Οἱ χιλιασταὶ εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς πιὸ ἀστεῖες μερίδες τῶν προτεσταντῶν (χιλιασταί, πεντηκοστιανοί, μορμόνοι). ἡ αἵρεσί τους ἱδρύθηκε τὸ 1874 ἀπὸ κάποιον Ἀμερικανὸ ψυχοπαθῆ Ῥῶσελ ἢ Ῥάσελ, ποὺ ἀπὸ τὸ 1870 σύχναζε σὲ συγκεντρώσεις ἀντβεντιστῶν, καὶ γι̉ αὐτὸ εἶναι θυγατρικὴ τῆς αἱρέσεως τῶν ἀντβεντιστῶν ἢ σαββατιανῶν, ὅπως τοὺς λένε στὴν Ἑλλάδα, τῶν ὁποίων ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους προτεστάντες εἶναι ὅτι ἰσχυρίζονται ὅτι κυριακὴ ἡμέρα εἶναι τὸ σάββατο. τόσο γι̉ αὐτὸ ὅσο κι ἐπειδὴ καὶ οἱ ἀντβεντισταὶ καὶ οἱ χιλιασταὶ δὲν καταλαβαίνουν τὴν Κ. Διαθήκη, κι ἀρέσκονται πιὸ πολὺ στὴν Π. Διαθήκη μὲ τὶς πολλὲς μεγάλες εὐνόητες κι ὡραιότατες διηγήσεις (πρᾶγμα ποὺ σὲ κάποιο βαθμὸ συμβαίνει σ̉ ὅλους τοὺς προτεστάντες), τόσο οἱ ἀντβεντισταὶ ὅσο καὶ οἱ χιλιασταὶ δίνουν στοὺς ἄλλους τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι Ἰουδαῖοι ἢ φίλοι τῶν Ἰουδαίων. δὲν συμβαίνει αὐτό.
         Δὲν εἶχαν σωστὴ ἀντιμετώπισί τους πρὶν ἀπὸ 40 χρόνια, ὅταν τοὺς κατήγγελλαν τοὺς καταδίκαζαν καὶ τοὺς φυλάκιζαν, ἐπειδὴ ἔκαναν προσηλυτισμὸ ἢ ἐπειδὴ στὸ στρατὸ δὲν ἔπαιρναν ὅπλο. γίνονταν διῶκτες, κι ἔκαναν τοὺς χιλιαστὰς ἥρωες˙ κι ἐκεῖνοι αὐτοχαϊδεύονταν αὐτοκαλούμενοι ναρκισσικὰ ‘‘μάρτυρες…’’. ὁ χρόνος ἔδειξε ὅτι τὴ μεγαλείτερη πληθυσμιακὴ καθίζησι καὶ παρακμή τους ἔχουν ἀπὸ τότε ποὺ ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι. παρ̉ ὅλο ποὺ σὲ ὑλικὰ μέσα κι ἐγκαταστάσεις προώδευσαν, στὴν οὐσία πάτωσαν. αὐτὸ συμβαίνει, ἐπειδὴ ὁ χιλιασμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ κόμπλεξ καὶ τοῦ γινατιοῦ. οἱ χιλιασταὶ ἔχουν τὴν ψυχολογία τοῦ κακομαθημένου παιδιοῦ, πού, ὅ,τι τοῦ πῇς νὰ κάνῃ, δὲν τὸ κάνει, κι ὅ,τι τοῦ ἀπαγορεύσῃς, ἐκεῖνο κάνει. κι ὅταν δὲν ἀντιμετωπίζουν καμμιὰ ἀντίρρησι, τὸ ἐνδιαφέρον τους μαραίνεται. γι̉ αὐτὸ οἱ χιλιασταὶ καταπολεμοῦνται κυρίως μὲ τὸ νὰ μὴ διώκωνται.
         Βέβαια στὸ στρατὸ τὰ πράγματα εἶναι διαφορετικά. ὁ στρατὸς δὲν εἶναι κατηχητικό. τώρα οἱ χιλιασταὶ δὲν πιέζονται καθόλου, ἐπειδὴ ἔχουμε μακρὰ εἰρήνη˙ καὶ στὴν εἰρήνη τὰ στρατιωτικὰ ἀμβλύνονται. κι ὁ ὁποιοσδήποτε λιποτάκτης ἢ ἀνυπότακτος, ποὺ στὸν καιρὸ τὸν ἐμπόλεμο ἐκτελεῖται, τώρα πληρώνει ἕνα μικρὸ πρόστιμο. στὸν ἐμπόλεμο καιρὸ ὅμως ἢ καὶ στὸν πρόσφατα μεταπολεμικὸ ὁ στρατὸς δὲν ἀστειεύεται˙ δὲν εἶναι χαϊβάνια οἱ ἄλλοι νὰ σκοτώνωνται καὶ ν̉ ἀφήνουν τὰ παιδιά τους ὀρφανὰ γιὰ τὴν ἐλευθερία τὶς ἐπιχειρήσεις τὶς δημόσιες θέσεις καὶ τὸ χουζούρι τῶν ἀναμαρτήτων χιλιαστῶν. ἐγὼ ὅμως, ἂν μὲ ῥωτοῦσαν, καὶ γιὰ τὸν ἐμπόλεμο καιρό, θὰ πρότεινα ἄλλο μέτρο εἰρηνικό. ὅποιος ἀρνεῖται νὰ πάρῃ ὅπλο, αὐτὸν μὲν νὰ μὴν τὸν πειράζουν καθόλου, ἀλλὰ τὰ χωράφια του, τὸ κοπάδι του, τὸ γραφεῖο του, τὸ ἐργαστήριό του, καὶ τὸ μαγαζί του νὰ κηρύσσωνται στρατιωτικῶς ἀστυνομικῶς καὶ δικαστικῶς ἀπροστάτευτα, καὶ τὴ δημόσια θέσι του νὰ τὴν παίρνῃ ὅποιος στρατευθεὶς τὴ ζητάει μὲ σχετικὴ αἴτησι. διότι ὅλ̉ αὐτὰ τὰ χαιρόμαστε μὲ τὴν ἔνοπλη βία. μακάρι νὰ ἦταν ὁ στρατὸς μόνο ἐπαγγελματικὸς καὶ ἡ χρῆσι τῆς ἔνοπλης βίας προαιρετική. κι ἐγώ, ὅταν μικρὸς πῆρα τὸ πτυχίο τῆς φιλολογίας, ἔβαλα πολλὰ μέσα νὰ μὴ στρατευτῶ. ὅταν ὅμως εἶδα ὅτι αὐτὸ δὲν γίνεται, τότε ἔγινα καὶ στρατιώτης κι ἀξιωματικός˙ καὶ πολὺ καλὸς ἀξιωματικὸς κι ἐκπαιδευτής, τόσο πού, ἔφεδρος ὤν, ἔφτασα μέχρι τὸ βαθμὸ τοῦ ταγματάρχου. κι ὅταν κατὰ τὴ γενικὴ ἐπιστράτευσι τοῦ 1974 στρατεύτηκα γιὰ τρίτη φορά, ὡς ὑπίλαρχος διοικητὴς λόχου βαρέων ὅπλων καὶ πολὺ μεγάλης δυνάμεως πυρός, καὶ εἶχα τοὺς ἄντρες μου πιὸ ἐμψυχωμένους ἀπ̉ ὁποιουσδήποτε ἄλλους, διότι καὶ αὐτὸ μὲ διέταξε νὰ κάνω τὸ κράτος ποὺ μὲ προστατεύει, εἶχα μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου τόσο καημὸ ποὺ μετὰ τὴ χρῆσι τῶν ὅπλων, ἂν ἐπιζοῦσα, θὰ εἶχα πλέον ἀξεπέραστο ἰσόβιο κώλυμα νὰ κηρύξω τὸ λόγο τοῦ θεοῦ, ὥστε ἔσπευσα νὰ κάνω γιὰ πρώτη καὶ ‘‘τελευταία’’, ὅπως νόμιζα τότε, φορὰ δέκα κηρύγματα στὴν ἐκκλησία, πρὶν πολεμήσω καὶ διατάξω στοὺς ἄντρες μου πῦρ κατὰ τῶν εἰσβολέων. ἦταν δὲ τέτοια ἡ ἐμψύχωσι τῶν ἀντρῶν μου, ἰδίως ὅταν τοὺς εἶπα ὅτι ‘‘Ὀφείλω νὰ σκοτωθῶ πρῶτος ἐγώ, κι ἂν ἔχουμε ἕνα μόνο σκοτωμένο, αὐτὸς πρέπει νὰ εἶμαι ἐγώ’’, καὶ ὅταν ὥρισα ὡς διάδοχό μου στὴ διοίκησι ἕναν ὑπίλαρχο, ὥστε οἱ ἄντρες μου ἤθελαν νὰ πολεμήσουν ἀμέσως, οἱ δὲ νησιῶτες ποὺ μᾶς παρακολουθοῦσαν ἤθελαν νὰ τοὺς ὁπλίσω κι αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἐντάξω ὡς … ἐπικουρικοὺς στὸ λόχο καὶ νὰ τοὺς μοιράσω ἀμέσως στὰ χαρακώματα. περίπου δὲ 50 νέοι ἀστράτευτοι, ἀπόφοιτοι τοῦ ἑξαταξίου γυμνασίου, ἦρθαν κι ἀπαιτοῦσαν νὰ τοὺς ὁπλίσω ἀμέσως. ἔβαλα ἕναν ἀνθυπολοχαγὸ καὶ τοὺς γύμναζε˙ κι αὐτοὶ ὑπέμεναν τὴν ἐκγύμνασι ἐπὶ τρεῖς μῆνες, ὅσο κι ἂν πίεζα τὸν ἀνθυπολοχαγὸ νὰ τοὺς κάνῃ τὴ ζωὴ πολὺ δύσκολη, γιὰ νὰ φύγουν. ἔτρωγαν στὰ σπίτια τους καὶ ξανάρχονταν γιὰ ἐκπαίδευσι. πολὺ μετὰ τὴν ἀπόλυσί μου μερικοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ μοῦ γράφουν γράμματα, κι ἕνας μοῦ ἔγραφε˙ ‘‘Λοχαγέ, εἶσαι ὁ γενναῖος τῶν γενναίων. θὰ πάω μὲ χαρὰ νὰ σκοτωθῶ, ἐπειδὴ θὰ μοῦ τὸ διατάξῃς ἐσύ’’. ὁ θεὸς ὅμως, ποὺ ἔβλεπε τὸ ἀνέκφραστο ποὺ ἔκρυβα στὴν καρδιά μου, ὅταν ἐλέησε τὴ χώρα μου νὰ μὴν ἐπεκταθῇ ὁ πόλεμος καὶ στὸ ἔδαφος της, ἐμένα μ̉ ἐλέησε διπλᾶ, ὥστε καὶ νὰ παραμείνω χωρὶς κώλυμα γιὰ τὸ κήρυγμα. διότι ὁ πολεμιστὴς ἔχει κώλυμα γιὰ ἱερωσύνη καὶ κήρυγμα. ὁ Κύριος μόνο ξέρει πόσο χάρηκα καὶ τὸν εὐχαρίστησα, ὅταν ἀπολύθηκα, χωρὶς νὰ πολεμήσω καὶ νὰ σκοτώσω, καὶ χαλάρωσα. ἆραγε οἱ χιλιασταὶ ἀπὸ τέτοια πίστι ἀρνοῦνται νὰ ὁπλιστοῦν ἢ νὰ δώσουν αἷμα γιὰ μετάγγισι, ἢ ἀπὸ φιλαυτία; εἶμαι βέβαιος ὅτι ἀπὸ τὸ δεύτερο. ἡ Βίβλος γι̉ αὐτοὺς εἶναι μόνο τὸ ἄλλοθι. φαίνεται αὐτὸ ἀπὸ τὸ ἦθος τους.
