Τυπογραφικὲς γραμματοσειρὲς ἢ «οἰκογένειες τυπογραφικῶν στοιχείων», ὅπως τὶς λέγαμε πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισι τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει τὶς περισσότερες ἀπὸ κάθε ἄλλη γραφὴ στὸν κόσμο, πολὺ περισσότερες ἀπὸ 300, ἐπειδὴ καὶ χειρογραφικὲς γραμματοσειρὲς εἶχε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα πάρα πολλές. δεύτερη σ’ αὐτὸ ἔρχεται ἡ λατινικὴ γραφή. γι’ αὐτὸ καὶ οἱ δυὸ αὐτὲς γραφὲς εἶναι οἱ μόνες στὸν κόσμο ποὺ ἔχουν καὶ κεφαλαῖα καὶ μικρὰ γράμματα καὶ ἀνάμικτη χρῆσι τῶν δύο. οἱ ἄλλες γραφὲς ἔχουν μόνο κεφαλαῖα, ὅπως ὅλες οἱ σλαβικές, ἢ μόνο μικρὰ ὅπως ἡ ἀραβική. ὅταν κάποιο γράμμα, λ.χ. ἀρχικὸ κυρίου ὀνόματος ἢ παραγράφου, θέλουν νὰ τὸ κάνουν νὰ διακρίνεται, τὸ κάνουν ἁπλῶς μεγαλείτερο ἀπὸ τ’ ἄλλα. ὁ βαθύτερος λόγος ποὺ ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ ἔχει τὶς περισσότερες γραμματοσειρὲς εἶναι ὅτι ὁ Ἕλληνας τὴ γραφὴ τὴ νιώθει σὰ ζωγραφική, σὰν κάποια ἀπὸ τὶς καλὲς τέχνες, τὴ λέει καὶ καλλιγραφία, καὶ τὴν ἔχει κι αὐτὴ σὰν τρόπο ἐκφράσεως∙ ἐννοεῖται ἐκτὸς καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἔκφρασι μὲ τὰ νοήματα ποὺ διατυπώνονται στὸ κείμενο.
    Ἡ τυπογραφία ἐφευρέθηκε κι ἐφαρμόστηκε τὸ 1450 ἀπὸ τὸ Γερμανὸ Ἰωάννη Γουτεμβέργιο στὸ Μάιντς τῆς Γερμανίας, ὅταν τυπώθηκε ἀπ’ αὐτὸν ἡ Βίβλος στὴ λατινικὴ μετάφρασι καὶ γραφή της. ἡ ἱστορία τῶν δέκα πρώτων ἐμφανίσεων τῆς ἑλληνικῆς τυπογραφικῆς γραφῆς ἔχει ὡς ἀκολούθως.
1.  1465∙ Κικέρων (Μάιντς).
2. 1471∙ Λακτάντιος (Βενετία). στοὺς δυὸ αὐτοὺς Λατίνους συγγραφεῖς ὑπάρχουν ἑλληνικὰ παραθέματα. τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἦταν σκαλιστὰ - ζωγραφιστὰ ὡς ὁλόκληρες λέξεις - μονογράμματα∙ σὰ τζίφρες. ἐννοεῖται ὅτι γιὰ ὁποιαδήποτε γραφὴ τὰ πρῶτα τυπογραφικὰ γράμματα ἦταν τὰ ἴδια τὰ χειρογραφικὰ σὲ ἀκριβῆ ἀναπαραγωγή.
3. 1476∙ Κ. Λασκάρεως Γραμματικὴ (Μιλάνο), ἔκδ. Παραβιτσίνο.
4. 1480∙ Θεοκρίτου Εἰδύλλια (Μιλάνο).
5. 1485∙ Χρυσολωρᾶ Ἐρωτήματα (Βενετία).
6. 1486∙ Βατραχομυομαχία (Φλωρεντία). στὴν ἔκδοσι αὐτὴ χρησιμοποι-
ήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ κόκκινη μελάνη.
7. 1489∙ Καλλιμάχου Λουτρὰ Παλλάδος (Φλωρεντία).
8. 1489∙ Ἀπολλωνίου Ῥοδίου Ἀργοναυτικὰ (Φλωρεντία).
9. 1499∙ Ἐτυμολογικὸν τὸ Μέγα (Φλωρεντία).
