Ἡ ἐποχή μας εἶναι μιὰ ἐποχὴ μὲ ἰδιαίτερα πολλοὺς ψυχοπαθεῖς ἰδίως στὶς ὑλικῶς εὐημεροῦσες κοινωνίες, ὅπου ὁ ἕνας στοὺς τρεῖς ἀνθρώπους εἶναι γόνος καὶ παιδαγώγημα διεζευγμένων γονέων καὶ διεζευγμένος ὁ ἴδιος κι ὁ ἕνας πάλι στοὺς τρεῖς, περίπου ὁ ἴδιος μὲ τὸν προηγούμενο, ἔχει τὸ μόνιμο ψυχίατρό του˙ καὶ ταυτόχρονα λόγῳ τῆς οἰκονομικῆς εὐμαρείας ἔχει τὸν τρόπο νὰ ἐκφρασθῇ δημοσίως, ἂν ὄχι ῥαδιοφωνικῶς ἢ τηλεοπτικῶς, τοὐλάχιστο τυπογραφικῶς. μὲ τὸ εἰσόδημα ἑνὸς μηνός, ποὺ μπορεῖ καὶ στοὺς φτωχοὺς νὰ ἐξοικονομηθῇ ὡς περίσσευμα μέσα σ’ ἕνα ἔτος, μπορεῖ νὰ ἐκτυπώσῃ τὴ φυλλάδα του. μπορεῖ ὅμως πολλὲς φορὲς νὰ πῇ ὅ,τι θέλει καὶ σ’ἕνα τηλεφώνημά του σὲ ῥαδιόφωνο ἢ τηλεόρασι ἢ σὲ μιὰ ἑκούσια συμμετοχή του σὲ τέτοια ἐκπομπή, γελοιοποιητικὴ γι’ αὐτὸν ἀλλὰ καὶ περιζήτητη ἀπ’ αὐτὸν γιὰ μιὰ ΄΄ἐκτόνωσί του΄΄ καὶ περιζήτητη ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους ἐκπομπῶν ὡς θέαμα περίεργο διασκεδαστικὸ καὶ ἰδιαιτέρως κερδοσκοπικό. γι’ αὐτὸ ταυτόχρονα πάλι ἡ ἐποχή μας εἶναι ὑπερβολικὰ μπουκωμένη ἀπὸ ἀναγνώσματα ἀκούσματα καὶ θεάματα. μοιάζει μὲ αἴθουσα πολλῶν τρελλῶν ποὺ φωνάζουν ὅλοι μαζὶ ἀνταγωνιζόμενοι πολὺ φθονερὰ πῶς ν’ ἀκουστῇ ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἄλλους. ἀπεχθάνονται ν’ ἀκοῦν καὶ ἔχουν κάψα ν’ ἀκουστοῦν. αὐτὸ συνετέλεσε στὸ νὰ ἐμφανιστῇ ἀπὸ καὶ γιὰ τοὺς κουρασμένους καὶ μπουκωμένους καὶ ἡ ἐκφραστικὴ ἀσάφεια τόσο στὸ γραπτὸ καὶ προφορικὸ λόγο ὅσο καὶ στὶς εἰκαστικὲς τέχνες˙ ἡ ΄΄θολοκουλτούρα΄΄ ὅπως λέγεται κοινῶς ἡ ἐκφραστικὴ ἀσάφεια ἔχει κυρίως τέσσερα αἴτια˙ ἕνα ψυχικὸ καὶ γενεσιουργὸ καὶ τρία σκοπιμότητος.