         Καὶ γιατί νὰ θέλουμε νὰ τοὺς ἐπιστρέψουμε; κανεὶς ὀρθόδοξος Χριστιανὸς δὲν ἔγινε ποτὲ χιλιαστής. χιλιασταὶ γίνονται μόνο ἄνθρωποι ποὺ δὲν πατοῦν στὴν ἐκκλησία ποτέ, δὲν ἔχουν ἀνοίξει τὴ Βίβλο ποτέ, ὥστε νὰ δοῦν τοὐλάχιστο τοὺς τίτλους τῶν βιβλίων της, καὶ εἶναι ἀπὸ πλευρᾶς διαγωγῆς κατακάθια, κακῶς χρεωμένα βέβαια στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία, στὴν ὁποία φορτώνονται καὶ καρφιτσώνονται κι ὅλα τὰ κατακάθια, ὥστε νὰ παρενοχλοῦν τὴ χριστιανικὴ ζωὴ τῶν συνειδητῶν Χριστιανῶν˙ διότι ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ βέβαια εἶναι μόνο οἱ συνειδητοί. εὐχῆς ἔργο εἶναι τὰ κατακάθια νὰ ξεγαντζωθοῦν ἀπὸ τὸ σβέρκο τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν καὶ νὰ μεταγγιστοῦν στὶς αἱρέσεις. κι αὐτὸ γίνεται, ὅταν ἐλέγξουμε αὐτὰ τὰ κατακάθια, καὶ παύσουμε νὰ ἐλέγχουμε τοὺς χιλιαστάς.
         Εἶναι ἐπίσης ἀνόητο νὰ λὲν μερικοὶ ὅτι οἱ χιλιασταὶ ‘‘πληρώνονται’’ ἢ ὅτι ‘‘παίρνουν δέματα ἀπὸ τὴν Ἀμερική’’. ἀσφαλῶς πληρώνονται ὅσοι ἀπ̉ αὐτοὺς ἀσχολοῦνται μὲ τὸν προσηλυτισμὸ καὶ εἶναι ὁλοήμερης ἀπασχολήσεως˙ διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ παπᾶδες τους. πληρώνονται ὅπως καὶ οἱ δικοί μας κληρικοί. δὲν εἶναι κακὸ αὐτό, καὶ ὁ Χριστὸς ἐπέτρεψε οἱ ὁλοήμερης ἀπασχολήσεως κληρικοὶ νὰ πληρώνωνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ ζοῦν. ἀσφαλῶς καὶ ‘‘παίρνουν δέματα ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ’’ οἱ χιλιασταί, ὅταν δυστυχοῦν βέβαια, ὅπως κι ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι τῆς Ἑλλάδος στέλνουμε δέματα στοὺς δυστυχοῦντες ὀρθοδόξους τῆς Ἑρζεγοβίνης. δὲν κάνουν κάτι κακὸ ποὺ βοηθοῦν οἱ ἔχοντες τοὺς μὴ ἔχοντες ἀδελφούς, ὅπως ἔκανε κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔβαζε τοὺς Ἕλληνες μαθητάς του νὰ κάνουν λογία καὶ νὰ βοηθοῦν οἰκονομικῶς τοὺς πάμφτωχους Ἑβραίους Χριστιανούς. δὲν εἶναι δὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ αἵρεσι ἢ ὁποιαδήποτε ὀργάνωσι ποὺ νὰ μοιράζῃ συνεχῶς χρήματα στοὺς ὀπαδούς της καὶ συνάμα ν̉ ἀγωνίζεται νὰ κάνῃ ὀπαδούς˙ ἀπὸ ποῦ θὰ ἔχῃ τὰ χρήματα ποὺ θὰ μοιράζῃ; οἱ εὐημεροῦντες χιλιασταὶ δὲν πληρώνονται˙ πληρώνουν. ὅπως συμβαίνει παντοῦ μὲ ὅλους.
         Οἱ χιλιασταὶ ἢ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι τὸ χειρότερο θρήσκευμα τῆς γῆς, διότι ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ χρόνια μέχρι σήμερα εἶναι τὸ μόνο ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, διδάσκοντας τὴ μεταθανάτια ἐξαφάνισι τῶν μὴ σῳζομένων, ποὺ καὶ κατ̉ αὐτοὺς εἶναι ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, δηλαδὴ ὅλοι οἱ μὴ χιλιασταί. διδάσκει καὶ τὴν ἐξαφάνισι τῶν περισσοτέρων δικαίων καὶ σῳζομένων χιλιαστῶν μετὰ τὴ λῆξι τῆς χιλιετίας τοῦ ἐπιγείου παραδείσου τους. ἀπὸ κτίσεως ἀνθρώπων μέχρι σήμερα δὲν ὑπῆρξε ἄλλο θρήσκευμα, ποὺ νὰ μὴ δέχεται τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ποὺ γιὰ νὰ τὰ ξέρῃ καὶ νὰ τὰ νιώθῃ ὁ ἄνθρωπος δὲν τοῦ χρειάζεται καμμιὰ διδασκαλία καὶ καμμιὰ ἁγία γραφή˙ τὰ ἔχει ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος ἔνστικτα γραμμένα καὶ ἐγχάρακτα μέσα στὴν ὕπαρξί του. τὸ ἕνα εἶναι ἡ ὕπαρξι θεοῦ (ἢ ἔστω θεῶν, κατὰ τοὺς εἰδωλολάτρες) καὶ τὸ ἄλλο ἡ ἀθανασία τῆς ψυχῆς. τὰ δυὸ αὐτὰ εἶναι τόσο φυσικὰ καὶ ἔντονα καὶ πανανθρώπινα, ὥστε ἡ Βίβλος δὲν τὰ διδάσκει ποτέ˙ ἁπλῶς τὰ προϋποθέτει. καὶ δὲν ἀπευθύνεται ποτὲ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν τὰ δέχονται. τοὺς θεωρεῖ ἄφρονες (Ψα 52,1), δηλαδὴ βλαμμένους καὶ ἀνωμάλους. καὶ τὰ προϋποθέτει σὲ πάρα πολλὰ σημεῖα της, θὰ ἔλεγα σὲ κάθε ἐδάφιό της. τ̉ ἀρνοῦνται μόνο οἱ ἄθεοι καὶ οἱ χιλιασταί. δεύτεροι κι ἐπιεικέστεροι στὸν κόσμο μετὰ τοὺς χιλιαστὰς ἔρχονται σ̉ αὐτὸ οἱ μωαμεθανοί, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς μόνο τῶν γυναικῶν. καὶ τρίτοι ἔρχονται οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἀθέους, ἐπειδὴ ἀρνοῦνται μὲν συγκεκριμένο θεὸ καὶ ἐπόπτη τῆς διαγωγῆς τῶν ἀνθρώπων καὶ συγκεκριμένη μεταθανάτια τύχη τῶν ψυχῶν, ἀλλὰ δέχονται καὶ κάποιο θεῖο ὂν ὑπαρκτὸ καὶ κάποια γιὰ ὅλους μεταθανάτια ζωὴ ἀγνώστου τύχης ὅμως. οἱ χιλιασταὶ εἶναι σ̉ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἴδιο μὲ τ̉ ἀρνιὰ τὰ δελφίνια καὶ τὰ σπουργίτια˙ χωρὶς πίστι στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
         Πολὺ πρόσφατα οἱ χιλιασταὶ ἢ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, μὴ ἀντέχοντας στὴν κοινωνικὴ ἀπομόνωσί τους ἀπ̉ ὅλο τὸ χριστιανικὸ ἢ τέλος πάντων χριστώνυμο κόσμο, καὶ φθονώντας ὅλους τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς γιὰ τὴν προσφορὰ τῆς θείας εὐχαριστίας, ‘‘παίρνοντας δὲ ὅλο καὶ περισσότερο φῶς’’, πρῶτον ἵδρυσαν κι αὐτοὶ ‘‘θεία εὐχαριστία’’, τὴν ὁποία ὅμως ὀνομάζουν ‘‘τὰ σύμβολα’’ (δὲν ξέρουν καὶ πῶς χρησιμοποιεῖται αὐτὴ ἡ λέξι˙ δὲν εἶχαν κάποιον νὰ τοὺς συμβουλεύσῃ˙ συμβουλεύονται μόνο τὸ ὅλο καὶ ‘‘περισσότερο φῶς ποὺ παίρνουν’’ καὶ ξαναπαίρνουν), καὶ δεύτερον ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ ν̉ αὐτονομάζωνται καὶ ‘‘Χριστιανοί’’. τώρα τοὺς ἦρθε αὐτὸ τὸ ‘‘φῶς’’ μὲ 2.000 χρόνια καθυστέρησι σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς ἄλλους. δὲν καταλαβαίνουν, ἡ σχεδὸν μηδενικὴ γραμματομάθειά τους δὲν τοὺς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ καταλάβουν, ὅτι ἀπὸ τὴν κατασκευή του αὐτὸ τὸ ὄνομα λέει ὅτι αὐτοὶ ποὺ τὸ ἔχουν πιστεύουν στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει θεότης ἀνώτερη. οὔτε μποροῦν ν̉ ἀντιληφτοῦν ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ λέγεται Χριστιανὸς ἕνας ποὺ δὲν ἀνέχεται οὔτε 100 π.Χ. κι 100 μ.Χ. νὰ πῇ, ἀλλὰ λέει 100 π.κ.χ. (= πρὸ κοινῆς χρονολογίας) καὶ 100 μ.κ.χ. (= μετὰ κοινὴ χρονολογία). δὲν ἀνέχονται τὸ Χριστὸ νὰ προσδιορίζῃ τὴν ἀνθρώπινη χρονολογία αὐτός, πρᾶγμα ποὺ δὲν ἐνοχλεῖ οὔτε τοὺς ἀθέους οὔτε τοὺς εἰδωλολάτρες οὔτε τοὺς μουσουλμάνους. μισοῦν τὸ Χριστὸ καὶ ὡς ἁπλὸ ἱστορικὸ πρόσωπο πολὺ καταχθόνια. μιὰ ζωὴ (135 χρόνια) τὰ κάνουν στραπάτσο αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ χωρὶς ἀθάνατη ψυχὴ κατὰ τὸν ἰσχυρισμό τους, σὰν τὰ χταπόδια τὰ μαυροπούλια καὶ τοὺς μυρμηγκοφάγους.
