἄγνωστο σύνολό τους. μὲ κανέναν τρόπο δὲν προσδιορίζει τὸ μῆκος τῆς μελλούσης ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ τὸ χρονικὸ στίγμα τῆς δευτέρας παρουσίας. ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου εἶναι κάτι τὸ μεγαλειῶδες, σὰν τὸ σύμπαν, κάτι τὸ ἀνεπανάληπτο στὴν παγκόσμια γραμματεία. καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀρχίζουν μ᾿ ἕνα προοίμιο (1,1-3) ποὺ λέει Προσοχὴ προσοχή! καὶ καταλήγουν μ᾿ ἕναν ἐπίλογο δυνατῆς προσδοκίας (22,14-21), ποὺ λέει ῎Ελα, Κύριε ᾿Ιησοῦ, ἔλα τὸ γρηγορώτερο. τὸ πρῶτο πυροτέχνημα ὡς προφητεία τῶν ἐγγὺς εἶναι ἡ ἐγγύησι τῆς ἀξιοπιστίας τοῦ δευτέρου καὶ τριπλοῦ πυροτεχνήματος ὡς προφητείας περὶ τῶν ἐσχάτων. πολὺ λυποῦμαι γιὰ τοὺς ἀρχαίους ἐκείνους ἀνοήτους, ποὺ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν ᾿Αποκάλυψι καὶ μάραναν ἔτσι τὴν προσδοκία τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐκ μέρους τῶν πιστῶν· ὅσο λυποῦμαι καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἀπίστους καὶ φιλαύτους «Χριστιανούς», ποὺ αὐτὴ τὴν τόσο γλυκειὰ προσδοκία τὴ νιώθουν ὡς φόβητρο σὰν τοὺς Γαδαρηνούς.
       Θὰ νόμιζε πάλι κανεὶς ὅτι τὰ φυσικὰ κεφάλαια τῆς ᾿Αποκαλύψεως πρέπει νὰ εἶναι 29 ὡς ἀκολούθως·

Προοίμιο 1
᾿Επιστολὴ ἐγκύκλιος 1
᾿Επιστολὲς ἐπὶ μέρους 7
Κεφάλαια σφραγίδων σαλπίγγων καὶ φιαλῶν 19
᾿Επίλογος 1

ἐν τούτοις δὲν εἶναι ἔτσι. διότι τὰ γεμίσματα τῶν θεωρητικῶν αὐτῶν κεφαλαίων εἶναι πολὺ ἄνισα· ἄλλα εἶναι μία μόνο πρότασι καὶ ἄλλα εἶναι πολλὰ καὶ μεγάλα κεφάλαια. λόγου χάρι ἡ πρώτη σάλπιγξ εἶναι μόνο ἕνας στίχος (8,7), ἐνῷ ἡ ἑβδόμη φιάλη εἶναι πολλὰ κεφάλαια (16,17-22,13). ἔτσι ἡ πρακτικὴ διαίρεσι τοῦ κειμένου ἀπαιτεῖ διάκρισι φυσικῶν κεφαλαίων ἄλλων καὶ περισσοτέρων. πάντως ἡ διάρθρωσι τοῦ διαγράμματος τῆς ᾿Αποκαλύψεως καὶ πέρα ἀπὸ τὴ θεοπνευστία δείχνει ἄνθρωπο ἰδιαίτερα ἔξυπνο μὲ μυαλὸ διαυγέστατο. ἂν οἱ δυστυχεῖς πλαστογράφοι τῶν ψευδαποκαλύψεων ἔνιωθαν ποτὲ τὴν κατὰ τοῦτο κατωτερότητά τους μπροστὰ στὸν ᾿Ιωάννη, θ᾿ ἀρκοῦσε αὐτὸ νὰ εἶναι ἡ αἰώνια κόλασί τους· δὲν θὰ τὸ ἄντεχε ὁ φθόνος τους. ὅσο γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἐκπροσώπους καὶ ὀπαδοὺς τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς, ποὺ τὴ διαφορὰ αὐτὴ οὔτε κἂν τὴν ἀντιλήφτηκαν, τί νὰ πῶ; γιὰ τὴ νοημοσύνη τους ἐννοῶ· τί νὰ πῶ ; οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. θὰ προτιμοῦσα νὰ ζήσω 10 αἰῶνες στὴν κόλασι, παρὰ ν᾿ ἀγγίξῃ τὰ ῥοῦχα μου μιὰ μικρὴ καὶ στιγμιαία ἀπόπνοια τῆς μικρονοίας των.
       Αὐτὰ γιὰ τὴν ἱστορία τῆς ᾿Αποκαλύψεως.
 



 

