Ῥωτήθηκα ἂν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ καὶ λοιπὴ εἰδωλολατρία ὑπῆρχαν μοναχοὶ μοναστήρια καὶ μοναχισμός. καὶ ἀπαντῶ˙ Ὑπῆρχαν.
     Ἤδη ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα, τὸ ἀρχαιότερο ἑλληνικὸ κείμενο κι ἕνα ἀπὸ τ̉ ἀρχαιότερα τοῦ κόσμου, ἀναφέρει μοναχούς, ποὺ ἀσκοῦσαν μάλιστα καὶ τὶς ΄΄ἀρετὲς΄΄ τῆς ἀλουσίας καὶ τῆς χαμευνίας, δηλαδὴ τοῦ νὰ μὴν πλύνωνται ποτὲ καὶ νὰ κοιμοῦνται κατὰ γῆς. στὴ ῥαψῳδία Πατρόκλεια (Π 233 - 5), ὅταν στὴν Τροία ὁ Ἀχιλλεὺς δίνῃ στὸν Πάτροκλο τὴν πανοπλία του καὶ τὸν ξεπροβοδάῃ στὴ μάχη μὲ τοὺς Τρῶες, προσεύχεται˙
 
Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου˙ ἀμφὶ δὲ σελλοὶ
σοὶ ναίουσ̉ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι.
………………………………………………………...
Ζεῦ βασιλιᾶ, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, ποὺ κατοικεῖς μακριά,
καὶ διαφεντεύεις τὴν κακοχείμωνη Δωδώνη˙ καὶ γύρω ἀπὸ σένα
κατοικοῦν οἱ ὑποφῆτες οἱ σελλοὶ οἱ ἀνιπτόποδες καὶ χαμοκοῖτες.
 
μιλάει γιὰ μοναχοὺς ποὺ ΄΄ἀσκήτευαν΄΄ σὲ κελλιὰ κτισμένα γύρω ἀπὸ τὸ μαντεῖο τῆς Δωδώνης.
     Οἱ πηγὲς πληροφοριῶν ποὺ ἐπέλεξα εἶναι οἱ ἀκόλουθες. Βίβλος (Νόμος, Δευτερονόμιον, Βασιλεῖαι, Ὠσηέ, Μιχαΐας, Κ. Διαθήκη), Ὅμηρος, Πίνδαρος, Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς, Ἡρόδοτος, Εὐριπίδης, Εὐριπίδης νεώτερος, Ἀριστοφάνης, Πλάτων, Ἀριστοτέλης, Ἀντιφάνης, Θεόκριτος, ‘’Ὁμηρικοὶ’’ Ὕμνοι, Ἀλκαῖος Μεσσήνιος, Διοσκορίδης, Μελέαγρος, Ἐρύκιος, Ἀντίστιος, Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Διόδωρος Σικελιώτης, Στράβων, Πλούταρχος, Ἀρριανός, Παυσανίας, Λουκιανός, Διογένης Λαέρτιος, καὶ Σούμμα. καὶ παραπέμπω.
[Βίβλος, Ἔξ 23, 24˙ Λε 18, 21 - 22˙ 20, 2 - 5˙ Ἀρ 25, 1 - 3˙ Δε 7, 5˙ 16, 21 - 22˙ 23, 18 - 19˙ Γ’ Βα 14, 23 - 24˙ 18, 19 - 40˙ Ὠσ 4 ,14˙ 10, 1˙ Μχ 5, 13. Ὅμηρος, Π 233 - 5˙ Ψ 679˙ ο 225. Πίνδαρος, Πυ. 3 ,77 - 78. Αἰσχύλος, Ἱκ., 890˙ 900. Σοφοκλῆς, Οἰδ. τ., 387 - 9˙ 683 - 4. Εὐριπίδης, Ἑλ., 1301 - 2˙ 1355 - 6˙ Βάκχ., 118 - 130. Ἡρόδοτος 8, 65, 4. Ἀριστοφάνης, Ὄρν., 746˙ 877. Εὐριπίδης νεώτ., Ῥῆσος, 503˙ 715 - 6. Πλάτων, Κρίτ., 54d˙ Πολ., 2 (364bc). Ἀριστοτέλης, Ῥητ. 3, 2 (1405α). Ἀντιφάνης, Μητραγύρτης, ἀπόσπ. 154˙ Μισοπόνηρος, ἀπόσπ. 159, στίχ. 8 Endmonds. Θεόκριτος, Ἀδων. (= 15), 59. Ὕμνος εἰς Μητέρα θεῶν (ΧΙV), 1: Ὕμνος εἰς Γαῖαν Μητέρα πάντων (ΧΧΧ), 1 - 2. Ἀνθολογία Παλατινὴ 6, 218, 1 - 10 (Ἀλκαῖος Μεσσήνιος)˙ 6, 220, 1 - 16 (Διοσκορίδης)˙ 5, 165, 1 (Μελέαγρος)˙ 6, 234, 1 - 6 (Ἐρύκιος)˙ 6, 237, 1 - 8 (Ἀντίστιος). Διονύσιος Ἁλικ., Ῥωμ. ἀρχ. 2, 19, 2 - 5. Διόδωρος Σικ. 3, 58, 1. Στράβων 10, 3, 12. Πλούταρχος, Κλεομ. 36, 7. Ἀρριανός, Ἐπικτ. Διατρ. 2, 20, 17. Παυσανίας 4, 26, 8. Λουκιανός, Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ, ὅλο˙ ἰδίως 15 - 16˙ 19 - 20˙ 22˙ 27 - 32˙ 43˙ 50 - 52. Διογένης Λαέρτ. 4, 43. Σούμμα, λ. προστηθίδια.]
