Μέχρι τὸ ἔτος 800 περίπου ὑπῆρχαν μόνο τὰ μεγάλα ἢ κεφαλαῖα γράμματα· καὶ τότε ἐμφανίστηκαν τὰ μικρὰ ἢ πεζά, μαζὶ καὶ μὲ τὸ χωρισμὸ τῶν λέξεων, οἱ ὁποῖες πρῶτα ἦταν ὅλες κολλητές. μέχρι τότε ἔγραφαν τὰ πάντα μὲ κεφαλαῖα. ἀπὸ τὸ 800 μέχρι τὸ 1000 περίπου, ἐπὶ δυὸ αἰῶνες, ἔγραφαν τὰ πάντα μὲ μικρά.
       Τὸ 1000 περίπου ἄρχισαν νὰ ἐπανέρχωνται τὰ κεφαλαῖα σὲ ὡρισμένες θέσεις. ὅταν τὸ κείμενο ἦταν ποιητικό, ἀλλὰ δὲν χώριζαν τοὺς στίχους —αὐτὸ εἶναι στὰ χειρόγραφα τὸ συχνότερο—, ἔγραφαν κεφαλαῖο τὸ πρῶτο γράμμα κάθε στίχου, γιὰ νὰ διακρίνωνται οἱ στίχοι. κεφαλαῖο ἔγραφαν ἐπίσης τὸ πρῶτο γράμμα κάθε κεφαλαίου (= παραγράφου), κι ἀπ᾿ αὐτὸ ὠνομάστηκαν κεφαλαῖα γράμματα. ἄλλοι ἔγραφαν κεφαλαῖο καὶ τὸ πρῶτο γράμμα τῶν κυρίων ὀνομάτων, λ. χ. Κωνσταντῖνος Λίβανος Ἰορδάνης Ἰερουσαλήμ. ἦταν πάντοτε ζήτημα καθαρῶς γραμματικὸ καὶ ὄχι ποτὲ τιμητικό. αὐτὴ ἡ πρακτικὴ ὑπάρχει στ᾿ ἀρχαῖα χειρόγραφα τόσο τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὅσο καὶ τῶν ἄλλων κειμένων.
       Στὴν τυπογραφία ἐπικράτησε σύγχυσι. πολλοὶ ἐκδότες - τυπογράφοι νόμισαν ὅτι ἡ χρῆσι τῶν κεφαλαίων ἦταν ζήτημα τιμῆς καὶ σεβασμοῦ. γι᾿ αὐτὸ ἔγραφαν μὲ κεφαλαῖο τὸ ἀρχικὸ γράμμα ἀκόμη καὶ τῶν κοινῶν λέξεων βασιλεὺς αὐτοκράτωρ ἄρχων στρατηγὸς ναύαρχος ἄγγελος πατριάρχης ἐπίσκοπος ἱερεὺς κλπ., ὅταν δὲ ἐπρόκειτο γιὰ τὸ Θεό, ἔγραφαν κεφαλαῖο ἀκόμη καὶ τὸ ἀρχικὸ τῶν ἀντωνυμιῶν Αὐτὸς Ἐκεῖνος Σου Του, πρᾶγμα ποὺ τὸ ἐπεξέτειναν καὶ σὲ κάθε ἀνώτερο, λόγου χάριν ἡ Ἐξοχότης Ὑμῶν, ἡ Αὐτοῦ Μεγαλειότης, ὁ Λόγος Ὑμῶν ἢ Ἐλόγου Σας κλπ.. ἐπίσης ποιήματα ποὺ τἄγραφαν πλέον στιχηδόν, καὶ ὄχι καταλογάδην, τἄγραφαν μὲ τὸ πρῶτο γράμμα ὅλων τῶν στίχων κεφαλαῖο. ἐπίσης οἱ περισσότεροι ἔγραφαν κεφαλαῖο καὶ τὸ πρῶτο γράμμα ὅλων τῶν συντακτικῶν περιόδων, σὰ νὰ ἦταν παράγραφοι, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ κάθε τελεία, ἢ κι ἀπὸ ἐρωτηματικὸ καὶ θαυμαστικό, ὅταν ἰσοδυναμοῦν μὲ τελεία. ἔτσι δημιουργήθηκε μιὰ πληθωριστικὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων ποὺ ἀποβαίνει εἰς βάρος τῆς σαφηνείας καὶ διαυγείας τῶν κειμένων, κουράζει καὶ μπερδεύει τὸν ἀναγνώστη, καὶ ἀμβλύνει τὴν προσοχή του καὶ τὴν ἑλκυστικότητα τῶν κειμένων. ὅταν φοράῃ κόκκινο καπέλλο ἕνας, γίνεται εὐδιάκριτος, ὅταν τὸ φοροῦν διακόσιοι στοὺς χίλιους, δὲν ἔχει πιὰ καμμιὰ σημασία· μόνο σύγχυσι δημιουργεῖ.