     1. Τὸ ψυχικὸ καὶ γενεσιουργὸ αἴτιο εἶναι ὁ ταραγμένος καὶ ἀνισόρροπος ψυχικὸς κόσμος τοῦ γράφοντος. τὰ γραπτά του εἶναι στὴν πραγματικότητα λογόρροια ἢ γραφόρροια ψυχοπαθοῦς, ἀσυνάρτητα δηλαδὴ παραληρήματα τῆς νόσου του. ὁ σημερινὸς ψυχοπαθὴς πολλὲς φορὲς εἶναι ψυχοπαθὴς μόνο πρός τι κατὰ τὴν ἀριστοτελικὴ ἔκφρασι˙ μόνο δηλαδὴ σὲ μία πτυχὴ τοῦ χαρακτῆρος του, σ’ ἕναν τομέα τῆς ἐκφράσεώς του, κάτω ἀπὸ μία μόνο συνθήκη τῆς βιώσεώς του, ἔναντι ἑνὸς μόνο ἐρεθίσματος. εἶναι καλὸς πιλότος ἢ χημικὸς ἢ διευθυντὴς ὑπηρεσίας, ἀλλὰ σ’ ἕναν ἄλλο τομέα τῆς ζωῆς του εἶναι μανιακὸς πολλὲς φορὲς μέχρι πολὺ ἐπικίνδυνης καὶ εἰδεχθοῦς ἐγκληματικότητος. ἔτσι λ.χ. ἐξηγεῖται πῶς ἕνας γνωστὸς λόγιος ἀρθρογράφος ἐπιφυλλίδων, ὅταν γράφῃ γιὰ θέματα πολιτικά, εἶναι σωστὸς καὶ σαφὴς καὶ διαυγὴς μὲ τετράγωνη λογική, ἀλλ’ ὅταν γράφῃ γιὰ θέματα χριστιανικά, εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ θολούς˙ γιατὶ αὐτὰ τὰ δεύτερα τὸν καῖνε καὶ τὸν τσουρουφλίζουν, τοῦ εἶναι ψυχικὴ ἄκανθα καὶ τὸν τρελλαίνουν, σ’ αὐτὰ μόνο συμπεριφέρεται σὰν ἀνισόρροπος, σ’ αὐτὰ μόνο λογορροεῖ καὶ γραφορροεῖ. σὰ νὰ εἶναι δύο ἄνθρωποι, καὶ ὄχι ἕνας, καὶ μάλιστα πολὺ διαφορετικοὶ μεταξύ τους. διότι καὶ πράγματι στὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἠθικῆς μόνο εἶναι ψυχὴ κατσιασμένη καὶ παραληροῦσα, ἐνῷ στὶς πολιτικές του ἀπόψεις τοῦ συνέβη νὰ εἶναι ἀπὸ οἰκογενειακὴ ἀγωγὴ ἤρεμος ἰσόρροπος συντηρητικὸς καὶ μὲ τετράγωνη λογική. τὸ ἕνα του μάτι νοσεῖ πονάει καὶ βλέπει θολά, ἐνῷ τὸ ἄλλο εἶναι γερὸ καὶ βλέπει καλά.
     2. Τὸ δεύτερο αἴτιο, αἴτιο σκοπιμότητος, εἶναι ὅτι οἱ γράφοντες θέλουν νὰ κρύψουν τὸ εὔγλωττο καὶ ἀπελπιστικὸ γεγονὸς ὅτι δὲν ἔχουν νὰ ποῦν τίποτε. κι ἐπιτυγχάνουν τὴν ἀπόκρυψι μὲ τὴν ἀσάφεια ποὺ καμώνεται ὅτι ἔχει νὰ πῇ κάτι, σπουδαῖο μάλιστα, τόσο σπουδαῖο ποὺ τὸ λὲν μόνο γιὰ λίγους ἐκλεκτοὺς καὶ μυημένους στὸν κώδικα τῆς ὑποτιθέμενης σοφίας των. πρόκειται γιὰ κομπογιανιτισμὸ καὶ φακιρισμό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τοὺς παλιοὺς φτωχοὺς φακίρηδες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μὲ τὰ κέρματα ποὺ ἔπεφταν στὸ ζητιάνικα ἁπλωμένο καπέλλο τους, ἐπεκτάθηκε στοὺς ἀγραμμάτους ΄΄λογίους΄΄, στοὺς ἀνεπιστήμονες ΄΄ἐπιστήμονες΄΄, στοὺς μικρονοϊκοὺς ΄΄σοφούς΄΄, καὶ στοὺς ἀτέχνους καὶ ἀταλάντους ΄΄λογοτέχνες΄΄. οἱ τέτοιοι προσπαθοῦν μὲ τὴν ἀσάφειά τους νὰ κάνουν τὸν σοφό, πηγαίνοτας μετωπικὰ κόντρα πρὸς τὸ διαχρονικῆς ἀξίας ἀπόφθεγμα Σοφὸν τὸ σαφές. ὁ ὄντως σοφὸς δὲν φοβᾶται τὴ σαφήνεια, δὲν φοβᾶται τὸ ὅτι τὸν καταλαβαίνουν ὅλοι, σοφοὶ κι ἁπλοϊκοί, – κι ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ τὸ ἐπιτυγχάνῃ αὐτό–, δὲν νιώθει νὰ μειώνεται ἢ νὰ καθαιρῆται ἡ σοφία του, ὅταν τὸν καταλαβαίνουν ὅλοι, δὲν τοῦ χρειάζεται ἡ ἀσάφεια ὡς προπέτασμα καπνοῦ ποὺ καλύπτει τὴν κενότητα, δὲν ἔχει τέτοιο κόμπλεξ˙ δὲν ἐπιδιώκει τὴ φτηνιάρικη καὶ κολακευτικὴ γι’ αὐτὸν δήλωσι τοῦ κοινοῦ ΄΄Τί σοφὰ καὶ βαθιὰ πράματα ποὺ λέει! τίποτα δὲν καταλαβαίνουμε΄΄. δὲν ἔχει κενὸ ἢ ἀμάθεια ποὺ νὰ χρειάζεται καμουφλὰζ καὶ ἀπόκρυψι.