οἱ μέχρι τὸ 500 π.Χ. πηγὲς γιὰ τὸν ἀρχαῖο μοναχισμὸ δὲν δίνουν πληροφορίες πλουσιώτερες ἐκείνων τοῦ Ὁμήρου. στὴ μητροπολιτικὴ Ἑλλάδα καὶ στὴν Ἰταλιωτικὴ - Σικελικὴ ὁ μοναχισμὸς δὲν εὐδοκιμοῦσε ἰδιαίτερα. ἀπὸ τὸν Ε’ π.Χ. αἰῶνα ὅμως μὲ τὸν πελοποννησιακὸ πόλεμο καὶ τὴν περισσότερη γνῶσι τῶν Μικρασιατικῶν ἀποικιῶν ἔγινε περισσότερο γνωστὸς ὁ μοναχισμὸς ὅλης τῆς στεφάνης τοῦ Αἰγαίου καὶ τῶν μεσογαίων τῆς Μ. Ἀσίας. τὸν Δ’ π.Χ. αἰῶνα μὲ τὶς μακεδονικὲς κατακτήσεις ἔγινε γνωστὸς κι ὁ Ἀσιατικὸς κι Αἰγυπτιακὸς μοναχισμός, οἱ περὶ τοῦ ὁποίου γνώσεις μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου ἐμπλουτίστηκαν πολύ. ὁ μοναχισμὸς τῆς Μακρινῆς Ἀσίας τῶν Ἰνδῶν καὶ τῶν Κιτρίνων, ἂν καὶ ἤδη ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου εἶχε σ̉ ἐμᾶς τὴν ὕπαρξί του γνωστή, ἔγινε περισσότερο γνωστὸς μὲ τὴν ἐξάπλωσι τοῦ ἰσλάμ.
     Στὴν ὑπόθεσι τοῦ εἰδωλολατρικοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἰδίως τοῦ ἀρχαίου, ἀπὸ τὸν Ὅμηρο μέχρι τὸν Αὔγουστο (Α’ μ.Χ. αἰ.), τρία εἶναι τὰ κομβικὰ σημεῖα˙ οἱ μοναχοὶ μὲ τὶς ὀνομασίες των καὶ τὶς ἰδιαιτερότητές των, ἡ Μεγάλη Θεά τους ἢ Μητέρα τους, καὶ τὸ τέμενος ἢ ὄρος τους τὸ ἅγιο καὶ ἄβατο ἤ, ἂς τὸ πῶ μὲ δανεισμένον ὅρο, τὸ μοναστήρι τους. ὅταν ἐξιχνιάζωνται τὰ στοιχεῖα τῶν τριῶν αὐτῶν σημείων, ἐξιχνιάζεται ὅλος ὁ θεσμός. οἱ μοναχοὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ε’ π.Χ. αἰῶνα λέγονται κοῦροι κούρητες, σελλοί, ὑποφῆται˙ τὸν Ε’ αἰῶνα ἐμφανίζονται οἱ ὀνομασίες των κορύβαντες καὶ ἀγύρται (Σοφοκλῆς, Ἀριστοφάνης), τὸν Δ’ αἰῶνα μητραγύρται (Ἀριστοτέλης), τὸν Γ’ αἰῶνα μετὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Γαλατῶν Γάλλοι καὶ Φρύγες (Παλατινὴ ἀνθολογία). καὶ ἦταν ἄλλοι κίναιδοι καὶ μάλιστα εὐνουχισμένοι καὶ θηλυστολοῦντες, μὲ προστηθίδια, δηλαδὴ τεχνητοὺς γυναικείους μαστοὺς (Σούμμα), κι ἄλλοι βαρβᾶτοι κι ἐπιβήτορες τῶν θηλυπρεπῶν μόνιμοι, ἐπειδὴ οἱ προσκυνηταὶ ἦταν περιστασιακοὶ μόνο.