       Ἤδη ἀπὸ τὸ 1514 οἱ ἐπιστημονικώτεροι κι εὐλαβέστεροι ἐκδότες τῶν ἀρχαίων κειμένων ἄρχισαν νὰ βάζουν τάξι στὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων. τέτοια ποὺ νὰ προάγῃ τὴ διαύγεια καὶ τὴ ζωντάνια τῶν κειμένων, καθὼς καὶ τὴν ξεκούραστη καὶ προσεκτικώτερη ἀνάγνωσί τους. διευκρινίστηκε ὅτι ἡ χρῆσι τῶν κεφαλαίων δὲν εἶναι ποτὲ τιμητική, ἀλλὰ μόνο γραμματική, κι ὅτι ὁ καλλίτερος τρόπος, γιὰ νὰ τιμηθῇ ἕνα κείμενο ἢ ἕνα νόημα καὶ μία λέξι, εἶναι ἡ λιτὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων, ποὺ προάγει τὴ διαύγειά τους. τὸ καλλίτερο σύστημα λιτότητος στὴ χρῆσι τῶν κεφαλαίων, ποὺ ἐξασφαλίζει τὴ μέγιστη διαύγεια, εἶναι ἐκεῖνο κατὰ τὸ ὁποῖο τὰ κεφαλαῖα χρησιμοποιοῦνται μόνο σὲ τρεῖς περιπτώσεις· 1) στὴν ἀρχὴ τῆς παραγράφου· 2) στὰ κύρια ὀνόματα· 3) ὅταν ἀλλάζῃ τὸ πρόσωπο τοῦ διαλόγου ἢ ἕνα πρόσωπο μιλάῃ σὲ λόγο εὐθύ,  λ. χ. κι ὅταν εἶπε Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, ἔμεινε ἔγκυος. κι αὐτὸ τὸ σύστημα, ποὺ ἐμφανίζεται καὶ σὲ μερικὰ ἐκλεκτὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, κι ἀπὸ κεῖ στὶς καλλίτερες ἔντυπες ἐκδόσεις, εἶναι τὸ ἄριστο. καὶ τὰ ἱερὰ ὀνόματα (nomina sacra κατὰ τὴν ὁρολογία τῆς παλαιογραφίας, γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ πῶ καὶ παρακάτω) ὑπάγονται σ᾿ αὐτὸ τὸν κανόνα· καὶ τότε τὸ κείμενο ἀποκτάει διαύγεια κι ἀναβαθμίζεται.
