Τὸ ἀλφάβητο εἶναι ἡ μεγαλείτερη ἐφεύρεσι τῶν αἰώνων, καὶ εἶναι στὸν κόσμο μόνο ἕνα, ἀλλὰ κάθε ἔθνος, ὅταν τὸ παίρνῃ καὶ τὸ χρησιμοποιῇ γιὰ τὴ γραφικὴ παράστασι τῆς γλώσσης του, τὸ προσαρμόζει στὴ δική του προφορὰ καὶ στὴ δική του γραφικὴ τέχνη. ἄλλο γραφὲς κι ἄλλο ἀλφάβητο. γραφὲς εἶναι ὅλα τὰ γραμματάρια, δηλαδὴ τὰ συστήματα γραφῆς, ποὺ χρησιμοποίησαν κατὰ καιροὺς σχεδὸν ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, τὸ καθένα μᾶλλον ἀπὸ δική του ἐντόπια κι ἀνεξάρτητη ἐπινόησι, ἐνῷ τὸ ἀλφάβητο εἶναι μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ γραμματάρια, ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο καὶ διαδόθηκε σ᾿ ὅλη τὴ γῆ πλὴν ᾿Ινδίας Κίνας καὶ ᾿Ινδοκίνας. τὰ γραμματάρια ὡς πρὸς τὴ γραφική τους παράστασι εἶναι κατὰ χρονικὴ σειρὰ ἐμφανίσεως 1) ζωγραφικά, 2) εἰκονογραφικά, 3) σφηνοειδῆ, καὶ 4) γραμμικά (= ἁπλουστευμένα μὲ ἀφαίρεσι καὶ στυλιζάρισμα σκαριφήματα πρώην εἰκονογραφικά), ἐνῷ ὡς πρὸς τὴ φωνητικὴ ἀξία εἶναι, πάλι κατὰ χρονικὴ σειρά, 1) σκηνογραφικὰ τῆς μιᾶς σκηνῆς, 2) σκηνογραφικὰ πολλῶν διαδοχικῶν σκηνῶν (κώμικς), 3) λεξεογραφικά, καὶ 4) συλλαβογραφικὰ (αὐτὰ τὰ γραμματάρια λέγονται καὶ συλλαβάρια). τὸ ἀλφάβητο ὡς πρὸς τὴ γραφική του παράστασι εἶναι γραμματάριο γραμμικό, ἐνῷ ὡς πρὸς τὴ φωνητική του ἀξία εἶναι τὸ μόνο στὸν κόσμο φθογγικό, τὸ μόνο δηλαδὴ ποὺ παριστάνει φθόγγους. ὁ δὲ φθόγγος εἶναι τὸ μέρος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς ποὺ δὲν ἀναλύεται περαιτέρω. ἡ διήγησι ἀναλύεται σὲ προτάσεις, ἡ πρότασι σὲ λέξεις, ἡ λέξι σὲ συλλαβές, ἡ συλλαβὴ σὲ φθόγγους· ὁ φθόγγος δὲν ἀναλύεται· εἶναι δηλαδὴ τὸ ἀδιάσπαστο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, τὸ ἄτομο· τὸ στοιχεῖο. στὸ ἀλφάβητο ὡς ἐφεύρεσι ἐκεῖνο ποὺ ἔχει τὴν πρώτη καὶ ὑπέρτερη ἀξία εἶναι ἡ σύλληψι τῆς ἐννοίας τοῦ φθόγγου, ἡ μεγαλείτερη σύλληψι τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ γραφικὴ παράστασι, ἤτοι τὸ σκαρίφημα, δηλαδὴ τὸ γράμμα, εἶναι τὸ δευτερεῦον. διότι ὡς γράμμα δηλωτικὸ κάποιου φθόγγου μπορεῖ νὰ ληφθῇ ὁποιαδήποτε γραφικὴ παράστασι, ὅπως καὶ χρησιμοποιήθηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων γιὰ τὰ γράμματα τοῦ μοναδικοῦ ἀλφαβήτου, γιὰ λόγους πάντοτε ἐθνικοῦ ἐγωϊσμοῦ, καὶ εἰκόνες (ἑλληνιστικὴ Αἴγυπτος), καὶ σφῆνες (ἑλληνιστικὴ Φοινίκη), καὶ τελείως διαφορετικὰ γραμμικὰ σκαριφήματα (μεσαιωνικὴ Κορέα). εἶναι δὲ οἱ βασικοὶ φθόγγοι τῶν ἀνθρωπίνων γλωσσῶν 20, 5 φωνήεντα (α ε ι ο υ = ου) καὶ 15 σύμφωνα (κ γ χ τ δ θ π β φ μ ν λ ρ σ ζ). πέραν αὐτῶν ἐμφανίζονται κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους καὶ οἱ παραλλακτικοὶ φθόγγοι (ö ü κλπ.), οἱ δίφθογοι (άι έι όι κλπ.), καὶ οἱ διφθογγίες (ξ ψ z κλπ.) οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι μόνο τεχνάσματα γραφικῆς παραστάσεως (συντομογραφίες, ταχυγραφικὰ - στενογραφικὰ σύμβολα). τὸ ἀρχικὸ ἀλφάβητο ἔχει 22 γράμματα, ἤτοι 19 φθόγγους (τὰ π καὶ φ παριστάνονται μὲ τὸ ἴδιο σκαρίφημα) καὶ 3 διφθογγίες. ἀρχίζει, ὅπως καὶ ὅλες οἱ θυγατρικὲς ἐθνικὲς παραλλαγές του μὲ τὰ γράμματα ἄλφα καὶ βῆτα, καὶ γι᾿ αὐτὸ λέγεται ἀλφάβητον, καὶ διατηρεῖ σ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη καὶ τὴν περαιτέρω σειρὰ τῶν γραμμάτων του περίπου ἴδια.

Λόγῳ τῆς φθογγικῆς φύσεώς του τὸ ἀλφάβητο εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ μὲν ἐφεύρεσι ἀξεπέραστη (δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ γραμματάριο τελειότερο ἀπ᾿ αὐτό), σὲ σχέσι δὲ μὲ ὅλες τὶς ἐφευρέσεις τοῦ ἀνθρώπου ἡ μεγαλείτερη τῶν αἰώνων, ἐκείνη ἡ ὁποία πέρασε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν προϊστορία στὴν ἱστορία, ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὴ μνήμη, κι ἀπὸ τὸν πρωτογονισμὸ στὸν πολιτισμό. δεύτερη ἐφεύρεσι στοὺς αἰῶνες, μετὰ τὸ ἀλφάβητο, εἶναι ἡ τυπογραφία, ἡ ὁποία προκάλεσε σὰν ἁλυσιδωτὴ ἀντίδρασι τὴν ἁλματώδη βιομηχανικὴ πρόοδο τῶν 5 τελευταίων αἰώνων, διότι μὲ τὴν τυπογραφία τὸ βιβλίο ἔγινε πολὺ καὶ φτηνὸ καὶ πανομοιότυπο. καμμία προαλφαβητικὴ γραφὴ δὲν εἶχε τὴν ἐπάρκεια γιὰ νὰ διαιωνίσῃ καὶ νὰ συσσωρεύσῃ τὴν ἀνθρώπινη γνῶσι. αὐτὸ εἶναι προσὸν κι ἐπιτυχία μόνο τοῦ ἀλφαβήτου. γι᾿ αὐτὸ ὅσο πιὸ νωρὶς ἕνα ἔθνος χρησιμοποίησε τὸ ἀλφάβητο, τόσο πιὸ νωρὶς μπῆκε στὴν ἱστορία καὶ στὸν πολιτισμὸ καὶ τόσο ἀρχαιότερα κείμενα ἔχει ποὺ νὰ εἶναι ἀναγνώσιμα ἀπολύτως καὶ ἀκριβῶς.

Τὸ ἀλφάβητο οἱ ῞Ελληνες τὸ πῆραν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες. αὐτὸ τὸ μαρτυροῦν ῥητῶς πρώτη μία ἐπιγραφὴ τῆς Τέω τοῦ 479 π.Χ., δεύτερος ὁ ἐπιφανὴς ποιητὴς Σοφοκλῆς, τρίτος ὁ πατέρας τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας ῾Ηρόδοτος, κι ἔπειτα 30 περίπου ἄλλοι ἀρχαῖοι ῞Ελληνες συγγραφεῖς τῆς κλασσικῆς καὶ τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς. γενικὰ ὅλοι αὐτοὶ οἱ μάρτυρες λὲν τὸ ἀλφάβητο φοινικηῖα (γράμματα)φοινικεῖαφοινικικά· καὶ τὰ τρία ἐπίθετα εἶναι ταυτόσημα. ἡ λέξι ἀλφάβητος μαρτυρεῖται γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Β΄ μ.Χ. αἰῶνα ἀπὸ τὸν ῞Ελληνα ἐπίσκοπο τῆς Λυὼν Εἰρηναῖο (῎Ελεγχ. 1,15,4).