         Τὸ κόμπλεξ τοῦ φθονεροῦ ἀγραμμάτου (ὄχι τῶν μὴ φθονερῶν ἀγραμμάτων) καὶ ἡ κομπλεξικὴ μειονεξία του εἶναι τὸ μόνο κίνητρο τῆς αἱρέσεως τῶν χιλιαστῶν καὶ ἡ κύρια κακοδοξία τους. καὶ ἡ ἀκατάσχετη λογόρροια αὐτοῦ τοῦ κομπλεξικοῦ, ποὺ θέλει νὰ κάνῃ τὸ δάσκαλο, μιὰ μανία γνωστὴ σ̉ ὅλες τὶς ἐποχές, ἀφοῦ αὐτὴ ἀκριβῶς ἀνάγκασε τὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο νὰ γράψῃ Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε, ἀδελφοί μου (Ἰα 3,1).
         Κάποτε μὲ πολλὴ προσπάθεια ἔπεισα μιὰ τέτοια κομπλεξικὴ καὶ φλύαρη γυναῖκα νὰ ἐπιστρέψῃ ἀπὸ τὸ χιλιασμὸ στὴν ὀρθοδοξία. μετὰ ἀπὸ λίγο ἔγινε ντίλερ στὰ τάπερ. εἶχε κάψα νὰ λέῃ νὰ λέῃ νὰ λέῃ, νὰ κάνῃ τὴ δασκάλα. ἐγκατέλειπε τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά της καὶ τὸ νοικοκυριό της, γιὰ νὰ κάνῃ τὴ ντίλερ. πιστέψτε με τὸ μετάνιωσα ποὺ τὴν ἐπανέφερα στὴν ὀρθοδοξία. τέτοια προβληματικὰ κατακάθια πρέπει νὰ ὑποβοηθοῦνται νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία˙ ἡ θέσι τους εἶναι στὶς αἱρέσεις. ἀντὶ νὰ βρομίζουν ἐμᾶς καὶ ν̉ ἀποτελοῦν ἐπιχειρήματα τῶν αἱρετικῶν ἐναντίον μας, εἶναι προτιμότερο νὰ βρομίζουν τὶς αἱρέσεις καὶ νὰ εἶναι ἐπιχειρήματα δικά μας ἐναντίον ἐκείνων. δὲν τὸ πιάσαμε καλὰ τὸ θέμα τῆς ἀλλαγῆς σκάρτου ὑλικοῦ μὲ τὸν προσηλυτισμό. οἱ αἱρέσεις εἶναι σὰν τοὺς γῦπες ποὺ τρῶνε σάπια πτώματα καὶ καθαρίζουν τὸ χῶρο. ἀναπτύξαμε ἀνόητες κάψες γιὰ κατακάθια˙ μὴ χάσουμε τὸ κελεπούρι! στοὺς παλιοὺς θυμίζω ἕναν ἔξυπνο στίχο ἑνὸς παλιοῦ ἐρωτικοῦ τραγουδιοῦ ποὺ ἐκφράζει τὸν ἐγκαταλειμμένο ἐραστή˙
Αὐτὸς ὁ ἄλλος αὐτὸς ὁ ἄλλος
εἶν̉ εὐεργέτης μου μεγάλος.
αὐτὸ πρέπει νὰ γίνῃ λογότυπό μας καὶ σύνθημά μας στὶς ἀντιαιρετικὲς ὑπηρεσίες μας. στὴν κοινωνία ὑπάρχει πάντα μιὰ ὑποστάθμη ἀπὸ κατακάθια, ποὺ θἄπρεπε νὰ παλεύουμε ὄχι ποιός θὰ τὴν κερδήσῃ θὰ τὴ φορτωθῇ καὶ θὰ τὴ χρεωθῇ, ἀλλὰ ποιός θὰ τὴν ξεφορτωθῇ˙ κι ἂν τὴ φορτώσῃ καὶ στὸν ἀντίπαλο, τόσο τὸ καλλίτερο˙ γιὰ νὰ τὸν ἔχῃ καὶ πιὸ εὔτρωτο. τώρα, ἂν κανεὶς αὐτὴ τὴν ὑποστάθμη θέλῃ νὰ τὴν κατέχῃ, γιὰ νὰ τὴν ἐκμεταλλεύεται οἰκονομικὰ σὲ βαφτίσια γάμους καὶ κηδεῖες, μαζὶ μὲ τὰ μαγαζιὰ νυφικῶν καὶ κηδειῶν, καὶ νὰ κερδίζῃ ἔτσι χρήματα λερώνοντας τὴν ἐκκλησία μ̉ αὐτὴ τὴν ἀκάθαρτη πελατεία του, αὐτὸ βέβαια ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο εἶναι συνειδητό, τόσο εἶναι καὶ ἀσεβές. εἶναι σὰ νὰ κάνῃ κανεὶς ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ του πορνεῖο, γιὰ νὰ πραγματοποιῇ εἰσπράξεις. αὐτὸς εἶναι αἰσχροκερδὴς χριστέμπορος καὶ θεοκάπηλος.
         Ὅπως οἱ ἄλλοι προτεστάντες πρῶτα ἔδωσαν στὸν ἑαυτό τους τὸ ὄνομα προτεστάντες (protestantes = διαμαρτυρόμενοι), κι ἔπειτα, ὅταν οἱ παπικοὶ τοὺς τὸ διακωμῴδησαν δίνοντάς του κακεντρεχῶς τὴ σημασία ‘‘γκρινιάρηδες’’, μετάνιωσαν καὶ τ̉ ἄλλαξαν παίρνοντας τὸ ὄνομα εὐαγγελικοί (evangelici), ἐπειδὴ τάχα εἶναι πολὺ βιβλικοί, ἔτσι καὶ οἱ χιλιασταὶ πρῶτα ἔδωσαν στὸν ἑαυτό τους οἱ ἴδιοι τὸ ὄνομα χιλιασταί, ἐπειδὴ διδάσκουν μελλοντικὸ ἐπίγειο παράδεισο μὲ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ διαρκείας χιλίων ἐτῶν, μετὰ τὰ ὁποῖα οἱ ἐντὸς τοῦ παραδείσου ἐξαφανίζονται καὶ ἡ ζωή τους τερματίζεται. ὅτι ἐννοοῦν δὲ τὸν παράδεισό τους καὶ μὲ σεξουαλικὲς ἀπολαύσεις, ὅπως οἱ μουσουλμάνοι, δὲν τὸ λένε μὲν ῥητῶς, ἀλλά, γιὰ νὰ προσελκύσουν τὶς φιλόσαρκες μᾶζες καὶ μ̉ αὐτὸ τὸ δόλωμα, τὸ κρυφοκλάνουν μὲ τὶς εἰκόνες τῶν βιβλίων τους, οἱ ὁποῖες εἰκονίζουν στὸν παράδεισό τους πάντοτε ἄντρες καὶ γυναῖκες ὡς ἀντρόγυνα, λευκὰ καὶ κίτρινα καὶ μαῦρα, γιὰ νὰ ἐπιδείξουν καὶ τὸν ἀντιρρατσισμό τους, καὶ μὲ δύο μόνο μικρὰ παιδιά, ἕνα ἀγόρι κι ἕνα κορίτσι˙ ἄρα ὁ παράδεισός τους ἔχει καὶ προφυλακτικὰ καὶ χάπια ἀντισυλληπτικά, ἐνῷ ὁ Κύριος στὰ Εὐαγγέλια διδάσκει ὅτι Ἐν τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται (Μθ 22,30), ἐπειδὴ τότε ἔχουν χαρὲς καὶ ἡδονὲς ἀσύγκριτα ἀνώτερες ἀπὸ τὸ σὲξ κι ἀπὸ τὸ φαγητὸ ποὺ δείχνουν τὰ καλάθια τῶν παραδεισίων χιλιαστῶν τὰ γεμάτα μ̉ ἐξωτικὰ φροῦτα κι ἀπὸ τὰ πιλάφια τῶν μουσουλμάνων. ὁ παράδεισος μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, φαγητὰ καὶ σέξ, εἶναι παλιὰ ἰουδαϊκὴ δοξασία, γιὰ τὴν ὁποία ἔγραψα στὴν εἰσαγωγὴ τῆς Ἑρμηνείας μου στὴν Ἀποκάλυψι. ἔπειτα ἡ δοξασία αὐτὴ περάστηκε στοὺς ἀρχαίους χιλιαστὰς τοῦ Κηρίνθου, τοῦ ἐχθροῦ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου˙ κι ἀπὸ κείνους τὴν πῆραν οἱ μουσουλμάνοι˙ καὶ τέταρτοι τὴν πῆραν οἱ χιλιασταὶ τοῦ συγχρόνου μας ἀμερικανικοῦ χιλιασμοῦ. ἀργότερα, ἐπειδὴ οἱ ἄλλοι εἰρωνεύτηκαν πολὺ τοὺς χιλιαστὰς γι̉ αὐτὸ τὸ ὄνομα, ποὺ διάλεξαν, αὐτοὶ τὸ ἄλλαξαν καὶ μετωνομάστηκαν σὲ ‘‘μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ’’. ἀνακάλυψαν μάλιστα σὰν ἀρχαιολόγοι ἀνασκαφεῖς, ‘‘μετὰ 20 αἰῶνες’’, καὶ τ̉ ὄνομα τοῦ θεοῦ ‘‘Ἰεχωβᾶ’’, λὲς καὶ ἦταν παραχωμένο ἀπὸ τὸν Α’ αἰῶνα μέχρι τὸν Κ’, παρ̉ ὅλο ποὺ τὸ ξέρουν ὅλοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ καθ̉ ὅλους τοὺς αἰῶνες, λ.χ. ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς τὸν Γ’ αἰῶνα, ὁ Ἐπιφάνιος τὸν Δ’, ὁ Θεοδώρητος τὸν Ε’, κλπ.. ἀλλ̉ αὐτοὶ ‘‘τὸ ἀνακάλυψαν’’ καὶ ‘‘τὸ βρῆκαν’’ καὶ ‘‘τὸ φανέρωσαν’’ στοὺς ἀνθρώπους. ὅπως λέει κι ἡ παροιμία,
         Βρῆκε ἡ νύφη τὸ ὑνὶ πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα.
ἐπειδὴ ἐκεῖ συνήθως τὸ κρεμοῦσαν οἱ ἀγρότες. ἀλλιῶς δὲν παρηγοριέται ἡ μειονεκτικὴ ἀγραμματοσύνη καὶ μικρόνοια τῶν χιλιαστῶν. τὸ πῆραν δὲ οἱ χιλιασταὶ τὸ ὄνομα αὐτὸ γύρω στὸ 1916 καὶ λάθος γραμμένο, ὡς ἑξαγράμματο, ἀπὸ τὴν προτεσταντικὴ ἱσπανόγλωσση Βίβλο τῶν Ἱσπανοαμερικανῶν, ὡς ἑξαγράμματο Ἰεχωβᾶ, ἐνῷ στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Π. Διαθήκης εἶναι τετραγράμματο Ιαυε – εἶναι περίφημοι οἱ χαρακτηρισμοὶ τετραγράμματον καὶ ἀνεκφώνητον ὄνομα ποὺ τοῦ ἔδιναν οἱ ἀρχαῖοι Ἑβραῖοι –, καὶ ἔτσι ἀναλλοίωτο καὶ τετραγράμματο τὸ διατηροῦν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας μας Ἐπιφάνιος (ποὺ ἦταν καὶ Ἑβραῖος ὁ ὁποῖος σὲ ἀντρικὴ ἡλικία βαπτίστηκε Χριστιανός), Θεοδώρητος, Ἱερώνυμος, καὶ ἄλλοι. οἱ χιλιασταὶ πῆραν τὴν ἀλλοιωμένη ἱσπανικὴ γραφή του Ἰεχωβᾶ.