       Εἶναι γραώδης ἡ ἀντίληψι ὅτι τὸ κεφαλαῖο γράμμα εἶναι τιμητικό. καὶ γι᾿ αὐτὸ γράφονται ἐκεῖνα τὰ Μου Σου Του Αὐτὸς Ἐκεῖνος Ὑμῶν. ὅπως γραώδης εἶναι καὶ ἡ ἀντίληψι ὅτι ἡ δασεῖα εἶναι πνεῦμα πιὸ ἅγιο ἀπὸ τὴν ψιλὴ ἢ ἡ περισπωμένη εἶναι τόνος τιμαλφέστερος καὶ ἁγιώτερος ἀπὸ τὴν ὀξεῖα, καὶ γράφουν Ἁβραὰμ Ἱεσαὶ Ἡσαΐας Ἱερεμίας Ἱεζεκιὴλ Ἱεροβοὰμ Ἱερουσαλήμ - Ἱεροσόλυμα Σινᾶ Ναυῆ. ἐνῷ κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ στὴν ἑβραϊκὴ δὲν δασύνεται καὶ δὲν περισπᾶται. κι οὔτε ὑπάρχει στὴ γλῶσσα αὐτὴ περισπωμένη. δὲν τιμῶνται ἔτσι τὰ ἱερὰ πρόσωπα μὲ ἀνορθογραφίες, οὔτε ὁ Ἰεροβοὰμ εἶναι ἱερὸ πρόσωπο, γιὰ νὰ πάρῃ τὸ ἅγιο πνεῦμα, τὴ δασεῖα, οὔτε τὸ πρῶτο συνθετικὸ τῶν ὀνομάτων Ἰεροβοὰμ καὶ Ἰερουσαλὴμ εἶναι τὸ ἑλληνικὸ ἱερός· εἶναι μιὰ ξένη λέξι, ἑβραϊκή, ἄσχετη μὲ τὸ ἑλληνικὸ ἱερὸς καὶ μὲ τὴν «ἁγία δασεῖα». ἔχω τὴν ἐντύπωσι, ὅτι αὐτὰ δημιουργήθηκαν σὲ ὄψιμα χρόνια κι ἑλληνόγλωσσα κλίματα ἀπὸ ἐπίδρασι τῶν ἑλληνικῶν ἐπιθέτων ἅγιος καὶ ἱερός, κι ἀπὸ κάτι ἄλλα τέτοια. ὅσο γιὰ τὰ ἐξελληνισμένα στὴν κατάληξη Ἰωνᾶς Θωμᾶς Θευδᾶς Ἰωσῆς Ἰαννῆς, αὐτὰ περισπῶνται, ἐπειδὴ ἐξελληνιζόμενα ἐντάχθηκαν κλιτικῶς στὴν κατηγορία τῶν ἑλληνικῶν Ζηνᾶς Παρμενᾶς Παλλαδᾶς Ἑρμᾶς Ἑρμῆς Ἀπελλῆς, ἀφοῦ μ᾿ αὐτὰ συμμορφώθηκε γιὰ τὸν ἴδιο ἀποχρῶντα λόγο καὶ τὸ λατινικὸ Λουκᾶς.
       Οἱ Ἑβραῖοι τῆς Ἀλεξανδρείας στὴν ἀρχή, στὰ προχριστιανικά τους δηλαδὴ χειρόγραφα τῶν Ἑβδομήκοντα, γιὰ λόγους οἰκονομίας χώρου καὶ χρόνου ἔγραφαν τὶς πιὸ πολύχρηστες λέξεις συντομογραφικῶς, ὅπως τώρα γράφουμε Κων/νος Κων/πολις Θεσ/νίκη. καὶ ἀσφαλῶς εἶναι φυσικὸ ὅτι οἱ πιὸ πολύχρηστες λέξεις στὴ Βίβλο εἶναι τὰ ὀνόματα θεὸς Κύριος πνεῦμα Ἰσραὴλ Ἰερουσαλὴμ καὶ λίγα ἄλλα. ἔγραφαν λοιπὸν ΚΣ ΘΣ ΠΝΑ ΟΥΝΟΣ ΙΗΛ ΙΛΗΜ ἀντὶ ΚΥΡΙΟΣ ΘΕΟΣ ΠΝΕΥΜΑ ΟΥΡΑΝΟΣ ΙΣΡΑΗΛ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ κλπ.. αὐτὸ τὸ ἔκαναν πρῶτα στὸ ἑβραϊκὸ κείμενο, κατὰ δὲ τὰ μετὰ τὸ 130 μ.Χ. χρόνια, λόγῳ τῆς πολὺ μεγάλης φτώχειας τῶν Ἰουδαίων, τὸ ἐπεξέτειναν σ᾿ ὅλες τὶς λέξεις τοῦ κειμένου· καὶ μετὰ τὸ 600, ἐπειδὴ τὸ ἑβραϊκὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κατάντησε νὰ μὴ διαβάζεται μήτε ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς (= μασορῖτες), τοῦ σφήνωσαν ἕντεκα καινούργια φωνήεντα τοῦ Ζ΄ αἰῶνος, ἀπὸ 2 μέχρι 