Πρὶν ἀπὸ τοὺς παραπάνω μάρτυρες οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ ῾Ιππῶναξ (550 π.Χ., ᾿Απόσπ. 74) καὶ Πίνδαρος (490 π.Χ., ᾿Απόσπ. 61) ἀναφέρουν τὰ ξενικὰ καὶ ἄκλιτα ὀνόματα γραμμάτων μῦ (=κῦμα) καὶ σὰν (=δόντια, τὸ ἔπειτα ἑλληνιστὶ λεγόμενο σῖγμα = σφύριγμα).

῾Η ἑλληνικὴ ἐπιγραφὴ τῆς Τέω τῆς Μ. ᾿Ασίας λέει γιὰ τὰ φοινικηῖα (= φοινικικὰ) γράμματά της· ῝Ος ἂν τὰς στήλας, ἐν ᾗσιν ἡ παρὴ γέγραπται, ἢ κατάξῃ ἢ φοινικηῖα ἐκκόψῃ ἢ ἀφανέας ποιήσῃ, κῆνον ἀπόλλυσθαι καὶ αὐτὸν καὶ γένος τὸ κήνου (= ῞Οποιος σπάσῃ τὶς στῆλες, στὶς ὁποῖες εἶναι γραμμένη ἡ παροῦσα ἐπιγραφή, ἢ ξύσῃ τὰ φοινικηῖα, ἢ τὶς ἐξαφανίσῃ, ἐκεῖνος νὰ ξεπατωθῇ κι ὁ ἴδιος καὶ τὸ γένος του) (᾿Επιγραφὴ Τέω 3044, στίχ. 35-41 CIG 2,628-9).

῾Ο Σοφοκλῆς στὸ χαμένο δρᾶμα του Ποιμένες, σὲ ἀπόσπασμα ποὺ διέσωσε ὁ ἀρχαῖος λεξικογράφος ῾Ησύχιος στὸ λῆμμα φοινικηῖα, λέει· Φοινικηίοις γράμμασιν (αὐτὸ εἶναι ὅλο τὸ ἀπόσπασμα). ὁ λεξικογράφος ὅμως, ποὺ ἔβλεπε ὅλο τὸ κείμενο τοῦ δράματος, ἐξηγεῖ ὅτι λέει ἔτσι τὰ γράμματα ὁ Σοφοκλῆς, ἐπειδὴ τὰ ἔφερε ἀπὸ τὴ Φοινίκη ὁ Κάδμος. εἶναι δὲ τὸ Κάδμος σημιτικὸ ὄνομα ποὺ σημαίνει «ἱερεύς» (Π. Διαθήκη, Δ΄ Βα 23,7 καδησὶμ) ἢ καὶ «ἱεροβασιλεύς».

῾Ο ῾Ηρόδοτος ἔχει λεπτομερῆ ἐξιστόρησι τοῦ πῶς οἱ ῞Ελληνες πῆραν τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Φοίνικες, ὅταν ἀφηγῆται πῶς ὁ Φοίνικας Κάδμος (=ἱεροβασιλεύς), ἀρχηγὸς Φοινίκων ἀποίκων, ἦρθε μ᾿ αὐτοὺς στὴ Θήβα τῆς Βοιωτίας, τὴν ὁποία ἔκανε ἀποικία. ἀρχαιολογικῶς καὶ ἱστορικῶς μαρτυρεῖται πλουσίως κι ἀποδεικνύεται ὅτι σὲ καιρὸ ποὺ οἱ ῞Ελληνες δὲν ἦταν ἀκόμη ναυτικὴ δύναμι, οἱ Φοίνικες εἶχαν πολλὲς ἀποικίες στὴ στεφάνη τοῦ Αἰγαίου, ὅπως καὶ στὸν παραμεσόγειο δακτύλιο, κυριώτερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ὑπῆρξαν ἡ Μίλητος στὴ Μ. ᾿Ασία, αἱ Θῆβαι στὴ μητροπολιτικὴ ῾Ελλάδα, καὶ ἡ Βύβλος στὸ Παγγαῖο στὶς ἐκβολὲς τοῦ Στρυμόνος ποταμοῦ. λέει λοιπὸν γιὰ τὸ ἀλφάβητο ὁ ῾Ηρόδοτος· «Οἱ δὲ Φοίνικες αὐτοὶ ποὺ ἔφτασαν μαζὶ μὲ τὸν Κάδμο (ἀπὸ τὴ Φοινίκη στὴ Θήβα), ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν οἱ Γεφυραῖοι, ὅταν κατοίκησαν σ᾿ αὐτὴ τὴ χώρα (= τὴ Βοιωτία), εἰσήγαγαν στοὺς ῞Ελληνες καὶ ἄλλα πολλὰ διδασκάλια καὶ κυρίως τὰ γράμματα, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου δὲν ὑπῆρχαν προηγουμένως στοὺς ῞Ελληνες. στὴν ἀρχὴ μὲν τοὺς ἔφεραν αὐτὰ ποὺ χρησιμοποιοῦν ὅλοι οἱ Φοίνικες· ἔπειτα ὅμως, μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, τροποποίησαν καὶ τὴν προφορὰ καὶ τὸ στὺλ τῶν γραμμάτων. τὰ χρόνια ἐκεῖνα γύρω ἀπὸ τοὺς Φοίνικες αὐτοὺς κατοικοῦσαν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ ῎Ιωνες (ἐννοεῖ τῆς ᾿Αττικῆς), οἱ ὁποῖοι διδάχτηκαν καὶ παρέλαβαν τὰ γράμματα ἀπὸ τοὺς Φοίνικες (τῆς Βοιωτίας), ἔπειτα τροποποίησαν μερικὰ ἀπ᾿ αὐτά, καὶ καθὼς τὰ χρησιμοποιοῦσαν, τὰ ὠνόμασαν φοινικηῖα (= φοινικικά), ὅπως ἦταν καὶ τὸ δίκαιο, ἀφοῦ στὴν ῾Ελλάδα τὰ εἰσήγαγαν οἱ Φοίνικες... εἶδα δὲ κι ὁ ἴδιος γράμματα τοῦ Κάδμου στὸ ἱερὸ τοῦ ᾿Απόλλωνος τοῦ ᾿Ισμηνίου στὶς Θῆβες τῶν Βοιωτῶν, γραμμένα πάνω σὲ τρεῖς τρίποδες. μοιάζουν κυρίως μὲ τὰ ἰωνικά» (῾Ηρόδοτος 5,58-59). στὸ ἴδιο κεφάλαιο ὁ ῾Ηρόδοτος ἱστορεῖ πῶς μία ἀπὸ τὶς φυλὲς τῶν Φοινίκων ἀποίκων τῆς Θήβας, ποὺ σιγὰ σιγὰ ἀφωμοιώθηκαν μὲ τοὺς ῞Ελληνες, διεισέδυσε καὶ στὴν ᾿Αθήνα, κι ὅτι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς Φοίνικες τῶν ᾿Αθηνῶν ἦταν οἱ δύο, ῾Αρμόδιος κι ᾿Αριστογείτων, ποὺ σκότωσαν τὸν Πεισιστρατίδη ῞Ιππαρχο, ἀδερφὸ τοῦ τυράννου τῶν ᾿Αθηνῶν ῾Ιππίου, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἀργότερα ὁ Πλάτων, οἱ ῥήτορες, καὶ ἄλλοι ἐξυμνοῦσαν ὡς πατέρες τῆς ᾿Αθηναϊκῆς δημοκρατίας (῾Ηρόδοτος 5,55-57. Πλάτων, Συμπ., 182bc. Αἰσχίνης, Τιμ., 132. Πλούταρχος, ᾿Ερωτ., 24 (770b). ᾿Αθήναιος 13,78,602a). ὁ ῾Ηρόδοτος, ὅπως καὶ σχεδὸν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες, φαίνεται ὅτι δὲν γνωρίζει ὅτι οἱ προϊστορικοὶ ῞Ελληνες καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ ἀλφαβήτου εἶχαν ἄλλα γράμματα. ἀνασκαφικῶς διαπιστώνεται ὅτι εἶχαν κατὰ καιροὺς καὶ κατὰ τόπους τοὐλάχιστο ἑφτὰ γραφὲς ἢ γραμματάρια, ἤτοι μία ζωγραφικὴ σκηνογραφικὴ τῆς μιᾶς σκηνῆς, μία ζωγραφικὴ σκηνογραφικὴ τῶν πολλῶν διαδοχικῶν σκηνῶν, δύο εἰκονογραφικὲς λεξεογραφικές, μία εἰσηγμένη σφηνοειδῆ λεξεογραφικὴ ἢ συλλαβογραφική, καὶ δύο γραμμικὲς συλλαβογραφικές, τὴν Α καὶ τὴ Β, ἢ κρητομινωϊκὴ καὶ μυκηναϊκὴ ἢ ἀχαιική. ἡ τελευταία ἦταν ἡ καλλίτερη καὶ εἶχε 91 γράμματα· ἀλλὰ σὲ σύγκρισι μὲ τὸ ἀλφάβητο ἦταν πολὺ ἀτελὴς καὶ πρωτόγονη καὶ πολὺ ἀνεπαρκὴς γιὰ δημιουργία αἰώνιας γραμματείας.

Οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι ῞Ελληνες μαρτυροῦν ὅλοι περίπου ὅ,τι καὶ ὁ ῾Ηρόδοτος. στὴν κλασσικὴ καὶ στὴν ἀλεξανδρινὴ ἀρχαιότητα δὲν ὑπῆρξε καμμία διαφωνία γιὰ τὸ ὅτι τὸ ἀλφάβητο οἱ ῞Ελληνες τὸ πῆραν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ γράμματα λέγονται φοινικηῖαφοινικεῖαφοινικικά.

Στὴ βυζαντινὴ ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ ΙΒ΄ αἰῶνος Σούμμα (ἢ ΣουΐδαςΣούδα) παραδίδεται γιὰ τὸ ἀλφάβητο καὶ ὁ ὅρος δωρικὰ γράμματα, ποὺ δείχνει ὅτι αὐτὸ τὸ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Φοίνικες κυρίως οἱ Δωριεῖς, ὅταν ἦταν κυρίαρχοι τῆς ῾Ελλάδος. ἦταν δὲ πράγματι οἱ ῞Ελληνες τῆς Βοιωτίας Δωριεῖς. ἀλλὰ καὶ ὅλης σχεδὸν τῆς ῾Ελλάδος ἡγεμόνες ἦταν οἱ ἴδιοι γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν κάθοδό τους. ὁ ὅρος δωρικὰ ἀντιδιαστέλλει τὸ ἀλφάβητο ἀπὸ τ᾿ ἀχαιικά, δηλαδὴ τὴ γραμμικὴ Β, καὶ ἀναφέρεται στοὺς χρῆστες καὶ ὄχι στοὺς ἐφευρέτες ἢ εἰσαγωγεῖς.

Οἱ ἀλεξανδρινοὶ γραμματικοί, θέλοντας νὰ ἐξηγήσουν τὸ περίεργο φαινόμενο, ὅτι στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα τὰ μόνα ὀνόματα ποὺ εἶναι ἄκλιτα, χωρὶς καμμία πτῶσι καὶ ἀριθμό, εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου ἄλφα βῆτα γάμμα δέλτα κλπ., λὲν ὅτι αὐτὸ συμβαίνει, ἔπειδὴ εἶναι ὀνόματα βάρβαρα (=ξενόγλωσσα), διότι τὰ γράμματα εἶναι βαρβάρων εὑρήματα. ὅπως δηλαδὴ εἶναι καὶ σήμερα ἄκλιτα τὰ μὴ ἑλληνικὰ ὀνόματα τρακτὲρ ἀσανσὲρ πορτατὶφ κλισὲ γκισὲ κλπ..

Σὲ ὄψιμα χρόνια, ὅπως εἶναι τὰ ἑλληνορρωμαϊκά, ὅταν δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ ὑπάρχουν πληροφορίες καὶ ντοκουμέντα γιὰ τὴν προέλευσι τοῦ ἀλφαβήτου, ἀλλὰ μόνο ἐξηγήσεις καὶ θεωρίες (ποὺ οἱ συγκεκριμένες φέρουν ἄλλωστε καὶ ἔντονα ἐθνικιστικὸ χαρακτῆρα, κι ὄχι τὸν οὐδέτερο τῶν πληροφοριῶν τοῦ Σοφοκλέους καὶ τοῦ ῾Ηροδότου), διατυπώθηκαν γιὰ τὴν προέλευσί του ἄλλες ἀπόψεις, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι ἀμάρτυρες ἢ μυθικές, ὅπως λ.χ. ὅτι τὰ γράμματά του ὠνομάστηκαν φοινικεῖα πρὸς τιμὴν τῆς πρόωρα πεθαμένης κόρης τοῦ ᾿Ακταίωνος Φοινίκης! (῎Ανδρων, Σκάμων, Μενεκράτης, στὰ Σχόλια τοῦ Διονυσίου Θρᾳκός, 6 GG 184· 192· καὶ στοὺς λεξικογράφους ῾Ησύχιο, Φώτιο, Σούμμα). πάντοτε ἄλλωστε οἱ εἰσηγηταὶ τέτοιων ἀπιθάνων ἀπόψεων, ἀνώνυμοι σχολιασταὶ συνήθως, μπερδεύουν τὸ ἀλφάβητο μὲ τὰ γράμματα. ἄλλο ὅμως εἶναι τὰ γράμματα, ποὺ ὑπῆρχαν καὶ στὴν ῾Ελλάδα καὶ σ᾿ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ ἀλφάβητο, κι ἄλλο τὸ εἰδικὸ γραμματάριο τὸ λεγόμενο ἀλφάβητο, ἐπειδὴ ἔχει τὰ δύο πρῶτα γράμματά του ἄλφα καὶ βῆτα, τὸ ὁποῖο ἐπινοήθηκε σὲ δεδομένο χρόνο καὶ τόπο, καὶ ἦρθε στὴν ῾Ελλάδα σὲ δεδομένο χρόνο ἀπὸ δεδομένο δότη καὶ μὲ δεδομένο κομιστή.