       ῾Η ᾿Αποκάλυψις τοῦ ᾿Ιωάννου κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ἑρμηνεύτηκε μὲ χρῆσι τῶν χωρίων της, μὲ εἰδικὲς μελέτες ἢ ὁμιλίες, καὶ κυρίως μὲ ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα· λιγώτερα στὴν ἑλληνόγλωσση ᾿Ανατολὴ καὶ περισσότερα στὴ λατινόγλωσση Δύσι, ἤτοι 7 καὶ 16 ἀντιστοίχως. μελέτες καὶ ὑπομνήματα, ποὺ δὲν σῴζονται σήμερα, σ᾿ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔγραψαν οἱ ἀρχαιότατοι· Μελίτων Σάρδεων (170) μελέτη Περὶ τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ᾿Ιωάννου (Εὐσέβιος, ᾿Εκ. ἱστ. 4,26,2)· Κλήμης ᾿Αλεξανδρεὺς (θ. 215) ὑπόμνημα ἑρμηνευτικὸ ῾Υποτυπώσεις εἰς τὴν ᾿Αποκάλυψιν (Μάξιμος ῾Ομολ., Σχόλια εἰς Διον. ᾿Αρεοπ. Περὶ θ. ὀνομ. 2,9 PG 4,225d-228a)· ῾Ιππόλυτος ῾Ρώμης (θ. 235) μελέτη ῾Υπὲρ τοῦ Κατὰ ᾿Ιωάννην Εὐαγγελίου καὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως (ἐπιγραφὴ ἐπάνω στὸ ἐρεισίνωτο τοῦ θρόνου τοῦ ἀνδριάντος του ποὺ φυλάγεται στὴ Βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ). σῳζόμενα δὲ ὑπομνήματα ἔγραψαν οἱ ᾿Ωριγένης (θ. 254) ΒΕΠ 17,134-160 ἀποσπάσματα), ᾿Ανδρέας Καισαρείας (F΄ αἰ.) (PG 106), ᾿Αρέθας Καισαρείας (Ι΄ αἰ.) (PG 106), καὶ Οἰκουμένιος Τρίκκης (Ι΄ αἰ.) (J. S. Cramer, Catenae, t. 8). καὶ σῳζόμενα λατινόγλωσσα ὑπομνήματα ἔγραψαν 16 Λατῖνοι· ᾿Αμβροσιαστής (Δ΄ αἰ., PL 17), Εὐχέριος Λουγδούνου (450, PL 50), Πριμάσιος (555, PL 68), Κασσιόδωρος (560, PL 70), Πατέριος (600, PL 79), Βέδας (730, PL 93), ᾿Αλκουΐνος (800, PL 100), Χάυμων (833, PL 97), Βαλαφρῖδος Στραβός (850, PL 114), Anselmus Laudunensis (IB΄ αἰ., PL 162), Bruno Astensis (IB΄ αἰ., PL 165), Rupertus (IB΄ αἰ., PL 169), Richardus S. Victoris (IB΄ αἰ., PL 196), Alulfus (IB΄ αἰ., PL 79), Martinus Legionensis (1201, PL 209), καὶ Ψευδαυγουστῖνος (ΙΒ΄- ΙΓ΄ αἰ., PL 35). νεώτερα ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα στὴν ᾿Αποκάλυψι γράφτηκαν πολλὰ κι ἀπὸ δικούς μας κι ἀπὸ ξένους.
       ῾Η ᾿Αποκάλυψι σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχὲς ἑρμηνεύτηκε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κακῶς. ἡ ἑρμηνευτική της δυσχέρεια ἄλλους τοὺς ἐμποδίζει νὰ τὴν καταλάβουν κι ἄλλους τοὺς ἐρεθίζει νὰ λὲν ἀνοησίες γιὰ νὰ κάνουν τὸν ἔξυπνο. στὰ χρόνια μας ἡ ᾿Αποκάλυψι μαζὶ καὶ μὲ τὸ Ἆισμα ἐρέθισαν καὶ πολλοὺς παραδοξολόγους καὶ μυθιστοριογράφους, ποιητὰς καὶ λογοτεχνικοὺς μεταφραστάς, νομπελίστες μάλιστα, ψευδοπροφῆτες καὶ ψευδομελλοντολόγους, σαδιστὰς καὶ πορνογράφους, σεναριογράφους καὶ κινηματογραφιστάς, ἰδίως ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίστηκαν τὰ ἀτομικὰ ὅπλα καταστροφῆς, τὰ ἤθη ἐξαχρειώθηκαν, καὶ οἱ κουλτουριάρηδες μελλοντολογοῦν. ἄλλωστε, ἐπειδὴ ὁ κινηματογράφος πουλάει σὲξ κα
 βία, βρῆκε, ὅπως νομίζει, τὸ ἕνα στὸ Ἆισμα καὶ τὸ ἄλλο στὴν ᾿Αποκάλυψι. ὅταν οἱ λογοτέχνες καὶ οἱ κινηματογραφισταὶ θέλουν νὰ ἐρεθίσουν ἢ νὰ ἐκφοβίσουν τοὺς πελάτες των, ἀναζητοῦν τὸ ἐρεθιστικὸ ἢ ἐκφοβιστικὸ ὑλικὸ στὰ δυὸ αὐτὰ βιβλία· ἐμπορία δυνατῶν συγκινήσεων· νεώτερη μορφὴ ψευδαποκαλυπτικῆς παραφιλολογίας καὶ πορνογραφίας.
       ᾿Επειδὴ ἡ ᾿Αποκάλυψι, ὅπως καὶ ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τῆς Βίβλου, εἶναι κείμενο ἀλληγορικό, πρέπει νὰ πῶ καὶ μερικὰ πράγματα γιὰ τὴν ἀλληγορία, γιὰ τὴν ὁποία 50 χρόνια τώρα, ἀπὸ μαθητής, βαρέθηκα ν᾿ ἀκούω καὶ νὰ διαβάζω ἀνοησίες, τόσο χοντρές, ποὺ σχηματίζω τὴν ἐντύπωσι ὅτι οἱ περισσότεροι ἑρμηνευταὶ εἶναι ἀνόητοι. ὅλοι ταυτίζουν τὴν ἀλληγορία μὲ τὸν καββαλισμὸ καὶ λὲν ἀλληγορία πάντα τὸ δεύτερο. ἐν τούτοις αὐτὰ τὰ δύο εἶναι πράγματα ἄσχετα. ἡ ἀλληγορία εἶναι μόνο τοῦ συγγραφέως ἑνὸς κειμένου· τὴ χρησιμοποιεῖ σὰν ἕνα σχῆμα λόγου· αὐτὸς τὴ δίνει, αὐτὸς τὴν ἐλέγχει, κι ὅταν ἡ σημασία της δὲν εἶναι προφανής, αὐτὸς τὴν ἑρμηνεύει. δὲν ἐφαρμόζει τὴν ἀλληγορία ὁ ἑρμηνευτής· ἁπλῶς τὴν καταλαβαίνει. ἀντίθετα ὁ καββαλισμὸς εἶναι μόνο τῶν ἑρμηνευτῶν· αὐτοὶ τὸν ἐπινοοῦν κι αὐτοὶ τὸν ἐφαρμόζουν παρὰ τὴ βούλησι τοῦ συγγραφέως, ποὺ γι᾿ αὐτοὺς δὲν μετράει· στὴν οὐσία ἀγνοοῦν τὸ συγγραφέα, διαγράφουν τὰ λεγόμενά του, καὶ μὲ τὴ χρῆσι τοῦ ὀνόματός του μόνο γράφουν ἕνα ἄλλο κείμενο, ποὺ ἂν τὸ πλασσάριζαν ὡς δικό τους, δὲν θὰ γύριζε νὰ τὸ κυττάξῃ κανείς. ἡ ἀλληγορία εἶναι ἕνας τρόπος ἐκφράσεως τόσο βιβλικὸς ὅσο καὶ πανανθρώπινος. στὴ Βίβλο ἀρκετὲς φορὲς μιλοῦν ἀλληγορικὰ πολλοὶ συγγραφεῖς της, καὶ ὁ Κύριος ὅταν λέῃ τὶς ὡραῖες παραβολές του, καὶ κυρίως οἱ συντάκτες ἀποκαλύψεων ᾿Ιεζεκιὴλ Δανιὴλ Ζαχαρίας ᾿Ιωάννης. τὸν καββαλισμὸ ἐπινόησαν οἱ κούφιοι καὶ ξιππασμένοι Αἰγύπτιοι ἱερογραμματεῖς γύρω στὸ 500 π.Χ., ὅταν, μὴ γνωρίζοντας πλέον νὰ διαβάζουν τὶς προϊστορικὲς ἱερογλυφικὲς γραφὲς τῶν μνημείων τους, καὶ ξεναγώντας περιηγητὰς ἢ τοὺς μαθητάς των, γιὰ νὰ μὴ φανοῦν σ᾿ ἐκείνους ὅτι δὲν ξέρουν νὰ διαβάσουν, τοὺς ἔλεγαν διάφορες ἀρλοῦμπες ὡς ἀνάγνωσι δῆθεν τῶν ἀκατανοήτων ἱερογλυφικῶν κειμένων. στὴν ῾Ελλάδα εἰσήγαγαν τὸν κομπογιανιτισμὸ αὐτὸ ὁ Πλάτων καὶ μερικοὶ ἄλλοι φιλόσοφοι. τὸν καββαλισμὸ ἐφαρμοζόμενο στὰ βιβλικὰ κείμενα εἰσήγαγαν στὸν ἰουδαϊσμὸ οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἑλληνόγλωσσοι τῆς Αἰγύπτου κατὰ τὸ Β΄ π.Χ. αἰῶνα· κυρίως ὅμως εἰσηγηταί του στὸν ἰουδαϊσμὸ καὶ στὴν ἐκκλησία εἶναι τρεῖς ψυχοπαθεῖς, ὅπως φαίνονται ἀπὸ τὴ γραφόρροιά τους, ὁ ἑλληνόγλωσσος ᾿Ιουδαῖος Φίλων ᾿Αλεξανδρεὺς (20 π.Χ. - 50 μ.Χ.), ὁ ῥαββῖνος ᾿Ακιβά (θ. 135), κι ὁ ἐκτομίας ᾿Ωριγένης (θ. 254). εἶναι λάθος χοντρό, ὅταν λένε μερικοὶ ὅτι τὸ Ἆισμα καὶ ἡ ᾿Αποκάλυψι ἑρμηνεύονται ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὰς ἀλληγορικά. δὲν ἑρμηνεύονται ἀλληγορικά, ἀλλὰ καββαλιστικά. ἡ ἀλληγορία εἶναι προφανὴς καὶ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸ συγγραφέα· τὸ χρησιμοποιούμενο ἀπὸ τοὺς ἑρμηνευτὰς εἶναι καββαλισμός. καββαλισμὸς εἶναι, καὶ ὄχι ἀλληγορία, ὅταν τοὺς δύο μαστοὺς τῆς κοπέλλας τοῦ Ἄισματος τοὺς ἑρμηνεύουν ἄλλος ὡς «δύο πλάκες μὲ τὶς δέκα ἐντολές», ἄλλος ὡς «δύο Διαθῆκες, Παλαιὰ καὶ Καινή», ἄλλος ὡς «δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, θεία καὶ ἀνθρωπίνη», ἄλλος ὠς «βάπτισμα καὶ θεία εὐχαριστία», ἄλλος ὡς «τὰ δύο στοιχεῖα τοῦ βαπτίσματος ὕδωρ καὶ πνεῦμα», ἄλλος ὡς «τὰ δύο ποὺ ἔρρευσαν ἀπὸ τὴ λογχευθεῖσα πλευρὰ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ αἷμα καὶ ὕδωρ», ἄλλος ὡς «τὰ δύο στοιχεῖα τῆς θείας εὐχαριστίας ἄρτον καὶ οἶνον», ἄλλος ὡς τὶς δυὸ ἰδιότητες τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου «παρθένος καὶ μήτηρ», καὶ ἄλλοι μὲ ὅποιον ἄλλον τρόπο τοὺς καπνίσῃ. ὅπως καταλαβαίνει κανείς, μὲ τὸν καββαλισμὸ ποὺ ὀνομάζεται «ἀλληγορία» μπορεῖ ὁ καθένας νὰ βγάλῃ ἀπὸ τὴ Βίβλο ὅποια ἱστορία θέλει, ὅποιο δόγμα θέλει καὶ ὅποια ἠθικὴ θέλει. οὔτε τὸ Ἆισμα οὔτε ἡ ᾿Αποκάλυψι οὔτε ἄλλο βιβλίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς βρίσκει τὴν ἐξήγησί του ποτὲ μὲ καββαλισμό. ὁ καββαλισμὸς εἶναι εἶδος ἀρνητικῆς κριτικῆς εἰς βάρος τῆς Βίβλου.
       ᾿Επίσης ἀπορῶ πῶς οἱ ἑρμηνευταὶ μπερδεύονται καὶ ἀνοηταίνουν, ὅταν, ἑρμηνεύοντας τὴ λέξι τοῦ Παύλου ἀλληγορούμενα (Γα 4,24), ἀρχίζουν νὰ δικαιολογοῦν τὴν «ἀλληγορία», ὅπως τὴ λὲν ἐννοώντας τὸν καββαλισμό. ὁ Παῦλος γιὰ τὰ χωρία τῆς Γενέσεως ποὺ ἑρμηνεύει δὲν εἶπε ὅτι εἶναι ἀλληγορικά· εἶπε ἀλληγορούμενα. ἄλλο ἀλληγορικὰ κι ἄλλο ἀλληγορούμενα. ὅπως ἀμάραντον εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μαράθηκε, ἐνῷ ἀμαράντινον εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μαραίνεται, ἔτσι καὶ ἀλληγορικὸν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖται μόνο ἀλληγορικ
ά, ἐνῷ ἀλληγορούμενον εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐννοηθῇ καὶ ἀλληγορικά, μπορεῖ ν᾿ ἀλληγορηθῇ· δηλαδὴ κυρίως εἶναι μὴ ἀλληγορικό, ἀλλὰ μπορεῖ κανεὶς δευτερευόντως νὰ δῇ σ᾿ αὐτὸ ἕνα συμβολισμὸ καὶ ν᾿ ἀλληγορήσῃ πάνω σ᾿ αὐτό. μὰ εἶναι τόσο προφανές· τί ἔχουν πάθη οἱ ἑρμηνευταί; ἑλληνικὰ δὲν κατα-λαβαίνουν ;
       Τέλος θέλω νὰ πῶ γιὰ τ᾿ ἀλληγορικὰ τῆς ᾿Αποκαλύψεως καὶ ὅτι εἶναι ἁπαξάπαντα μόνο πνευματικὰ πράγματα, καὶ τίποτε δὲν εἶναι φυσικό, οἰκολογικὸ δηλαδὴ ἢ πολιτικὸ ἢ στρατιωτικό. καὶ κακῶς πολλοὶ ἑρμηνευταὶ τὶς κοσμογονικὲς καταστροφὲς τῆς ᾿Αποκαλύψεως τὶς βλέπουν σὰ φυσικές, σεισμοὺς καὶ λοιμοὺς καὶ λιμοὺς καὶ καταποντισμοὺς καὶ πολέμους καὶ οἰκολογικὲς καταστροφὲς ἢ ἀπειλὲς γιὰ τὴ φυσικὴ ζωὴ καὶ τὴν οἰκονομία καὶ τὸν πολιτισμὸ τῶν ἀνθρώπων· τώρα τελευταία καὶ συγκρούσεις μεγάλων ἀστεροειδῶν μὲ τὴν γῆ! ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τέτοιες καταστροφὲς καὶ πολέμους· ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὰ πνευματικά, καὶ ὅλ᾿ αὐτὰ ποὺ λέγονται στὴν ᾿Αποκάλυψι τὰ ἐννοεῖ μόνο πνευματικά. γιὰ παράδειγμα ἀναφέρω τὴν πέμπτη σάλπιγγα (᾿Απ 9,1-12). πέφτει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕνας μεγάλος ἀστήρ, ἀνοίγει στὴ γῆ μεγάλο φρέαρ, ἀνεβαίνει ὁ καπνός του τόσο ψηλά, ποὺ σκοτίζει τὸν ἥλιον, βγαίνουν ἀπὸ τὸν καπνὸ ἀκρίδες ποὺ βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν οὐρά τους σὰ σκορπίοι, βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν τὴ σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, προκαλοῦν σ᾿ αὐτοὺς πόνο κρυφὸ ὕπουλο βασανιστικὸ μακροχρόνιο ἀπαρηγόρητο, τόσο ποὺ οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ γλιτώσουν, ἀναζητοῦν τὸ θάνατο. οἱ ἀκρίδες εἶναι σὰν πολεμικὲς φοράδες, μὲ μαλλιὰ γυναικῶν, ἐστεμμένες, μὲ δόντια λιονταριῶν, κλπ.. ὅταν βγῆκαν τὰ πολεμικὰ ἀεροπλάνα, οἱ «ἑρμηνευταὶ» εἶπαν ὅτι νά! αὐτὰ εἶναι οἱ ἀκρίδες, ποὺ ῥίχνουν τὶς θανατηφόρες βόμβες ἀπὸ τὸ πίσω μέρος τῆς ἀτράκτου. ὅταν βγῆκε ἡ ἀτομικὴ βόμβα, μὲ τὸν καπνό της σὰ γιγάντιο μανιτάρι, ποὺ ἀπὸ μέσα του ἔβγαιναν ῥαδιενεργὰ σωματίδια, τὰ ὁποῖα κατέστρεφαν οἰκτρὰ τοὺς ἀνθρώπους, εἶπαν ὅτι νά! αὐτὰ εἶναι οἱ ἀκρίδες. εἶδαν μάλιστα καὶ τοιχογραφίες ναρθήκων σὲ ναοὺς καὶ μοναστήρια τῆς ἐποχῆς τῆς τουρκοκρατίας μὲ σκηνὲς τῆς ᾿Αποκαλύψεως, καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν εἰκόνα μὲ τὸν καπνὸ σὰ γιγάντιο μανιτάρι καὶ τὶς ἀκρίδες νὰ βγαίνουν ἀπὸ μέσα του σὰν ἀποκαΐδια, θεώρησαν θεόπνευστο καὶ προφητικὸ ἑρμηνευτὴ καὶ τὸ ζωγράφο της. μὰ οἱ ἀγρότες ξέρουμε ὅλοι ὅτι κάθε καπνός, ποὺ βγαίνει ἀπὸ φωτιὰ ποὺ καίει λόγου χάρι ἄχυρα ἢ σωροὺς ἀχρήστων ξηρῶν χόρτων ἢ σουσαμότσακνα σὲ ὥρα νηνεμίας, ὅσο εἶναι ζεστός, ἀνεβαίνει ψηλὰ σὰν κολώνα ἢ σωλήνας, ὅταν ψηλὰ κρυώσῃ, βαραίνει καὶ σκορπίζεται σὰν ὀμπρέλλα καὶ σὰν κεφαλὴ μανιταριοῦ, καὶ χύνει πρὸς τὰ κάτω καὶ σὲ μεγάλη ἀπόστασι σ᾿ ὅλο τὸν κάμπο τ᾿ ἀποκαΐδια ποὺ παρέσυρε ψηλὰ σὰ μαῦρες πεταλοῦδες, σὰ μαῦρο χιόνι, σὰν ἀκρίδες πολλές. δὲν χρειαζόταν ὁ ζωγράφος νὰ εἶναι θεόπνευστος γιὰ νὰ ζωγραφήσῃ μιὰ εἰκόνα ποὺ ἔβλεπαν ὅλοι καὶ τὸ 1800 καὶ τὸ 1600. ὁ κάθε ἀγρότης τὰ ξέρει αὐτά.
῎Ετσι γιὰ δοκιμὴ κάποτε εἶπα σὲ κάποιους ὅτι ἐμένα μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ φρέαρ εἶναι ἡ πετρελαιοπηγή, καπνὸς τὸ καυσαέριο ποὺ θὰ μολύνῃ τὴν ἀτμόσφαιρα, ἀκρίδες τ᾿ αὐτοκίνητα ποὺ σκεπάζουν τὴ γῆ σὰν ἀκρίδες, καὶ βλάπτουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν οὐρά τους, δηλαδὴ τὴν ἐξάτμησί τους, καὶ μολύνουν τὴν ἀτμόσφαιρα θανάσιμα, βασανίζουν τοὺς ἀνθρώπους μέχρι θανάτου, καὶ ποιός ξέρει ποῦ θὰ φτάσῃ αὐτὸ σὲ 100 ἢ σὲ 200 χρόνια. ὅλοι ἐνθουσιάστηκαν, ἦταν ἕτοιμοι νὰ μὲ ἀναγορεύσουν θεόπνευστο. ὅταν τοὺς εἶπα «῎Οχι, οὔτε αὐτὸ εἶναι, ἀλλ᾿ εἶναι κάτι τὸ πνευματικό», δὲν τοὺς ἄρεσε· καὶ δὲν μποροῦσα νὰ πάρω πίσω τὴν «ἑρμηνεία» μου! μέχρι ποὺ ἕνας μοῦ εἶπε· «Φωτίστηκες γιὰ μιὰ στιγμή, κι ἔπειτα πάλι σκοτίστηκες· πρόσεχε!» παρὰ λίγο νὰ μ᾿ ἀναγορεύσουν καὶ Βαλαάμ, ποὺ φωτίστηκε γιὰ λίγο κι εὐλόγησε τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ προφήτευσε γιὰ τὸ Χριστό, κι ἔπειτα βυθίστηκε πάλι στὸ ἀκάθαρτο εἰδωλολατρικὸ σκοτάδι του. καὶ ὅμως αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖται στὴν ᾿Αποκάλυψι εἶναι μόνο πνευματικό.
       Λέω μιὰ πνευματικὴ ἑρμηνεία γιὰ παράδειγμα. οὐρανὸς εἶναι ἡ Χριστιανικὴ πίστι, ἀστὴρ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ εἶναι κάθε μεγάλος διδάσκαλος τῆς ἐκκλησίας ποὺ πέφτει σὰ νικολαΐτης· φρέαρ τὸ ῥῆγμα ποὺ προκαλεῖ ἡ πτῶσι του στὴν ἐκκλησία ὡς κενὸ καὶ ὡς σκάνδαλο· καπνὸς ἡ φθοροποιὸς διδαχή του ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα· πρῶτα φώτιζε, τώρα μουντζουρώνει. καὶ οἱ περισσότεροι σημερινοὶ γαυγιστάριοι τῆς φθοροποιοῦ ἀρνητικῆς κριτικῆς εἰς βάρος τῆς Βίβλου κάποτε ἦταν κατηχητόπαιδα καὶ κατηχηταὶ καὶ κήρυκες τοῦ λόγου τοῦ θεοῦ. ἀκρίδες οἱ μολυσμένοι μαθηταί τους καὶ μαθήτριές τους, οἱ γενίτσαροί τους, ποὺ φθείρουν τοὺς Χριστιανοὺς δηλητηριάζοντάς τους σὰ σκορπίοι· πολλὲς φορὲς εἶναι γυναῖκες ἄπιστες μαχητικὲς ἐριστικὲς φεμινίστριες, φαρμακερὲς σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὶς ἔλαχαν σὰ συζύγους, ἢ ποὺ τοὺς παρασύρουν μὲ δική τους πρωτοβουλία καὶ ἀπαίτησι σὲ τέτοιες ἁμαρτίες, ποὺ οἱ ἄνθρωποι ὡς τέως καλοὶ Χριστιανοὶ νιώθουν ἐνοχὲς θανάσιμες καὶ ἡ συνείδησί τους τοὺς τσιμπάει σὰ σκορπιός· ἐστεμμένες γυναῖκες, γυναῖκες δηλαδὴ ποὺ ἔχουν τὸ πάνω χέρι μέσα στὸ ἀντρόγυνο.
       Τέτοια πράγματα πνευματικὰ ἐννοεῖ ἡ προφητεία, κι ὄχι πτώσεις κομητῶν καὶ ἀστεροειδῶν καὶ μετεωριτῶν καὶ ἀτομικῶν βομβῶν καὶ ῥαδιενεργῶν σωματιδίων καὶ καυσαέρια καὶ ἐξατμίσεις αὐτοκινήτων, καὶ φυσικοὺς σεισμοὺς λοιμοὺς λιμοὺς καταποντισμούς, καὶ παγκοσμίους πολέμους, τὰ φόβητρα τῶν βολεμένων καὶ φιλοτόμαρων ἀνθρώπων. τὸν πραγματικὸ κίνδυνο μὲ τὶς αἰώνιες ἐπιπτώσεις οὔτε κἂν τὸν νιώθουν ὡς φόβητρο οἱ πολλοὶ οἱ μὴ ἔχοντες τὴ σφραγῖδα τοῦ θεοῦ, τὴν πίστι. οἱ σημερινοὶ «Χριστιανοί», ποὺ εἶναι σὰν τὸ ξινισμένο γάλα ποὺ γάλα δὲν εἶναι πλέον, αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου ἀπὸ γλυκειὰ προσδοκία ἔγινε ἀνατριχιαστικὸ φόβητρο, γιὰ τὶς φυσικὲς καταστροφὲς νοιάζονται μόνο, κι αὐτὲς βλέπουν στὶς «ἑρμηνευτικὲς» φαντασιώσεις των· γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ πραγματικὲς ἀδιαφοροῦν. σὰν τὸ βέβηλο ᾿Ησαῦ, ὁ ὁποῖος τὰ πνευματικὰ πρωτοτόκια τῆς πατρότητος τοῦ Χριστοῦ τὰ περιφρόνησε καὶ τὰ πούλησε γιὰ ἕνα πιάτο φακῆ· ἐννοώντας τα ὅμως σὰν πατρικὴ κληρονομιὰ μὲ πολλὰ βόδια καὶ γιδοπρόβατα, ἀπείλησε νὰ σφάξῃ τὸν ἀδερφό του. ἐνῷ ἐκεῖνος τοῦ ἄφησε τὰ βόδια ὅλα δικά του, πῆρε τὰ πρωτοτόκια σὰν εὐλογία καὶ προσδοκία, κι ἔφυγε. περιουσία κάνει κανεὶς εὔκολα· τὴν ἐλπίδα ποῦ θὰ τὴ βρῇ ; ὅπως λοιπὸν ἑρμήνευσε ὁ ᾿Ιακὼβ τὰ πρωτοτόκια, ποὺ ἀγόρασε μὲ τόση κάψα κι ἔπειτα ἀναγκάστηκε νὰ τὰ κλέψῃ κιόλας μὲ τόσο κίνδυνο, ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνεύουν οἱ Χριστιανοὶ τὴν ᾿Αποκάλυψι, κι ὄχι ὅπως τὰ ἑρμήνευε ὁ ᾿Ησαῦ. ἄλλωστε καὶ ὁ προφήτης τῆς ᾿Αποκαλύψεως, τῆς Καινῆς Διαθήκης προφήτης μάλιστα, γιὰ τὰ πνευματικὰ ἐνδιαφερόταν, καὶ ὁ θεὸς γι᾿ αὐτὰ τοῦ ἀποκάλυψε, καὶ ὄχι γιὰ τὰ φυσικά, τὰ οἰκολογικά, τὰ οἰκονομικά, τὰ πολιτικά, καὶ τὰ στρατιωτικά. αὐτὰ βγῆκαν ἔξω ἀπὸ τὰ ἐνδιαφέροντα τῆς Καινῆς Διαθήκης μιὰ καὶ καλή. ὅποιος φοβᾶται τὶς καταστροφὲς τῆς ᾿Αποκαλύψεως ὡς φυσικὲς ἢ φοβερίζει ἄλλους μὲ τέτοιες, δείχνει μόνο ὅτι δὲν εἶναι Χριστιανὸς· ὅτι κατὰ βάθος εἶναι νικολαΐτης.

 

Ε Ρ Μ Η Ν Ε Ι Α

^Ἀρχή

 

1

1

Ἀποκάλυψις Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἥν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ θεός, δεῖξαι τοῖς δούλοις 

 

 

αὐτοῦ, ἅ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει, καὶ ἐσήμανεν ἀποστείλας διὰ τοῦ

 

2

ἀγγέλου αὐτοῦ τῷ δούλῳ αὐτοῦ Ἰωάννῃ, ὅς ἐμαρτύρησε τὸν λόγον τοῦ

 

3

θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅσα εἶδε. μακάριος ὁ 

 

 

ἀναγινώσκων καὶ οἱ ἀκούοντες τοὺς λόγους τῆς προφητείας καὶ 

 

 

τηροῦντες τὰ ἐν αὐτῇ γεγραμμένα· ὁ γὰρ καιρὸς ἐγγύς.

 

 

1

 

᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία τοῦ ἔδωσε ὁ θεός, γιὰ νὰ τὴ 

 

 

δείξῃ στοὺς δούλους του, ὅσα πρέπει να γίνουν γρήγορα, καὶ τὴ 

 

2

φανέρωσε στέλνοντάς την μὲ τὸν ἄγγελό του στὸ δοῦλο του ᾿Ιωάννη, ὁ 

 

 

ὁποῖος μαρτύρησε τὸ λόγο τοῦ θεοῦ καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, 

 

3

ὅσα εἶδε. μακάριος ἐκεῖνος ποὺ διαβάζει κι ἐκεῖνοι ποὺ ἀκοῦν τὰ λόγια 

 

 

τῆς προφητείας καὶ τηροῦν τὰ γραμμένα σ᾿αὐτή· διότι ὁ καιρὸς πλησιάζει.


