Ἡ ἱστορία τοῦ νομίσματος μοιάζει μ̉ ἐκείνη τῆς γραφῆς. ὅπως ἡ γραφὴ ἐπινοήθηκε σὲ ἀμνημόνευτα προϊστορικὰ χρόνια, ἀλλ̉ ἐξελισσόμενη ‘‘ἔπιασε τὴν καλὴ’’ σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ἱστορίας –τὴν πρώτη στιγμὴ βέβαια, διότι μὲ τὴν ‘‘καλὴ’’ ἐκείνη ἡ ἀνθρωπότης ἀπὸ τὴν προϊστορία μπῆκε στὴν ἱστορία–, ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνέλαβε τὸ φθόγγο, τὸ ἄτομο μέρος τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, καὶ ἡ γραφὴ ἔγινε ἀναγνώσιμη στοὺς αἰῶνες, χρήσιμη σ̉ ὅλες τὶς γλῶσσες, καὶ ἀσφαλὲς μέσο ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀπόντες καὶ τοὺς μεταγενεστέρους, ἔτσι καὶ τὸ νόμισμα ἐπινοήθηκε βαθμηδὸν ἀπὸ ἀμνημόνευτα προϊστορικὰ χρόνια, ἀλλ̉ ἐξελισσόμενο κι αὐτὸ ‘‘ἔπιασε τὴν καλὴ’’ σὲ μιὰ στιγμὴ τῆς ἱστορίας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος συνέλαβε τὴ λεγόμενη σήμερα ‘‘ὀνομαστικὴ ἀξία’’ τοῦ νομίσματος, ὁπότε τὸ νόμισμα ἀπὸ ἁπλὸ ἀνταλλάξιμο ἐμπόρευμα ἔγινε εἰδικὸς νόμος (νόμισμα) τοῦ κράτους, ἐγγύησι τοῦ κράτους ὑλοποιημένη σὲ σύμβολο μετάλλινο ἢ ἄλλης ὕλης. τὸ ἐκπληκτικὸ κι ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι καὶ τὶς δυὸ αὐτὲς μεγάλες ἐπινοήσεις, κατὰ τὶς ὁποῖες δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ‘‘ἔπιασε τὴν καλὴ’’ στὴν πνευματικὴ καὶ στὴν ἐμπορικὴ ἐπικοινωνία, τὶς ἔκανε τὴν ἴδια χρονικὴ στιγμὴ ὁ ἴδιος ἄνθρωπος˙ ὁ Μωϋσῆς γύρω στὸ 1500 π.Χ.
      Γιὰ τὴ διάκρισι τῶν δυὸ περιόδων τοῦ νομίσματος, τῆς προϊστορικῆς, ὅταν τὸ νόμισμα ἦταν ἁπλῶς ἐμπόρευμα, καὶ τῆς ἱστορικῆς, ὅταν ἔγινε κυριολεκτικὰ νόμισμα, θὰ λέω τὸ ἕνα ‘‘ἐμπορευματικὸ νόμισμα’’ καὶ τὸ ἄλλο ‘‘ὀνομαστικὸ νόμισμα’’.

 

      Ὅτι οἱ ἄνθρωποι στὴν ἀρχὴ ἀντάλλασσαν εἶδος μὲ εἶδος, ὑπολογίζοντας τὰ ἰσάξια πράγματα, λ.χ. 1 βόδι μὲ 1 ἄλογο, ἢ μὲ 3 γαϊδούρια, ἢ μὲ 5 πρόβατα, ἢ μὲ τροφὴ ἑνὸς μηνὸς γιὰ μιὰ οἰκογένεια, ἢ μ̉ ἐνδυμασία γιὰ μιὰ οἰκογένεια, αὐτό, ἐκτὸς τοῦ ὅτι συλλαμβάνεται μὲ μιὰ εὔλογη εἰκασία, φαίνεται κι ἀπὸ τὸ ὅτι καὶ στὶς ἡμέρες μας, σὲ καιροὺς πολέμων ἢ πρόσφατα μεταπολεμικούς, ὅταν τὸ νόμισμα καὶ ἰδίως τὸ χαρτονόμισμα δὲν εἶχε τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ, συναλλασσόμασταν μὲ αὐγὰ ἢ μὲ μονάδες βάρους σίτου˙ ἕως ὅτου τὸ νέο νόμισμα τοῦ νέου κράτους τοῦ μεταπολεμικοῦ, ἀνέκτησε σιγὰ σιγὰ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν συναλλασσομένων. διότι ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκριβῶς δεδομένη, ὅπως ἴσως νομίζουν οἱ ἄνθρωποι τῆς εἰρήνης, ποὺ δὲν γνώρισαν πόλεμο καὶ μεταπολεμικὴ κατάστασι. φαίνεται ὅμως καὶ σήμερα κάπως τὸ πόσο δύσκολα ἕνα νόμισμα ἀποκτᾷ ἢ ἀνακτᾷ τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν συναλλασσομένων στὴ διαφορὰ ἐμπιστοσύνης ποὺ ἔχουν δύο νομίσματα, τὸ νόμισμα μιᾶς σταθερῆς ἰσχυρῆς καὶ πλούσιας ἐπικρατείας καὶ τὸ νόμισμα μιᾶς ἐφήμερης ἀδύναμης καὶ φτωχῆς ἐπικρατείας. καὶ γενικῶς δὲν ὑπάρχουν στὴ γῆ δυὸ ἐπικράτειες, ποὺ τὰ νομίσματά τους ἔχουν ἀκριβῶς τὴν ἴση ἐμπιστοσύνη τῶν συναλλασσομένων. ὑπάρχει δὲ νόμισμα ποὺ ‘‘περνάει’’ –οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγαν δοκεῖ - δόκιμον– σ̉ ὅλη τὴ γῆ καὶ εἶναι καὶ περιζήτητο καὶ ἀποταμιεύσιμο, καὶ νόμισμα ποὺ ἔξω ἀπὸ τὴ χώρα του ‘‘δὲν περνάει’’ ποτὲ πουθενὰ καὶ μέσα στὴ χώρα του δὲν προτιμᾶται μπροστὰ στὸ ξένο ἰσχυρὸ νόμισμα. γενικῶς δὲ σὲ κάθε δυσημερία οἱ ἄνθρωποι, καὶ οἱ πιὸ προηγμένοι, ἔχουν τὴν τάσι νὰ στρέφουν τὰ νῶτα τους σ̉ ὁποιοδήποτε νόμισμα καὶ νὰ ἐπιστρέφουν στὴ συναλλαγὴ ‘‘εἶδος μὲ εἶδος’’. ἀκόμη καὶ μεταξὺ δυὸ διαδοχικῶν κυβερνήσεων τῆς ἴδιας ἐπικρατείας, νομιζομένων τῆς μιᾶς ἰσχυρῆς καὶ ἀξιοπίστου καὶ τῆς ἄλλης ἀδύναμης ἢ ἀναξιοπίστου, τὸ ἴδιο νόμισμα μπροστὰ στὸ εἶδος ἀνεβοκατεβάζει τὴν ἀξιοπιστία του καὶ φυσικὰ τὴν ἀξία του, κι αὐτὸ εἶναι ἕνα φαινόμενο ποὺ τὸ βλέπουμε κάθε μέρα. ὑπάρχουν δὲ βασικὰ εἴδη, ὅπως τὸ πετρέλαιο, ποὺ αὐξομειώνουν τὴν τιμὴ –κατ̉ οὐσίαν τὴν ἐμπιστοσύνη– ὅλων τῶν νομισμάτων, καὶ τῶν πιὸ ἰσχυρῶν. ἀνέκαθεν λοιπὸν καὶ μέχρι σήμερα τὸ εἶδος εἶναι τὸ πιὸ ἀξιόπιστο νόμισμα κι ὁ ῥυθμιστὴς τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ συνεπῶς τῆς ἀξίας ἑνὸς νομίσματος. αὐτὸ φαίνεται πιὸ ἔντονα στὰ ἰδιωτικὰ νομίσματα, τὶς λεγόμενες ‘‘μετοχές’’.