     Μεγάλη Θεά τους ἦταν κυρίως ΄΄Μαμά΄΄. ὁ κίναιδος γίνεται τέτοιος ἀπὸ ἕναν ἄγριο νηπιακὸ φθόνο πρὸς τὴν ἑπόμενη ἀδερφή του ἢ ἐξαδέρφη του ἢ κι ἀπὸ ἕναν ὑπερτροφικὸ λατρευτικὸ καὶ μιμητικὸ θαυμασμὸ πρὸς τὴ λαθραιμομικτικὴ ΄΄μαμά΄΄, βιώματα τόσο θυελλώδη καὶ ἄγρια, ποὺ ἀπορρυθμίζουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἐνδοκρινεῖς ἀδένες του, σὲ μιὰ ἡλικία διαπλάσεως μάλιστα, καὶ φτάνουν νὰ ἐπηρεάσουν καὶ τὴ διάπλασι τοῦ σώματός του, ἀκόμη καὶ τῶν κοκκάλων του. γι̉ αὐτὸ ἔχει ὑπερτροφικὴ ἀνάγκη ἀπὸ μιὰ ἰδεατὴ φαντασιωτικὴ καὶ συνεπῶς ἀναπαλλοτρίωτη Μαμά, τὴν ὁποία ν̉ ἀγαπάῃ ζηλότυπα, νὰ λατρεύῃ σὰ θεά, καὶ νὰ ὑμνῇ ἀκατάπαυστα. αὐτὸ εἶναι τὸ κιναιδικὸ σύνδρομο ἀνταγωνισμοῦ πρὸς τὴ μικρότερη ἀδερφή του, τὸ ὁποῖο τοῦ κάθεται ἰσοβίως καὶ τὸ ὁποῖο δὲν σταματάει οὔτε μετὰ τὸ θάνατο τῆς ἀνταγωνιστρίας. ἔχει διαπλάσει ἄλλωστε ἀλλιότικη ψυχὴ κι ἀλλιότικο κορμί˙ διεστραμμένα˙ σὰ μέταλλα ποὺ μαλάκωσαν ἀπὸ ἰσχυρὴ φωτιά, κρέμασαν σὰ ζεσταμένα κεριά, κι ἔπειτα πάγωσαν παραμορφωμένα. ὁ κίναιδος θέλει πάντα τὶς καντάδες του νὰ τὶς τραγουδάῃ στὴν ὑπέροχη Μαμά, τὴν ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπὸ κάθε τί. καὶ θέλει πάντα τὴ Μαμὰ ὑπέρτατη καταφυγή του καὶ προστασία του ἀπ̉ ὁποιονδήποτε ὑπαρκτὸ ἢ φανταστικὸ ἐχθρό του, ποὺ ἀπειλεῖ ἢ προσβάλλει τὴ διεστραμμένη φιλαυτία του. οἱ δὲ βαρβᾶτοι μοναχοὶ τῆς εἰδωλολατρίας, ἐπειδὴ προφανῶς ἡ σκέτη παρὰ φύσιν χρῆσι τῆς ἀρσενικῆς σαρκὸς τοὺς κουράζει καὶ τοὺς ἀηδιάζει, καὶ λαχταροῦν καὶ γυναῖκα, τὴν ὁποία ὅμως οἱ κίναιδοι ἐκτόπισαν ζηλότυπα ἀπὸ τὸν ἄβατον χῶρο τους, τὴ βασιλεύουσα ὡς Μαμὰ τὴν ἔχουν ἰδεατὴ ἐρωμένη τους, ὅπως οἱ πολεμισταὶ τὴ θεὰ τοῦ πολέμου (ποὺ γι̉ αὐτὸ κι ἐκείνη εἶναι γυναίκα, ἡ ὁποία τοὺς ‘‘σκέπει’’, ἐπειδὴ ΄΄ἐνσαρκώνει΄΄ τόσο τὴν ἀποῦσα γυναῖκα τοῦ πολεμιστοῦ ὅσο καὶ τὴν αἰχμάλωτη, ποὺ θὰ βιάσῃ, ὅταν νικήσῃ). γι̉ αὐτὸ κυρίως ἡ Μεγάλη Θεὰ τῶν ἀρχαίων μοναχῶν λέγεται Μήτηρ, Μᾶ (= Μαμά), Μαῖα Mа (= Μαμά), Δημήτηρ, Μήτηρ Θεῶν, Θεομήτωρ, Παμμήτειρα, Μήτηρ Πάντων, Μεγάλη Μήτηρ, Μεγάλη Θεά. τὰ κύρια ὀνόματά της μέχρι τὸν Ε’ π.