Οἱ τρεῖς πρῶτοι στίχοι (1,1-3) εἶναι ἀναλυτικὴ ἐπιγραφὴ τοῦ βιβλίου δοσμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ συγγραφέα. συνεπῶς ἡ λέξι τῆς ἱερᾶς παραδόσεως ᾿Αποκάλυψις ἢ ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιωάννου, ἡ ὁποία φέρεται ὡς γραμματειακὸς τίτλος τοῦ βιβλίου τοποθετημένος σ᾿ αὐτὸ ἀπὸ διαδόχους καὶ μεταγενεστέρους, ἐξάγεται ἀπὸ τὸ κείμενο ἐξ ὁλοκλήρου κι ἐπιτυχῶς. ἀσφαλῶς πρὸ τῆς ἀντικειμενικῆς πλέον γενικῆς ᾿Ιωάννου εἶναι παθητικῆς διαθέσεως (ἀποκαλύπτεται τῷ ᾿Ιωάννῃ), ἐνῷ ἐννοούμενο ὡς βιβλίο καὶ κείμενο καὶ γραπτὸ εἶναι ἁπλῶς γενικὴ κτητική· «βιβλίον τοῦ ᾿Ιωάννου». 1. ᾿Αποκάλυψις. ἀκριβῶς ξεσκέπασμα· τὸ ἀπὸ δείχνει τὸ ὁλότελο ὅπως στὶς λέξεις ἀπόλυτος ἀποτέλεσμα ἀποκοπὴ ἀπαρτία. εἶναι ἐντυπωσιακὸ ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀποκάλυψις καὶ ἀποκαλύπτειν λέγεται κατ᾿ ἀρχὴν καὶ πολλὲς φορὲς ἡ ἀφαίρεσι καὶ τοῦ τελευταίου μικροῦ ῥούχου τῆς γυναικὸς ἀπὸ τὸν ἄντρα ποὺ συνουσιάζεται μαζί της νομίμως ἢ παρανόμως · τὸ πλῆρες καὶ τὸ τέλειο ξεσκέπασμα (Α΄ Βα 20,30 · καὶ ῎Εξ 20,26 · Λε 18,6 · 7· 8· 9· 10· 11· 12· 15· 16· 17· 18· 19· 20,11· 17· 18· 19· 20· 21· Δε 27,20· ᾿Ησ 3,17· ᾿Ιε 13,26· ᾿Ιζ 16,36· 22,10· 23,10). στὶς διατάξεις τοῦ Λευϊτικοῦ μάλιστα τὸ ἀντικείμενο τοῦ ἀποκαλύπτειν εἶναι ἡ ἀσχημοσύνη, δηλαδὴ ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος ἡ χωρὶς σχῆμα (᾿Ησ 3,17) (= ἱμάτιον, ἱματίδιον, τελευταῖο ῥουχαλάκι, ἀπὸ τὸ ἔχω - σχῶ = «περιέχω»). ὅσες δὲ φορὲς λέγεται ἀσχημοσύνη πατρός σου, ἐννοεῖται «θέασι μέλους σώματος τὴν ὁποία δικαιοῦται μόνον ὁ πατέρας σου», δηλαδὴ «ἀπόκρυφα τῆς γυναικὸς τοῦ πατέρα σου». πρώτη φορὰ τὸ ἀποκαλύπτειν γιὰ θεία ἀποκάλυψι σὲ προφήτη χρησιμοποιεῖ σὲ ψαλμὸ δικό του ὁ Δαυῒδ κι ἔπειτα ὁ συντάκτης τῆς Βασιλείας Δαυΐδ καὶ οἱ προφῆτες ᾿Αμὼς καὶ ᾿Ησαΐας (Ψα 97,6 · Α΄ Βα 3,21· ᾿Αμ 3,7· ᾿Ησ 56,1). ἐδῶ λοιπὸν ἀποκάλυψις λέγεται, ἐπειδὴ εἶναι πλῆρες ξεσκέπασμα ἀκροτάτου μυστικοῦ. ᾿Αποκάλυψις ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ὀνομαστικὴ ἐνεργητικῆς διαθέσεως καὶ γενικὴ ὑποκειμενική· ἀποκαλύπτει ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς στὸν ᾿Ιωάννη. ἣν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ θεός. ὁ πατὴρ στὴν Καινὴ Διαθήκη λέγεται συνήθως μὲ τὸ κοινὸ προσηγορικὸ θεός, χωρὶς νὰ λείπῃ ἡ προσηγορία αὐτὴ κι ἀπὸ τὸν υἱὸ ᾿Ιησοῦ Χριστὸ τὸν καὶ Κύριον ῥητῶς καὶ πλειστάκις ὀνομαζόμενο – αὐτὸ εἶναι τὸ κορυφαῖο καὶ κύριο τῆς θεότητος ὄνομα στὴ Βίβλο, μετάφρασι τοῦ ἑβραϊκοῦ ᾿Ιαυὲ ὑπάρχον, τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα (Φι 2,9) – , κι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιο τὸ ἐπίσης ὀνομαζόμενο Κύριον (Β΄ Κο 3,18). ὁ πατὴρ παρέδωσε στὸν υἱὸ Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστὸν τὰ πάντα καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ ἀποκαλύψαι τὴν παροῦσα ἀποκάλυψιν. τοῖς δούλοις αὐτοῦ... τῷ δούλῳ αὐτοῦ ᾿Ιωάννῃ. δοῦλος καὶ δοῦλοι τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ σ᾿ ἕνα κείμενο, ὅπου δυὸ φορὲς παρακάτω ὁ ἄγγελος λέει στὸν ᾿Ιωάννη Σύνδουλός σού εἰμι καὶ τῶν ἀδελφῶν σου, μὴ μὲ προσκυνᾷς, τῷ θεῷ προσκύνησον (᾿Απ 19,10· 22,9), κι ἀνάμεσα σ᾿ ἄλλα κείμενα τοῦ ἴδιου Κανόνος, ὅπου ὁ κάθε συναπόστολος τοῦ ᾿Ιωάννου συστήνεται ὡς δοῦλος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (῾Ρω 1,1· Φι 1,1· ᾿Ια 1,1· Α΄ Πε 1,1· Β΄ Πε 1,1· ᾿Ιδ, 1). ἃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει. ἀνάλυσι τῆς πρώτης λέξεως ἀποκάλυψις. γενέσθαι ἐν τάχει σημαίνει ὅτι δρομολογοῦνται ἀμέσως, ὄχι ὅτι καὶ πραγματοποιοῦνται ὅλα ἀμέσως. ἡ ἀνέλιξι τῆς πραγματοποιήσεως μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μακραίων. τονίζεται ἡ ἐγρήγορσι καὶ ὄχι ἡ ἐγκυκλοπαιδικὴ καὶ μελλοντολογικὴ περιέργεια. ἐσήμανεν. ἔδωσε σῆμα, τὴν ἐξέπεμψε ὡς σῆμα, ὡς μήνυμα. λέξεις στρατιωτικὲς καὶ φρυκτωρικὲς ἢ πυρσευτικὲς γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὰ σῆμα σημαίνειν εὔσημος (Πολύβιος 10,44-45). ἡ παρομοίωσι τῆς προφητείας μὲ τὴ φρυκτωρία εἶναι στὴ Βίβλο γνωστὴ ἤδη ἀπὸ τὸν προφήτη ᾿Αββακούμ (᾿Αβ 2,1). διὰ τοῦ ἀγγέλου αὐτοῦ. ἀγγέλου τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ αὐτὸς καὶ ὡς Χριστὸς ᾿Ιησοῦς εἶναι πλέον καὶ τῶν ἀγγέλων Κύριος κατὰ τὸ ἤδη ἐκπεφρασμένο ῞Ινα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός (Φι 2,10-11)· ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος (= ᾿Ιαυέ). ἤδη πιὸ μπροστὰ τὴν ψαλμικὴ ῥῆσι γιὰ τὸ θεμελιωτὴ τῆς γῆς καὶ κατασκευαστὴ τῶν οὐρανῶν Κύριον – Κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε (᾿Ιαυέ), τὴν γῆν ἐθεμελίωσας καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί – ὁ Παῦλος τὴν παραθέτει ὡς λεχθεῖσα γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστὸ (Ψα 101,26 · ῾Εβ 1,10). 2. ᾿Εμαρτύρησε τὸν λόγον τοῦ θεοῦ. κήρυξε τὸ εὐαγγέλιο· κατὰ τὴν τελευταία φράσι καὶ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ τὴ στιγμὴ τῆς ἀναλήψεώς του καὶ τὴν ἀνάθεσι τῆς ἀποστολῆς στοὺς μαθητάς του ῎Εσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ᾿Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς (Πρξ 1,8) καὶ τὸ ῾Υμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων (Λκ 24, 48). λόγος τοῦ θεοῦ καὶ μαρτυρία ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ταυτίζονται, ἐπειδὴ μία εἶναι καὶ ἡ θεότης πατρὸς καὶ υἱοῦ. τὸ περιεχόμενο τῶν βιβλικῶν κειμένων καὶ μάλιστα τὸ κηρυκτικὸ εἶναι μαρτυρία, δηλαδὴ μαρτυρικὴ κατάθεσι ἄκρως ὑπεύθυνη καὶ κρίσιμη. οἱ ἀπόστολοι συνηθίζουν τὰ ῥήματα μαρτύρομαι (Πρξ 26,22· Γα 5,3) καὶ διαμαρτύρομαι (Πρξ 2,40· 23,11· 28,23) ἀντὶ τοῦ κηρύττω, τονίζω, ὑπογραμμίζω, ἐκθέτω σαφῶς ἐπακριβῶς καὶ πλήρως, καταθέτω ὑπευθύνως καὶ ἐν γνώσει τῶν συνεπειῶν τῆς μαρτυρικῆς καταθέσεως γιὰ τὸν καταθέτη, τοὺς ἀκροατάς, καὶ τὸν κρινόμενο. καὶ τὸ κήρυγμα λέγεται μαρτυρία (Πρξ 22,18· Α΄ ᾿Ιω 5,11) καὶ οἱ δέκα ἐντολὲς ἢ ἡ Βίβλος ὁλόκληρη μαρτύριον (῎Εξ 25,15· 27,21· Ψα 118,146· 148). γι᾿ αὐτὸ λέγεται καὶ σκηνὴ τοῦ μαρτυρίου, ἐπειδή, ἀντὶ νὰ στεγάζῃ ἕνα ξόανο ὅπως οἱ ναοὶ τῶν εἰδωλολατρῶν, ἦταν «γραμματεῖον» (δαβὶρ) καὶ «φυλακεῖον», ὅπου στεγαζόταν καὶ φυλαγόταν ἡ Βίβλος, τὰ αὐτόγραφά της, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ τυπογραφία ἢ ἔστω ἡ μεγάλη διασπορὰ χειρογράφων δὲν ὑπῆρχε, γιὰ ν᾿ ἀσφαλίζῃ ἐπαρκῶς τὸ ἀναλλοίωτο τῶν κειμένων κατὰ τὶς ἀντιγραφές. ὅσα εἶδεν· ἐννοεῖται κατὰ τὸ ὅραμα τῆς ᾿Αποκαλύψεως. τὸ εἶδε λέγεται ἐδῶ ὅπως καὶ στὰ μεταγενέστερα κείμενα τοῦ ᾿Ιωάννου (Α΄ ᾿Ιω 1,1-3 · ᾿Ιω 1,14) καὶ σημαίνει τὴν ἄμεση λῆψι τοῦ ἀποστόλου σὲ ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὶς μὴ θεόθεν δοσμένες φλυαρίες τῶν νικολαϊτῶν. 3. Μακάριος. μακαρίζει τοὺς ἀναγνῶστες του ὁ ᾿Ιωάννης. δὲν θὰ τολμοῦσε κάτι τέτοιο, ἂν ὁ λόγος τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἦταν δικός του, ὄχι θεόπνευστος. καὶ τὸν χαρακτηρίζει ῥητῶς ὡς προφητείαν. ὁ ἀναγινώσκων καὶ οἱ ἀκούοντες. δίνει τὴν εἰκόνα τοῦ ἐκκλησιασμοῦ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, τῆς ἀποστολικῆς ἐκκλησίας. ἐκκλησίαζαν, γιὰ νὰ διαβάζουν τὰ κείμενα τῶν ἀποστόλων – Καινὴ Διαθήκη – καὶ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀσφαλῶς, ὅπως φαίνεται πάρα πολλὲς φορές. ὁ ἀναγινώσκων ἦταν ὁ διδάσκαλος τῆς κατὰ τόπον ἐκκλησίας. οἱ ἀκούοντες ἦταν οἱ ἐκκλησιάζοντες, τὸ πλήρωμα. ἐδῶ τὸ τηρεῖν τὴν προφητείαν σημαίνει ἀσφαλῶς «πείθεσθαι στὴν προφητεία καὶ ἀναμένειν τὴν ἐκπλήρωσί της». τὰ γεγραμμένα εἶναι ὅρος χρησιμοποιούμενος γιὰ κάθε βιβλικὸ κείμενο. ὁ καιρὸς ἐγγύς. μήνυμα καὶ κήρυγμα ἐναρκτήριο, ὁμόλογο τοῦ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Μθ 3,2· 4,17· Λκ 10,9· Μρ 1,15). τότε ἦταν ἡ πρώτη παρουσία καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ κηρύγματος τοῦ Χριστοῦ, τώρα τὰ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσι τῆς πρώτης παρουσίας καὶ ἡ ἀναμονὴ μεγάλων ἐξελίξεων καὶ ἡ προσδοκία τῆς δευτέρας παρουσίας. ὁ καιρὸς ἢ ἄλλοτε ἡ ὥρα εἶναι στὰ μετὰ τὸ Δαυῒδ βιβλικὰ κείμενα ὁ κρίσιμος χρόνος, ποὺ θὰ βρῇ τὸν ἁμαρτωλὸ κόσμο ἀπροπαράσκευο καὶ μὴ προσκαρτεροῦντα καὶ ἀναίσθητο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἄξιο ἐγκαταλείψεως καὶ τιμωρίας, τοὺς δὲ δούλους τοῦ θεοῦ προπαρασκευασμένους καὶ ἀγρύπνως προσκαρτεροῦντας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀξίους περιποιήσεως τιμῆς καὶ ἀμοιβῆς. ὁ καιρὸς αὐτὸς καὶ κρίσιμος χρόνος μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα ἰδιαιτέρως κρίσιμο γεγονός, ἀλλαγή, διωγμός, καταστροφή, θάνατος, ἐκκλησιαστικὴ κρίσι, ἔκπτωσι, ἀνάληψι μεγάλων πρωτοβουλιῶν, ἀκόμη καὶ τὸ κυριώτερο ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου. γενικῶς ὁ καιρὸς κατὰ τὸν ὁποῖο ἐλέγχεται ἡ ἐγρήγορσι καὶ δικαιώνεται ἡ προσδοκία.

2
 
4
 
Ἰωάννης ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῆ Ἀσίᾳ · χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ θεοῦ, ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων, ἅ 
  5 ἐνώπιον τοῦ θρόνου αὐτοῦ, καὶ ἀπὸ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς · τῶ ἀγαπῶντι ἡμᾶς 
  6
 
καὶ λούσαντι ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῶ αἵματι αὐτοῦ, καὶ ἐποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν, ἱερεῖς τῷ θεῶ καὶ πατρὶ αὐτοῦ, αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
  7
 
Ἰδοὺ ἔρχεται μετὰ τῶν νεφελῶν, καὶ ὄψεται αὐτὸν πᾶς ὀφθαλμὸς καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν, καὶ κόψονται ἐπ’ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. ναὶ ἀμήν.
  8
 
Ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, λέγει Κύριος ὁ θεός, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ.
  9
 
Ἐγὼ Ἰωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ἐγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ
  10 διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ. ἐγενόμην ἐν πνεύματι ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ, καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς
  11 σάλπιγγος λεγούσης · ὃ βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις , εἰς Ἔφεσον καὶ εἰς Σμύρναν καὶ εἰς Πέργαμον καὶ εἰς Θυάτειρα
  12
 
καὶ εἰς Σάρδεις καὶ εἰς Φιλαδέλφειαν καὶ εὶς Λαοδίκειαν. καὶ ἐκεῖ ἐπέστρεψα βλέπειν τὴν φωνὴν ἥτις ἐλάλει μετ' ἐμοῦ · καὶ ἐπιστρέψας εἶδον ἑπτὰ λυχνί-
  13
 
ας χρυσᾶς, καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υιῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον
  14
 
ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν · ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών , καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ
  15
 
ὡς φλὸξ πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι,
  16
 
καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, καὶ ἔχων ἐν τῆ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ῥομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ.
  17
 
καὶ ὅτε εἶδον αὐτόν, ἔπεσα πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡς νεκρός, καὶ ἔθηκε τὴν δεξιὰν αὐτοῦ ἐπ’ ἐμὲ λέγων · Μὴ φοβοῦ · ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος καὶ 
  18
 
ὁ ζῶν, καὶ ἐγενόμην νεκρός, καὶ ἰδοὺ ζῶν εἰμι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, 
  19
 

καὶ ἔχω τὰς κλεῖς τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου. γράψον οὖν ἃ εἶδες, καὶ ἃ εἰσι

  20
 
καὶ ἃ μέλλει γίνεσθαι μετὰ ταῦτα · τὸ μυστήριον τῶν ἑπτὰ ἀστέρων ὧν εἶδες ἐπὶ τῆς δεξιᾶς μου, καὶ τὰς ἑπτὰ λυχνίας τὰς χρυσᾶς. οἱ ἑπτὰ ἀστέρες ἄγγελοι τῶν ἑπτὰ ἐκκλησιῶν εἰσι, καὶ αἱ λυχνίαι αἱ ἑπτὰ ἑπτὰ ἐκκλησίαι εἰσίν.