      Ἐπειδὴ τὰ ζῷα, τὰ ἐργατικὰ καὶ τὰ φαγώσιμα, ἦταν τὰ κυριώτερα κινητὰ ἀγαθὰ τοῦ προϊστορικοῦ ἀνθρώπου, γρήγορα ἡ νομισματικὴ χρῆσι τῶν εἰδῶν περιωρίστηκε σ̉ αὐτὰ καὶ σὲ κάποια εὐσυνάλλακτα προϊόντα τους ὅπως τ̉ αὐγὰ καὶ τὸ δέρμα. κυριώτερο ζῷο χρησιμοποιούμενο σὰ νόμισμα ἦταν τὸ βόδι, ζῷο ποὺ ἔδινε ἐνέργεια γιὰ τὸ ἄροτρο καὶ τὴν ἅμαξα, κρέας, δέρμα, κέρατα, γάλα καὶ τὰ γαλακτοκομικὰ προϊόντα, καὶ σὲ πολλὰ μέρη, ὅπως στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν Παλαιστίνη, ὑπῆρξε γιὰ χιλιετίες τὸ μεγαλείτερο ἰσχυρότερο καὶ κυριώτερο ζῷο, ἐπειδὴ ἀπουσίαζε ὁ ἵππος. ὅταν λέῃ στὴ Γένεσι (13,2) ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ἦταν πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ, ἐννοεῖ καὶ τὰ τρία ἀγαθὰ καὶ ὡς νομίσματα. κι ὁ Ὅμηρος στὴν Ἰλιάδα ἄλλοτε ἐκτιμάει κάποια τεύχεα ὡς χρύσεα ἑκατόμβοια καὶ χάλκεια ἐννεάβοια (Ζ 234-6), δηλαδὴ ‘‘ὅπλα χρυσᾶ ἀξίας ἑκατὸ βοδιῶν’’ καὶ ‘‘ὅπλα χάλκινα ἀξίας ἐννέα βιοδιῶν’’, ὅπου φαίνεται ὅτι ἔχει τὸ βόδι σὰ νόμισμα, ἄλλοτε λέει ὅτι σὲ κάποιο παζάρι οἱ πολιορκηταὶ τῆς Τροίας Ἀχαιοὶ ἀγόραζαν κρασὶ πληρώνοντας μὲ χαλκόν, σίδηρον, ῥινοὺς (δέρματα, ἐννοεῖ βοδινά), βόας (=βόδια), καὶ ἀνδράποδα(=δούλους), ὅπου ἀνάμεσα στ̉ ἄλλα νομίσματα συγκαταλέγει καὶ τὰ βόδια καὶ δυστυχῶς τοὺς ἀνθρώπους (Η 472-4), καὶ στὴ ῥαψῳδία Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ, ἐκτιμώντας ἕναν ἀμεταχείριστο χάλκινο λέβητα ὡς ἑνὸς βοδιοῦ ἀξίας, λέει˙ Λέβητ̉ ἄπυρον βοὸς ἄξιον (Ψ 885). ἀπὸ κεκτημένη συνήθεια σὲ χρόνια ἱστορικὰ οἱ Ἕλληνες ἔλεγαν βοῦν καὶ κάποιο ἀργυρὸ νόμισμά τους, πάνω στὸ ὁποῖο, ἀντὶ γιὰ τὸ σημερινὸ ἀριθμὸ ποὺ δείχνει τὴν ἀξία τοῦ νομίσματος, εἶχαν ἀνάγλυφο ἕνα βόδι, εἶχαν δὲ καὶ τὴν παροιμία Βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε (Θέογνις, 815-6 West. Αἰσχύλος, Ἀγ., 36-37. Πολυδεύκης 9,60-61˙ 73-74), ἤτοι ‘‘Βόδι πατάει πάνω στὴ γλῶσσα’’, ποὺ ἔχει τὸ νόημα ὅτι κάποιος πληρώθηκε, γιὰ νὰ κρατήσῃ τὸ στόμα του κλειστό.