6 σὲ κάθε λέξι, καὶ τὸ σακάτεψαν. αὐτὸ τὸ σακατεμένο μασοριτικὸ κείμενό τους εἶναι τὸ διαβόητο «ἑβραϊκὸ θεῖο ἀρχέτυπο». στὴν ἀρχὴ βραχυγραφοῦνταν μόνο γύρω στὶς 20 λέξεις, οἱ ὁποῖες βραχυγραφοῦνται καὶ στὰ χειρόγραφα τῶν Ο΄. στοὺς Ο΄ ὅμως δὲν ἐμφανίστηκε τὸ κατάντημα τοῦ μασοριτικοῦ, διότι δὲν βραχυγραφήθηκαν παραπάνω ἀπὸ 20 πασίγνωστες καὶ πολύχρηστες λέξεις. ἄλλο εἶναι νὰ γράφῃς 20 ὀνόματα ὡς Κων/νος Κων/πολις Θεσ/κη, κι ἄλλο νὰ κάνῃς ὅλο τὸ κείμενο γτ καὶ νὰ μὴ θυμᾶσαι ἔπειτα ἂν πρέπει νὰ τὸ διαβάσῃς ἡ γῆ αὐτοῦγιατί ἡ γάτα.
       Αὐτὰ τὰ 20 βραχυγραφημένα ὀνόματα στοὺς Ο΄ εἶναι τὰ λεγόμενα «ἱερὰ ὀνόματα» (nomina sacra)· εἶναι τὰ θς Κς Ις Χς πνα πνικὸς πηρ μηρ ἄνος ἀνινος οὐνὸς οὐνιος Δαδ δατικὸς Ἰηλ Ἰλὴμ στρὸς στρικὸς σηρ σρία, ποὺ διαβάζονται θεὸς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς πνεῦμα πνευματικὸς πατὴρ μήτηρ ἄνθρωπος ἀνθρώπινος οὐρανὸς οὐράνιος Δαυῒδ δαυϊτικὸς  Ἰσραὴλ Ἰερουσαλὴμ σταυρὸς σταυρικὸς σωτὴρ σωτηρία. στὴν Καινὴ διαθήκη μόνο μία παρανάγνωσι προέκυψε ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς βραχυγραφήσεως καὶ μόνο σ᾿ ἐλάχιστα ἀλεξανδρινὰ παπυρικῆς καταγωγῆς χειρόγραφα, στὸ Α΄ Τι 3,16 ΟΣ ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ ΕΝ ΣΑΡΚΙ, πού, ἀντὶ νὰ μεταγραφῇ θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, μεταγράφτηκε ὃς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐπειδὴ σὲ πάπυρο πρῶτα φθάρηκε ἡ τελεία ποὺ ἦταν μέσα στὸ πρῶτο γράμμα Ο, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ προκύψασα ἀναφορικὴ ἀντωνυμία ὃς δὲν ἀναφέρεται σὲ κανένα ὄνομα ποὺ νὰ προηγῆται μέσα στὸ κείμενο. καὶ υἱοθέτησαν στὶς μέρες μας αὐτὴ τὴν ξεκάρφωτη παρανάγνωσι μεγάλοι δῆθεν κριτικοὶ ἐκδότες καὶ ἑρμηνευταὶ τῶν προτεσταντῶν καὶ πολλοὶ δικοί μας βιβλικοὶ καθηγηταὶ πανεπιστημίου ποὺ μαθήτευσαν στοὺς προτεστάντες ἐκείνους. ἐπειδὴ ἀπὸ παλαιογραφία κι ἀρχαῖα χειρόγραφα τῆς Βίβλου δὲν ξέρουν οὔτε γρῦ· αὐτοὶ παραλαμβάνουν τὴ Βίβλο ἀπὸ τὸν τυπογράφο τὸ βιβλιοδέτη καὶ τὸ βιβλιοπώλη, ὅπως ἡ κυρὰ Πουλχερία ἡ ψιλικατζοῦ. στὸ μασοριτικὸ κείμενο ὅμως οἱ παραναγνώσεις αὐτὲς ἀνέρχονται στὸ 1.750.000 (ἕνα ἑκατομμύριο ἑφτακόσιες πεντήντα χιλιάδες). αὐτὸ εἶναι τὸ «ἑβραϊκὸ θεῖο ἀρχέτυπο», ὅπου «ἡ γῆ αὐτοῦ» γίνεται «ἡ γάτα» ἢ «γιατί;».