 

  4
 
᾿Ιωάννης πρὸς τὶς ἑφτὰ ἐκκλησίες ποὺ εἶναι στὴν ᾿Ασία· χάρι σὲ σᾶς καὶ εἰρήνη ἀπὸ τὸ θεό, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, καὶ ἀπὸ τὰ ἑφτὰ πνεύματα ποὺ εἶναι
  5
 
μπροστὰ στὸ θρόνο του, κι ἀπὸ τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὁ μάρτυς ὁ πιστός, ὁ πρωτογέννητος τῶν νεκρῶν καὶ ὁ ἄρχοντας τῶν βασιλέων τῆς γῆς · αὐτὸν ποὺ μᾶς
  6
 
γαπάει καὶ μᾶς ἔλουσε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας μὲ τὸ αἷμα του, καὶ μᾶς ἔκανε βασιλεία, ἱερεῖς στὸ θεὸ καὶ πατέρα του· σ᾿ αὐτὸν ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμι στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. ἀμήν.
  7
 
Νά, ἔρχεται μὲ τὰ σύννεφα, καὶ θὰ τὸν ἀντικρύσῃ κάθε μάτι, κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν κάρφωσαν, καὶ θὰ θρηνήσουν γι᾿ αὐτὸν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς. ναὶ ἀμήν.
  8
 
᾿Εγὼ εἶμαι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὧ, λέει ὁ θεὸς Κύριος, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτορας. 
  9
 
᾿Εγὼ ὁ ᾿Ιωάννης, ὁ ἀδελφός σας καὶ συμμέτοχος στὴ θλῖψι καὶ στὴ βασιλεία καὶ στὴν ὑπομονὴ ἐν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ, ἦρθα στὴ νῆσο ποὺ λέγεται Πάτμος γιὰ τὸ λόγο
  10
 
τοῦ θεοῦ καὶ γιὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ἦρθα σὲ κατάστασι πνευματικὴ τὴν κυριακὴ ἡμέρα, καὶ ἄκουσα ἀπὸ πίσω μου φωνὴ μεγάλη σὰ φωνὴ
  11
 
σάλπιγγος ποὺ ἔλεγε· Αὐτὸ ποὺ βλέπεις γράψε το σὲ βιβλίο καὶ στεῖλε το στὶς ἑφτὰ ἐκκλησίες, στὴν ῎Εφεσο, στὴ Σμύρνα, στὸ Πέργαμο, στὰ Θυάτειρα, στὶς 
  12
 
Σάρδεις, στὴ Φιλαδέλφεια, καὶ στὴ Λαοδίκεια. καὶ τότε γύρισα νὰ δῶ τὴ φωνὴ 
  13
 
ποὺ μοῦ μιλοῦσε· κι ὅταν γύρισα, εἶδα ἑφτὰ χρυσοῦς λυχνοστάτες, κι ἀνάμεσα στοὺς ἑφτὰ λυχνοστάτες ἕναν σὰν ἄνθρωπο, ντυμένο μὲ χιτῶνα μέχρι τὰ
  14
 
πέλματα καὶ ζωσμένο στὴ μέση μὲ ζώνη χρυσῆ· τὸ δὲ κεφάλι του καὶ τὰ μαλλιά 
  15
 
του ἄσπρα σὰν ἄσπρο μαλλί, σὰ χιόνι, καὶ τὰ μάτια του σὰν πύρινη φλόγα, καὶ τὰ πέλματά του ὅμοια μὲ μπροῦντζο ἀστραφτερό, σὰν πυρακτωμένα σὲ καμίνι,
  16
 
καὶ ἡ φωνή του σὰ βοὴ ἀπὸ πολλὰ νερά, καὶ κρατοῦσε στὸ δεξί του χέρι ἑφτὰ ἀστέρες, κι ἀπὸ τὸ στόμα του ἔβγαινε δίκοπο κοφτερὸ σπαθί, καὶ ἡ ὄψι του σὰν 
  17
 
τὸν ἥλιο ὅταν ἀστράφτῃ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι. κι ὅταν τὸν εἶδα, ἔπεσα στὰ πόδια του σὰ νεκρός, κι ἐκεῖνος ἔβαλε τὸ χέρι του τὸ δεξιὸ ἐπάνω μου λέγοντας·
  18
 
Μὴ φοβᾶσαι· ἐγὼ εἶμαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ τελευταῖος καὶ ὁ ζωντανός, ἐκεῖνος ποὺ χρημάτισα νεκρός, ἀλλὰ νά ποὺ ζῶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, καὶ κρατάω τὰ 
  19
 
κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ᾅδου. γράψε λοιπὸν αὐτὰ ποὺ εἶδες, καὶ ὅσα εἶναι
  20
 
καὶ ὅσα μέλλουν νὰ συμβοῦν μετὰ ἀπ᾿αὐτά. νά τὸ μυστήριο τῶν ἑφτὰ ἀστέρων ποὺ εἶδες ἐπάνω στὴν παλάμη μου τὴ δεξιὰ καὶ οἱ ἑφτὰ λυχνοστάτες οἱ χρυσοῖ· οἱ ἑφτὰ ἀστέρες εἶναι οἱ ἄγγελοι τῶν ἑφτὰ ἐκκλησιῶν, καὶ οἱ ἑφτὰ λυχνοστάτες εἶναι οἱ ἑφτὰ ἐκκλησίες. 

 

4. Ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις. ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ στοὺς σημιτικοὺς λαούς, ὅπως εἶναι καὶ οἱ ῾Εβραῖοι, λειτουργοῦσε ὅπως σ᾿ ἐμᾶς ὁ 40 καὶ ὁ 1002 στὶς ἐκφράσεις «Σοῦ τὸ εἶπα σαράντα φορὲς» καὶ «τοῦ ἔκανε χίλια δυὸ πράγματα». εἶναι τὸ «πάρα πολὺ» καὶ «πέρα ἀπὸ τὸ μέτρο», παρ᾿ ὅλο ποὺ λογιστικῶς εἶναι ἀριθμοὶ μικρότεροι τοῦ 50 καὶ τοῦ 1500, ποὺ δὲν σημαίνουν ποτὲ τὸ «πάρα πολύ». οἱ προϊστορικοὶ Σημῖτες εἶχαν τὸ ἑξαδικὸ ἀριθμητικὸ σύστημα, ὁπότε τὸ ἑπτὰ τὸ ἔνιωθαν σὰν «πάνω ἀπὸ δέκα», ἀφοῦ τὸ «δέκα τους» ἦταν τὸ 6. κι αὐτὸ τοὺς κάθισε μέχρι τὰ πολὺ ὄψιμα ἱστορικὰ χρόνια, ἀφοῦ καὶ σ᾿ ἐμᾶς κάθισε ἡ «ντουζίνα» (δωδεκάδα τους) ὡς «δώδεκα μῆνες», «δώδεκα ὧρες», «δώδεκα ἆθλοι τοῦ ῾Ηρακλέους», «δώδεκα θεοί», κλπ., διότι τὸ δώδεκα ἦταν τὸ «εἴκοσί» τους. αἱ ἑπτὰ ἐκκλησίαι εἶναι ἀριθμὸς ποὺ ἐπαρκεῖ, γιὰ νὰ ἐκφράσῃ συμβολικὰ «ὅλες τὶς ἐκκλησίες»· δηλώνει ὅτι ἡ ᾿Αποκάλυψις εἶναι ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς ὅλες τὶς ἐκκλησίες. ἔτσι λίγο παρακάτω στὸν ἴδιο στίχο βλέπουμε καὶ τὰ ἑπτὰ πνεύματα γιὰ τὸ ἅγιον πνεῦμα ποὺ ἐπαρκεῖ γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. κι ἐπειδὴ πρῶτα οἱ ἐκκλησίες λέχθηκαν γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἑπτά, τόσες φυσικὰ λέχθηκαν καὶ αἱ λυχνίαι, ποὺ εἶναι πάλι οἱ ἐκκλησίες, τόσοι καὶ οἱ ἀντίστοιχοι πρὸς τὶς λυχνίες ἀστέρες καὶ οἱ ἄγγελοι τῶν τόσων ἐκκλησιῶν, ἀφοῦ ἀστέρες εἶναι οἱ ἄγγελοι, δηλαδὴ οἱ ἐπίσκοποι τῶν λυχνιῶν - ἐκκλησιῶν. οἱ περὶ 7 πλανητῶν βλακεῖες τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς γιὰ τὴ χρῆσι τοῦ ἀριθμοῦ ἑπτά, ποὺ τὶς σερβίρει, γιὰ νὰ ἑτοιμάσῃ οἰκόπεδο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι τοῦ ἰσχυρισμοῦ της περὶ ἐξαρτήσεως τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἀπὸ τὸ φθονερὸ ἰουδαϊκὸ ἀπόκρυφο «᾿Αποκάλυψις ᾿Ενὼχ» τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως (132-5 μ.Χ.), εἶναι μόνο βλακεῖες. τοὺς πῆρε μάλιστα τοὺς πλανῆτες τὸ φθονερὸ ἀπόκρυφο ἀπὸ τὴν ᾿Επιστολὴ τοῦ ᾿Ιούδα (᾿Ιδ, 13), ποὺ μόλις εἶχε προηγηθῆ τῆς ᾿Αποκαλύψεως τοῦ ᾿Ιωάννου. γιατί ἀλήθεια, ἂν ὁ ᾿Ιωάννης λαχτάρησε πλανῆτες, νὰ μὴν τοὺς πῆρε ἀπὸ τὸν ᾿Ιούδα, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ βλακῶδες ἀπόκρυφο τὸ κατὰ 66 χρόνια νεώτερό του; ἂν καὶ δὲν σκέφτηκε κἂν τοὺς πλανῆτες ὁ ᾿Ιωάννης. τὸ ἑπτὰ ὡς συμβολικὸς ἀριθμὸς εἶναι στὴ Βίβλο πολύχρηστο, καὶ «παίζεται» μάλιστα καὶ ὡς ἑπτὰ καὶ ἑβδομηκοντάκις ἑπτὰ μεταξὺ Χριστοῦ καὶ Πέτρου (Μθ 18,22). Ταῖς ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ. ᾿Ασία, ἀρχικὰ μᾶλλον ὄνομα θεᾶς μητριαρχικοῦ προελληνικοῦ θρησκεύματος, λεγόταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα μόνο τὸ ἀπὸ τὸ Αἰγαῖο βρεχόμενο μέρος τῆς σήμερα λεγομένης Μικρᾶς ᾿Ασίας σὲ ἀνατολικὸ βάθος ὄχι πέρα ἀπὸ τὸν ἄξονα τῶν ποταμῶν Σαγγαρίου κι Εὐρυμέδοντος, δηλαδὴ τοῦ μεσημβρινοῦ 31· ἢ πρακτικῶς τῆς σπουδαίας κορυφογραμμῆς ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ. στὰ μετατυπογραφικὰ χρόνια τὸ ὄνομα ᾿Ασία ἐπεκτάθηκε σ᾿ ὅλη τὴ σήμερα λεγόμενη Μικρὰ ᾿Ασία, καὶ λίγο ἀργότερα σ᾿ ὅλη τὴν ἤπειρο μέχρι τὴν ᾿Ιαπωνία· καὶ τότε ἐπινοήθηκε γιὰ συνεννόησι ὁ ὅρος Μικρὰ ᾿Ασία, γιὰ νὰ λέγεται ἔτσι ἡ χώρα ποὺ λέγεται ἔτσι σήμερα. οἱ ἑπτὰ πόλεις τῆς ᾿Αποκαλύψεως εἶναι οἱ κυριώτερες τῆς τότε ῥωμαϊκῆς ἐπαρχίας ᾿Ασίας, ἂν καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι κάποιες ἀπὸ τὶς ἑπτὰ καὶ ἡ Μίλητος καὶ αἱ Κολοσσαί. ῾Ο ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος. ἀνάλυσι τοῦ ὀνόματος ᾿Ιαυὲ - ῎Ων - Κύριος, γιὰ τὴν ὁποία εἶπα στὴν εἰσαγωγή. τὸ ὄνομα συναντᾶται πέντε φορές (᾿Απ 1,4· 1,8· 4,8· 11,17· 16,5). στὰ χειρόγραφα τὴν τρίτη φορὰ τὸ ἦν προηγεῖται τοῦ ὤν, τὴ δὲ τέταρτη τὸ ἐρχόμενος μαρτυρεῖται ἀπὸ μέρος μόνο τῶν χειρογράφων καὶ τῶν ἀρχαίων μεταφράσεων, καὶ τὴν πέμπτη παραλείπεται. ἔχω τὴν ὑπόνοια ὅτι ἀρχικὰ ἦταν παντοῦ τὸ ἴδιο, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, κι ἔπειτα τὸ διαφοροποίησε ἡ ἀμέλεια τῶν γραφέων· ἡ χειρόγραφη παράδοσι τῆς ᾿Αποκαλύψεως δὲν εἶναι τόσο πλούσια ὅσο τῶν ἄλλων βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. τὰ δυὸ μεταφράσματα τοῦ ὀνόματος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸ ἀρχικὸ ῍Ων καὶ τὸ συχνὸ Κύριος, εἶναι ἀπὸ τὰ δυὸ ταυτόσημα ὑπαρκτικὰ ῥήματα εἰμὶ καὶ κυρῶ, τὸ ἕνα μετοχὴ ἐνεστῶτος καὶ τ᾿ ἄλλο ῥηματικὸ ἐπίθετο, ταυτόσημα καὶ αὐτά. κάποια μικρότερη ἀνάλυσι ἀνευρίσκεται ἤδη στὸν ᾿Ησαΐα (41,4) μὲ τὰ πρῶτος (= ὁ ἦν) καὶ εἰς τὰ ἐπερχόμενα ἐγώ (= ὁ ἐρχόμενος). τὴν παρὰ τὸ βαρβαρισμό της ὡραία καὶ μεγαλοπρεπῆ ἀνάλυσι τοῦ θείου ὀνόματος ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος ἀπομιμήθηκαν φθονερὰ τόσο μερικοὶ θύραθεν σὲ χρησμολογήματα, λόγια, κι ἐπιγραφὲς τοῦ Β΄ αἰῶνος (βλ. Πλούταρχον, Π. ῎Ισ. καὶ ᾿Οσίρ., 9 · καὶ Παυσανίαν 10,12,11) ὅσο καὶ οἱ μετὰ τὸν F΄ αἰῶνα ῥαββῖνοι τῆς ταλμουδικῆς παραφιλολογίας. τὸ ἀναλυτικὸ ὄνομα ἐδῶ στὴν ᾿Αποκάλυψι ἀποδίδεται στὸ θεὸ πατέρα μόνο ἀπὸ κεκτημένη ἕξι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, διότι τὸ ταυτόσημό του Κύριος ἀποδίδεται (᾿Απ 11,8· 17,14· 22,20), σὰν μετὰ ἀπὸ κάποια ἀποδεικτική, καὶ στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό. στὸ ἕνα χωρίο μάλιστα (᾿Απ 17,14) λέγεται ὅτι Τὸ ἀρνίον Κύριος Κυρίων ἐστὶ καὶ βασιλεὺς βασιλέων, ὅπως λέγεται ὁ ᾿Ιαυὲ καὶ στὸ Δανιήλ (2,47). ᾿Απὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων. λέει ἔτσι τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς θεότητος, διότι εἶπε συνολικῶς ἀπὸ τοῦ θεοῦ... καὶ ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων... καὶ ἀπὸ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. τὸ πάλι σημιτικοῦ τύπου ἑπτὰ πνεύματα θέλει νὰ πῇ «τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν πνεῦμα». τὸ εἶδος ἐκφράσεως αὐτὸ θυμίζει τὸ ἐλωῒμ ἢ ἐλωΐ (Γε 1,1 · Μρ 15,34), ποὺ φαίνεται πληθυντικός, ἀλλὰ λέγεται γιὰ τὸν ἕνα θεό, ὅπως δείχνει πάντοτε τόσο τὸ ῥῆμα, στὸ ὁποῖο εἶναι ὑποκείμενο, λόγου χάρι ᾿Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς (ἐλωῒμ) τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν (Γε 1,1), ὅσο καὶ τὸ μετάφρασμα ὁ θεός. στὴν πραγματικότητα δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τὸ -ιμ στὸ προϊστορικὸ ἐλωῒμ εἶναι κατάληξι πληθυντικοῦ. γιὰ τὴ σήμερα γνωστὴ «ἑβραϊκὴ γραμματικὴ» ὑπάρχει ἡ βάσιμη ὑπόνοια ὅτι εἶναι πλασματικὸ σκεύασμα τῶν μασοριτῶν τῆς ὄψιμης βυζαντινῆς ἐποχῆς, καὶ ὄχι πραγματικὴ γραμματικὴ τῆς ἀρχαίας καὶ βιβλικῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης. ἐκτὸς αὐτοῦ διάφορες γλωσσικὲς ἐπιβιώσεις σύμφωνες μὲ προϊστορικὰ ἀνασκαφικὰ ἐνεπίγραφα εὑρήματα, διαβασμένα πλέον, μᾶς πείθουν ὅτι κατὰ τὴν προαλφαβητικὴ καὶ πρωτοαλφαβητικὴ ἐποχὴ οἱ γλῶσσες στὴν ἐξέλιξί τους ἔτρεχαν μὲ ἐντελῶς ἄλλη ταχύτητα καὶ ἄλλον τρόπο, οἱ δὲ γραμματικοὶ τύποι τους δὲν συμφωνοῦν καθόλου μὲ τοὺς κανόνες μιᾶς ὕστερης καὶ κλασσικῆς καὶ ἀλφαβητικῶς καταγραμμένης φάσεώς των. ὅταν διαβάστηκε ἡ ἀχαιικὴ γραφή, ἡ καὶ μυκηναϊκὴ ἢ γραμμικὴ Β λεγομένη, ποὺ τὰ κείμενά της εἶναι καὶ λίγο καὶ πολὺ νεώτερα τοῦ Μωϋσέως καὶ τῆς συντάξεως τῆς Πεντατεύχου, οἱ φιλόλογοι μείναμε κατάπληκτοι γιὰ τοὺς γραμματικοὺς τύπους καὶ τὶς συντακτικὲς μορφὲς ποὺ ἀντικρύσαμε καὶ ποὺ δὲν τοὺς περιμέναμε σὲ καμμιὰ περίπτωσι. ἔχοντας δὲ ὑπ᾿ ὄψιν ποιές ἦταν οἱ ἐπὶ 10 αἰῶνες (Η΄ π.Χ. - Β΄ μ.Χ.) διαφοροποιήσεις στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, δὲν μπορούσαμε νὰ χωνέψουμε ὅτι οἱ ἐπὶ 6 μόνον αἰῶνες (ΙΕ΄ - Θ΄ π.Χ.) ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλείτερες. καταλάβαμε ὅμως ὅτι ὁ καλπασμὸς τῆς οὐσιαστικὰ ἀκατάγραφης γλώσσης εἶναι πολὺ πέρα ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς ποὺ γίνονται γιὰ τὸν ὑποτιθέμενο κατ᾿ ἀρχὴν βηματισμὸ ἢ ἔστω τροχασμό της, ποὺ τὸν φανταζόμασταν παραπλήσιο ἐκείνου τῆς γραπτῆς περιόδου της. τότε θυμηθήκαμε, γιὰ νὰ παρηγορήσουμε τὴν κατάπληξί μας καὶ νὰ πείσουμε τὸν ἑαυτό μας ν᾿ ἀποδεχτῇ τὴν προσφάτως ἀνακαλυφθεῖσα πραγματικότητα, τὶς διάφορες παραξενιὲς τῆς γλώσσης, ποὺ εἶχε χωνέψει ὁ μακροχρόνιος ἐθισμός μας. γιατί λόγου χάρι οἱ καταλήξεις τῶν τριῶν πρώτων τακτικῶν ἀριθμητικῶν πρῶτος δεύτερος τρίτατος ἔγιναν καταλήξεις τῶν τριῶν βαθμῶν τῶν περισσοτέρων ἐπιθέτων, τοῦ τύπου δηλαδὴ ἔντιμος ἐντιμότερος ἐντιμότατος ἢ νέος νεώτερος νεώτατος. γιατί τοῦ γιγαντίου δέντρου πλατάνου τὸ ἀρχαῖο ὄνομα πλατάνιστος ἔδωσε τὴν κατάληξί του γιὰ τὸ σχηματισμὸ τοῦ δευτέρου σὲ συχνότητα ὑπερθετικοῦ βαθμοῦ τοῦ λήγοντος σὲ -ιστος μέγιστος ἐλάχιστος κάλλιστος κάκιστος κράτιστος βέλτιστος μήκιστος. καὶ ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι δυὸ βαθμοὶ τοῦ τελευταίου ἢ ὁ θετικὸς βαθμὸς τοῦ ἀνώτερος - ἀνώτατος. πῶς εἶναι δυνατὸν τὰ παραθετικὰ ἀμείνων ἄριστος κράτιστος βέλτιστος λῷστος, τόσο διαφορετικὰ μεταξύ τους, νὰ εἶναι ὅλα βαθμοὶ τοῦ ἐπιθέτου ἀγαθός, τόσο διαφορετικοῦ πρὸς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ πέντε, ποὺ ἔχει περισσότερη σχέσι μὲ τὰ ἄγαν ἀγακλειτὸς ἀγάστονος ᾿Αγαμέμνων ᾿Αγαμήδη ᾿Αγαρίστη ᾿Αγασθένης ἄγαμαι ἀγάλλομαι. πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ τρεῖς τύποι λέγω - ἐρῶ - εἶπον ἢ φέρω - οἴσω - ἤνεγκον ἢ ἄλλοι τέτοιοι τριπλοῖ διπλοῖ καὶ τετραπλοῖ νὰ εἶναι πτώσεις τοῦ ἴδιου ῥήματος. ἢ μήπως εἶναι ἐρείπια τριῶν καὶ περισσοτέρων διαφορετικῶν ῥημάτων, περίπου ταυτοσήμων, προερχομένων ἴσως κι ἀπὸ διαφορετικὲς γλῶσσες, ποὺ ταιριάχτηκαν μεταξύ τους ὅπως ὅπως σὰν ἀταίριαστα καὶ βεβιασμένα πάζλ, γιὰ νὰ συμπληρώσουν ἕνα πλῆρες ῥῆμα; γιατί οἱ καταλήξεις τοῦ δυϊκοῦ σχηματίζουν τὰ ῥήματα βάτην χαίρετον ἱκάνετον ἐστόν, καὶ τὰ ὀνόματα - ἀντωνυμίες - μετοχές, τώ, εὐχομένω, ποὺ λέγονται στὴν ᾿Ιλιάδα (Ι 182-3· 192· 197-8) γιὰ πέντε ἄντρες, Φοίνικα Αἴαντα ᾿Οδυσσέα ᾿Οδίον κι Εὐρυβάτην, κι ἀνακατεύονται ἀδιάκριτα καὶ συγχρησιμοποιοῦνται μὲ ῥήματα ὀνόματα κι ἀντωνυμίες σὲ παγιωμένο καὶ κλασσικὸ πληθυντικὸ ἀριθμό. καὶ πῶς τὰ πασσαλόφι (Ω 268· θ 105), θύρηφι (ι 238· χ 220), θύρηθι (ξ 352), ὅθι αὐτόθι κάτωθι, καὶ τὰ θύραθεν ἄνωθεν κάτωθεν ἔξωθεν ἐκεῖθεν ὅθεν, καὶ τὰ ᾗ πῇ ὅπῃ πάντῃ κλπ. εἶναι παρωπλισμένες πτώσεις (ἀφαιρετική, τοπική, ὀργανική), τὶς ὁποῖες ἀργότερα στὸ μὲν τύπο τους τὶς ἔχουμε γιὰ ἐπιρρήματα, στὴ δὲ οὐσία τους τὶς βλέπουμε ἐνσωματωμένες στὶς κλασσικὲς πτώσεις δοτικὴ καὶ γενικὴ καὶ στὸ συντακτικὸ τὶς λέμε δοτικὴ ὀργανική, γενικὴ τοπική, γενικὴ ἀφαιρετική, ὅπως ἡ δοτικὴ ὡς δοτικὴ ἢ ὡς χαριστικὴ ἐνσωματώθηκε γιὰ τὴ νεοελληνικὴ γλῶσσα στὴ γενική, ποὺ τὴ λέμε γενικὴ δοτικὴ (μοῦ δίνεις) καὶ γενικὴ χαριστικὴ (μοῦ κάνεις τὴ χάρι). καὶ ποιά εἶναι ἡ ὀνομαστικὴ τῶν λέξεων κάτωθι ἄνωθεν ἔξωθεν ἐκεῖθεν; ἢ εἶναι πτώσεις ἐπιρρημάτων ; ! καὶ γιατί τὰ ὀνόματα γίγας ἐλέφας Αἴας ῎Ατλας κλίνονται σὰ μετοχὲς καὶ ὄχι σὰν οὐσιαστικὰ ἢ ἐπίθετα. καὶ γιατὶ ἡ (θεὰ) ἀγελάδα στὴν προϊστορικὴ ἑλληνικὴ λέγεται καὶ μυκήνη καὶ μύκονος καὶ μυκάλη. αὐτὰ ὅλα μᾶς ξύπνησαν, ὅταν ἀποκαρωθήκαμε ἀντικρύζοντας τὴν ἀλλόκοτη γραμματικὴ καὶ συντακτικὴ κατάστασι τῆς μόλις ξεσκεπασμένης στὶς μέρες μας προομηρικῆς