      Ἔπειτα, ἐπειδὴ τὰ ζῷα τρῶνε καὶ σταβλίζονται, καὶ ἄρα ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν ἀξία τους, ἢ ἐργάζονται γεννοῦν κι ἀρμέγονται, ἄρα προσθέτουν στὴν ἀξία τους, κι ἐπειδὴ ὡς φαγώσιμα εἶναι στὴ συντήρησί τους μικρῆς ἀντοχῆς, ἰδίως τότε ποὺ δὲν ὑπῆρχαν ψυγεῖα, ἡ νομισματικὴ ἀξία τους περιωρίστηκε σὲ κάποια σταθερώτερα μέρη τους, ὅπως τ̉ αὐγά, τὰ δέρματα, τὰ κέρατα, τὰ ἐλεφαντόδοντα. αὐτὸ ἐκτὸς τοῦ ὅτι συλλαμβάνεται μὲ μιὰ εὔλογη εἰκασία, εἶναι ἐπὶ πλέον καὶ τεκμαρτό, διότι τὰ πρῶτα σῳζόμενα προϊστορικὰ κι ἐμπορευματικὰ μετάλλινα νομίσματα, τὰ τάλαντα, ἔχουν σχῆμα ἁπλωμένου δέρματος καὶ τὰ πρῶτα σῳζόμενα ὀνομαστικὰ μετάλλινα νομίσματα, τὰ λυδικὰ ἠλέκτρινα νομίσματα, ἔχουν σχῆμα καὶ μέγεθος αὐγοῦ περιστεριοῦ, καὶ στὴν Ἀφρικὴ καὶ τὴν Ἀσία μέχρι χθὲς γινόταν αὐτὸ ποὺ λέει γιὰ τοὺς λαούς των ὁ Ἡρόδοτος (3,97,3), ὅτι πλήρωναν μ̉ ἐλεφαντόδοντα, καὶ γύρω στὸ 1950 στὰ χωριὰ ψωνίζαμε πληρώνοντας μὲ νομίσματα ἀλλὰ καὶ μὲ αὐγά. ἀλλὰ καὶ ῥητῶς εἴδαμε προηγουμένως τὸν Ὅμηρο νὰ λέῃ ὅτι οἱ Ἀχαιοὶ ἀγόραζαν κρασὶ πληρώνοντας μὲ ῥινοὺς ἢτοι δέρματα βοδιῶν (Η 472-4. καὶ Πολυδεύκης 9,73).
      Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαπίστωσε ὅτι τὰ σχετικῶς πιὸ ἄφθαρτα ἐμπορεύματα εἶναι τὰ μέταλλα, ἰδίως χρυσὸς ἄργυρος χαλκός, περιώρισε κι ἄλλο τὴ νομισματικὴ χρῆσι σ̉ αὐτά. κι αὐτὰ ἔμειναν ἡ μακροχρονιώτερη κι ἐπικρατέστερη στὴ γῆ ὕλη νομίσματος, καθὼς χρησιμοποιοῦνται ὡς τέτοια ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ χρόνια μέχρι μὲν τὸν ΙΓ’ αἰῶνα ἀποκλειστικῶς, μέχρι δὲ σήμερα γιὰ τὶς μικρὲς ἀξίες τὶς ὄχι μεγαλείτερες ἀπὸ τρία ἐργατικὰ ἡμερομίσθια σὲ μιὰ χορτάτη χώρα. προτιμήθηκαν γενικῶς τὰ μέταλλα καὶ εἰδικῶς τὰ τρία προειρημένα μέταλλα γιὰ λόγους πρακτικούς˙ ἐπειδὴ εἶναι ἀνοξείδωτα ἢ σχεδὸν ἀνοξείδωτα, καὶ δὲν φθείρονται ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ τὶς συνθῆκες ἀποθηκεύσεως˙ δὲν χάνουν βάρος˙ ἀποθηκεύονται (θησαυρίζονται, ταμιεύονται) χωρὶς φόβο φθορᾶς καὶ ἀπωλειῶν καὶ χωρὶς μέριμνα συσκευασίας καὶ συντηρήσεως˙ δὲν ἐπηρεάζονται ἀπὸ πυρκαϊὲς καὶ ποντισμούς˙ μεταφέρονται εὔκολα ὡς μικρὰ καὶ ἄθραυστα˙ ἀποθηκεύονται στὸν ἐλάχιστο χῶρο˙ μποροῦν λόγῳ τῆς πολυτιμότητός των μὲ μικρὸ ὄγκο καὶ βάρος νὰ ἰσοφαρίσουν ἐμπορικῶς μεγάλες καὶ ὀγκώδεις ποσότητες τῶν ἄλλων ἐμπορευμάτων˙ καὶ μποροῦν ἀμέσως νὰ ἐπανέλθουν στὴν πρακτικὴ χρῆσι τους ὡς ὑλῶν γιὰ ὁποιαδήποτε κατασκευή. ἀποτελοῦν δὲ καὶ κλίμακα ἀξιῶν˙ ὁ χρυσὸς ἦταν γιὰ τὶς μεγάλες ἀξίες, ὁ ἄργυρος γιὰ τὶς μέσες, κι ὁ χαλκὸς γιὰ τὶς μικρές. ἡ ἐπιλογή τους δὲν ἦταν ἀπόφασι μιᾶς ὥρας κι ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ μακροχρόνια καταστάλαξι πείρας. τὸν Γ’ π.Χ. αἰῶνα οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς τοῦ Ἰνδοβακτριανοῦ Μακεδονικοῦ κράτους ἔκοψαν καὶ νικέλινα νομίσματα, καθὼς οἱ Ἕλληνες τότε μόλις γνώρισαν τὸν ἀνίωτον σίδηρον (= ἀνοξείδωτο σίδηρο), ὅπως ἔλεγαν τὸ νίκελ, τὸ ὁποῖο θεωροῦσαν πολύτιμο ὅσο καὶ τὸν ἄργυρο. ὁ σίδηρος στὸν Ὅμηρο, ὅπως φαίνεται στὸ προεκτεθειμένο χωρίο τῆς Ἰλιάδος (Η 473), χρησιμοποιήθηκε τότε στὴν Ἑλλάδα ὡς νόμισμα, ἐπειδὴ ἦταν ἀκόμη σπάνιος καὶ σὲ πολυτιμότητα μεταξὺ χρυσοῦ κι ἀργύρου. στὰ ἱστορικὰ χρόνια ὁ σίδηρος ὁ κασσίτερος καὶ οἱ δυὸ ἀρχαῖοι μπροῦντζοι, ὁ χαλκολίβανος ἢ κρατέρωμα(CuSn) κι ὁ ὀρείχαλκος(CuZn), χρησιμοποιήθηκαν γιὰ τὴν κοπὴ νομισμάτων σπανίως.