Χ. αἰῶνα εἶναι Γαῖα, ῬέαῬεία, Μήτηρ, Δημήτηρ, Κυθέρεια (κι ἀργότερα Κυθήρη), Ἀθήνη - Ἀθηναίη - Ἀθηνᾶ, Ἀφροδίτη, Κύπρις, Σελήνη, ἀπὸ δὲ τὸν κατὰ τὸν Ε’ αἰῶνα πελοποννησιακὸ πόλεμο Κυβήβη Κυβέλη, Δέσποινα Κυβέλη, Δέσποινα (Ἡρόδοτος, Ἀριστοφάνης), κι ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Αὐγούστου Ἄρτεμις Ἐφεσία, καὶ Ἄγδιστις (Στράβων, Κ. Διαθήκη). ἔγιναν δὲ γνωστὰ καὶ τὸ ἀσιατικὸ ὄνομά της Ἀστάρτη, καὶ τὸ αἰγυπτιακὸ Ἶσις. φαίνεται ὅμως ὅτι καὶ τὰ πανάρχαια ὀνόματά της εἶναι προσωνύμια. γενικῶς ἔχω παρατηρήσει ὅτι ὁποιασδήποτε τέτοιας θεᾶς Μαμᾶς τὸ ἀρχικὸ καὶ κύριο ὄνομα εἶναι ἐν τέλει προσωνύμιο.
     Παρ̉ ὅλο ποὺ ἀνέκαθεν οἱ μοναχοὶ θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς των ἀκτήμονες —ἡ λέξι ἀγύρτης ἐμπεριέχει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ ΄΄φτωχοῦ ζητιάνου΄΄ ὅπως καὶ ἡ λέξι δερβὶς - δερβίσης, ἡ δὲ λέξι μητραγύρτης σημαίνει ΄΄ὁ φτωχούλης τῆς Μαμᾶς΄΄—, ἐν τούτοις αὐτοὶ ἦταν πάντα οἱ πλουσιώτεροι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς των τόσο σὲ χρῆμα καὶ ἄλλ̉ ἀγαθὰ ὅσο καὶ κυρίως σὲ τεμένη (= τεμάχια) γῆς, ἀγροκτήματα δηλαδὴ καὶ οἰκόπεδα, ὄρη, νησιά, χερσονήσους, καὶ κάθε εἴδους τεράστια ἀκίνητα, ἐμφανίζοντας μιὰ ὑπερτροφικὴ καὶ ἄγρια ἁρπακτικότητα εἰς βάρος τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων ποὺ μποροῦσαν νὰ ἐπιβιώσουν καὶ νὰ συντηρήσουν τὶς οἰκογένειές των καλλιεργώντας ὁ καθένας λίγα χωραφάκια. οἱ κίναιδοι τρέφουν ἕνα καταχθόνιο καὶ ἀσίγαστο μῖσος ἐναντίον τῶν οἰκογενειῶν καὶ τῶν οἰκογενειαρχῶν, καὶ θεωροῦν ἱερὴ κάθε σπατάλη τῆς ἀρεσκείας τοῦ βίτσιου τους, ἰδίως ὅταν αὐτὴ καταδικάζῃ οἰκογένειες σὲ λιμοκτονία. πιστεύουν ὅτι ἔτσι εὐαρεστοῦν στὴ λατρευτὴ Μαμά τους κι ὅτι τὰ πάντα ἀνήκουν σ̉ αὐτή, καὶ ἄρα σ̉ αὐτούς, ποὺ εἶναι τὰ χαϊδεμένα παιδιά