Γιὰ τὴ θρησκεία ὅταν γράφω, πρέπει πρῶτα ἀπ̉ ὅλα νὰ διευκρινίσω ὅτι δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν πίστι στὸ θεό. ὁ δεσμὸς τῶν Χριστιανῶν, καὶ τῶν πρὸ Χριστοῦ Ἰσραηλιτῶν, μὲ τὸ μόνο ὑπαρκτὸ θεὸ δὲν εἶναι θρησκεία˙ εἶναι πίστι. ἡ Χριστιανικὴ πίστι εἶναι συμφωνία καὶ συμβόλαιο μεταξὺ θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, τῶν Χριστιανῶν, ἡ μόνη αἰώνια καὶ σωτήρια ἀλήθεια. ἐκφράζεται καὶ διατυπώνεται στὴ θεόπνευστη Βίβλο, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. παίρνει τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ὁποίου ἐτυμολογικῶς εἶναι παράγωγο. καὶ ἔχει φορέα τὴν ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν καὶ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀσφαλῶς. ἡ Χριστιανικὴ πίστι εἶναι καὶ διδασκαλία καὶ προαίρεσι καὶ πνευματικὴ βασιλεία. ἐπαναλαμβάνω δὲν εἶναι θρησκεία, ὅπως δὲν ἦταν τέτοια οὔτε ἡ ἀτελὴς ἀλλ̉ ἀληθινὴ λατρεία τῆς Π. Διαθήκης. τόσο ἡ παλιὰ κι ἀτελὴς ὅσο καὶ ἡ νέα καὶ τέλεια πίστι στὸν ἀληθινὸ θεὸ στὴ Βίβλο δὲν λέγεται θρησκεία ποτέ. ἔξω καὶ ξένες ἀπὸ τὴν πίστι εἶναι ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ θρησκεία.
       Θρησκεία εἶναι ὅλες οἱ βλακεῖες καὶ παλαβομάρες ποὺ λὲν καὶ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅταν χάσουν ἢ κι ἐξ ἀρχῆς δὲν ἔχουν τὴν πίστι στὸν ἀληθινὸ θεὸ κι ἀπομακρυνθοῦν ἀπ̉ αὐτὸν ἢ δὲν τὸν ἔχουν γνωρίσει ποτέ. εἶναι τὸ ὑποκατάστατο τῆς πίστεως, καὶ ὑποκατάστατο πολὺ ἄσχημο κι ἀκάθαρτο. εἶναι ἡ κυριώτερη ὁμαδικὴ παράκρουσι φρενῶν καὶ λαϊκὴ ψυχοπάθεια. εἶναι δαιμονισμός. εἶναι δὲ ἡ θρησκεία καὶ τὸ ἐχθρικώτερο πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστι πρᾶγμα, πολὺ χειρότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καθ̉ ἑαυτήν, ἀκόμη καὶ τὴ βαρύτερη ἁμαρτία. οἱ θρῆσκοι, εἴτε Ἰουδαῖοι καὶ μουσουλμάνοι (= πεπτωκότες ἀπὸ τὴ Χριστιανικὴ ἢ προχριστιανικὴ πίστι) εἴτε εἰδωλολάτρες (= μὴ προσελθόντες στὴ Χριστιανικὴ πίστι ἢ μὴ γνωρίσαντες