      Τὰ μέταλλα, ὅταν ἐπικράτησαν στὴ νομισματικὴ χρῆσι, ὡς ἐμπορευματικὰ νομίσματα ἀκόμη, κόβονταν σὲ τεμάχια, ζυγίζονταν, κι ἐπάνω σὲ κάθε τεμάχιο δέχονταν μὲ χαρακτικὴ ἢ ἐκτυπωτικὴ γραφὴ τὴν ἀριθμητικὴ ἢ τὴν παραπλήσια συμβολικὴ ἔνδειξι τοῦ βάρους των. ‘‘συσκευάζονταν’’ δηλαδὴ ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα ἐμπορεύματα καὶ μαρκάρονταν (ἐσφραγίζοντο), ὅπως τώρα στὴ συσκευασία τῶν ἐμπορευμάτων ἀναγράφεται τὸ βάρος των. αὐτὰ δείχνουν οἱ νομισματικοὶ ὅροι ποὺ κληρονομήθηκαν στὰ κείμενα ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἐποχή. τ̉ ἁπλᾶ ὀνόματα χρυσὸς ἄργυρος χαλκὸς (Γε 13,2˙ Ἔξ 25,3˙ Μθ 10,9) δείχνουν τὰ νομισματικὰ μέταλλα. τὰ παράγωγα ὀνόματα χρυσίον καὶ ἀργύριον δείχνουν τὶς ἀπ̉ αὐτὰ τὰ μέταλλα κατασκευὲς καὶ τὸ νόμισμα˙ τὸ χρυσίον δηλώνει καὶ τὸ κόσμημα, ἀλλὰ τὸ ἀργύριον δηλώνει σχεδὸν μόνο τὸ νόμισμα˙ γι̉ αὐτὸ προέκυψαν –μόνο ἀπὸ τὸ ἀργύριον– καὶ τὰ παράγωγα ἀνάργυρος φιλάργυρος φιλαργυρία ἀργυραμοιβὸς ἀργυρώνητος ἀργυρολογία ἀργυρολόγος ἀργυρολογῶ κλπ.. ὁ ἄργυρος εἶναι τὸ κατ̉ ἐξοχὴν νομισματικὸ μέταλλο. τὸ χαλκίον ὅμως σημαίνει μόνο τὸ σκεῦος˙ γιὰ τὸ νόμισμα λέγεται τὸ ἁπλὸ χαλκός (Ἔξ 25,3˙ Μθ 10,9).
      Οἱ ὅροι χρυσίον δόκιμον (Γ’ Βα 10,18˙ Α’ Πα 28,18˙ Β’ Πα 9,17), ἀργύριον δόκιμον (Α’ Πα 29,4˙ Ζα 11,13. Δημοσθένης, Πρὸς Λάκριτον, 24), καὶ ἀργύριον δόκιμον ἐμπόροις (Γε 23,16) δηλώνουν τὴν ἐγγυημένη γνησιότητα καὶ καθαρότητα τοῦ μετάλλου τῆς νομισματικῆς χρήσεως ποὺ εἶναι παραδεκτὴ ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους τοὺς πεπειραμένους στὸν ἔλεγχό του˙ τὸ δοκεῖ - δόκιμον γιὰ τὸ νόμισμα, ὅπως εἶπα, σημαίνει ὅ,τι καὶ τὸ σημερινὸ ‘‘περνάει’’, τὸ ἠλεγμένο, τὸ κοινῶς ἀποδεκτό. οἱ ὅροι ἀργύριονἀδόκιμον (Πρμ 25,4˙ Ἠσ 1,6) ἢ ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον (= μετὰ τὴν δοκιμὴν ἀπορριφθέν, Ἰε 6,30) δηλώνουν τὸ ἀργύριο ποὺ κατὰ τὸν ἔλεγχο βρέθηκε ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους καὶ χρηματιστὰς μὴ καθαρὸ καὶ μὴ παραδεκτό. στὴν Π. Διαθήκη οἱ ὅροι δόκιμος ἀδόκιμος ἀποδεδοκιμασμένος λέγονται πάντοτε γιὰ τὸ νομισματικὸ μέταλλο. ἀργότερα λέγεται καὶ νόμισμα ἀδόκιμον (Πλάτων, Νόμοι, 5 742a).
      Ὁ ὅρος ἀργύριον ἄξιον (Γε 23,9˙ Α’ Πα 21,22˙ 24. πρβλ. καὶ Ὅμηρον, Ψ 885 βοὸς ἄξιον) δηλώνει τὸ ἀργύριο ποὺ ἄγει, δηλαδὴ μπορεῖ νὰ ἰσοφαρίσῃ τὸ ἐμπόρευμα ποὺ ἀγοράζει, καὶ ἄγεται, δηλαδὴ ‘‘κυκλοφορεῖ’’, ‘‘περνάει’’, κρίνεται ‘‘δόκιμον’’.