         Κυρίως ἄλλαξαν τὸ ὄνομά τους ‘‘χιλιασταὶ’’ μὲ τ̉ ὄνομα ‘‘μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ’’ μετὰ τὸ 1914, ὅταν εἶχαν πῆ ὅτι ἐκείνη τὴ χρονιὰ θὰ γινόταν ἡ δευτέρα παρουσία κι ἕνα βράδυ βγῆκαν στὴ Νέα Ὑόρκη μὲ ἱμάτια κελεμπίες καὶ σιντόνια, ‘‘γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὸν Ἰεχωβᾶ’’, καὶ τρομοκράτησαν τὸν κόσμο. ὅταν ὅμως τὸ πρωῒ ὁ κόσμος εἶδε ὅτι ἡ δευτέρα παρουσία δὲν ἔγινε, τοὺς πλάκωσαν στὶς σφαλιάρες. ἀπὸ τότε, γιὰ νὰ μὴν τρῶν σφαλιάρες, ἄλλαξαν τὸ ὄνομά τους, ὅπως τὸ ἀλλάζει ὁ κάθε ἀπατεώνας μετὰ ἀπὸ μιὰ σύλληψι φυλάκισι κι ἀποφυλάκισί του, γιὰ ν̉ ἀρχίσῃ νέα δραστηριότητα. γιὰ τὴν ἔλευσι τῆς δευτέρας παρουσίας τὸ 1914 τοὺς εἶχε πείσει ὁ Ῥῶσελ, ποὺ ἐκείνη τὴ χρονιὰ ἡ ψυχοπάθειά του εἶχε ἐπιδεινωθῆ. καὶ μετὰ τὴ μεγάλη τους γκάφα, τὸ 1916 ὁ ἄρρωστος πέθανε. ὁ νέος καὶ μὴ ψυχοπαθὴς ἀλλὰ παμπόνηρος τυχοδιώκτης ἀρχηγός τους, ὁ Ῥάδερφορντ, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε, ὅταν ἔβαλε στὸ χέρι τὴν αἵρεσι, γιὰ τὴν ὁποία κατάλαβε ὅτι μπορεῖ νὰ ἐξελιχθῇ σὲ μιὰ κερδοφόρο ἑταιρία κι ἐπιχείρησι, ἦταν ὅτι τῆς ἄλλαξε τὸ ὄνομα καὶ τὰ φῶτα. γι̉ αὐτὸ κι ἕνα ἄλλο ὄνομα τῆς θρησκείας των, τὸ ὁποῖο τῆς ἔβαλαν οἱ ἴδιοι, εἶναι ‘‘Ἑταιρία Σκοπιά’’. καὶ σᾶς βεβαιώνω˙ Πολὺ Ἑταιρία! πολὺ κερδοφόρος ἐπιχείρησι γιὰ τοὺς ἰδιοκτῆτες της, ποὺ ἔχουν τὰ κεντρικὰ γραφεῖα τῆς εἰσπρακτικῆς αὐτῆς Ἑταιρίας των στὸ Μπροῦκλιν τῆς Νέας Ὑόρκης. ἀπὸ τότε οἱ χιλιασταὶ κάθε χρόνο ‘‘παίρνουν περισσότερο φῶς’’. αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ καιροσκόπος ἐπιχειρηματίας διαμόρφωνε πλέον τὴν αἵρεσι ‘‘βλέποντας καὶ κάνοντας’’. εὐέλικτος κι εὐπροσάρμοστος ἐπιχειρηματίας. ἐν τούτοις οἱ χιλιασταὶ εἶναι τόσο περιωρισμένης νοημοσύνης, ποὺ μέχρι καὶ σήμερα ὑποστηρίζουν ὅτι ἐκείνη τὴ βραδιὰ τοῦ 1914 ἡ δευτέρα παρουσία ἔγινε! σὰ νὰ λὲν ὅτι κατοικοῦμε στὸν ἥλιο καὶ φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ γῆ ἢ ὅτι περπατοῦμε μὲ τ̉ αὐτιὰ καὶ ἀκοῦμε μὲ τὰ πόδια. κομπλεξικὸ πεῖσμα.
         Ἴσως διερωτᾶται κανείς˙ Μὰ γιατί ἡ ἡγεσία τῶν χιλιαστῶν ἐπιμένει σὲ μιὰ τόσο χοντρὴ βλακεία, μὲ τὴν ὁποία ῥεζιλεύονται τόσο πολὺ καὶ κατάφωρα; αὐτοὶ ποὺ κυβερνοῦν τόσα ἑκατομμύρια χιλιαστῶν σ̉ ὅλη τὴ γῆ εἶναι τόσο βλᾶκες; ὄχι, οἱ κεφαλὲς δὲν εἶναι βλᾶκες, ἀλλὰ γιὰ βλᾶκες ψάχνουν. αὐτὴ ἡ βλακεία τῆς ‘‘δευτέρας παρουσίας ποὺ ἔγινε τὸ 1914’’ εἶναι τὸ τὲστ βλακείας καὶ τὸ φίλτρο νοημοσύνης, ποὺ κάνει ἡ ἡγεσία τους, γιὰ νὰ κρίνῃ ποιοί ἀπὸ τὴ μᾶζα θὰ γίνουν δεκτοὶ στὸ θρήσκευμά τους. θέλουν μόνο χαμηλούς. φοβοῦνται τοὺς ἀνθρώπους μὲ κρίσι. ὁ χιλιασμὸς εἶναι αἵρεσι τόσο καλοστημένη, ποὺ οἱ ἀρχηγοί του ξέρουν ὅτι ἀπευθύνονται μόνο σὲ χαμηλούς˙ ὅτι στὶς τάξεις των δὲν πρέπει νὰ διεισδύσουν ἄνθρωποι πάνω ἀπὸ κάποιο χαμηλὸ ὅριο νοημοσύνης, γιατὶ θὰ τοὺς διαλύσουν. φυλαγόμενοι λοιπόν, κάνουν σ̉ ὅλους τοὺς ὀπαδούς των αὐτὸ τὸ τὲστ βλακείας, ὥστε στὴν ὀργάνωσί τους νὰ εἰσάγωνται ἐντάσσωνται καὶ παραμένουν μόνο χαμηλοί. οἱ νοήμονες εἶναι ἐπικίνδυνοι. κι αὐτὸ τὸ τὲστ τοὺς εἶναι ἀπαραίτητο. εἶναι διαπιστωμένο πειραματικῶς ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ παραδέχονται ἢ ὑποστηρίζουν μιὰ τόσο χοντρὴ βλακεία, εἶναι πολὺ εὔκολοι σὲ κάθε πλύσι ἐγκεφάλου. καὶ γιατί ἡ ἡγεσία θέλει τόσο λαό; αὐτὸ τὸ ἐρώτημα βέβαια ἰσχύει γιὰ κάθε ἡγεσία. ἱκανοποίησι φιλοδοξίας, ματαιοδοξίας, καὶ κυρίως εἰσπρακτικῆς βουλιμίας. ἕνας ποὺ κυβερνάει 3 ἑκατομμύρια κατάσπαρτους σ̉ ὅλο τὸν κόσμο, τόσο μακρινούς, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τοῦ ἀσκήσουν κανέναν ἔλεγχο στὴ διαχείρισι, ἀκόμη κι ἂν τοὺς ἐπιβάλῃ τὴν ἐλαχίστη εἰσφορά, 10 € τὸ χρόνο, κι ἀπὸ τὰ εἰσπραττόμενα κατακρατῇ μόνο ἕνα ἑκατοστό, ποσὸ ἀσήμαντο ἀπαρατήρητο κι ἀνάξιο ἐλέγχου, γίνεται πλούσιος. διότι αὐτὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ μισθό του εἰσπράττει ἀφορολόγητα καὶ 300.000 €, ἤτοι 100.000.000 δραχμὲς τὸ χρόνο˙ κι ἂν κρατάῃ 10%, τότε κερδίζει τρία ἑκατομμύρια € τὸ χρόνο. καλούτσικα. κι ἐπειδὴ τὸ ὅλο ἐτήσιο εἰσόδημα τῆς Ἑταιρίας, μὲ 10 € μόνο τὸ χρόνο κατὰ χιλιαστή, εἶναι 30.000.000 €, ἂν ὁ ἀρχηγὸς κρατάῃ καὶ τοὺς τόκους, μὲ ἐπιτόκιο 4%, κερδίζει ἄλλα 1.200.000 € τὸ χρόνο, σύνολο 2 ἑκατομμύρια καὶ 200.000 €. κι ἂν κάνῃ ἄλλες ἐπενδύσεις, κερδίζει πολὺ περισσότερα. κι αὐτὰ ὅλα κάθε χρόνο, καὶ μόνο σὰν προσθήκη μιᾶς χρονιᾶς. τὸ κεφάλαιό του συσσωρεύεται. χωρὶς κανένα ῥίσκο ἢ κόπο ἢ ἄγχος, γίνεται πολυεκατομμυριοῦχος ἐφάμιλλος τῶν μεγάλων ἐφοπλιστῶν καὶ βιομηχάνων τῆς γῆς. στὸ κάτω κάτω δὲ καὶ τὸ τεράστιο εἰσπραττόμενο κάθε χρόνο κεφάλαιο τῆς Ἑταιρίας εἶναι ὅλο στὴ διάθεσί του, διότι ἡ Ἑταιρία εἶναι δική του. γι̉ αὐτὸ ἔχει τὴν καλὴ διάθεσι νὰ δίνῃ στοὺς χιλιαστὰς κάθε χρόνο ‘‘περισσότερο φῶς’’. σίγουρα εἶναι ὁ πιὸ ἔξυπνος Ἀμερικανός. γι̉ αὐτὴ τὴ δουλειὰ εἶναι χρήσιμο καὶ τὸ ἐν λόγῳ τὲστ βλακείας τῶν ἔτσι καὶ τόσο ἐλαφρὰ φορολογουμένων μαζῶν. ὅλοι ὅσοι κερδοσκοποῦν ἔτσι, χρησιμοποιοῦν τέτοια τέστ. δὲν εἶναι σ̉ αὐτὸ πρωτοπόροι οἱ ἀρχηγοὶ τῶν χιλιαστῶν.
