Τὸ ὄρος Πίνδος ἀναφέρει γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Αἰσχύλος καὶ μετὰ ἀπ̉ αὐτὸν οἱ Πίνδαρος, Σοφοκλῆς, Ἡρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφῶν, Ἔφορος, Θεόπομπος, Ἀριστοτέλης, Ἑκαταῖος Ἀβδηρίτης, Καλλίμαχος, Θεόκριτος, Βεργίλιος, Στράβων, Ὀβίδιος, Πλίνιος, Ψευδορφεύς, Πτολεμαῖος, Σχόλια εἰς Θεόκριτον, καὶ Στέφανος Βυζάντιος1. μὲ τ̉ ὄνομα Πίνδος οἱ Αἰσχύλος, Πίνδαρος, Σοφοκλῆς, Ἡρόδοτος, Θουκυδίδης, Ἀριστοτέλης, κι Ἑκαταῖος Ἀβδηρίτης προσδιορίζουν τὸ ὄρος ἀπὸ τὸ ὁποῖο πηγάζουν οἱ ποταμοὶ Πηνειὸς καὶ Ἀχελῷος, κι αὐτὸ εἶναι τὸ συγκρότημα τῶν ὀρέων Λάκμου καὶ Ἀθαμανικῶν (Περιστεριοῦ καὶ Τζουμέρκων)˙ αὐτὸ οἱ ποιηταὶ τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς τὸ θεωροῦσαν σὰν τὴν ψηλότερη κορυφὴ τῆς ὀρεινῆς ἐνδοχώρας τῆς Ἑλλάδος. κατὰ τὰ ἑλληνορρωμαϊκὰ ὅμως χρόνια ὁ Στράβων καὶ οἱ μεταγενέστεροί του μὲ τ̉ ὄνομα Πίνδος ἐννοοῦν ὅλη τὴν ὀρεινὴ ἐνδοχώρα, δηλαδὴ ὅλο τὸ ὀρεινὸ συγκρότημα ποὺ λέμε Πίνδο καὶ σήμερα˙ καὶ προσδιώριζαν σὰν τὴν πιὸ ψηλὴ κορυφή της τὸ Βοῖον  Βόιον ὄρος, ἐννοώντας τότε τὸν σήμερα λεγόμενο Σμόλικα˙ καὶ δὲν ἔπεφταν ἔξω. ὁ Στράβων μάλιστα ἀναφέρει ὅτι πολλοὶ στὴν ἀρχαιότητα πίστευαν ὅτι ἀπὸ τὸ Βοῖον ἢ Σμόλικα κι ἀπὸ μερικὰ ἄλλα πολὺ ψηλὰ ὄρη τῆς Πίνδου μπορεῖ κανεὶς νὰ δῇ καὶ τὸ Αἰγαῖο καὶ τὸ Ἰόνιο πέλαγος, ἀλλ̉ ὁ ἴδιος τὸ θεωρεῖ ὑπερβολή. φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ὁρατότης σὲ τόση ἀπόστασι, ἀλλ̉ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ Σμόλικα ἄγονται ἀνεμπόδιστες εὐθεῖες μέχρι τὴν ἐπιφάνεια καὶ τῶν δύο πελαγῶν. αὐτὸ ποὺ ὁρίζεται σὰν Πίνδος ἀπὸ τὸ Στράβωνα μέχρι σήμερα εἶναι τὸ ὀρεινὸ συγκρότημα τῆς ἑλληνικῆς ἐνδοχώρας ποὺ ἀρχίζει στὸ βορρᾶ μὲ τὴ γραμμὴ Βόρας, Βέρνον (Βίτσι), Γράμμος, Βοῖον (Σμόλικας), Τύμφη, Πάπιγγον, Τσαμαντᾶς, καὶ τελειώνει στὸ νότο μὲ τὴ γραμμὴ Ἀσέληνον (Γκιώνα) καὶ Παρνασσός. οἱ δὲ 14 ψηλότερες