ἑλληνικῆς γλώσσης τῶν συλλαβογραφικῶν ἀχαιικῶν κειμένων στὶς πήλινες πινακίδες τῆς Κνωσσοῦ, τῆς Πύλου, καὶ τῶν ἄλλων πόλεων - κοιτασμάτων τέτοιων κειμένων. ἦταν σὰ νὰ γνωρίζῃς τὴ σημερινὴ γῆ μὲ τὰ νερὰ τὰ δάση καὶ τὰ ζῷα της καὶ μὲ κανένα ἡφαίστειο κάπου κάπου τοπικῶς καὶ κάποτε κάποτε χρονικῶς, καὶ ξαφνικὰ νὰ μεταφέρεσαι στὴ γῆ ὅπως ἦταν πρὶν ἀποκτήσῃ στερεὸ φλοιό, καὶ κόχλαζε ὑγρὴ ὁλόκληρη καὶ πυρακτωμένη σὰν τὸν ἥλιο καὶ τὴ λάβα της, καὶ σήκωνε ἡφαίστεια συχνὰ καὶ πυκνὰ σὰν τῆς θαλάσσης τὰ κύματα καὶ τοῦ βρασμοῦ τὶς ἐπαναστάσεις καὶ δέκα φορὲς ψηλότερα ἀπὸ τὰ ᾿Ιμαλάια, ποὺ ἡ ζωή τους διαρκοῦσε λιγώτερο ἀπὸ ἕνα λεπτό. κι αὐτὴ ἡ ἀχαιικὴ γλῶσσα, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι καὶ λίγο καὶ πολὺ νεώτερη τῆς συντάξεως τῆς Πεντατεύχου. γι᾿αὐτὸ γιὰ μένα τὸ ἐλωῒμ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης δὲν εἶναι πληθυντικός, ἀλλ᾿ ὄνομα μὲ κατάληξι μεγεθυντική, κατὰ τὸ Πλάτων (= πλαταρᾶς) ἢ ἄντρακλας ἢ παίδαρος· ὄχι οἱ θεοὶ οἱ πολλοὶ ἀλλὰ ὁ θεὸς ὁ πολύς, κι αὐτὸ μετὰ τὴν παγίωσι τῆς ἑβραϊκῆς γλώσσης παρέμεινε ὡς τύπος μέχρι καὶ τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς νὰ παραξενεύῃ καθόλου τοὺς χρῆστες του, ἢ ὡς μετάφρασμα ἀπὸ τῶν ἑπτὰ πνευμάτων ἀντὶ ἀπὸ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου, ὅπως περίπου παρέμειναν σ᾿ ἐμᾶς ὡς ἕνα τὰ τρία ῥήματα φέρω - οἴσω - ἤνεγκον ἢ ὁ γιὰ πέντε ἄντρες λεγόμενος στὸν ῞Ομηρο δυϊκὸς ἀριθμός, χωρὶς νὰ μᾶς παραξενεύουν· τὰ παίρνουμε ὡς δεδομένα. ἐλεεινολογῶ καὶ ταλανίζω τοὺς ἀμαθεῖς καὶ κακομοίρηδες γαυγισταρίους τῆς ἀρνητικῆς κριτικῆς γιὰ τὶς βλακεῖες των γύρω ἀπὸ τὸ ἐλωΐμ, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους δείχνει τὴ μονοθεΐα ἐπινόησι νεώτερη τοῦ Μωϋσέως. ἀντὶ νὰ φλυαροῦν βλακεῖες σὰν κουμποῦρες μαθηταὶ ποὺ ἔκαναν σκασιαρχεῖο, ἔπρεπε νὰ φροντίσουν νὰ μάθουν γράμματα. εἶναι σὰ νὰ διηγοῦνται ὅτι «῞Οταν ὁ Κολόμβος εἶπε στοὺς ῾Ισπανοὺς Πᾶμε ν᾿ ἀνακαλύψουμε τὴν ᾿Αμερική, κι ὅταν ἀγκυροβόλησε στὸ λιμάνι τῆς Νέας ῾Υόρκης κι ἀντίκρυσε τὸ ἄγαλμα τῆς ἐλευθερίας καὶ τοὺς οὐρανοξύστες...». φοβοῦμαι μήπως τὸ νοητικό τους ἐπίπεδο δὲν τοὺς ἐπιτρέπει νὰ μάθουν «πέντε γράμματα». τότε θὰ ἔπρεπε νὰ γίνουν φύλακες σὲ μάντρες σαραβαλιασμένων αὐτοκινήτων, γιὰ νἆναι σὲ κάτι χρήσιμοι καὶ νὰ μὴ χαραμοφαγοῦν. γιὰ τὸ ὄνομα ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος ὁ ᾿Ανδρέας Καισαρείας λέει ὅτι μὲ τὸ ὢν ἐννοεῖται ὁ Πατὴρ ὅπως στὴν ῎Εξοδο (῎Εξ 3,14), μὲ τὸ ἦν ὁ Λόγος ὅπως στὸν ᾿Ιωάννη (᾿Ιω 1,1), καὶ μὲ τὸ ἐρχόμενος τὸ ἐπιφοιτῶν Πνεῦμα ὅπως στὸν ᾿Ιωάννη πάλι καὶ στὶς Πράξεις (᾿Ιω 16,13· Πρξ 2,2-4). ὁ δὲ ᾿Αρέθας Καισαρείας δέχεται τόσο τὴ γνώμη τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, ὅτι τὸ τριττὸ ὄνομα ὁλόκληρο λέγεται καὶ γιὰ τὰ τρία πρόσωπα τῆς θεότητος κοινῇ καὶ ἰδίᾳ, ὅσο καὶ τὸ ἐκ πρώτης ὄψεως συναγόμενο, ὅπως νομίζει ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴ λειτουργικὴ φρασεολογία, ὅτι λέγεται γιὰ τὸν Πατέρα. 5. ῾Ο μάρτυς ὁ πιστός. σχολίασα τὴν ἀσυνταξία στὴν εἰσαγωγή, ἐξετάζοντας τὴ γλῶσσα τῆς ᾿Αποκαλύψεως. ὁ Χριστὸς λέγεται μάρτυς πιστὸς ὡς διδάσκαλος τῆς ἀληθείας καὶ ὡς ὁ ἀμετακίνητος στὸ λόγο του συμβαλλόμενος στὸ συμβόλαιο καινὴ διαθήκη. τὸ εἶπε κι ὁ Παῦλος λίγες μέρες πιὸ μπροστὰ στὴν τελευταία του κι ἐπιθανάτια ᾿Επιστολὴ πρὸς Τιμόθεον (Β΄ Τι 2,13), ἐπειδὴ εἶχε ὑπ᾿ ὄψι του τοὺς ἴδιους Μικρασιᾶτες παραλῆπτες · Εἰ ἀπιστοῦμεν, ἐκεῖνος πιστὸς μένει· ἀρνήσασθαι ἑαυτὸν οὐ δύναται. κι ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ιωάννης ἀρκετὰ ἔπειτα στὴν Α΄ ᾿Επιστολή του (1,9)· Πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ὑμῖν τὰς ἁμαρτίας, ὅπως διαλαμβάνει τὸ συμβόλαιο. ῾Ο πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. ὁ Παῦλος πιὸ μπροστὰ πρὸς τοὺς ἴδιους πάλι Μικρασιᾶτες παραλῆτπες, ποὺ εἶχαν αὐτὰ τὰ προβλήματα ἀπὸ παλιά, τὸ λέει πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν (Κλ 1,15) · ἀλλὰ καὶ πολὺ πιὸ μπροστὰ πρὸς τοὺς ἐξ ῾Εβραίων ἢ ἁπλῶς ἐξ ᾿Ιουδαίων Χριστιανοὺς τῆς ῾Ρώμης τὸ λέει πάλι πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς (῾Ρω 8,29), ἢ πρὸς τοὺς ἐξ ῾Εβραίων τῆς Παλαιστίνης ἁπλῶς καὶ γενικῶς πρωτότοκος (῾Εβ 1,6), στηρίζοντας τοὺς ἐν ἀμφιβολίᾳ ὅπως κι ὁ ᾿Ιωάννης. αὐτὰ δείχνουν ἢ συνεννόησι τῶν ἀποστόλων ἢ κοινὴ ἔμπνευσι ἀπὸ τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιο. ἡ ἀνάστασι εἶναι μιὰ γέννησι ἀπὸ τὸν τάφο. καὶ πρῶτος ποὺ ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ μπῆκε ἀμετάκλητα στὴ ζωὴ τῆς ἀφθαρσίας τὴν αἰώνια εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. οἱ ἄλλες ἀναστάσεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀναφέρονται τρεῖς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, γενόμενες ἀπὸ τὸν ᾿Ηλία καὶ τὸν ᾿Ελισαῖο (Γ΄ Βα 17,17-24· Δ΄ Βα 4,18-37· 8,1·13,21), καὶ πέντε στὴν Καινὴ Διαθήκη γενόμενες τρεῖς ἀπὸ τὸ Χριστὸ (Λκ 7,11-17· 8,40-56΄΄ · Μρ 5,21-43΄΄ · ᾿Ιω 11,1-44· 12,1-9· 11· 17), μία ἀπὸ τὸν Πέτρο (Πρξ 9,36-42), καὶ μία ἀπὸ τὸν Παῦλο (Πρξ 20,9-12), ἦταν ἀναστάσεις μὲ τὶς ὁποῖες τ᾿ ἀναστημένα πρόσωπα ἁπλῶς ξαναγύρισαν στὴ φυσικὴ καὶ φθαρτὴ ζωὴ καὶ μετὰ λίγα χρόνια πέθαναν πάλι ὁριστικά. ἦταν ἕνα εἶδος θεραπείας νόσου, καὶ ὄχι μετάστασι στὴ ζωὴ τῆς ἀφθαρσίας μὲ τὸ σῶμα τῆς ἀναστάσεως σὰν τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀναστήθηκε μὲ τέτοια ἀνάστασι καὶ μέχρι στιγμῆς ὁ μόνος. κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία του τὴν ἀναστημένη κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας θ᾿ ἀκολουθήσῃ ἡ ἀνάστασι καὶ τοῦ σώματος, καθὼς θ᾿ ἀναστηθοῦν σὰν αὐτὸν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ εἰς ἀνάστασιν ζωῆς (Α΄ Θε 4,13-17· Α΄ Κο 15,51-54· ᾿Ιω 5,29), ἐνῷ οἱ ἄπιστοι εἰς ἀνάστασιν κρίσεως. πρωτότοκος ὁ Χριστὸς ὄχι μόνο στὴ γέννησί του ἀπὸ τὴ μητέρα του κατὰ τὴν παλαιὰ διαθήκη ἀλλὰ καὶ στὴ γέννησί του ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ θανάτου κατὰ τὴν καινὴ διαθήκη. οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἁπαξάπαντες, χωρὶς νὰ ἐξαιρῆται κανείς, θ᾿ ἀναστηθοῦν ὅλοι μαζὶ κατὰ τὴ δευτέρα παρουσία τοῦ πρωτοτόκου τῶν νεκρῶν. γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅλοι οἱ τοῦ Χριστοῦ, ὡς πνευματικοὶ ἀντικαταστάτες τῶν ἀφιερωμένων πρωτοτόκων τῆς παλαιᾶς διαθήκης (῎Εξ 13,1-2· 11-15· 22,29· 34,19-20 · ᾿Αρ 3,12-13· 40-51· 8,15-19· 18,15-17· Μθ 1,25· Λκ 2,22-24) εἶναι ἀφιερωμένοι πρωτότοκοι, ἐκκλησία πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων (῾Εβ 12, 23). πρῶτος τῶν πρωτοτόκων ὅμως ὁ καὶ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως εἶναι ὁ Χριστός. ῎Αρχων τῶν βασιλέων τῆς γῆς. Βασιλεὺς βασιλέων καὶ Κύριος κυρίων, ὅπως λέγεται κι ἐδῶ στὴν ᾿Αποκάλυψι παρακάτω (17,14) καὶ στὸ Δανιήλ (Δα 2,47). Τῷ ἀγαπῶντι ἡμᾶς καὶ λούσαντι ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν ἐν τῷ αἵματι αὐτοῦ. ἀλλάζει πτῶσι χωρὶς λόγο· σχολίασα τὸ ἀσύντακτο στὴν εἰσαγωγή. ἀναφέρεται στὴ σωτηρία μας μὲ τὴ σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ, στὸ αἷμα τῆς καινῆς διαθήκης, ποὺ ἀποδεχόμαστε μὲ τὴ βάπτισι καὶ κοινωνοῦμε μὲ τὴ θεία εὐχαριστία. ᾿Ανέφερε τὰ τρία πρόσωπα μὲ τὴ σειρὰ πατὴρ πνεῦμα υἱός, ἐπειδὴ θέλησε νὰ πῇ γιὰ τὸν υἱὸ περισσότερα. ἡ σειρὰ εἶναι ἀδιάκριτη στὰ κείμενα τῶν ἀποστόλων πολλὲς φορές. 6. ᾿Εποίησεν ἡμᾶς βασιλείαν. ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἔβγαλε τοὺς δούλους τῶν Αἰγυπτίων, ὅσοι ἦταν γόνοι τοῦ ᾿Ισραήλ, στὴν ἔρημο καὶ τοὺς ὠργάνωσε σὲ ἔθνος καὶ κράτος, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς ἔβγαλε τοὺς Χριστιανοὺς ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο κατὰ τὸ φρόνημα καὶ τοὺς ἔκανε βασιλεία. πίστις (= συμβόλαιο), ἐκκλησία (= συνέλευσι), ὁδὸς (= τρόπος ζωῆς), καὶ βασιλεία (= ἐπικράτεια) λέγεται ὁ Χριστιανισμὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη. οὐδέποτε λέγεται «θρήσκευμα» ἢ «θρησκεία» οὔτε αὐτὸς οὔτε τὸ ἀντίστοιχο τοῦ ᾿Ισραὴλ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. τὸ τοῦ ᾿Ισραὴλ λέγεται δικαιοσύνη (= δίκαιος τρόπος ζωῆς), ἐκκλησία, λατρεία, καὶ ζητεῖν τὸν Κύριον. στὴν Καινὴ Διαθήκη τὸ τοῦ ᾿Ισραήλ, μετὰ τὴν ἀκύρωσί του κατὰ τὴ σταύρωσι τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐκφράστηκε θεόθεν μὲ τὸ σχίσιμο τοῦ καταπετάσματος (Μθ 27,51· Λκ 23,45· Μρ 15,38), ὁ Παῦλος τὸ λέει θρησκείαν (Πρξ 26,5) καὶ ἰουδαϊσμὸν (Γα 1,13-14), ὅπως εἶχαν ἀρχίσει, φαίνεται, νὰ τὸ λὲν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ εἰδωλολατρικὴ ἐπίδρασι τοῦ περιγύρου τους, ἐπειδὴ ὁ Παῦλος τὸ κατατάσσει πλέον στὰ μάταια καὶ ἄκυρα θρησκεύματα τοῦ κόσμου τούτου. λέει δὲ θρησκείαν καὶ ἐθελοθρησκείαν ὁ ἴδιος καὶ τὴν εἰδωλολατρία τῶν ἀγγέλων (Κλ 2,18· 2,23) ἀπὸ παγανιστὰς καὶ συγκρητιστὰς δῆθεν «Χριστιανούς». ὁ ᾿Ιάκωβος χρησιμοποιεῖ τὶς εἰδωλολατρικὲς καὶ ἰουδαϊκὲς λέξεις θρῆσκος καὶ θρησκεία, παραχωρητικῶς μόνο σὲ ἐπιχειρηματολογία, ὡς λέξεις ἄλλων, θρησκολήπτων καὶ μὴ σωστῶν «Χριστιανῶν», γιὰ κάποιον ἀποστολικῶς ἀπαράδεκτο τρόπο ζωῆς καὶ λατρείας (᾿Ια 1,26-27). θρησκείας, ἔτσι σὲ πληθυντικό, ἔλεγαν οἱ εἰδωλολάτρες τὶς ἐπὶ μέρους ἱεροπραξίες καὶ τελετές των (῾Ηρόδοτος 2,18,2· 2,37,1-3). κατὰ τὴν ἀρχαιότητα οἱ λέξεις θρῆσκος καὶ θρησκεία, ὅροι ὀργιαστικῶν δρωμένων, εἶχαν πολὺ ἀκάθαρτη φόρτισι. ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι «θρησκεία», ἀλλὰ βασιλεία πίστις ὁδὸς ἐκκλησία ὁμολογία. ῾Ιερεῖς τῷ θεῷ. ὁ Χριστὸς ἔκανε τοὺς Χριστιανοὺς ὅλους ἀνεξαιρέτως ἱερεῖς ποὺ ἱερατεύουν ἐνώπιον τοῦ θεοῦ ὑπὲρ τοῦ ὑπολοίπου κόσμου. μεταξὺ Χριστιανῶν καὶ θεοῦ εἶναι ἱερεὺς καὶ μεσίτης ὁ Χριστός, μεταξὺ κόσμου καὶ θεοῦ εἶναι ἱερεῖς καὶ μεσῖται οἱ Χριστιανοί. ἱερεῖς λέει ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ὁ ᾿Ιωάννης στὴν ᾿Αποκάλυψι καὶ ἄλλες δυὸ φορὲς παρακάτω· ᾿Εποίησας αὐτοὺς τῷ θεῷ ἡμῶν βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς (᾿Απ 5,10) · καὶ ῎Εσονται ἱερεῖς τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ (᾿Απ 20,6). καὶ ἄλλες δυὸ φορὲς λέει ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς ἱεράτευμα, δηλαδὴ ἱερατεῖον, ὁ Πέτρος, τὴ μία φορὰ ἱεράτευμα ἅγιον (Α΄ Πε 2,5) καὶ τὴν ἄλλη βασίλειον ἱεράτευμα, δηλαδὴ ἱερατεῖον τῆς βασιλείας, τῆς ἐκκλησίας (Α΄ Πε 2,9). τὸ δεύτερο αὐτὸ χωρίο τοῦ Πέτρου μνημονεύει ἐδῶ κι ὁ ᾿Ανδρέας Καισαρείας, χωρὶς ἄλλη ἐξήγησι. καὶ ὁ Χριστὸς λέγεται ἱερεὺς καὶ ἀρχιερεὺς πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὸν Παῦλο στὴν Πρὸς ῾Εβραίους ἐπιστολή. καὶ μία φορὰ ὁ Παῦλος λέει ὅτι ὁ ἴδιος ἱερουργεῖ τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ (῾Ρω 15,16) · λέει ἱερουργία τὸ κήρυγμα. οὐδέποτε ἄλλοτε γίνεται λόγος στὴ Βίβλο γιὰ Χριστιανοὺς ἱερεῖς ἢ χριστιανικὴ ἱερωσύνη καὶ ἱερουργία, καὶ οὐδέποτε λέγονται ἱερεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι. εἶναι φυσικὰ αὐτοὶ ἱερεῖς ὡς Χριστιανοί, ὅπως καὶ ὅσο οἱ ἄλλοι Χριστιανοὶ ποὺ πῆραν πνεῦμα ἅγιο μὲ τὸ χρῖσμα τὸ μετὰ τὸ βάπτισμά τους. τὸ ἐπὶ πλέον, ποὺ ἔχουν οἱ ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι ἔναντι τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, δὲν εἶναι ἡ ἱερωσύνη, ἀλλ᾿ ἡ ἐξουσία τοῦ ἡγεῖσθαι. καὶ κατὰ τὴν τάξι κι εὐσχημοσύνη τῆς ἐκκλησίας αὐτοὶ μόνοι ἱερατεύουν. ὡς ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι διαδέχτηκαν κι ἀντικατέστησαν ὄχι τοὺς ἱερεῖς καὶ Λευΐτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν ὁποίων διάδοχοι κι ἀντικαταστάτες εἶναι ἁπαξάπαντες οἱ Χριστιανοὶ ὡς ἱεράτευμα, ἀλλὰ τοὺς πρεσβυτέρους τῶν πατριῶν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ τοὺς ἐπισκόπους τῶν δήμων τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ τοὺς πατριάρχας ἢ φυλάρχους τῶν φυλῶν τοῦ ᾿Ισραήλ, ὅπως ἦταν λόγου χάρι γιὰ τὴ φυλὴ τοῦ ᾿Ιούδα ὁ μεγαλείτερος ἀδερφὸς τοῦ Δαυῒδ ὁ ᾿Ελιάβ, μαζὶ μὲ ἄλλους ἕντεκα, ποὺ ἦταν ὁ καθένας στὴ δική του φυλή, ἢ ὅπως ἦταν οἱ 72 πρεσβύτεροι οἱ ἐκπρόσωποι τῶν φυλῶν, 6 ἀπὸ κάθε φυλή, οἱ ὁποῖοι συγκροτοῦσαν τὸ μέγα συνέδριον τοῦ ᾿Ισραήλ (πρεσβύτεροι ῎Εξ 24, 1· 34,30· Λε 4,15· ᾿Αρ 11,16-17· Δε 31,9· 31,28· Β΄ Βα 5,3. ἐπίσκοποι ᾿Αρ 31, 14· Δ΄ Βα 11,15· Νε 11,9· 11,14. πατριάρχαι Α΄ Πα 27,18 (ὁ ᾿Ελιάβ)· 27,22. φύλαρχοι Δε 31,28 · ἀρχίφυλοι Δε 29,9). καὶ ἱερεῖς μὲν εἶναι οἱ ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι τῶν Χριστιανῶν ὡς Χριστιανοὶ κι αὐτοί, καὶ ὄχι ὡς ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι. ὡς ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι ὅμως ἔχουν τὴ χριστιανικὴ ἱερωσύνη ἐνεργό, δυναμένη δηλαδὴ διοικητικῶς νὰ ἱερουργήσῃ, ἐνῷ οἱ ἁπλοῖ Χριστιανοὶ γιὰ λόγους τάξεως κι εὐσχημοσύνης τὴν ἔχουν στὰ καλὰ καθούμενα ἀνενεργό, τὴν ἐνεργοποιοῦν ὅμως, ὅταν ὑπάρχῃ ἀδήριτος ἀνάγκη, ὅπως λόγου χάρι ὅταν βαπτίζουν ὡς ἱερεῖς τὸν ἀβάπτιστο ψυχορραγοῦντα κατηχούμενο, ἐπειδὴ δὲν ἀνευρίσκεται ἐγκαίρως πρεσβύτερος, ἢ ὅταν κάτω ἀπὸ παρόμοιες συνθῆκες ἐξομολογοῦν κάποιον Χριστιανό. ὁ Μ. ᾿Αθανάσιος, ὅταν ἦταν μικρὸ παιδὶ καὶ ἦταν βαπτισμένος, θέλοντας νὰ δείξῃ σ᾿ ἕνα συνομήλικο κατηχούμενο φίλο του πῶς γίνεται ἡ βάπτισι, τὸν βάπτισε, χωρὶς νὰ παραλείψῃ τίποτε ἀπὸ τ᾿ ἀπαραίτητα ποὺ γίνονται στὴν κανονικὴ βάπτισι. ἔπειτα τὸ εἶπε στοὺς γονεῖς του, καὶ οἱ γονεῖς του θορυβημένοι τὸ εἶπαν στὸν ἐπίσκοπο. ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀνέκρινε τὰ παιδιὰ γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς πράχθηκε, ὅταν εἶδε ὅτι ἔγιναν ὅλα κανονικά, ἔκρινε ὅτι ἡ γενόμενη βάπτισι ἦταν ἔγκυρη, καὶ δέχτηκε τὸ δεύτερο παιδὶ στὴν ἐκκλησία ὡς βαπτισμένο Χριστιανό, χωρὶς ἄλλο βάπτισμα. λειτούργησε τότε ἡ ἱερωσύνη τοῦ μικροῦ ᾿Αθανασίου (῾Ρουφῖνος, ᾿Εκκλ. ἱστ. 1,14 PL 21,486-8). καὶ τὸν Θ΄ αἰῶνα ὁ Φώτιος ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀποφάνθηκε ὅτι στὶς ἀραβοκρατούμενες μωαμεθανικὲς χῶρες τοὺς λίγους ἐναπομείναντες Χριστιανοὺς μποροῦν νὰ τοὺς βαπτίζουν ὡς ἱερεῖς Χριστιανοὶ λαϊκοὶ (Φώτιος, Πρὸς Λέοντα Καλαβρίας, PG 102,773a-776c). σύμφωνα μὲ τοὺς ἀρχαίους πατέρες τῆς ἐκκλησίας, ὁ ἁπλὸς Χριστιανός, ὅταν δὲν ἀνευρίσκεται ἐγκαίρως ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, ἀκούει τὰ ἐξομολογούμενα ἁμαρτήματα ψυχορραγοῦντος Χριστιανοῦ καὶ τοῦ δίνει ἄφεσι, πρὶν ἐκεῖνος ἐκπνεύσῃ, μὲ τὸν ὅρο ὅμως ν᾿ ἀναφέρῃ τὴν ἐξομολόγησι τοῦ θανόντος στὸν ἐπίσκοπο τὸ ταχύτερο. αὐτὴ τὴν ἀρχικὴ ἱερὰ παράδοσι ἀπηχεῖ καὶ ἡ σημερινὴ συνήθεια τῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι λόγῳ τῆς βαθειᾶς ἐρημίας, ὑποτίθεται, ὅταν δὲν ἀνευρίσκεται πάραυτα ἐπίσκοπος ἢ πρεσβύτερος, ἐξομολογοῦνται στὸ «γέροντα», ποὺ δὲν εἶναι οὔτε διάκονος – μέχρι τὸ 400 περίπου ἀπαγορευόταν νὰ χειροτονηθῇ μοναχὸς σ᾿ ὁποιοδήποτε βαθμό, καὶ ἡ μοναχικὴ ἰδιότης ἦταν ἀξεπέραστο κώλυμα γιὰ τὴ χειροτονία, κι ὅταν κατ᾿ ἐξαίρεσι χειροτονήθηκε ὁ ῾Ιερώνυμος, παρέμεινε ἰσοβίως ἀλειτούργητος (Hieronymus, Contra Ioannem Hierosol.,41 PL 23,411a. ᾿Επιφάνιος Κύπρου, Epist. ad Ioannem Hierosol.,1 στὸ corpus τῶν ᾿Επιστολῶν τοῦ ῾Ιερωνύμου 51,1 PL 22,518), μερικὲς δὲ ἐκκλησίες ποὺ χειροτονοῦσαν μοναχό, πρῶτα τὸν ἀποσχημάτιζαν, κι ἔπειτα τὸν χειροτονοῦσαν (Φώτιος, ᾿Επιστ. Β΄ πρὸς Νικόλαον ῾Ρώμης ἀπαντητική, 23) – , μὲ τὸν ὅρο ὅτι ὁ ἐξομολογήσας «γέροντας» μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, ἐπιδιωκόμενη μάλιστα γοργῶς, ἀναφέρει λεπτομερῶς τὰ ἐξομολογημένα ὅλα στὸν ἐπίσκοπο ἢ ἐντεταλμένο πρεσβύτερο· ἂν τ’ ἀναφέρῃ βέβαια· γιατί, ἂν δὲν τ’ ἀναφέρῃ, ὑφίσταται ἐκκλησιαστικὴ ἀταξία μεγάλη, συνεπαγόμενη ἀφορισμό. ἄλλωστε καὶ ἡ ἐξομολόγησι σὲ πρεσβυτέρους εἶναι ἀκριβῶς ὅπως καὶ ἡ σὲ λαϊκοὺς ὅλως ἔκτακτη καὶ κατ᾿ ἀνάθεσιν τοῦ ἐπισκόπου. διότι ἡ ἐξομολόγησι εἶναι ἔργο ἀποκλειστικῶς τοῦ ἐπισκόπου, ὅπως καὶ τὸ χρῖσμα, ἀλλ᾿ αὐτὸς θέλει καὶ τὸ παραχωρεῖ γιὰ λόγους ἐντελῶς πρακτικοὺς καὶ σὲ πρεσβυτέρους, κι ἂν θέλῃ, τὸ παραχωρεῖ καὶ σὲ διακόνους καὶ σὲ λαϊκοὺς – ὄχι ὅμως ποτὲ σὲ ἀβαπτίστους καὶ μὴ χρισμένους – , κι ὅταν θέλῃ, ἀνακαλεῖ αὐτὴ τὴν ἐντολή του. καὶ ἂν θέλῃ, δὲν τὸ ἀναθέτει τὸ ἔργο αὐτὸ σὲ κανέναν, ἀλλὰ τὸ ἀσκεῖ ὁ ἴδιος μόνος. καὶ κανονικά, ὅταν ἀλλάζῃ ὁ ἐπίσκοπος ἑνὸς τόπου, ἁπαξάπαντες οἱ ἐξομολόγοι πρεσβύτεροι παύουν αὐτομάτως νὰ εἶναι ἐξομολόγοι. πρέπει νὰ ξαναπάρουν τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸ νέο ἐπίσκοπο ῥητῶς ἢ σιωπηρῶς. ἐνῷ ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐξομολόγος αὐτοδικαίως (ipso iure), ἀκόμη κι ἂν πρὸ τῆς χειροτονίας του δὲν ὑπῆρξε ποτὲ χειροθετημένος ἐξομολόγος, διότι αὐτουνοῦ ἡ ἐξουσία τοῦ ἐξομολογεῖν ἀπορρέει ἀπὸ τὴ χειροτονία του ὡς ἐπισκόπου. καὶ ὅταν κάποιοι, πρεσβύτεροι ἢ ἐπίσκοποι, ἐξομολογοῦν σὲ ἐπισκοπὴ ἄλλου ἐν ἀγνοίᾳ του ἢ παρὰ τὴ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου ἐκείνης, οἱ ἐξομολογήσεις των εἶναι ἄκυρες, καὶ τὰ ἔτσι ἐξωμολογημένα ἁμαρτήματα δὲν ἀφέθηκαν. χωρὶς τὴ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου ὅλα τὰ ἔργα τὰ φύσει τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἄκυρα· κι ἐκτὸς αὐτοῦ εἶναι καὶ ἄξια ἐκκλησιαστικῶν κυρώσεων. οἱ χριστιανοὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς κάποιοι ἄνθρωποι κάποιων φρονημάτων· εἶναι βασιλεία καὶ ἱεράτευμα ποὺ πολιτεύεται μὲ τάξι κι εὐσχημοσύνη. 7. ῎Ερχεται μετὰ τῶν νεφελῶν. τὸ ἔρχεται ἀντὶ ἐλεύσεται, «πρόκειται νὰ ἔρθῃ»· ἀναφέρεται στὴ μέλλουσα δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. τὸ ὑπόλοιπο σὲ σωστὰ ἑλληνικὰ τῶν ἡμερῶν τοῦ ᾿Ιωάννου θὰ λεγόταν ἐπὶ τῶν νεφελῶν (Μθ 24,30· 26, 64· Μρ 14,62) ἢ ἐν νεφέλαις (Μρ 13,26· Α΄ Θε 4,17) ἢ ἐν νεφέλῃ (Λκ 21,27). ἡ ἔκφρασι εἶναι ταυτόσημη μὲ τὸ ἐξ οὐρανοῦ. ὁ βαρβαρισμὸς μετὰ τῶν νεφελῶν ἀργότερα, ὅταν τὸ ἀρχαῖο μετὰ ἔγινε μὲ (λόγου χάρι μετ᾿ ἐμοῦ, μετ᾿ ἐμένα, μὲ ἐμένα), ἔγινε τὸ νεοελληνικὸ μὲ τὶς νεφέλες, «μὲ ὄχημα τὶς νεφέλες». στὸν ᾿Ιούδα (14) ἡ ἔκφρασι λέγεται ᾿Ιδοὺ ἦλθε (= ἔρχεται) Κύριος ἐν ἁγίαις μυριάσιν αὐτοῦ ποιῆσαι κρίσιν, ὁπότε καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ εὐαγγελισταὶ καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι ὡς νεφέλας ἐννοοῦν τὰ πλήθη τῶν συνοδῶν ἀγγέλων. Πᾶς ὀφθαλμός· ὅλη ἡ ἀνθρωπότης ἱστορικῶς καὶ γεωγραφικῶς. καὶ οἵτινες αὐτὸν ἐξεκέντησαν. τὸ καὶ ἰσχυρῶς ἐπιτατικό· «ἀκόμη κι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔσφαξαν». τὸ ἐξεκέντησαν (= μαχαίρωσαν, ἔσφαξαν, δολοφόνησαν) ἐδῶ ἐννοεῖται καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, ἐφ᾿ ὅσον πρόκειται γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα τῆς γῆς καὶ τῆς ἱστορίας, καὶ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ᾿Ιεροσολυμῖτες σταυρωτάς. τὸ ῥῆμα ἐξεκέντησαν ἐκτὸς τοῦ ὅτι θυμίζει τὴ φράσι τοῦ ᾿Ιωάννου στὸ Εὐαγγέλιό του (19,34) εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξεν, εἶναι καὶ ἄλλη μετάφρασι, προσωπικὴ τοῦ ἑβραιογλώσσου ᾿Ιωάννου, τοῦ προφητικοῦ χωρίου τοῦ Ζαχαρίου (12,10) ἐπιβλέψονται πρός με ἀνθ᾿ ὧν κατωρχήσαντο, καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν κοπετὸν ὡς ἐπ᾿ ἀγαπητῷ καὶ ὀδυνηθήσονται ὡς ἐπὶ τῷ πρωτοτόκῳ. τὸ ἐξεκέντησαν τοῦ ᾿Ιωάννου, ἀντὶ τοῦ κατωρχήσαντο τῶν Ο΄, προτίμησαν ἀργότερα πρῶτα ὁ ᾿Ακύλας, ἀπὸ τὸ φθονερὰ μιμητικὸ καὶ λογοκλοπικὸ περιβάλλον τοῦ ᾿Ακιβὰ καὶ τῶν λοιπῶν ἐπαναστατῶν τῆς δεύτερης ἰουδαϊκῆς ἐπαναστάσεως (132-135 μ.Χ.), κι ἔπειτα οἱ μεταγενέστεροι ᾿Ιουδαῖοι Θεοδοτίων καὶ Σύμμαχος. Καὶ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. τὸ μὲν ὑποκείμενο εἶναι ἀνάλυσι τοῦ προηγηθέντος πᾶς ὀφθαλμός, τὸ δὲ κόψονται ἐπ᾿ αὐτὸν ἐννοεῖται διττῶς· θὰ κλάψουν γι᾿ αὐτὸν κι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ καὶ ὅσοι τὸν ἀγάπησαν, ἀπὸ ἀγάπη, καὶ ὅσοι τὸν μίσησαν, ἀπὸ ἀνώφελη γι᾿ αὐτοὺς μεταμέλεια· οἱ δεύτεροι θὰ κλάψουν γιὰ τὴ γκάφα ποὺ ἔκαναν· γιὰ τὸ ὅτι τὸν σκότωσαν ἢ δὲν τὸν πίστευσαν· θὰ χτυπήσουν τὸ κεφάλι τους (κόψονται - κοπετὸς) γιὰ τὴ βλακεία ποὺ ἔκαναν τὴν ἀνεπανόρθωτα καταστρεπτικὴ γι᾿ αὐτούς. ναὶ ἀμήν. «ναὶ ναὶ» ἢ «ναὶ μάλιστα»· ἐπιτατικὴ ἐπιβεβαίωσι. στὸ Εὐαγγέλιο ὁ ᾿Ιωάννης 25 φορὲς αὐτὸ τὸ λέει πιὸ ἑβραϊκὰ ἀμὴν ἀμήν (᾿Ιω 1,52· κλπ.). ᾿Εγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὧ, λέγει Κύριος ὁ θεός. καθὼς τὸ ἀλφάβητο ἐκφράζει ὅ,τι θέλουμε νὰ ἐκφράσουμε, ἂν ἐκληφθῇ ὡς σύμβολο τοῦ παντός, τότε τὸ πρῶτο καὶ τελευταῖο γράμμα του εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ παντός, δηλαδὴ τὸ πᾶν. θὰ τὸ ἀναλύσῃ κι ἑρμηνεύσῃ ἄλλωστε στὸν ᾿Ιωάννη ὁ Κύριος παρακάτω, λέγοντας· ᾿Εγὼ τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὧ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἀρχὴ καὶ τέλος (᾿Απ 22,13). ἀκούγεται καὶ σὰν «ὁ αἰώνιος». μὲ τὸ ὧ τελειώνει ἡ σαμιακὴ ἢ καλλιστράτειος παραλλαγὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τὸ 500 π.Χ. περίπου μέχρι σήμερα, ἡ ὁποία ἤδη ἀπὸ τὸν πανελλήνιο ἐμφύλιο ἢ πελοποννησιακὸ λεγόμενο πόλεμο (431-404 π.Χ.) εἶχε υἱοθετηθῆ ἀπὸ τοὺς Μακεδόνες, ἐπὶ τοῦ βασιλέως των ᾿Αρχελάου (ἀπὸ τοὺς ᾿Αθηναίους τὸ 403 π.Χ.), καὶ διὰ τῶν Φιλίππου καὶ ᾿Αλεξάνδρου ἐπιβλήθηκε σ᾿ ὅλους τοὺς ῞Ελληνες. ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ παραλλαγὴ τοῦ ἀλφαβήτου μὲ τὰ 22 γράμματα καὶ πολλὲς ἄλλες μεταξὺ ἐκείνης καὶ τῆς τελικῆς τελείωναν μὲ τὸ ταῦ ὅπως καὶ τὸ ἀρχικὸ ἀλφάβητο τοῦ ἐφευρέτου Μωϋσῆ καὶ τοῦ ἀρχαίου ᾿Ισραὴλ καὶ τῶν ἐπὶ Χριστοῦ καὶ μέχρι σήμερα ᾿Ιουδαίων. οἱ μετὰ τὸν Ζ΄ μ.