         Τὸν ἰσχυρισμὸ γιὰ ‘‘δευτέρα παρουσία ποὺ ἔγινε τὸ 1914’’, ἐπανέφερε ὡς τὲστ βλακείας καὶ φίλτρο νοημοσύνης τὸ 1942 ὁ τρίτος ἀρχηγός τους Νόρ, πολὺ πονηρότερος καὶ τοῦ Ῥάδερφορντ. δηλαδὴ ἀπὸ τὸ 1914 μέχρι τὸ 1942, ἐπὶ Ῥάδερφορντ, γιὰ ‘‘δευτέρα παρουσία τοῦ 1914’’ δὲν μιλοῦσαν, ὅπως ‘‘γιὰ σχοινὶ καὶ γιὰ σαπούνι στοῦ πνιγμένου τὸ σπίτι δὲν μιλοῦν’’. ἀπὸ τὸ 1942 ὅμως μέχρι σήμερα λένε πάλι γι̉ αὐτὴ καὶ πολύ. μπῆκε, ὅπως εἶπα, ὡς τὲστ νοημοσύνης. ἕνα δεύτερο τὲστ βλακείας τὸ ὁποῖο ἀνταποκρίνεται σεγοντάρει καὶ ποντάρει καὶ στὴ φίλαυτη λαϊκὴ φοβία γιὰ τὴν αἱμοδοσία, μπῆκε στὸ χιλιασμὸ (= ‘‘Ἑταιρία Σκοπιὰ’’) ἐπίσης τὸ 1942 μὲ τὸν Νόρ, ὅταν ὁ μαινόμενος τότε Β’ παγκόσμιος πόλεμος ἤθελε πολλὴ αἱμοδοσία, καὶ εἶναι ὅτι στοὺς ὀπαδοὺς τῆς ‘‘Ἑταιρίας’’ ἀπαγορεύεται ἡ αἱμοδοσία (ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτοὶ δὲν πολεμοῦσαν, γιὰ νἄχουν ἀνάγκη αἱμοδοσίας), ‘‘ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ βρίσκεται στὸ αἷμα, καὶ κατὰ τὴν αἱμοδοσία μαζὶ μὲ τὸ αἷμα …μεταφέρεται ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο καὶ ἡ ψυχή˙ ἢ ἔστω …κομμάτι τῆς ψυχῆς’’! πάντως ὁ Νὸρ κράτησε καὶ τὸ ‘‘δόγμα Ῥάδερφορντ’’, ὅτι οἱ χιλιασταὶ κάθε χρόνο ‘‘παίρνουν περισσότερο φῶς’’. ὅσο πιὸ εὐπροσάρμοστη στοὺς καιροὺς εἶναι μιὰ κερδοφόρος ἐπιχείρησι ἐκμεταλλεύσεως μαζῶν, τόσο εἶναι καὶ πιὸ βιώσιμη. βρίσκουν δὲ στὴν ‘‘Ἑταιρία’’ δουλειὰ καὶ πολλοὶ δευτερεύοντες καὶ τριτεύοντες εἰσπράκτορες μικρομέτοχοι ὡς ἐπίσκοποι, σκαπανεῖς, διάκονοι, κλπ., ποὺ ἀλλιῶς θὰ ἦταν ἄνεργοι ἢ θ̉ ἀναγκάζονταν νὰ δουλέψουν σὲ μιὰ σοβαρὴ δουλειὰ μὲ κόπο καὶ χωρὶς κοκοριλίκι. τὸ κουστούμι ἡ γραβάτα τὸ δασκαλίκι καὶ τὸ ἐκπαιδευμένο χιλιαστικὸ χαμόγελο, ἀντὶ τῆς λερωμένης ἐργατικῆς φόρμας καὶ τῆς σιωπηλῆς χειρωνακτικῆς δουλειᾶς, εἶναι δελεαστικὸ ὄνειρο γιὰ κάθε κομπλεξικὸ ὀλιγογράμματο.
         Ἐπειδὴ ὁ χιλιασμὸς εἶναι θρησκεία τοῦ κόμπλεξ τῶν ἀγραμμάτων καὶ τῶν μικρονοϊκῶν, οἱ χιλιασταὶ ἐμφανίζουν τὴ μέγιστη ἐπιτάχυνσι εἰσδοχῆς λαϊκῶν δοξασιῶν καὶ παραδόσεων καὶ σχηματισμοῦ μυθολογίας. ἐνῷ χρειάστηκαν 20 αἰῶνες, γιὰ νὰ ἐπικαθήσουν ἄχρηστες ‘‘παραδόσεις’’ σὲ ἄλλες ὁμολογίες, σ̉ αὐτοὺς ἡ ἴδια συσσώρευσι σκουπιδιῶν θὰ γίνῃ σὲ δυὸ αἰῶνες, ἤτοι σὲ ἕναν περίπου αἰῶνα ἀπὸ τώρα. τὸ λαϊκὸ κόμπλεξ καὶ ἡ κατινούλικη δημοσιογραφία καὶ κάψα γιὰ δασκαλίκι εἶναι τὸ προσφορώτερο ἔδαφος γι̉ ἀνάπτυξι σαπροφύτων μυθομανίας. συζητώντας κάποτε ‘‘φιλικὰ’’ μ̉ ἕναν ἐπίσκοπο τῶν χιλιαστῶν, τοῦ λέω˙ ‘‘Ἐξωβιβλικὲς παραδόσεις ἔχετε πολλές’’. ‘‘Καμμία’’ μοῦ λέει. τοῦ λέω˙ ‘‘Θέλεις νὰ σοῦ πῶ μία; γράφετε στὸ τάδε περιοδικό σας, τεῦχος τάδε, ὅτι οἱ 144.000 τῶν ἐκλεκτῶν σας συμβολίζονται ἀπὸ τοὺς 144.000 λίθους μὲ τοὺς ὁποίους κτίστηκε ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος˙ νὰ τὸ δημοσίευμά σας’’. ‘‘Ναί’’. ‘‘Αὐτὸ λοιπὸν δὲν γράφεται στὴ Βίβλο πουθενά˙ παραμύθι σας εἶναι, ἀπὸ τὸν κατινούλικο Συναξαριστή σας’’. ‘‘Δὲν εἶναι δυνατόν! ἡ Βίβλος κάπου τὸ γράφει’’. ‘‘Δεῖξε μού το’’. ἀκόμα ψάχνει. στὸν ἴδιο τότε εἶπα˙ ‘‘Κι ἀπὸ μᾶς πήρατε ἐξωβιβλικὲς συνήθειες’’. ‘‘Ἔ ὄχι κι ἀπὸ σᾶς!’’. ‘‘Ναί, ἀπὸ τὸ δεξιὸ ψάλτη μας’’. ‘‘Μὰ τί μοῦ λὲς τώρα;’’. ‘‘Ναί’’, τοῦ λέω˙ ‘‘ἡ κυριακὴ προσευχή, τὸ Πάτερ ἡμῶν, τελειώνει μὲ τὴ φράσι … καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. ὁ δεξιὸς ψάλτης μας ὅμως, προκειμένου νὰ ψάλῃ ἔπειτα πάλι αὐτός, ἀφήνει τὸν τελευταῖο στίχο τῆς προσευχῆς Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας νὰ τὸν πῇ ὁ παπᾶς, ὥστε, ξαναπαίρνοντας σειρὰ αὐτός, νὰ ψάλῃ. κι ἔτσι κάναμε νὰ φαίνεται ὅτι τὸ Πάτερ ἡμῶν τελειώνει στὸ ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. κύττα τώρα καὶ στὸ περιοδικό σας τάδε, τεῦχος τάδε, σελίδα τάδε, ὅπου ἔχετε τὸ Πάτερ ἡμῶν μέχρι τὸ ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. πήρατε τὴν παράδοσι τοῦ δεξιοῦ μας ψάλτη’’. ἔμεινε ξερός. τοῦ λέω ἀκάθεκτος˙ ‘‘Νὰ σοῦ πῶ κι ἄλλα;’’. ‘‘Ναί’’. ‘‘Κύττα αὐτὸ τὸ περιοδικό σας˙ ‘‘πρεσβύτερός’’ σας τριαντάρης ‘‘βαπτίζει’’ αὐτὴ τὴν πανόμορφη εἰκοσάχρονη καλλονή. ὁ ἴδιος εἶναι μέσα στὸ νερὸ τῆς πισίνας καὶ τὴ βοηθάει πολὺ πρόθυμα νὰ πηδήσῃ κι αὐτὴ μὲς στὸ νερό, πιάνοντάς την ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῷ αὐτὴ φοράει μαγιὼ μπικίνι καὶ πολὺ τολμηρό. ἀλήθεια πῶς καὶ δὲν φωτογραφήσατε τὴ βάπτισι κανενὸς ἄντρα ἢ γέρου, καὶ προτιμήσατε νὰ φωτογραφήσετε καὶ νὰ δημοσιεύσετε αὐτὸ τὸ λαχταριστὸ μανούλι καὶ σχεδὸν ὁλοτσίτσιδο;’’. ‘‘Κακίες’’. ‘‘Ὄχι κακίες˙ ἀλλὰ σεξουαλικές σας προτιμήσεις κι ἐκτονώσεις˙ καὶ κυρίως διαφημιστικὸ - ἐμπορικὸ δόλωμα μὲ χρῆσι γυμνοῦ γυναικείου κορμιοῦ˙ σὰ νὰ διαφημίζῃ τὸ Χόλλυγουντ ἕνα σκαμπρόζικο κινηματογραφικὸ ἔργο, γιὰ νὰ ἑλκύσῃ πελάτες’’. ‘‘Καὶ λοιπόν; αὐτὸ τὸ πήραμε ἀπὸ σᾶς;’’. ‘‘Ὄχι, περίμενε. ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, μετὰ τὴν κλιμάκωσι τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, γδύνουμε τὰ βρέφη˙ γιὰ νὰ μὴ βρέξουμε καὶ τὰ ῥοῦχα τους. βρέφη τριῶν μηνῶν εἶναι, βρέφη ξεσκατιζόμενα. τί πειράζει ἂν τὰ δοῦμε ὁλόγυμνα; οἱ ἀρχαῖοι μας πατέρες, ποὺ βαπτίζονταν μεταξὺ 20 καὶ 30 ἐτῶν, ἔμπαιναν στὸ νερὸ μὲ τὰ ῥοῦχα καὶ τὰ παπούτσια. ἐσεῖς γιατί ἐφαρμόζετε σὲ εἰκοσάχρονες κοπέλλες - καλλονὲς τὸ γδύσιμο ποὺ ἐφαρμόζουμε ἐμεῖς στὰ τρίμηνα βρέφη; δὲν βρήκατε τίποτε ἄλλο νὰ πάρετε ἀπὸ τὴν παρακμή μας; τὸ γδύσιμο τῶν βρεφῶν λιγουρευτήκατε, γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόσετε τόσο λιγούρικα σ̉ ἐνήλικες καλλονές; καὶ περνᾶτε καὶ τὶς σχετικὲς φωτογραφίες στὸ περιοδικό σας! χρησιμοποιεῖτε καὶ σεῖς, ὅπως ὅλες οἱ πορνὸ διαφημίσεις, τὸ γυμνὸ γυναικεῖο κορμὶ γιὰ διαφήμισι προσηλυτιστική; αὐτὸ εἶναι εἶδος σωματεμπορίας. ἔτσι κάνετε προσηλυτισμὸ ἐσεῖς; θρήσκευμα διαφημίζετε ἢ πορνεῖο; σὲ βεβαιώνω ὅτι σὲ 100 χρόνια θὰ καταντήσετε νικολαΐτες μὲ τοὺς πιὸ βρόμικους μύθους. ἔχετε μεγάλη ἐπιτάχυνσι πρὸς τὸ ψέμμα καὶ τὴ βρομιά. μόνο 100 χρόνια σᾶς φτάνουν, γιὰ νὰ κάνετε ὅ,τι δὲν κάναμε ἐμεῖς σὲ 2.000 χρόνια’’. ὁ χιλιαστὴς ἐπίσκοπος τὰ χρειάστηκε τόσο, ποὺ σοβαρεύτηκε καὶ μοῦ εἶπε σχεδὸν ἱκετευτικά˙ ‘‘Πόσα ἄλλα τέτοια ἔχεις εἰς βάρος μας; πές μου τα, σὲ παρακαλῶ’’. τοῦ λέω˙ ‘‘Ὄχι δὲν σοῦ λέω ἄλλα. ἔχω ἀρχειοθετημένα πάρα πολλά˙ μὲ παραπομπὲς στὰ περιοδικὰ καὶ στὰ κατινούλικα βιβλία σας, μὲ συνημμένα ἀποκόμματα καὶ φωτοτυπίες, ὥστε νὰ εἶναι ἀναντίρρητα, καὶ μὲ παραπομπὲς σὲ δικά μας συναξάρια, ὥστε νὰ εἶναι ἀναντίρρητη καὶ ἡ προέλευσί τους. δὲν σοῦ τὰ λέω ὅμως, γιὰ νὰ μὴν τὰ ξέρετε, γιὰ νὰ μὴ διορθωθῆτε, γιὰ νὰ μὴν τὰ κόψετε˙ γιὰ νὰ σᾶς βλέπουμε νὰ τὰ κάνετε καὶ νὰ γραδάρουμε ἀπ̉ αὐτὰ τὴν ποιότητά σας καὶ τὸ σκοτισμό σας. μᾶς βολεύει καλλίτερα ἔτσι’’. εἶχε χλωμιάσει.