10. 1500 Δ. Δούκα, διάφορες ἐκδόσεις, Ἱσπανία. στὶς ἐκδόσεις αὐτὲς ὁ Δούκας χρησιμοποίησε γιὰ πρώτη φορὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα τυποποιημένα, καὶ ὄχι ἀπομιμήματα τῶν χειρογραφικῶν γραμμάτων. παρέμειναν ὅμως χειρογραφικὰ ὅσα στὰ χειρόγραφα συναντῶνται σὰ διφθογγικὰ ἕως τετραφθογγικὰ βραχυγραφικὰ συμπλέγματα. τέτοια εἶναι τὰ μονοσύλλαβα ἢ καὶ δισύλλαβα ἄκλιτα μέρη τοῦ λόγου (σύνδεσμοι, προθέσεις, ἐπιρρήματα, ἐπιφωνήματα), καὶ κυρίως οἱ προθέσεις, τόσο ἐλεύθερες ὅσο καὶ ὡς πρῶτα συνθετικὰ συνθέτων λέξεων, καὶ οἱ καταλήξεις τῶν κλιτῶν μερῶν.
     Τὸ 1514 ἐκτυπώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο τῆς Βίβλου (γιὰ τὴν Π. Διαθήκη ἡ προχριστιανικὴ ἑλληνικὴ μετάφρασι τῶν Ἑβδομήκοντα) στὴν Ἀλκάλα τῆς Ἱσπανίας∙ ἀπὸ τὴν ἔκδοσι αὐτὴ ἀρχίζουν νὰ μπαίνουν στὸ ἐσώφυλλο (σελίδα τίτλου) τὰ πλήρη βιβλιογραφικὰ στοιχεῖα ταυτότητος τῶν βιβλίων (συγγραφεύς, ἐκδότης, τίτλος, τόπος καὶ χρόνος ἐκδόσεως)∙ ἐπίσης καὶ σελιδομέτρησι (ἀντὶ φυλλομετρήσεως ἢ ἀπουσίας κάθε μετρήσεως).
     Ἀπὸ τὸ β’ μισὸ τοῦ ΙF΄ αἰῶνος (1550-1600) ὁ Ὁλλανδὸς Λ. Ἐλζεβὶρ καθιέρωσε τὴ σημερινὴ μορφὴ ἑλληνικῶν τυπογραφικῶν στοιχείων. οἱ καλλίτερες ἑλληνικὲς γραμματοσειρές, μὲ μεγάλη ἀναγνωστικὴ εὐκρίνεια καὶ καλαισθητικὴ ἐμφάνισι τῶν γραμμάτων, εἶναι κατὰ σειρὰ ἀρχαιότητος οἱ ἀκόλουθες τέσσερες.
1. Ἐλζεβίρ. ὁλλανδικῆς προελεύσεως καὶ ἀρχικῆς χρήσεως γραμματοσειρά, τὴν ὁποία φιλοτέχνησαν καὶ καθιέρωσαν ὁ Λ. Ἐλζεβίρ (L. Elzevir) καὶ οἱ ἀπόγονοί του. ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος τῶν Ἐλζεβίρ, ποὺ συνωδευόταν ἀπὸ μεγάλη σειρὰ τυπογραφείων, βιβλιοδετείων, καὶ βιβλιοπωλείων, ἐξαπλώθηκε καὶ στὶς χῶρες Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, καὶ Αὐστρία. εἶναι ὄχι μόνο ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ τὶς μέχρι σήμερα χρησιμοποιούμενες γραμματοσειρὲς ἑλληνικῶν γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ ἡ νεώτερη ὅλων. εἶναι δὲ καὶ ἡ ὡραιότερη καὶ ἀναγνωστικῶς εὐκρινέστερη. τὸ μυστικό της εἶναι ὅτι μὲ τὸ μεγάλο «μάτι» τοῦ γράμματος, μὲ τὶς ἰδιάζουσες σὲ κάθε γράμμα κεραῖες (κέρατα - οὐρὲς - μουστάκια), καὶ μὲ τὴ γενικὴ κυρτότητα ὅλων γενικῶς, δίνει στὸ κάθε γράμμα ταυτότητα καὶ ἀνεπανάληπτη μορφή, ποὺ ἐξασφαλίζουν τόσο τὴν ἀναγνωστικὴ εὐκρίνεια ὅσο καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς γραφῆς. στὴν κυρτότητα ἀρέσκεται, ὄχι μόνο τὸ χέρι τοῦ γραφέως ἀλλὰ καὶ τὸ μάτι τοῦ ἀναγνώστου, ἐνῷ στὸ εὐθύγραμμο τῶν κεφαλαίων