     3. Τὸ τρίτο αἴτιο ἐκφραστικῆς ἀσαφείας, πάλι αἴτιο σκοπιμότητος, εἶναι ὅτι οἱ γράφοντες ἰδίως σὲ θέματα χριστιανικῆς πίστεως καὶ ἠθικῆς, θέλουν ν’ ἀποκρύψουν τὸ ἀνορθόδοξο καὶ ἀνήθικο, ποὺ ἔχουν νὰ ποῦν, καὶ νὰ τὸ πλασσάρουν μεταμφιεσμένο ὡς ὀρθόδοξο καὶ μάλιστα καὶ ὑψιπετές. εἶναι δὲ τὸ ἀνορθόδοξό τους καὶ τὸ ἀνήθικό τους συνήθως κακοδοξία καὶ κακοήθεια νικολαϊτικοῦ τύπου. καί, ἐννοώντας νὰ βγαίνουν πάντα λάδι, συνήθως ἔχουν ὕφος τιμητοῦ ἢ μυσταγωγοῦ τῶν ἄλλων ποὺ τοὺς μυεῖ στὸ ὀρθόδοξο.
     4. Τὸ τέταρτο τέλος αἴτιο τῆς ἐκφραστικῆς ἀσαφείας, πάλι αἴτιο σκοπιμότητος, εἶναι ὅτι οἱ γράφοντες θέλουν νὰ κρύψουν τὸ κλοπιμαῖο τῶν γραφομένων τους, βάφοντας τὰ παρδαλίδια του, ὅπως ἀνέκαθεν ὅλοι οἱ ἀλογοκλέφτες βάφουν τὰ παρδαλίδια τῶν κλεμμένων ἀλόγων. ἔτσι λ.χ. κάποιος γνωστὸς σὲ πολλοὺς σημερινὸς θεολογῶν καὶ κοινωνιολογῶν, ὁ ἴδιος ποὺ ὑπαινίσσομαι στὸ πρῶτο αἴτιο, σ’ ἕνα ἰδιότυπο (sui generis) ἑρμηνευτικό του ὑπόμνημα σὲ μικρὸ βιβλίο τῆς Π. Διαθήκης, μὲ ἰδιότυπο ἐπίσης τίτλο, ἐνῷ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος ἐπὶ τῆς οὐσίας δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ κλέβῃ συνεχῶς ἀπὸ τὰ σχετικὰ ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματα τοῦ Γιαννακοπούλου καὶ τοῦ Τρεμπέλα, ποὺ ἀλλοῦ γενικῶς ΄΄τοὺς ἀπορρίπτει΄΄, ὅμως μὲ τὰ τελεστικὰ φακιρικά του ΄΄Φόκος μόκος παπαρόκος΄΄, ποὺ ἐπενδύει καὶ παραγεμίζει καὶ βάφει τὰ κλοπιμαῖα γραφόμενά του, ἐπιτυγχάνει —γιὰ τὸν ὀλιγάνθρωπο θίασο τῶν ἰδιορρύθμων θαυμαστῶν του μόνο βέβαια— νὰ ἐμφανιστῇ ὡς βαθυστόχαστος διανοητὴς πολὺ σοφὰ ἀσαφής. κι ὅταν φθόνησε ἕνα ἄρθρο κάποιου γιὰ τὴ ζῳοφιλία καὶ τὄκλεψε αὐτούσιο, τὸ πλασσάρησε σὲ μιὰ ἐπιφυλλίδα καθημερινῆς ἐφημερίδος ὡς δικό του βαμμένο θολοκουλτουριάρικο παραλήρημα. εἶναι δὲ τὸ τέτοιο παραλήρημά του καὶ παραλήρημα φθόνου. ὁ ἔντονος φθόνος παραληρεῖ. ὁ ἴδιος ἀργότερα ἔκλεψε ἀπὸ τὸν ἴδιο κι ἄλλο ἄρθρο, ποὺ τοῦ γιάλισε στὸ μάτι, μὲ θέμα ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστι δὲν εἶναι θρησκεία, ἀλλὰ πίστι καὶ βασιλεία˙ (΄΄Ἄχ! γιατί αὐτὸ τὸ ἄρθρο νὰ εἶναι ἐκείνου, καὶ ὄχι δικό του!