Φιλολογία εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῶν κειμένων καὶ τῆς γλώσσης, καὶ φιλόλογοι οἱ ἐπιστήμονες ποὺ τὴν κατέχουν καὶ τὴν ἀσκοῦν. οἱ λαοὶ ποὺ ἐμφάνισαν γραμματεία, σὲ δεύτερο χρόνο ἐμφάνισαν καὶ φιλολογία. ἀρχαιότεροι τέτοιοι εἶναι κατὰ χρονικὴ σειρὰ οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Ἕλληνες, καὶ οἱ Ῥωμαῖοι.
       Στὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ἀρχαιότερος φιλόλογος ποὺ μαρτυρεῖται εἶναι ὁ Προναπίδης ὁ Ἀθηναῖος. ἔζησε γύρω στὸ 550 π.Χ., καὶ ἔργο του ἦταν ἡ ἐπὶ Πεισιστράτου ἐπιμελημένη ἔκδοσι τῶν Ὁμηρικῶν Ἐπῶν Ἰλιάδος καὶ Ὀδυσσείας (Σχολιαστὴς Διονυσίου Θρᾳκός, 6 GrammaticiGraeci 1,3,190-1. Cicero, Deorat. 3,34. Ἀνθολ. παλ. 11,442. Σούμμα, λ. Ὅμηρος). δὲν γνωρίζουμε τίποτε ἀπὸ τὴ δουλειά του, ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη κατὰ ῥαψῳδία καὶ στὴ γλῶσσα, ὅπως μᾶς σῴζονται σήμερα, εἶναι ἐπιλογὴ τοῦ Προναπίδου.
       Φιλόλογος μετὰ τὸν Προναπίδη ἦταν τὸν Ε΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ φυσικὸς φιλόσοφος Δημόκριτος, οἱ ῥητοροδιδάσκαλοι Τισίας καὶ Κόραξ, καὶ οἱ σοφισταὶ Πρωταγόρας, Πρόδικος, καὶ Γοργίας (Διογένης Λαέρτ. 9, 49· 52). κι ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτῶν περισώθηκαν λίγα ἀποσπάσματα καὶ λίγες εἰδήσεις.
       Μεγάλος φιλόλογος καὶ οὐσιαστικὰ ἱδρυτὴς τῆς φιλολογίας καὶ μάλιστα τῆς γραμματολογίας καὶ τῆς κριτικῆς κειμένων εἶναι τὸν Δ΄ π.Χ. αἰῶνα ὁ Ἀριστοτέλης. ἔκανε τὴν κριτικὴ ἔκδοσι τῶν δυὸ Ὁμηρικῶν Ἐπῶν, τὴν ἐκ τοῦ νάρθηκος διόρθωσιν· λέγεται ἔτσι, ἐπειδὴ ὁ Μ. Ἀλέξανδρος, γιὰ χάρι τοῦ ὁποίου τὴν ἔκανε, τὴ φύλαγε σ’ ἕναν πολύτιμο νάρθηκα (=κουτί), λάφυρο ἀπὸ τ’ ἀνάκτορα τοῦ Δαρείου. ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἔκδοσι κατάγεται τὸ σημερινὸ κείμενο τοῦ Ὁμήρου (Στράβων 13,1,27 (594). Πλούταρχος, Ἀλέξ. 8,2). ἀπὸ τὰ φιλολογικὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους σῴζονται δυό, ἡ Ῥητορικὴ καὶ τὸ Περὶ ποιητικῆς.
       Μετὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἶναι οἱ μεγάλοι Ἀλεξανδρινοὶ φιλόλογοι, μεγαλείτεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶναι κατὰ μὲν τ’ ἀλεξανδρινὰ χρόνια οἱ Ζηνόδοτος Ἐφέσιος, Καλλίμαχος Κυρηναῖος, Ἐρατοσθένης Κυρηναῖος, Ἀριστοφάνης Βυζάντιος, Ἀρίσταρχος Σαμόθρᾳξ, Κράτης Μαλλώτης (τῆς σχολῆς τοῦ Περγάμου) καὶ Διονύσιος Θρᾷξ, κατὰ δὲ τὰ ἑλληνορρωμαϊκὰ οἱ Ἀπολλώνιος Δύσκολος καὶ Ἡρῳδιανός, πατέρας καὶ γιός. οἱ ἓξ πρῶτοι ἦταν κυρίως ὁμηρισταί, καὶ σ’ αὐτοὺς ὀφείλουμε τὰ Ὁμηρικὰ Ἔπη κατὰ λέξι, ἐνῷ στὸν Ἀριστοτέλη κατὰ στίχο. τὸ σημερινό τους κείμενο δηλαδὴ πέρασε διαδοχικῶς ἀπὸ τὴν κριτικὴ ἐπιμέλεια τοῦ Προναπίδου, τοῦ Ἀριστοτέλους, καὶ τῶν ἓξ Ἀλεξανδρινῶν, καὶ κυρίως τοῦ Ζηνοδότου, τοῦ Ἀριστοφάνους, καὶ τοῦ Ἀριστάρχου. ὁ Διονύσιος εἶναι ὁ θεμελιωτὴς καὶ πρῶτος συντάκτης τῆς ἑλληνικῆς γραμματικῆς. μέρη τοῦ λόγου, γένη, κλίσεις, ἀριθμοί, πτώσεις, πρόσωπα, συζυγίες, φωνές, ἐγκλίσεις, χρόνοι ὡς ἔννοιες καὶ ὡς λέξεις - ὅροι εἶναι ὅλα δικά του. ὅταν λέμε οὐσιαστικόν, ἀντωνυμία, ῥῆμα, οὐδέτερον, δευτέρα κλίσις, πληθυντικός, ὀνομαστική, δοτική, τρίτον πρόσωπον, πρώτη συζυγία, ἐνεργητικὴ φωνή, ὑποτακτική, ἀπαρέμφατον, ἐνεστώς, παρακείμενος, καὶ ἄλλα τέτοια, εἶναι ὅλα τοῦ Διονυσίου. κατ’ οὐσίαν θεμελίωσε καὶ τὶς γραμματικὲς ὅλων τῶν κλιτῶν γλωσσῶν, ἐν μέρει δὲ καὶ τῶν ἀκλίτων. ὁ Ἀπολλώνιος κι ὁ Ἡρῳδιανὸς προχώρησαν σὲ πιὸ προηγμένα γραμματικὰ συντακτικὰ καὶ γλωσσολογικὰ ζητήματα. ὁ Ἡρῳδιανὸς διατύπωσε πληρέστερα ἀπ’ ὅλους τὸ βασικὸ κανόνα τῆς συνθέσεως τῶν ῥημάτων, τὸν ὁποῖο ἄλλοι ὠνόμασαν «χρυσὸ κανόνα τοῦ Scaliger», ἀλλ’ ὅπως ἀπέδειξα (Βασικὸς κανόνας τῆς συνθέσεως τῶν ῥημάτων, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 56-66), πρέπει νὰ λέγεται «χρυσὸς κανόνας τοῦ Ἡρῳδιανοῦ».
     Μεγάλοι φιλόλογοι ἐμφανίστηκαν καὶ κατὰ τὰ βυζαντινὰ χρόνια, ὅπως οἱ Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἡσύχιος, Φώτιος, Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης ὁ μέγας ὁμηριστής, Γεώργιος Χοιροβοσκός, καὶ οἱ ἀνώνυμοι συντάκτες τῶν σχολίων στὰ κείμενα ἀρχαίων ποιητῶν καὶ συγγραφέων, καὶ λεξικογράφοι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσης ποὺ ἔζησαν μεταξὺ Β΄ καὶ ΙΒ΄ αἰῶνος.