κορυφές του, ποὺ ἔχουν ὑψόμετρο πάνω ἀπὸ 2.000 μέτρα εἶναι τὰ ὄρη Βόρας (2.524), Βέρμιον (2.052), Βέρνον (2.128), Γράμμος (2.520), Βοῖον ἢ Σμόλικας (2.637), Ἄσκιον (2.111). Τύμφη (2.497), Λάκμος (2.295), Ἀθαμανικὰ ὄρη (2.469), Τυμφρηστός (2.315), Βαρδούσια (2.437), Οἴτη (2.152), Ἀσέληνον ἢ Γκιώνα (2.510), καὶ Παρνασσός (2.457). ὁ Καλλίμαχος καὶ ὁ Ψευδορφεὺς ἐξυμνοῦν τῆς Πίνδου τὶς ψηλὲς κι ἀνεμοδαρμένες κορυφὲς (Πίνδου αἰπεινὰ κάρηνα, δυσαεῖς ἐσχατιαὶ Πίνδοιο) καὶ τὰ ὡραῖα φαράγγια (Πίνδος εὐάγκεια), ὁ δὲ Ἡρόδοτος κι ὁ Ξενοφῶν στὸν Κυνηγετικό του πληροφοροῦν τοὺς συγχρόνους των ὅτι στὴν Πίνδο ζοῦν σὲ μεγάλους ἀριθμοὺς λεοντάρια, πάνθηρες, παρδάλεις, λύγκες, ἀρκοῦδες, καὶ πολλὰ ἄλλα ἄγρια ζῷα. πράγματι ἐνῷ στὴ νότιο Ἑλλάδα τὰ λεοντάρια ποὺ ἀναφέρονται στὸν Ὅμηρο καὶ στὸ μῦθο τοῦ λέοντος τῆς Νεμέας ἢ ποὺ εἰκονίζονται στὰ ξίφη καὶ στὶς πύλες τῶν Μυκηνῶν ἐξαφανίστηκαν ἀπὸ τὸν Ζ’ π. Χ. αἰῶνα, στὴν Πίνδο ὑπῆρχαν μέχρι καὶ τὸ Β’ ἢ Γ’ μ. Χ. αἰῶνα, ὅταν ἐξαφανίστηκαν κι αὐτὰ ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη ἐξόντωσί τους στὶς ῥωμαϊκὲς θηριομαχίες. τὰ ψηφιδωτὰ δάπεδα τῆς Πέλλας εἰκονίζουν κυνήγι λεονταριῶν καὶ πανθήρων.
            Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν χωρίων τῶν 20 παραπάνω ἀρχαίων ποιητῶν καὶ συγγραφέων φαίνεται ὅτι τὸ ὄνομα Πίνδος δινόταν ἀρχικὰ σ̉ ἕνα μόνον ὄρος, τὸ Λάκμωνα (Περιστέρι), κι ἔπειτα μὲ τὴν αὔξησι τῆς γεωγραφικῆς γνώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου ἐπεκτάθηκε σ̉ ὅλο τὸ ὀρεινὸ συγκρότημα τῆς ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος. τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸ ὄνομα Ἀσία˙ πρῶτα λεγόταν Ἀσία μόνο ἕνα μικρὸ μέρος τῆς Μ. Ἀσίας στὰ παράλια τοῦ Αἰγαίου, ἔπειτα τὸ ὄνομα ἐπεκτάθηκε σ̉ ὅλη τὴ χερσόνησο ποὺ λέγεται σήμερα Μ. Ἀσία μέχρι τὴ Συρία καὶ τὴν Ἀρμενία, κι ἔπειτα σ̉ ὅλη τὴν ἤπειρο μέχρι τὴν Ἰαπωνία.