΄΄)˙ κι ἔγραψε ὁ φθονερὸς βιβλίο ὁλόκληρο παραγεμισμένο μὲ πολλὰ ἄχυρα ἀποκρύψεως γιὰ ν’ ἀποδείξῃ ὅτι δική του εἶναι ἡ μεγάλη αὐτὴ σύλληψι. γράφει στὸ βιβλίο του ἐναντίον τῆς θρησκείας, τὴν ὁποία παλιότερα, στὸ καταφύγιο τῶν δικῶν του ἀπομνημονευμάτων, εἶχε ὑποστηρίξει φανατικὰ σὰ θρησκόληπτη γριά, περιφρονώντας τὴ χωρὶς θρησκοληψία καὶ θρησκοληπτικὲς τσιριμόνιες Χριστιανικὴ πίστι. ὁ ἴδιος πάντα ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔκλεψε φθονερὰ ἐκεῖνα τὰ ἄρθρα, εἶχε κλέψει ἄλλοτε καὶ τὴν ἰδέα καὶ τὸ στὺλ —τὸ δυσμίμητο βέβαια— τῶν ἀποκαλυπτικῶν καὶ καταγγελτηρίων ἀπομνημονευμάτων, ἐνῷ κάποτε χαρακτηρίζοντάς τον εἶπε ἐπίσης φθονερά˙ ΄΄Καλὸς φιλόλογος, ἀλλ’ ὄχι καὶ θεολόγος΄΄. τρία σημεῖα τῆς νόσου του ἔδειξε˙ μία φθονερὰ κακεντρεχῆ κριτικὴ πρῶτα, ἐντελῶς ἀπρόκλητη, κι ἔπειτα δυὸ φθονερὲς κλοπές, ἀγνοώντας ἢ μὴ ἀντέχοντας νὰ τηρήσῃ τὴν πάγκοινη ἀρχὴ ὅτι δὲν κλέβει κανεὶς ἀπὸ κεῖνον ποὺ ἀπορρίπτει˙ ἀλλιῶς δὲν εἶναι παρὰ ὁ φθονερὸς μεσαιωνικὸς παπικὸς ἱεροεξεταστὴς ποὺ φροντίζει ν’ ἀπολαύσῃ σεξουαλικὰ τὴν ὄμορφη κόρη τοῦ θύματός του, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸ μάτι. καὶ πάνω στὴ νάρκη καὶ τὴν ἀναισθησία τοῦ φθόνου του δὲν καταλαβαίνει τὸ ἁπλὸ καὶ εὐνόητο, ὅτι ὁ φθόνος καὶ ἡ λογοκλοπὴ εἶναι λανθάνουσα καὶ γι’ αὐτὸ αὐθεντικὴ ὁμολογία τῆς ὑπεροχῆς τοῦ φθονουμένου σὲ σύγκρισι μὲ τὸ φθονερὸ κλέφτη. ἕνα σημεῖο δὲν προσδιορίζει τίποτε˙ δύο σημεῖα προσδιορίζουν μιὰ εὐθεῖα˙ καὶ τρία σημεῖα προσδιορίζουν ἕνα ἐπίπεδο. τρεῖς φθονερὲς κι ἀπρόκλητες κακοήθειες ἐναντίον τοῦ ἴδιου προσώπου προσδιώρισαν ἐπαρκῶς τὸ ἦθος τοῦ φθονεροῦ ἀνικάνου˙ ποὺ εἶναι καὶ τὰ τρία ἀξιοθρήνητα.
     Στὶς εἰκαστικὲς τέχνες ἡ ἐκφραστικὴ ἀσάφεια καὶ θολότης ὀφείλεται στὰ ἴδια τέσσερα παραπάνω αἴτια, ἀλλ’ ἐπὶ πλέον καὶ σ’ ἕνα πέμπτο˙ στὴν ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος ἐμφάνισι κι ἐξάπλωσι τῆς φωτογραφίας. ἡ φωτογραφία στρίμωξε, κάτσιασε, καὶ κομπλεξάρησε πολὺ τὰ εἰκαστικὰ ΄΄΄ταλέντα΄΄ καὶ τὰ ἔκανε νὰ παραληροῦν εἰκαστικῶς˙ νὰ ἐκτροχιαστοῦν ἀπὸ τὸ διαχρονικῆς ἀξίας ἀριστοτελικὸ ἀπόφθεγμα Ἡ τέχνη μιμεῖται τὴν φύσιν. ἐδῶ πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι τὸ εἰκαστικὸ παραλήρημα τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς (Ζ΄ - ΙΕ΄ αἰ.) ὀφείλεται ἐκτάκτως στὸν εἰκαστικὸ πληθωρισμό, ὁ δὲ τότε εἰκαστικὸς πληθωρισμὸς ὀφείλεται στὴ μεγάλη ζήτησι τῶν εἰκαστικῶν προϊόντων. ἡ μέγιστη ζήτησι, ποὺ ἐξαναγκάζει στὴν ὑπέρμετρη παραγωγή, κινεῖ ὡς κίνητρο καὶ πολλοὺς ἀταλάντους νὰ μποῦν στὸ χορὸ τῆς παραγωγῆς.
 
Μελέτες 6 (2010)