Οἱ πεπειραμένοι στὴν παλαιογραφία ξέρουν ὅτι στὰ διασῳζόμενα ἀρχαῖα χειρόγραφα τῶν ἀρχαίων κειμένων ὑπάρχουν λίγες φορὲς χειρόγραφα ἑνὸς μόνο συγγραφέως, λ.χ. Ὁμήρου, Θουκυδίδου, Ἀριστοτέλους, Ἀθανασίου, Χρυσοστόμου, Φωτίου, καὶ κυρίως τῆς Βίβλου. πολλὲς φορὲς ὅμως στὰ χειρόγραφα ὑπάρχουν περισσότεροι ἀπὸ ἕνας συγγραφεῖς ἢ κείμενα, συνηθέστερα μόνο θύραθεν ἢ μόνο χριστιανικά, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ ἀνάμικτα· ἀπὸ 2 μέχρι καὶ πάνω ἀπὸ 100 διαφορετικά.
      Σπανίως ἐμφανίζονται καὶ χειρόγραφα ποὺ ἔχουν κείμενα πολὺ περισσοτέρων συγγραφέων. αὐτὰ δὲν εἶναι ἀνθολογίες ἀποσπασμάτων σὰν τὴν Ἐκλογὴ τοῦ Στοβαίου, νὰ ποῦμε, ἢ τὴ Συναγωγὴ τοῦ Παύλου Εὐεργετινοῦ, ἀλλ᾿ ἀκέραια κείμενα πολλὰ πολλῶν συγγραφέων. εἶναι χειρόγραφα μεγάλα μέχρι περίπου 1000 φύλλων, δηλαδὴ 2000 σελίδων· καὶ λέγονται μὲ δυὸ βυζαντινὲς ὀνομασίες, μία ἑλληνικὴ καὶ μία λατινική, θηκαρᾶς καὶ κουβαρᾶς, παραγόμενες ἀπὸ δυὸ ἀντιστοίχως ῥήματα, τὸ ἑλληνικὸ τίθημι καὶ τὸ λατινικὸ cubo.
      Τίθημι - θήσω - ἔθηκα· παράγωγα ὀνόματα πολλά· γνωστότερα τὰ θέσις θεσμὸς θησαυρὸς θήκη. σύνθετα τοῦ θήκη εἶναι τὰ ἀποθήκη ὑποθήκη διαθήκη παραθήκη παρακαταθήκη βιβλιοθήκη. παράγωγο τοῦ θήκη (= βιβλιοθήκη) τὸ θηκαρᾶς (= χειρόγραφο - βιβλιοθήκη), προσωνύμιο μεγεθυντικό, ὅπως τὰ κεφαλᾶς πλαταρᾶς μπρατσαρᾶς κοιλαρᾶς.
      cubo· παράγωγα ὀνόματα πολλά· cubatio (= κοίμησι), cubitus (= κατάκλισι), cubiculum (= ἀγκώνας, πῆχυς, στήριγμα τοῦ μισοξαπλωμένου), concubina (= συγκοιμωμένη, γκόμενα, παλλακίδα), καὶ στὰ βυζαντινὰ χρόνια τὸ ὑβρίδιο μὲ λατινικὸ κορμὶ κι ἑλληνικὴ οὐρὰ - κατάληξι, cubaras (κουμπαρᾶς, κουβαρᾶς, κουβάρι). τὸ cubo (= κεῖμαι) ὡς ῥίζα στὸ cubaras - κουβαρᾶς ἐννοεῖται ὡς κειμενοθήκη, μεγάλη κειμενοθήκη, θηκαρᾶς.
      Θηκαρᾶς λοιπὸν ἢ Κουβαρᾶς στὰ βυζαντινὰ καὶ μεταβυζαντινὰ χρόνια λεγόταν τὸ χειρόγραφο ποὺ ἦταν «κουμπαρᾶς» ἢ «κουβάρι» ἢ μικρὴ φορητὴ βιβλιοθήκη ἑνὸς μόνον ὀγκώδους τόμου μὲ πάρα πολλὰ καὶ ποικίλα κείμενα. καὶ συνήθως ἔχει γραμμένο στὸ πρῶτο φύλλο του ὡς τίτλο - ὄνομα ΘΗΚΑΡΑΣ ἢ ΚΟΥΒΑΡΑΣ. καὶ εἶναι γνωστοὶ στοὺς ἐπιστήμονες τῆς παλαιογραφίας, ἰδίως στοὺς καταλογογράφους τῶν ἀρχαίων χειρογράφων, αὐτοὶ οἱ ΘηκαρᾶδεςΚουβαρᾶδες. ἕνας τέτοιος μάλιστα τῆς Ἀθωνικῆς Μονῆς Ἰβήρων, ὁ 388, λέγεται ἰδιαιτέρως καὶ Ὠκεανός, ἐπειδὴ εἶναι πάρα πολὺ μεγάλο χειρόγραφο. εἶναι τὸ μεγαλείτερο χειρόγραφο ποὺ ἔχω δῆ.