      Τὰ προειρημένα 20 ὀνόματα κακῶς ὠνομάστηκαν «ἱερὰ ὀνόματα», διότι δὲν εἶναι ὅλα ἱερά, ὅπως λόγου χάρι δὲν εἶναι τὰ πνεῦμα (πονηρόν), σωτηρία (τοῦ Ἄδερ), (λοιμὸς) ἄνθρωπος, πατὴρ (τοῦ ψεύδους), κλπ.. τὸ σωστὸ θὰ ἦταν νὰ λέγωνται «βραχυγραφημένα ὀνόματα» (nomina breviata). καὶ δὲν εἶναι ὅλα κύρια ὀνόματα, κι αὐτὸ εἶναι ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ. ἐπειδὴ καὶ αὐτὸ διέλαθε, γι᾿ αὐτὸ μαζὶ μὲ τὰ κύρια ὀνόματα Ἰς-᾿Ιησοῦς, Κς-Κύριος (=Ιαυε), Δαδ-Δαυΐδ, Ἰλήμ-ερουσαλὴμ θεωρήθηκαν ὡς κύρια καὶ τὰ πηρ - πατήρ, υἱός, πνα - πνεῦμα, οὐνὸς-οὐρανός, ἐκκλησία, παρθένος, κλπ.. καὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς θεότητος τὸ κύριο ὄνομα εἶναι ἕνα, τὸ Κύριος (= Ιαυε), ἐνῷ τὰ πατὴρ υἱὸς πνεῦμα εἶναι ὀνόματα προσηγορικὰ ἰδιωμάτων τοῦ κάθε προσώπου. καὶ εἶναι βιβλικῶς δογματικῶς καὶ θεολογικῶς συνεπέστερο κι ὀρθοδοξότερο νὰ γράφωνται μὲ μικρὸ τὸ ἀρχικὸ γράμμα. τὸ κεφαλαῖο ἀρειανίζει. κυρίως δὲ εἶναι κάτι ποὺ κάνει τὸ βιβλικὸ κείμενο διαυγέστερο στὴν κατανόησι, καὶ κυριώτατα τὰ κεφαλαῖα δὲν εἶναι σὲ καμμιὰ περίπτωσι τιμητικά. εἶναι μόνο προσδιοριστικά. ὅταν λ. χ. γράφουμε σωστὰ φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι, καταλαβαίνουμε ἀκαριαία ὅτι τὸ μὲν πρῶτο εἶναι ὄνομα προσηγορικὸ μιᾶς παρατάξεως, ὅπως λέμε τώρα κομμουνισταί, ἐνῷ τὸ δεύτερο εἶναι κύριο ὄνομα οἰκογενείας (ἡ οἰκογένεια τοῦ Σαδώκ), ὅπως τώρα λέμε Καραμανλῆδες Μητσοτάκηδες καὶ Παπανδρέοι. ὅταν γράφουμε παρθένος ἐννοοῦμε κάποια ποὺ εἶναι ἁγνὴ παρθένος, ἐνῷ ἂν γράψουμε Παρθένος, μπορεῖ νὰ νομιστῇ ὅτι ἐννοοῦμε μιὰ παντρεμένη ποὺ ὀνομάζεται Παρθένα. ὅταν γράφουμε ἐκκλησία, καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι συνέλευσι λαοῦ, ἐνῷ ἂν γράψουμε Ἐκκλησία, μπορεῖ νὰ νομίσουμε κάτι διαφορετικὸ ποὺ λέγεται μ᾿ αὐτὸ τὸ κύριο ὄνομα. ὅταν ἄρχισαν νὰ γράφωνται μὲ τὸ ἀρχικὸ κεφαλαῖο ὅσα δὲν εἶναι κύρια, ἄρχισε ἡ ἄμβλυνσι τῶν νοημάτων καὶ ἡ σύγχυσι, τὴν ὁποία ἐπέτεινε καὶ ἡ ἐν τῷ μεταξὺ κακῶς δημιουργηθεῖσα ἀντίληψι ὅτι τὸ κεφλαῖο γράμμα εἶναι τιμητικό.