αὐτήν), ὑπῆρξαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες οἱ μόνοι διῶκτες καὶ δήμιοι καὶ βασανισταὶ τῶν Χριστιανῶν. στὴν πραγματικότητα οὐδέποτε ἄθεοι δίωξαν τὴ Χριστιανικὴ πίστι. τὴν πιὸ ἥσυχη ζωὴ πέρασαν οἱ Χριστιανοὶ ἀνάμεσα στὰ χρόνια 363-379, ὅταν βασίλευαν οἱ ἓξ αὐτοκράτορες, ποὺ ἦταν τυπικὰ εἰδωλολάτρες καὶ οὐσιαστικὰ ἄθεοι, ποὺ προτιμοῦσαν ὡς ἀξιωματούχους των καὶ ὑπαλλήλους τῆς κρατικῆς μηχανῆς των τοὺς Χριστιανοὺς ὡς ἀδιαφθόρους καὶ ἐμπίστους, ἐνῷ ἀπεχθάνονταν τοὺς δικούς των εἰδωλολάτρες ὡς φαύλους. αὐτοὶ ἐπανέφεραν ἀπὸ τὴν ἐξορία στὴ θέσι του τὸν Μ. Ἀθανάσιο, τὸν ὁποῖο εἶχαν διώξει κι ἐξορίσει οἱ τρεῖς προηγούμενοι αὐτοκράτορες, δύο ‘‘Χριστιανοὶ’’ καὶ ‘‘πάτρωνες τῆς ἐκκλησίας’’ κι ἕνας ἀνεψιὸς κι ἐξάδερφός τους φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ θεοπάλαβος. οἱ δὲ μετὰ τοὺς ἓξ ἀθέους πάλι ‘‘Χριστιανοὶ’’ αὐτοκράτορες καὶ ‘‘πάτρωνες τῆς ἐκκλησίας’’ πάλι εὐνόησαν τὴ δολοφονία τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου. στὸν πρῶτο ἀπὸ τοὺς ἓξ ἀθέους, ποὺ ἐπανέφερε τὸν Ἀθανάσιο, ὅταν τοῦ ἔγραψε ‘‘Ἐπίσκοπε, θέλω νὰ γίνω Χριστιανός’’, ὁ Ἀθανάσιος τοῦ ἀπάντησε˙ ‘‘Τέτοιος ποὺ εἶσαι, δὲν γίνεται νὰ γίνῃς Χριστιανός’’. κι ἐκεῖνος τὸν ἐκτίμησε ἄλλο τόσο. καὶ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο ὡς ἐπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως τὸν προστάτευε ἀπὸ τοὺς ‘‘Χριστιανοὺς’’ ἐχθρούς του ὁ ‘‘εἰδωλολάτρης’’ ἄθεος πρωθυπουργὸς Εὐτρόπιος˙ ὅταν ὁ Εὐτρόπιος δολοφονήθηκε ἀπὸ ἄλλον εἰδωλολάτρη θρῆσκο πρωθυπουργό, μετὰ ἀπὸ λίγο δολοφονήθηκε κι ὁ Χρυσόστομος ἀπὸ τοὺς ‘‘Χριστιανοὺς’’ αὐτοκράτορες καὶ ‘‘ἐπισκόπους’’. καὶ τρεῖς αἰῶνες πιὸ μπροστὰ ὁ ‘‘εἰδωλολάτρης’’ καὶ στὴν πραγματικότητα ἄθεος αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς (117-138) ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἐξέδωκε διάταγμα νὰ τιμωρῆται αὐστηρὰ ὅποιος καταγγείλῃ Χριστιανό, μόνο ἐπειδὴ εἶναι Χριστιανός, καὶ ἔκτισε σ̉ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία του αἴθουσες, γιὰ νὰ ἐκκλησιάζουν σ̉ αὐτὲς οἱ Χριστιανοὶ καὶ νὰ λατρεύουν τὸ θεό τους ἀνενόχλητοι, ἐνῷ οἱ εἰδωλολάτρες προέβαλλαν τὴν ἀντίρρησί τους, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν εἶναι ἄθεοι οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ λατρεύουν τάχα κάποιο θεὸ μέσα σὲ ναοὺς ἀνεικονικούς; γι̉ αὐτοὺς κάθε ἀνεικονικὸς ἦταν ἄθεος. αὐτοὶ οἱ πρῶτοι χῶροι τῆς χριστιανικῆς λατρείας ἔμειναν στὴν ἱστορία ὡς ἀδριάνειαἀδριάνεια συνακτήρια. τοὺς τὰ ἔκτισε μὲ δημόσιες δαπάνες ὁ ἄθεος Ἀδριανός. (πολλὲς παραπομπὲς γι̉ αὐτὰ ποὺ λέω σὲ ἀρχαῖες χριστιανικὲς καὶ μὴ χριστιανικὲς πηγὲς τόσο ἑλληνόγλωσσες ὅσο καὶ λατινόγλωσσες ἔχω στὸ σύγγραμμά μου ‘‘Ἐξωχριστιανικὲς μαρτυρίες γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Χριστιανούς’’, Θεσσαλονίκη 19951, Ἀθήνα 20002). καὶ οὐδέποτε στὴν ἱστορία τους οἱ Χριστιανοὶ καὶ ἡ ἐκκλησία τους πέρασαν τόσο ὄμορφα ὅσο ἐπὶ τῶν ἀθέων αὐτοκρατόρων. τὸ μάθημα αὐτὸ ἡ ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ τὸ λησμονῇ ποτέ. οἱ θρῆσκοι εἶναι πάντα διῶκτες καὶ δήμιοι, διότι εἶναι φρενοβλαβεῖς καὶ φθονεροί˙ φαρισαῖοι, χασιδίμ, ἰουδαῖοι, φιλόσοφοι, σταυροφόροι, ἱεροεξετασταί, ἰησουΐτες, ταλιμπάν, φενταγίν, μουτζαχεντίν, ἀγιατολάχ, μασόνοι, σίχ, καμικάζι, γεροντάδες˙ δολοφόνοι ἐν ὀνόματι τοῦ θεοῦ.
       Διαφέρει δὲ ἡ πίστι ἀπὸ τὴ θρησκεία ὅσο γίνεται νὰ διαφέρουν δυὸ ἄκρως ἀντίθετα πράγματα καὶ ἐχθρὰ μεταξύ τους. ἀντικειμενικῶς ἡ πίστι εἶναι τὸ ζητούμενο ποὺ ζητάει ὁ θεὸς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἐνῷ ἡ θρησκεία εἶναι ἐκεῖνο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν ἄρνησι τοῦ θεοῦ, ὅταν ἔχῃ παραφρονήσει, γιὰ νὰ γεμίσῃ τὴν κενὴ στὴν ψυχή του θέσι τοῦ ἀπορριφθέντος θεοῦ μὲ σκουπίδια τῆς ἐπινοήσεώς του. ὑποκειμενικῶς ἡ πίστι εἶναι ἰσόρροπη λειτουργία τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως καὶ σωφροσύνη, ἐνῷ ἡ θρησκεία εἶναι ἀνισορροπία καὶ παραφροσύνη, ἐκδήλωμα ψυχοπαθείας˙ τὸ κυριώτερο δεῖγμα λαϊκῆς ψυχοπαθείας.