            Τοῦ ὀνόματος Πίνδος ἡ κατάληξι –ινδος χαρακτηρίζει λέξεις προελληνικὲς καὶ εἶναι πελασγική. σὲ –ινδος λήγουν τὰ προσηγορικὰ οὐσιαστικὰ κίνδος καὶ λίνδος, ποὺ εἶναι ὀνόματα φαγωσίμων φυτῶν τῆς μεσογειακῆς χλωρίδος˙ ἀνευρίσκονται καὶ τὰ δυὸ σὲ στίχο ἀπὸ τὸν Ἱπποτρόφο τοῦ Μνησιμάχου ποὺ διέσωσε ὁ Ἀθήναιος2 . τὸ κύριο Λίνδος ἀνευρίσκεται καὶ στὸν Νεῶν κατάλογον τῆς Ἰλιάδος3 σὰν ὄνομα τῆς γνωστῆς προελληνικῆς πόλεως τῆς Ῥόδου, τὸ δὲ Σίνδος ἀνευρίσκεται στὸν Ἡρόδοτο4 καὶ σ̉ ἄλλους μεταγενεστέρους σὰν ὄνομα πάλι προελληνικῆς πόλεως κοντὰ στὶς ἐκβολὲς τοῦ Ἀξιοῦ. ἴσως μάλιστα Σίνδος νὰ ἦταν καὶ τὸ προελληνικὸ (πελασγικὸ) ὄνομα τοῦ Ἀξιοῦ. τὴν ἴδια τέλος κατάληξι ἔχει καὶ ἡ προελληνικὴ πόλι Εὐρυβάλινδος, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι σύνθετο τοῦ Λίνδος. σ̉ αὐτὰ τὰ ὀνόματα ἐντάσσεται γλωσσικῶς καὶ τὸ Πίνδος, ποὺ εἶναι ὁπωσδήποτε προελληνικὸ ὅπως καὶ τ̉ ἄλλα ὁμοιοκατάληκτα.
            Τὸ θέμα Πινδ- συναντᾶται τοὐλάχιστο σὲ 5 ὀνόματα πάντοτε κύρια˙ Πίνδος, Πίνδασος, Πίνδαρος, Πινδένισσος, καὶ Πινδοῦσαι. κατὰ τὴν ἀρχαιότητα λέγονταν Πίνδος ἡ σημερινὴ Πίνδος, Πίνδος ὄρος τῆς Ἀρκαδίας στὴν Πελοπόννησο, Πίνδος ποταμὸς τῆς Περραιβίας, Πίνδος ἄλλος ποταμὸς τῆς Ἀρκαδίας, Πίνδος πόλι τῆς Περραιβίας ποὺ μαζὶ μὲ ἄλλες τρεῖς Ἐρινεόν, Βοῖον, καὶ Κυτίνιον, ἀποτελοῦσε τὴν τετράπολι ποὺ
προσδιώριζαν οἱ ἀρχαῖοι σὰ μητρόπολι καὶ κοιτίδα τῶν Δωριέων πρὶν ἀπὸ τὴν κάθοδό τους στὴ νότιο Ἑλλάδα5 ˙ καὶ Πίνδος ὁ μυθικὸς γιὸς τοῦ Μακεδόνος6 . δύο λοιπὸν ὄρη, δύο ποταμοί, μία πόλι, κι ἕνας ἄντρας ἔφεραν τὸ ὄνομα Πίνδος. Πίνδασος λεγόταν ἕνα ὄρος τῆς Ἀσίας κοντὰ στὸ Πέργαμο7 . τὸ ὄνομα Πίνδαρος εἶχαν 4 τοὐλάχιστον ἄντρες˙ ἕνας τύραννος τῆς Ἐφέσου τὸν F’ αἰῶνα8 , ὁ γνωστὸς λυρικὸς ποιητὴς τὸν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα, ἕνας Ἕλληνας γνώριμος τοῦ Κικέρωνος9 , κι ὁ ἀπευλεύθερος Ἕλληνας καὶ ὑπασπιστὴς τοῦ Κασσίου ποὺ ἔσφαξε στὴ μάχη τῶν Φιλίππων τὸν Κάσσιο μὲ ἐντολὴ τοῦ ἴδιου10 . ἡ Πινδένισσος, ὄνομα μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ προελληνικὴ κατάληξι –ισσος, ἦταν κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ καὶ τὴν ἑλληνορρωμαϊκὴ ἐποχὴ πόλι τῆς Κιλικίας11 , ποὺ θὰ εἶχε ἀσφαλῶς πάρει τὸ ὄνομα ἀπὸ κάποια πόλι τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἡ Ἔδεσσα καὶ ἡ Χαλκὶς τῆς Συρίας ἢ ἡ Πέλλα καὶ ἡ Πτολεμαῒς τῆς Παλαιστίνης. καὶ τ̉ ὄνομα Πινδοῦσαι ἐμφανίζεται σὰν τοπωνύμιο σὲ λατινικὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Καρχηδόνος12 . ὑπάρχει δηλαδὴ ἕνα ἅπλωμα ὄχι μόνο τοῦ θέματος Πινδ- σὲ ἄλλα ὀνόματα, πάντοτε κύρια καὶ γεωγραφικά, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ ὀνόματος Πίνδος σὲ ὄρη, ποταμούς, πόλεις, καὶ σὲ πρόσωπα, πάλι πάντοτε κύρια καὶ συνήθως γεωγραφικά.