Τὸ ἀλφάβητο ἦρθε στὴν ῾Ελλάδα τὸν ΙΑ΄ π.Χ. αἰῶνα, πιθανῶς ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1080-1050 π.Χ., τὰ δὲ πρῶτα σῳζόμενα κείμενα ποὺ γράφτηκαν κάποτε μ᾿ αὐτὸ εἶναι τὰ ῾Ομηρικὰ Ἔπη. τὸ πρῶτο σῳζόμενο αὐτόγραφο εἶναι ἡ ἀριστερόστροφη ἐπιγραφὴ τοῦ Διπύλου ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ Η΄ αἰῶνος. τὸ ἀλφάβητο ἦρθε ἀριστερόστροφο, κι ἔτσι χρησιμοποιόταν στὴν ῾Ελλάδα ἐπὶ μισὴ χιλιετία, ἐνῷ οἱ ῞Ελληνες τὴν προαλφαβητικὴ γραφή τους τὴν ἔγραφαν δεξιόστροφα. μετὰ μισὴ χιλιετία γύρισαν καὶ τὸ ἀλφάβητο δεξιόστροφο, ἀφοῦ δοκίμασαν μόνο γιὰ μισὸ αἰῶνα τὴ βουστροφηδὸν γραφὴ (μία σειρὰ ἀριστερόστροφη μία δεξιόστροφη). καὶ τὸ πῆραν καὶ τὸ εἶχαν ἐπὶ μισὴ χιλιετία οἱ δεξιόστροφοι ῞Ελληνες τὸ ἀλφάβητο ἀριστερόστροφο, ἐπειδὴ τέτοιο τὸ εἶχαν οἱ δότες ἀπὸ κατασκευῆς του. κατὰ τὴν ἴδια μισὴ χιλιετία οἱ ῞Ελληνες εἶχαν ἐπίσης τὸ ἀλφάβητο μὲ 22 γράμματα, μὲ ὅσα τὸ εἶχαν ὁ ἐφευρέτης καὶ ὁ κομιστής, ἀλλὰ μετὰ τὴ μισὴ χιλιετία ἄρχισαν νὰ τὸ προσαρμόζουν στὴ γλῶσσα τους καλλίτερα προσθαφαιρώντας γράμματα. μέσα σὲ 2 αἰῶνες (F΄-E΄) ἀφῄρεσαν ἐν τέλει 3 γράμματα (F  ), πρόσθεσαν 4 (ΦΧΨΩ), καὶ ἕνα, τὸ Η, ποὺ τὸ πῆραν ὡς σύμφωνο (h), τὸ ἔκοψαν κατακόρυφα μισὸ  γιὰ τὸ σύμφωνο ῾ (=δασεῖα), ἐνῷ ὁλόκληρο Η τὸ χρησιμοποίησαν γιὰ τὸ μακρὸ φωνῆεν Ε· διότι τὸ ἧτα εἶναι μακρὸ ἔψιλον. δὲν ἀληθεύει ἡ ἀμάρτυρη καὶ ἀστήρικτη θεωρία, ὅτι τὰ Α Ε Ι Ο Υ ἦταν στὸ δότη καὶ κομιστὴ σύμφωνα, καὶ οἱ ῞Ελληνες τὰ ἔκαναν φωνήεντα. τὰ εἶχαν κι ἐκεῖνοι ὡς φωνήεντα. αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ ῞Ελληνες μόνο γιὰ τὸ Η μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἶπα παραπάνω. ἀπὸ τὴν προαλφαβητικὴ δική τους γραφή, τὴν ἀχαιικὴ ἢ μυκηναϊκὴ λεγομένη ἢ γραμμικὴ Β, οἱ ῞Ελληνες κράτησαν καὶ πρόσθεσαν στὸ ἀλφάβητο μόνο ἕνα γράμμα, τὸ Ψ, τὸ ὁποῖο σ᾿ ἐκείνη ἦταν ἡ συλλαβὴ ι, ἀλλὰ στὸ ἀλφάβητο χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴ συμφωνικὴ διφθογγία ψ (=πσ). ἐπίσης οἱ ῞Ελληνες χρησιμοποίησαν τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου ὡς ἀριθμούς, κι αὐτὸ εἶναι δική τους ἐπινόησι. ἤδη στὰ προκλασσικὰ χρόνια ἔκαναν δυὸ ἀλφαβητικὰ ἀριθμητάρια, ἕνα ἀκροφωνικό (Π = 5, Δ = 10, Η = 100 (hεκατόν), Χ = 1000, Μ = 10.000 = μύρια), κι ἕνα τακτικό (Α = 1, Β = 2, Γ = 3, Δ = 4, Ε = 5, κλπ.)· πολὺ ἀργότερα ἔκαναν καὶ τὸ σημερινὸ ἀριθμητάριο, ποὺ εἶναι πάλι ἀλφαβητικό. τὸ πῆραν δὲ οἱ ῞Ελληνες τὸ ἀλφάβητο σὲ πολλοὺς ταυτόχρονα τόπους, σὲ κάθε τόπο τῆς στεφάνης τοῦ Αἰγαίου ὅπου γειτνίαζαν μὲ φοινικικὲς ἀποικίες, κυριώτερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἦταν ἡ Μίλητος, αἱ Θῆβαι, καὶ ἡ Βύβλος τοῦ Παγγαίου. πρὶν ἀπὸ τὸ 500 π.Χ. προέκυψε ἡ σημερινὴ παραλλαγὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ποὺ χρησιμοποιοῦμε σήμερα, αὐτὴ μὲ τὰ 24 γράμματα, ποὺ εἶναι σαμιακή, κι αὐτὴ ἐπιβλήθηκε σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ῾Ελλάδα ἀπὸ τὸ Μ. ᾿Αλέξανδρο (336-323 π.Χ.). τὸν Η΄ π.Χ. αἰῶνα οἱ ῞Ελληνες τῶν ἀποικιῶν τῆς ᾿Ιταλίας μετέδωσαν τὸ ἀλφάβητο καὶ στοὺς Λατίνους. ἀκριβέστερα τοὺς μετέδωσαν τὴν παραλλαγὴ τῆς Κύμης μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ δισκελὲς R. ἡ ἀρχαιότερη λατινικὴ ἐπιγραφὴ εἶναι περίπου τοῦ 700 π.Χ., λίγο νεώτερη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότερη ἑλληνική.

Ποιός ὅμως εἶναι ὁ ἐφευρέτης τοῦ ἀλφαβήτου; ἀποκλείεται νὰ ἦταν οἱ Φοίνικες, διότι ἦταν ἕνας λαὸς ποὺ δὲν ἀνέπτυξε ποτὲ γραμματεία. ὅλες οἱ σῳζόμενες φοινικικὲς ἐπιγραφές, σχεδὸν πάντα ἐπιγραφὲς τάφων, δὲν συμπληρώνουν περισσότερες ἀπὸ 20 σελίδες, σύγγραμμα δὲ ἢ ποίημά τους δὲν παραδόθηκε κανένα. δὲν ἦταν λαὸς ποὺ εἶχαν μιὰ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη γιὰ ἔκφρασι, ἡ ὁποία θὰ τοὺς ὠθοῦσε στὴν ἐπινόησι τῆς τελειότερης γραφῆς τοῦ κόσμου καὶ τῶν αἰώνων, ὅπως εἶναι τὸ ἀλφάβητο. οἱ ναυτικοὶ καὶ ἔμποροι καὶ κατὰ καιροὺς θαλασσοκράτορες Φοίνικες (ὅταν δὲν ἦταν τέτοιοι οἱ ῞Ελληνες καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι) ἦταν μόνο κομισταὶ τοῦ ἀλφαβήτου στὴν ῾Ελλάδα. οἱ ἴδιοι τὸ πῆραν ἀπὸ ἄλλο λαὸ γειτονικό τους, καὶ ὁπωσδήποτε σημιτικό, διότι τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων εἶναι σημιτικά. καὶ τὸ χρησιμοποιοῦσαν μόνο στὸ σέκρετο, δηλαδὴ στὶς κρατικὲς καὶ ἱερατικὲς κι ἐμπορικὲς ὑπηρεσίες, ὄχι ποτὲ σὲ ἐπιστήμη ἢ λογοτεχνία. (ἀνέκαθεν καὶ μέχρι σήμερα τὰ γράμματα χρησιμοποιοῦνται σὲ τέσσερες τομεῖς, σέκρετο ἐπιστήμη λογοτεχνία δημοσιογραφία.)

῾Ο μόνος λαὸς τῆς περιοχῆς τῶν Φοινίκων, ποὺ ἀνέπτυξε στὴν ἀρχαιότητα σπουδαία γραμματεία, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἀρχαιότερη ἀπὸ τὴν ἑλληνική, καὶ γενικῶς ἡ ἀρχαιότερη γραμματεία τῆς γῆς, μὲ δεύτερη τὴν ἑλληνική, εἶναι ὁ ἀρχαῖος ᾿Ισραήλ. ὅλος ὁ σημιτικὸς καὶ χαμιτικὸς περίγυρος τοῦ ᾿Ισραὴλ ὑπῆρξαν λαοὶ χωρὶς καμμία γραμματεία. σ᾿ αὐτὸ τὸν περίγυρό τους ἀνήκουν καὶ οἱ Χαμῖτες Φοίνικες. ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διαπίστωσι αὐτή, γιὰ τὴν ἐφεύρεσι τοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους ᾿Ισραηλῖτες ὑπάρχουν καὶ πολλὰ ἄλλα ἰσχυρὰ τεκμήρια, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι τὰ ἀκόλουθα.