      Οἱ ὅροι χρυσίου σταθμὸς (= ζυγισμένο βάρος χρυσίου), ἀργύριον ἐν σταθμῷ (= ἀργύριο ζυγισμένο), ἀργύριον ἐν ζυγῷ, ἀργύριον σταθήσεται (= θὰ ζυγιστῇ τὸ ἀργύριο, θὰ πληρωθῇ τὸ χρηματικὸ ποσό), καὶ ἔστησε (Γε 43,20˙ Β’ Βα 14,26˙ Α’ Πα 28,18˙ Ἰβ 28,15˙ Ἠσ 46,6) δηλώνουν τὸ ζύγισμα τῶν τεμαχίων τῶν μετάλλων. ἐννοεῖται ὅτι τὰ τεμάχια εἶχαν καθωρισμένο καὶ σταθερὸ βάρος, σὲ μονάδες πολλαπλάσια καὶ ὑποδιαιρέσεις φυσικά, σὰ νὰ λέμε κιλὸ δίκιλο μισόκιλο τέταρτο δέκατο κλπ.. ἡ φράσι τῆς Γενέσεως (43,20) τὸ ἀργύριον ἐν σταθμῷ ἐπεστρέψαμεν σημαίνει ‘‘ἐπιστρέφουμε τὰ χρήματα ζυγισμένα’’. ἡ πρωτόγονη αὐτὴ ἔκφρασι ὀφείλεται στὴν προϊστορικὴ ἀρχαιότητα τοῦ βιβλίου˙ διότι εἶναι γραμμένο κατὰ τὴν πρώτη ὥρα τῆς ἱστορίας˙ ἡ ἀνθρωπότης μπῆκε ἀπὸ τὴν προϊστορία στὴν ἱστορία μ̉ αὐτὸ τὸ βιβλίο. ἐξ ἄλλου καὶ τὰ πανάρχαια ὀνόματα τῶν νομισμάτων, τόσο τῶν ἐμπορευματικῶν καὶ προϊστορικῶν ὅσο καὶ τῶν ὀνομαστικῶν καὶ ἱστορικῶν, τάλαντον (Ἔξ 25,39˙ 39,1˙ 2˙ 7˙ Δ’ Βα 5,23˙ Μθ 18,24˙ 25,15. Ὅμηρος, Μ 433˙ Π 658˙ καὶ Τ 247˙ Ω 232. Αἰσχύλος, Ἱκ., 823. Ἡρόδοτος 2,18,2), μνᾶ (Γ’ Βα 10,17˙ Ἔσ 2,69˙ Νε 7,71. Ἡρόδοτος 2,180,2. Πολυδεύκης 9,56˙ 59), σίκλος - δίδραχμον (Γε 23,15˙ Ἔξ 30,23˙ 39,1˙ 2˙ Λε 5,15˙ Α’ Βα 9,8˙ 17,5˙ Β’ Βα 14,26. Ξενοφῶν, Ἀν. 1,5,6. Ἰώσηπος, Ἀρχ. 3,194), στατὴρ - τετράδραχμον (Ἰβ 42,11. Ἡρόδοτος 3,130,5. Θουκυδίδης 8,28,4. Πολυδεύκης 4,173˙ 9,57-58), δραχμή (Θεόφραστος, Ὀσμ., 17 κιναμώμουδραχμαὶδύο. Πολυδεύκης 9,59˙ 77), λίτρα (=ἀργότερα λίρα) (Πολυδεύκης 4,173) εἶναι πρῶτα ὀνόματα μονάδων βάρους κι ἔπειτα ὀνόματα νομισμάτων. πρῶτα ὡς μονάδες βάρους σήμαιναν τὸ βάρος τῶν τεμαχίων τῶν μετάλλων κι ἔπειτα κάθισαν ὡς ὀνόματα καὶ στὰ κέρματα τῶν ἐξελιγμένων νομισμάτων, χωρὶς νὰ παύσουν νὰ εἶναι καὶ σταθμά. αὐτὸ ἀσφαλῶς κατεβαίνει μέχρι ἐμᾶς ἀπὸ τὸ προϊστορικὸ ζύγισμα τῶν νομισμάτων. διάλεξα χωρία καὶ μὲ τὶς δυὸ σημασίες τοῦ κάθε ὅρου. σταθμὰ καὶ νομίσματα τόσο στὴν ἑβραϊκὴ ὅσο καὶ στὴν ἑλληνική, τὶς δυὸ ἀρχαιότερες στὴ γῆ καταγραμμένες γλῶσσες μὲ ἀναγνώσιμα ἀλφαβητικὰ κείμενα, ἔχουν τὶς ὀνομασίες κοινὲς καὶ ἀντίστοιχες. τὰ νομίσματα εἶναι ἐξέλιξι τῶν σταθμῶν. τάλαντον δὲ λέγεται ἀρχικὰ ὁ ζυγός, ἡ ζυγαριὰ (Ὅμηρος, Μ 433˙ Π 658. Αἰσχύλος, Ἱκ., 823), ἐξ οὗ καὶ ταλαντεύομαι, ταλάντωσις, καὶ Ἀταλάντη(= Ἀνεκτίμητη, καλλονὴ ποὺ δὲν πληρώνεται μὲ τίποτε). κι ἔπειτα τάλαντον λέχθηκε ἡ κανταριά.
      Οἱ ὅροι χρυσίον ἐπίσημον, ἀργύριον ἐπίσημον, χρυσίον ἄσημον, ἀργύριον ἄσημον(Ἡρόδοτος 9,41,3. Θουκυδίδης 2,13,3˙ 6,8,1. Ξενοφῶν, Κύρ. π. 4,5,40. Λουκιανός, Χάρων, 10. Παλλαδᾶς, Ἀνθ. παλ. 11,371,5-6) δηλώνουν ‘‘σημειωμένο’’ καὶ ‘‘μὴ σημειωμένο’’, ζυγισμένα δηλαδὴ τεμάχια χρυσοῦ ἢ ἀργύρου ποὺ φέρουν ἐπάνω τους γραμμένη τὴν ἔνδειξι τοῦ βάρους των (ἐπίσημον), καὶ ἀζύγιστα τεμάχια τῶν ἴδιων μετάλλων, μὴ νομισματικῆς χρήσεως, χωρὶς καμμία γραπτὴ ἔνδειξι (ἄσημον). στὸν ἄργυρο ὁ χαρακτηρισμὸς κάθισε ὡς ὄνομα ἄσημος (Ἰβ 42,11)˙ καὶ μέχρι σήμερα στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα λέμε τὸ μέταλλο αὐτὸ καὶ ἄργυρο καὶ ἀσήμι.
      Ὅπως οἱ πρῶτες χρωστικὲς σφραγῖδες ἦταν σφραγισμένα τετράγωνα καρτελλάκια, ποὺ κρέμονταν ἀπὸ τὰ ἔγγραφα μὲ κλωστή, κατ̉ ἀπομίμησι τῶν χρυσῶν, ἀργυρῶν, μολυβδίνων, καὶ κηρίνων σφραγίδων ποὺ κρέμονταν μὲ κλωστὴ (μήρινθον) ἀπὸ τὰ χρυσόβουλλα, ἀργυρόβουλλα, μολυβδόβουλλα, καὶ κηρόβουλλα, καὶ χρειάστηκαν δυὸ αἰῶνες, γιὰ νὰ τοὺς κόψῃ τοὺς λογίους ἀνθρώπους νὰ χτυποῦν τὶς χρωστικὲς σφραγῖδες κατ̉ εὐθεῖαν ἐπάνω στὸ ἔγγραφο, καὶ νὰ μὴν ἔχουν στὰ ἔγγραφα κρεμαστάρια, ποὺ κόβονται καὶ χάνονται˙ ὅπως τὰ πρῶτα αὐτοκίνητα ἦταν σὰν τ̉ ἀλογόκαρρα, καὶ χρειάστηκε ἕνας αἰώνας, γιὰ νὰ πάρουν τὸ σημερινὸ ἀεροδυναμικὸ σχῆμα˙ ὅπως τὰ πρῶτα τηλέφωνα εἶχαν μικρόφωνα κι ἀκουστικὰ σὰ σάλπιγγες, καὶ χρειάστηκε πάλι ἕνας αἰώνας, γιὰ νὰ γίνουν σὰν τὰ σημερινά˙ κι ὅπως τὰ γράμματα ἀπὸ ζωγραφιὲς ποὺ παρίσταναν μιὰ ἱστορία ἔγιναν τυπογραφικὰ στοιχεῖα σὲ 50 αἰῶνες˙ ἔτσι καὶ τὰ νομισματικὰ τεμάχια τῶν μετάλλων χρειάστηκαν πολλοὺς αἰῶνες, γιὰ νὰ γίνουν δισκία εὐσυσσώρευτα, ὅπως εἶναι τὰ σημερινὰ νομίσματα.