ἀρέσκεται ἡ σμίλη τοῦ χαράκτου καὶ τοῦ γλύπτου. οἱ Ἐλζεβὶρ στὴ φιλοτέχνησι τῶν τυπογραφικῶν γραμμάτων τους πῆραν ἀπὸ τ’ ἀρχαῖα χειρογραφικὰ γράμματα ὅλων τῶν ἐποχῶν ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς προσάρμοσαν στὴν τυπογραφία. τῆς γραμματοσειρᾶς Ἐλζεβὶρ ὑπῆρξαν πολλὲς βελτιώσεις κι ἐποχιακὲς παραλλαγὲς ἢ κοπές, ἀλλὰ σ’ ὅλες τὶς ἐποχὲς ἦταν σὲ σύγκρισι μὲ τὶς ἄλλες οἱ πρακτικώτερες καὶ ὡραιότερες μὲ τὴ μέγιστη ἀναγνωστικὴ εὐκρίνεια. μία σπουδαία παραλλαγή της τοῦ ΙΘ΄ αἰῶνος εἶναι ἡ γερμανική, τῆς ὁποίας κύριος χρήστης εἶναι στὶς ἐκδόσεις ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος τῶν Teubner ἢ τῆς Λειψίας (Bibliotheca Teubneriana ἢ ΒΤ). τοῦ Κ΄ αἰῶνος παραλλαγή της εἶναι ἡ γραμματοσειρὰ τῶν Τάιμς (Times), ὠνομασμένη ἔτσι ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα Τάιμς τῆς Νέας Ὑόρκης, ποὺ εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κύριος χρήστης της. μετὰ τὸ μονοτονισμὸ ἠλεκτρονικὴ πολυτονικὴ παραλλαγὴ τῆς παραλλαγῆς Τάιμς εἶναι ἡ γραμματοσειρὰ Palatino linotype.
2. Ἁπλᾶ ἢ Greek ἢ Μποντόνι. ἰταλικῆς προελεύσεως καὶ χρήσεως γραμματοσειρὰ φιλοτεχνημένη ἀπὸ τὸν Ἰταλὸ τυπογράφο καὶ ἐκδότη ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων G. Bodoni (1740-1813), ὁ ὁποῖος γιὰ πρώτη φορὰ τύπωσε μ’ αὐτὴ τὸ 1808 τὴν Ἰλιάδα τοῦ Ὁμήρου. αὐτὴ ἡ γραμματοσειρὰ ἐπικράτησε καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ 1808 μέχρι τὸ 1980 περίπου. σ’ αὐτὴ τυπώθηκαν ὅλα τὰ ἔργα τῶν Ἑλλήνων λογοτεχνῶν, ὅλες οἱ ἐφημερίδες καὶ πολλὰ σχολικὰ βιβλία. οἱ Ἕλληνες ἦταν ἐθισμένοι κυρίως σ’ αὐτή.
3. Ἀττικὰ ἢ Ντιντώ. γαλλικῆς προελεύσεως καὶ χρήσεως γραμματοσειρὰ φιλοτεχνημένη ἀπὸ τὴ γαλλικὴ οἰκογένεια τῶν Didot, ἐκδότες ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων, καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὸν δεύτερο στὴ διαδοχὴ τῆς ἀρχηγίας τῆς οἰκογενείας Fr. Didot (1730-1804), ὁ ὁποῖος πρῶτος καθώρισε νὰ μετρῶνται τὰ μεγέθη τῶν τυπογραφικῶν στοιχείων καὶ τῶν σειρῶν καὶ τῶν σελίδων μὲ «στιγμὲς» καὶ «τετράγωνα» (12 στιγμές = 1 τετράγωνο), μὲ τὸ «στιγμόμετρο», μέτρα τῆς ἐπινοήσεώς του καθιερωμένα πλέον σήμερα διεθνῶς. κύριοι χρῆστες τῆς γραμματοσειρᾶς τῶν ἀττικῶν εἶναι σήμερα οἱ ἐκδόσεις ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων Budé γιὰ ὅλους καὶ SC (= Sources Chrétiennes) γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς συγγραφεῖς∙ ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότερες γαλλικὲς ἐκδόσεις.