Τὸ φθογγικὸ καὶ γραμμικὸ ἀλφάβητο εἶναι ἀκροφωνικό. τὰ ἀρχικὰ γράμματά του, ποὺ ἀνευρίσκονται ἀνεξέλικτα ἀκόμη στὶς πανάρχαιες ἑβραϊκὲς κι ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, εἶναι ἀφῃρημένα καὶ στυλιζαρισμένα εἰκονίδια, καὶ τὰ ὀνόματά τους εἶναι λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο γράμμα καὶ δηλώνουν τὸ ζῷο ἢ τὸ ἀντικείμενο ποὺ εἰκονίζει αὐτό. εἶναι δὲ ὅλα ἀνεξαιρέτως ἑβραϊκὰ ὀνόματα ποὺ ἀνευρίσκονται στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέχρι καὶ 1400 φορὲς τὸ καθένα. καὶ εἶναι τὰ ἑξῆς: Α ἄλπα = βοῦς (Ψα 143,14· παίρνω τὴν ἑλληνικὴ μετάφρασι τῶν ὀνομάτων ἀπὸ τὴ μετάφρασι τῶν ῾Εβδομήκοντα)· Β βῆτ = οἶκος (Γε 28,19)· Γ γάμελ = κάμηλος (Γε 12,16)· Δ δέλτ = θύρα (Γε 19,9)· Ε ἔα῾ = ἐσχάρα (᾿Ιε 43,22)· Υ (= F) ὐαῦ = ἀγκύλη (= θηλυκὸς γάντζος, ῎Εξ 37,15)· Ζ ζυὶτ = φιάλη (= κύλιξ, Ζα 9,15)· Η ἧτς = τοῖχος (=φραγμός, κάγκελλο, ᾿Ιζ 13,10)· Θ θῆτ = νῆμα (= κουβάρι, ῎Εξ 35,25)· Ι ἰῶδ = χείρ (Γε 3,22)· Κ κὰπ = κλάδοι (᾿Ησ 55,12)· Λ λάμδα = ἀροτρόπους (= ἀλετρόχειρο, Κρ 3,31)· Μ μὶμ = ὕδωρ (= κυματισμένη ἐπιφάνεια νεροῦ, Γε 1,2)· Ν νῦ῾ = ἀνάπαυσις (= σαὶζ λόγκ, ᾿Ησ 23,12)· Ξ ξάμεκ = ἀντιστήριγμα (᾿Ιζ 30,6)· Ο ὄιν = ὀφθαλμός (Γε 3,5·16,7)· Π πᾶε = λοιπὸν θερισμοῦ (= γωνία, Λε 23,22)·  τσάδε = πλευραί (= παΐδια, ᾿Αρ 33,55)·  (= Q) κῦπ = λίθος τορευτὸς (= ξιφολαβή, Γ΄ Βα 10,22)· Ρ ρᾶς = κεφαλή (Γε 3,15)· Σ σὰν = ὀδόντες (Γε 49,12)· Τ ταῦ = σημεῖον (= τσεκάρισμα = +, ᾿Ιζ 9,4). δὲν δίνω ἐδῶ ἐξηγήσεις γιὰ τὴ γραφικὴ ἐξέλιξι ὅλων τῶν σκαριφημάτων καὶ γιὰ τὴ σημασιολογικὴ ἐξέλιξι ὅλων τῶν ὀνομάτων, οἱ ὁποῖες ἐξελίξεις καὶ τ᾿ ἀπομάκρυναν κάπως ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ εἰκόνα καὶ σημασία τοῦ ὀνόματος, ὁπότε μόνο μὲ σχετικὸ σχολιασμὸ γίνονται κατανοητά. ἀναφέρω μόνο δύο παραδείγματα. τὸ Α (= βοῦς) ἀνευρίσκεται ἀρχικὰ ὡς  . τὸ τρίγωνο εἶναι ἡ κεφαλὴ τοῦ βοδιοῦ, οἱ πάνω γραμμὲς τὰ κέρατα, καὶ οἱ κάτω τ᾿ αὐτιά· τὸ Θ (=κουβάρι) ἀνευρίσκεται ἀρχικὰ ὡς   καὶ στὸ βιβλικὸ κείμενο ἀπαντᾶται ὡς χρόνος τοῦ νήθω, ῥήματος ποὺ ἔχει παθητικὸ ῥηματικὸ οὐσιαστικὸ τὸ ὄνομα νῆμα. σὲ καμμιὰ ἄλλη γλῶσσα τῶν παραμεσογείων λαῶν, ἢ καὶ ὅλης τῆς γῆς, δὲν ὑπάρχει αὐτὸ τὸ πολλαπλὸ καὶ ἀκαταμάχητο ντοκουμέντο.

Τὰ ζῷα ἐργαλεῖα σκεύη ἀντικείμενα καὶ λοιπὰ πράγματα ποὺ δηλώνουν τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου εἶναι μόνο στεριανά· οὐδέποτε εἶναι θαλασσινά, ναυτικά, ἁλιευτικά. οἱ Φοίνικες ἦταν λαὸς κατ᾿ ἐξοχὴν ναυτικός. κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς περιοχῆς, μέχρι καὶ τοὺς ῞Ελληνες, μόνον ὁ ᾿Ισραήλ, ἀκόμη καὶ κατὰ τὸν καιρὸ ποὺ ἦταν ἡ μεγάλη αὐτοκρατορία τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου, δὲν εἶχε καμμία σχέσι μὲ τὴ θάλασσα. χρησιμοποιοῦσαν γιὰ τὶς θαλάσσιες μεταφορές των τὸ ναυτικὸ τῶν πάντοτε φίλων τους Φοινίκων, ὅπως μαρτυρεῖται σαφῶς καὶ κατ᾿ ἐπανάληψι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.

᾿Αριστερόστροφα ἔγραφαν βέβαια, ὅπως μέχρι καὶ σήμερα, ὅλοι οἱ Σημῖτες καὶ Χαμῖτες, κι αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι χρησιμοποιοῦσαν γιὰ γραφίδα μελάνης τὸν σχοῖνον (= πινελάκι), ποὺ ἦταν μαλακὸς καὶ λυγιζόμενος, ὁπότε ὁ γραφεὺς βολευόταν νὰ γράφῃ ὄχι ἐκτείνοντας τὸ δεξιὸ χέρι πρὸς τὴν ἔκτασι, δηλαδὴ πρὸς τὰ δεξιά, ἀλλὰ μαζεύοντάς το πρὸς τὴν πρόπτυξι, δηλαδὴ πρὸς τ᾿ ἀριστερά, ἐνῷ οἱ ῞Ελληνες καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι, ποὺ ἔγραφαν ἀντιστοίχως μὲ σκληρὸ κι ἀλύγιστο κάλαμον καὶ σκληρὴ κι ἀλύγιστη penna (= πέννα = φτερό), ἔγραφαν ἀνέκαθεν δεξιόστροφα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μισὴ χιλιετία (1100-500 π.Χ.) ποὺ ἦταν πρόσφατοι παραλῆπτες τοῦ σημιτικοῦ ἀριστερόστροφου ἀλφαβήτου, κι ἔγραφαν κι αὐτοὶ ἀριστερόστροφα, μέχρι ποὺ ἡ σκληρὴ γραφίδα τους τοὺς ἀνάγκασε νὰ ξαναγυρίσουν δεξιόστροφα.

Δὲν ἀληθεύει ὅτι οἱ ᾿Ισραηλῖτες δὲν εἶχαν στὸ ἀλφάβητο φωνήεντα κι ὅτι τὰ γράμματα A E Y I O παρίσταναν σ᾿ αὐτοὺς σύμφωνα (καὶ ποιά σύμφωνα ἀλήθεια;). ὑπάρχουν βιβλικὲς ἑβραϊκὲς λέξεις ἠχοποίητες, ποὺ περιέχουν τὸ ἕκτο γράμμα Υ (ἢ ἀργότερα καὶ F), δηλαδὴ τὸ φθόγγο ου = u, γιὰ νὰ δηλώσουν ἀκριβῶς τὸν ἦχο ου. τὸ πτηνὸ ποὺ φωνάζει τοὺρ τοὺρ τροὺ τροὺ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς λέγεται ἑλληνιστὶ τρυγών, λατινιστὶ turtur, νεοελληνιστὶ τρυγόνατουρτούρα, ἀγγλιστὶ turtle, γαλλιστὶ turterelle, καὶ γερμανιστὶ turteltaube, πάντοτε ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του, στὴ βιβλικὴ ἑβραϊκὴ λέγεται καὶ γράφεται τυρ (῏Ασ 2,12). ἐπίσης στὴ βιβλικὴ ἑβραϊκὴ ἡ γροθιά, ποὺ ὅταν χτυπάῃ, κάνει γκντούπ, λέγεται καὶ γράφεται γδυπ (Σφν 2,8 κονδυλισμὸς = γροθιά).

Οἱ ἀλφαβητικὲς ἀκροστιχίδες σὲ ποιήματα ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν παγκόσμια γραμματεία σὲ ποιήματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ψαλμοὶ 110, 118, 144· Παροιμιῶν τέλος· Θρῆνοι ), ἤδη ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Σολομῶντος (ΙΑ΄- Ι΄ π.Χ. αἰῶνες), δεύτερη δὲ φορὰ σὲ ῞Ελληνες ποιητὰς γύρω στὸ 500 π.Χ. (᾿Επίχαρμος).

Οἱ μουσικὲς νότες, ποὺ ἀρχικὰ ἦταν γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου γραφόμενα πάνω ἀπὸ τοὺς στίχους, ἐπινοήθηκαν ἀπὸ τὸ Δαυδ τὸν ΙΑ΄ π.Χ. αἰῶνα ( Α΄ Πα 15,27-28 φωνὴ σωφὲρ = μέλος γραπτό). στὴν ῾Ελλάδα εἰσήχθησαν μέσῳ Λυδῶν τὸν Ζ΄ π.Χ. αἰῶνα ἀπὸ τὸ λυρικὸ ποιητὴ Τέρπανδρο τὸ Λέσβιο (᾿Απόσπ. 4 Crusius. Στράβων 13,2,4. Κλεωνίδης, 12), κι ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται ἡ ἑλληνικὴ λυρικὴ ποίησι.