         Μιὰ φορὰ μ̉ ἐπισκέφτηκε γιὰ ‘‘εὐαγγελισμὸ’’ μιὰ νεαρὴ χιλιάστρια, διαλεγμένη καλλονή. ὅταν ἄνοιξα τὴν πόρτα, μοῦ λέει˙ ‘‘Σᾶς ἀπασχολεῖ κανένα πρόβλημα;’’. τῆς λέω˙ ‘‘Ὄχι’’. ‘‘Δὲν μπορεῖ! ἀσφαλῶς κάποιο πρόβλημα θὰ σᾶς ἀπασχολῇ. κι αὐτὸ ἔρχομαι νὰ συζητήσουμε μαζί. τί ξέρετε; μπορεῖ νὰ βροῦμε μαζὶ κάποια λῦσι’’. τῆς λέω˙ ‘‘Ὄχι, δὲν ἔχω κανένα πρόβλημα. κι ἂν εἶχα, θὰ μοῦ τὄλυνες ἐσύ; εἰκοσάχρονη κοπέλλα λύνεις προβλήματα ἀντρῶν σαραντάρηδων;’’. ‘‘Μὰ δὲν μπορεῖ! κάτι θἄχετε’’. ‘‘Δὲν ἔχω κανένα πρόβλημα, ποὺ νὰ εἶναι γιὰ σένα εὐκαιρία˙ πήγαινε’’. ἔφυγε. μετὰ ἕνα μῆνα μὲ ξαναεπισκέφτηκε –αὐτὸ τὸ λὲν ‘‘ἐπανεπίσκεψι’’–, μὲ τὴν ἴδια λεκτικὴ ἐπίθεσι. τῆς λέω˙ ‘‘Ναί, τώρα ἔχω κάποιο πρόβλημα’’, καὶ τῆς ἄνοιξα τὴν πόρτα. μπῆκε μέσα μὲ πολλὴ λιγούρα γιὰ διάλογο. μόλις μπῆκε, κλείδωσα τὴν πόρτα, κι ἔβαλα τὸ κλειδὶ στὴν τσέπη˙ καὶ τῆς λέω˙ ‘‘Ξέρεις ποῦ μπῆκες τώρα;’’. μοῦ λέει μὲ χιλιαστικὸ χαμόγελο˙ ‘‘Μὰ… στὸ σπίτι σας’’. ‘‘Μπῆκες’’, τῆς λέω, ‘‘εἰκοσάρα κοπέλλα ἐσύ, στὸ σπίτι ἑνὸς σαραντάρη ἐργένη ἀγνώστου. ποῦ πᾶς, μωρὴ χαμένη! κοπέλλα ποὺ ‘‘εὐαγγελίζεσαι’’ εἶσαι σύ, ἢ πόρνη ποὺ ψάχνεις στὰ σπίτια γιὰ πελάτη;’’. κι ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τῆς λέω˙ ‘‘Ἔξω σκύλα! ἔξω!’’. ἔφυγε τρομοκρατημένη.
         Μιὰ ἄλλη φορὰ χτύπησαν τὴν πόρτα μου δύο, ἄντρας καὶ γυναίκα, κι ἄρχισαν μὲ τὰ γνωστὰ προοίμια - κλισέ. τοὺς λέω˙ ‘‘Ἀντρόγυνο εἶστε;’’. ‘‘Ὄχι˙ συνεργαζόμαστε’’. ‘‘Εἶναι κανείς σας παντρεμένος;’’. ‘‘Ἐγὼ’’ λέει ἡ γυναίκα. τῆς λέω˙ ‘‘Καὶ παράτησες, μωρὴ χαμένη, τὸν ἄντρα σου στὸ σπίτι, ἢ τὸν ἔστειλες στὴ δουλειά, καὶ σὺ γυρίζεις στοὺς δρόμους μ̉ αὐτόν; φύγετε, βρομόσκυλα!’’.
         Μιὰ φορὰ μ̉ ἐπισκέφτηκε ἕνας χιλιαστὴς περίπου συνομήλικός μου˙ πενηντάρης. τὸν ἔβαλα μέσα. γιὰ μιὰ στιγμὴ θαύμασε τὴ βιβλιοθήκη μου, παρ̉ ὅλο ποὺ εἶναι μικρή, ἔχει μόνο 1000 ἢ 1100 τόμους. τοῦ δείχνω τὴ μιὰ ἀπὸ τὶς πέντε ντουλάπες της ποὺ ἔχει τὸ ἕνα πέμπτο τῆς βιβλιοθήκης˙ ‘‘Τὴ βλέπεις αὐτή;’’. ‘‘Ναί’’. ‘‘Εἶναι μόνο Βίβλος˙ Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη’’. ‘‘Τί τὴν κάνεις τόσες φορές;’’. ‘‘Νά˙ εἶναι κείμενο σὲ 10 περίπου διαφορετικὲς ἐκδόσεις˙ ὀρθόδοξες, παπικές, προτεσταντικές. 15 διαφορετικὲς ἀρχαῖες μεταφράσεις˙ νά καὶ ἡ δική σας μετάφρασι. εἶδες ποτὲ τὴ Βίβλο στὰ λατινικά, συριακά, κοπτικά, ἀραβικά, αἰθιοπικά, ἀρμενικά, γοτθικά;’’. ἔβλεπε. ‘‘Νά καὶ ἀρχαῖα χειρόγραφα˙ τὸ μισὸ τῆς ντουλάπας. ποιό χωρίο θέλεις νὰ δῇς σὲ ἀρχαῖο χειρόγραφο;’’. ‘‘Τὸ Λκ 23,43˙ γιὰ νὰ δῶ ποῦ ἔχει τὸ κόμμα’’. τοῦ τὄδειξα λέγοντάς του˙ ‘‘Στ̉ ἀρχαῖα χειρόγραφα δὲν ὑπάρχουν κόμματα καὶ τελεῖες˙ τὰ βάζουμε ἐμεῖς μόνο στὶς τυπογραφικὲς ἐκδόσεις’’. ἔχασκε. ‘‘Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἑρμηνεῖες μὲ πολλὰ λόγια, ὑπομνήματα. αὐτὰ ἑρμηνεῖες ἀρχαίων˙ Ἑλλήνων καὶ Λατίνων˙ καὶ Ἄγγλων, Γάλλων, Γερμανῶν, Ἀμερικανῶν,…’’. κύτταζε σαστισμένος. μοῦ λέει˙ ‘‘Τὰ διαβάζεις, ὅταν σχολᾷς ἀπὸ τὴ δουλειά σου;’’. ‘‘Ὄχι˙ τὰ διαβάζω ὅλη μέρα κάθε μέρα˙ δὲν κάνω τίποτε ἄλλο˙ αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά μου’’. τοῦ ἔδειξα καὶ τὸ ‘‘Λεξικὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης’’ ποὺ ἔγραψα, λέγοντάς του˙ ‘‘Νά κι αὐτὸ τὸ Λεξικὸ ποὺ ἔγραψα ὁ ἴδιος’’. ἔχασκε συνεχῶς. καὶ κάποια στιγμὴ μοῦ λέει˙ ‘‘Ἀρκετὰ εἴδαμε˙ ἐλᾶτε τώρα νὰ μελετήσουμε μαζὶ ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴ Βίβλο˙ θὰ σᾶς βοηθήσω νὰ καταλάβετε πολλὰ ποὺ ἴσως σᾶς ἀπασχολοῦν, καὶ θέλετε ἕναν ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Αἰθίοπας βρῆκε τὸ Φίλιππο, ποὺ τοῦ ἔστειλε ὁ Κύριος, κι ἐκεῖνος τὸν βοήθησε νὰ καταλάβει πολλά!’’. κι ἄρχισε νὰ μοῦ διαβάζῃ διάφορα χωρία τῆς ἐπιλογῆς του, ποὺ τὰ εἶχε ὑπογραμμισμένα, καὶ νὰ μοῦ ἐξηγῇ γεμάτος εὐφορία καὶ γλυκανάλατη καὶ προστατευτικὴ εὐγένεια, γιὰ τὴν ὁποία φαινόταν ὅτι εἶχε ἐκγυμναστῆ ὅπως ἡ μαϊμοῦ ἀπὸ κάποιον γύφτο. τὸν ἄφησα καὶ μοῦ ‘‘ἐξήγησε’’ τρία, κι ἔπειτα τοῦ λέω. ‘‘Δὲν μ̉ ἀπασχολοῦν αὐτά, ἀλλ̉ ἕνα ἄλλο ἐδάφιο μ̉ ἀπασχολεῖ πολύ’’. ‘‘Ποιό;’’. τοῦ δείχνω τὸ Ἰζ 42,1-10, ἕνα ἐδάφιο γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ἐνδιαφέρεται σχεδὸν ποτὲ κανείς, καὶ πολὺ δυσνόητο. δὲν μποροῦσε οὔτε νὰ τὸ διαβάσῃ. ἀντὶ νὰ κελαρίζῃ, ὅπως συνήθως οἱ χιλιασταί, συλλάβιζε σὰν παιδὶ Α’ δημοτικοῦ. ὅταν τὸ τελείωσε, ἦταν ἱδρωμένος. μὲ κυττάζει. τοῦ λέω˙ ‘‘Ἐξήγησέ το μου, σὲ παρακαλῶ’’. μοῦ λέει˙ ‘‘Ὑπάρχουν τόσα ἄλλα ἐδάφια! γιατί ν̉ ἀσχολούμαστε μ̉ αὐτό;’’. ‘‘Ἐγὼ θέλω αὐτό˙ μ̉ ἀπασχολεῖ πολύ’’. ‘‘Μά…’’. τοῦ λέω˙ ‘‘Τί σχολεῖο ἔβγαλες καὶ τί δουλειὰ ἔκανες, προτοῦ νὰ βγῇς στὴν ἱεραποστολή;’’. μοῦ λέει˙ ‘‘Εἶναι τόσο σπουδαῖο νὰ τὸ πῶ;’’. ‘‘Σπουδαιότατο’’. ‘‘Εἶμαι ἀπόφοιτος δημοτικοῦ˙ πολὺ μελετημένος ὅμως’’. ‘‘Τὸ βλέπω˙ δουλειά;’’. ‘‘Ἤμουν κόφτης μαρμάρων˙ τώρα ἀσχολοῦμαι κάθε μέρα μὲ τὸ καλὸ μήνυμα τῆς βασιλείας τοῦ Ἰεχωβᾶ’’. τοῦ λέω˙ ‘‘Μὲ τί βαθμὸ πῆρες τὸ ἀπολυτήριο τοῦ δημοτικοῦ;’’ ‘‘Μὰ τί σημασία ἔχει αὐτό;’’. ‘‘Ἔχει˙ καὶ πολλή’’. ‘‘Ἐν τάξει, μὲ πέντε˙ τότε ὅμως ἤμουν μικρὸ παιδί’’. ‘‘Ὅλοι μικρὰ παιδιὰ ἦταν τότε’’. καὶ τοῦ προσθέτω˙ ‘‘Ἄνοιξε τὴν πόρτα καὶ δίνε του’’. μὲ κύτταζε σαστισμένος. ‘‘Φῦγε’’, τοῦ λέω, ‘‘φῦγε, φθονερὸ καὶ κομπλεξικὸ κατακάθι!’’. δίσταζε˙ τὰ εἶχε χαμένα. ἄνοιξα τὴν πόρτα καὶ τοῦ εἶπα˙ ‘‘Μάζεψέ τα κι ἐξαφανίσου. ἔξω! τώρα ἀμέσως!’’. ἔφυγε μουρμουρίζοντας ‘‘Μὰ δὲν καταλαβαίνω…’’. ‘‘Κι οὔτε θὰ μπορέσῃς ποτέ σου’’, τοῦ εἶπα˙ ‘‘δὲν εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ καταλάβῃ˙ δὲν ἔχεις τόσο μυαλό’’. καὶ τοῦ ἔκλεισα τὴν πόρτα.