            Τὸ ὄνομα Πίνδος στὰ κείμενα ἀνευρίσκεται καὶ στὰ 3 γένη˙ ὁ Πίνδος ἡ Πίνδος τὸ Πίνδον. ὁ Πίνδος ποταμὸς καὶ ἄντρας στοὺς Στράβωνα, Αἰλιανό, Σχολιαστὴ τοῦ Θεοκρίτου, καὶ Ἰωάννη Τζέτζη. Πίνδος ὄρος καὶ πόλι στοὺς Καλλίμαχο, Στράβωνα, καὶ Σχολιαστὴ τοῦ Πινδάρου. τὸ Πίνδον ὄρος στοὺς Θεόπομπο, Στράβωνα, Πτολεμαῖο, καὶ Στέφανο Βυζάντιο. μιὰ τέτοια χρῆσι τοῦ ὀνόματος καὶ στὰ 3 γένη, καθὼς καὶ τὸ ἅπλωμά του σὲ πρόσωπα, ὄρη, ποταμούς, καὶ πόλεις, ποὺ καλύπτουν ἐπίσης καὶ τὰ 3 γραμματικὰ γένη, δείχνουν ὅτι τὸ ὄνομα Πίνδος εἶναι κατ̉ ἀρχὴν ἐπίθετο, ποὺ οὐσιαστικοποιήθηκε ὅταν ἔγινε κύριο.
            Ὅλα δείχνουν ὅτι τὸ Πίνδος σὲ χρόνια προϊστορικὰ καὶ μάλιστα καὶ προελληνικὰ δὲν ἦταν ἀκριβῶς τὸ ὄνομα ἀλλ̉ ἐπωνυμία ποὺ συνώδευε τ̉ ὄνομα καὶ ποὺ ἀργότερα τὸ ἀντικατέστησε, ὅπως συμβαίνει καὶ σ̉ ἄλλες περιπτώσεις. σὰν ἐπίθετο ἦταν προφανῶς θρησκευτικὸ καὶ τελεστικό, ποὺ σήμαινε περίπου θεῖονἱερὸνἱερατικὸνἅγιον. ἱερὸνὄρος, ἱερὰπόλις, ἱερὸςποταμός, ἱερὸςἀνὴρἱερεύς. ὁ ἥρωαςΠίνδος φαίνεται ἀπὸ τὸ μῦθο του ἱερατικὸ πρόσωπο, καὶ τ̉ ὄνομα Πίνδαρος ἦταν προφανῶς ἐπίσης ἱερατικό. τὸ Πίνδασος φαίνεται σὰν ἄλλος τύπος διαλεκτικὸς τοῦ Πίνδος. συνεπῶς ὄρος Πίνδος πρέπει ἀρχικὰ νὰ σήμαινε περίπου ἹερὸνὌρος, ἍγιονὌρος.                        
    
_______________
                1. Aἰσχύλος, Ἱκ., 256-7. Πίνδαρος, Πυ. 1,64-66˙ 9,15-16. Σοφοκλῆς, στὸ Στράβωνα 6,2,4 (271). Ἡρόδοτος 1,56,3 (=Στέφανος Βυζ., λ. Δώριον)˙ 7,129,1˙ 9,43,1. Θουκυδίδης 2,102,2. Ξενοφῶν, Κυν. 11,1. Ἔφορος, στὸ Στράβωνα 5,2,4 (221). Θεόπομπος, στὸ Στέφανο Βυζ., Αἰθικία. Ἀριστοτέλης, Μετεωρ. 4,13 (350β). Ἑκαταῖος Ἀβδηρίτης, στὸ Στράβωνα 6,2,4 (271)˙ καὶ στὸ Στέφανο Βυζ., λ. Λάκμων. Καλλίμαχος, Δῆλ., 137-140˙ Δήμ., 81-82. Θεόκριτος, Θύρσις (=1), 67. Vergilius, Ecl. 10,11-12. Στράβων 7,7, 9˙ 7,8, (ἀποσπ. 6˙ 14˙ 15)˙ 9,4,12˙ 9,5,3˙ 9,5,11˙ 9,5,17˙ 9,5,19˙ 9,5,22˙ 10,2,1˙ (327˙ 329˙ 428˙ 430˙ 434˙ 437˙ 438˙ 440˙ 442˙ 449-450). Ovidius, Met. 2,225˙ 7,225. Plinius 2,30˙ 4,2. Ψευδορφεύς, Ἀργον., 379-381. Πτολεμαῖος, Γεωγρ., 3,13,6. Σχόλια εἰς Θεόκριτον 1,67. Στέφανος Βυζ., λ. Αἰθικία˙ Δώριον˙ Λάκμων.       