Τὰ στενογραφικὰ σύμβολα, ποὺ καθ᾿ ὅλη τὴν ἀρχαιότητα ἦταν γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, ἐπινοήθηκαν ἀπὸ ᾿Ισραηλῖτες στὰ χρόνια τοῦ Δαυδ (Ψα 44,1-2), ἐνῷ στὴν ῾Ελλάδα εἰσήχθησαν τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα μὲ τὶς μακεδονικὲς κατακτήσεις (᾿Επιγραφὴ ἀκροπόλεως ᾿Αθηνῶν 4.321 IG 2,5,290-1), στοὺς δὲ ῾Ρωμαίους τὸν Α΄ π.Χ. αἰῶνα ἀπὸ ἕναν ῞Ελληνα μορφωμένο δοῦλο τοῦ Κικέρωνος καὶ στενογράφο του (Πλούταρχος, Κάτ. νεώτ. 23,3-4. Asconius, Orat. Cicer. enarr., 36).

᾿Ισραηλιτικὴ ἑβραιόγλωσση εἶναι ἡ ἀρχαιότερη ἀλφαβητικὴ ἐπιγραφή, τὸ ᾿Αγροτικὸ ἡμερολόγιο τῆς Γαζὲρ τοῦ ΙΑ΄ π.Χ. αἰῶνος, μωαβιτικὴ ἡ δεύτερη, ἡ Στήλη τοῦ Μωσά (Ι΄ π.Χ. αἰ.), φοινικικὴ ἡ τρίτη, ἡ Στήλη τοῦ χιρὰμ (=βασιλέως) τῆς Βύβλου (Ι΄ π.Χ. αἰ.), ἑλληνικὴ ἡ τέταρτη, ἡ ᾿Επιγραφὴ τῆς οἰνοχόης τοῦ Διπύλου (Η΄ π.Χ. αἰ.) καὶ λατινικὴ ἡ πέμπτη, ἡ ᾿Επιγραφὴ τῆς χρυσῆς περόνης τοῦ Πραινέστου (700 π.Χ.). ἐννοεῖται ὅτι τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἔθνη αὐτὰ ἔχει καὶ πολλὲς δεύτερες χρονικῶς ἀμέσως μετὰ τὴν πρώτη του ἐπιγραφές, τὶς ὁποῖες δὲν ἀναφέρω. κι ἀπὸ τὰ παραπάνω ἔθνη, καθὼς κι ἀπ᾿ ὅλα τὰ τῆς Μεσογείου, ἀλλὰ καὶ τῆς γῆς, πρὸ τοῦ μεγάλου ᾿Αλεξάνδρου, δύο μόνο ἔθνη χρησιμοποίησαν τὸ ἀλφάβητο γιὰ συγγράμματα καὶ ποιήματα, πρῶτοι οἱ ᾿Ισραηλῖτες, καὶ μετὰ 5 ἢ 6 αἰῶνες δεύτεροι οἱ ῞Ελληνες· καὶ μετὰ τὸν ᾿Αλέξανδρο, ἤτοι 12 αἰῶνες μετὰ τοὺς ᾿Ισραηλῖτες καὶ 6 ἢ 7 αἰῶνες μετὰ τοὺς ῞Ελληνες, τρίτοι οἱ ῾Ρωμαῖοι. ὅλες οἱ ἄλλες ἀλφαβητικὲς γραμματεῖες τῆς γῆς εἶναι τῶν μετὰ τὸ Χριστὸ χρόνων.

Οἱ ἀρχαῖοι ῞Ελληνες, ποὺ μέχρι τὸ μέγα ᾿Αλέξανδρο νόμιζαν ὅτι τὸ ἀλφάβητο τὸ ἐφεῦραν οἱ Φοίνικες ποὺ τοὺς τὸ ἔδωσαν, μετὰ τὶς μακεδονικὲς κατακτήσεις ἐρεύνησαν καὶ διευκρίνησαν πλέον ποιοί ἀκριβῶς ἦταν οἱ βάρβαροι ποὺ τὸ ἐφεῦραν. γι᾿ αὐτὸ καὶ μαρτυροῦν πλέον ὅτι τὸ ἐφεῦραν οἱ ῾Εβραῖοι. τοὺς ῾Εβραίους οἱ ἀρχαῖοι γενικῶς τοὺς λὲν ἄλλοτε ἔτσι ῾Εβραίους (Παυσανίας 8,16,5. Σχολιαστὴς Διονυσίου Θρᾳκός, 6 GG 320) ἢ ᾿Ιουδαίους (Μεγασθένης, ᾿Ινδικά, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 8,6,5), κι ἄλλοτε Σύρους (῾Ηρόδοτος 1,105,1·2·3· 2,104,2· 2,106,1. Μεγασθένης, ἔνθ᾿ ἀνωτ.. Κλέαρχος, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 9,5,6. Μανέθων, στὸν ᾿Ιώσηπο, ᾿Απ. 1,266. Χαιρήμων, Αὐτ. 1,292). διότι οἱ ῾Εβραῖοι εἶναι ἕνας κλῶνος τῶν Σύρων, καὶ Σύρους τοὺς ἔλεγαν πολλὲς φορὲς ὄχι μόνο οἱ ἄλλοι ἀρχαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ῾Εβραῖοι συγγραφεῖς (᾿Ιουδαϊκὸς ἑλληνόγλωσσος πάπυρος 126. ᾿Αριστέας, 11. Β΄ Μακκαβαίων 15,36. Καινὴ Διαθήκη, Μθ 4,24· Λκ 2,2. ᾿Ιώσηπος, ᾿Απ. 1,251· 276). μερικὲς φορὲς δὲ τοὺς λὲν καὶ Φοίνικες τῶν Σολύμων (=᾿Ιεροσολύμων) (Χοιρίλος καὶ Νουμήνιος, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 9,9,1. Διονύσιος Περιηγ., 910, καὶ ὁ σχολιαστής του Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης). Στέφανος Βυζ., λ. ᾿Ιόππη), ἢ ᾿Ασσυρίους (Στέφανος Βυζ.), ἢ καὶ Χαλδαίους (Φίλων, Βίος Μωϋσ. 2,26· 31· 38· 40). εἰδικὰ λοιπὸν γιὰ τὸ ὅτι τὸ ἀλφάβητο τὸ ἐφεῦραν οἱ ῾Εβραῖοι τὸ ἀναφέρουν ὡς πληροφορία ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὶς ἔρευνές των ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (5,74,1· ἀναφέρει τὴν πληροφορία σὰν ξένη καὶ ὄχι δική του), ὁ Πλίνιος (7,192), ὁ Κλήμης ᾿Αλεξανδρεύς (Στρ. 1,16,75,1), ὁ ἀνώνυμος σχολιαστὴς τοῦ ἀλεξανδρινοῦ γραμματικοῦ Διονυσίου Θρᾳκός (6 GG 320), κι ἀργότερα ὁ Βυζαντινὸς χρονογράφος ᾿Ιωάννης Μαλάλας (Χρον., 2 CSHB, σ. 34). ὁ δὲ ᾿Ισίδωρος ῾Ισπάλεως λέει, ὄχι σὰν ἱστορικὴ πληροφορία ἀλλὰ μόνο σὰν ἐκτίμησί του, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴ σύγκρισι τῶν γραμμάτων, ὅτι Τὰ λατινικὰ καὶ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα φαίνονται νὰ προέρχωνται ἀπὸ τὰ ἑβραϊκὰ (Etym. 1,3,4-5). ἀλλὰ πρὶν ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τὸ μαρτυρεῖ ὡς ἐθνική του παράδοσι ὁ ἑλληνόγλωσσος ῾Εβραῖος Εὐπόλεμος (᾿Απόσπ. στὸν Κλήμεντα ᾿Αλ., Στρ. 1,23,153,4). αὐτὴ ἡ ἐθνικὴ παράδοσι τῶν ῾Εβραίων διασῴζεται καὶ στὰ μετὰ Χριστὸν χρόνια, στὸ ταλμουδικὸ ἑβραϊκὸ βιβλίο ᾿Εσχάτη πύλη (88b).

῞Ολα τὰ ντοκουμέντα μαρτυροῦν ῥητῶς ἢ δείχνουν ἀρχαιολογικῶς ὅτι τὸ ἀλφάβητο εἶναι ἐφεύρεσι ἰσραηλιτική. γιὰ κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τεκμήριο ὅτι εἶναι δική του ἐφεύρεσι. καὶ δὲν ὑπάρχει στὴν παγκόσμια ἱστορία κανένα πρᾶγμα ποὺ νὰ μαρτυρῆται μὲ τόσα καὶ τόσο ἱσχυρὰ τεκμήρια, ὅσα μαρτυροῦν γιὰ τὴν ἰσραηλιτικὴ προέλευσι τοῦ ἀλφαβήτου.

᾿Απὸ τοὺς παραπάνω ἀρχαίους συγγραφεῖς ὁ ῾Εβραῖος Εὐπόλεμος ὁ ῞Ελληνας Κλήμης ᾿Αλεξανδρεὺς κι ὁ Λατῖνος ᾿Ισίδωρος ῾Ισπάλεως (στὶς προεκτεθειμένες παραπομπές των) παραδίδουν καὶ ἀναμεταδίδουν ἐπὶ πλέον λεπτομερέστερα τὴν πληροφορία, ὅτι ὁ ᾿Ισραηλίτης ποὺ ἐφεῦρε τὸ ἀλφάβητο εἶναι ὁ Μωϋσῆς. ὁ δὲ ἐπιπόλαιος ᾿Αρτάπανος, ποὺ ἔχει τὴν παράδοσι παρεφθαρμένη, λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς, ποὺ εἶναι ὁ Μουσαῖος τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας, ὅταν ἦταν στὴν Αἴγυπτο, ἐφεῦρε τὰ αἰγυπτιακὰ ἱερὰ γράμματα! (᾿Αρτάπανος, στὸν Εὐσέβιο, Εὐ. πρ. 9,27,3-4). ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἐφεῦρε τὸ ἀλφάβητο φαίνεται κι ἀπὸ τὰ πράγματα. τὸ ἀλφάβητο στὰ χρόνια τοῦ Δαυῒδ (ΙΑ΄ π.Χ. αἰ.) ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν εἶναι ἀκόμη κτῆμα μόνο τῶν ᾿Ισραηλιτῶν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ φαίνεται ἀπαρχαιωμένο, διότι μερικὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων του, ὡς κοινὰ ὀνόματα ζῴων καὶ ἀντικειμένων, ἔχουν ἤδη διανύσει μιὰ κάποια σημασιολογικὴ ἐξέλιξι, ποὺ προϋποθέτει παρέλευσι πέντε περίπου αἰώνων. ᾿Ισραηλῖτες ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων πρὶν ἀπὸ τὸ Δαυῒδ καὶ τὸ Σαμουὴλ εἶναι μόνον ὁ Μωϋσῆς κι ὁ γραμματεύς του ᾿Ιησοῦς τοῦ Ναυή. πρὶν δὲ ἀπὸ τὸ Μωϋσῆ τέτοιος δὲν φαίνεται κανένας. εἶναι δὲ ὁ Μωϋσῆς ὄχι μόνο τοῦ ᾿Ισραὴλ ἀλλὰ καὶ τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ὁ πρῶτος συγγραφεὺς βιβλίων γραμμένων μὲ τὸ ἀλφάβητο. δὲν ὑπάρχει βιβλίο ἀρχαιότερο ἀπὸ τὴ Γένεσι καὶ τὸ Νόμο τοῦ Μωϋσέως καὶ τὸ Δευτερονόμιο. τὰ 10 ἢ 11 ἀρχαιότερα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι καὶ τ᾿ ἀρχαιότερα τῆς ἀνθρωπότητος. κάποιες μεταχρονολογήσεις τῶν βιβλίων αὐτῶν καὶ ἀμφισβητήσεις τῆς πατρότητος καὶ ἑνότητός των, διδασκόμενες καὶ στὸ φοιτητικὸ κόσμο, γίνονται πάντοτε χωρὶς τεκμήρια καὶ ἄλλα ἐρευνητικὰ στηρίγματα, ὡς φαντασιώσεις μόνο καὶ ἀλχημεῖες ἀνθρώπων, ποὺ εἶναι φυσικῶς μὲν χαμηλοῦ νοητικοῦ ἐπιπέδου ἐπιστημονικῶς δὲ τελείως ἀκατάρτιστοι, καὶ στὴν πρόθεσι φανατικὰ προκατειλημμένοι ἐναντίον τῆς Βίβλου.

Εἶναι λοιπόν, μετὰ τὰ ὅσα εἶπα, εὐνόητο ὅτι ὁ Μωϋσῆς, προκειμένου νὰ γράψῃ κάποια βιβλία, ποὺ ἤθελε νὰ μείνουν αἰώνια, καὶ μὴ βλέποντας κανένα γραμματάριο νὰ ἔχῃ αὐτὸ τὸ προσόν, κάθισε καὶ μελέτησε πολλὰ γραμματάρια, προφανῶς ὅλα τὰ τῶν λαῶν τῆς ἀνατολικῆς λεκάνης τῆς Μεσογείου (εἶχε αὐτὴ τὴν εὐχέρεια, διότι ἡ Αἴγυπτος τότε ἦταν ἡ μεγάλη καὶ ἡγεμονεύουσα δύναμι τῆς Μεσογείου), κι ἀφοῦ εἶδε τί τοὺς λείπει καὶ πρὸς τὰ ποῦ βαίνει ἡ ἐξέλιξί τους (ἀπὸ τὴ σκηνὴ στὴ λέξι, ἀπὸ τὴ λέξι στὴ συλλαβή), ἀναλύοντας περαιτέρω, μέχρι τὸ ἄτομο τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, συνέλαβε τὸ φθόγγο. ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα τὸ νὰ φτιάξῃ τὸ ἀλφάβητο ἦταν μόνο παιχνίδι μιᾶς ὥρας. πολλὲς φορὲς μικρὰ παιδιὰ παίζαμε φτιάχνοντας ἀπόρρητα ἀλφάβητα μὲ ἄλλα γράμματα, ἐπειδὴ εἴχαμε δεδομένη τὴν ἔννοια τοῦ φθόγγου. προσδιώρισε λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς τοὺς 19 φθόγγους καὶ 3 διφθογίες, καὶ ὥρισε γιὰ τὴ γραφικὴ παράστασι τοῦ καθενὸς ἕνα ἁπλουστευμένο μὲ ἀφαίρεσι καὶ στυλιζαρισμένο εἰκονίδιο ποὺ παρίστανε ζῷο ἢ ἐργαλεῖο ἢ σκεῦος ἢ ἄλλο πρᾶγμα (διάλεξε τὰ 22 συνηθέστερα), τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἄρχιζε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸ φθόγγο. Α ἄλπα (βόδι), Β βῆτ (σπίτι), Γ γάμελ (καμήλα), κλπ., ὅπως κάνουν τώρα οἱ ἀσυρματισταὶ ὅταν «ἀλφαβητίζουν» ᾿Αστὴρ Βύρων Γαλῆ Δόξα ῾Ερμῆς = ΑΒΓΔΕ. κι ἐπειδὴ κατάλαβε ἀμέσως ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φωνὴ δὲν ἀναλύεται περισσότερο, κατάλαβε ὅτι ἔφτιαξε τὸ τελειότερο κι ἀξεπέραστο γραμματάριο, αὐτὸ ποὺ γύρευε, γιὰ νὰ γράψῃ τὴ Γένεσι καὶ τ᾿ ἄλλα βιβλία. κι ἄφησε ἔτσι στὴν ἀνθρωπότητα τὴ μεγαλείτερη κληρονομιά, τὸ ἀλφάβητο. (δὲν λέω γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ἐπειδὴ αὐτωνῶν ἡ ἀξία εἶναι ἀντικείμενο πίστεως κυρίως, καὶ ὄχι γνώσεως.) ἔτσι συμπεραίνω ὅτι τὸ ἀλφάβητο τὸ ἐφεῦρε ὁ Μωϋσῆς, γύρω στὸ 1500 π.Χ., στὸ Σινά, πρὶν πάῃ στὴν Αἴγυπτο νὰ βγάλῃ τὸν ᾿Ισραήλ. ἐκεῖ στὸ Σινὰ τότε ἔβοσκε τὰ πρόβατά του ὁ τέως πρίγκιπας τῆς Αἰγύπτου Μωϋσῆς.