       Κι ἔτσι ἔρχομαι στὰ ὄντως ἱερὰ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα, μόνον ὅταν εἶναι καὶ κύρια, πρέπει νὰ γράφωνται μὲ κεφαλαῖο, ἢ μόνον ὅταν συντρέχῃ σοβαρὸς προσδιοριστικὸς λόγος, λόγος διακρίσεως. κύρια εἶναι τὰ Κύριος (= Ἰαυὲ) καὶ Ἰησοῦς καὶ Δαυΐδ. γιὰ λόγους προσδιορισμοῦ πρέπει νὰ γράφωνται μὲ κεφαλαῖο καὶ τὰ Χριστὸς (Ἰησοῦς ὁ Χριστὸς) καὶ Λόγος (τοῦ θεοῦ), γιὰ νὰ διακρίνωνται τὸ πρῶτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους χριστούς, τὸν Ἀαρών, τὸ Σαούλ, τὸ Δαυΐδ, τοὺς προφῆτες, καὶ τὸν ἐν Ἑβ 11,26 Μωϋσῆ ὁ ὁποῖος θεώρησε πλοῦτο μείζονα τῶν θησαυρῶν τῆς Αἰγύπτου τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ χριστοῦ, διότι σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο ὅλοι οἱ χριστοὶ Κυρίου ὀνειδίζονται, τὸ δὲ δεύτερο ἀπὸ τὸν κοινῶς λεγόμενο λόγονλόγους, ὅταν μάλιστα αὐτὸ τὸ δεύτερο εἶναι καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ (Ῥω 9,6· Α΄ Κο 14,36· Κλ 1,25).
       Τὰ θεός, πατήρ, υἱός, πνεῦμα, υἱὸς θεοῦ, υἱὸς ἀνθρώπου, ἄνθρωπος, οὐρανός, βασιλεία θεοῦ, ἐκκλησία, κλπ. δὲν εἶναι κύρια καὶ γράφονται μὲ μικρό. αὐτὸ ἀπαιτεῖ ἡ εὐκρίνεια τοῦ κειμένου. καὶ φαίνεται ἡ εὐκρίνεια αὐτὴ ἀμέσως στὸ Κύριος ὁ θεός, ὅπου διακρίνεται ὅτι Κύριος εἶναι τὸ ὄνομά του, ἐνῷ τὸ θεὸς ἡ ἰδιότητά του, ὅπως ὅταν λέγωνται, καταχρηστικῶς βέβαια, «ὁ θεὸς Ἀπόλλων», «ὁ θεὸς Ἑρμῆς», «ὁ θεὸς Ποσειδῶν». φαίνεται, κι ὅταν ὁ παραβολικὸς πατὴρ τοῦ ἀσώτου υἱοῦ ἀνάγεται στὸ θεὸ πατέρα Κύριο. καὶ κυρίως φαίνεται, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς λέγεται Κύριος τόσες φορές, ἐνῷ λίγες μόνο φορὲς λέγεται θεός· διότι τὸ Κύριος ὡς κύριο ὄνομα τοῦ θεοῦ εἶναι κυριώτερο ἀπὸ τὸ θεός.