      Στὴν ἀρχὴ τὰ τάλαντα ἦταν σὰν ἁπλωμένα δέρματα, καὶ τὰ λυδικὰ νομίσματα ἦταν σὰν αὐγά. οἱ Λυδοὶ ὅμως πρῶτοι τὸν Ζ’ π.Χ. αἰῶνα, ἂν ὄχι λίγο πιὸ μπροστὰ οἱ Βαβυλώνιοι, πρᾶγμα ποὺ δὲν μαρτυρεῖται ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἰκασθῇ, σκέφτηκαν νὰ σφραγίσουν τὰ τεμάχια τῶν μετάλλων μὲ παραστάσεις˙ καὶ ἤξεραν λ.χ. ὅτι ὁ βοῦς εἶναι ἡ μονάδα, ἡ αἲξ τὸ μισό της, ὁ ἀλέκτωρ τὸ δέκατό της, τὸ στρουθίον τὸ ἑκατοστό της. διασώθηκαν κι ἀρχαϊκὰ ῥωμαϊκὰ νομίσματα, ‘‘ταινίες’’ μετάλλων, ποὺ παριστάνουν ἴσως λωρίδες δέρματος (ταλάντου), μὲ μιὰ μικρὴ παράστασι σὲ μιὰ γωνία τους. συνεχίζοντας τὸ συρμὸ τῶν παραστάσεων ποὺ παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Λυδοὺς οἱ Ἕλληνες στὶς ἀρχὲς τοῦ F’ π.Χ. αἰῶνος, ἔκαναν τὰ τεμάχια τῶν μετάλλων σόλους (=δίσκους˙ βλ. Ὅμηρον, Ψ 826-844) καὶ σφράγισαν τὴν παράστασι στὴ μία πλευρὰ τοῦ σόλου. μέχρι ἐδῶ ὁποιαδήποτε παράστασι νομίσματος εἶναι ἀπομίμησι τῆς παραστάσεως - σφραγῖδος τῆς σφενδόνης, δηλαδὴ τῆς ‘‘πέτρας’’ τοῦ δαχτυλιδιοῦ, ποὺ γιὰ τοὺς ἀρχαίους ἦταν σφραγίδα καὶ ὑπογραφή. στὰ τέλη τοῦ ἴδιου αἰῶνος οἱ Ἕλληνες πάλι ἄρχισαν πρῶτοι νὰ γράφουν ἐπάνω στὰ νομίσματα τὸ ὄνομα τοῦ κράτους, λ.χ. Αἰγινιτῶν, Κορινθίων, Ἀθηναίων, Μιλησίων, Συρακοσίων, ἢ τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος, λ.χ. Φείδωνος, Περιάνδρου, Κλεισθένους, Ἰσαγόρου, Διονυσίου. εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ ἐκδότου - ἐγγυητοῦ τοῦ νομίσματος, ἡ ‘‘ὑπογραφή’’ του. στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε’ π.Χ. αἰῶνος οἱ Ἕλληνες πρῶτοι γιὰ τρίτη φορὰ σκέφτηκαν νὰ σφραγίζουν καὶ διακοσμοῦν μὲ γράμματα καὶ παραστάσεις τοὺς σόλους (=δισκία, κόλλυβα, κέρματα) τῶν νομισμάτων καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ πλευρές. οἱ φτωχοὶ Ἕλληνες εἶχαν μόνο ἀργυρᾶ καὶ χάλκινα νομίσματα˙ χρυσὸ νόμισμα (λίρα) χρησιμοποιοῦσαν τὸ περσικό˙ ἡ Περσία ἦταν ἡ ‘‘πλανητάρχισσα’’ δύναμι. πρῶτοι χρυσᾶ ἑλληνικὰ νομίσματα ἔκοψαν τὸν Δ’ π.Χ. αἰῶνα ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν ‘‘πλανητάρχισσα’’ δύναμι τὴν Ἑλλάδα, οἱ Μακεδόνες βασιλεῖς Φίλιππος καὶ Ἀλέξανδρος, καὶ τὸν Γ’ π.Χ. αἰῶνα οἱ διάδοχοί τους, ὅπως εἶπα, ἔκοψαν καὶ νικέλινα. ὁ Μάρκο Πόλο στὸ βιβλίο του τὸν ΙΓ’ αἰῶνα ἀναφέρει πρῶτος ὅτι ὁ μεγάλος Μογγόλος ἡγεμόνας, τὸν ὁποῖο ὑπηρέτησε, ὁ Κουμπλάι Χάν, ἔκοβε, πρῶτος αὐτός, καὶ χαρτονομίσματα μὲ παράστασι τὸ ‘‘δρεπάνι τοῦ μεγάλου Χάν’’ (= τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀναλφαβήτου ἡγεμόνος) (κεφ. 64). στὴν Εὐρώπη πρῶτος ἔκοψε χαρτονομίσματα τὸ ΙΗ’ αἰῶνα ἕνας ὑπουργὸς τῶν Λουδοβίκων. καὶ σήμερα οἱ μεγαλείτερες ἀξίες εἶναι σὲ χαρτονομίσματα, οἱ δὲ μικρότερες σὲ μετάλλινα δισκία. ἀκόμη καὶ οἱ χρυσὲς λίρες ὅλες εἶναι σὲ ἀξία μικρότερες ἀπὸ κάποια χαρτονομίσματα, πολλαπλάσια τῆς μονάδος των φυσικά. στὸ μεταξὺ κατὰ τοὺς πέντε τελευταίους καὶ μετατυπογραφικοὺς αἰῶνες, μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη ἁλματώδη βιομηχανικὴ πρόοδο ποὺ δρομολόγησε ἡ τυπογραφία, καὶ τὰ μετάλλινα νομίσματα ἔγιναν ἀφ̉ ἑνὸς μὲ κράματα διαφόρων μετάλλων, πολὺ πιὸ προσφόρων γιὰ νομισματικὴ χρῆσι, καὶ ἀφ̉ ἑτέρου μὲ κοπὴ ἀκριβέστατη κι ἀπολύτως συμμετρικὴ καὶ πανομοιότυπη, ὥστε ἡ συσσώρευσι τῶν νομισμάτων καὶ ἡ συσκευασία τους νὰ εἶναι πολὺ τελειότερη.