της. θέλουν πάντα ἕνα χῶρο ἐξ ὁλοκλήρου δικό τους, δηλαδὴ ὄχι καὶ τῶν γυναικῶν, ἄβατον ἀπὸ γυναῖκες, ἐπειδὴ πάντοτε ἀπεχθάνονται τὶς γυναῖκες, βλέποντάς τις ὡς ἀντεράστριές των, βατὸν δὲ καὶ ἰδιαιτέρως βατὸν πεδίον σὲ ἄντρες προσκυνητὰς καὶ ἐπισκέπτες των καὶ ἐπιβήτορές των. ὁ ἄβατος χῶρος τους, ὅταν δὲν ἦταν νησὶ ἢ χερσόνησος ἢ πεδινὴ φάρμα (τέμενος), ἦταν ἕνα ἱερὸν ὄροςἅγιον ὄρος. καὶ τότε εἶχε καὶ ἄλσος, δηλαδὴ δάσος τόσο γιὰ ὀμορφιὰ ὅσο καὶ γιὰ ἐκμετάλλευσι. ξακουστὰ Ἅγια Ὄρη τῶν κλασσικῶν κι ἑλληνιστικῶν χρόνων στὴ Μ. Ἀσία ἦταν τὸ Κύβελον, ἐξ οὗ καὶ Κυβέλη, ὅπως λὲν ἀργότερα Ἀθωνίτισσα, τὸ Σίπυλον, ἐξ οὗ καὶ Σιπυληνή, καὶ τὸ Δίνδυμον, ἐξ οὗ καὶ Δινδυμηνὴ ἢ μὲ σφαλερὸ τονισμὸ τῶν Εὐρωπαίων κριτικῶν κειμένου ἀπὸ ἐπήρεια τῆς λατινομαθείας των Δινδυμήνη (ὅπως γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ τὴν Παλαιστινὴ τὴν ἔκαναν Παλαιστίνη, καὶ τὸ δαμασκηνὸν δαμάσκηνον). ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μ. Ἀσία ὅμως πολὺς μοναχισμὸς ὑπῆρχε καὶ στὴ Συρία, στὴ χερσόνησο τοῦ Σινά, καὶ στὶς περιοχὲς τῆς Αἰγύπτου Θηβαΐδα καὶ Νιτρία. καὶ ἤκμαζε ἐκεῖ ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ χρόνια μέχρι τὸ 400 μ.Χ. περίπου. σὲ τέτοιους μητραγύρτας τῆς Νιτρίας πῆγε γύρω στὸ 200 ὁ ἑλληνόγλωσσος Αἰγύπτιος Ὠριγένης, καὶ τὸν εὐνούχισαν, διότι μόνο ἐκεῖνοι ἦταν τότε πεπειραμένοι σ̉ αὐτὴ τὴ χειρουργία καὶ στὴν ἐν συνεχείᾳ ἀπαραίτητη νοσηλεία.
     Κατὰ τὰ κλασσικὰ ἀλεξανδρινὰ κι ἑλληνορρωμαϊκὰ χρόνια οἱ ἀγύρταιμητραγύρταιΓάλλοι τῆς Θεομήτορος Κυβέλης ἀναφέρονται συχνά. ἦταν οἱ μισοὶ τοὐλάχιστο κίναιδοι καὶ οἱ κίναιδοι ὅλοι ἐθελονταὶ εὐνουχισμένοι, ἐπειδὴ οἱ κίναιδοι ἀπεχθάνονται τ̉ ἀρσενικὰ γεννητικά τους ὄργανα καὶ θέλουν ν̉ ἀπαλλαγοῦν ἀπ̉ αὐτά, λαχταρώντας συνάμα ν̉ ἀποκτήσουν γυναικεῖο, λόγῳ τοῦ ἀγρίου νηπιακοῦ τους φθόνου πρὸς τὴν ἑπόμενη ἀδερφή τους. πολλὲς φορὲς οἱ νεοσύλλεκτοι εὐνοῦχοι (νεήτομοι), εὐνουχίζονταν μετὰ ἀπὸ δημόσιο ξεγύμνωμα (στρηπτὶζ) μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια —τόσο ἄγριος εἶναι ὁ μιμητικὸς φθόνος τους—, μπροστὰ σὲ πλῆθος θρήσκου κόσμου καὶ σὲ πάνδημη ἑορτὴ καὶ πανήγυρι, σὲ πομπή, καὶ πετοῦσαν τὰ κομμένα γεννητικά τους ὄργανα στὰ σπίτια τοῦ δρόμου τῆς πομπῆς˙ καὶ σ̉ ὅποιο σπίτι κατοικοῦσαν οἱ ΄΄τυχεροὶ΄΄ ποὺ τ̉ ἅρπαζαν, οἱ ἔνοικοί του τοὺς χάριζαν γυναικεῖα φορέματα καὶ κοσμήματα, γιὰ νὰ ντυθοῦν καὶ νὰ φοροῦν ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα. τὰ δὲ κομμένα ὄργανα οἱ ‘’τυχεροὶ’’ τὰ ἔβαζαν σὰν κειμήλιο στὸ σπιτικό τους εἰκονοστάσι, μέσα σὲ κλειστὸ βάζο (ἀγγήιον μικρόν), διότι φυσικὰ κάθε ψοφίμι ἢ ψοφιμιοῦ κομμάτι βρομοκοπάει ἀβάσταχτα. οἱ μητραγύρταιΓάλλοι ἔτρεφαν ἄκοπα καὶ μακριὰ μαλλιὰ (χαιτάεντες), ἐνῷ ὡς εὐνοῦχοι δὲν εἶχαν γένεια καὶ ἀντρικὴ φωνή˙ καὶ εἶχαν πολὺ ὑποδόριο λίπος ὅπως οἱ γυναῖκες. τὴν κιναιδική τους κάψα μὲ πολλὴ καύχησι τὴν ἔλεγαν λύσσα˙ καὶ ἦταν πάντοτε παθιασμένοι λάτρεις τῆς Μητρὸς Θεομήτορος ῬέαςΚυβέλης ἢ ὅποιας ἄλλης Μαμᾶς γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἐξήγησα. κομποσχοίνι δὲν κρατοῦσαν, ἐπειδὴ αὐτὸ γιὰ πρώτη φορὰ ἐμφανίστηκε τὸ ΙΖ’ αἰῶνα στὴν τουρκοκρατούμενη Ἑλλάδα, προερχόμενο ἀπὸ τοὺς ἐξισλαμισμένους τέως βουδδιστὰς τῆς Δυτικῆς Ἰνδίας (Πακιστάν), κι ἔφτασε ἐδῶ μέσῳ μουσουλμάνων, σταυροφόρων, παπικῶν, καὶ Ἑλλήνων οὐνιτῶν τοῦ Αἰγαίου˙ κρατοῦσαν ὅμως ὁ καθένας ἕνα μικρὸ ντέφι (τύμπανον) ἢ ἕνα κύμβαλον, γιὰ νὰ ὑμνοῦν μ̉ αὐτὸ ἀδιαλείπτως τὴ Θεομήτορα. στὴ ζώνη τους εἶχαν κρεμασμένο κι ἕνα μαστίγιο μὲ κοκκάλινα τριβόλια στὶς ἄκρες τῶν νευρῶν του (μάστιν πολυαστράγαλον), γιὰ νὰ τοὺς μαστιγώνουν οἱ ἐπιβήτορές των, ὅταν ἀσελγοῦσαν ἐπάνω τους. ἐπιδίδονταν δηλαδὴ καὶ σὲ ἀλγολαγνικὰ (= μαζοχιστικὰ) ὄργια. αὐτὸ τὸ λέει κι ὁ προφήτης Ἠλίας γιὰ τοὺς κιναίδους, ποὺ ἔσφαξε (Γ’ Βα 18, 29), ἐπειδὴ ἔπειθαν τὸ λαὸ νὰ καῖνε ζωντανὰ τὰ νήπιά τους στὴν πυρὰ τοῦ Μολόχ. (οἱ κίναιδοι φθονοῦν θανάσιμα τὰ νήπια).