       Ὁ πλησιέστερος πρὸς τὸν πιστὸ ἄπιστος εἶναι ὁ ἄθεος καὶ ἄθρησκος, ποὺ ὁμολογεῖ ὅτι δὲν πιστεύει οὔτε σὲ θεὸ οὔτε σὲ τίποτε τὸ μεταφυσικό, ἐνῷ ὁ πιὸ ἀπόμακρος ἀπὸ τὸν πιστὸ ἄπιστος εἶναι ὁ θρῆσκος, ὁ ὁποῖος οὐσιαστικὰ ἢ καὶ τυπικὰ εἶναι πάντοτε εἰδωλολάτρης καὶ πολύθεος, καὶ λατρεύει θεοὺς πλαστοὺς καὶ ψεύτικους, προσωποποιήσεις καὶ δικαιώσεις τῶν ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν του καὶ πράξεών του, καὶ θρησκεύει φανατικὰ κι ἐπικίνδυνα σὰν τρελλός. διότι ὅλα ὅσα κάνει γιὰ τοὺς λεγομένους ‘‘θεούς του’’ ἢ ‘‘ἥρωές του’’ ἢ ‘‘ἁγίους του’’ εἶναι ἐκδηλώματα τῆς φιλαυτίας του καὶ τῆς φρενοβλαβείας του. ὁ ἁπλῶς ἄθεος ἔχει ἁπλῶς ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν ψυχή του καὶ τὴ ζωή του τὸ θεῖο, χωρὶς καὶ νὰ ἔχῃ φτιάξει κανένα ὑποκατάστατο, ἐνῷ ὁ θρῆσκος μετὰ τὴν ἀφαίρεσι τοῦ πραγματικοῦ θεοῦ ἔχει προσθέσει στὸ κενό του, γιὰ νὰ τὸ στουπώσῃ, καὶ ὑποκατάστατο. ὁ ἄθεος, ποὺ διατηρεῖ τὸ κενό του κενό, ἐνδέχεται κάποτε ν̉ ἀναζητήσῃ τὸ θεό, διότι ὁ ἄνθρωπος φύσει ἀναζητάει τὸ θεῖο καὶ ἀπὸ κατασκευῆς ἔχει στὴν ψυχή του ὑποδοχὴ γιὰ τὸ θεό. ἐκτὸς αὐτοῦ μετὰ τὴν ἀποβολὴ τοῦ θεοῦ διατηρεῖ στὸν περίγυρο τῆς ὑποδοχῆς του τὴν ὀσμὴ τοῦ θεοῦ, ποὺ εἶναι κάποια δικαιοσύνη καὶ λογική. ἐκεῖνος ὅμως ποὺ γέμισε τὸ κενό του μὲ τὸ ὑποκατάστατο, οὐδέποτε θ̉ ἀναζητήσῃ τὸν πραγματικὸ θεό, ἐπειδὴ εἶναι ἤδη κορεσμένος καὶ στουπωμένος μὲ τὴ διάστροφη ἱκανοποίησί του. τὸ πάντοτε ἀκάθαρτο καὶ ἄδικο καὶ παράλογο ὑποκατάστατό του ἔχει δώσει στὸν περίγυρο τῆς ὑποδοχῆς τοῦ θείου δύσοσμο καὶ δηλητηριῶδες ἐμπότισμα. μισεῖ πλέον τὸν ἀληθινὸ θεὸ καὶ τοῦ θεοῦ τὸ θέλημα καὶ τοῦ θεοῦ τοὺς πιστούς˙ καὶ τοὺς φθονεῖ θανάσιμα καὶ δίπλα τους αἰσθάνεται κομπλεξικά, ὅπως ὁ Κάιν δίπλα στὸν Ἄβελ, καὶ τοὺς διώκει, καὶ γίνεται καὶ δήμιός τους.
       Ἀθεΐα ἀπὸ ἀθεΐα διαφέρει, καὶ κάθε ἀθεΐα ἔχει τὸ δικό της αἴτιο. ἄλλη εἶναι ἡ ἀθεΐα ὡρισμένων ἀρχαίων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίστηκαν ὡς ἠρέμα ἄθεοι, ὅπως οἱ Ἀναξαγόρας, Πρωταγόρας, Θουκυδίδης, Ἱπποκράτης, Ἀριστοτέλης, Μ. Ἀλέξανδρος, Θεόφραστος, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπὸ ἀηδία πρὸς τὴν περιρρέουσα βρόμικη καὶ βλακώδη θρησκεία, ἄλλη ἡ ἀθεΐα ὡρισμένων Γάλλων ἐπαναστατῶν ἢ Ῥώσων ἐπαναστατῶν, ἡ ὁποία προερχόταν ἀπὸ σκανδαλισμὸ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν πάπα Ῥώμης καὶ τὸ ἀκάθαρτο κι ἀπάνθρωπο περιβάλλον του ἢ ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο αὐλικὸ περιβάλλον τοῦ τσάρου τοῦ Ῥασποῦτιν καὶ τοῦ ῥωσικοῦ ἱερατείου, κι ἄλλη ἡ ἀθεΐα τῶν μαλθουσιανῶν ἢ δαρβινιστῶν ἢ φροϋδιστῶν ἢ μαρξιστῶν, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐσωτερικὸ ψυχικὸ κόσμο τῶν εἰσηγητῶν της, ποὺ ἐνωχλοῦνταν ἀπὸ τὴν ὕπαρξι τοῦ δικαιοκρίτου θεοῦ καὶ τὸ θέλημά του, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται στὴ Βίβλο. αὐτοὶ οἱ τελευταῖοι ‘‘ἄθεοι’’ δὲν εἶναι αὐθεντικοὶ ἄθεοι, ἀλλὰ κατ̉ οὐσίαν εἰδωλολάτρες μὲ θρήσκευμα τὴν ἰδεολογία καὶ ἰδεοληψία τους. ἂν λ.χ. δὲν ἦταν θρήσκευμα ὁ κομμουνισμός, οἱ κομμουνισταὶ δὲν θὰ διατηροῦσαν ταριχευμένα τὰ πτώματα τοῦ Λένιν καὶ τοῦ Στάλιν σὲ εἰδικὰ μουσεῖα - τεμένη μὲ τιμητικὴ - ἱερατικὴ φρουρὰ καὶ δὲν θὰ ἔστηναν εἰκόνες των γλυπτὲς καὶ χρωστικές, καὶ δὲν θὰ πραγματοποιοῦσαν πάνδημες προσκυνηματικὲς ἐκδρομὲς σ̉ αὐτὰ τὰ πτώματα καὶ σ̉ αὐτὲς τὶς εἰκόνες. οἱ αὐθεντικοὶ ἄθεοι καὶ ὑλισταὶ ἀμέσως μετὰ τὴ διαπίστωσι τοῦ θανάτου ἐκείνων θὰ πετοῦσαν τὰ πτώματά τους σὲ κάδους ἀπορριμμάτων, ὅπως πετοῦσαν καὶ τὰ μαλλιὰ ἐκείνων οἱ κουρεῖς καὶ τὰ κομμένα νύχια τους σὲ τέτοιους κάδους καὶ τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπριά τους στὶς ἀποχετεύσεις τῶν ἀποχωρητηρίων. θρησκεία ἀπὸ θρησκεία ὅμως κατ̉ οὐσίαν δὲν διαφέρει.
       Ὡς ἑλληνικὴ λέξι ἡ θρησκεία εἶναι λέξι ὀργιαστικὴ καὶ ἠχοποίητη ἀπὸ τὴν τελεστικὴ φασαρία τοῦ ὀργίου, κι ἔχει ἐτυμολογικὴ σχέσι μὲ τὶς λέξεις θρῆσκος θρῆνος θροῶ θριάσιος θρίαμβος θρίδαξ θριδακίνη θρᾷξ θύρσος καὶ μερικὲς ἄλλες ὁμόρριζες, ὅλες παραγόμενες ἀπὸ τὸν ἦχο θρ τῆς φασαρίας τοῦ ὀργίου. στὴ λατινικὴ ἡ θρησκεία λέγεται religio, χωρὶς νὰ ἔχῃ παράλληλη καταγωγὴ καὶ παραγωγή. ἔχει τὴ σημασία τοῦ ‘‘συνδέσμου’’ μιᾶς θρησκευτικῆς φατρίας ἢ κάστας. στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, τόσο τὶς λατινογενεῖς ἰταλικὴ γαλλικὴ ἱσπανικὴ κλπ., ὅσο καὶ τὶς λατινοβριθεῖς ἀγγλικὴ γερμανικὴ νορβηγικὴ καὶ ἄλλες, περάστηκε ὡς religioreligionreligione κλπ.. ὡς αὐτούσιος ὅρος, ὡς πρῶτο συνθετικό, καὶ ὡς συντομογραφία συναντᾶται ὡς religrel.
 
                                                                                         Μελέτες 2 (2008)