       Μὲ τὸ προειρημένο λοιπὸν σύστημα λιτότητος τῆς χρήσεως τῶν κεφαλαίων, τῆς μὴ τιμητικῆς ἀλλὰ μόνο γραμματικῆς, μὲ τὸ ὁποῖο τονίζεται καὶ ἡ ἀξία τοῦ κεφαλαίου γράμματος, καὶ δὲν εἶναι ἕνα νόμισμα ποὺ πληθωρίστηκε κι ἔγινε ἄχρηστο, καὶ τὰ κύρια ὀνόματα ἀναβαθμίζονται καὶ τὸ κείμενο διαπρέπει. ὅσο γιὰ τὴν τιμὴ καὶ τὸ σέβας τῶν ἱερῶν λέξεων, αὐτὰ εἶναι ἐμπράγματα κατ᾿ ἀρχὴν μὲ τὸ νὰ ἐμφανίζωνται οἱ λέξεις αὐτὲς ὀρθογραφημένες. ἡ λοιπὴ τιμὴ καὶ τὸ λοιπὸ σέβας βρίσκονται στὴ συνείδησι τοῦ ἀναγινώσκοντος, κι ὄχι βέβαια στὰ πληθωρισμένα καὶ ὑποβαθμισμένα κεφαλαῖα καὶ στὶς ἀναιτιολόγητες δασεῖες καὶ περισπωμένες ποὺ λερώνουν τὰ κείμενα.
       Ὅσο γιὰ τὶς βραχυγραφίες, ἀκολουθώντας καὶ σήμερα τὴν πρακτικὴ τῶν ἀρχαίων χειρογράφων τῆς Βίβλου καὶ τῶν λοιπῶν χριστιανικῶν κειμένων, ἀκόμη καὶ τῶν θύραθεν, γράφουμε κι ἐμεῖς Π. Διαθήκη, Π.Δ., Κ. Διαθήκη, Κ.Δ., Γε Δε Ἰη Ῥθ Βδ Βα Πα Ἔσ Ψα Πρμ Ἆσ Ἠσ Ἰε Δα Ἀμ Ζα Μα Μθ Λκ Πρξ Α΄ Κο Φι Φλμ Ἑβ Ἰα Ἀπ, ποὺ εἶναι πασίγνωστο κι εὐνόητο πῶς διαβάζονται. καὶ δὲν τὰ κάνουμε στραπάτσο, διότι τηροῦμε κάποιο μέτρο. Τοὺς Ἰουδαίους μασορῖτες ὁ Κύριος τοὺς ἐξώθησε μετὰ τὴν ἵδρυσι τῆς ἐκκλησίας στὴν ἀλόγιστη βραχυγραφία τους, γιὰ νὰ τοὺς ἀφαιρέσῃ ἀπὸ τὰ χέρια τους τὴ Βίβλο. διότι τὸ μασοριτικὸ κείμενο δὲν εἶναι Βίβλος.  κρατοῦν ἕνα τσόφλι. μὴ βλέπετε τοὺς δικούς μας βιβλικοὺς ποὺ μεταφράζουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀπὸ τὸ «ἑβραϊκὸ θεῖο ἀρχέτυπο», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι. εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ μέτρα τους, τὰ φυσικὰ καὶ τὰ μαθησιακά, νὰ καταλάβουν τέτοια πράγματα. δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ἔχετε ἀπ᾿ αὐτοὺς τέτοια ἀπαίτησι.
 
Συμβολή 16 (2006)
Μελέτες 6 (2010)