4. Πελασγικὰ ἢ ἀρχαϊκά. γραμματοσειρὰ ἀγγλικῆς προελεύσεως καὶ χρήσεως. ἐμφανίζεται μετὰ τὸ 1830 κυρίως στὴν ἑλληνικὴ Βίβλο (μετάφρασι Ν. Βάμβα) καὶ στὶς ἐκδόσεις ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων τῆς Ὀξφόρδης καὶ τοῦ Loeb, ποὺ εἶναι οἱ κυριώτεροι χρῆστες της∙ ἀλλὰ καὶ στὶς περισσότερες ἀγγλικές.
     Ἡ ἑλληνικὴ γραφὴ καὶ ὡς χειρογραφικὴ καὶ ὡς τυπογραφικὴ εἶναι ἡ πιὸ καλλιεργημένη κι ἐκφραστικὴ γραφὴ τοῦ κόσμου. αὐτὸ ἄλλωστε δείχνει καὶ τὸ ὅτι σ’ αὐτὴ ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὸν κόσμο τόσο ἡ μικρογράμματη γραφὴ (πεζά, μικρά, κυρτὰ) γύρω στὸ 800, ὅσο καὶ ἡ ἐπαναφορὰ (retro) τῆς χρήσεως τῶν κεφαλαίων ἀνάμεσα στὰ μικρὰ ὡς ἀρχικῶν τῶν κυρίων ὀνομάτων καὶ τῶν κεφαλαίων (= παραγράφων). ἀπὸ τὸ 1650 μέχρι τὸ 1950 ἔγινε μιὰ πληθωριστικὴ κατάχρησι τῶν κεφαλαίων, ἀλλὰ τώρα τὰ κείμενα ἀποφορτίζονται σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴν τέτοια χρῆσι τους, μὲ τάσι νὰ παραμείνουν μόνον ὡς ἀρχικὰ α) τῶν κυρίων ὀνομάτων, β) τῶν παραγράφων (ὄχι τῶν συντακτικῶν περιόδων), καὶ γ) τῶν ἐνάρξεων τοῦ διαλόγου σὲ εὐθὺ ἀλλὰ καὶ σὲ πλάγιο λόγο∙ λ.χ. α) μοῦ λέει∙ Τί εἶναι αὐτό; καὶ τοῦ λέω∙ Αὐτοκίνητο∙ ἢ β) μὲ ῥώτησε Τί εἶναι αὐτό, κι ἐγὼ τοῦ ἀπάντησα Αὐτοκίνητο.
     Ἡ συμμετρία, ἡ ἀναγνωστικὴ εὐκρίνεια, καὶ γενικῶς ἡ ὀμορφιὰ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων ὀφείλονται στὸ ὅτι ἔχουν ταυτότητα καί, ἂς τὸ πῶ κι ἔτσι, προσωπικότητα. ἔχουν τὶς πιὸ διαφορετικὲς μεταξύ τους καὶ ἰσομερῶς κατανεμημένες κεραῖες (κέρατα οὐρὲς μουστάκια). ἀπὸ τὰ 24 γράμματα τὰ 12 εἶναι μόνο μάτι, ποὺ βαίνει μόνο στὴ μεσαία ζώνη γραφῆς, καὶ εἶναι πάντοτε ἔντονα διαφορετικὰ (α ε η ι κ ν ο π σ τ υ ω), καὶ τ’ ἄλλα 12 εἶναι μὲ κέρατα καὶ οὐρὲς καὶ βαίνουν πάντοτε σὲ δύο ζῶνες, 6 στὴ μεσαία καὶ στὴν πάνω (β δ ζ θ λ ξ) καὶ 6 στὴ μεσαία καὶ στὴν κάτω (γ μ ρ φ χ ψ). τέτοια συμμετρία κατανομῆς ἀλλὰ καὶ τέτοια διαφορετικότητα κεραιῶν (κεράτων καὶ οὐρῶν) δὲν συναντᾶται σὲ καμμιὰ ἄλλη γραφὴ τοῦ κόσμου. ἡ λατινικὴ γραφὴ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἑλληνική, εἶναι τόσο «ἀπρόσωπη», ἐπειδὴ δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν παράμετρο. τὰ λατινικὰ γράμματα εἶναι πολὺ εὐθύγραμμα, σχεδὸν κεφαλαῖα. στ’ ἀρχαῖα χειρόγραφα εἶναι ἰδιαιτέρως δυσδιάκριτα καὶ δυσανάγνωστα, στὰ τυπογραφικὰ κείμενα σαφῶς δυσαναγνωστότερα τῶν ἑλληνικῶν. θυμίζουν γράμματα σλαβικὰ ποὺ εἶναι μόνο κεφαλαῖα.