      Αὐτὰ ὅλα ὅμως εἶναι ἐφευρέσεις μόνο τεχνικές, δευτερεύουσες δηλαδὴ καὶ τριτεύουσες, ὅπως τέτοιες εἶναι στὸ ἀλφάβητο ἡ πολὺ μετὰ Χριστὸν ἐπινοημένη κυρτὴ καὶ μικρογράμματη γραφή του ἔναντι τῆς εὐθύγραμμης καὶ μεγαλογράμματης. ἡ μεγάλη ἰδέα τοῦ ἀλφαβήτου δὲν εἶναι τὰ σκαριφήματα τῶν γραμμάτων, ποὺ καὶ μετὰ τὴν ἐφεύρεσί του ἁπλουστεύθηκαν καὶ βελτιώθηκαν, οὔτε βέβαια τὰ ὀνόματα τῶν γραμμάτων, ἀλλ̉ ἡ σύλληψι τοῦ φθόγγου, ὁ ὁποῖος δὲν ἀναλύεται περαιτέρω, εἶναι ἄτομη φωνή, μειώνει τὰ γράμματα στὸν ἐλάχιστο ἀριθμό, κάνοντάς τα στὸ ἔπακρο εὐμάθητα καὶ κοινόχρηστα, κάνει τὴ γραφικὴ παράστασι τοῦ λόγου ἀκριβέστατη, καὶ διαιωνίζει τὸ λόγο μόνον αὐτό. ἔτσι καὶ τοῦ νομίσματος ἡ κύρια καὶ ὑπέροχη φάσι δὲν εἶναι οὔτε ὁ προσδιορισμὸς τῶν μετάλλων ὡς νομισματικῆς ὕλης, ἡ ὁποία ἄλλωστε ξεπεράστηκε ἀπὸ τὸ χαρτί, οὔτε ἡ σημείωσι τῆς ἀξίας του, οὔτε ἡ δισκοποίησί του, οὔτε καὶ ἡ σημερινὴ ἀκριβέστατη δισκοποίησι ποὺ διευκολύνει τὴ συσσώρευσι καὶ τὴ συσκευασία τῶν κερμάτων σὲ ῥάβδους, ἀλλ̉ ἡ σύλληψι τῆς ἰδέας τῆς ‘‘ὀνομαστικῆς ἀξίας τοῦ νομίσματος’’.
      Ὀνομαστικὴ ἀξία εἶναι ἁπλῶς ὅτι μία χρυσῆ λίρα ἀξίζει μὲν ὡς μέταλλο 15 εὐρώπια ἢ δολάρια, ὡς νόμισμα ὅμως ἀξίζει 100 εὐρώπια ἢ δολάρια. κι αὐτὸ βέβαια συμβαίνει μὲ τὸ χρυσό, ποὺ ἔτσι κι ἀλλιῶς εἶναι πολύτιμο μέταλλο. τὰ ἄλλα νομίσματα ὅμως, ὅπως λ.χ. τὸ κέρμα τῶν δύο εὐρωπίων, ἂν τακοῦν καὶ πωληθοῦν ὡς μέταλλο, δὲν ἔχουν οὔτε τὸ ἕνα ἑκατοστὸ τῆς νομισματικῆς των ἀξίας. στὰ δὲ χαρτονομίσματα ἡ μὲν ἀξία τῆς ἐγγυήσεως φτάνει σὲ μεγάλα ὕψη, μέχρι λ.χ. κι ἕναν ἀξιόλογο μηναῖο μισθὸ τὸ χιλιάρικο τοῦ εὐρωπίου ἢ τοῦ δολλαρίου, τὸ δὲ χαρτὶ δὲν ἀξίζει ἀπολύτως τίποτε, ἀφοῦ οὔτε καὶ νὰ γράψῃς κάτι πάνω σ̉ αὐτὸ μπορεῖς οὔτε νὰ σφουγγίσῃς κάτι μ̉ αὐτό. ἡ ὀνομαστικὴ ἀξία εἶναι ἐκείνη ποὺ τὸ νόμισμα ἀπὸ κοινὸ ἐμπόρευμα τὸ ἔκανε θεσμό, νόμισμα.