     Κατὰ τὰ προϊστορικὰ χρόνια ὁ βαρβᾶτος μοναχὸς λεγόταν οἰδίπους (= οἰδίπεος), δηλαδὴ ἔνστυτος καὶ ἰθιφαλλικὸς (= πριαπικός), ἢ καὶ μελάμπους (= μελάμπεος), δηλαδὴ ΄΄μελαψὸν πέος ἔχων΄΄˙ ἐπειδὴ οἱ νηπιόθεν εὐνουχισμένοι μὲ σύνθλιψι καὶ θλᾶσιν τῶν ὄρχεων (θλαδίαι) ἢ μὲ σπάσιν κι ἀνάσπασιν καὶ ἔκσπασιν τῆς ἐσωτερικῆς ἀναρτήσεως τῶν ὄρχεων (σπάδωνες, σπανοί) εἶχαν ἀσφαλῶς τ̉ ἀτροφικὰ γεννητικά τους ὄργανα παιδικὰ καὶ λευκά, καὶ ὄχι ἀντρικὰ καὶ μελανωπά. ἤδη ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ πιὸ μπροστά, ἀπὸ κάποια ἄγνοια τῶν κανόνων τῆς συναιρέσεως τὰ δυὸ αὐτὰ κοινὰ προσηγορικὰ νομίστηκαν ὡς κύρια ὀνόματα Οἰδίπους - Οἰδίποδος καὶ Μελάμπους - Μελάμποδος μὲ β’ συνθετικὸ τὸ ποὺς - πόδα, ὁπότε δημιουργήθηκαν καὶ σχετικοὶ αἰτιολογικοὶ - ἐτυμολογικοὶ μῦθοι (Ὅμηρος Ψ 679˙ ο 225) γι̉ αὐτοὺς τοὺς οἰδίπους καὶ μελάμπους (καὶ ὄχι Οἰδίποδας καὶ Μελάμποδας). λέγονταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα γιὰ τοὺς βαρβάτους μητραγύρτας καὶ διάφορες χαρακτηριστικὲς παροιμίες, πολὺ ἀθυρόστομες, σὰ νὰ ἔλεγε κανεὶς
Φυλάξου ἀπὸ τὰ πισινὰ τοῦ γαϊδάρου
κι ἀπὸ τὰ μπροστινὰ τοῦ ἀγύρτου.
λέγονται καὶ σήμερα ἀκόμη πολλὲς τέτοιες παροιμίες στὴ Χαλκιδική. διότι αὐτοὶ οἱ βαρβᾶτοι μητραγύρται τῆς εἰδωλολατρικῆς ἀρχαιότητος ἦταν φυσικὰ πολὺ ἐπικίνδυνοι γιὰ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ὅπως δείχνουν καὶ φερώνυμες ἀρχαῖες τραγῳδίες, λ.χ. ὁ Οἰδίπους τύραννος κι ὁ σκοτωμένος ἀπ̉ αὐτὸν Λάιος καὶ ἡ βιασμένη χήρα του Ἰοκάστη, παρ̉ ὅλη τὴν ἐκ μέρους τῶν ποιητῶν προσπάθεια ἐξευγενισμοῦ τῶν μύθων τους. ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνοι ἦταν γιὰ τὰ παιδιὰ καὶ οἱ θηλυπρεπεῖς μοναχοί, ὅπως περίπου ὁ Τειρεσίας (= θαυματουργός˙ τείρας = τέρας = θαῦμα), γιὰ τὸν ὁποῖο μυθολογοῦνταν ὅτι ῥωτήθηκε ἂν κατὰ τὴ συνουσία ἡδονίζεται περισσότερο ὁ ἄντρας ἢ ἡ γυναίκα, ἐπειδὴ τάχα αὐτὸς εἶχε χρηματίσει καὶ ἄντρας καὶ γυναίκα, κι ἀπάντησε ὅτι περισσότερο ἡδονίζεται ἡ γυναίκα. ὁ μῦθος δείχνει κίναιδο μοναχὸ ἱερόδουλον μὲ κιναιδικὲς προτιμήσεις καὶ κιναιδικὴ καύχησι καὶ εἶναι ἱερατικὴ προπαγάνδα ὑπὲρ τοῦ κιναιδισμοῦ καὶ ἐξώθησι σ̉ αὐτόν, σὰν τὴν τέτοια προπαγάνδα τοῦ Βατικανοῦ.