                2. Μνησίμαχος, Ἱπποτρόφ., στὸν Ἀθήναιο 9,67 (403d) (λίνδου, κίνδου, κίσθου, μίνθου).
                3. ΛίνδονἸηλυσόντεκαὶἀργινόενταΚάμειρον. Ὅμηρος, Β 656.
                4. Θέρμην καὶ Σίνδον τε πόλιν καὶ Χαλέστρην ἐπὶ τὸν Ἄξιον ποταμόν. Ἡρόδοτος 7,123,3.
               5. …Καὶ μέσοι Δωριεῖς. οὗτοι μὲν οὖν εἰσιν οἱ τὴν τετράπολιν οἰκήσαντες, ἥν φασιν εἶναι μητρόπολιν τῶν ἁπάντων Δωριέων, πόλεις δ̉ ἔσχον Ἐρινεὸν Βοῖον Πίνδον Κυτίνιον˙ ὑπέρκειται δ̉ ἡ Πίνδος τοῦ Ἐρινεοῦ, παραρρεῖ δ̉ αὐτὴν ὁμώνυμος ποταμὸς ἐμβάλλων εἰς τὸν Κηφισσὸν οὐ πολὺ τῆς Λιλαίας ἄπωθεν˙ τινὲς δ̉ Ἀκύφαντα λέγουσι τὴν Πίνδον. Στράβων 9,4,10 (427)˙ πρβλ. καὶ 9,5,11(434) (ὁ Ἀκύφας). οἱ Δωριεῖς, οἰκοῦντες πρότερον Πίνδον οὖσαν μίαν τῆς τετραπόλεως τῆς ἐν Περραιβίᾳ, ἀφικνοῦνται εἰς τὴν μεταξὺ Οἴτης καὶ Παρνασσοῦ Δωρίδα ἑξάπολιν οὖσαν. Σχόλια εἰς Πινδάρου Πύ. 1,121c (=1,66). Πίνδος ὄρος τῆς Ἀρκαδίας ἢ ποταμός˙ κατὰ δέ τινας ὄρος τῆς Περραιβίας ἐγγὺς θαλάσσης. Σχόλια εἰς Θεόκριτον 1,67. ἀκόμη κι ὁ Ἡρόδοτος, ὅταν προσδιορίζῃ σὰν κοιτίδα τῶν Δωριέων τὴν Πίνδον (1,56,2-3˙ 9,43,1), δὲν δείχνει σαφῶς ἂν ἐννοεῖ ὄρος ἢ πόλι.
                6. Λυκάονι τῷ βασιλεῖ τῆς Ἠμαθίας γίνεται παῖς ὄνομα Μακεδών,… τούτῳ δὲ ἄρα παῖς ἀνδρεῖος ἦν καὶ κάλλει διαπρεπὴς Πίνδος ὄνομα. Αἰλιανός, Π. ζῴ., 48. Ἰωάννης Τζέτζης, Ἱστ. 4, 334‒341.
                7. …Apollonia longeque clarissimum Asiae Pergamum. quod intermeat Selinus, praefuit Certius profusus Pindaso monte. Plinius 5,126.
                8. Πολύαινος, Στρατηγ. 6,50. Αἰλιανός, Ποικ. ἱστ. 3,26.
                9. Cicero, Ad Attic. 16,1,5 .
                10. Πλούταρχος, Βροῦτ. 43,7-8˙ Ἀντών. 22,4. Ἀππιανός, Ῥωμ. ἐμφύλ. 4,472. Δίων Κάσσιος 47, 46,5.