Χ. αἰῶνα ῥαββῖνοι τῆς ταλμουδικῆς παραφιλολογίας, μιμούμενοι τὸ χωρίο αὐτὸ τῆς ᾿Αποκαλύψεως (᾿Απ 1,8· 21,6· 22,13), γράφουν κατὰ τὸν τρόπο τους τὸ ἄλφα καὶ τὸ ταῦ, οἱ δὲ Εὐρωπαῖοι σήμερα λένε μερικὲς φορὲς «τὸ Α καὶ τὸ Ζ» ἢ «τὸ ΑΒC καὶ τὸ ΧYΖ». ἴσως ἐπὶ Χριστοῦ καὶ ᾿Ιωάννου ἦταν ἑβραϊκὴ παροιμία, τὴν ὁποία ὁ ᾿Ιωάννης προσαρμόζει ἐδῶ στὰ ἑλληνικὰ δεδομένα. ῾Ο ὤν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος. πάλι τὸ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα (Φι 2,9), τὸ ᾿Ιαυὲ - ῍Ων - Κύριος στὴ γνωστὴ ἀνάλυσι. ῾Ο παντοκράτωρ. ἡ προσωνυμία αὐτὴ τοῦ Κυρίου στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀνευρίσκεται γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Παῦλο (Β΄ Κο 6,18) σὲ παράθεμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κι ἔπειτα 9 φορὲς στὴν ᾿Αποκάλυψι. πρώτη φορὰ ἐμφανίζεται ἐπὶ Δαυῒδ κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα χρησιμοποιεῖται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη περίπου 150 φορές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ 56 στὸ Ζαχαρία. ἐπὶ Δαυῒδ ὁ ᾿Ισραὴλ ἔφτασε στὸ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες κορύφωμα τῆς δυνάμεώς του κι ἔγινε ἡ μεγαλείτερη μέχρι τότε αὐτοκρατορία ἐπὶ τῆς γῆς· κι ὁ Δαυῒδ ἦταν ὁ οἱονεὶ «παντοκράτωρ». φαίνεται ὅτι ἡ λέξι αὐτὴ γιὰ μιὰ στιγμὴ εἶχε λεχθῆ γιὰ τὸ Δαυΐδ, ἀλλ᾿ ὁ πιστὸς καὶ ταπεινόφρων Δαυΐδ, δοὺς δόξαν τῷ θεῷ, ἀπάντησε ὅτι ὁ παντοκράτωρ καὶ πραγματικὸς βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραὴλ εἶναι ὁ Κύριος. ἔτσι ἡ προσωνυμία αὐτὴ τοῦ Κυρίου ἐμφανίστηκε ἐπὶ Δαυΐδ. αὐτὸ ἄρεσε στὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ ἔστελνε μηνύματα ὡς παντοκράτωρ. Κύριε παντοκράτορ θεὲ τοῦ ᾿Ισραὴλ εἶπε ὁ Δαυῒδ στὸν εὐχαριστήριο ψαλμό του, ὅταν ὁ Κύριος τὸν ἔχρισε γιὰ δεύτερη φορὰ διὰ τοῦ Νάθαν βασιλέα αἰώνιο, δηλαδὴ πατέρα τοῦ Χριστοῦ (Β΄ Βα 7,25· ὅλος ὁ ψαλμὸς 7,18-29· ἡ χρῖσι 7,16). κι ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ Νάθαν λέει στὸ Δαυΐδ· Τὰδε ἐρεῖς τῷ δούλῳ μου Δαυΐδ· Τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ (Β΄ Βα 7,8). κι ὁ ἱστορικὸς τοῦ βιβλίου Βασιλεία Δαυῒδ γράφει· Διεπορεύετο Δαυῒδ πορευόμενος καὶ μεγαλυνόμενος, καὶ Κύριος παντοκράτωρ μετ᾿ αὐτοῦ (Β΄ Βα 5,10). αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἐμφάνισι τῆς προσωνυμίας αὐτῆς τοῦ Κυρίου. στὸ μασοριτικὸ τὸ παντοκράτωρ ταυτίζεται μὲ τὸ σαβαώθ ( βαυτ = δυνάμεων), ἀλλ᾿ αὐτὸ εἶναι, νομίζω, ὕστερη σύγχυσι τῶν μασοριτῶν τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς. πιστεύω ὅτι στὸ ἀρχικὸ ἑβραϊκὸ τῆς Βίβλου ἄλλο ἦταν τὸ σαβαὼθ ( βαυτ) κι ἄλλο τὸ παντοκράτωρ ποὺ χάθηκε. 9. ᾿Εγὼ ᾿Ιωάννης, ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν καὶ συγκοινωνὸς ἐν τῇ θλίψει καὶ βασιλείᾳ καὶ ὑπομονῇ ἐν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ. στὰ βιοτικὰ κοινωνὸς ἢ συγκοινωνὸς εἶναι ὁ συνεταῖρος (Λκ 5,10· Φλμ 17). παύλεια φρασεολογία ἐδῶ, γι᾿ αὐτὸ τὸ παρὸν χωρίο καὶ κατὰ τὰ ὑπόλοιπα ἑρμηνεύεται καὶ κατανοεῖται καλλίτερα μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν ἀκολούθων χωρίων τοῦ Παύλου. Συγκοινωνούς μου τῆς χάριτος πάντας ὑμᾶς ὄντας (Φι 1,7)· καὶ Καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει (Φι 4,14)· καὶ Εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν (Β΄ Τι 2,12). ὁ συνεταῖρος στὴ δουλειὰ στὴ δαπάνη στὸν κίνδυνο εἶναι συνεταῖρος καὶ στὴ συγκομιδὴ στὴ νίκη στὴν ἀπολαυή. ἐδῶ ὁ ἀδελφὸς ᾿Ιωάννης ὁ συνεταῖρος (συγκοινωνὸς) τῶν παραληπτῶν στὴν ἐκ μέρους τοῦ ἐχθρικοῦ περιγύρου σύνθλιψι (θλῖψιν) καὶ στὴν προσμονὴ (ὑπομονὴν) τοῦ Χριστοῦ, καθὼς μαζὶ προσδοκοῦν τὴ δευτέρα παρουσία του, εἶναι συνεταῖρος καὶ στὴ βασιλεία ἐκείνου. αὐτοσυστηνόμενος ἀραδιάζει τοὺς κοινοὺς μὲ τοὺς παραλῆπτες τίτλους του, πρᾶγμα ποὺ προανακρούει ἐμψύχωσι καὶ παραίνεσι. ᾿Εγενόμην ἐν τῇ νήσῳ τῇ καλουμένῃ Πάτμῳ διὰ τὸν λόγον τοῦ θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. λέει τῇ καλουμένῃ, ἐπειδὴ μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ Πάτμος ἦταν ἀσήμαντη καὶ ἄγνωστη ὅσο καὶ ἡ Ψέριμος ἢ τὸ Φαρμακονήσι. γνωστὴ καὶ διάσημη τὴν ἔκανε ἡ ᾿Αποκάλυψι τοῦ ᾿Ιωάννου. τὰ ἐμπρόθετα διὰ τὸν λόγον... καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν..., ὅπως ἐξήγησα διεξοδικώτερα στὴν εἰσαγωγή, σημαίνουν τὴν ἀποστολὴ τὸ κήρυγμα τὴν ὑπόθεσι γιὰ τὴν ὁποία ὁ ᾿Ιωάννης πῆγε στὴ Μικρὰ ᾿Ασία, κι ὄχι καμμία ἐξορία. τότε ἐξωρίζονταν μόνο ῾Ρωμαῖοι πολῖτες, κι ὁ ᾿Ιωάννης ῾Ρωμαῖος πολίτης δὲν ἦταν. πρὶν ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τοῦ νόμου τοῦ Καρακάλλα περὶ ἐξισώσεως πολιτῶν καὶ ὑποδούλων τὸ 212 (constitutio antoniniana) κάτι τέτοιο ἦταν ἀδιανόητο. οἱ ὑπόδουλοι ὅπως ὁ ᾿Ιωάννης γιὰ ἰσόβαρα παραπτώματα ἁπλῶς θανατώνονταν. 10. ᾿Εγενόμην ἐν πνεύματι. ἦρθα σὲ κατάστασι πνευματική, σὲ ἔκστασι· καταλήφθηκα ἀπὸ τὸ πνεῦμα. ὁ τρόπος ποὺ ὁ προφήτης βλέπει ἀποκάλυψι. δὲν συμβαίνει αὐτὸ στὸν ἁπλὸ χρηματισμόν. ἐξέθεσα στὴν εἰσαγωγὴ τ᾿ ἀποκαλυπτικὰ μέρη τῆς Βίβλου, τὰ ὁποῖα περιγράφουν τέτοιες καταστάσεις καὶ ἀποκαλύψεις. ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρχίζει ἡ ἀποκάλυψι, τὸ ὅραμα. ἐν τῇ κυριακῇ ἡμέρᾳ. κυριακὸν δεῖπνον λέει ὁ Παῦλος (Α΄ Κο 11,20) καὶ κυριακὴν ἡμέραν ὁ ᾿Ιωάννης ἐδῶ καὶ τὰ δυὸ ἀρχαιότερα μεταβιβλικὰ κείμενα τοῦ 107 καὶ 120, ᾿Επιστολὲς τοῦ ᾿Ιγνατίου (Μαγν. 9,1) καὶ ᾿Αποστολικὴ Διδαχή (14,1). κυριακὰ τὰ τοῦ Κυρίου. ὅτι ἡ κυριακὴ ἡμέρα εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς ποὺ ἔχουμε ὡς κυριακὴ καὶ σήμερα ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἡ μία τῶν σαββάτων ἢ πρώτη σαββάτων, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη παράδοσι, ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν ν᾿ ἀλλάξῃ, χωρὶς μιὰ τέτοια ἀλλαγὴ νὰ μνημονευθῇ στὴν ἱστορία, φαίνεται στὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, ποὺ ἐπέμενε νὰ τὶς πραγματοποιῇ κατ᾿ αὐτὴ τὴν ἡμέρα (Μθ 28,1. Λκ 24,1· 31· 34· 36. Μρ 16,1· 2· 9· 12· 14. ᾿Ιω 20,1· 16· 19· 26), ὑποδεικνύοντας μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο ποιά εἶναι ἡ ἡμέρα του καὶ σὲ ποιά θέλει νὰ τὸν συναντοῦν στὴ θεία εὐχαριστία, κι ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ἐπιμένουν νὰ ἐκκλησιάζουν γιὰ τὴν κλᾶσιν τοῦ ἄρτου καὶ τὴν ἀνάγνωσι τῶν Γραφῶν καὶ τὰ συναφῆ κατὰ τὴν ἴδια αὐτὴ μίαν τῶν σαββάτων ἢ πρώτην σαββάτων (Πρξ 20,7· Α΄ Κο 16,2), κι ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ ἀπόστολοι καταργοῦν τὸ σάββατον ῥητῶς (Κλ 2,16). πολὺ πρώιμα, γύρω στὸ 50 μ.Χ., πρέπει ἡ ἐξ ἀρχῆς ὑπάρχουσα ἡμέρα αὐτὴ νὰ πῆρε δίπλα στὸ παλιὸ καὶ ἰσραηλιτικὸ ἀριθμητικό της ὄνομα μία καὶ πρώτη καὶ τὸ χριστιανικό της κυριακή, ποὺ ἀναφέρεται ἐδῶ ὡς γνωστὸ καὶ ἐν χρήσει ἤδη. ὁ χαρακτηρισμὸς ὁπωσδήποτε ἄρχισε ἀπὸ τὴν ἡμέρα κι ἐπεκτάθηκε καὶ στὰ κυριακὰ δεῖπνα τῆς ἡμέρας καὶ σ᾿ ἄλλα πράγματα. 11. ῝Ο βλέπεις γράψον εἰς βιβλίον καὶ πέμψον ταῖς ἑπτὰ ἐκκλησίαις, εἰς ῎Εφεσον... ἡ συγγραφὴ τοῦ βιβλίου τῆς ᾿Αποκαλύψεως (γράψον) καὶ ἡ ἀποστολή του ὡς ἐπιστολῆς (πέμψον) στὶς ἑφτὰ ἐκκλησίες εἶναι ἐντολὴ τοῦ θεοῦ. ἐπαναλαμβάνει τὴν ἐντολὴ καὶ στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ κεφαλαίου (1,19) καὶ πολλὲς φορὲς παρακάτω (2,1· 8· 12· 18· 3,1· 7· 14· 14,13· 19,9· 21,5), μνημονεύεται δὲ ἡ συγγραφὴ καὶ ἁπλῶς (1,3· 10,4)· καὶ μία φορὰ ἀπαγορεύεται νὰ γράψῃ κάτι ἀπὸ κεῖνα ποὺ εἶδε (10,4), καὶ γι᾿αὐτὸ δὲν τὸ γράφει. Εἰς Σμύρναν...καὶ εἰς Πέργαμον. εἶναι ἡ Σμύρνα (τῆς Σμύρνης), ὄχι «ἡ Σμύρνη», καὶ τὸ Πέργαμον, ὄχι «ἡ Πέργαμος». ἔτσι καὶ σ᾿ ὅλα τ᾿ ἀρχαῖα κείμενα. 13. Λυχνίας. λυχνία ὁ λυχνοστάτης, λύχνος τὸ «λυχνάρι». υἱὸς ἀνθρώπου λεκτικῶς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως σκύμνος λέοντος ὁ λέων, προφητικῶς ὅμως κατὰ τὸν Δανιὴλ (7,13· κ.ἀ.) κι ἔπειτα καὶ κατὰ τοὺς εὐαγγελιστὰς καὶ τὸ Στέφανο «ἐκεῖνος ποὺ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος» (Μθ 8, 20· Λκ 6,22· Μρ 8,21· ᾿Ιω 6,27· Πρξ 7,56· κ.ἀ.). πρὸς τοῖς μαστοῖς. μαστοὶ τὸ στῆθος, ὁ θώρακας, πρὸς τοῖς μαστοῖς δίπλα στὴν περιοχὴ τοῦ στήθους, στὴ μέση. ζώνην χρυσῆν. διακριτικὸ βασιλικοῦ ἀξιώματος. ποδήρη. ἐννοεῖται χιτῶνα· μέχρι τὰ πέλματα. 14. Τρίχες. τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς (πρβλ. Λκ 7,38). 15. Πόδες. πόδες οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν μόνο τὰ πέλματα, ὅπως καὶ χεῖρες μόνο τὶς παλάμες. ἄλλωστε μὲ ποδήρη χιτῶνα μόνο τὰ πέλματα φαίνονται γυμνά. Καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι. τὴν πρώτη μόνο ἀπὸ τὶς δυὸ παρομοιώσεις ἐπαναλαμβάνει καὶ παρακάτω στὴν ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἐν Θυατείροις ἄγγελον (2,18). γιὰ τὸν χαλκολίβανον οἱ ἀρχαῖοι ἑρμηνευταὶ ᾿Ανδρέας καὶ ᾿Αρέθας, ἀντλώντας ἀπὸ κάποιο ῥιζοτομικὸ σύγγραμμα, δηλαδὴ βοτανικὸ καὶ φαρμακολογικὸ σὰν τὸ «Περὶ ὕλης ἰατρικῆς» τοῦ φαρμακολόγου Διοσκουρίδου, ἔχουν τὴν κοινὴ ἑρμηνεία ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ δέντρο τοῦ Λιβάνου λίβανος (῾Ηρόδοτος 4,7,5,3), σήμερα λεγόμενο βοσβελία (boswellia) ποὺ ἐκρέει τὸν λίβανον, δηλαδὴ τὸ ἀρωματικὸ θυμίαμα λιβάνι, καὶ λεπτομερέστερα γιὰ τὸν κατὰ τοὺς ἰατροὺς ἄρρενα λίβανον, εἰδικὴ παραλλαγή· μὲ τὸ ἄρρενα ἐννοεῖται μιὰ σκληρὴ παραλλαγὴ τοῦ δέντρου, σκληρόξυλη ἴσως, ποὺ ὑπονοεῖται ὡς μετάφρασι τοῦ α΄ συνθετικοῦ τοῦ ὀνόματος χαλκο-, ὅπως ὅταν λέμε χαλκέντερος. οἱ δυὸ ἑρμηνευταὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ἐννοοῦν ὅτι τὰ πόδια τοῦ ἐν λόγῳ προσώπου ἦταν σὰν ἀπὸ τὸ σκληρὸ ξύλο τοῦ ὑποτιθεμένου δέντρου χαλκολίβανος. ὁ ᾿Αρέθας μόνο ἔχει σὰν ἐξ ἴσου πιθανὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία ὅτι πρόκειται γιὰ χαλκὸ ποὺ ἐξορύσσεται σὲ ὀρυχεῖα τοῦ ὄρους Λιβάνου. ἐκτὸς τοῦ ὅτι τὰ ὀρυχεῖα αὐτὰ καὶ ὁ χαλκός τους εἶναι μόνο φανταστικά, ἀνύπαρκτα στὴν πραγματικότητα, καὶ ἂν ὑπῆρχαν, τὸ ὄνομα θὰ ἦταν λιβανόχαλκος καὶ ὄχι χαλκολίβανος. φαίνεται ὅτι ὑπῆρχαν πρὸ τοῦ Ζ΄ αἰῶνος ῞Ελληνες ἑρμηνευταὶ τῆς ᾿Αποκαλύψεως ποὺ ἔλεγαν στὸ χωρίο αὐτὸ ὅτι χαλκολίβανος εἶναι ὁ ὀρείχαλκος. αὐτὸ δείχνει ἡ σύγχυσι τοῦ λατινογλώσσου Βρετανοῦ Beda (673-735), ὁ ὁποῖος στὸ χωρίο αὐτὸ (PL 93,136bc) λέει ὅτι χαλκολίβανος εἶναι τὸ ὀρείχαλκον (orichalcum), «ποὺ γίνεται, ὅταν ὑπερθερμανθῇ ὁ χαλκὸς καὶ γίνῃ ἕνα φάρμακο (medicamen) χρώματος χρυσοῦ». φάρμακο δηλητηριῶδες ἀντισηπτικὸ καὶ παρασιτοκτόνο, ἀλλὰ γιὰ φυτά, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ χαλκό, ἀλλ᾿ ὄχι μὲ τὸν τρόπο ποὺ νομίζει ὁ Beda κι οὔτε χρυσόχρωμο, καὶ ποὺ γνώριζαν οἱ ἀρχαῖοι, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔλεγαν ὀρείχαλκον, εἶναι ὁ θειικὸς χαλκὸς (CuSO4 + 5H2O) ἢ καδμεία λίθος λεγομένη στὴν ἀρχαιότητα ἢ «γαλαζόπετρα» λεγομένη σήμερα, πέτρα γαλάζιου χρώματος ποὺ λιώνει στὸ νερὸ σὰν ἁλάτι καὶ μ᾿ αὐτὴ ῥαντίζουμε τὰ δέντρα μαζὶ καὶ μὲ ἀσβέστη. μένει ὅμως στοὺς ἑρμηνευτὰς τὸ ὄνομα ὀρείχαλκος · ἂν καὶ χαλκολίβανος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ μπροῦντζος τὸν ὁποῖο οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν ὀρείχαλκον, ἀλλ᾿ ὁ ἄλλος μπροῦντζος. ῎Ετσι ἀπὸ τοὺς νεωτέρους ἑρμηνευτάς, ῞Ελληνες καὶ ξένους, ἄλλοι εἶπαν ὅτι εἶναι δέντρο, παρασυρόμενοι κι ἀπὸ τὸ β΄ συνθετκὸ τοῦ ὀνόματος - λίβανος καὶ τὸ δέντρο λίβανος, ἄλλοι ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιο μέταλλο, εἴτε παρασυρόμενοι ἀπὸ τὸ παρακάτω πεπυρωμένοι (= πυρακτωμένοι) κι ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ἑρμηνευτάς, εἴτε πειθόμενοι ἀπὸ τὸ α΄ συνθετικὸ τοῦ ὀνόματος χαλκο-, ποὺ ὅμως δὲν σημαίνει μόνο τὸ μέταλλο τοῦ χαλκοῦ ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ τὸ χρῶμα μόνο, ὅπως ἂν πῇς χαλκόχρους ἢ χαλκόχρωμος, χαλκοπάρειος (= κοκκινομάγουλος), χαλκέντερος (= σκληρὸς κι ἀνθεκτικὸς σὰ χαλκός), κλπ., καὶ ἄλλοι ὅτι πρόκειται συγκεκριμένα γιὰ μπροῦντζο, χωρὶς νὰ προσδιορίζουν ποιόν μπροῦντζο, κι αὐτὴ ἡ παράδοσι κατεβαίνει ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, εἴτε μέσῳ τοῦ Beda εἴτε μέσῳ ἄλλου ἀκριβεστέρου ἑρμηνευτοῦ.