     Τὸ ἑλληνικὸ γράμμα εἶναι βέβαια γράμμα αὐστηρῶς μονοφθογγικὸ (ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δύο ξ καὶ ψ ποὺ εἶναι διφθογγίες, ἀλλὰ τόσες καὶ περισσότερες διφθογγίες ἔχουν ἀνέκαθεν ὅλες οἱ γραφές), ἀλλ’ εἶναι καὶ εἰκονόγραμμα (ἱερογλυφικό). τὰ εἰκονογραφικὰ γράμματα συγκρινόμενα μὲ τὰ φθογγικὰ ἔχουν ὅλα τὰ μειονεκτήματα, ἀλλ’ ἔχουν κι ἕνα πλεονέκτημα, τὴν ἀκαριαία ἀναγνώρισι∙ ὅπως τὰ σήματα τῆς τροχαίας ποὺ εἶναι εἰκονογράμματα. τὰ φθογγικὰ γράμματα ἔχουν τὴ μέγιστη δυνατὴ φωνητικὴ ἀνάλυσι, ἀφοῦ ὁ φθόγγος εἶναι τὸ ἄτομο τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς ποὺ δὲν ἀναλύεται περαιτέρω, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχουν καὶ τὴ μέγιστη ἀναγνωστικὴ εὐκρίνεια, ἀλλ’ αὐτὸ λειτουργεῖ καὶ ὡς ἀναγνωστικὴ ἐπιβράδυνσι∙ κι αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο μειονέκτημα τῆς φθογγικῆς γραφῆς, δηλαδὴ τοῦ ἀλφαβήτου ποὺ εἶναι τὸ μοναδικὸ στὸν κόσμο φθογγικὸ γραμματάριο. (ὅλα τὰ ἐθνικὰ ἀλφάβητα εἶναι προσαρμογὲς καὶ παραλλαγὲς τοῦ ἑνὸς ἀλφαβήτου, ποὺ ἐφευρέθηκε γύρω στὸ 1500 π.Χ. καὶ ποὺ σήμερα ἔχει λιγώτερο ἀπ’ ὅλες ἀλλοιωμένη παραλλαγὴ τὴν ἑλληνικὴ μεγαλογράμματη γραφή του). οἱ ἑλληνικὲς ὅμως γραμματοσειρές, τόσο οἱ ἀρχαῖες καὶ χειρογραφικὲς ὅσο καὶ οἱ νεώτερες καὶ τυπογραφικές, ἰδίως στὴ μετὰ τὸ 800 μικρογράμματη γραφή τους, ξανάδωσαν στὸ γράμμα τὴ μέγιστη δυνατὴ ἰδιαιτερότητά του ἔναντι τῶν ἄλλων 23. αὐτὸ ἐνίει σὰ φαρμακευτικὴ ἔνεσις στὴ λέξι ἀρκετὸ εἰκονογραφικὸ στοιχεῖο, ὥστε ἡ ἀναγνώρισί της νὰ ἐγγίζῃ τὸ ἀκαριαῖο. γι’ αὐτὸ οἱ Ἕλληνες ἔχουμε τὴν ταχύτερη κι εὐκρινέστερη ἀνάγνωσι στὸν κόσμο.