      Θηκαρᾶδες ἢ μέρη Θηκαράδων εἶναι λ.χ. τὰ χειρόγραφα Πάτμου χκβ΄, χκγ΄, χκδ΄, χλβ΄· Βατοπεδίου 1011· Διονυσίου 266, 442, 451, 482· Δοχειαρίου 219, 226, 237· Ἐσφιγμένου 202, 216, 221· Ἰβήρων 388, 400, 533, 540, 700, 809, 903· Ξηροποτάμου 70· Παντελεήμονος 224, 323, 337, 385· Παντοκράτορος 191, 195· Σιμοπέτρας 83, 121, 153, 158, 159, 161· Φιλοθέου 161. θηκαράδων ὑπάρχουν διάφορες παραλλαγές. συνηθίζεται νὰ λέγωνται Θηκαρᾶδες οἱ λειτουργικὲς ἀνθολογίες, ἐνῷ οἱ ἄλλης φύσεως ἀνθολογίες λέγονται Κουβαρᾶδες.
      Γιὰ πρώτη φορὰ ἐξέδωκε ἐντύπως Θηκαρᾶν ὁ Ἁγιορείτης μοναχὸς Ἀγάπιος Λάνδος στὴ Βενετία τὸ 1643· Βιβλίον καλούμενον ΘΗΚΑΡΑΣ ἐν ᾧ εἰσι γεγραμμένοι ὕμνοι τε καὶ εὐχαί…, Ἐνετίησι ᾳχμγ΄. ἀργότερα ἐκδόθηκαν περίπου 10 θηκαρᾶδες. ἕνας ὄψιμος θηκαρᾶς εἶναι ὁ συντεθειμένος ἀπὸ τὸν Ἀδ. Κοραῆ Συνέκδημος (= μικρὴ ἐπίτομος λειτουργικὴ βιβλιοθήκη ποὺ μπορεῖς νὰ τὴν κουβαλᾷς μαζί σου στὰ ταξίδια σου· ἐννοεῖται ὡς Συνέκδημος Θηκαρᾶς), συντεθειμένος ἀπὸ μέρη διαφόρων λειτουργικῶν βιβλίων· Εὐχολογίου, Ὡρολογίου, Παρακλητικῆς, Τριῳδίου, Πεντηκοσταρίου, Μηναίων, Πασχαλίων πινάκων, κλπ., κι ἐκδεδομένος στὸ Παρίσι τὸ 1831. ἀργότερα ἕνας πιὸ συνοπτικὸς θηκαρᾶς ὠνομάστηκε Σύνοψις. σήμερα ἔχουμε καὶ βιβλία ἐγκόλπια (= τῆς τσέπης)· Κ. Διαθήκη, Λειτουργία, Χαιρετισμοί, Μ. Ἑβδομάς, κλπ.