Τὸ ἀλφάβητο διαδόθηκε στὸν κόσμο (πλὴν ᾿Ινδίας Κίνας καὶ ᾿Ινδοκίνας) μὲ τὶς διάφορες κατακτήσεις καὶ μὲ τὸ Χριστιανισμό. ἐπὶ 4-5 αἰῶνες ἦταν κτῆμα μόνο τοῦ μικροῦ ᾿Ισραήλ. ἔπειτα, ὅταν ὁ Δαυῒδ ἔκανε τὸν ᾿Ισραὴλ αὐτοκρατορία ὑποτάσσοντας τὰ γύρω ἔθνη, τὸ ἐπέβαλε καὶ σ᾿ ἐκεῖνα· τὸ ἔδωσε δὲ καὶ στοὺς φίλους του Φοίνικες, τὸ ναυτικὸ τῶν ὁποίων χρησιμοποιοῦσε (ΙΑ΄ π.Χ. αἰ.). τὴν ἴδια ἐποχὴ οἱ Φοίνικες, ὡς θαλασσοκράτορες ποὺ εἶχαν ἀποικίες σ᾿ ὅλες τὶς ἀκτὲς τῆς Μεσογείου, τὸ μετέδωσαν στοὺς ῞Ελληνες, ἐνῷ οἱ μὴ θαλασσινοὶ γείτονες τοῦ ᾿Ισραὴλ ᾿Αρὰμ (=Σύροι) τὸ μετέδωσαν πρὸς ἀνατολὰς στοὺς ἀσιατικοὺς λαούς. Φοίνικες καὶ ῞Ελληνες μαζὶ (διότι καὶ οἱ ῞Ελληνες ἔγιναν γρήγορα ναυτικὸς λαὸς) τὸ μετέδωσαν σ᾿ ὅλο τὸν παραμεσόγειο δακτύλιο. ἀπὸ τοὺς ῞Ελληνες ἰδιαίτερα οἱ Μακεδόνες, ἀλλὰ καὶ οἱ ῾Ρωμαῖοι, μὲ τὶς κατακτήσεις των, καὶ οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὴν εἰρηνικὴ ἐξάπλωσί τους, διέδωσαν τὸ ἀλφάβητο σὲ μεγάλο βάθος τῶν τριῶν ἠπείρων τοῦ παλαιοῦ κόσμου, κι ἀργότερα οἱ Χριστιανοὶ καὶ στὴν ᾿Αμερική. τέλος οἱ Εὐρωπαῖοι καὶ κυρίως Πορτογάλοι, ῾Ισπανοί, ῎Αγγλοι, ῾Ολλανδοί, καὶ Γάλλοι τὸ μετέδωσαν μὲ τὴν ἀποικιοκρατία σ᾿ ὅλη τὴ γῆ. τὸ βιβλίο μὲ τὸ ὁποῖο τὸ ἀλφάβητο μπῆκε στὰ περισσότερα ἔθνη (σ᾿ ὅλα τὰ μετὰ Χριστόν), καὶ τὰ πέρασε ἀπὸ τὴν προϊστορία τους στὴν ἱστορία, εἶναι ἡ Βίβλος (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη).

Στὸ μεταξὺ κατὰ τὰ χρόνια τὰ μετὰ τὸν Μ.᾿Αλέξανδρο οἱ Μακεδόνες τοῦ μεγαλειτέρου καὶ μακροβιωτέρου ἀπ᾿ ὅλα τὰ Μακεδονικὰ κράτη, τοῦ ᾿Ινδοβακτριανοῦ ποὺ παρέμεινε ἐλεύθερο καὶ κυρίαρχο ῾Ελληνικὸ κράτος μέχρι τὸ 50 μ.Χ., καὶ σήμερα ἔχουμε ὡς ἀνασκαφικὰ εὑρήματα τὶς πολλὲς ἑλληνόγλωσσες ἐπιγραφές του καὶ τὰ ἄφθονα χρυσᾶ ἀργυρᾶ καὶ νικέλινα ἑλληνόγλωσσα νομίσματα τῶν βασιλέων του Διοδότου, Εὐθυδήμου, Δημητρίου, Μενάνδρου, Εὐκρατίδου, ᾿Αντιμάχου, ᾿Αγαθοκλέους, ᾿Απολλοδότου, Λυσίου, Πανταλέοντος, Στράτου, ῾Ηλιοκλέους, καὶ ἄλλων, συνολικῶς 40, οἱ Μακεδόνες, λέω, τοῦ κράτους ἐκείνου ἐπινόησαν τὸ σημερινὸ τέλειο καὶ ἀξεπέραστο ἀριθμητάριο 1 2 3 4 5 6 7 8 9 0, τοῦ ὁποίου τὰ ἐννέα ψηφία εἶναι γραφικὴ ἐξέλιξι τῶν γραμμάτων Α Β Γ Δ Ε F Ζ Η Θ, τὸ δὲ 0 (μηδὲν) εἶναι κύκλος ποὺ δηλώνει κενὴ θέσι. τὰ θεμέλια τοῦ μακεδονικοῦ αὐτοῦ ἀριθμηταρίου εἶναι τρία· ἡ ἀπὸ θέσεως ἀριθμητικὴ ἀξία τῶν ψηφίων (τὸ ὅτι π.χ. τὸ 6 στὴν πρώτη θέσι σημαίνει ἕξ, στὴ δεύτερη ἑξήντα, στὴν τρίτη ἑξακόσια, κλπ.), ἡ χρῆσι τοῦ μηδενὸς γιὰ τὴ δήλωσι τῶν κενῶν θέσεων (π.χ. 606 = 6 μονάδες, καμμία δεκάδα, καὶ 6 ἑκατοντάδες), καὶ ἡ χρῆσι τῶν ἐννέα πρώτων γραμμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου γιὰ τὴ γραφική του παράστασι. οἱ Μακεδόνες ἄφησαν τὸ ἀριθμητάριό τους αὐτὸ στοὺς ᾿Ινδούς, οἱ ᾿Ινδοὶ τὸ μετέδωσαν κατὰ τὸν Η΄ αἰῶνα στοὺς ῎Αραβες, καὶ οἱ ῎Αραβες γύρω στὸ 1000 τὸ μετέδωσαν στοὺς Εὐρωπαίους τῆς Νοτίου Εὐρώπης καὶ ἰδίως τῆς ᾿Ιταλίας. οἱ ῞Ελληνες τὸ γνώρισαν κατὰ τὴ φραγκοκρατία (ΙΓ΄ αἰ.), ἀλλὰ τὸ χρησιμοποίησαν εὐρύτερα ἀπὸ τὰ μέσα τῆς τουρκοκρατίας (ΙF΄ - ΙΖ΄ αἰ.).

᾿Αρχίζοντας ἀπὸ τ᾿ ἀλεξανδρινὰ χρόνια καὶ τερματίζοντας στὸν Θ΄ μ.Χ. αἰῶνα οἱ ῞Ελληνες ἔκαναν στὴν ἀλφαβητικὴ γραφὴ ἄλλες δύο μεταρρυθμίσεις· ἀνέπτυξαν τὸ σύστημα τῶν σημείων στίξεως κι ἐπινόησαν τὴν κυρτὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων τοῦ ἀλφαβήτου (τὰ μικρὰ γράμματα ἢ πεζά, τὰ μὴ κεφαλαῖα). κι αὐτὲς τὶς δυὸ ἐπινοήσεις τους τὶς μετέδωσαν στοὺς Λατίνους καὶ στοὺς ῎Αραβες.

Τὸ 1441 ὁ Γερμανὸς ἐφευρέτης τῆς τυπογραφίας ᾿Ιωάννης Γουτεμβέργιος μὲ τὴ Βίβλο (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη) ποὺ ἐξέδωσε – διότι γιὰ χάρι τῆς Βίβλου ἐφευρέθηκε καὶ ἡ τυπογραφία, κι αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἀρχαιότερο ἔντυπο τοῦ κόσμου – ἐμφάνισε τὴν τυπογραφικὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων, εὐθυγράμμων καὶ κυρτῶν (δηλαδὴ κεφαλαίων καὶ μικρῶν), τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου. τὸ δὲ 1516 ὁ ῾Ισπανὸς Ξιμένες ντὲς Κίσνερος ἐμφάνισε τὴν τυπογραφικὴ μορφὴ τῶν γραμμάτων τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου, ἐκδίδοντας πάλι τὴ Βίβλο (Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη). λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ξιμένες εἶχε τυπωθῆ τὸ πρῶτο ἔντυπο ἑλληνικὸ βιβλίο, ἡ Γραμματικὴ τοῦ Λασκάρεως, ἀλλὰ μὲ γράμματα τὰ ἴδια τὰ χειρογραφικά. σήμερα τὸ ἀλφάβητο εἶναι κοινὸ κτῆμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος καὶ σχεδὸν ἡ μοναδικὴ γραφὴ τῆς γῆς· διότι ἡ ἐπιστήμη θεραπεύεται μόνο μ᾿ αὐτό.

 

Συμβολὴ 6-7 (2004)

 

(῞Ολες οἱ πληροφορίες τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι διαλεγμένες καὶ παρμένες ἀπὸ τὸ σύγγραμμά μου «Τὸ ἀλφάβητο», σελίδες 900, τὸ ὁποῖο ἐξέδωσα στὴ Θεσσαλονίκη τὸ Φεβρουάριο τοῦ 1988.)