      Ἡ ὅλη ἐπιστήμη τῆς φιλολογίας στὴν ἀρχὴ λεγόταν γραμματικὴ (Ἀριστοτέλης, Τοπ. 6,4 142β) κι ἔπειτα ὠνομάστηκε φιλολογία. στὸν καιρὸ ποὺ λεγόταν γραμματικὴ ἔδωσε τὸν πρῶτο ὁρισμό της ὁ μεγάλος φιλόλογος καὶ μαθηματικὸς Ἐρατοσθένης λέγοντας· Γραμματική ἐστιν ἕξις παντελὴς ἐν γράμμασιν (στὸ Σχολιαστὴ τοῦ Διονυσίου Θρᾳκός, Τέχνη γραμμ. 1 GG 1,3,160). ἀργότερα κι ὁ Διονύσιος ὁ Θρᾷξ ἔδωσε στὴν ἀρχὴ τῆς Γραμματικῆς του τὸν παρόμοιο ὁρισμὸ Γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων (Τέχνη γραμμ., GG 1,1,5. πρβλ. καὶ τὸ Σχολιαστή του GG 1,3,3· 7). ἡ λέξι φιλολογία συναντᾶται βέβαια καὶ στοὺς θύραθεν ἀρχαίους, ἀλλὰ σημαίνει ἁπλῶς τὴν ἀγάπη γιὰ συζητήσεις (Πλάτων, Θεαίτ. 146a. Ἰσοκράτης, Π. ἀντιδόσ., 296. Cicero, Epist. adfamil. (Tironi) 16,21,4. Ἀρριανός, Ἐπικτ. διατρ. 4, 4, 1. Ἀθήναιος 12,69 584a). ὡς ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, ποὺ λέγεται σήμερα ἔτσι, εἶναι ὅρος χριστιανικός. μέσα στὴν Κ. Διαθήκη τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, πρῶτα στὴν προφορικὴ μορφή του κι ἔπειτα στὴ γραπτὴ (=Κ. Διαθήκη), λέγεται Λόγος (Πρξ 1,1· 8,4· 14,25· 17,11· Γα 6,6 · Ττ 3,8· Β΄ Τι 4,2· Α΄ Πε 2,8· 3,1). ἤδη πρὸ τοῦ 100 μ.Χ. ἡ ὀνομασία ἐπεκτάθηκε σ’ ὅλη τὴ Βίβλο, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη. ἔτσι κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνες ἡ Ἁγία Γραφὴ λεγόταν κυρίως Λόγος. γι’ αὐτὸ ὁ ἀναγνώστης κι ὁ ἐπιστήμων τῆς Γραφῆς λεγόταν φιλόλογοςφιλολογεύς, ἡ δὲ ἀνάγνωσί της καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ σπουδή της λεγόταν φιλολογία κι ἐκφραζόταν μὲ τὸ ῥῆμα φιλολογῶ (Κλήμης Ἀλ., Παιδ. 2, 9. Ὠριγένης, Σειραὶ εἰς Ἰωάν., ἀπόσπ. 59). κι ἔτσι ἀπὸ τότε κάθισε στὴν ἐπιστήμη αὐτὴ τῶν κειμένων καὶ τῆς γλώσσης τὸ ὄνομα φιλολογία, ποὺ ἐπεκτάθηκε βέβαια καὶ στὰ ἐξωβιβλικὰ καὶ στὰ μὴ χριστιανικά.
      Ὁ φιλόλογος κατὰ τὴν ἀρχαιότητα λεγόταν γραμματικὸς – στὴ Βίβλο γραμματεὺς φιλόλογος σοφιστὴς σχολαστικός. μὲ τὰ τρία πρῶτα ὀνόματα δηλώνεται ὁ ἐπιστήμων, μὲ τὰ δυὸ ἄλλα ὁ διδάσκαλος.
     Τὴ φιλολογία καλλιέργησαν καὶ οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὴ βιβλικὴ γραμματεία τους, πρὶν ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, καὶ οἱ Ῥωμαῖοι γιὰ τὴ λατινικὴ γραμματεία τους, μετὰ τοὺς Ἕλληνες.
      Μιὰ γραμματεία διακρίνεται πάντοτε σὲ τέσσερες τομεῖς· σέκρετον, ἐπιστήμη, λογοτεχνία, δημοσιογραφία· αὐτὴ εἶναι πάντοτε ἡ χρονικὴ σειρὰ ἐμφανίσεως τῶν τομέων. προχριστιανικὴ γραμματεία ἀλφαβητικὴ καὶ ἀναγνώσιμη ἀνέπτυξαν μόνο τρία ἔθνη· Ἑβραῖοι Ἕλληνες Ῥωμαῖοι. ἡ φιλολογία εἶναι ἡ ἐπιστήμη τῆς γραμματείας καὶ τῆς γλώσσης. οἱ κύριοι κλάδοι της εἶναι πέντε· ἀρχαιογραφία (= ἐπιγραφική, παπυρολογία, παλαιογραφία, διπλωματική), κριτικὴ κειμένου, ἑρμηνευτική, γραμματολογία, καὶ γλωσσολογία. ἡ ἐπιστήμη τῶν βιβλικῶν κειμένων εἶναι σπουδαία, ὅταν εἶναι μιὰ εἰδικὴ φιλολογία ἄρτια καὶ προηγμένη. ὅταν δὲν εἶναι τέτοια φιλολογία, ἀλλὰ τυρβάζεται περὶ ἄλλα, δὲν προσφέρει τίποτε καὶ διατρέχει τὸν κίνδυνο νὰ γίνῃ μόνο μιὰ ἐπικίνδυνη φλυαρία θρησκομανῶν.
 
 

Μελέτες 1 (2008)