      Συνήθως στοὺς Θηκαρᾶδες καὶ Κουβαρᾶδες μετὰ τὴν παντοδαπὴ ὕλη τους, οἱ γραφεῖς καὶ οἱ σταχωταὶ (= βιβλιοδέτες) ἀφήνουν στὸ τέλος 5 - 10 λευκὰ φύλλα, γιὰ νὰ σημειώνῃ συμπληρωματικῶς ὁ κτήτωρ τοῦ βιβλίου ὅ,τι θέλει· ἐνθυμήσεις, παροιμίες, αἰνίγματα, καρκίνους, μονοκονδυλιές, κλπ.. σὲ Θηκαρᾶδες καὶ Κουβαρᾶδες βρῆκα διαφόρους μονοκονδυλίας ὅπως τὸν πεντάκτινο ἀστέρα ποὺ εἶναι χαραγμένος καὶ σὲ μαρμάρινα πλακάκια τοῦ Καθολικοῦ τῆς Μεγίστης Λαύρας, διάφορες ἐνθυμήσεις παλιῶν ἐποχῶν, τὸν τροχαϊκὸ τετράμετρο γρῖφο
    εἰ ᾠὰ νησσῶν φιλεῖς / πόσῳ μᾶλλον τὰ χηνῶν
ποὺ σοῦ ἀκούγεται καὶ σὰν τὸ ἀκατανόητο ἰσόμετρο καὶ ὁμόηχο
    Ἰωάννης ὃν φιλεῖς / πόσῳ μᾶλλον ταχινόν,
τὴν παροιμία τοῦ χωριοῦ μου
    Βάλε τὸν κόλο μάγειρα νὰ σοῦ μαγειρέψῃ σκατά,
τὸν καρκίνο ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ, τὸ γλωσσοδέτη Φᾶε, παππᾶ, παχειὰ φακῆ, καὶ τὸν ἄλλο γλωσσοδέτη Ἄσπρη πέτρα ξέξασπρη κι ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ξεξασπρότερη, καὶ διάφορα ἄλλα τέτοια σύμμικτα κι ἑτερόκλυτα. οἱ Θηκαρᾶδες καὶ οἱ Κουβαρᾶδες εἶναι θησαυροὶ παντοδαπῶν θησαυρισμάτων, χρήσιμοι γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου, γιὰ τὴ λαογραφία, καὶ γιὰ τὴ γλωσσολογία. γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ τὴν ἐνθύμησι σὲ κάποιο τέτοιο ἀρχαῖο χειρόγραφο Εἰς τὰ ᾳωκη’ αυγούστου ιγ΄(= 13-8-1828) ἠγόρασα εἰς Βενετίαν ὥραν τοῦ κόλπου, μαθαίνουμε πῶς ἔλεγαν τότε τὸ ῥολόγι τῆς τσέπης, ὥραν τοῦ κόλπου, ποῦ τὸ ἔβαζαν οἱ φουστανελᾶδες καὶ οἱ βρακᾶδες, κι ὅτι τέτοια σπουδαῖα πράγματα τ᾿ ἀγόραζαν στὴ Βενετία, παλιὰ πρωτεύουσα τῆς μισῆς Ἑλλάδος (Κρήτης - Πελοποννήσου - νησιῶν τοῦ Αἰγαίου καὶ τοῦ Ἰονίου). δυὸ χρόνια πιὸ μπροστά, τὸ 1826, στὴν κατεπείγουσα διαθήκη τοῦ βαριὰ τραυματισμένου καὶ ψυχορραγοῦντος Καραϊσκάκη, τὸ ῥολόι τῆς τσέπης λέγεται ὥρα τοῦ κόρφου.
      Ἤδη σὲ μερικὰ ὄψιμα χειρόγραφα τῆς τουρκοκρατίας μεταγενέστερα καὶ τῆς ἐντύπου ἐκδόσεως τοῦ Ἀγαπίου Λάνδου (Ἑνετία 1643), ὁ τίτλος Θηκαρᾶς ἐκλαμβάνεται ἀπὸ ἀγραμμάτους καλογέρους ἀντιγραφεῖς ὡς ὄνομα ἀνθρώπου καὶ μάλιστα καλογέρου καὶ ὁπωσδήποτε ὁσίου. ἔτσι 150 χρόνια μετὰ τὴν ἔκδοσι Θηκαρᾶ ἀπὸ τὸν Ἀγάπιο Λάνδο ὁ Ἁγιορείτης καλόγερος Νικόδημος Καλλιβούρτσης, ὁ πασίγνωστος ἐκδότης τοῦ Πηδαλίου, παραπλανημένος ἀπὸ τέτοια χειρόγραφα, δημοσίευσε πρῶτος αὐτὸς ὅτι ὁ Θηκαρᾶς εἶναι ἄνθρωπος, ὑμνογράφος, μοναχός, καὶ ὅσιος. διότι ὅπως λέμε τὸ Ἱερὸν Εὐαγγέλιον, τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον, ὁ Ἱερὸς Ἀπόστολος, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος, ὁ Ἱερὸς Συνέκδημος, ὁ Ἅγιος Συνέκδημος, ἡ Ἱερὰ Σύνοψις, ἡ Ἁγία Σύνοψις, ἢ καὶ ἡ Ἁγία Ἀνάληψις, ἡ Ἁγία Πεντηκοστή, ἡ Ἁγία Τεσσαρακοστή, ἔτσι λέγονταν καὶ οἱ ἐκφράσεις ὁ Ἱερὸς Θηκαρᾶς, κι ὁ Ἅγιος Θηκαρᾶς. ὅταν ὅμως λέχτηκε σὰν ταυτόσημο κι «αὐτονόητο» συνώνυμο κι ὁ ὅσιος Θηκαρᾶς, θεωρήθηκε τὸ βιβλίο αὐτὸ ἄνθρωπος, καλόγερος, ὑμνογράφος, ὅσιος.