         Μιὰ φορὰ σὲ μιὰ χιλιάστρια εἶπα˙ ‘‘Θέλω νὰ μοῦ ἐξηγήσῃς τὸ ἐδάφιο τοῦ Παύλου Α’ Τι 2,11-12˙ ἀπὸ τὴ Βίβλο σου’’. ἀνοίγει καὶ διαβάζει τὴν ξύλινη μετάφρασί τους˙ ‘‘Ἡ γυναίκα ἂς μαθαίνῃ σωπαίνοντας μὲ πλήρη ὑποτακτικότητα. δὲν ἐπιτρέπω σὲ γυναῖκα νὰ διδάσκῃ ἢ νὰ ἀσκῇ ἐξουσία σὲ ἄντρα’’. μὲ κύτταξε. ‘‘Καὶ τώρα’’, τῆς λέω, ‘‘μεταβολὴ καὶ στρίβε˙ μελέτησες τὴ Βίβλο˙ πήγαινε νὰ τὴν ἐφαρμόσῃς’’. ‘‘Μὰ…’’. τῆς ἔκλεισα τὴν πόρτα.
         Κάθε χιλιάστρια, ὅταν κάνῃ ‘‘ἱεραποστολή’’, προσφέρει καὶ τὸ κορμί της. ὄχι πολὺ βέβαια, ὄχι σὰν τὶς πόρνες ποὺ κάνουν πιάτσα, ἀλλὰ λίγο, σὲ ἀδιόρατη δόσι, ὅπως ἕνα μοντέλο φωτογραφίζεται μισοτσίτσιδο ἢ ὁλοτσίτσιδο δίπλα στὸ διαφημιζόμενο αὐτοκίνητο ἢ παγωτὸ ἢ λουκάνικο. τὸ κέντρο τῶν χιλιαστῶν στὴ Νέα Ὑόρκη ἔχει συμβουλευτῆ ἐκείνους τοὺς δασκαλονταβατζῆδες ποὺ λέγονται ἐπικοινωνιολόγοι. κι ἔπειτα ἔδωσε γραμμὴ σ̉ ὅλους τοὺς πράκτορές του ὅλων τῶν χωρῶν. τὸ θηλυκὸ γόητρο (εἶδος σωματεμπορίας, τὸ ἴδιο ἐκεῖνο τῆς διαφημίσεως ἐμπορευμάτων μὲ γυμνὸ γυναικεῖο κορμί) εἶναι πολὺ τραβηχτικὸ καὶ πειστικὸ στὸ συνομιλητή. ἀλλὰ κι ὁ διδάσκαλος - πράκτορας παρορμᾶται πιὸ πολὺ κι ἔχει πιὸ σηκωμένο τὸ ἠθικό του –καὶ τὸ ἀνήθικό του–, ὅταν συνοδεύεται καὶ σεγοντάρεται ἀπὸ μιὰ θηλυκή˙ ἔχει εὐφορία. (ὅπως καὶ τὰ κομματόσκυλα, ποὺ διαδηλώνουν ἢ ἀφισσοκολλοῦν, ἔχουν πιὸ σκληρὰ σηκωμένο τὸ φρόνημά τους, ἂν τὸν κουβᾶ μὲ τὴν κόλλα ἢ τὴ ντουντούκα τους τοὺς τὴν κρατάῃ μιὰ θηλυκή˙ κι αὐτὸ τὸ φροντίζουν τὰ κόμματα μὲ πολλὴ στοργή). γι̉ αὐτὸ καὶ οἱ χιλιασταὶ πᾶνε δυὸ δυό, ἀρσενικὸς καὶ θηλυκή. κι ἂν δὲν εἶναι σύζυγοι, τοὺς εἶναι πιὸ καλά˙ τοὺς σηκώνεται πιὸ πολὺ ὁ ζῆλος ὁ ἱεραποστολικός. ἡ μοιχεία, ἔστω καὶ ἡ πλατωνική, εἶναι πιὸ τραβηχτικὴ ἀπὸ τὸ γάμο κι ἐξασφαλίζει περισσότερη σηκωμάρα τοῦ ἱεραποστολικοῦ φρονήματος καὶ περισσότερη εὐφορία. ἐκπόρνευσι καὶ σωματεμπορία εἶναι ἡ ἱεραποστολή τους προσφερόμενη καὶ στὸν ἀπέναντι καὶ στὸ διπλανὸ καὶ εἰς ἑαυτόν. γιατὶ καὶ ἡ ἴδια ἡ ἐν χρήσει θηλυκὴ ἔχει κι αὐτὴ τὴ λαχταριστὴ εὐκαιρία νὰ κουνήσῃ τὴν οὐρά της εὐχερῶς καὶ εὐχαρίστως σὲ δυὸ ἄντρες μάλιστα καὶ ταυτόχρονα, τόσο στὸν παρτεναίρ της ὅσο καὶ στὸ σαγηνευόμενο προσήλυτο. τὸ σύννεφο τοῦ ἐρωτισμοῦ καὶ τῆς λαγνείας τοὺς τυλίγει ἀδιόρατα καὶ τοὺς τρεῖς, τοὺς ἐμποτίζει ὅπως τὸ σιρόπι τὰ φρυγανισμένα κομμάτια τοῦ μπακλαβᾶ, καὶ τοὺς γλυκαίνει, τοὺς μεθάει, τοὺς πείθει, τοὺς παρορμάει. ἡ ἱεραποστολὴ γίνεται ἐρωτικὸ παιχνίδι. ὁδὸς (=μέθοδος) Βαλαὰμ κατὰ τὸν ἀπόστολο Πέτρο (Β’ Πε 2,15), πλάνη τοῦ Βαλαὰμ κατὰ τὸν ἀπόστολο Ἰούδα (11), διδαχὴ Βαλαὰμ κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη (Ἀπ 2,14), ὃς ἐδίδαξε τὸν Βαλὰκ βαλεῖν σκάνδαλον ἐνώπιον τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ φαγεῖν εἰδωλόθυτα καὶ πορνεῦσαι˙ νικολαϊτισμὸς κατὰ τὸν ἴδιο (Ἀπ 2,6˙ 2,15). δὲν τὰ ἐφεῦραν αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ σημερινοὶ μαστροποὶ τοῦ Χόλλυγουντ, καὶ οἱ διαφημισταὶ καὶ οἱ ἐπικοινωνιολόγοι˙ εἶναι ἐφευρέσεις τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς (Ἀρ 25). ἔχω παρατηρήσει δὲ ὅτι ὅλες οἱ αἱρέσεις ἔχουν μέσα τους νικολαϊτικὸ στοιχεῖο˙ εἶναι ἐμποτισμένες μὲ νικολαϊτικὸ σιρόπι.