     Σ᾽ αὐτὴ τὴν ἔνεσι εἰκονογραφικοῦ στοιχείου στὴ λέξι συνετέλεσε βέβαια ἐξ ἴσου ἢ περισσότερο καὶ ἡ χρῆσι τῶν ἓξ ἀνεκφωνήτων πλέον ὑπεργεγραμμένων καὶ ὑπογεγραμμένων (suprascripta - subscripta) σημείων τοῦ γραπτοῦ λόγου, ὑπογεγραμμένης δασείας ψιλῆς ὀξείας βαρείας περισπωμένης, τὰ ὁποῖα προσφάτως καταργήθηκαν, δίνοντάς μας λέξεις «κουρεμένες γουλί», καὶ γι̉ αὐτὸ κάπως βραδύτερα καὶ δυσδιακριτώτερα ἀναγνώσιμες. ἀλλ̉ αὐτὸ εἶναι ἄλλη παράμετρος. πάντως φρονῶ ὅτι ἡ δασεῖα κι ἡ ὑπογεγραμμένη δὲν ἔπρεπε νὰ καταργηθοῦν, διότι εἶναι γράμματα. πολὺ βοηθάει στὴν ἀνάγνωσι καὶ ἡ ἄλλως νεκρὴ περισπωμένη. ἔπρεπε νὰ καταργηθοῦν μόνο ἡ ψιλὴ καὶ ἡ βαρεῖα. τὸ μονοτονικὸ εἶναι εὐκολώτερο γιὰ τὸν γράφοντα ἀλλὰ δυσκολώτερο γιὰ τὸν ἀναγνώστη∙ ἀντίθετα τὸ πολυτονικὸ εἶναι δυσκολώτερο γιὰ τὸν γράφοντα, ἀλλ̉ εὐκολώτερο γιὰ τὸν ἀναγνώστη. ὅσοι δυσκολεύονταν στὸ γράψιμο ἔπρεπε νὰ προτιμοῦν νὰ διαβάζουν. οἱ γράφοντες εἶναι λιγώτεροι ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες. τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἀντιδημοκρατικό.
     Οἱ πολυτονικὲς γραμματοσειρὲς πρέπει νὰ καλλιεργηθοῦν, ἐπειδὴ εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητες γιὰ τὶς ἐκδόσεις τῶν ἀρχαίων κειμένων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ παραθέματα (citata– τσιτάτα) τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων μέσα σὲ νεώτερα. αὐτὸς ποὺ ἐκδίδει κείμενα μὲ ἀρχαῖα παραθέματα βρίσκεται σὲ ἀδιέξοδο, ὅταν ἀντιμετωπίζῃ τὰ συχνὰ τίς τις τις τὶς (ἐρωτηματικὴ ἀντωνυμία πάντοτε ὀξυνόμενη, ἀόριστη ἀντωνυμία ἐγκλιτικὴ − ἄνθρωπός τις −, ὁριστικὴ ἀντωνυμία νεοελληνικὴ κι ἐγκλιτικὴ − φώναξέ τις −, θηλυκὸ ἄρθρο – τὶς γίδες − πάντοτε βαρυνόμενο)∙ ἢ τὰ ἐπίσης συχνὰ ἡ ᾗ ἦ ᾖ ἢ (θηλυκὸ ἄρθρο, δοτικὴ θηλυκῆς ἀναφορικῆς ἀντωνυμίας, βεβαιωτικὸ μόριο − = ἀλήθεια −, ὑποτακτικὴ τοῦ εἰμί, διαζευκτικὸ ). ἂν καταργοῦνταν μόνο ἡ ψιλὴ καὶ ἡ βαρεῖα, τὰ πέντε αὐτὰ θὰ παρέμεναν ἀσύγχυτα  ἡ ᾗ ῆ ῇ ή. κι ἐπὶ πλέον κάποιοι προτιμοῦν πολυτονικὴ γραφὴ καὶ στὸ νεοελληνικὸ λόγο, στὴ δημοτική.
     Οἱ καλλιτέχνες τῶν γραμματοσειρῶν, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος ζωγράφων, πρέπει κατὰ τὴν ἐργασία τους νὰ προσέχουν τὸν προειρημένο συνδυασμὸ ἰσόρροπης ἀναλογίας καὶ ἰδιαιτερότητος τοῦ κάθε γράμματος, ποὺ εἶναι τὰ μυστικὰ τῆς ἀναγνωστικῆς ταχύτητος καὶ εὐκρινείας, χωρὶς νὰ παύουν νὰ εἶναι ὁπωσδήποτε καὶ μιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυσι.
 
Μάθημα σὲ μεταπτυχιακοὺς φοιτητὰς
 τοῦ Πανεπιστημίου Φλωρίνης (2007)
 
Μελέτες 6 (2010)