      Σ᾿ αὐτὴ τὴ διολίσθησι γλιστρώντας οἱ καθηγηταὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης Π. Σκαλτσῆς καὶ Σ. Πασχαλίδης ἀνακάλυψαν κι ἐξέδωκαν τὰ λειτουργικὰ κείμενα «τοῦ μοναχοῦ ὁσίου Θηκαρᾶ» (2008) καὶ αὔξησαν τὴν ἑλληνικὴ γραμματεία κατὰ ἕναν ποιητὴ καὶ τὸ ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο κατὰ ἕναν ἅγιο. ὅσο περισσότεροι ὅσιοι, τόσο καλλίτερα. ὅταν κάτι δὲν μᾶς τὸ κάνει ὁ ἕνας, καταφεύγουμε στὸν ἄλλο· γιὰ νὰ μὴ μᾶς παίζουν μονότερμα ἢ μονοπώλιο. μὴν ἀπορήσετε καθόλου, ἂν οἱ δυὸ καθηγηταὶ ἀνακαλύψουν κι ὅτι ὁ ὅσιος Θηκαρᾶς εἶναι καὶ ἰαματικὸς καὶ μυροβλύτης. διότι εἶναι παιδιὰ φιλότιμα καὶ πολὺ θρῆσκα. τοὺς εὔχομαι νὰ καταφέρουν νὰ τὸν «ἁγιοκατατάξουν» κιόλας τὸν «μοναχὸν ὅσιον Θηκαρᾶν» στὴν ἴδια χορεία μὲ τὸν ἅγιον Οἰκουτοῦτον (τοῦ ἁγίου οἴκου τούτου), τὸν ἅγιον Γαργεννήτορα (τοῦ γὰρ γεννήτορος ἡ φωνή), τὴν ἁγίαν Μυσταγωγίαν (τῆς ἁγίας καὶ ἱερᾶς μυσταγωγίας ταύτης), καὶ τὸν ἅγιον Κοῦκον. νὰ σᾶς πῶ τὸ συναξάριο τοῦ τελευταίου, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ τοῦ κάνουν καὶ εἰκόνισμα καὶ ναὸ καὶ λειψανοθήκη καὶ ἀσπάσιμον ἱερὸν κειμήλιον (σκούφια, ζώνη, ἀντερί, παπούτσια, ἐσθῆτα, καλτσοδέτα, ὁσιακὴ βακτηρία, κομποσχοίνι, καντηλάκι μὲ πασαλείψιμο χαριτόβρυτο λαδάκι, καὶ οἷον δή τι ἄλλο φετίχ τε καὶ τοτέμ), καὶ ἡμέρα μνήμης καὶ βίον κι ἀπολυτίκιο κι ἀκολουθία καὶ ὅλα τ᾿ ἀπαραίτητα καὶ ἀσπάσιμα λιλιά τε καὶ συμπράγκαλα, μὲ τὰ ὁποῖα πρέπει δὴ πρέπει νὰ εἶναι ἐξωπλισμένος ἕνας ὑπολογίσιμος δοξολογήσιμος προσκυνήσιμος καὶ πανηγυρίσιμος ἅγιος, ποὺ φιλοδοξεῖ κι εὐελπιστεῖ νὰ ἐμφανιστῇ στὸ festivalissimum διεθνὲς διομολογιακὸ καὶ διαθρησκειακὸ forum ἁγιολατρίας. ἔστι γοῦν τὸ ἱερὸν συναξάριον τοῦ πατρὸς ἡμῶν ἁγίου Κούκου τόδε· «Ὅπως γιὰ τὸν ἀνύπαρκτο χρόνο οἱ Λατῖνοι ἔλεγαν ad Kalendas graecas, καὶ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες λὲν στὶς 32 τοῦ μηνός, μὲ τὴν ἴδια σημασία καὶ στὸ χωριό μου λένε τοῦ ἁγίου Κούκου (ἀκριβέστερα τ᾿ ἁι Κούκου)».

 

Δρ Κωνσταντῖνος Σιαμάκης