      Αὐτὴ τὴν ὀνομαστικὴ ἀξία τοῦ νομίσματος τὴν ἐπινόησε ὁ Μωϋσῆς˙ καὶ τὴ θησαύρισε ὡς κληρονομία πολὺ ὑψηλῆς ἀξίας στὴν ἀνθρωπότητα μέσα στὸ βιβλίο τοῦ Νόμου του. ἀνευρίσκεται ἐκεῖ ποὺ ὁ Μωϋσῆς θεσπίζει τὶς εἰσφορὲς τῶν Ἰσραηλιτῶν στὸ ἱερατεῖο. τὸ ἱερατεῖο ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς δεκατρεῖς φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε τὸ σῶμα τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων πλὴν τοῦ στρατοῦ˙ οἱ ἄλλες δώδεκα φυλὲς ἦταν ἀγρότες καὶ στρατιωτικοὶ καὶ ὅλα τ̉ ἄλλα. οἱ τῆς ἱερατικῆς φυλῆς τοῦ Λευῒ ἦταν ἱερεῖς τῆς ἱερουργίας, δικασταί, δάσκαλοι καὶ καθηγηταὶ τῶν σχολείων –ὁ Ἰσραὴλ ἦταν ὁ μόνος λαὸς τῆς ἀρχαιότητος ποὺ εἶχε γενικὴ καὶ δημόσια ἐκπαίδευσι–, ὑγειονομικοὶ ἐπόπτες, ληξίαρχοι, μέρος τῶν δημογερόντων, κατηχηταὶ τοῦ λαοῦ στὰ τῆς πίστεως, μουσικοί, εἰσπράκτορες τῶν εἰσφορῶν τοῦ λαοῦ στὸ εἰδικὸ ταμεῖο, ποὺ ἦταν τὸ μοναδικὸ τοῦ ἔθνους, ὅταν δὲν ὑπῆρχε βασιλεὺς ἢ δικτάτωρ, θησαυροφύλακες καὶ διαχειρισταὶ αὐτοῦ τοῦ ταμείου, καὶ διοργανωταὶ τῶν ἐθνικῶν συνελεύσεων, ὅταν πάλι δὲν ὑπῆρχε βασιλεὺς ἢ δικτάτωρ, οἱ ὁποῖες εἶχαν χαρακτῆρα ἑορταστικό. αὐτοὶ λοιπὸν ἦταν οἱ μόνοι δημόσιοι λειτουργοὶ καὶ ὑπάλληλοι, ποὺ ζοῦσαν ἀπὸ τὸ κοινὸ ταμεῖο. ἐπειδὴ οἱ ἀμοιβές των ὡς εἰσφορὰ τοῦ λαοῦ προσδιωρίστηκαν στὸ Νόμο ὡς συγκεκριμένα ποσὰ εἰσφορῶν ἀριθμητικῶς δηλωμένα κι ἀναυξομείωτα στὸ παντελές, κι ἐπειδὴ ὁ Μωϋσῆς, ποὺ τὰ προσδιώρισε ἀριθμητικῶς, προέβλεψε τὴν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες διολίσθησι τῶν τιμῶν τῶν ἀγαθῶν καὶ τοῦ νομίσματος, γι̉ αὐτὸ προσδιώρισε καὶ τὸ ὕψος τῶν ἀμοιβῶν βάσει τῶν ἀναγκῶν τῶν ἀμειβομένων. κι αὐτὴ τὴν τιμὴ τὴν ἀνήγαγε σὲ σταθερὴ τιμὴ ἑνὸς εἰδικοῦ ἱερατικοῦ νομίσματος, ἡ ὁποία δὲν ἀκολουθοῦσε τὰ σκαμπανευάσματα τῶν τιμῶν τῶν ἐμπορευμάτων. τὸ ἱερατικὸ αὐτὸ νόμισμα, ὁσίκλοςὁἅγιος ὅπως λέγεται (Ἔξ 39,1˙ 2), δηλαδὴ ‘‘ἡ βακούφικη νομισματικὴ μονάδα’’, ἢ ὁσίκλοςτῶνἁγίων, ‘‘ἡ νομισματικὴ μονάδα τοῦ ναοῦ’’, δὲν ἀκολουθοῦσε τὶς περιπέτειες τοῦ λαϊκοῦ νομίσματος ἢ τῶν νομισματικῶν μετάλλων ἢ τῶν ἄλλων ἀγαθῶν ἢ τ̉ ὁποιοδήποτε ἡμερομίσθιο. τὸ λαϊκὸ νόμισμα λεγόταν σίκλοςχαλκοῦκαὶσιδήρου (Α’ Βα 17,5) κι ἀπὸ τὸ Δαυῒδ κι ἔπειτα σίκλοςβασιλικός (Β’ Βα 14,26), δηλαδὴ πολιτειακός, κοσμικός, λαϊκός, κρατικός. ὁ βασιλικὸς σίκλος διωλίσθαινε στὴν τιμή του ὅπως ὅλα τὰ νομίσματα τῆς γῆς καὶ τῆς ἱστορίας. ὁ ἅγιοςσίκλος ὅμως δὲν διωλίσθαινε˙ παρέμενε σταθερὴ ἀξία ἀπεξαρτημένη ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε ἐμπορευματικὴ ἀξία τοῦ μετάλλου του καὶ προσδιωρισμένη ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἱερατείου, οἱ ὁποῖες ἦταν αὐστηρὰ προσδιωρισμένες στὸ Νόμο καὶ ἀναλυόμενες σὲ ἁπλῆ στέγη, μετρημένη διατροφὴ κι ἐνδυμασία, καὶ κάποιες ἄλλες ἐπὶ μέρους ἐπίσης μετρημένες ἀνάγκες. ἔτσι ὁσίκλοςὁἅγιος σήμερα ἄξιζε 1 σίκλονβασιλικόν, αὔριο 2, μεθαύριο 0,5, τὴν τέταρτη 5. ὁ βασιλικὸς ἀνεβοκατέβαινε, ἐνῷ ὁ ἅγιος παρέμενε σταθερός. κι ἂν ὁ ἅγιος ὡς ὕλη ἄξιζε σήμερα 1, αὔριο 0,5, καὶ μεθαύριο 2 βασιλικοὺς σίκλους, αὐτὸς μετροῦσε πάντοτε ὡς ἀξία 1 σίκλου θεωρητικοῦ. αὐτὸ ὅμως εἶναι καὶ ‘‘ὀνομαστικὴ ἀξία νομίσματος’’, ἀξία θεωρητική, συμβολική, ἀπεξαρτημένη ἀπὸ τὴν ἐμπορευματικὴ ἀξία του ὡς ἁπλοῦ μετάλλου. βάσει αὐτῆς τῆς ὀνομαστικῆς ἀξίας μία λίρα σήμερα, ὅπως εἶπα, ὡς μέταλλο ἀξίζει 15 εὐρώπια, ὡς νόμισμα ὅμως ἀξίζει 100.
      Ἡ ἰδιότητα αὐτὴ τοῦ ἁγίουσίκλου οὐσιαστικὰ ἵδρυσε τὸ νόμισμα ὅπως τὸ ἀντιλαμβανόμαστε σήμερα. οἱ ἄλλες ἐξελίξεις εἶναι μόνο τεχνικὲς ἐξελίξεις τῆς κοπῆς τῆς σημάνσεως καὶ τῆς συσκευασίας. τὸ ‘‘νόμισμα’’ ἔγινε νόμισμα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔπαυσε νὰ εἶναι ἐμπόρευμα ἢ ἔστω βολικὸ ἐμπόρευμα, σεσημασμένο ἢ ἀπαρασήμαντο, κι ἔγινε ἐγγύησι, θεσμός, σύμβολο, ὀνομαστικὴ ἀξία. ἄρα ὁ ἐφευρέτης τοῦ ἀλφαβήτου Μωϋσῆς ἐφεῦρε καὶ τὸ νόμισμα.
 
Μελέτες 3 (2008)