     Ὅπως ἀναπτύσσει μὲ πολλὴ καὶ ὑστερικὴ ΄΄εὐλάβεια΄΄ ὁ εἰδωλολάτρης καὶ φαρμακερὸς ἐχθρὸς τῶν Χριστιανῶν Λουκιανὸς στὸ ἰωνιστὶ γραμμένο ἔργο του Περὶ τῆς Συρίης θεοῦ, σὲ μερικὰ μέρη τῆς Συρίας καὶ τῆς Μ. Ἀσίας οἱ μητραγύρταιΓάλλοι κίναιδοι τῆς Μητρὸς ἦταν καὶ φαλλοβάται ἢ ἀργότερα λεγόμενοι στυλῖται. μπροστὰ στοὺς ναοὺς τῶν μοναστηριῶν τους εἶχαν στημένους τεράστιους φαλλοὺς σὲ στῦσι ἢ βαμὼθ ἢ καὶ στήλας καὶ στύλους λεγομένους εὐφημιστικώτερα (ἀργότερα ὁ φαλλὸς αὐτὸς ἀραβιστὶ λεγόταν μενὶρμιναρές), ὕψους τριηκοσίων ὀργυιέων, κι ὅταν ἔβλεπαν νὰ μαζεύωνται μεγάλα πλήθη προσκυνητῶν, ἀνέβαιναν σ̉ αὐτὸν τὸν στῦλον φαλλὸν καὶ κάθονταν ἐκεῖ ἐπὶ ὧρες, μέχρι καὶ ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας, διότι στὸν κίναιδο ἀρέσει πολύ, εἶναι τὸ πιὸ τρελλὸ ὄνειρό του, νὰ τὸν βλέπῃ ὅλος ὁ κόσμος νὰ κάθεται στὴν κορυφὴ ἑνὸς φαλλοῦ σὲ στῦσι, κι ἀπὸ κεῖ ἐπάνω δίδασκαν τὰ πλήθη τῶν προσκυνητῶν ξαμολώντας διάφορα ἀποφθέγματα θέσφατα παραινέσεις καὶ μαντικοὺς χρησμούς. ἀσφαλῶς αὐτὴ ἡ ἀναρρίχησι καὶ ἀκροβασία ἦταν ταλέντο καὶ ΄΄χάρισμα΄΄ μερικῶν μόνο ἀγυρτῶν, εὐελίκτων στὴν ἐνόργανη γυμναστική, ἂς τὴν πῶ ἔτσι, οἱ ὁποῖοι καὶ γι̉ αὐτὸ ἀκριβῶς λέγονταν φαλλοβάται (κατὰ τὸ ΄΄ἀκροβάται΄΄) καὶ στυλῖται. αὐτὰ γράφουν μὲ πολὺ καμάρι καὶ καύχησι κι εὐλάβεια γι̉ αὐτοὺς καὶ γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς των καὶ γιὰ τὸ δημόσιο εὐνουχισμό τους καὶ γιὰ τὴ λαϊκὴ θρησκευτικὴ ὑστερία γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν κομμένων μελῶν τους τόσο οἱ ἄλλοι ποιηταὶ καὶ συγγραφεῖς τῆς ἀρχαιότητος ὅσο κι ὁ αὐλοκόλακας καὶ ὑποκινητὴς τοῦ ἀποσκλήρου καὶ ἀπανθρώπου διώκτου τῶν Χριστιανῶν Μάρκου Αὐρηλίου ἑλληνόγλωσσος Σύρος Λουκιανός. στὰ δὲ προχριστιανικὰ εἰδωλολατρικὰ καὶ σοδομιτικὰ ποιήματα τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας διάφοροι ποιηταὶ τοῦ Β’ καὶ Α’ π.Χ. αἰῶνος ἐξυμνοῦν αὐτοὺς τοὺς κιναίδους μοναχοὺς καὶ τὴ διεστραμμένη σεξουαλικὴ λύσσα τους.
     Αὐτὰ γιὰ τοὺς μοναχοὺς τὸ μοναχισμὸ καὶ τὰ μοναστήρια τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρίας. τὸ βρόμικο αὐτὸ εἰδωλολατρικὸ φαινόμενο ἔληξε, ὅπως εἶπα, γύρω στὸ 400 μ.Χ.. ὁ Λουκιανὸς (130 - 200 μ.Χ.) στὸ προειρημένο ἔργο του ἐμφανίζει καὶ τὴν ἀνομολόγητη κι ἀνέκφραστη καύχησί του ὅτι ΄΄τέτοια συγκλονιστικὰ μεγαλεῖα δὲν τὰ ἔχει ἡ ξενέρωτη πίστι τῶν ἀταλάντων Χριστιανῶν΄΄. κι ἐμένα ὁ σνομπισμός του αὐτὸς πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστι μοῦ ἀρέσει πολύ. τὸν θεωρῶ τεκμήριο ὑψηλῆς ἀξίας, ποὺ τὸ ἐξοικονόμησε ὁ Κύριος μὲ τὴν ἄπειρη σοφία του, ἐνώπιον τῆς ὁποίας κάμπτω τὰ γόνατά μου.
 
Μελέτες 7 (2010)