         Πολὺ λυπήθηκα πρὸ δεκαετίας περίπου, ὅταν καὶ ἡ ἐκκλησία μας προσκαλοῦσε ἐπὶ χρόνια τὰ παιδιὰ στὸ κατηχητικὸ μὲ μιὰ ἀφίσσα, στὴν ὁποία ἕνα κορίτσι ὡδηγοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι ἕνα ἀγόρι στὸ κατηχητικὸ σχεδὸν τροχάδην, μιὰ πολυμεταχειρισμένη, ὅπως ἔμαθα, σκηνὴ στὰ κινηματογραφικὰ ἔργα, ὅπου ἢ ἐκείνη ἐκεῖνον ἢ ἐκεῖνος ἐκείνη τὴν πιάνῃ ἢ τὴν τραβάει ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τρέχουν, ἐνῷ ἡ φούστα της ἀνεμίζει κι ἀνασηκώνεται, καθὼς τοὺς κυνηγάει ἕνας ἐχθρός, δολοφόνος ἢ λιοντάρι ἢ πυρκαϊὰ ἢ καταρράχτης νεροῦ, καὶ γλυτώνουν ἀντάμα. ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ καὶ ἡ ἐπιχείρησι τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχουν καμμία σχέσι μὲ τὸν ἐρωτισμό. ἡ Χριστιανικὴ πίστι εὐνοεῖ καὶ περιβάλλει μὲ στοργὴ καὶ τὸ γάμο καὶ τὸν ἔρωτα –τὸ γαμικὸ ἔρωτα μόνο βέβαια, καὶ ὄχι κανέναν ἄλλο– καὶ τὸν ἐρωτισμὸ καὶ τὴ λαγνεία, ποὺ ἀποβλέπουν στὸ γάμο βέβαια, καὶ ὄχι σὲ τίποτε ἄλλο˙ τὰ ἔχει ἐμφυτεύσει στὸν ἄνθρωπο αὐτὰ ὁ θεός, ὁ Κύριος τῆς Βίβλου καὶ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως˙ ἀλλ̉ ἡ ἱεραποστολὴ δὲν ἔχει μ̉ αὐτὰ καμμιὰ ἀπολύτως σχέσι˙ ἐννοῶ ὅτι δὲν τὰ ἔχει καθόλου κίνητρά της. ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἄγαμος καὶ γεννημένος ἐκ παρθένου, ἡ γυναίκα στὴν ἱεραποστολὴ χρησιμοποιεῖται ὡς διακόνισσα (=ὑπηρέτρια) μετὰ τὰ 60 της, ἂν εἶναι ἐλεύθερη οἰκογενειακῶν ὑποχρεώσεων καὶ συζυγικῆς μερίμνης κι ἔχει χρηματίσει ἑνὸς μόνον ἀντρὸς γυναίκα, καὶ ἡ ὑπόθεσι τοῦ θεοῦ δὲν ἔχει καμμιὰ ἀπολύτως σχέσι μὲ τὸ σεξουαλικὸ - ἐρωτικὸ θέλημα τῆς σαρκὸς καὶ θέλημα τοῦ ἀνδρός, τὸ ἁγνὸ καὶ τὸ νόμιμο ἐννοῶ μόνο ἀσφαλῶς (Ἰω 1,13). κι αὐτὰ δὲν γράφτηκαν ὡς διακοσμητικὰ τῶν Εὐαγγελίων οὔτε ὡς ῥητορικὲς παρλαπίπες. εἶναι μεγάλα μαθήματα ἀπευθυνόμενα σ̉ ἐμᾶς. κι ἀλίμονο σ̉ ἐκείνους ποὺ δὲν τὰ ξέρουν. κι ὅποιος χρησιμοποιεῖ τὸν ἐρωτισμὸ στὴν ἱεραποστολή, ὅπως χρησιμοποιοῦν οἱ παρθενοσυλλέκτες τὶς τραλαλοῦδες τὶς ἀφι-ερωμένες των, γιὰ νὰ συγκινήσουν τὸν κόσμο, ἐπισύρει ἐπάνω του τὴν ἀηδία καὶ τὴν κατάρα τοῦ θεοῦ.
         Μιὰ φορὰ συζητοῦσαν ἕνας ὀρθόδοξος Χριστιανὸς κι ἕνας χιλιαστής, κι ὁ χιλιαστής, ἀρνούμενος τὴν ἴση θεότητα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ (Φι 2,6), ἔλεγε ὅτι δὲν μπορεῖ ποτὲ ἕνας γιὸς νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν πατέρα του. ζήτησα νὰ παρέμβω, καὶ μοῦ ἐπέτρεψαν. ῥωτάω τὸ χιλιαστή˙ ‘‘Ποιός εἶναι ἀνώτερος; ὁ Ἀβραὰμ ἢ ὁ πατέρας του; ὁ Μωϋσῆς ἢ ὁ πατέρας του; ὁ Δαυῒδ ἢ ὁ πατέρας του; ὁ Ἠλίας ἢ ὁ πατέρας του; ὁ Δανιὴλ ἢ ὁ πατέρας του; ὁ Παῦλος ἢ πατέρας του; ἐσὺ ἢ ὁ πατέρας σου, πού, ὅπως εἶπες προηγουμένως, δὲν ἦταν χιλιαστής;’’. χλώμιασε. δὲν ἦταν χλωμάδα φόβου ἢ πανικοῦ˙ ἦταν ψυχασθενικὴ χλωμάδα κακίας. ἔνιωσα ὅτι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐπιθυμοῦσε μόνο νὰ μὲ σφάξῃ. νὰ τὸ ξέρετε˙ ἔχουν πολλὴ κακία οἱ χιλιασταὶ μέσα τους, κακία ἀνωμάλου καὶ δολοφόνου, κι αὐτὴ ἡ κακία τους, ποὺ ἐπιτείνεται ἀπὸ τὸ ὑποχρεωτικὸ καὶ τανυσμένο χαμόγελό τους τὸ ψεύτικο, φαίνεται καὶ εἶναι ἕτοιμη νὰ ξεσπάσῃ, ὅταν νιώσουν νικημένοι, ὅταν ὁ χιλιαστὴς νιώσῃ ὅτι δὲν εἶναι ὁ ἔξυπνος τῆς σκηνῆς ἐκείνης.
         Οἱ χιλιασταὶ ἔχουν μόνο μία κακοδοξία˙ φθόνο καὶ κόμπλεξ δολοφονικὸ ἐναντίον τῶν μορφωμένων. δὲν τὄχουν αὐτὸ οἱ ἄλλοι αἱρετικοί. χτυπήστε τοὺς χιλιαστὰς ἐκεῖ ποὺ τοὺς πονάει˙ χτυπήστε τους στὴ μειονεκτικὴ ἀλαζονεία τους, στὸ κομπλεξικὸ καὶ φθονερὸ κοκοριλίκι τους. μὴ βεβηλώνετε βιβλικὰ χωρία συζητώντας τα μ̉ αὐτὰ τὰ φθονιάρικα καὶ κομπλεξικὰ ἄτομα. μὴ ῥίχνετε τὰ ἅγια τοῖς κυσὶ καὶ τὰ μαργαριτάρια στὰ γουρούνια (Μθ 7,6˙ Φι 3,2), ποὺ δὲν ἐννοοῦν νὰ καταλάβουν. τί συζήτησι νὰ κάνῃς καὶ τί πειθὼ ν̉ ἀσκήσῃς σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἐπιμένει ὅτι ἡ δευτέρα παρουσία ἔγινε; ἡ ἀποστολή τους εἶναι μία˙ ν̉ ἀποδείξουν ὅτι εἶναι ἐξυπνότεροι καὶ πιὸ μορφωμένοι ἀπ̉ ὁποιονδήποτε συνομιλητή τους˙ ὅτι εἶναι γεννημένοι δάσκαλοι. οἱ ἄνθρωποι πάσχουν. ῥωτήστε τους μόνο ‘‘Τί σχολεῖο ἔβγαλες; γιατί δὲν μπόρεσες νὰ μπῇς στὸ γυμνάσιο; γιατί ἔμεινες τόσο ἀγράμματος; τί δουλειὰ κάνεις ἢ ἔκανες; γιὰ διάβασέ μου ἐδῶ νὰ δῶ πῶς διαβάζεις; (δείξτε τους ἕνα τυχαῖο χωρίο τῆς Βίβλου, ποὺ δὲν εἶναι στὴ λίστα τους ἢ μιὰ γεωγραφία τοῦ παιδιοῦ σας). γιατί δυσκολεύεσαι τόσο στὴν ἀνάγνωσι; γιὰ γράψε σ̉ αὐτὸ τὸ χαρτὶ τὴ λέξι ‘‘λεωφορεῖο’’. γιατί δὲν πᾷς νὰ γιατρέψῃς τὸ τραῦμα τοῦ κόμπλεξ σου; γιατί δὲν μπορεῖς νὰ ἐλέγξῃς τὸ κοκοριλίκι σου; μήπως ἔπινε πολὺ ὁ παπποῦς σου; ἔ ὄχι νὰ μάθω κι ἀπὸ σένα τὸν ἀγράμματο!’’. πονέστε τους. αὐτὸ δὲν τὸ ἀντέχουν. θὰ προτιμοῦσαν νὰ τοὺς δείρετε, γιὰ νὰ τοὺς κάνετε καὶ μάρτυρες˙ παρ̉ ὅλο ποὺ ἡ κακία τους δείχνει ὅτι, ἂν αὐτοὶ πάρουν ἐξουσία, θὰ εἶναι οἱ σαδιστικώτεροι δήμιοι τῶν Χριστιανῶν. μόνο αὐτοὶ καὶ οἱ λεγόμενοι Ἑλληναρᾶδες ἐμφανίζουν αὐτὴ τὴν προοπτική. τὸ φθονερὸ κόμπλεξ τους τοὺς ἄργασε πολύ, τοὺς ἔφτιαξε πολὺ ἄγρια κακία μέσα τους.
         Κι ἂν καμμιὰ φορὰ σᾶς πιάσῃ ὄρεξι νὰ παίξετε μαζί τους ὅπως ὁ γάτος μὲ τὸ ποντίκι, ῥωτήστε τους ἐκεῖνο ποὺ τοὺς ῥωτῶ κι ἐγὼ συνηθέστερα˙ ‘‘Καὶ θὰ ζήσετε 1000 χρόνια στὸν παράδεισό σας; καὶ θἆστε πολὺ εὐτυχισμένοι; καὶ τὴν τελευταία χρονιά; καὶ τὴν τελευταία δεκαετία; καὶ στὰ τελευταῖα 200 χρόνια; ἢ θὰ σᾶς ζώσουν μαῦρα φίδια γιὰ τὸ τέλος ποὺ ἔρχεται; καὶ πῶς θ̉ ἀντέξετε τὴν τελευταία μέρα σας στὸν παράδεισο; δὲν θὰ οὐρλιάζετε ἀπὸ ἀπελπισία κολάσεως καὶ δὲν θὰ βρίζετε τὸν Ἰεχωβᾶ, ἀφοῦ τὴν ἄλλη μέρα θὰ χάσετε τὸν παράδεισο κι ὁ Ἰεχωβᾶ θὰ σᾶς σβήσῃ; θὰ τελειώσῃ ὁ παράδεισός σας μέσα στὴν ἀπελπισία, στὴν κόλασι, καὶ στὴ βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἰεχωβᾶ;’’. οἱ ἀνόητοι εἶναι τόσο χαμηλῆς νοημοσύνης ποὺ δὲν μποροῦν νὰ συλλάβουν ὅτι ζωή, ποὺ δὲν εἶναι αἰώνια, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τελείως εὐτυχισμένη. δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστῆτε τί ἀποτέλεσμα θὰ ἔχετε, ἂν τοὺς ῥωτήσετε τὰ παραπάνω. ῥωτήστε τους μόνο αὐτὰ πρῶτα καὶ τελευταῖα. μὴ βεβηλώνετε τὰ βιβλικὰ χωρία συζητώντας τα μαζί τους.
         Χτυπήστε τὸ φθονερό τους κόμπλεξ, χλευάστε τὴν ἀλαζονικὴ μειονεξία τους, εἰρωνευτῆτε τὴ μαύρη ἐλπίδα τους γιὰ τὸν παράδεισο ποὺ τελειώνει. ὅταν νιώσουν νικημένοι καὶ μὴ ‘‘μορφωμένοι’’, εἶναι ἐπικίνδυνοι. καλὰ εἶναι νὰ μὴν εἶστε μόνος σας. σᾶς προειδοποίησα.
 
 
 

Μελέτες 5 (2008)