                11. Cicero, Ad famil. 2,10,3˙ 15,4,10˙Ad Attic. 5,20,1˙ 5,20,5˙ 6,1,9.
                12. Pindusae Torinus˙ Inscript. Carthag. 5876 CIL 2,945. 
 
* * *
 
 
            Τὴν παροῦσα ἐπιστημονικὴ εἰσήγησι - ἀνακοίνωσι ἔκανα στὸ Πανελλήνιο Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο γιὰ τὴν Πίνδο, τὸ ὁποῖο ἔγινε στὰ Γρεβενὰ στὶς 7 - 8 Αὐγούστου 1993. ὁ Γρεβενιώτης Σ. Σάκκος, ὁ ὁποῖος ἦταν στὴν ὀργανωτικὴ ἐπιτροπὴ τοῦ Συνεδρίου, μόλις εἶδε ὅτι εἶμαι σύνεδρος καὶ θὰ διαβάσω εἰσήγησί μου, σηκώθηκε καὶ ἐξαφανίστηκε˙ καὶ δὲν ξαναπάτησε στὸ Συνέδριο. συνέβη δὲ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ κιόλας τοῦ Συνεδρίου. τὴν εἰσήγησί μου ἐν τέλει τὴ διάβασα ‒καὶ καταχειροκροτήθηκα‒ χάρι στὴν ἀνυποχώρητη ἐπιμονὴ τοῦ Ἰωάννου Χασιώτου, καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Ἱστορίας τοῦ Α. Π. Θ., μὲ τὸν ὁποῖο μαζὶ ἤμασταν κάποτε καθηγηταὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ Γυμνασίου τοῦ Σ. Σάκκου. ἔπειτα ὁ τόμος τῶν Πρακτικῶν τοῦ Συνεδρίου, παρ̉ ὅλο ποὺ εἶχε ἀναγγελθῆ ὅτι θὰ ἐκδοθῇ ἀμέσως μετὰ τὸ Συνέδριο, ἄργησε νὰ ἐκδοθῇ πολλὰ χρόνια, καὶ ὅταν ἐκδόθηκε, δὲν εἶχε τὴν εἰσήγησί μου αὐτή. ὑπῆρχε ὅμως συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη τηλεοπτικὴ κάλυψι τοῦ Συνεδρίου ἀπὸ τοπικὸ κανάλι τῶν Γρεβενῶν, οἱ πολλοὶ Γρεβενιῶτες ποὺ μὲ γνώριζαν ἀπὸ πολλὰ χρόνια μὲ εἶδαν καὶ ἄκουσαν τὴν εἰσήγησί μου (ἔχουν διαβάσει καὶ τ̉ Ἀπομνημονεύματά μου καὶ τὰ φυλάγουν σὰν κειμήλιο καὶ μήτρα φωτοτυπήσεων), καὶ τέσσερες τοὐλάχιστον ἔχουν βιντεοκασσέττα τῆς ἐκπομπῆς στὸ σημεῖο ποὺ διάβαζα τὴν παροῦσα εἰσήγησί μου. μέσα στὴ βιντεοκασσέττα ἐμφανίζεται στὸ βῆμα μετὰ ἀπὸ μένα κι ὁ τότε δήμαρχος Γρεβενῶν γιὰ ἔκτακτη παρέμβασι, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τὴν ἔκπληξί του καὶ τὸ θαυμασμό του γιὰ τὴν εἰσήγησί μου αὐτὴ μὲ πολὺ ἐνθουσιασμό, κάτι ποὺ δὲν τὸ ἔκανε σὲ τέτοιο βαθμὸ γιὰ καμμιὰ ἄλλη εἰσήγησι στὸ Συνέδριο. τὸ κείμενο τῆς εἰσηγήσεως ἔχει ὑποβληθῆ τὸ 2000 καὶ στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ αὐτούσιο κι ἀναλλοίωτο κατὰ τὴν ὑποψηφιότητά μου ὡς ἀναπληρωτοῦ καθηγητοῦ στὴ θέσι τῆς κλασσικῆς φιλολογίας.     
 
                            
                                                                                                                                 Μελέτες 2 (2008)